Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • άνω,
    επίρρ. [<αρχ. ἄνω], επάνω, ψηλά, ιδίως όταν θέλουμε να δηλώσουμε γεωγραφικές περιοχές ή τοπωνύμια που βρίσκονται πιο ψηλά ή πιο μακριά από τη θάλασσα ή για να τις ξεχωρίσουμε από αυτές που έχουν το ίδιο όνομα: «Άνω Πόλη || Τούμπα, Άνω Τούμπα || Λιόσια, Άνω Λιόσια || Αίγυπτος, Άνω Αίγυπτος»·
    - άνω κάτω, μεγάλη ακαταστασία, φύρδην μίγδην: «το δωμάτιο ήταν άνω κάτω». (Λαϊκό τραγούδι: θα σ’ αγαπώ γιατί είσαι έτσι, άνω-κάτω πίκρα και μέλι στάλα-στάλα ως τον πάτο). (Ακολουθούν 15 φρ.)·
    - γίνομαι άνω κάτω, α. συγχύζομαι, εξοργίζομαι: «πώς να μη γίνομαι άνω κάτω, όταν βλέπω τέτοιες αδικίες!». β. αναστατώνομαι: «έγινε άνω κάτω, όταν τον πληροφόρησαν πως καθυστέρησαν να επιστρέψουν τα παιδιά του απ’ την εκδρομή τους». γ. νιώθω αηδία, ναυτία, στομαχική διαταραχή: «μόλις είδα τα διαμελισμένα κορμιά πάνω στο δρόμο, έγινα άνω κάτω»·
    - είμαι άνω κάτω, α. είμαι συγχυσμένος, εξοργισμένος: «μη μου μιλάς και μη μου ζητάς τίποτα, γιατί είμαι άνω κάτω». β. είμαι αναστατωμένος: «πώς να μην είμαι άνω κάτω, απ’ τη στιγμή που πάει μεσάνυχτα και τα παιδιά δε γύρισαν ακόμα στο σπίτι!»·
    - είμαι άνω ποταμών, βλ. λ. ποταμός·
    - είναι άνω ποταμών, βλ. λ. ποταμός·
    - κάνω άνω κάτω (κάποιον ή κάτι), βλ. φρ. τα κάνω άνω κάτω και τον κάνω άνω κάτω. (Λαϊκό τραγούδι: στα Πατήσια στο Παγκράτι, στην Κυψέλη στο Μοσχάτο για να σ’ εύρω έχω κάνει την Αθήνα άνω κάτω 
    - κάνω τον κόσμο άνω κάτω, βλ. λ. κόσμος·
    - με κάνουν άνω κάτω, α. με συγχύζουν, με εξοργίζουν: «μ’ έκανες πρώτα άνω κάτω κι ύστερα έρχεσαι και μου ζητάς συγνώμη!». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω να φύγω να γλιτώσω, θέλω να φύγω να σωθώ, γιατί με κάνεις άνω κάτω,γιατί με κάνεις και πονώ).β. με αναστατώνουν: «δεν μπορείς να με κάνεις κάθε τόσο άνω κάτω με τα ψέματά σου». (Λαϊκό τραγούδι: να ’χα ένα πορτοφόλι όσο γίνεται γεμάτο, ε ρε κόσμε πλεονέκτη, να σε κάνω άνω κάτω) ·
    - με φέρνουν άνω κάτω, βλ. φρ. με κάνουν άνω κάτω·
    - μου τα φέρνει άνω κάτω, με συγχύζει, με εξοργίζει. (Λαϊκό τραγούδι: σούρτα φέρτα το πηγαίνεις κι άνω κάτω μου τα φέρνεις
    - τα κάνω άνω κάτω, α. επιφέρω σε ένα χώρο, ιδίως κλειστό, μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη σύγχυση και φασαρία από θυμό ή από κέφι. (Λαϊκό τραγούδι: άνω κάτω ψες τα κάναμε στου Σιδέρη τον παλιό τεκέ). β. επιφέρω σε ένα χώρο, ιδίως κλειστό, μεγάλη αναστάτωση διασκορπίζοντας ό,τι υπάρχει μέσα σε αυτόν, για να βρω κάτι: «τα ’κανα άνω κάτω μέσα στο δωμάτιο για να βρω τον αναπτήρα μου». γ. περιπλέκω μια δουλειά ή μια υπόθεση: «όπως τα ’κανες άνω κάτω, δεν ξεμπερδεύουν με τίποτα τα πράγματα»·
    - τον κάνω άνω κάτω, α. τον συγχύζω, τον εξοργίζω: «τον έκανε άνω κάτω, μόλις αντιλήφθηκε πως έβαλε πάλι χέρι στο ταμείο». β. τον αναστατώνω: «τον έκανε άνω κάτω τον άνθρωπο με τα ψέματα που του αράδιασε || η φλογερή της ματιά τον έκανε άνω κάτω». (Νησιώτικο τραγούδι: μια ματιά σου μόνο φτάνει άνω κάτω να με κάνει). γ. του προξενώ αηδία, ναυτία, στομαχική διαταραχή: «τραβούσε μπροστά του τη μύξα απ’ τη μύτη του και τον έκανε άνω κάτω»·
    - τους κάνω άνω κάτω, δημιουργώ σε μια παρέα έριδες και καβγάδες: «έβαλε ένα σωρό διαβάλματα, τους έκανε άνω κάτω κι έφυγε»·
    - τους φέρνω άνω κάτω, βλ. φρ. τους κάνω άνω κάτω·
    - φέρνω τον κόσμο άνω κάτω, βλ. λ. κόσμος·
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης