Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • αντίχριστος, -η, -ο,
    επίθ. [<μτγν. ἀντίχριστος <ἀντί + Χριστός]. 1. ο ασεβής, ο άθεος: «είναι τόσο αντίχριστος αυτός ο άνθρωπος, που δεν περνάει ούτε έξω από εκκλησία». 2. το αρσ. ως ουσ. ο αντίχριστος, ο διάβολος, ο σατανάς: «ο αντίχριστος ξέρει πολλά κόλπα για να σε παρασύρει». (Ακολουθούν 13 φρ.)·
    - βρε αντίχριστε! α. θαυμαστική έκφραση προς κάποιον, με την οποία δηλώνουμε την ικανοποίησή μας για κάποια συγκεκριμένη ενέργειά του ή λόγο του: «βρε αντίχριστε, πώς μπόρεσες και αντιμίλησες κοτζάμ υπουργό!» β. επιτιμητική έκφραση προς κάποιον που ενήργησε παρά τη θέλησή μας: «έλα δω, βρε αντίχριστε, δε σου ’πα χίλιες φορές να μην μπεις μέσα;». γ. χαϊδευτική προσφώνηση προς κάποιον: «βρε αντίχριστε, πώς ήταν αυτό και μας θυμήθηκες!»·
    - γαμώ τον αντίχριστό μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ: «γαμώ τον αντίχριστό μου, γαμώ, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν; || τίποτα δε μου πάει καλά, γαμώ τον αντίχριστό μου, γαμώ». Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·    
    - γαμώ τον αντίχριστό σου! ή σου γαμώ τον αντίχριστο! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γιατί ρε, γαμώ τον αντίχριστό σου, κάνεις φασαρία κάθε φορά που πάω να κοιμηθώ! || σου γαμώ τον αντίχριστο αν ξανακάνεις φασαρία την ώρα του ύπνου!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά.  Η φρ. πιο αραιά από ότι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! λ. γαμώ· 
    - μου βγαίνει ο αντίχριστος, καταβασανίζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «μπλέχτηκα με μια κωλοδουλειά, και κάθε μέρα μου βγαίνει ο αντίχριστος». Συνών. μου βγαίνει ο αδόξαστος / μου βγαίνει ο αντίθεος·
    - τον αντίχριστό μου! (ενν. γαμώ), βλ. φρ. γαμώ τον αντίχριστο μου! Συνών. τον αδόξαστο μου! / τον αντίθεό μου(!)·
    - τον αντίχριστό σου! (ενν. γαμώ), βλ. φρ. γαμώ τον αντίχριστό σου! Συνών. τον αδόξαστό σου! / τον αντίθεό σου(!)·
    - του αλλάζω τον αντίχριστο, βλ. φρ. του βγάζω τον αντίχριστο. Συνών. του αλλάζω τον αδόξαστο / του αλλάζω τον αντίθεο·
    - του αλλάζω τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
    - του βγάζω τον αντίχριστο, τον καταβασανίζω, τον καταταλαιπωρώ: «όποιον παίρνει στη δουλειά του, του βγάζει τον αντίχριστο». Ίσως αναφορά στη διαδικασία του εξορκισμού, όπου, ο δαιμονισμένος υποφέρει πάρα πολύ, μέχρι να καταφέρει ο εξορκιστής να βγάλει από μέσα του το δαίμονα που τον έχει καταλάβει. Συνών. του βγάζω τον αδόξαστο / του βγάζω τον αντίθεο·
    - του βγάζω τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
    - του γαμώ τον αντίχριστο, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή ενοχλούσε γέρο άνθρωπο, τον έπιασε εκεί μπροστά σ’ όλον τον κόσμο και του γάμησε τον αντίχριστο». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκτ., τον κατανικώ: «επειδή ήταν μεθυσμένος, τον έπιασε ο πατέρας του και του γάμησε τον αντίχριστο ||  επειδή ενοχλούσε συνέχεια την αδερφή του, τον άρπαξε στα χέρια του και του γάμησε τον αντίχριστο». Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
    - του γαμώ τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
    - του χέζω τον αντίχριστο, τον επιπλήττω αυστηρά: «τον έπιασε τ’ αφεντικό του να κάνει κοπάνα και του ’χεσε τον αντίχριστο». Συνών. του χέζω τον αδόξαστο / του χέζω τον αντίθεο.
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης