Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • πατρίδα, η,
    ουσ. [<αρχ. πατρίς], η πατρίδα. 1. ο τόπος όπου γεννήθηκε και έζησε για αρκετό διάστημα κάποιος. (Λαϊκό τραγούδι: Θεσσαλονίκη μου ποτέ δε σ’ απαρνιέμαι, είσαι η πατρίδα μου στο λέω και καυχιέμαι). 2. ο τόπος από όπου ξεκίνησε κάτι ή όπου συνηθίζεται κάτι, που δικαιωματικά κατέχει την πατρότητα: «η πατρίδα του καπιταλισμού, είναι οι Ε.Π.Α. || πατρίδα του κομμουνισμού υπήρξε η Σοβιετική Ένωση || η πατρίδα της πίτσας είναι η Ιταλία». 3. ο συγχωριανός, ο συμπατριώτης, ιδίως ως φιλική προσφώνηση σε συμπατριώτη: «πώς από δω, ρε πατρίδα!». 4. αγανακτισμένη προσφώνηση σε άτομο: «αμάν, ρε πατρίδα, σταμάτα αυτή τη μουρμούρα!»·
    - δεύτερη πατρίδα, η χώρα, ο τόπος στον οποίο πήγε κάποιος από την ιδιαίτερη πατρίδα του κι έζησε δημιουργώντας μεγάλο μέρος της ζωής του: «η Αυστραλία υπήρξε δεύτερη πατρίδα του». (Λαϊκό τραγούδι: Λάρισα, τόσες ομορφιές στον κόσμο αλλού δεν είδα, γι’ αυτό κι εγώ σ’ αγάπησα -και σε πονώ- σα δεύτερη πατρίδα
    - δίνω τη ζωή μου για την πατρίδα, βλ. λ. ζωή·
    - ιδιαίτερη πατρίδα, το χωριό ή η πόλη στην οποία γεννήθηκε κάποιος: «κάθε Χριστούγεννα πηγαίνει στην ιδιαίτερη πατρίδα του και γιορτάζει μ’ όλους τους συγγενείς του»·
    - καλή πατρίδα! ευχή που ανταλλάσσεται μεταξύ μεταναστών ή ανθρώπων που απουσιάζουν για μεγάλο χρονικό διάστημα από τη χώρα τους και σημαίνει καλή επιστροφή στα πάτρια εδάφη. (Λαϊκό τραγούδι: καλή πατρίδα,αδελφέ μου Αποστόλη, αχ, να γυρνούσαμε μαζί με σένα όλοι).Στην περίπτωση που η ευχή αυτή ανταλλασσόταν μεταξύ πολιτικών προσφύγων τότε έκλεινε με το αδελφέ ή το αδερφέ ή πιο συνηθισμένα με το αδέρφι ή το σύντροφε·
    - μητέρα πατρίδα, βλ. λ. μητέρα·
    - πήγε υπέρ πίστεως και πατρίδος, βλ. λ. πίστη·
    - χαμένες πατρίδες, περιοχές όπου ήκμασε ο ελληνισμός ως το πρόσφατο παρελθόν και τώρα ανήκουν σε άλλο κράτος με πιο γνωστές αυτές που ανήκουν στην Τουρκία μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, δηλ. τα παράλια της Μ. Ασίας, η Σμύρνη, η Κωνσταντινούπολη και οι περιοχές του Πόντου, καθώς και περιοχές της ανατολικής Ρωμυλίας: «οι σύγχρονοι Έλληνες δε θα ξεχάσουν ποτέ τις χαμένες πατρίδες»·
    - χύνω το αίμα μου για την πατρίδα, βλ. λ. αίμα.
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης