Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • πεδίο, το,
    ουσ. [<αρχ. πεδίον], το πεδίο· τομέας, ιδίως εμπορικός, επιστημονικός ή καλλιτεχνικός, όπου αναπτύσσεται κάποια δραστηριότητα: «στο πεδίο των καλών τεχνών υπάρχουν πολλοί και άξιοι καλλιτέχνες»·
    - ανοίγεται πεδίον δόξης λαμπρό(ν), α. λέγεται θαυμαστικά για τη δυνατότητα που δίνεται σε κάποιον να δράσει δημιουργικά σε έναν χώρο και να μεγαλουργήσει: «τώρα που πήρε το πτυχίο του δικηγόρου, ανοίγεται πεδίον δόξης λαμπρόν». β. λέγεται ειρωνικά για άτομο που του δίνεται η δυνατότητα να προβεί σε σειρά παρανομιών: «τώρα που κατέλαβε αυτή τη θέση, μπροστά του ανοίγεται πεδίο δόξης λαμπρόν». Η φρ., ιδίως στη δεύτερη περίπτωση, σε χρήση από τους πολιτικούς·  
    - αφήνω ελεύθερο πεδίο, αποχωρώ από κάποιο τομέα δραστηριοτήτων, ιδίως εμπορικό, επιστημονικό ή καλλιτεχνικό, και επιτρέπω σε άλλον ή σε άλλους να ενεργούν όπως αυτοί νομίζουν σωστά, επιτρέπω πλήρη ελευθερία κινήσεων σε κάποιον ή κάποιους: «όταν βγήκε ο ανταγωνιστής μου στη σύνταξη, μ’ άφησε ελεύθερο πεδίο μέσα στην αγορά». (Λαϊκό τραγούδι: κι άφησα πίσω μου ελεύθερο πεδίο και τις καλύτερες ευχές για σας τους δύο
    - ελεύθερο πεδίο, χώρος, έκταση χωρίς κανένα επικίνδυνο εμπόδιο, χωρίς να ενεδρεύει κανένας κίνδυνος: «μόλις είδα ελεύθερο πεδίο μπροστά μου, το ’βαλα στα πόδια»·
    - έπεσε στο πεδίο της τιμής, α. λέγεται σε περιπτώσεις που κάποιος σκοτώθηκε την ώρα που υπηρετούσε, που αγωνιζόταν για την πατρίδα του ή για κάτι ιερό: «στον αλβανικό πόλεμο έπεσαν πολλά παλικάρια στο πεδίο της τιμής». β. λέγεται σε περιπτώσεις που κάποιος πεθαίνει τη στιγμή που ασχολείται με κάτι που πάντα τον απασχολούσε πάρα πολύ: «ήταν ερωτιάρης ο γέρος, κι όταν έμπλεξε με μια εικοσάρα, δεν άντεξε η καρδιά του, τουλάχιστον όμως έπεσε στο πεδίο της τιμής όπως το ήθελε από πάντα»·
    - οπτικό πεδίο, έκταση στην οποία βλέπει κανείς με το μάτι ή με οπτικό όργανο ό,τι υπάρχει: «το πλοίο βγήκε απ’ το λιμάνι και σε λίγη ώρα χάθηκε απ’ το οπτικό μας πεδίο || φύγε, σε παρακαλώ, από μπροστά μου, γιατί μου κλείνεις το οπτικό μου πεδίο»·
    - πεδίο ασκήσεων, καθορισμένη περιοχή στην οποία εκπαιδεύονται μονάδες του στρατού (άρματα μάχης, πυροβολητές κ.λπ.): «το πεδίο ασκήσεων θεωρείται απαγορευμένη περιοχή»·
    - πεδίο βολής, τοποθεσία κατάλληλα διαμορφωμένη για να ασκούνται οι στρατιώτες στη σκοποβολή: «ο αβ οδήγησε τους στρατιώτες του στο πεδίο βολής για την καθορισμένη τους άσκηση». (Λαϊκό τραγούδι: ποια νυχτωδία το φως σου έχει πάρει και σε ποιο Γαλαξία να σε βρω; εδώ είναι Αττική, φαιό νταμάρι, κι εγώ ένα πεδίο βολής φτηνό που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι
    - πεδίο δράσης, τομέας όπου ενεργεί, όπου δραστηριοποιείται κάποιος: «ήταν πολύ δραστήριος άνθρωπος, γι’ αυτό βρήκε πεδίο δράσης στο εμπόριο»·
    - πεδίο μάχης, α. χώρος, τοποθεσία όπου διεξάγεται μια μάχης: «στο πεδίο της μάχης κείτονταν δεκάδες νεκροί». β. χώρος όπου εκδηλώνονται έντονες διαφωνίες, αντιθέσεις ή αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε άτομα ή σε ομάδες ατόμων: «κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού το κοινοβούλιο μετατράπηκε σε πεδίο μάχης»·
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης