Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • νήμα, το,
    ουσ. [<αρχ. νῆμα], το νήμα· η αλληλουχία, η λογική συνέπεια, ο συνεκτικός δεσμός: « αν βρεις το νήμα που συνδέει όλα αυτά, θα δεις πως δεν είναι δύσκολο να μπεις στο νόημα». Από το ότι το νήμα είναι ενιαίο από την αρχή μέχρι το τέλος του. (Ακολουθούν 11 φρ.)·
    - αρχίζει να ξετυλίγεται το νήμα, βλ. συνηθέστ. άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι·
    - βρίσκω την άκρη του νήματος, βλ. λ. άκρη·
    - έκοψαν μαζί το νήμα, (για αθλητές ταχύτητας) τερμάτισαν ταυτόχρονα: «στα τελευταία διακόσια μέτρα οι δυο αθλητές πήγαιναν στήθος με στήθος και στο τέλος έκοψαν μαζί το νήμα»·
    - έπεσαν μαζί στο νήμα, (για αθλητές ταχύτητας), βλ. φρ. έκοψαν μαζί το νήμα·
    - κερδίζω πάνω στο νήμα (κάποιον ή κάποιους), (για αθλητές ταχύτητας) κερδίζω με ελάχιστη διαφορά: «μετά την τελευταία στροφή ο αθλητής έβαλε όλα τα δυνατά του και κέρδισε πάνω στο νήμα την κούρσα των πέντε χιλιάδων μέτρων»·
    - κινώ τα νήματα, α. κατευθύνω από το παρασκήνιο μια δουλειά ή μια ενέργεια, ιδίως όχι νόμιμη: «ακόμα ψάχνει η αστυνομία να βρει ποιος κίνησε τα νήματα της τελευταίας ληστείας». Από την εικόνα του καλλιτέχνη που κινεί αθέατος τα νήματα της μαριονέτας. β. (γενικά) κατευθύνω τις ενέργειες μιας ομάδας ανθρώπων: «ο πρωθυπουργός είναι αυτός που κινεί τα νήματα της κυβέρνησης». (Λαϊκό τραγούδι: κινούσες πάντα όλα τα νήματα κι εγώ ήμουν ένα απ’ τα θύματα
    - κόβω πρώτος το νήμα, α.(για αθλητές ταχύτητας) έρχομαι πρώτος, κερδίζω την κούρσα: «στην κούρσα των χιλίων μέτρων, ο τάδε αθλητής έκοψε πρώτος το νήμα». β. κατ’ επέκτ., φτάνω πρώτος σε κάποιο αποτέλεσμα: «είχαν βάλει τα δυνατά τους ποιος απ’ τους δυο θα τελείωνε πρώτος τη δουλειά, κι ο τάδε κατάφερε να κόψει πρώτος το νήμα»·
    - κόπηκε το νήμα της ζωής του, πέθανε, ιδίως ξαφνικά: «εκεί που καθόμασταν και κουβεντιάζαμε, έπαθε έμφραγμα και κόπηκε το νήμα της ζωής του»·
    - πέφτω πρώτος στο νήμα, (για αθλητές ταχύτητας), βλ. φρ. κόβω πρώτος το νήμα·
    - του κόβω το νήμα της ζωής, τον δολοφονώ, τον σκοτώνω: «ένα βράδυ του ’στησε καρτέρι και με μια κουμπουριά του ’κοψε το νήμα της ζωής»·
    - χάνω πάνω στο νήμα (από κάποιον ή από κάποιους), (για αθλητές ταχύτητας) χάνω με ελάχιστη διαφορά: «είναι πολύ στενοχωρημένος, γιατί έχασε την κούρσα απ’ τον τάδε πάνω στο νήμα».
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης