Νέα ελληνική
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Εισαγωγή
Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.
Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.
Περιεχόμενα
Αναζήτηση
- πατέρας, ο,
- ουσ. [<μσν. πατέρας, από το αρχ. πατέρα αιτιατ. του ουσ. πατήρ], ο πατέρας. α. στον πλ. οι πατέρες κ. πατεράδες, οι πρόγονοι: «πρέπει να διαφυλάξουμε την κληρονομιά των πατεράδων μας». β. αυτοί που συνέβαλαν καθοριστικά, που πρωτοστάτησαν για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «οι πατέρες της Ιατρικής || οι πατέρες της ατομικής ενέργειας». (Λαϊκό τραγούδι: είναι οι διάφοροι πατέρες απ’ το λαϊκό τραγούδι, ο καθένας έχει βάλει το δικό του το λουλούδι).Υποκορ. πατερούλης, ο· βλ. και λ. μπαμπάς. (Ακολουθούν 32 φρ.)·
- αέρα πατέρα! βλ. λ. αέρας·
- από (τον) πατέρα, από τη μεριά του πατέρα, από το σόι του πατέρα: «είναι θείος μου από πατέρα»·
- αρχίδια πατέρα! βλ. λ. αρχίδι·
- γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που με γένναγαν ή γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που με πέταγαν, βλ. λ. μάνα·
- για την ψυχή του πατέρα μου! βλ. λ. ψυχή·
- για την ψυχή του πατέρα μου, βλ. λ. ψυχή·
- γίνομαι πατέρας, αποκτώ για πρώτη φορά παιδί: «μόλις γέννησε η γυναίκα του, τρελάθηκε απ’ τη χαρά του, γιατί, βλέπεις, δε γίνεται κανείς πατέρας κάθε μέρα»·
- είναι άξιο παιδί (τέκνο) του πατέρα του, βλ. λ. παιδί·
- είναι γιος του πατέρα του, βλ. λ. γιος·
- είναι παιδί του πατέρα του, βλ. λ. παιδί·
- είναι τσιράκι του πατέρα του, βλ. λ. τσιράκι·
- ζητάει τη μάνα και τον πατέρα του, βλ. λ. μάνα·
- η γη των πατέρων μας, βλ. λ. γη·
- η νίκη έχει πολλούς πατέρες, η ήττα κανέναν ή η νίκη έχει πολλούς πατέρες, η ήττα είναι ορφανή, σε μια νίκη προβάλλονται όλοι ως πρωταγωνιστές, ενώ σε μια ήττα όλοι αποποιούνται τις ευθύνες τους·
- θα πηδήσω, πατέρα, θα σε δω, παιδί μου, βλ. λ. παιδί·
- θα σου πάρει ο διάβολος τη μάνα και τον πατέρα! βλ. λ. διάβολος·
- κάνει σάμπως και του σκότωσαν τον πατέρα του, αντιδρά ή διαμαρτύρεται έντονα για κάτι χωρίς σοβαρό λόγο: «λίγο να του πεις κάνα λόγο παραπάνω, κάνει σάμπως και του σκότωσαν τον πατέρα του»·
- κατά μάνα και πατέρα, κατά γιο και θυγατέρα, βλ. λ. μάνα·
- μου ζητάει τη μάνα του και τον πατέρα του, βλ. λ. μάνα·
- να χέσω τον πατέρα και τη μάνα σου, έκφραση εκνευρισμένου ατόμου σε νεαρό ή μικρό παιδί, που του δημιουργεί συνεχώς προβλήματα με τις αταξίες ή τις ενοχλήσεις του. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το να χέσω·
- ο πατέρας όλων, ο Θεός: «μόνο ο πατέρας όλων έχει δικαιοδοσία επάνω μου»·
- οι πατέρες του έθνους, (ειρωνικά) οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι του λαού: «για το μόνο που συμφωνούν απόλυτα μεταξύ τους οι πατέρες του έθνους, είναι όταν πρόκειται να ψηφίσουν για την αύξηση των μισθών τους»·
- πάει από πατέρα σε γιο ή πάει απ’ τον πατέρα στο γιο, λέγεται για άμεση διαδοχή, ιδίως επιχείρησης, που γίνεται από γενιά σε γενιά μέσα σε μια οικογένεια: «είναι απ’ τις πιο παλιές επιχειρήσεις στον τόπο μας και χρόνια τώρα πάει από πατέρα σε γιο»·
- παίρνω τα πατήματα του πατέρα μου, βλ. λ. πάτημα·
- πάτερ φαμίλιας, [<λατιν. pater familias], α. ο πολύ αυστηρός, ο αυταρχικός και υπερπροστατευτικός οικογενειάρχης: «όταν κοιμάται ο πάτερ φαμίλιας, δεν ακούς κιχ στο σπίτι». β. (χαϊδευτικά) ο πατέρας ως αρχηγός της οικογένειας: «έρχεται πάλι ο πάτερ φαμίλιας φορτωμένος μ’ ένα σωρό πράγματα για το σπίτι»·
- πατέρας αφέντης, ο πολύ αυστηρός, ο πολύ αυταρχικός πατέρας: «όσοι είχαν πατέρα αφέντη, πέρασαν δύσκολα παιδικά χρόνια || ο πατέρας αφέντης έχει εκλείψει απ’ τη σημερινή κοινωνία»·
- περνάει από πατέρα σε γιο ή περνάει απ’ τον πατέρα στο γιο, βλ. φρ. πάει από πατέρα σε γιο·
- στην ψυχή του πατέρα μου! βλ. λ. ψυχή·
- τον κάνω πατέρα, (για γυναίκες) γεννώ το παιδί που έχω συλλάβει από τον ίδιο: «ήθελε πολύ ένα παιδί, γι’ αυτό χάρηκα πολύ, που τον έκανα πατέρα»·
- του γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που τον γένναγαν ή του γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που τον πέταγαν, βλ. λ. μάνα·
- του πήρε ο διάβολος τη μάνα και τον πατέρα, βλ. λ. διάβολος·
- του στάθηκα σαν πατέρας, του συμπεριφέρθηκα, τον αντιμετώπισα με πατρικό ενδιαφέρον: «επειδή από μικρός έμεινε ορφανός από πατέρα, του στάθηκα σαν πατέρας». - ουσ. [<μσν. πατέρας, από το αρχ. πατέρα αιτιατ. του ουσ. πατήρ], ο πατέρας. α. στον πλ. οι πατέρες κ. πατεράδες, οι πρόγονοι: «πρέπει να διαφυλάξουμε την κληρονομιά των πατεράδων μας». β. αυτοί που συνέβαλαν καθοριστικά, που πρωτοστάτησαν για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «οι πατέρες της Ιατρικής || οι πατέρες της ατομικής ενέργειας». (Λαϊκό τραγούδι: είναι οι διάφοροι πατέρες απ’ το λαϊκό τραγούδι, ο καθένας έχει βάλει το δικό του το λουλούδι).Υποκορ. πατερούλης, ο· βλ. και λ. μπαμπάς. (Ακολουθούν 32 φρ.)·
Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...
- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- κρατ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κρατ») : κράτος, κρατισμός, κρατώ κλπ.
- *κρατ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το «κρατ»): αισθησιοκράτης, αισθησιοκρατία, αιτιοκρατία κλπ.
- *ισμός (όλες οι λέξεις που λήγουν σε «ισμός»): ανιμισμός, κρατισμός, υλισμός κλπ.
- κ*ισμός (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κ» και λήγουν σε «ισμός»): κλασικισμός, κομμουνισμός, κρατισμός κλπ
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. κρατ κρατ* - Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε έναν όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που είναι εννοιολογικά συγγενείς.
- Παράδειγμα Χρήσης
Εδώ πληκτρολογείτε μια λέξη, η οποία περιμένετε να εμφανιστεί σε πρόταση που είναι παράδειγμα χρήσης του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.- Γραμματική - Σύνταξη
Επιλέγετε τον επιθυμητό τρόπο σύνταξης της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους συντάσσεται με τον συγκεκριμένο τρόπο.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ως επίθετο» θα εμφανιστούν λήμματα που, ενώ ανήκουν σε άλλη γραμματική κατηγορία, χρησιμοποιούνται με τη σημασία επιθέτου και συντάσσονται αναλόγως.
- Επίπεδο Ύφους
Το μενού προεπιλογών που εμφανίζεται περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα ύφους, τα οποία αφορούν είτε όλο το λήμμα είτε κάποια από τις σημασίες του, ώστε να επιλέξετε αυτό που σας ενδιαφέρει.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ειρωνικό», θα εμφανιστούν
- λήμματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- λήμματα που μία τους σημασία χρησιμοποιείται σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- Σημασιολογικό πεδίο
Επιλέγετε το σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκει η σημασία ή κάποια από τις σημασίες του λήμματος. Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να ζητήσετε ομάδες λέξεων που σχετίζονται με κάποια θεματική περιοχή.
- Ετυμολογία
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες ετυμολογικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε αυτή που σας ενδιαφέρει.
- Τύπος Λήμματος
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Χρήση
Επιλέγετε την επιθυμητή χρήση της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους έχει τη συγκεκριμένη χρήση.
Συντομογραφίες
Α
αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας αιτιατ. αιτιατική αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό άκλ. άκλιτο αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό αμτβ. αμετάβατο αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό αντίθ. αντίθετο αντων. αντωνυμία απαρέμφ. απαρέμφατο απρόσ. απρόσωπο αραβ. αραβικός, -ή, -ό αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό αριθμ. αριθμός αρσ. αρσενικό αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό Β
βενετ. βενετικός, -ή, -ό βλ. βλέπε βλ. και φρ. βλέπε και φράση βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο βλ. φρ. βλέπε φράση βλάχ. βλάχικος, -η, -ο βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο Γ
γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό γεν. γενική γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό Δ
δεικ. δεικτικό δηλ. δηλαδή διεθν. διεθνής, διεθνώς δοτ. δοτική Ε
εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό ειρων. ειρωνικά ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό ενεστ. ενεστώτας ενν. εννοείται επέκτ. επέκταση επίθ. επίθετο επίρρ. επίρρημα επιφών. επιφώνημα επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό επών. επώνυμο εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο εφημερ. εφημερίδα Θ
θηλ. θηλυκό Ι
ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό ιδ. ιδίως ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο ινδ. ινδικός, -ή, -ό ιραν. ιρανικός, -ή, -ό ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό Κ
κ. και κ.ά. και άλλα κ.λπ. και λοιπά κελτ. κελτικός, -ή, -ό κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο κυρ. κυρίως κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο κύρ. ό. κύριο όνομα Λ
λ. λέξη, λήμμα λατιν. λατινικός, -ή, -ό Μ
μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό μεγεθ. μεγεθυντικό μέλλ. μέλλοντας μέσ. μέσος, -η, -ο μόρ. μόριο μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό μτβ. μεταβατικό μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά μτχ. μετοχή Ν
νεότ. νεότερος, -η, -ο Ο
όν. όνομα ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό ουδ. ουδέτερο ουσ. ουσιαστικό Π
π.χ. παραδείγματος χάριν παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος παρατατ. παρατατικός περσ. περσικός, -ή, -ό πιθ. πιθανόν πληθ. και πλ. πληθυντικός πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό πρβλ. παράβαλε πρόθ. πρόθεση πρόσ. πρόσωπο προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό Ρ
ρ. ρήμα ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό Σ
σερβ. σερβικός, -ή, -ό σκωπτ. σκωπτικά σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό στερητ. στερητικό σύνδ. σύνδεσμος συνήθ. συνήθως συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο συνών. συνώνυμος, συνώνυμα Τ
τακτ. τακτικός, -ή, -ό τοπ. τοπικός, -ή, -ό τουρ. τουρκικός, -ή, -ό τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο Υ
υβριστ. υβριστικά υπερθετ. υπερθετικός υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό υποτιμητ. υποτιμητικά υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό Φ
φρ. φράση Χ
χρον. χρονικός
Ομάδα εργασίας
- Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
- Ε. Μητρούση
- Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
- Ε. Μητρούση
- Ηλεκτρονική υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης