Νέα ελληνική
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Εισαγωγή
Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.
Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.
Περιεχόμενα
Αναζήτηση
- πάνω,
- επίρρ. [<αρχ. ἐπάνω], επάνω· βλ. και λ. απάνω και αποπάνω. (Ακολουθούν 123 φρ.)·
- από πάνω, δηλώνει κίνηση από ψηλότερο τόπο ή σημείο συνήθως προς τα κάτω: «η γλάστρα έπεσε από πάνω»· βλ. και φρ. κι από πάνω·
- από πάνω μέχρι κάτω ή από πάνω ως κάτω, καθ’ ολοκληρίαν: «τον έκανε χάλια από πάνω μέχρι κάτω || ο τοίχος έγινε χάλια από πάνω μέχρι κάτω»·
- βαδίζει πάνω σε τεντωμένο σκοινί, βλ. λ. σκοινί·
- βάζω το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- βγάζω από πάνω μου, (για ρούχα), ξεντύνομαι: «έβγαλα από πάνω μου τα ρούχα της δουλειάς και φόρεσα ρούχα καθαρά»·
- βγάζω το λεκέ από πάνω μου, βλ. λ. λεκές·
- βγαίνω από πάνω, καταφέρνω να φανώ αθώος για κάτι που μπορεί να ήμουν και ένοχος: «πάντα βρίσκει τρόπο να βγαίνει από πάνω»·
- βγαίνω κι από πάνω, όχι μόνο δεν παραδέχομαι το φταίξιμο ή το σφάλμα μου, αλλά επιπλέον αυθαδιάζω ρίχνοντας την ευθύνη σε άλλους: «γιατί φωνάζεις; Το σφάλμα ήταν καθαρά δικό σου και θέλεις να βγεις κι από πάνω!»·
- γυρεύει και ρέστα από πάνω ή γυρεύει και τα ρέστα από πάνω, βλ. λ. ρέστα·
- γυρεύει το λόγο κι από πάνω, βλ. λ. λόγος·
- δεν άφησε πέτρα πάνω στην πέτρα, βλ. λ. πέτρα·
- δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα, βλ. λ. πέτρα·
- δεν έχει αίμα πάνω του, βλ. λ. αίμα·
- δεν κλαίω πάνω στο χυμένο γάλα, βλ. λ. γάλα·
- δεν περνάει χρόνος από πάνω του, βλ. λ. χρόνος·
- είμαι από πάνω, είμαι ο κυρίαρχος της κατάστασης, ο κυρίαρχος του παιχνιδιού: «απ’ τη στιγμή που κρατώ στα χέρια μου αδιάσειστα στοιχεία για την κομπίνα που σκάρωσαν, είμαι από πάνω και δεν έχω να φοβηθώ κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: θα διώξω και τις βάσεις τους, θα φύγω κι απ’ το Ν.Α.Τ.Ο. για να ’μαστε από πάνω εμείς κι αυτοί να ’ν’ από κάτω)·
- είμαι από πάνω του, βρίσκομαι σε ψηλότερη βαθμίδα κάποιας ιεραρχίας σε σχέση με κάποιον άλλον: «είμαι από πάνω του, γιατί αυτός είναι υποδιευθυντής κι εγώ διευθυντής»·
- είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- είμαι πάνω στα ντουζένια μου, βλ. λ. ντουζένι·
- είμαι πάνω στη βράση μου, βλ. λ. βράση·
- είμαι στα πάνω μου, α. περνώ περίοδο καλής ψυχολογικής κατάστασης: «όταν είμαι στα πάνω μου, δε χαλώ χατίρι σε κανέναν». β. περνώ περίοδο καλής οικονομικής κατάστασης: «τώρα που είμαι στα πάνω μου, μπορώ να σου δώσω εκείνο το ποσό που μου είχες ζητήσει». Αντίθ. είμαι στα κάτω μου·
- είναι από δέκα γαβ γαβ και πάνω, βλ. λ. γαβ·
- είναι πάντα στο πάνω σκαλοπάτι, βλ. λ. σκαλοπάτι·
- είναι πάνω απ’ όλα, είναι αμερόληπτος: «δέχομαι τη διαιτησία του τάδε, γιατί απ’ ό,τι ξέρω είναι πάνω απ’ όλα»·
- είναι πάνω απ’ όλους, α. υπερτερεί σε κάτι όλων των άλλων: «όλοι τους είναι καλοί εργάτες, αλλά ο τάδε που μου λες είναι πάνω απ’ όλους». β. είναι αμερόληπτος: «δεν υποστηρίζει κανέναν, γιατί είναι πάνω απ’ όλους»·
- είναι πάνω στην τρέλα του, βλ. λ. τρέλα·
- είναι πάνω στο ζουμί του, βλ. λ. ζουμί·
- είναι πάνω στο φόρτε του, βλ. λ. φόρτε·
- είπα, ξείπα, χέζω πάνω στο λόγο μου, βλ. λ. λόγος·
- έφερε τα πάνω κάτω, βλ. λ. κάτω·
- έφυγ’ ένα βάρος από πάνω του, βλ. λ. βάρος·
- έχει τα μυαλά του πάνω απ’ το κεφάλι του ή έχει το μυαλό του πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- έχει το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- έχω τα νεύρα πάνω απ’ το κεφάλι μου ή έχω τα νεύρα πάνω απ’ το κεφάλι, βλ. λ. νεύρο·
- έχω το πάνω χέρι, βλ. λ. χέρι·
- ζητάει και ρέστα από πάνω ή ζητάει και τα ρέστα από πάνω, βλ. λ. ρέστα·
- ζητάει το λόγο κι από πάνω, βλ. λ. λόγος·
- η μια πάνω στην άλλη, βλ. λ. μια·
- θα περάσεις πάνω απ’ το πτώμα μου, βλ. λ. πτώμα·
- θέλει και ρέστα από πάνω ή θέλει και τα ρέστα από πάνω, βλ. λ. ρέστα·
- θέλει το λόγο κι από πάνω, βλ. λ. λόγος·
- κάθομαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- κάθομαι πάνω σε ηφαίστειο, βλ. λ. ηφαίστειο·
- κάθομαι πάνω σε ωρολογιακή βόμβα, βλ. λ. βόμβα·
- κάθομαι πάνω στην υπογραφή μου, βλ. λ. υπογραφή·
- κάθομαι πάνω στο λόγο μου, βλ. λ. λόγος·
- και πάνω, α. περισσότερο, περισσότεροι από κάτι που μόλις προαναφέραμε: «για να μπορέσεις να παρακολουθήσεις αυτό το έργο, πρέπει να είσαι δεκαπέντε χρονών και πάνω || ήταν είκοσι άτομα και πάνω». β. πέρα από το κανονικό, από το επιτρεπτό όριο: «μ’ έγραψε ο τροχονόμος, γιατί έτρεχα με εκατό χιλιόμετρα και πάνω»· βλ. και φρ. και βάλε, λ. βάζω·
- κάτσε δω πάνω, βλ. λ. εδώ·
- κι από πάνω, επιπλέον: «δε μου επέστρεψε το παλιό του χρέος κι έρχεται με θράσος να τον δανείσω κι από πάνω». (Λαϊκό τραγούδι: στοίχημα να βάλεις κι από πάνω, την καρδιά κομμάτια θα την κάνω)· βλ. και φρ. από πάνω·
- μ’ άφησε πάνω στη γλύκα, βλ. λ. γλύκα·
- μ’ έκοψε πάνω στη γλύκα, βλ. λ. γλύκα·
- μ’ έκοψε πάνω στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- με την ευχή μου και πάνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. ευχή·
- μη με κόβεις πάνω στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- μη μιλάς πάνω στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- μιλάει πάνω σου! (για ρούχα), βλ. λ. μιλώ·
- μιλάει πάνω στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- ο ένας πάνω στον άλλον, βλ. λ. ένας·
- ο κόσμος ήρθε τα πάνω κάτω, βλ. λ. κόσμος·
- ο λύκος απ’ την πάνω μεριά, τ’ αρνί απ’ την κάτω μεριά, τ’ αρνί θολώνει το νερό βλ. λ. αρνί·
- ο πάνω κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
- οι από πάνω, α. αυτοί που κυβερνούν, η εξουσία, η ανώτατη αρχή: «όταν οι από πάνω είναι απατεώνες, τι θέλεις να σου κάνει ο λαουτζίκος!». β. οι πλούσιοι, η υψηλή κοινωνία: «εσύ τώρα με τους από πάνω είσαι ή με τους εργάτες;». γ. αυτοί που μένουν στο επάνω διαμέρισμα από το δικό μας: «δεν έχουμε κανένα παράπονο, γιατί οι από πάνω είναι μια ήσυχη οικογένεια». Στην τελευταία περίπτωση η φρ. κλείνει συνήθως με το μας· βλ. και λ. αποπάνω·
- παίρνω τα πάνω μου, βλ. φρ. παίρνω τ’ απάνω μου, λ. απάνω·
- παίρνω την αμαρτία πάνω μου, βλ. λ. αμαρτία·
- παίρνω την πάνω βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
- πάνω απ’ όλα, βλ. λ. όλος·
- πάνω απ’ το προσκέφαλο ή πάνω στο προσκέφαλο (κάποιου), βλ. λ. προσκέφαλο·
- πάνω από..., α. περισσότερο από…, περισσότεροι από...: «κοστίζει πάνω από δέκα χιλιάδες || είναι πάνω από τριάντα χρονών || ήταν πάνω από εκατό άτομα». β. υπεράνω: «είναι πάνω από τις δυνάμεις μου»·
- πάνω κάτω, α. επαναλαμβανόμενη απομάκρυνση και επιστροφή στο ίδιο σημείο: «όλο το βράδυ πήγαινε πάνω κάτω έξω απ’ το μπαρ περιμένοντας τον άντρα της να βγει». Συνών. πέρα δώθε. β. επαναλαμβανόμενη κίνηση από το ψηλότερο σημείο στο χαμηλότερο: «μπήκαν κάτι πιτσιρίκια στο ασανσέρ και το πήγαιναν συνέχεια πάνω κάτω». γ. περίπου: «δεν ξέρω πόσο ακριβώς στοιχίζει, αλλά πάνω κάτω θα πρέπει να κάνει καμιά πενηνταριά ευρώ»·
- πάνω πάνω, εντελώς επάνω: «πάνω πάνω στη βαλίτσα είχα βάλει το σιδερωμένο μου πουκάμισο για να μην τσαλακωθεί»· βλ. και φρ. τα λέω πάνω πάνω·
- πάνω που..., ακριβώς την ώρα, τη στιγμή που ήμουν έτοιμος να προβώ σε μια ενέργεια: «πάνω που ετοιμάστηκα να κλειδώσω το γραφείο μου, χτύπησε το τηλέφωνο || πάνω που αποφάσισα να του τηλεφωνήσω, παρουσιάστηκε στην πόρτα του γραφείου μου». (Λαϊκό τραγούδι: πάνω που συμμαζεύτηκα κι είπα τσαρδί να στήσω, ήρθες εσύ, σώνει καλά, να μου σηκώσεις τα μυαλά και τα παλιά ν’ αρχίσω!)·
- πάνω σ’ όλα, επιπλέον: «πάνω σ’ όλα μας ήρθε κι αυτό το κακό»·
- πάνω στα κέφια ή πάνω στα κέφια μου ή πάνω στο κέφι ή πάνω στο κέφι μου, βλ. λ. κέφι·
- πάνω στα νεύρα μου, βλ. λ. νεύρο·
- πάνω στη βράση, βλ. λ. βράση·
- πάνω στη γλύκα, βλ. λ. γλύκα·
- πάνω στη γλώσσα μου το ’χω, βλ. λ. γλώσσα·
- πάνω στην τούρλα του Σαββάτου, βλ. λ. τούρλα·
- πάνω στην τρέλα του, βλ. λ. τρέλα·
- πάνω στην ώρα, βλ. λ. ώρα·
- πάνω στο άνθος της ηλικίας του, βλ. λ. άνθος·
- πάνω στο γιαρί μεντέτ, βλ. λ. γιαρί μεντέτ·
- πάνω στο δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- πάνω στο ζουμί, βλ. λ. ζουμί·
- πάνω στο θυμό μου, βλ. λ. θυμός·
- πάνω στο τσακ, βλ. λ. τσακ·
- πάνω στο τσακίρ κέφι, βλ. λ. τσακίρ·
- πάνω στο τσαφ, βλ. λ. τσαφ·
- πάνω στο φόρτε της δουλειάς, βλ. λ. δουλειά·
- πάνω στο χρόνο, βλ. λ. χρόνος·
- πάνω στον καλό ύπνο ή πάνω στον καλό τον ύπνο ή πάνω στον ύπνο τον καλό, βλ. λ. ύπνος·
- πάνω στον τσούρλο και κουκούδι, βλ. λ. κουκούδι·
- πατώ γερά πάνω στη γη, βλ. λ. γη·
- πέντε πάνω πέντε κάτω, βλ. λ. πέντε·
- περπατάει πάνω σε τεντωμένο σκοινί, βλ. λ. σκοινί·
- πετάχτηκε πάνω σαν ελατήριο, βλ. λ. ελατήριο·
- πετώ τα ρούχα από πάνω μου, βλ. λ. ρούχο·
- πέφτω πάνω (σε κάποιον ή σε κάτι), α. προσκρούω τυχαία πάνω σε κάποιον ή σε κάτι: «όπως έτρεχα να σε προλάβω, έπεσα πάνω σ’ έναν άγνωστο || καθώς κινήθηκε βιαστικά για την κουζίνα, έπεσε πάνω σε μια καρέκλα». β. συναντώ τυχαία κάποιον: «το πρωί πήγα στη λαϊκή κι έπεσα πάνω στον τάδε, που είχα καιρό να τον δω || καθώς ερχόμουν, έπεσα πάνω στον τάδε και με καθυστέρησε». γ. βρίσκομαι τυχαία σε μια κατάσταση που διαδραματίζεται ή εξελίσσεται: «όπως ερχόμουν στο ραντεβού μας, έπεσα πάνω σ’ έναν καβγά κι έμεινα για λίγο να χαζέψω || μόλις έστριψα με τ’ αυτοκίνητο στην Εγνατία, έπεσα πάνω σε μια διαδήλωση και κινούμασταν όλοι σημειωτόν». δ. επιτίθεμαι, ορμώ εναντίον κάποιου με άγριες διαθέσεις: «μόλις τον είδαν να σπρώχνει τον παπά της ενορίας τους, έπεσαν όλοι πάνω του να τον φάνε!». ε. ορμώ πάνω σε κάποιον ή κάτι: «ο παίχτης έπεσε με δύναμη πάνω στα πόδια του αντιπάλου του για να του αποσπάσει την μπάλα». στ. αντιμετωπίζω ανέλπιστα κάποιον ο οποίος έχει μια ιδιότητα που δε με συμφέρει ή που την αγνοούσα: «πήγα να τα βάλω με τον τάδε, αλλά έφαγα της χρονιάς μου, γιατί έπεσα πάνω σε μποξέρ»·
- πέφτω πάνω στα φρένα, βλ. λ. φρένο·
- πήδηξε μέχρι κει πάνω, βλ. λ. πηδώ·
- πιάστηκαν πάνω στην πράξη, βλ. λ. πράξη·
- πιάστηκε πάνω στην πράξη, βλ. λ. πράξη·
- πιο πάνω, (για ομιλίες ή γραπτά κείμενα) προηγουμένως: «όπως σας είπα και πιο πάνω, χωρίς ομόνοια δεν υπάρχει προκοπή || όπως σημειώνω και πιο πάνω, τα ναρκωτικά είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος της νεολαίας»·
- σεκεμέ και πάνω τούρλα, βλ. λ. σεκεμέ·
- σήκω πάνω, κάτσε κάτω, βλ. λ. σηκώνω·
- στάζει νερό από πάνω μου, βλ. λ. νερό·
- στέκεται από πάνω μου σαν το χάρο ή στέκεται σαν το χάρο από πάνω μου, βλ. λ. χάρος·
- στέκεται πάνω απ’ το κεφάλι μου σαν το χάρο ή στέκεται πάνω απ’ το κεφάλι μου σαν χάρος ή στέκεται σαν το χάρο πάνω απ’ το κεφάλι μου ή στέκεται σαν χάρος πάνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. χάρος·
- στέκομαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- στο τέλος θα μας γαμήσει κι από πάνω, βλ. λ. γαμώ·
- τα λέω πάνω πάνω, λέω, διηγούμαι κάτι εν συντομία και χωρίς πολλές λεπτομέρειες: «μας τα ’πε πάνω πάνω τι έγινε, γιατί κι αυτός δεν ήξερε λεπτομέρειες»·
- τι καιρό κάνει εκεί πάνω; βλ. λ. καιρός·
- το κάτω κεφάλι τρώει το πάνω κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- το ’να πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. ένας·
- τον έπιασαν πάνω στην πράξη, βλ. λ. πράξη·
- τον έχω από πάνω μου, με επιτηρεί ενοχλητικά, καταπιεστικά: «όσο θα τον έχω από πάνω μου, δε θα μπορέσω να βγάλω καλή δουλειά, στο λέω»·
- τον έχω πάνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- τον στόλισε από πάνω μέχρι κάτω, βλ. λ. στολίζω·
- τους έπιασαν πάνω στην πράξη, βλ. λ. πράξη·
- τους πέτυχα πάνω στο τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- τους τσάκωσαν πάνω στην πράξη, βλ. λ. πράξη·
- φέρνω τα πάνω κάτω ή φέρνω το πάνω κάτω, α. αλλάζω, διαμορφώνω ριζικά, ιδίως προς το κακό: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε διευθυντής, έφερε το πάνω κάτω στη δουλειά». β. προκαλώ μεγάλη αναταραχή, μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη σύγχυση. (Τραγούδι: μουρή, μ’ έχεις κάνει καψούρη, μ’ έφερες το πάνω κάτω, τζάμπα με φωνάζουν ακόμα γάτο)·
- φύγε πάνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- φωτιά πάνω στη φωτιά, βλ. λ. φωτιά. - επίρρ. [<αρχ. ἐπάνω], επάνω· βλ. και λ. απάνω και αποπάνω. (Ακολουθούν 123 φρ.)·
Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...
- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- κρατ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κρατ») : κράτος, κρατισμός, κρατώ κλπ.
- *κρατ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το «κρατ»): αισθησιοκράτης, αισθησιοκρατία, αιτιοκρατία κλπ.
- *ισμός (όλες οι λέξεις που λήγουν σε «ισμός»): ανιμισμός, κρατισμός, υλισμός κλπ.
- κ*ισμός (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κ» και λήγουν σε «ισμός»): κλασικισμός, κομμουνισμός, κρατισμός κλπ
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. κρατ κρατ* - Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε έναν όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που είναι εννοιολογικά συγγενείς.
- Παράδειγμα Χρήσης
Εδώ πληκτρολογείτε μια λέξη, η οποία περιμένετε να εμφανιστεί σε πρόταση που είναι παράδειγμα χρήσης του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.- Γραμματική - Σύνταξη
Επιλέγετε τον επιθυμητό τρόπο σύνταξης της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους συντάσσεται με τον συγκεκριμένο τρόπο.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ως επίθετο» θα εμφανιστούν λήμματα που, ενώ ανήκουν σε άλλη γραμματική κατηγορία, χρησιμοποιούνται με τη σημασία επιθέτου και συντάσσονται αναλόγως.
- Επίπεδο Ύφους
Το μενού προεπιλογών που εμφανίζεται περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα ύφους, τα οποία αφορούν είτε όλο το λήμμα είτε κάποια από τις σημασίες του, ώστε να επιλέξετε αυτό που σας ενδιαφέρει.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ειρωνικό», θα εμφανιστούν
- λήμματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- λήμματα που μία τους σημασία χρησιμοποιείται σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- Σημασιολογικό πεδίο
Επιλέγετε το σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκει η σημασία ή κάποια από τις σημασίες του λήμματος. Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να ζητήσετε ομάδες λέξεων που σχετίζονται με κάποια θεματική περιοχή.
- Ετυμολογία
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες ετυμολογικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε αυτή που σας ενδιαφέρει.
- Τύπος Λήμματος
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Χρήση
Επιλέγετε την επιθυμητή χρήση της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους έχει τη συγκεκριμένη χρήση.
Συντομογραφίες
Α
αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας αιτιατ. αιτιατική αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό άκλ. άκλιτο αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό αμτβ. αμετάβατο αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό αντίθ. αντίθετο αντων. αντωνυμία απαρέμφ. απαρέμφατο απρόσ. απρόσωπο αραβ. αραβικός, -ή, -ό αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό αριθμ. αριθμός αρσ. αρσενικό αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό Β
βενετ. βενετικός, -ή, -ό βλ. βλέπε βλ. και φρ. βλέπε και φράση βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο βλ. φρ. βλέπε φράση βλάχ. βλάχικος, -η, -ο βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο Γ
γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό γεν. γενική γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό Δ
δεικ. δεικτικό δηλ. δηλαδή διεθν. διεθνής, διεθνώς δοτ. δοτική Ε
εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό ειρων. ειρωνικά ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό ενεστ. ενεστώτας ενν. εννοείται επέκτ. επέκταση επίθ. επίθετο επίρρ. επίρρημα επιφών. επιφώνημα επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό επών. επώνυμο εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο εφημερ. εφημερίδα Θ
θηλ. θηλυκό Ι
ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό ιδ. ιδίως ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο ινδ. ινδικός, -ή, -ό ιραν. ιρανικός, -ή, -ό ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό Κ
κ. και κ.ά. και άλλα κ.λπ. και λοιπά κελτ. κελτικός, -ή, -ό κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο κυρ. κυρίως κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο κύρ. ό. κύριο όνομα Λ
λ. λέξη, λήμμα λατιν. λατινικός, -ή, -ό Μ
μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό μεγεθ. μεγεθυντικό μέλλ. μέλλοντας μέσ. μέσος, -η, -ο μόρ. μόριο μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό μτβ. μεταβατικό μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά μτχ. μετοχή Ν
νεότ. νεότερος, -η, -ο Ο
όν. όνομα ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό ουδ. ουδέτερο ουσ. ουσιαστικό Π
π.χ. παραδείγματος χάριν παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος παρατατ. παρατατικός περσ. περσικός, -ή, -ό πιθ. πιθανόν πληθ. και πλ. πληθυντικός πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό πρβλ. παράβαλε πρόθ. πρόθεση πρόσ. πρόσωπο προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό Ρ
ρ. ρήμα ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό Σ
σερβ. σερβικός, -ή, -ό σκωπτ. σκωπτικά σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό στερητ. στερητικό σύνδ. σύνδεσμος συνήθ. συνήθως συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο συνών. συνώνυμος, συνώνυμα Τ
τακτ. τακτικός, -ή, -ό τοπ. τοπικός, -ή, -ό τουρ. τουρκικός, -ή, -ό τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο Υ
υβριστ. υβριστικά υπερθετ. υπερθετικός υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό υποτιμητ. υποτιμητικά υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό Φ
φρ. φράση Χ
χρον. χρονικός
Ομάδα εργασίας
- Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
- Ε. Μητρούση
- Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
- Ε. Μητρούση
- Ηλεκτρονική υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης