Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • πανηγύρι, το,
    ουσ. [<μσν. πανηγύριν <μτγν. πανηγύριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. πανήγυρις],  το πανηγύρι. 1. ομαδική διασκέδαση, ομαδικό ξεφάντωμα, μεγάλο γλέντι: «στη ζωή θέλει δουλειά, γιατί δεν είναι μόνο πανηγύρι». 2. στον πλ. τα πανηγύρια, ομαδικές εκδηλώσεις έντονου ενθουσιασμού: «μετά τη λήξη του αγώνα οι φίλαθλοι άρχισαν τα πανηγύρια στους δρόμους και στις πλατείες για την κατάκτηση του πρωταθλήματος». (Ακολουθούν 16 φρ.)·
    - γίνεται πανηγύρι, λέγεται στην περίπτωση που σε κάποιο μαγαζί, σε κάποιο κατάστημα, παρατηρείται αθρόα προσέλευση πελατών: «κάθε Σάββατο στο τάδε σούπερ μάρκετ γίνεται πανηγύρι». Από την εικόνα του πανηγυριού, όπου συγκεντρώνονται πολλά άτομα·
    - έγινε πανηγύρι, επικράτησε μεγάλο γλέντι με φαγοπότι, χορό και τραγούδι: «έχασες που δεν ήρθες στον αρραβώνα του τάδε, γιατί, μόλις έφυγαν οι ηλικιωμένοι, έγινε πανηγύρι»·
    - έγινε του Κουτρούλη το πανηγύρι, βλ. λ. Κουτρούλης·  
    - είναι για τα πανηγύρια, α. (για πρόσωπα) είναι άνθρωπος χωρίς καμιά υπόληψη, χωρίς καμιά σοβαρότητα, είναι ασήμαντος, ανάξιος λόγου, τιποτένιος: «παντρεύτηκε έναν τύπο που είναι για τα πανηγύρια». β. (για πράγματα, μηχανήματα) που έχει πολύ πρόχειρη κατασκευή και, κατ’ επέκτ., που είναι άχρηστο: «αγόρασε μια τηλεόραση, που είναι για τα πανηγύρια! || αγόρασε από χέρι ένα αυτοκίνητο που είναι για τα πανηγύρια!». Από το ότι στις λαϊκές αγορές, που στήνονται κατά τη διάρκεια του πανηγυριού, πωλούνται πράγματα αμφίβολης ποιότητας. Συνών. είναι για τα παζάρια·
    - είναι πανηγύρι, είναι πολύ εύθυμος, πολύ ευχάριστος: «πολύ τον πάω το φίλο σου, γιατί είναι σκέτο πανηγύρι». Από την εικόνα του πανηγυριού, όπου ο κόσμος χαίρεται και διασκεδάζει·
    - έχουν γιορτές και πανηγύρια, βλ. λ. γιορτή·
    - έχουν χαρές και πανηγύρια, βλ. λ. χαρά·
    - έχουν πανηγύρι, τα άτομα για τα οποία γίνεται λόγος, διασκεδάζουν, γλεντούν και χαίρονται πάρα πολύ: «κάθε χρόνο στην ονομαστική του γιορτή έχουν πανηγύρι στο σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε έχουμε στο σπίτι πανηγύρι και όλ’ οι φίλοι σου ρωτούνε πώς περνάς, ρωτάει για σένανε και μια γειτονοπούλα, που σε αγάπησε και που την αγαπάς)· 
    - η δουλειά είναι για τα πανηγύρια, βλ. λ. δουλειά·
    - θα γινόταν πανηγύρι, θα επικρατούσε, θα δημιουργούνταν επικίνδυνη αναστάτωση, επικίνδυνη φασαρία, ανεξέλεγκτη κατάσταση: «αν έπαιρνε φωτιά και το βενζινάδικο, που υπήρχε δίπλα απ’ το σπίτι που καιγόταν, θα γινόταν πανηγύρι». Από το θόρυβο και την αταξία που υπάρχει κατά τη διάρκεια του πανηγυριού·
    - κάνουν χαρές και πανηγύρια, βλ. φρ. έχουν χαρές και πανηγύρια·
    - κάνω πανηγύρι, χαίρομαι υπερβολικά και εκφράζω τη χαρά μου με ενθουσιώδεις εκδηλώσεις: «μόλις τους ανακοίνωσα ότι θα πάμε διακοπές, έκαναν πανηγύρι»·
    - οι γύφτοι τα μαλώματα τα ’χουνε πανηγύρι, βλ. λ. γύφτος·
    - ρίχνω στου Κουτρούλη το πανηγύρι, βλ. λ. Κουτρούλης·
    - στου Κουτρούλη το πανηγύρι, βλ. λ. Κουτρούλης·
    - το κάνω ολόκληρο πανηγύρι, δίνω σοβαρές διαστάσεις σε ένα επουσιώδες πρόβλημα, εκτιμώ υπερβολικά ένα γεγονός, καλό ή κακό: «χτύπησε λίγο στο χέρι του και το ’κανε ολόκληρο πανηγύρι || του κέρασα μια φορά τα ποτά που ήπιαμε και το ’κανε ολόκληρο πανηγύρι». Συνών. το κάνω ολόκληρη κουβέντα / το κάνω ολόκληρη συζήτηση / το κάνω ολόκληρο θέμα.
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης