Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • όποιος, όποια, όποιο,
    γεν. εν. όποιου κ. οποιανού, όποιας κ. οποιανής, γεν. πλ. όποιων κ. οποιανών, αναφ. αντων. [<μσν. ὅποιος, από ένωση του άρθρου ὁ + ποῖος], όποιος· εκείνος που, ο οιοσδήποτε: «όποιος θέλει, μπορεί να περάσει, γιατί η είσοδος είναι ελεύθερη». (Ακολουθούν 106 φρ.)·
    - γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος, βλ. λ. γελώ·
    - δεν είμαι όποιος κι όποιος! ή δεν είμαστε όποιοι κι όποιοι! μη νομίζεις πως δεν έχω αξία, πως είμαι κάποιος τυχαίος: «σου απαγορεύω να μου φέρεσαι μ’ αυτόν τον τρόπο, γιατί δεν είμαι όποιος κι όποιος!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. δεν είμαι άιντε κι άιντε! ή δεν είμαστε άιντε κι άντε! / δεν είμαι ό,τι κι ότι! ή δεν είμαστε ό,τι κι ό,τι(!)·
    - … και χαρά σ’ όποιον…, βλ. λ. χαρά·
    - κι όποιον πάρει η μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
    - κι όποιον πάρει η μπόρα, βλ. λ. μπόρα·
    - κι όποιον πάρει ο χάρος, βλ. λ. χάρος·
    - κι όποιον πάρει το ποτάμι, βλ. λ. ποτάμι·
    - όποια η μορφή, τέτοια κι η ψυχή, βλ. λ. μορφή·
    - όποια πόρτα κι αν χτυπήσει, βλ. λ. πόρτα·
    - οποιανού τ’ αρέσει, βλ. φρ. σ’ όποιον αρέσει·
    - όποια πέτρα κι αν γυρίσεις, θα τον βρεις από κάτω ή όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω, βλ. λ. πέτρα·
    - όποιοι αγαπιόνται, συχνά απαντιόνται, βλ. λ. αγαπιέμαι·
    - όποιον αγαπά ο Θεός παιδεύει, βλ. λ. Θεός·
    - όποιον δεν τον αγαπούν και τα χνότα του βρομούν, βλ. λ. χνότο·
    - όποιος αγαπά, παιδεύει, βλ. λ. αγαπώ·
    - όποιος αγαπά το μέλι, δε φοβάται τα μελίσσια, βλ. λ. μέλι·
    - όποιος αγαπά το τριαντάφυλλο, αγαπά και το αγκάθι του, βλ. λ. τριαντάφυλλο·
    - όποιος αέρας κι αν φυσάει, ο μύλος πάντα αλέθει, βλ. λ. μύλος·
    - όποιος ανακατώνεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες ή όποιος μπερδεύεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες, βλ. λ. πίτουρο·
    - όποιος ανακατώνεται με τα σκατά, τον τρώνε τα γουρούνια, βλ. λ. σκατά·
    - όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν στα μάτια του, βλ. λ. χώμα·
    - όποιος ανοίγει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. λ. λάκκος·
    - όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος του κώλου του φασούλια μαγειρεύει, βλ. λ. δουλειά·
    - όποιος βαριέται να ζυμώσει, πέντε (δέκα) μέρες κοσκινίζει, βλ. λ. μέρα·
    - όποιος βαστάει τη γλώσσα του, σώζει την κεφαλή του, βλ. λ. γλώσσα·
    - όποιος βιάζεται, σκοντάφτει, όποιος ενεργεί βεβιασμένα, πέφτει σε λάθη και αποτυχαίνει: «πρέπει να μελετάς καλά την κάθε κίνηση στη δουλειά που αναλαμβάνεις, γιατί, όποιος βιάζεται, σκοντάφτει». Συνών. βιαστικό ζευγάρωμα, τρελό παιδί θα βγάλει / η σκύλα από τη βιάση της στραβά κουτάβια κάνει / όσο βιάζεται η γριά, τόσο κόβεται η κλωστή·
    - όποιος βρίσκει και γαμεί, τύφλα έχει να παντρευτεί, βλ. λ. τύφλα·
    - όποιος γάιδαρος κι αυτός σαμάρι, βλ. λ. σαμάρι·
    - όποιος γίνεται αρνί, τον τρώει ο λύκος, βλ. λ. αρνί·
    - όποιος γυρεύει τα πολλά, χάνει και τα λίγα, βλ. φρ. όποιος θέλει τα πολλά, χάνει και τα λίγα·
    - όποιος δε βλέπει πού πατεί, στις λάσπες θε να πέσει, βλ. λ. λάσπη·
    - όποιος δε θέλει να ζυμώσει, πέντε (δέκα) μέρες κοσκινίζει, βλ. λ. μέρα·
    - όποιος δε θέλει να παντρευτεί, λέει ότι η νύφη είναι του δρόμου, βλ. λ. νύφη·
    - όποιος δεν ακούει τους γέροντες, πάει δέρνοντας, βλ. λ. γέρος·
    - όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια (ποδάρια), βλ. λ. μυαλό·
    - όποιος δίνει σε φτωχό, δανείζει στο Θεό, βλ. λ. Θεός·
    - όποιος διψάει, πηγάδια βλέπει, βλ. λ. πηγάδι·
    - όποιος διψάει, πίνει με σιωπή, βλ. λ. σιωπή·
    - όποιος δουλεύει βασιλιά, πρέπει το νου του να ’χει, βλ. λ. βασιλιάς·
    - όποιος δουλεύει σαν δούλος, κοιμάται σαν αφέντης, βλ. λ. αφέντης·
    - όποιος είναι τσιγκούνης στην τσέπη του, είναι παντού, βλ. λ. τσέπη·
    - όποιος επιμένει, κερδισμένος πάντα βγαίνει, βλ. λ. κερδισμένος·
    - όποιος έχει λεφτά, φυσάει και τη φλογέρα, βλ. λ. λεφτά·
    - όποιος έχει μάτια, βλέπει, βλ. λ. μάτι·
    - όποιος έχει μαχαίρι, τρώει πεπόνι, βλ. λ. μαχαίρι·
    - όποιος έχει νουνό, τρώει κουλούρι, βλ. λ. νονός·
    - όποιος έχει πολύ βούτυρο, αλείφει και τον κώλο του, βλ. λ. βούτυρο·
    - όποιος έχει πολύ βούτυρο, βάζει και στα λάχανα, βλ. λ. βούτυρο·
    - όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στα λάχανα, βλ. λ. πιπέρι·
    - όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και τον κώλο του, βλ. λ. πιπέρι·
    - όποιος έχει τα γένια, έχει και τα χτένια, βλ. λ. γένια·
    - όποιος έχει τα μπακίρια, βλέπει απ’ τα παραθύρια ή όποιος έχει τα μπακίρια, κάθεται στα παραθύρια, βλ. λ. μπακίρι·
    - όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται, βλ. λ. μύγα·
    - όποιος έχει φίλο εκλεκτό, έχει μεγάλο θησαυρό, βλ. λ. φίλος·
    - όποιος έχει ψώρα και παιδί, στη γειτονιά να μην κατεβεί, βλ. λ. γειτονιά·
    - όποιος ζητάει τα πολλά, χάνει και τα λίγα, βλ. φρ. όποιος θέλει τα πολλά, χάνει και τα λίγα·
    - όποιος θέλει τα πολλά, χάνει και τα λίγα, όποιος επιχειρεί πάνω από τις δυνάμεις του ή τις δυνατότητές του να αποκτήσει υπερβολικά κέρδη, στο τέλος χάνει και αυτά τα λίγα τα οποία ήταν σίγουρα·
    - όποιος καίγεται στο γάλα, φυσάει και το γιαούρτι ή όποιος καίγεται στο κουρκούτι, φυσάει και το γιαούρτι ή όποιος καίγεται στο χυλό, φυσάει και το γιαούρτι, βλ. λ. γιαούρτι·
    - όποιος κατουράει στη θάλασσα, το βρίσκει στο αλάτι, βλ. λ. αλάτι·
    - όποιος κερδίζει στα χαρτιά, χάνει στην αγάπη, βλ. λ. χαρτί·
    - όποιος κερδίζει στη στεριά και θάλασσα γυρεύει, ο διάβολος του κώλου του κουκιά του μαγειρεύει, βλ. λ. θάλασσα·
    - όποιος κι όποιος ή όποιος όποιος, που είναι τυχαίος, ασήμαντος: «είναι άνθρωπος που δε βοηθάει όποιο κι όποιο»·
    - όποιος κλοτσάει τ’ αγκάθια, πονάνε τα πόδια του, βλ. λ. πόδι·
    - όποιος κοιμάται με τους σκύλους, σηκώνεται με ψύλλους, βλ. λ. σκύλος·
    - όποιος κοιτάζει τη δουλειά του, καλοζεί τη φαμελιά του, βλ. λ. δουλειά·
    - όποιος κρυφοπαντρεύεται, φανερά πομπεύεται, βλ. λ. πομπεύομαι·
    - όποιος κυβερνά το σπίτι του, κυβερνά και τη ζωή του, βλ. λ. σπίτι·
    - όποιος κυνηγάει δυο λαγούς, κανέναν δε βαρά, βλ. λ. λαγός·
    - όποιος κυνηγάει πολλούς λαγούς, δεν πιάνει κανέναν, βλ. λ. λαγός·
    - όποιος λέει την αλήθεια, έχει το Θεό βοήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
    - όποιος μαγειρεύει, ξέρει τι τρώει, αυτός που παρακολουθεί αυτοπροσώπως τις εργασίες του, τις υποθέσεις του είναι πάντοτε καλά ενημερωμένος και δεν μπορεί κανείς να τον εξαπατήσει: «εσύ ο ίδιος πρέπει να παρακολουθείς αν προχωράει καλά η δουλειά σου, γιατί μόνο όποιος μαγειρεύει, ξέρει τι τρώει»·
    - όποιος μικρομάθαινε δε γεροντοάφηνε, βλ. φρ. όποιος μικρομάθει δε μεγαλαφήνει·
    - όποιος μικρομάθει, δε μεγαλαφήνει, το άτομο που αποκτάει από μικρό κάποιες συνήθειες, καλές ή κακές, δεν μπορεί να τις αφήσει, όταν μεγαλώσει, οι συνήθειες που αποκτάει κάποιος σε μικρή ηλικία, τον ακολουθούν σε όλη του τη ζωή: «από μικρό παιδί είχε μάθει να διαβάζει και σήμερα έχει μια τεράστια βιβλιοθήκη, γιατί, όποιος μικρομάθει, δε μεγαλαφήνει || στα νιάτα του είχε μπλέξει με τη χαρτοπαιξία κι ακόμη και σήμερα που έγινε χούφταλο δεν ξεκολλάει απ’ την πράσινη τσόχα, γιατί, όποιος μικρομάθει, δε μεγαλαφήνει»·
    - όποιος μιλήσει και λαλήσει, γαϊδάρου κώλο θα φιλήσει, βλ. λ. γάιδαρος·
    - όποιος μπερδεύεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες, βλ. λ. πίτουρο·
    - όποιος ξυπνάει πρωί, βρίσκει το φλουρί, βλ. λ. φλουρί·
    - όποιος πάει πρωτύτερα στο μύλο, εκείνος αλέθει, βλ. λ. μύλος·
    - όποιος πάει στο βάλτο να κυνηγήσει, θα γελαστεί, βλ. λ. βάλτος·
    - όποιος παίζει με τα σπίρτα, καίγεται, βλ. λ. σπίρτο·
    - όποιος παίζει με τη φωτιά, καίγεται, βλ. λ. φωτιά·
    - όποιος παίζει με το γάιδαρο, κλοτσιές θα φάει, βλ. λ. γάιδαρος·
    - όποιος παντρεύεται στα γηρατειά, ρίχνει γρήγορα τ’ αφτιά, βλ. λ. γηρατειά·
    - όποιος πει κακό για μας, να του βγει το μάτι σαν λουκουμάς, βλ. λ. μάτι·
    - όποιος πεινάει, καρβέλια ονειρεύεται, βλ. λ. καρβέλι·
    - όποιος πηδάει πολλά παλούκια, μπαίνει κι ένα στον κώλο του, βλ. λ. παλούκι·
    - όποιος πιάνει το μέλι, γλείφει τα δάχτυλά του, βλ. λ. μέλι·
    - όποιος πολύ απλώνεται, γρήγορα μαζεύεται, όποιος επιχειρεί εμπορικά ανοίγματα που είναι πέρα από τις δυνάμεις του ή τις δυνατότητές του, τότε γρήγορα αναγκάζεται να αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις, γρήγορα αποτυχαίνει: «να προχωράς στις δουλειές σου μεθοδικά και με σύνεση, γιατί όποιος πολύ απλώνεται, γρήγορα μαζεύεται». Συνών. όποιος ψηλά κοιτά, γρήγορα χαμηλώνει· 
    - όποιος πολύ διαλέγει, τ’ αποδιαλεγούδια παίρνει, βλ. λ. αποδιαλεγούδι·
    - όποιος πονάει, γαϊδουρινά φωνάζει, βλ. λ. γαϊδουρινά·
    - όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια, βλ. λ. σπίτι·
    - όποιος πρόλαβε, τον Κύριο είδε, βλ. λ. κύριος·
    - όποιος σε κλάσει, χέσε τον, μη βγει καλύτερός σου, βλ. λ. χέζω·
    - όποιος σκάβει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. λ. λάκκος·
    - όποιος σκορπάει τον καιρό, δεν τον ξαναμαζεύει, βλ. λ. καιρός·
    - όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες ή όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει τρικυμίες, βλ. λ. άνεμος·
    - όποιος τη νύχτα περπατά, κάτουρα και σκατά πατά ή όποιος τη νύχτα περπατεί, κάτουρα και σκατά πατεί, βλ. λ. νύχτα·
    - όποιος τον Αύγουστο γαμεί, κακό χειμώνα βγάζει, βλ. λ. χειμώνας·
    - όποιος τρέφεται μ’ ελπίδες, πεθαίνει της πείνας, βλ. λ. ελπίδα·
    - όποιος τρέχει μόνος του, τερματίζει πρώτος, βλ. λ. τερματίζω·
    - όποιος φοβάται την κυψέλη, δεν πρέπει να τρώει μέλι, βλ. λ. μέλι·
    - όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά, βλ. λ. ρούχο·
    - όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη, βλ. λ. χαρτί·
    - όποιος ψηλά κοιτά, γρήγορα χαμηλώνει, βλ. λ. ψηλός·
    - σ’ όποιον αρέσει, έκφραση αδιαφορίας για τη γνώμη ή τη διάθεση των άλλων σχετικά με κάποια ενέργειά μας ή για τα αποτελέσματά της: «εγώ θα χειριστώ μ’ αυτόν τον τρόπο την υπόθεση και σ’ όποιον αρέσει»·
    - σ’ όποιον αρέσουμε, έκφραση αδιαφορίας για τη γνώμη των άλλων όσον αφορά το πρόσωπό μας: «αυτός είναι ο χαρακτήρας μου και σ’ όποιον αρέσουμε». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ όποιον αρέσουμε και για τους άλλους δε θα μπορέσουμε). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. 
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης