Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • όργανο, το,
    ουσ. [<αρχ. ὄργανον], το όργανο. 1. αντικείμενο ή εργαλείο το οποίο χρησιμοποιούμε για ένα ορισμένο σκοπό ή για μια ορισμένη δραστηριότητα: «τα όργανα της γυμναστικής || τα όργανα της γεωμετρίας». 2. μέρος του ανθρώπινου σώματος: «πρέπει να αλλάξει νεφρό και του σύστησαν τον τάδε γιατρό που είναι αστέρι στη μεταμόσχευση οργάνων». 3. άτομο που υπηρετεί τα σχέδια ή τους σκοπούς άλλου, που εργάζεται για λογαριασμό άλλου: «όταν έρχεται αυτός ο τύπος στην παρέα μας, μη λες πολλά λόγια, γιατί είναι όργανο του τάδε και θα του μεταφέρει επακριβώς ό,τι κι αν πούμε || τα όργανα του υπουργείου εμπορίου κάνουν συνεχείς ελέγχους στην αγορά». 4. άτομο που είναι υποχείριο κάποιου άλλου: «δεν έχει το πλεμόνι να εκφέρει τη γνώμη του, γιατί είναι όργανο του τάδε». 5. άντρας της δημόσιας τάξης, ο κατώτερος αστυνομικός: «όταν σου μιλάει το όργανο, εσύ δε θ’ αντιμιλάς». 6α. ο πούτσος, το πέος: «τον συνέλαβαν, γιατί κάθε τόσο άνοιγε την καμπαρτίνα του κι έκανε μόστρα τ’ όργανό του». β. πιο σπάνια το γυναικείο αιδοίο: «μόλις έσβησαν τα φώτα, πέρασε το χέρι του κάτω απ’ τη φούστα της κι άρχισε να της χαϊδεύει τ’ όργανό της». 7α. στον πλ. τα όργανα, δημοτική ορχήστρα αποτελούμενη από βιολιά, κλαρίνα και νταούλι: «θέλει να παντρευτεί στο χωριό του για να βάλει τα όργανα να παίζουν στο γάμο του». Συνών. κλαρίνα (3). β. λαϊκή ορχήστρα με μπουζούκια. (Λαϊκό τραγούδι: άρχισαν τα όργανα,το μπουζούκι εργάζεται, να το το κορίτσι μου σιέται και τινάζεται // πάρ’ τε όργανα παράδες, παίξ’ τε απόψε συνεχώς, κι αν τα φάω μέχρι φράγκο δε θα γίνω πιο φτωχός
    - αρχίζω να κουρντίζω τ’ όργανο, προετοιμάζομαι εντατικά να προβώ σε κάποια ενέργεια: «θέλει ν’ ασχοληθεί με μια καινούρια δουλειά κι άρχισε να κουρντίζει τ’ όργανό του για να την ξεκινήσει». Από την εικόνα του μουσικού που κουρντίζει προσεχτικά το μουσικό του όργανο πριν αρχίσει να παίζει·
    - άρχισαν τα όργανα, α. δημιουργήθηκε μεγάλη ένταση και φασαρία, άρχισε το μάλωμα, ο καβγάς: «μόλις αντιλήφθηκε πως απ’ τη διπλανή παρέα ενοχλούσαν τη γυναίκα του, σηκώθηκε αγριεμένος κι άρχισαν τα όργανα». Από την εικόνα της ορχήστρας που, όταν δημιουργείται φασαρία μεταξύ των θαμώνων, αρχίζουν να παίζουν έντονα τα όργανά τους για να καλύψουν το θόρυβο που δημιουργείται κατά τη διάρκεια της συμπλοκής. β. άρχισε να δέχεται κάποιος αυστηρές επιπλήξεις: «μόλις τον είδε ο πατέρας του μεθυσμένο, άρχισαν τα όργανα». Από το ότι, όταν αρχίζουν να παίζουν τα όργανα, διακόπτεται η ήρεμη κατάσταση που επικρατούσε·
    - βαρούν τα όργανα, παίζουν τα όργανα: «μόλις άρχισαν να βαρούν τα όργανα, σηκώθηκαν αρκετοί να χορέψουν»·
    - είναι τυφλό όργανο (κάποιου ή κάποιων), δεν έχει δική του βούληση, αλλά πράττει ό,τι του υποδεικνύει κάποιος ή κάποιοι: «είναι ένα γελοίο υποκείμενο, τυφλό όργανο του τάδε || ο τάδε είναι τυφλό όργανο των Αμερικάνων»·
    - ο βασιλιάς των οργάνων, βλ. λ. βασιλιάς·
    - όργανο της τάξης, ο αστυνομικός: «ευτυχώς, που υπήρχε εκεί κοντά ένα όργανο της τάξης κι έβαλε τα πράγματα στη θέση τους»·
    - όργανο του νόμου, βλ. φρ. όργανο της τάξης·
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης