Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • πεθερά, η,
    ουσ. [θηλ. του ουσ. πεθερός], η πεθερά. Υποκορ. πεθερούλα κ. πεθερίτσα, η·
    - αβάσταχτο κακό της πεθεράς η γκρίνια, δεν υποφέρεται η γκρίνια της πεθεράς: «μου έχουν τύχει διάφορες αναποδιές στη ζωή μου, όμως αβάσταχτο κακό της πεθεράς η γκρίνια». (Ακολουθούν 16 φρ.)·
    - για να σ’ αγαπάει η πεθερά σου, φιλική έκφραση σε άτομο που κατά τη διάρκεια γεύματος διαλέγει και τρώει τη γωνία του ψωμιού·
    - είναι κακιά πεθερά, (και για τα δυο φύλα) είναι δύστροπος, κακότροπος ή επιμένει να του δίνουμε λόγο των πράξεών μας, χωρίς να έχει ή χωρίς να του έχουμε δώσει αυτό το δικαίωμα: «πρόσεξε μην μπλέξεις με τον τάδε, γιατί είναι κακιά πεθερά και θα στενάξεις»·
    - η νύφη, όταν γεννηθεί, της πεθεράς θα μοιάζει, βλ. λ. νύφη·
    - η πεθερά κι από ζάχαρη να είναι, πάντα πικρή είναι, όσο καλή μπορεί να είναι η πεθερά, πάντα έχει τη νοοτροπία της πεθεράς: «καλή, χρυσή όσο καλή κι αν είναι δε μου το βγάζεις απ’ το μυαλό πως, η πεθερά κι από ζάχαρη να είναι, πάντα πικρή είναι»·
    - κάνει σαν κακιά πεθερά, (και για τα δυο φύλα) είναι δύστροπος, κακότροπος: «όπως και να της φερθείς, κάνει σαν κακιά πεθερά»·
    - μαλώνουν όπως η νύφη με την πεθερά ή μαλώνουν σαν τη νύφη με την πεθερά, βλ. λ. νύφη·
    - μου ’γινε κακιά πεθερά, ανακατεύεται στις υποθέσεις μου και επίμονα ζητάει λογαριασμό των πράξεών μου, χωρίς να έχει ή χωρίς να του έχω δώσει αυτό το δικαίωμα: «απ’ τη μέρα που άρχισα να τον κάνω παρέα, μου ’γινε κακιά πεθερά και συνεχώς μου ζητάει το λόγο»·
    - ξεχνά η γρουσούζα η πεθερά, πως ήταν νύφη μια φορά, δεν πρέπει να ξεχνάμε τις δοκιμασίες και τις ταλαιπωρίες που περάσαμε κάποτε άδικα από κάποιον για να μην τυραννάμε άδικα κι εμείς τους άλλους: «τώρα που έγινε πλούσιος καταπιέζει τους ταλαίπωρους τους φτωχούς και ξεχνά η γρουσούζα η πεθερά, πως ήταν νύφη μια φορά»·
    - όσα βλέπει η πεθερά, ειρωνική έκφραση για επιφανειακή καθαριότητα ενός χώρου: «θα καθαρίσεις προσεχτικά το δωμάτιό σου κι όχι όσα βλέπει η πεθερά»·
    - όσο πίνει η πεθερά μας, τόσο μας καλοχαιρετάει, το κρασί φέρνει ευθυμία και καλή διάθεση ακόμη και στους δύστροπους ανθρώπους: «στη δουλειά του δεν υπάρχει πιο στραβόξυλο, στο ποτήρι όμως, όσο πίνει η πεθερά μας, τόσο μας καλοχαιρετάει»·
    - ποιος παινάει το γαμπρό; Η κλανιάρα η πεθερά, βλ. λ. γαμπρός·
    - σ’ αγαπάει η πεθερά σου, φιλική έκφραση σε άτομο που μπαίνει στο χώρο μας την ώρα που στρώνουμε τραπέζι για φαγητό ή την ώρα που τρώμε·
    - στη ζωή της πεθεράς μου! βλ. λ. ζωή·
    - τα λέω στην πεθερά για να τ’ ακούει η νύφη ή τα λέω της πεθεράς για να τ’ ακούει η νύφη, βλ. λ. νύφη·
    - τρώγονται όπως η νύφη με την πεθερά ή τρώγονται σαν τη νύφη με την πεθερά, βλ. λ. νύφη.
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης