Νέα ελληνική
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Εισαγωγή
Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.
Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.
Περιεχόμενα
Αναζήτηση
- όριο, το,
- ουσ. [<αρχ. ὅριον], το όριο. 1. το ακρότατο σημείο μέχρι το οποίο φτάνει κάτι, εκεί όπου εξαντλείται κάτι: «η υπομονή έχει και τα όριά της», δηλ. εξαντλείται. (Λαϊκό τραγούδι: χρόνια και χρόνια πλάι σου έφτυσα μαύρο αίμα, μα η υπομονή έχει όρια κι ο πόνος έχει τέρμα). 2. η τελευταία διαχωριστική γραμμή, το σύνορο: «ποια είναι τα όρια αυτού του χωραφιού;». 3. (για περιορισμούς ή κανονισμούς) το ανώτατο σημείο που έχει καθοριστεί ως σωστό ή νόμιμο: «όταν αρχίσει να πίνει, ξεπερνάει το όριο || μου έδωσε κλήση ο τροχονόμος, γιατί έτρεχα με μεγαλύτερη ταχύτητα απ’ το όριο». (Ακολουθούν 24 φρ.)·
- αγγίζει τα όρια (+ γεν.), που έχει πλησιάσει πάρα πολύ, ιδίως κάτι κακό: «τα γλέντια τους αγγίζουν τα όρια της κραιπάλης || οι απαιτήσεις του αγγίζουν τα όρια του παραλόγου || ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού αγγίζει τα όρια της φτώχειας»·
- βάζω ένα όριο (σε κάτι), καθορίζω ένα σημείο πέραν του οποίου καθετί θεωρείται ασύδοτο, παράνομο ή καταστροφικό: «πρέπει να βάλουμε ένα όριο κέρδους για να μην κατηγορηθούμε ως αισχροκερδείς || πρέπει να βάλουμε ένα όριο στις εκπτώσεις για να μην μπούμε μέσα»·
- βγαίνω απ’ τα όρια, βλ. φρ. υπερβαίνω τα όρια·
- βγαίνω απ’ τα όριά μου, εκνευρίζομαι πάρα πολύ και αντιδρώ βίαια: «όταν πιω κάτι παραπάνω, τότε βγαίνω απ’ τα όριά μου και γίνομαι ρεζίλι»·
- δεν έχει όρια! ή δεν έχει όριο! α. υπερβαίνει κάθε πρόβλεψη, είναι απεριόριστο: «η αναίδειά του δεν έχει όρια! || η τεμπελιά του δεν έχει όριο! || η μαλακία του δεν έχει όρια! || η καλοσύνη του δεν έχει όριο!». β. (για πρόσωπα) ενεργεί χωρίς να έχει αναστολές: «όταν πρόκειται για θέματα χρημάτων δεν έχει όρια αυτός ο άνθρωπος, γιατί μπορεί να κάνει τα πάντα || όταν αγαπάει δεν έχει όρια, γιατί δίνεται με όλη την ψυχή του»·
- δίχως όρια, βλ. φρ. δεν έχει όρια! (Λαϊκό τραγούδι: αγάπησέ με δίχως όρια αν θέλεις να με αναστήσεις, δεν έχω άλλα περιθώρια για λόγια και για ψευδαισθήσεις)·
- εκτός ορίων, σε σημείο που κάποια εκδήλωση ή ενέργεια δεν είναι επιτρεπτή ή ανεκτή: «είπαμε ότι η διασκέδαση είναι απαραίτητη για τον άνθρωπο, αλλά εσύ, βρε παιδάκι μου, είσαι εκτός ορίων». (Λαϊκό τραγούδι: βίος ανθόσπαρτος αλλά μετ’ εμποδίων, της τρέλας έρωτες σαφώς εκτός ορίων)·
- εντός ορίων, σε σημείο που κάποια εκδήλωση ή ενέργεια είναι επιτρεπτή ή ανεκτή: «και γλέντησαν και διασκέδασαν και τραγούδησαν τα παιδιά, αλλά όλα ήταν εντός ορίων»·
- μέσα στα όρια, σε σημείο που κάποια εκδήλωση ή ενέργεια είναι επιτρεπτή ή ανεκτή: «μπορεί να ήταν κάπως απότομος, αλλά γενικά η συμπεριφορά του ήταν μέσα στα όρια». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το του ανεκτού·
- μέχρις ενός ορίου, σε σημείο μετά το οποίο δεν είναι επιτρεπτό ή ανεκτό κάτι: «είπαμε να πιεις, ρε παιδάκι μου, αλλά μέχρις ενός ορίου, γιατί εσύ όλο το βράδυ έπινες σαν νεροφίδα!»·
- ξεπερνώ τα όρια, βλ. φρ. υπερβαίνω τα όρια·
- ξέρω τα όριά μου, γνωρίζω μέχρι ποιο σημείο αντέχω να κάνω ή να μην κάνω κάτι: «επειδή ξέρω τα όριά μου, αν μου ξανακάνει το μάγκα, θα τον σαπίσω στο ξύλο || αν με παρακαλέσει να τον βοηθήσω, σίγουρα δε θα μπορέσω να του αρνηθώ, γιατί ξέρω τα όριά μου || όταν πίνω, σταματώ την κατάλληλη στιγμή, γιατί ξέρω τα όριά μου»·
- όριο ηλικίας, α. (για δημόσιους υπαλλήλους ή στρατιωτικούς) ο καθορισμένος χρόνος της ηλικίας, πέρα από τον οποίο αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία τους και βγαίνουν στη σύνταξη: «τον άλλο χρόνο φτάνει σε όριο ηλικίας κι ετοιμάζεται για τη σύνταξή του». β. (γενικά σε διαγωνισμούς ή άλλες κοινωνικές παραχωρήσεις ή προσφορές) ο ανώτατος χρόνος ηλικίας ως προϋπόθεση για συμμετοχή: «βρήκα ένα πολύ φτηνό εισιτήριο, αλλά είχε όριο ηλικίας τα είκοσι έξι κι έτσι πλήρωσα το κανονικό || θέλω να πάρω μέρος στο διαγωνισμό, αλλά μου φαίνεται πως έχουν βάλει όριο ηλικίας»·
- σ’ όλα τα πράγματα υπάρχει κι ένα όριο, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- στα όρια του δυνατού, βλ. λ. δυνατός·
- τα πάντα έχουν όρια, όλες οι εκδηλώσεις πρέπει να φτάνουν μέχρι ένα σημείο, γιατί, αν συνεχίζονται πέρα από αυτό, γίνονται ενοχλητικές ή και προσβλητικές: «τέρμα τ’ αστεία τώρα, γιατί τα πάντα έχουν όρια». (Τραγούδι: αλλάζουν όμως οι καιροί δεν το κατάλαβες εσύ πως τα πάντα έχουν όρια τέλος πια τα περιθώρια)·
- τον έπιασε το όριο ηλικίας, (για δημόσιους υπαλλήλους ή στρατιωτικούς) έφτασε σε εκείνο το όριο ηλικίας που πρέπει υποχρεωτικά να αποχωρήσει από την ενεργό δράση, που πρέπει να συνταξιοδοτηθεί: «τον άλλο μήνα βγαίνει στη σύνταξη, γιατί τον έπιασε το όριο ηλικίας»·
- τον πήρε το όριο ηλικίας, βλ. φρ. τον έπιασε το όριο ηλικίας·
- τον φέρνω στα όριά του, τον φέρνω στο σημείο να μην μπορεί να αντέχει, να μην μπορεί να κάνει περισσότερη υπομονή: «με τη συνεχή γρίνια της η γυναίκα του τον έφερε στα όριά του και σκέφτεται να χωρίσει»·
- υπερβαίνω τα όρια, κάνω κατάχρηση δικαιώματος, παρεκτρέπομαι: «δεν μπορώ να κάνω μαζί σου άλλο υπομονή, γιατί έχεις υπερβεί τα όρια»·
- φτάνω στα όριά μου, δεν αντέχω άλλο: «όταν πίνω και φτάνω στα όριά μου, δε βάζω στη συνέχεια ούτε γουλιά στο στόμα μου»·
- φτάνω στα όρια της αντοχής μου (της υπομονής μου), εξαντλώ την αντοχή μου (την υπομονή μου): «δεν μπορώ ν’ αντέξω περισσότερο, γιατί έχω φτάσει στα όρια της αντοχής μου»·
- χωρίς όρια, βλ. φρ. δεν έχει όρια(!)·
- ως ένα όριο, βλ. φρ. μέχρις ενός ορίου. - ουσ. [<αρχ. ὅριον], το όριο. 1. το ακρότατο σημείο μέχρι το οποίο φτάνει κάτι, εκεί όπου εξαντλείται κάτι: «η υπομονή έχει και τα όριά της», δηλ. εξαντλείται. (Λαϊκό τραγούδι: χρόνια και χρόνια πλάι σου έφτυσα μαύρο αίμα, μα η υπομονή έχει όρια κι ο πόνος έχει τέρμα). 2. η τελευταία διαχωριστική γραμμή, το σύνορο: «ποια είναι τα όρια αυτού του χωραφιού;». 3. (για περιορισμούς ή κανονισμούς) το ανώτατο σημείο που έχει καθοριστεί ως σωστό ή νόμιμο: «όταν αρχίσει να πίνει, ξεπερνάει το όριο || μου έδωσε κλήση ο τροχονόμος, γιατί έτρεχα με μεγαλύτερη ταχύτητα απ’ το όριο». (Ακολουθούν 24 φρ.)·
Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...
- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- κρατ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κρατ») : κράτος, κρατισμός, κρατώ κλπ.
- *κρατ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το «κρατ»): αισθησιοκράτης, αισθησιοκρατία, αιτιοκρατία κλπ.
- *ισμός (όλες οι λέξεις που λήγουν σε «ισμός»): ανιμισμός, κρατισμός, υλισμός κλπ.
- κ*ισμός (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κ» και λήγουν σε «ισμός»): κλασικισμός, κομμουνισμός, κρατισμός κλπ
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. κρατ κρατ* - Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε έναν όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που είναι εννοιολογικά συγγενείς.
- Παράδειγμα Χρήσης
Εδώ πληκτρολογείτε μια λέξη, η οποία περιμένετε να εμφανιστεί σε πρόταση που είναι παράδειγμα χρήσης του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.- Γραμματική - Σύνταξη
Επιλέγετε τον επιθυμητό τρόπο σύνταξης της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους συντάσσεται με τον συγκεκριμένο τρόπο.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ως επίθετο» θα εμφανιστούν λήμματα που, ενώ ανήκουν σε άλλη γραμματική κατηγορία, χρησιμοποιούνται με τη σημασία επιθέτου και συντάσσονται αναλόγως.
- Επίπεδο Ύφους
Το μενού προεπιλογών που εμφανίζεται περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα ύφους, τα οποία αφορούν είτε όλο το λήμμα είτε κάποια από τις σημασίες του, ώστε να επιλέξετε αυτό που σας ενδιαφέρει.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ειρωνικό», θα εμφανιστούν
- λήμματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- λήμματα που μία τους σημασία χρησιμοποιείται σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- Σημασιολογικό πεδίο
Επιλέγετε το σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκει η σημασία ή κάποια από τις σημασίες του λήμματος. Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να ζητήσετε ομάδες λέξεων που σχετίζονται με κάποια θεματική περιοχή.
- Ετυμολογία
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες ετυμολογικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε αυτή που σας ενδιαφέρει.
- Τύπος Λήμματος
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Χρήση
Επιλέγετε την επιθυμητή χρήση της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους έχει τη συγκεκριμένη χρήση.
Συντομογραφίες
Α
αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας αιτιατ. αιτιατική αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό άκλ. άκλιτο αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό αμτβ. αμετάβατο αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό αντίθ. αντίθετο αντων. αντωνυμία απαρέμφ. απαρέμφατο απρόσ. απρόσωπο αραβ. αραβικός, -ή, -ό αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό αριθμ. αριθμός αρσ. αρσενικό αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό Β
βενετ. βενετικός, -ή, -ό βλ. βλέπε βλ. και φρ. βλέπε και φράση βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο βλ. φρ. βλέπε φράση βλάχ. βλάχικος, -η, -ο βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο Γ
γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό γεν. γενική γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό Δ
δεικ. δεικτικό δηλ. δηλαδή διεθν. διεθνής, διεθνώς δοτ. δοτική Ε
εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό ειρων. ειρωνικά ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό ενεστ. ενεστώτας ενν. εννοείται επέκτ. επέκταση επίθ. επίθετο επίρρ. επίρρημα επιφών. επιφώνημα επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό επών. επώνυμο εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο εφημερ. εφημερίδα Θ
θηλ. θηλυκό Ι
ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό ιδ. ιδίως ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο ινδ. ινδικός, -ή, -ό ιραν. ιρανικός, -ή, -ό ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό Κ
κ. και κ.ά. και άλλα κ.λπ. και λοιπά κελτ. κελτικός, -ή, -ό κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο κυρ. κυρίως κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο κύρ. ό. κύριο όνομα Λ
λ. λέξη, λήμμα λατιν. λατινικός, -ή, -ό Μ
μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό μεγεθ. μεγεθυντικό μέλλ. μέλλοντας μέσ. μέσος, -η, -ο μόρ. μόριο μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό μτβ. μεταβατικό μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά μτχ. μετοχή Ν
νεότ. νεότερος, -η, -ο Ο
όν. όνομα ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό ουδ. ουδέτερο ουσ. ουσιαστικό Π
π.χ. παραδείγματος χάριν παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος παρατατ. παρατατικός περσ. περσικός, -ή, -ό πιθ. πιθανόν πληθ. και πλ. πληθυντικός πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό πρβλ. παράβαλε πρόθ. πρόθεση πρόσ. πρόσωπο προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό Ρ
ρ. ρήμα ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό Σ
σερβ. σερβικός, -ή, -ό σκωπτ. σκωπτικά σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό στερητ. στερητικό σύνδ. σύνδεσμος συνήθ. συνήθως συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο συνών. συνώνυμος, συνώνυμα Τ
τακτ. τακτικός, -ή, -ό τοπ. τοπικός, -ή, -ό τουρ. τουρκικός, -ή, -ό τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο Υ
υβριστ. υβριστικά υπερθετ. υπερθετικός υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό υποτιμητ. υποτιμητικά υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό Φ
φρ. φράση Χ
χρον. χρονικός
Ομάδα εργασίας
- Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
- Ε. Μητρούση
- Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
- Ε. Μητρούση
- Ηλεκτρονική υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης