Νέα ελληνική
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη)
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη)

Εισαγωγή
Το Λεξικό της κοινής νεοελληνικής είναι ένα σύγχρονο και πλήρες ερμηνευτικό, ορθογραφικό και ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής. Εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 1998 από το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και αποτελεί αποτέλεσμα πολύχρονης και συστηματικής επεξεργασίας. Είναι το πρώτο λεξικό της νεοελληνικής που έθεσε επιστημονικές λεξικογραφικές αρχές και επηρέασε με τον τρόπο αυτό καθοριστικά τη σημερινή νεοελληνική λεξικογραφική πραγματικότητα. Από τις σημαντικές καινοτομίες του αξίζει να τονιστούν ιδιαίτερα η ύπαρξη φωνητικής μεταγραφής, η σύνδεση κάθε λήμματος με το κλιτικό του παράδειγμα και η προσπάθεια καταγραφής όσο το δυνατόν μεγαλύτερου αριθμού εκφράσεων και φράσεων της νέας ελληνικής. Η εγκυρότητα της ετυμολογικής προσέγγισης είναι επίσης από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματά του.
Περιεχόμενα
Αναζήτηση
- αγγαρεύω [aŋgarévo] -ομαι Ρ5.2 : επιβάλλω σε κπ. αναγκαστική και άμισθη εργασία: Αγγάρεψαν μερικούς χωριανούς, για να καθαρίσουν τους δρόμους από τα χιόνια. || ζητώ από κπ. μια εξυπηρέτηση: Θα σε αγγαρέψω να μου γράψεις μια αίτηση.
[ελνστ. ἀγγαρεύω (ανατολ. προέλ.)]
- αγκουσεύω [aŋgusévo] -ομαι Ρ5.2 : (λογοτ.) 1. αισθάνομαι βάρος, δυσφορία, βραχνά εξαιτίας πάθησης, πολυφαγίας, υπερβολικής ζέστης, συγκίνησης κτλ.· υποφέρω: Αγκουσεύτηκε που το παιδί της ήταν άρρωστο. Την έκανες ν΄ αγκουσευτεί. 2. προκαλώ δυσφορία, φέρνω βάρος, βαραίνω: Τον αγκούσεψες μ΄ αυτά που είπες.
[αγκούσ(α) -εύω]
- αγριεύω [aγriévo] -ομαι Ρ5.2 μππ. αγριεμένος* : I.(για έμψ.) 1. κάνω κπ. να τρομάξει, να φοβηθεί: Το αγρίεψες το παιδί με τις φωνές σου. Αγριεύομαι μέσα στο σκοτάδι, τρομάζω. 2α. κάνω κπ. να οργιστεί, να θυμώσει, να εξαγριωθεί: Μην το αγριεύεις το σκυλί, θα σου ορμήξει. β. νιώθω θυμό, οργή, εξαγριώνομαι: Με το παραμικρό αγριεύει. Αγρίεψε η όψη / η ματιά του. Μη με ενοχλείς, γιατί θα αγριέψω. 3. περιέρχομαι ή επανέρχομαι σε άγρια κατάσταση: Ο πόλεμος αγριεύει τον άνθρωπο. II. (για άψ.) 1α. έχω ή παίρνω άγρια όψη: Από τη ρεματιά και πέρα το τοπίο αγριεύει. β. γίνομαι πιο έντονος, οξύνομαι: Αγρίεψε ο πόλεμος / η μάχη. || Αγρίεψε το παιχνίδι, (για τυχερά παιχνίδια) άρχισαν να παίζονται μεγάλα ποσά. γ. (για καιρικά φαινόμενα) χειροτερεύω, επιδεινώνομαι: Το κρύο όσο πάει κι αγριεύει. Η θάλασσα αγρίεψε κι έβγαλε κύμα, για θαλασσοταραχή. 2. (προφ.) κάνω μια επιφάνεια τραχιά. ΑΝΤ λειαίνω.
[μσν. αγριεύω < άγρι(ος) -εύω]
- αναδεύω [anaδévo] -ομαι Ρ5.2 , Ρ5.1 : 1.ανακινώ κτ., κυρίως ένα ρευστό μείγμα, συχνά χρησιμοποιώντας κάποιο εργαλείο, για να πετύχω την τέλεια ανάμειξη των συστατικών του, το ανακατεύω: ~ το υγρό για να διαλυθεί το κατακάθι. Να αναδεύετε καλά το φάρμακο πριν από κάθε χρήση. 2. κινώ κτ. ελαφρά: Ο αέρας ανάδευε τα μαλλιά της. || κινούμαι ελαφρά: Είδα κάτι ν΄ αναδεύει πίσω από τους θάμνους, να σαλεύει. Ένιωθε το μωρό να αναδεύει στην κοιλιά της. Ξύπνησε και άρχισε να αναδεύεται.
[ελνστ. ἀναδεύω]
- ανακατεύω [anakatévo] -ομαι Ρ5.2 & ανακατώνω [anakatóno] -ομαι Ρ1 : I1α.βάζω μαζί ανόμοια ή όμοια πράγματα, συνήθ. σε ρευστή ή ημίρρευστη κατάσταση ή σε σκόνη, σε κόκκους κτλ. και τα ανακινώ ώσπου να σχηματιστεί μια ομοιογενής μάζα: ~ τα χρώματα για να πετύχω την απόχρωση που θέλω. ~ το τσάι για να λιώσει η ζάχαρη. ~ το λάδι με το λεμόνι / τα αυγά με το αλεύρι. ~ το τσιμέντο με το χαλίκι. ~ τη σαλάτα, για να κατανεμηθούν ομοιόμορφα τα διάφορα υλικά. || ~ το φαγητό στην κατσαρόλα για να μην κολλήσει. β. χαλώ την τάξη, αλλάζω τη σειρά ή τη θέση που έχει κτ. ή δεν το τοποθετώ εκεί που πρέπει: Ο αέρας μού ανακάτεψε τα χειρόγραφα. Μη μου ανακατεύεις τα συρτάρια, τα πράγματα που βρίσκονται εκεί. Τα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα, ξεχτένιστα. Στο δωμάτιό της είναι όλα ανακατωμένα, ακατάστατα. ~ την τράπουλα. || τοποθετώ μαζί ανόμοια ή ετερόκλητα πράγματα: Στη βιβλιοθήκη του έχει ανακατέψει τα ιστορικά με τα λογοτεχνικά βιβλία. Ανακάτεψε στο σαλόνι της έπιπλα κάθε ρυθμού και ποιότητας. ΦΡ ανακατωμένος / ανακατεμένος ο ερχόμενος, για μεγάλη ακαταστασία: Εδώ μέσα είναι ανακατωμένος ο ερχόμενος. 2. (παθ.) μπαίνω μέσα σε ένα χώρο, όπου δεν μπορεί κανείς να με διακρίνει ανάμεσα σε άλλα πρόσωπα ή πράγματα: Ανακατώθηκε με το πλήθος και τον έχασα. 3α. προκαλώ τάση για εμετό: Τα πολύ λιπαρά φαγητά με ανακατεύουν. || (παθ.) έχω τάση για εμετό: Ανακατεύομαι όταν κουνιέται το καράβι. || Ανακατεύεται το στομάχι μου, ανακατεύομαι. β. (μτφ., οικ.) προκαλώ σε κπ. αηδία, πολύ έντονη δυσαρέσκεια: Με ανακατώνουν τέτοιοι χυδαίοι άνθρωποι. Δεν μπορώ να ακούω άλλες ανοησίες, γιατί ανακατεύομαι. II. (μτφ., οικ.) 1α. συνδέω ή συνεξετάζω έννοιες ή καταστάσεις που δεν έχουν μεταξύ τους καμιά συνάφεια· αναμειγνύωII2: Μην ανακατώνεις τη λογική με το συναίσθημα. Ας μην ανακατέψουμε αυτό το προσωπικό θέμα στη συζήτηση. β. συγχέω κτ., δεν μπορώ να το διακρίνω από κτ. άλλο διαφορετικό, το μπερδεύω: Τα έχει όλα ανακατεμένα στο μυαλό του. 2α. (παθ.) επεμβαίνω στις προσωπικές υποθέσεις κάποιου ή σε ζητήματα που δε με αφορούν, με τρόπο ενοχλητικό και αδιάκριτο· αναμειγνύομαιII1β: Δε θέλω να ανακατεύεται στη ζωή μου. Εσύ τι ανακατεύεσαι, σε ρώτησε κανένας; ΠΑΡ Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα* τον τρων οι κότες. β. (παθ.) συμμετέχω σε κάποια δραστηριότητα· αναμειγνύομαιII1β: Ανακατεύτηκε με την πολιτική. Ανακατεύτηκε με κάτι αλήτες, έμπλεξε. Είναι ανακατωμένος στη συνωμοσία / στα σκάνδαλα, μπλεγμένος. γ. κάνω κπ. να συμμετάσχει ή να επέμβει σε κτ., αναμειγνύωII1α: Εσύ τον ανακάτωσες σ΄ αυτή την υπόθεση. Μη με ανακατεύεις στα προσωπικά σου. || παρουσιάζω κπ. ως συμμέτοχο σε κάποια παρανομία, τον ενοχοποιώ: Για να ελαφρύνει τη θέση του ανακάτεψε κι εμένα στην κατάχρηση. δ. με τη συμπεριφορά μου προκαλώ παρεξηγήσεις, δυσαρέσκειες, διχόνοιες: Μόλις ήρθε μας ανακάτωσε όλους. || για ανώμαλες καταστάσεις που προκαλούν αναστάτωση, δυστυχία: Ήρθε ο πόλεμος και τα ανακάτωσε όλα, έφερε τα πάνω κάτω.
[ανάκατ(ος) -εύω· μσν. ανακατώνω < ανάκατ(ος) -ώνω]
- ανασαλεύω [anasalévo] -ομαι Ρ5.2 : (λογοτ.) κινώ ελαφρά κτ.: Ο άνεμος ανασαλεύει τα φύλλα / κλαδιά του δέντρου. Ανασαλεύει κάποιος / κτ., κινείται ελαφρά. Ανασάλεψε για μια στιγμή, αλλά δεν ξύπνησε.
[ελνστ. ἀνασαλεύω]
- ανασκαλεύω [anaskalévo] -ομαι Ρ5.2 : 1α.σκαλίζω: ~ την άμμο. Οι κότες ανασκαλεύουν τα σκουπίδια / άχυρα. Ανασκαλεμένο χώμα. Ανασκαλεύει τα κάρβουνα / τη φωτιά με τη μασιά. β. μετακινώ το περιεχόμενο ενός πράγματος συνήθ. ψάχνοντας κτ.: ~ το γραφείο / τα συρτάρια / την τσάντα. Ανασκάλεψαν το μπαούλο, μα τίποτα δε βρήκαν. 2. (μτφ.) α. ερευνώ, εξετάζω κτ.: Αυτός όλα τα ανασκαλεύει. β. ασχολούμαι με κτ. παλαιό και συνήθ. δυσάρεστο φέρνοντάς το στην επιφάνεια: ~ το παρελθόν. Μην τα ανασκαλεύεις πια· περασμένα, ξεχασμένα.
[ελνστ. ἀνασκαλεύω]
- απομαζεύω [apomazévo] -ομαι Ρ5.2 : (λαϊκότρ.) τελειώνω το μάζεμα, μαζεύω εντελώς· απομαζώνω.
[απο- μαζεύω]
- βατεύω [vatévo] -ομαι Ρ5.2 : (λαϊκότρ.) (για αρσ. ζώο) ζευγαρώνω με το θηλυκό, οχεύω: Βατεμένη φοράδα.
[ελνστ. βατεύω]
- βολεύω [volévo] -ομαι Ρ5.2 : 1α. (για πργ.) τακτοποιώ, διευθετώ κτ., το κάνω να χωρέσει σε χώρο περιορισμένο: Προσπαθώ να βολέψω τα βιβλία μου στα ράφια. Είδες πώς βολεύτηκαν όλα τα ρούχα στην ντουλάπα; β. (για πρόσ.) τακτοποιώ, εξασφαλίζω σε κπ. ένα χώρο: Βολευτήκαμε κι οι τρεις στο πίσω κάθισμα. Ήρθαν πολλοί επισκέπτες, αλλά κάπου θα τους βολέψουμε. Μη σε νοιάζει, θα βολευτώ στον καναπέ. || (παθ.) αισθάνομαι άνετα, βολικά: Δε βολεύομαι σ΄ αυτή την καρέκλα. Αυτά τα ρούχα δεν τα βολεύτηκα. 2. τακτοποιώ κπ. επαγγελματικά, του εξασφαλίζω μια θέση, μια δουλειά: Τον βόλεψαν στη δημαρχία. Βρήκε μια θέση κλητήρα και βολεύτηκε. Είναι καλά βολεμένος, τακτοποιημένος, εξασφαλισμένος επαγγελματικά. || (ως ουσ.) ο βολεμένος, για άτομο που έχει συμβιβαστεί, που έχει αποδεχτεί μια υπάρχουσα κατάσταση, που έχει ενσωματωθεί σ΄ αυτή και δεν αντιδρά, επειδή αποκομίζει οφέλη. 3. (στο γ΄ πρόσ.) εξυπηρετεί, παρέχει ευκολία, άνεση: Δε (με) βολεύει η συγκοινωνία. Αν (σε) βολέψει, πέρνα να με δεις. Αυτά τα παπούτσια δε με βολεύουν καθόλου. 4. διεκπεραιώνω, τακτοποιώ: Μόλις βολέψω τις δουλειές μου, θα πάω ένα ταξιδάκι. ΦΡ τα ~: α. τακτοποιώ (τις) υποθέσεις (μου): Τα βόλεψα μια χαρά. β. ανταποκρίνομαι στις βιοτικές κυρίως ανάγκες· ΣΥΝ ΦΡ τα φέρνω βόλτα: Πώς τα βολεύεις; Τα ~ μετά δυσκολίας. Μη ρωτάς πώς τα ~. (λαϊκ.) τη ~, ταχτοποιούμαι κυρίως οικονομικά, περνάω καλά: Τη βόλεψε για καλά ο Θανάσης μ΄ αυτή την κληρονομιά. Εσύ τη βόλεψες μια χαρά, τι ανάγκη έχεις;
[*ευβολεύω (με αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < ελνστ. εὔβολ(ος) `που ρίχνει τα ζάρια με τύχη΄ -εύω]
- γητεύω [jitévo] -ομαι Ρ5.2 : (λαϊκότρ.) κάνω γητειές· προκαλώ ή αποτρέπω ένα κακό με μαγικά μέσα. || γοητεύω, μαγεύω: Με γήτεψαν τα μάτια της. Τα φίδια ανασηκώθηκαν σαν γητεμένα από την αρμονία.
[μσν. γητεύω < αρχ. γοητεύω `μαγεύω΄, ίσως με ανάπτ. [j] για αποφυγή της χασμ.: γογητεύω και νέα διαίρεση σε (ε)γώ γητεύω ή απλολ. [γoji > ji] (σύγκρ. διδάσκαλος > δάσκαλος)]
- γιατρεύω [jatrévo] -ομαι Ρ5.2 : (οικ.) 1. θεραπεύω, κάνω καλά κπ. ή κτ.: Με διάφορα βότανα προσπάθησε να μου γιατρέψει την πληγή. Ακόμα δε γιατρεύτηκε το πόδι σου. Κανένας γιατρός δεν μπόρεσε να με γιατρέψει. 2. (μτφ.) καταπραΰνω, ανακουφίζω: Ο χρόνος θα γιατρέψει τον πόνο σου. Δεν μπορεί να γιατρευτεί από το πάθος του.
[μσν. γιατρεύω < αρχ. ἰατρεύω ( [ia > ja] σύγκρ. γιατρός)]
- γρουσουζεύω [γrusuzévo] -ομαι & γουρσουζεύω [γursuzévo] -ομαι Ρ5.2 : φέρνω γρουσουζιά, προκαλώ κακοτυχία: Με γρουσούζεψες με την γκρίνια σου. Αν τον συναντήσεις μπροστά σου το πρωί, πάει, γρουσουζεύτηκε όλη σου η μέρα.
[γρουσούζ(ης), γουρσούζ(ης) -εύω]
- δασκαλεύω [δaskalévo] -ομαι Ρ5.2 : συμβουλεύω κπ. τι να πει και τι να κάνει σε δεδομένη στιγμή: Η μάνα της τη δασκάλεψε πώς να μιλήσει / να φερθεί. Ήρθε δασκαλεμένος από το δικηγόρο του. || καθοδηγώ κπ. σε πράξεις που κανονικά θεωρούνται μεμπτές: Ποιος σε δασκάλεψε να πεις τέτοια ψέματα;
[μσν. δασκαλεύω < διδασκαλεύω < διδάσκαλ(ος) -εύω με απλολ. κατά το διδάσκαλος > δάσκαλος]
- διαφεντεύω [δjafendévo & δiafendévo] -ομαι Ρ5.2 : (λαϊκότρ.) εξουσιάζω: Ξένοι διαφέντευαν το λαό μας. || προστατεύω.
[μσν. διαφεντεύω < δηφενδεύω, δεφενδεύω (προφ. [nd]) παρετυμ. δια- < λατ. defend(o) `υπερασπίζομαι΄ -εύω]
- δουλεύω [δulévo] -ομαι Ρ5.2 : 1. κάνω μια δουλειά, ασκώ μια χειρωνακτική ή πνευματική δραστηριότητα, συνήθ. με βάση ένα πρόγραμμα, για να πετύχω κάποιο αποτέλεσμα· εργάζομαι: ~ με / χωρίς μισθό. Πρέπει να δουλέψεις πολύ για να πετύχεις. ΠΑΡ Δούλευε να τρως / δούλεψε να φας και κλέψε να ΄χεις, για να δηλώσουμε ότι τα πολλά λεφτά τα αποκτά κανείς, κατά κανόνα, με παράνομο τρόπο. α. ασκώ ένα επάγγελμα, εργάζομαι βιοποριστικά: ~ στο δημόσιο / στην Ελλάδα / από μικρό παιδί. Δουλεύει για το ραδιόφωνο / για τον (τάδε), για λογαριασμό του. Δουλεύει ως καθηγητής. Δε δουλεύει, είναι άνεργος. (έκφρ.) ~ μεροκάματο, εργάζομαι και πληρώνομαι με βάση το μεροκάματο. δουλεύει σαν μηχανή*. β1. ~ κπ., εργάζομαι με πληρωμή στην υπηρεσία κάποιου: Τους δούλεψα δύο χρόνια. β2. ~ για κπ. / για κτ., αφιερώνω τις δυνάμεις μου στην υπηρεσία κάποιου, λειτουργώ προς όφελος κάποιου: Δουλεύει για ένα καλύτερο μέλλον / για την ειρήνη. Δουλεύει για τον εχθρό. ΦΡ ο χρόνος* δουλεύει για κπ. κοιμάται και η τύχη του δουλεύει, για κπ. πολύ τυχερό που πετυχαίνει κτ. χωρίς να καταβάλει καμιά προσπάθεια. 2. λειτουργώ: α. για μηχανή, μηχανισμό ή για όργανο ζωντανού οργανισμού: Δουλεύει η τηλεόραση / το πλυντήριο / το ρολόι. Η καρδιά σταμάτησε να δουλεύει. Το συκώτι δε δουλεύει καλά. || Δουλεύει το μυαλό / η φαντασία του, λειτουργεί εντατικά. ΦΡ κτ. δουλεύει ρολόι*. β. για δραστηριότητα που αναπτύσσεται σε κπ. τομέα: Τα νοσοκομεία / τα σχολεία δουλεύουν με απαράδεκτες συνθήκες. Χρειάζεται αναδιοργάνωση για να δουλέψει σωστά το δημόσιο. || για υπηρεσία, κατάστημα κτλ. που είναι ανοιχτό και εξυπηρετεί το κοινό· λειτουργώ4: Τα μαγαζιά δε δουλεύουν το απόγευμα. Σήμερα δε θα δουλέψουν οι τράπεζες. Το μαγαζί δε δουλεύει πια, έκλεισε. γ. (για επιχείρηση) παρουσιάζω κίνηση και έχω κέρδη: Φέτος δε δουλέψαμε (καλά). 3. (για χειρωνακτικό, πνευματικό ή καλλιτεχνικό έργο) κατεργάζομαι ή επεξεργάζομαι κτ.: Η πέτρα δουλεύεται δύσκολα. Τεχνίτες που δουλεύουν το χρυσό / το ασήμι. Έπιπλα πολύ καλά δουλεμένα. Το δοκίμιο δουλεύτηκε από άξιους λογοτέχνες. || ~ τη γη, την καλλιεργώ. 4. σε εκφράσεις α. για κτ. που χρησιμοποιείται συνεχώς και εντατικά: δούλεψε η λουρίδα, κάποιος έφαγε ξύλο με λουρίδα. δούλεψε ο φάλαγγας, κάποιος βασανίστηκε με φάλαγγα. δούλεψε ο τηλέγραφος*. β. δουλεύει η πληγή / το απόστημα, μαζεύει πύο. γ. (ναυτ.) ~ τα πανιά, τα τακτοποιώ έτσι, ώστε να δέχονται καλά τον άνεμο. 5. (προφ.) ~ κπ., παρουσιάζω σε κπ. κτ. ως αληθινό ή ως λογικό, για να τον πειράξω ή για να τον εξαπατήσω, τον κοροϊδεύω: Τι είναι αυτά που λες, μας δουλεύεις τώρα; Η κυβέρνηση δουλεύει τόσα χρόνια τους εργαζομένους με υποσχέσεις. ΦΡ ~ κπ. ψιλό γαζί*.
[ελνστ. δουλεύω, αρχ. σημ.: `είμαι σκλάβος΄]
Κλιτικό Παράδειγμα
Ετυμολογία
Ρ5.2
Ρ5.2α Ενεργητική φωνή
ενεστ. | οριστ./υποτ. | φυτεύω | φυτεύεις | φυτεύει | φυτεύο(υ )με | φυτεύετε | φυτεύουν |
---|---|---|---|---|---|---|---|
προστ. | φύτευε | φυτεύετε | |||||
μτχ. | φυτεύοντας | ||||||
πρτ. | οριστ. | φύτευα | φύτευες | φύτευε | φυτεύαμε | φυτεύατε | φύτευαν |
αόρ. | οριστ. | φύτεψα | φύτεψες | φύτεψε | φυτέψαμε | φυτέψατε | φύτεψαν |
υποτ. | φυτέψω | φυτέψεις | φυτέψει | φυτέψο(υ)με | φυτέψετε | φυτέψουν | |
προστ. | φύτεψε | φυτέψτε | |||||
απαρέμφ. | φυτέψει | ||||||
πρκ. | οριστ. | έχω φυτέψει (ή έχω φυτεμένο) | |||||
υποτ. | να έχω φυτέψει (ή να έχω φυτεμένο) | ||||||
εξακολ. μέλλ. | θα φυτεύω | ||||||
στιγμ. μέλλ. | θα φυτέψω | ||||||
υπερσ. | είχα φυτέψει (ή είχα φυτεμένο) | ||||||
συντελ. μέλλ. | θα έχω φυτέψει ( ή θα έχω φυτεμένο ) |
Ρ5.2β Παθητική φωνή
ενεστ. | οριστ./υποτ. | φυτεύομαι | φυτεύεσαι | φυτεύεται | φυτευόμαστε | φυτεύεστε | φυτεύονται |
---|---|---|---|---|---|---|---|
προστ. | (φυτεύου) | (φυτεύεστε) | |||||
πρτ. | οριστ. | φυτευόμουν | φυτευόσουν | φυτευόταν | φυτευόμασταν | φυτευόσασταν | φυτεύονταν |
αόρ. | οριστ. | φυτεύτηκα | φυτεύτηκες | φυτεύτηκε | φυτευτήκαμε | φυτευτήκατε | φυτεύτηκαν |
υποτ. | φυτευτώ | φυτευτείς | φυτευτεί | φυτευτούμε | φυτευτείτε | φυτευτούν | |
προστ. | φυτέψου | φυτευτείτε | |||||
απαρέμφ. | φυτευτεί | ||||||
πρκ. | οριστ. | έχω φυτευτεί (ή είμαι φυτεμένος) | |||||
υποτ. | να έχω φυτευτεί (ή να είμαι φυτεμένος) | ||||||
μτχ. | φυτεμένος | ||||||
εξακολ. μέλλ. | θα φυτεύομαι | ||||||
στιγμ. μέλλ. | θα φυτευτώ | ||||||
υπερσ. | είχα φυτευτεί (ή ήμουν φυτεμένος) | ||||||
συντελ. μέλλ. | θα έχω φυτευτεί ( ή θα είμαι φυτεμένος) |
Οδηγίες Αναζήτησης
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...
- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- κρατ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κρατ») : κράτος, κρατισμός, κρατώ κλπ.
- *κρατ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το «κρατ»): αισθησιοκράτης, αισθησιοκρατία, αιτιοκρατία κλπ.
- *ισμός (όλες οι λέξεις που λήγουν σε «ισμός»): ανιμισμός, κρατισμός, υλισμός κλπ.
- κ*ισμός (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κ» και λήγουν σε «ισμός»): κλασικισμός, κομμουνισμός, κρατισμός κλπ
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. κρατ κρατ* - Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε έναν όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που είναι εννοιολογικά συγγενείς.
- Παράδειγμα Χρήσης
Εδώ πληκτρολογείτε μια λέξη, η οποία περιμένετε να εμφανιστεί σε πρόταση που είναι παράδειγμα χρήσης του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.- Γραμματική - Σύνταξη
Επιλέγετε τον επιθυμητό τρόπο σύνταξης της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους συντάσσεται με τον συγκεκριμένο τρόπο.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ως επίθετο» θα εμφανιστούν λήμματα που, ενώ ανήκουν σε άλλη γραμματική κατηγορία, χρησιμοποιούνται με τη σημασία επιθέτου και συντάσσονται αναλόγως.
- Επίπεδο Ύφους
Το μενού προεπιλογών που εμφανίζεται περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα ύφους, τα οποία αφορούν είτε όλο το λήμμα είτε κάποια από τις σημασίες του, ώστε να επιλέξετε αυτό που σας ενδιαφέρει.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ειρωνικό», θα εμφανιστούν
- λήμματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- λήμματα που μία τους σημασία χρησιμοποιείται σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- Σημασιολογικό πεδίο
Επιλέγετε το σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκει η σημασία ή κάποια από τις σημασίες του λήμματος. Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να ζητήσετε ομάδες λέξεων που σχετίζονται με κάποια θεματική περιοχή.
- Ετυμολογία
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες ετυμολογικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε αυτή που σας ενδιαφέρει.
- Τύπος Λήμματος
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Χρήση
Επιλέγετε την επιθυμητή χρήση της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους έχει τη συγκεκριμένη χρήση.
Συντομογραφίες
Α
αγγλ. αγγλικός αεροναυτ. αεροναυτική αθλ. αθλητικός αιγυπτ. αιγυπτιακός αιτ. αιτιατική αιτιολ. αιτιολογικός άκλ. άκλιτος αλβ. αλβανικός αλλ. αλλαγή αναδαν. αναδανεισμός αναδιπλ. αναδιπλασιασμός αναδρ. αναδρομικός ανάλ. ανάλυση αναλ. αναλογία, αναλογικός ανάπτ. ανάπτυξη ανασυλλ. ανασυλλαβισμός ανατ. ανατομία, ανατομικός ανατολ. ανατολικός αναφ. αναφορικός άνθρ. άνθρωπος ανθρωπολ. ανθρωπολογία ανθρωπων. ανθρωπωνύμιο ανομ. ανομοίωση, ανομοιωτικός αντ., ΑΝΤ αντίθετος αντδ. αντιδάνειο αντιθ. αντιθετικός αντικ. αντικείμενο αντιμετάθ. αντιμετάθεση αντων. αντωνυμία αόρ., αορ. αόριστος, αορίστου, αοριστικός απαρέμφ. απαρέμφατο απαρχ. απαρχαιωμένος απλολ. απλολογία απλοπ. απλοποίηση αποβ. αποβολή απόδ. απόδοση αποηχηροπ. αποηχηροποίηση αποθ. αποθετικός απόλ. απόλυτος απρόσ. απρόσωπος αραβ. αραβικός αραμ. αραμαϊκός άρθρ. άρθρωση αριθμτ. αριθμητικό αρκτικόλ. αρκτικόλεξο αρμεν. αρμενικός άρν . άρνηση αρνητ. αρνητικός αρσ. αρσενικός αρχ. αρχαίος αρχαιολ. αρχαιολογία αρχιτ. αρχιτεκτονικός αστρολ. αστρολογία αστρον. αστρονομία αστροναυτ. αστροναυτική άτ. άτονος αττ. αττικός αυτοπ. αυτοπαθής αφηρ. αφηρημένος αφομ. αφομοίωση, αφομοιωτικός άψ. άψυχος Β
βεβ. βεβαιωτικός βεν. βενετικός βιολ. βιολογία βιοχημ. βιοχημεία βλ. βλέπε βλάχ. βλάχικος βόρ. βόρειος βοτ. βοτανική βουλγ. βουλγαρικός Γ
γαλλ. γαλλικός γεν. γενική γενικότ. γενικότερα γενοβ. γενοβέζικος γερμ. γερμανικός γεωγρ. γεωγραφία γεωλ. γεωλογία γεωμ. γεωμετρία γεωπ. γεωπονία γλ. γλώσσα γλυπτ. γλυπτική γλωσσ. γλωσσολογία γνωμ. γνωμικό γραμμ. γραμματική γυμν. γυμναστική Δ
δαν. δανεισμός δεικτ. δεικτικός δηλ. δηλαδή δημοτ. δημοτική διάκρ. διάκριση διάλ. διάλεκτος διαλεκτ. διαλεκτικός διάσπ. διάσπαση διαφ. διαφορετικός διαχ. διαχωριστικός διεθ. διεθνισμός δίκ. δίκαιο διστ. διστακτικός δίφθ. δίφθογγος διφθογγοπ. διφθογγοποίηση δοτ. δοτική δωρ. δωρικός Ε
εβρ. εβραϊκός εθν. εθνικός εθνολ. εθνολογία ειδ. ειδικός ειδικότ. ειδικότερα ειρ. ειρωνικός εκ. εκατοστό εκκλ. εκκλησιαστικός έκφρ. έκφραση ελλην. ελληνικός ελνστ. ελληνιστικός έμψ. έμψυχος εν. ενικός εναλλ. εναλλαγή ενεργ. ενεργητικός ενεστ. ενεστώτας, ενεστωτικός ενν. εννοείται εξακολ. εξακολουθητικός εξέλ. εξέλιξη εξομάλ. εξομάλυνση επαγγελμ. επαγγελματικός επανάλ. επανάληψη επέκτ. επέκταση επίδρ. επίδραση επίθ., επιθ. επίθετο, επιθέτου, επιθετικός ΕΠΙΡΡ επίρρημα, επιρρηματικός επίρρ., επιρρ. επίρρημα, επιρρήματος, επιρρηματικός επίσ. επίσημος επιστ. επιστημονικός επιτατ. επιτατικός επιφ. επιφώνημα, επιφωνηματικός επών. επώνυμο ερρινοπ. ερρινοποίηση ερωτ. ερωτηματικός ετυμ. ετυμολογία, ετυμολογικός ευφ. ευφημισμός, ευφημιστικός Ζ
ζωγρ. ζωγραφική ζωολ. ζωολογία Η
ηθ. ηθική ηλεκτρολ. ηλεκτρολογία ηλεκτρον. ηλεκτρονική ημίφ., ημιφ. ημίφωνο, ημιφώνου ηχ. ηχηρός ηχηρ. ηχηρότητα ηχηροπ. ηχηροποίηση ηχομιμ. ηχομιμητικός Θ
θ. θέμα θέατρ. θέατρο θεολ. θεολογία θετ. θετικός θηλ. θηλυκός θρησκειολ. θρησκειολογία Ι
ιαπων. ιαπωνικός ιατρ. ιατρικός ίδ. ίδιος ιδ. ιδίως ινδ. ινδικός ισπαν. ισπανικός ιστ. ιστορία, ιστορικός ισχυροπ. ισχυροποίηση ιταλ. ιταλικός ιων. ιωνικός Κ
κ.ά. και άλλα Κ.Δ. Καινή Διαθήκη κ.ε. και εξής κ.ο.κ. και ούτω καθεξής κατάλ. κατάληξη κατατ. κατατεθέν κινημ. κινηματογράφος κλητ. κλητική κλιτ. κλιτικός κοινων. κοινωνιολογία κπ. κάποιο( ν ) κτ. κάτι κτγ. κατηγορούμενο κτητ. κτητικός κτλ. και τα λοιπά κύρ. κύριος κυρ. κυρίως κυριολ. κυριολεκτικός Λ
λ. λέξη, λήμμα λαϊκ. λαϊκός λαϊκότρ. λαϊκότροπος λαογρ. λαογραφία λατ. λατινικός λόγ. λόγιος λογ. λογική λογιστ. λογιστική λογοτ. λογοτεχνικός μ.Χ. μετά Χριστόν Μ
μαγειρ. μαγειρική μαθημ. μαθηματικά μεγεθ. μεγεθυντικός μεε. μετοχή ενεργητικού ενεστώτα μειωτ. μειωτικός μέλλ. μέλλοντας μεσοφ. μεσοφωνηεντικός μετάθ. μετάθεση μετακ. μετακίνηση μεταπλ. μεταπλασμός μεταρ. μεταρηματικός μετεπιθ. μετεπιθετικός μετεπιρρ. μετεπιρρηματικός μετεωρ. μετεωρολογία μετον. μετονοματικος μετουσ. μετουσιαστικός μετρ. μετρική μηχ. μηχανική μηχανολ. μηχανολογία μορφολ. μορφολογικός μουσ. μουσική μπε. μετοχή παθητικού ενεστώτα μππ. μετοχή παθητικού παρακειμένου μσν. μεσαιωνικός μσνλατ. μεσαιωνικό λατινικό μτφ. μεταφορικός μτφρδ. μεταφραστικό δάνειο μτχ. μετοχή μυθ. μυθολογία Ν
ναυτ. ναυτικός νεοελλ. νεοελληνικός νεολ. νεολογισμός νεότ. νεότερος νλατ. νεολατινικός νομ. νομική νότ. νότιος Ο
οικ. οικείος οικοδ. οικοδομική οικολ. οικολογία οικον. οικονομία ολλανδ. ολλανδικός όμ. όμοιος όν., ον. όνομα, ονόματος ονομ. ονομαστική οπτ. οπτική ορθογρ. ορθογραφία, ορθογραφικός οριστ. οριστική, οριστικός ορυκτ. ορυκτολογία ουδ. ουδέτερο ουσ. ουσιαστικό ουσιαστικοπ. ουσιαστικοποιημένος,ουσιαστικοποίηση Π
Π.Δ. Παλαιά Διαθήκη π.Χ. προ Χριστού π.χ. παραδείγματος χάριν παθ. παθητικός παιδ. παιδικός παλ. παλαιός παλαιοντ. παλαιοντολογία παλαιότ. παλαιότερος ΠΑΡ παροιμία ΠΑΡ έκφρ. παροιμιακή έκφραση ΠΑΡ ΦΡ παροιμιακή φράση παράγ. παράγωγος παράλ. παράλειψη παραλ. παραλήγουσα παράλλ. παράλληλος παρετυμ. παρετυμολογία, παρετυμολογικός παρωχ. παρωχημένος πατριδων. πατριδωνυμικός περιλ. περιληπτικός περσ. περσικός πληθ. πληθυντικός πληροφ. πληροφορική ποδ. ποδόσφαιρο ποιητ. ποιητικός πολ. πολιτική πολλαπλ. πολλαπλασιαστικός πορτογαλ. πορτογαλικός ποσ. ποσοτικός πρβ. παράβαλε πργ. πράγμα πρκ. παρακείμενος προέλ. προέλευση προηγ. προηγούμενος πρόθ. πρόθεση προπαραλ. προπαραλήγουσα πρόσ., προσ. πρόσωπο, προσώπου, προσωπικός προσαρμ. προσαρμογή προστ. προστακτική προσφών. προσφώνηση πρότ. πρόταση προτακτ. προτακτικός προφ. προφορά, προφορικός προχωρ. προχωρητικός πρτ. παρατατικός πτ. πτώση Ρ
ρ. ρήμα ραπτ. ραπτική ρηματ. ρηματικός ρητορ. ρητορικός ριν. ρινικός ρουμ. ρουμανικός ρωσ. ρωσικός Σ
σανσκρ. σανσκριτικός σελ. σελίδα σημ. σημασία σημασιολ. σημασιολογικός σημδ. σημασιολογικό δάνειο σημερ. σημερινός σημιτ. σημιτικός σκωπτ. σκωπτικός σλαβ. σλαβικός σπάν. σπάνιος σπανιότ. σπανιότερα στατ. στατιστικός στερ. στερητικός στιγμ. στιγμιαίος στρατ. στρατιωτικός συγγ. συγγενής συγκ. συγκοπή σύγκρ. σύγκρινε συγκρ. συγκριτικός συμπερ. συμπερασματικός σύμπλ., συμπλ. σύμπλεγμα, συμπλέγματος συμπλεκτ. συμπλεκτικός συμπροφ. συμπροφορά σύμπτ. σύμπτωση σύμφ., συμφ. σύμφωνο, συμφώνου, συμφωνικός συμφυρ. συμφυρμός συν., ΣΥΝ συνώνυμος συναίρ. συναίρεση συναισθ. συναισθηματικά φορτισμένη λέξη σύνδ., συνδ. σύνδεσμος, συνδέσμου συνεκδ. συνεκδοχικός συνήθ. συνήθως συνηρ. συνηρημένος σύνθ. σύνθετος, σύνθεση συνθ. συνθετικό συνίζ. συνίζηση συνοπτ. συνοπτικός σύντ. σύνταξη συντ. συντακτικός συντελ. συντελεσμένος σύντμ. σύντμηση συντομογρ. συντομογραφία σχ. σχήμα σχημ. σχηματισμός Τ
τ. τύπος τ.μ. τετραγωνικά μέτρα τακτ. τακτικός τελ. τελικός τεχν. τεχνικός τεχνολ. τεχνολογία τηλεόρ. τηλεόραση τον . τονισμός τοπ. τοπικός τοπων. τοπωνύμιο τοσκ. τοσκανικός τουρκ. τουρκικός τροπ. τροπικός τροποπ. τροποποίηση τσιγγ. τσιγγάνικος τυπ. τυπογραφία Υ
υβρ. υβριστικός υπ. υποκείμενο υπερ. υπερωικός υπερθ. υπερθετικός υπερσ. υπερσυντέλικος υποθ. υποθετικός ΥΠΟΚΟΡ υποκοριστικό υποκορ. υποκοριστικό υπόλ. υπόλοιπος υποτ. υποτακτική υποχωρ. υποχωρητικός υστλατ. υστερολατινικός Φ
φαρμ. φαρμακολογία φιλολ. φιλολογία, φιλολογικός φιλοσ. φιλοσοφία, φιλοσοφικός φιλοτ. φιλοτελισμός φοινικ. φοινικικός φρ., ΦΡ φράση φυσ. φυσική φυσιολ. φυσιολογία φων. φωνήεν φωνηεντ. φωνηεντικός φωνητ. φωνητική φωνολ. φωνολογία φωτογρ. φωτογραφία Χ
χασμ. χασμωδία χγφ. χειρόγραφο χειλ. χειλικός χημ. χημεία, χημικός χλευ. χλευαστικός χρ. χρήση χρον. χρονικός Ψ
ψυχ. ψυχολογία ψυχαν. ψυχανάλυση ψυχιατρ. ψυχιατρική
Σύμβολα
Στο ερμηνευτικό τμήμα του λήμματος | |
---|---|
& | συνδέει τους δεύτερους τύπους ενός λήμματος ή υπολήμματος με τον κύριο τύπο |
[ ] | περικλείουν την προφορά μιας λέξης |
: | εισάγει στο σημασιολογικό τμήμα ενός λήμματος |
~ | αντικαθιστά τον ακριβή κύριο τύπο του λήμματος ή του υπολήμματος στα παραδείγματα |
D | εισάγει υπολήμματα που δεν καταχωρίζονται ως ξεχωριστά λήμματα |
|| | χωρίζει σημασίες ή παραδείγματα και δηλώνει επέκταση ή μικρή διαφοροποίηση |
/ | χωρίζει καταλήξεις και συσσωρευμένα παραδείγματα |
* | παραπέμπει για ανάλυση σε άλλο λήμμα |
-> | παραπέμπει σε άλλο λήμμα |
Στο ετυμολογικό τμήμα του λήμματος | |
---|---|
[ ] | περικλείουν όλο το ετυμολογικό τμήμα ενός λήμματος |
· | (άνω τελεία) διαχωρίζει τις ετυμολογίες διάφορων λέξεων, σημασιών ή τύπων |
( ) | περικλείουν το μέρος της λέξης που δεν χρησιμεύει ως βάση της νέας παραγωγής |
> | δηλώνει ότι η λέξη που βρίσκεται δεξιά του προέρχεται από τη λέξη που βρίσκεται αριστερά του |
< | δηλώνει ότι η λέξη που βρίσκεται αριστερά του προέρχεται από τη λέξη που βρίσκεται δεξιά του |
+ | ενώνει τα συνθετικά μέρη μιας σύνθετης λέξης |
- | δηλώνει ότι αναγράφεται μόνο το θέμα μιας λέξης ή μόνο κάποιο παράθημα (πρόθημα ή επίθημα) |
* | δηλώνει ότι ο τύπος που ακολουθεί είναι υποθετικός |
' ' | περικλείουν μεταφράσματα |
Ομάδα εργασίας
Α΄ έκδοση του Ηλεκτρονικού Κόμβου
- Επιστημονική ευθύνη
- I.N. Kαζάζης
- Συντονισμός
- Α. Καραμήτρου, Ρ. Τσοκαλίδου, Α. Χατζηδάκη
- Εποπτεία Ηλεκτρονικής Υλοποίησης
- Κ. Βεζερίδης
Β΄ έκδοση της Πύλης για την ελληνική γλώσσα
- Επιστημονική ευθύνη
- Δ. Κουτσογιάννης
- Μελέτη επανασχεδιασμού του περιβάλλοντος και συντονισμός
- Ι. Χαλισιάνη, Αθ. Ράλλη
- Διδακτικό πλαίσιο και προτάσεις
- Δ. Κουτσογιάννης, Ι. Χαλισιάνη, Αθ. Ράλλη
- Τεχνική Υλοποίηση
- Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ)
Γ΄ έκδοση της Πύλης για την ελληνική γλώσσα
- Επιστημονική ευθύνη
- Δ. Κουτσογιάννης
- Τεχνική Υλοποίηση
- Θεοδωρίδης Κωνσταντίνος