Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη)

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη)


Εισαγωγή

Το Λεξικό της κοινής νεοελληνικής είναι ένα σύγχρονο και πλήρες ερμηνευτικό, ορθογραφικό και ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής. Εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 1998 από το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και αποτελεί αποτέλεσμα πολύχρονης και συστηματικής επεξεργασίας. Είναι το πρώτο λεξικό της νεοελληνικής που έθεσε επιστημονικές λεξικογραφικές αρχές και επηρέασε με τον τρόπο αυτό καθοριστικά τη σημερινή νεοελληνική λεξικογραφική πραγματικότητα. Από τις σημαντικές καινοτομίες του αξίζει να τονιστούν ιδιαίτερα η ύπαρξη φωνητικής μεταγραφής, η σύνδεση κάθε λήμματος με το κλιτικό του παράδειγμα και η προσπάθεια καταγραφής όσο το δυνατόν μεγαλύτερου αριθμού εκφράσεων και φράσεων της νέας ελληνικής. Η εγκυρότητα της ετυμολογικής προσέγγισης είναι επίσης από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματά του.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
    -  
 
Βρέθηκαν 44 εγγραφές  [0-20]

  Κλ.Παράδειγμα : Ρ5.1β

  • αλαζονεύομαι [alazonévome] Ρ5.1β : είμαι αλαζόνας, προσπαθώ να παρουσιάσω τον εαυτό μου σπουδαίο και ανώτερο από άλλους, συνήθ. με ψευδή λόγια, περηφανεύομαι για ψευδή και ανάξια πράγματα· κομπάζω.

    [λόγ. < αρχ. ἀλαζονεύομαι `κομπορρημονώ΄]

       
  • αμφιταλαντεύομαι [amfitalandévome] Ρ5.1β : διστάζω, δεν μπορώ να αποφασίσω, να επιλέξω ανάμεσα σε δύο πράγματα, σε δύο δυνατότητες κτλ.: Για πολύ ώρα αμφιταλαντευόταν αν έπρεπε να φύγει ή όχι.

    [λόγ. μέσο < ελνστ. ἀμφιταλαντεύω `ισοζυγίζω΄ σημδ. γαλλ. vaciller]

       
  • αντιπολιτεύομαι [andipolitévome] Ρ5.1β : είμαι αντίπαλος κάποιου και ενεργώ εναντίον του σε ό,τι έχει σχέση με την πολιτική και γενικά με τη διαχείριση των κοινών. ΑΝΤ συμπολιτεύομαι: ~ τη διοίκηση του συλλόγου / του σωματείου στο οποίο ανήκω. ~ την ηγεσία του κόμματός μου. Κόμμα που αντιπολιτεύεται την κυβέρνηση ή αντιπολιτευόμενο κόμμα. Αντιπολιτευόμενη εφημερίδα. || (παρωχ., ως ουσ.) οι αντιπολιτευόμενοι, το σύνολο των πολιτικών που αντιπολιτεύονται την κυβέρνηση. || (επέκτ.) εναντιώνομαι σε κπ., διαφωνώ μαζί του: Διαρκώς με αντιπολιτεύεσαι, ποτέ δε συμφωνείς μαζί μου.

    [λόγ. < αρχ. ἀντιπολιτεύομαι `είμαι πολιτικός αντίπαλος΄]

       
  • αντιστρατεύομαι [andistratévome] Ρ5.1β : βρίσκομαι σε έντονη αντίθεση με κτ. ή με κπ.: Ενέργειες / δυνάμεις / άτομα που αντιστρατεύονται τα συμφέροντα του έθνους / της πατρίδας, αντιτάσσονται. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να αντιστρατεύεται τη φύση, να εναντιώνεται. Αποφάσεις που αντιστρατεύονται τις συνταγματικές διατάξεις, αντιβαίνουν. Τον αντιστρατεύτηκαν σε κάθε δημιουργική του προσπάθεια.

    [λόγ. < αρχ. ἀντιστρατεύομαι]

       
  • αστειεύομαι [astiévome] Ρ5.1β : α.λέω αστεία, παρουσιάζοντας συνήθ. σοβαρά πράγματα από την εύθυμη πλευρά τους: Κουβεντιάσαμε, αστειευτήκαμε και περάσαμε ευχάριστα. β. λέω σαν αστείο κτ. που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. ΑΝΤ σοβαρολογώ: Του είπα αστειευόμενος, ότι περιμένω επίσημη πρόσκληση για να τον επισκεφτώ. Δεν ~, έτσι είναι όπως το λέω. Μ΄ αυτόν τον άνθρωπο δεν μπορείς να αστειευτείς, δε σηκώνει αστεία. || το β΄ ενικό πρόσωπο για να τονίσουμε την άρνηση ή την κατάφαση ανάλογα με τα συμφραζόμενα: Θα δεχτείς την πρόταση; - Αστειεύεσαι; / Θα αστειεύεσαι βέβαια;, όχι δε θα τη δεχτώ. Θα με βοηθήσεις στη δουλειά; - Αστειεύεσαι;, οπωσδήποτε. || για να δηλώσουμε ότι κάποιος είναι αποφασισμένος να πραγματοποιήσει κτ.: Αυτή τη φορά δεν ~, θα τον τιμωρήσω / θα αρχίσω να δουλεύω. Αυτός δεν αστειεύεται. || αντιμετωπίζω κτ. επιπόλαια: Δεν πρέπει να αστειευόμαστε με τόσο σοβαρά θέματα.

    [λόγ. < ελνστ. ἀστειεύομαι `μιλώ με πνεύμα΄ & σημδ. γαλλ. plaisanter]

       
  • αυτοαναγορεύομαι [aftoanaγorévome] Ρ5.1β : αναγορεύω τον εαυτό μου κάτοχο αξιώματος, τίτλου κτλ., αυθαίρετα, χωρίς έγκριση ή αναγνώ ριση από άλλους· αυτοανακηρύσσομαι: Δικτάτορας που αυτοαναγορεύτηκε αυτοκράτορας. Αυτοαναγορεύονται ειδικοί.

    [λόγ. αυτο- + αναγορεύομαι]

       
  • βουλεύομαι [vulévome] Ρ5.1β : (λόγ.) σκέφτομαι.

    [λόγ. < αρχ. βουλεύομαι]

       
  • γεύομαι [jévome] Ρ5.1β : 1. δοκιμάζω τη γεύση φαγητού ή ποτού βάζοντας στο στόμα μου μια μικρή ποσότητα. 2. (μτφ.) αισθάνομαι, νιώθω για πρώτη φορά συνήθ. κτ. ευχάριστο, απολαυστικό, αποκτώ για πρώτη φορά μια εμπειρία: Δε γεύτηκες ακόμα τις χαρές της ζωής. || Γεύτηκε πολλά φαρμάκια στη ζωή της.

    [αρχ. γεύομαι]

       
  • διαβουλεύομαι [δiavulévome] Ρ5.1β : συσκέπτομαι μαζί με άλλους και ανταλλάσσω γνώμες.

    [λόγ. < αρχ. διαβουλεύομαι]

       
  • διαπραγματεύομαι [δiapraγmatévome] Ρ5.1β : κάνω διαπραγμάτευση. 1. συζητώ, συνεννοούμαι με σκοπό τη σύναψη συμφωνίας σχετικά με κτ.: Η κυβέρνηση διαπραγματεύεται τη σύναψη ενός δανείου. Αντιπροσωπείες των εμπολέμων διαπραγματεύονται τους όρους της ανακωχής / της ειρήνης. ~ την αγορά / την πώληση ενός ακινήτου. ~ την τιμή / τους όρους πληρωμής / τον τρόπο εξόφλησης· (πρβ. παζαρεύω). 2. (σπάν.) αναλύω και παρουσιάζω με λεπτομέρειες ένα θέμα, πραγματεύομαι.

    [λόγ. < ελνστ. διαπραγματεύομαι `κερδίζω από εμπόριο΄, αρχ. σημ.: `εξετάζω λεπτομερειακά΄ σημδ. γαλλ. négotier]

       
  • δολιεύομαι [δoliévome] Ρ5.1β : (λόγ.) μεταχειρίζομαι δόλο.

    [λόγ. < ελνστ. δολιεύομαι]

       
  • ειρωνεύομαι [ironévome] Ρ5.1β : κοροϊδεύω, περιπαίζω, χλευάζω κπ., (ή τα λεγόμενα, τις αδυναμίες κτλ. κάποιου) λέγοντας κτ. λίγο ή πολύ διαφορετικό από αυτό που σκέφτομαι ή αισθάνομαι, ή προσποιούμενος άγνοια: Μιλάς σοβαρά ή με ειρωνεύεσαι; Τόλμησε στ΄ αλήθεια να αμφισβητήσει το τάλαντό σας; απόρησε, ειρωνευόμενος τη ματαιοδοξία του.

    [λόγ. < αρχ. εἰρωνεύομαι `προσποιούμαι άγνοια΄, ελνστ. σημ.: `σαρκάζω΄]

       
  • εκμεταλλεύομαι [ekmetalévome] Ρ5.1β : 1.χρησιμοποιώ κτ. για να αποκομίσω οικονομικό όφελος, κέρδος: Το κράτος πρέπει να εκμεταλλευτεί όλες τις πλουτοπαραγωγικές πηγές. Εκμεταλλεύτηκε το κεφάλαιό του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. ~ τη δύναμη του νερού. || χρησιμοποιώ κτ. με τρόπο ωφέλιμο· αξιοποιώ: Για να εκμεταλλευτούμε καλύτερα το χώρο, πρέπει να αλλάξουμε διαρρύθμιση. 2. χρησιμοποιώ κτ. με τρόπο που παραβαίνει κανόνες ή ηθικές αρχές, για να έχω ίδιο όφελος: Εκμεταλλεύεται το μόχθο των άλλων για να πλουτίζει. Αν και μπορούσε, δε θέλησε να εκμεταλλευτεί την αδυναμία μας. Εκμεταλλεύτηκε την εμπιστοσύνη που του είχα για να με εξαπατήσει. Τον κατηγορούν ότι εκμεταλλεύεται τη θέση του για προσωπικό όφελος. Εκμεταλλεύτηκαν την άγνοια και την ευπιστία των απλών ανθρώπων για να πλουτίσουν. ~ ένα ιδανικό, καπηλεύομαι. Άνθρωπος χωρίς ηθικές αρχές, εκμεταλλεύτηκε τους πάντες και τα πάντα για να ικανοποιήσει τις προσωπικές του φιλοδοξίες. 3. (μπε.) α. που εκμεταλλεύεται: Πέτυχαν ό,τι ήθελαν, εκμεταλλευόμενοι όλες τις δυνατότητές τους. Εδραίωσαν την εξουσία τους εκμεταλλευόμενοι την άγνοια και την ευπιστία των απλών ανθρώπων. β. (καταχρηστικά, με παθητική σημασία) που τον εκμεταλλεύονται άλλοι, συνήθ. ως ουσ.: Οι εκμεταλλευτές και οι εκμεταλλευόμενοι.

    [λόγ. < ελνστ. ἐκμεταλλεύω `βγάζω μέταλλο από ορυχείο΄ αποθ. κατά το εργάζομαι & σημδ. γαλλ. exploiter une mine]

       
  • εκμυστηρεύομαι [ekmistirévome] Ρ5.1β : λέω, αποκαλύπτω σε κπ. ένα προσωπικό μου μυστικό, μια κρυφή σκέψη μου ή επιθυμία, ένα κρυφό συναίσθημα· (πρβ. εμπιστεύομαι, εξομολογούμαι): ~ σε κάποιον τις κρυφές επιθυμίες μου / τους φόβους μου / τα σχέδιά μου.

    [λόγ. επίδρ. στο ξεμυστηρεύομαι με αντιστροφή της ετυμολογικής σχέσης εκ- > ξε-]

       
  • εκπορεύομαι [ekporévome] Ρ5.1β : (λόγ.) απορρέω, πηγάζω, προέρχομαι. || (θεολ.) για το Άγιο Πνεύμα: Κατά την Ανατολική εκκλησία το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα.

    [λόγ. < ελνστ. ἐκπορεύομαι, αρχ. σημ.: `βαδίζω προς τα έξω΄]

       
  • εμπιστεύομαι [embistévome] Ρ5.1β : 1.έχω εμπιστοσύνη σε κπ. για ικανότητα ή ιδιότητά του: Τον εμπιστεύεσαι ότι θα κάνει σωστή δουλειά; Τόσο μικρό παιδί και εμπιστεύεσαι να το αφήσεις μόνο του; 2. αναθέτω σε κπ. ένα έργο, έχοντας εμπιστοσύνη στην τιμιότητά του: Του εμπιστεύτηκε τη διαχείριση. 3. δίνω κτ. σε κπ. έχοντας εμπιστοσύνη στην καλή του πίστη, στην τιμιότητά του κτλ.: Του εμπιστεύτηκα όλες τις οικονομίες μου. 4. λέω, ανακοινώνω σε κπ. κτ. που θέλω να μείνει κρυφό, επειδή πιστεύω στην εχεμύθειά του και στην καλή του πίστη: Μου εμπιστεύτηκε τα μυστικά του / τα σχέδιά του. Ούτε στους πιο στενούς του φίλους δεν τόλμησε να εμπιστευτεί τον έρωτά του.

    [λόγ. < αρχ. ἐμπιστεύομαι]

       
  • εμπορεύομαι [emborévome] Ρ5.1β μπε. εμπορευόμενος* : 1.ασκώ το επάγγελμα του εμπόρου. 2. ασχολούμαι επαγγελματικά με το εμπόριο ορισμένου προϊόντος, αγοράζω ένα προϊόν και κατόπιν το πουλώ, για να κερδίσω: ~ υφάσματα / πολύτιμους λίθους / ξυλεία / λάδι. 3. (μτφ.) εκμεταλλεύομαι κτ. που έχει ηθική αξία, για να αποκομίσω χρηματικό όφελος: Εμπορεύεται την επιστήμη.

    [λόγ. < αρχ. ἐμπορεύομαι]

       
  • επαναδιαπραγματεύομαι [epanaδiapraγmatévome] Ρ5.1β : διαπραγματεύομαι εκ νέου.

    [λόγ. επανα- διαπραγματεύομαι]

       
  • επιβουλεύομαι [epivulévome] Ρ5.1β : σκέφτομαι ή σχεδιάζω κρυφά ή ύπουλα κτ. κακό για κπ. ή για κτ.: ~ τη ζωή / την υπόληψη / την περιουσία κάποιου. Προαιώνιοι εχθροί που επιβουλεύονται την ακεραιότητα της χώρας μας. Αντιδημοκρατικά στοιχεία που επιβουλεύονται τη γαλήνη του τόπου και τις ελευθερίες του λαού.

    [λόγ. < αρχ. ἐπιβουλεύω (ἐπιβουλεύομαι `γίνομαι αντικείμενο επιβουλής΄) μέσο κατά το αρχ. βουλεύομαι `σκέφτομαι΄]

       
  • επιτηδεύομαι [epitiδévome] Ρ5.1β μππ. επιτηδευμένος* : (παρωχ.) ασχολούμαι επαγγελματικά με κτ.

    [λόγ. < αρχ. ἐπιτηδεύω μέσο κατά το ασχολούμαι]

       

Κλιτικό Παράδειγμα

 
  • Ρήματα




























  • Ουσιαστικά





































































  • Επίθετα



























Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα
















































  • Άλλες συντομογραφίες


























































Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός
    αεροναυτ. αεροναυτική
    αθλ. αθλητικός
    αιγυπτ. αιγυπτιακός
    αιτ. αιτιατική
    αιτιολ. αιτιολογικός
    άκλ. άκλιτος
    αλβ. αλβανικός
    αλλ. αλλαγή
    αναδαν. αναδανεισμός
    αναδιπλ. αναδιπλασιασμός
    αναδρ. αναδρομικός
    ανάλ. ανάλυση
    αναλ. αναλογία, αναλογικός
    ανάπτ. ανάπτυξη
    ανασυλλ. ανασυλλαβισμός
    ανατ. ανατομία, ανατομικός
    ανατολ. ανατολικός
    αναφ. αναφορικός
    άνθρ. άνθρωπος
    ανθρωπολ. ανθρωπολογία
    ανθρωπων. ανθρωπωνύμιο
    ανομ. ανομοίωση, ανομοιωτικός
    αντ., ΑΝΤ αντίθετος
    αντδ. αντιδάνειο
    αντιθ. αντιθετικός
    αντικ. αντικείμενο
    αντιμετάθ. αντιμετάθεση
    αντων. αντωνυμία
    αόρ., αορ. αόριστος, αορίστου, αοριστικός
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απαρχ. απαρχαιωμένος
    απλολ. απλολογία
    απλοπ. απλοποίηση
    αποβ. αποβολή
    απόδ. απόδοση
    αποηχηροπ. αποηχηροποίηση
    αποθ. αποθετικός
    απόλ. απόλυτος
    απρόσ. απρόσωπος
    αραβ. αραβικός
    αραμ. αραμαϊκός
    άρθρ. άρθρωση
    αριθμτ. αριθμητικό
    αρκτικόλ. αρκτικόλεξο
    αρμεν. αρμενικός
    άρν . άρνηση
    αρνητ. αρνητικός
    αρσ. αρσενικός
    αρχ. αρχαίος
    αρχαιολ. αρχαιολογία
    αρχιτ. αρχιτεκτονικός
    αστρολ. αστρολογία
    αστρον. αστρονομία
    αστροναυτ. αστροναυτική
    άτ. άτονος
    αττ. αττικός
    αυτοπ. αυτοπαθής
    αφηρ. αφηρημένος
    αφομ. αφομοίωση, αφομοιωτικός
    άψ. άψυχος
  • Β

    βεβ. βεβαιωτικός
    βεν. βενετικός
    βιολ. βιολογία
    βιοχημ. βιοχημεία
    βλ. βλέπε
    βλάχ. βλάχικος
    βόρ. βόρειος
    βοτ. βοτανική
    βουλγ. βουλγαρικός
  • Γ

    γαλλ. γαλλικός
    γεν. γενική
    γενικότ. γενικότερα
    γενοβ. γενοβέζικος
    γερμ. γερμανικός
    γεωγρ. γεωγραφία
    γεωλ. γεωλογία
    γεωμ. γεωμετρία
    γεωπ. γεωπονία
    γλ. γλώσσα
    γλυπτ. γλυπτική
    γλωσσ. γλωσσολογία
    γνωμ. γνωμικό
    γραμμ. γραμματική
    γυμν. γυμναστική
  • Δ

    δαν. δανεισμός
    δεικτ. δεικτικός
    δηλ. δηλαδή
    δημοτ. δημοτική
    διάκρ. διάκριση
    διάλ. διάλεκτος
    διαλεκτ. διαλεκτικός
    διάσπ. διάσπαση
    διαφ. διαφορετικός
    διαχ. διαχωριστικός
    διεθ. διεθνισμός
    δίκ. δίκαιο
    διστ. διστακτικός
    δίφθ. δίφθογγος
    διφθογγοπ. διφθογγοποίηση
    δοτ. δοτική
    δωρ. δωρικός
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός
    εθν. εθνικός
    εθνολ. εθνολογία
    ειδ. ειδικός
    ειδικότ. ειδικότερα
    ειρ. ειρωνικός
    εκ. εκατοστό
    εκκλ. εκκλησιαστικός
    έκφρ. έκφραση
    ελλην. ελληνικός
    ελνστ. ελληνιστικός
    έμψ. έμψυχος
    εν. ενικός
    εναλλ. εναλλαγή
    ενεργ. ενεργητικός
    ενεστ. ενεστώτας, ενεστωτικός
    ενν. εννοείται
    εξακολ. εξακολουθητικός
    εξέλ. εξέλιξη
    εξομάλ. εξομάλυνση
    επαγγελμ. επαγγελματικός
    επανάλ. επανάληψη
    επέκτ. επέκταση
    επίδρ. επίδραση
    επίθ., επιθ. επίθετο, επιθέτου, επιθετικός
    ΕΠΙΡΡ επίρρημα, επιρρηματικός
    επίρρ., επιρρ. επίρρημα, επιρρήματος, επιρρηματικός
    επίσ. επίσημος
    επιστ. επιστημονικός
    επιτατ. επιτατικός
    επιφ. επιφώνημα, επιφωνηματικός
    επών. επώνυμο
    ερρινοπ. ερρινοποίηση
    ερωτ. ερωτηματικός
    ετυμ. ετυμολογία, ετυμολογικός
    ευφ. ευφημισμός, ευφημιστικός
  • Ζ

    ζωγρ. ζωγραφική
    ζωολ. ζωολογία
  • Η

    ηθ. ηθική
    ηλεκτρολ. ηλεκτρολογία
    ηλεκτρον. ηλεκτρονική
    ημίφ., ημιφ. ημίφωνο, ημιφώνου
    ηχ. ηχηρός
    ηχηρ. ηχηρότητα
    ηχηροπ. ηχηροποίηση
    ηχομιμ. ηχομιμητικός
  • Θ

    θ. θέμα
    θέατρ. θέατρο
    θεολ. θεολογία
    θετ. θετικός
    θηλ. θηλυκός
    θρησκειολ. θρησκειολογία
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός
    ιατρ. ιατρικός
    ίδ. ίδιος
    ιδ. ιδίως
    ινδ. ινδικός
    ισπαν. ισπανικός
    ιστ. ιστορία, ιστορικός
    ισχυροπ. ισχυροποίηση
    ιταλ. ιταλικός
    ιων. ιωνικός
  • Κ

    κ.ά. και άλλα
    Κ.Δ. Καινή Διαθήκη
    κ.ε. και εξής
    κ.ο.κ. και ούτω καθεξής
    κατάλ. κατάληξη
    κατατ. κατατεθέν
    κινημ. κινηματογράφος
    κλητ. κλητική
    κλιτ. κλιτικός
    κοινων. κοινωνιολογία
    κπ. κάποιο( ν )
    κτ. κάτι
    κτγ. κατηγορούμενο
    κτητ. κτητικός
    κτλ. και τα λοιπά
    κύρ. κύριος
    κυρ. κυρίως
    κυριολ. κυριολεκτικός
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λαϊκ. λαϊκός
    λαϊκότρ. λαϊκότροπος
    λαογρ. λαογραφία
    λατ. λατινικός
    λόγ. λόγιος
    λογ. λογική
    λογιστ. λογιστική
    λογοτ. λογοτεχνικός
    μ.Χ. μετά Χριστόν
  • Μ

    μαγειρ. μαγειρική
    μαθημ. μαθηματικά
    μεγεθ. μεγεθυντικός
    μεε. μετοχή ενεργητικού ενεστώτα
    μειωτ. μειωτικός
    μέλλ. μέλλοντας
    μεσοφ. μεσοφωνηεντικός
    μετάθ. μετάθεση
    μετακ. μετακίνηση
    μεταπλ. μεταπλασμός
    μεταρ. μεταρηματικός
    μετεπιθ. μετεπιθετικός
    μετεπιρρ. μετεπιρρηματικός
    μετεωρ. μετεωρολογία
    μετον. μετονοματικος
    μετουσ. μετουσιαστικός
    μετρ. μετρική
    μηχ. μηχανική
    μηχανολ. μηχανολογία
    μορφολ. μορφολογικός
    μουσ. μουσική
    μπε. μετοχή παθητικού ενεστώτα
    μππ. μετοχή παθητικού παρακειμένου
    μσν. μεσαιωνικός
    μσνλατ. μεσαιωνικό λατινικό
    μτφ. μεταφορικός
    μτφρδ. μεταφραστικό δάνειο
    μτχ. μετοχή
    μυθ. μυθολογία
  • Ν

    ναυτ. ναυτικός
    νεοελλ. νεοελληνικός
    νεολ. νεολογισμός
    νεότ. νεότερος
    νλατ. νεολατινικός
    νομ. νομική
    νότ. νότιος
  • Ο

    οικ. οικείος
    οικοδ. οικοδομική
    οικολ. οικολογία
    οικον. οικονομία
    ολλανδ. ολλανδικός
    όμ. όμοιος
    όν., ον. όνομα, ονόματος
    ονομ. ονομαστική
    οπτ. οπτική
    ορθογρ. ορθογραφία, ορθογραφικός
    οριστ. οριστική, οριστικός
    ορυκτ. ορυκτολογία
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
    ουσιαστικοπ. ουσιαστικοποιημένος,ουσιαστικοποίηση
  • Π

    Π.Δ. Παλαιά Διαθήκη
    π.Χ. προ Χριστού
    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παθ. παθητικός
    παιδ. παιδικός
    παλ. παλαιός
    παλαιοντ. παλαιοντολογία
    παλαιότ. παλαιότερος
    ΠΑΡ παροιμία
    ΠΑΡ έκφρ. παροιμιακή έκφραση
    ΠΑΡ ΦΡ παροιμιακή φράση
    παράγ. παράγωγος
    παράλ. παράλειψη
    παραλ. παραλήγουσα
    παράλλ. παράλληλος
    παρετυμ. παρετυμολογία, παρετυμολογικός
    παρωχ. παρωχημένος
    πατριδων. πατριδωνυμικός
    περιλ. περιληπτικός
    περσ. περσικός
    πληθ. πληθυντικός
    πληροφ. πληροφορική
    ποδ. ποδόσφαιρο
    ποιητ. ποιητικός
    πολ. πολιτική
    πολλαπλ. πολλαπλασιαστικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός
    ποσ. ποσοτικός
    πρβ. παράβαλε
    πργ. πράγμα
    πρκ. παρακείμενος
    προέλ. προέλευση
    προηγ. προηγούμενος
    πρόθ. πρόθεση
    προπαραλ. προπαραλήγουσα
    πρόσ., προσ. πρόσωπο, προσώπου, προσωπικός
    προσαρμ. προσαρμογή
    προστ. προστακτική
    προσφών. προσφώνηση
    πρότ. πρόταση
    προτακτ. προτακτικός
    προφ. προφορά, προφορικός
    προχωρ. προχωρητικός
    πρτ. παρατατικός
    πτ. πτώση
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ραπτ. ραπτική
    ρηματ. ρηματικός
    ρητορ. ρητορικός
    ριν. ρινικός
    ρουμ. ρουμανικός
    ρωσ. ρωσικός
  • Σ

    σανσκρ. σανσκριτικός
    σελ. σελίδα
    σημ. σημασία
    σημασιολ. σημασιολογικός
    σημδ. σημασιολογικό δάνειο
    σημερ. σημερινός
    σημιτ. σημιτικός
    σκωπτ. σκωπτικός
    σλαβ. σλαβικός
    σπάν. σπάνιος
    σπανιότ. σπανιότερα
    στατ. στατιστικός
    στερ. στερητικός
    στιγμ. στιγμιαίος
    στρατ. στρατιωτικός
    συγγ. συγγενής
    συγκ. συγκοπή
    σύγκρ. σύγκρινε
    συγκρ. συγκριτικός
    συμπερ. συμπερασματικός
    σύμπλ., συμπλ. σύμπλεγμα, συμπλέγματος
    συμπλεκτ. συμπλεκτικός
    συμπροφ. συμπροφορά
    σύμπτ. σύμπτωση
    σύμφ., συμφ. σύμφωνο, συμφώνου, συμφωνικός
    συμφυρ. συμφυρμός
    συν., ΣΥΝ συνώνυμος
    συναίρ. συναίρεση
    συναισθ. συναισθηματικά φορτισμένη λέξη
    σύνδ., συνδ. σύνδεσμος, συνδέσμου
    συνεκδ. συνεκδοχικός
    συνήθ. συνήθως
    συνηρ. συνηρημένος
    σύνθ. σύνθετος, σύνθεση
    συνθ. συνθετικό
    συνίζ. συνίζηση
    συνοπτ. συνοπτικός
    σύντ. σύνταξη
    συντ. συντακτικός
    συντελ. συντελεσμένος
    σύντμ. σύντμηση
    συντομογρ. συντομογραφία
    σχ. σχήμα
    σχημ. σχηματισμός
  • Τ

    τ. τύπος
    τ.μ. τετραγωνικά μέτρα
    τακτ. τακτικός
    τελ. τελικός
    τεχν. τεχνικός
    τεχνολ. τεχνολογία
    τηλεόρ. τηλεόραση
    τον . τονισμός
    τοπ. τοπικός
    τοπων. τοπωνύμιο
    τοσκ. τοσκανικός
    τουρκ. τουρκικός
    τροπ. τροπικός
    τροποπ. τροποποίηση
    τσιγγ. τσιγγάνικος
    τυπ. τυπογραφία
  • Υ

    υβρ. υβριστικός
    υπ. υποκείμενο
    υπερ. υπερωικός
    υπερθ. υπερθετικός
    υπερσ. υπερσυντέλικος
    υποθ. υποθετικός
    ΥΠΟΚΟΡ υποκοριστικό
    υποκορ. υποκοριστικό
    υπόλ. υπόλοιπος
    υποτ. υποτακτική
    υποχωρ. υποχωρητικός
    υστλατ. υστερολατινικός
  • Φ

    φαρμ. φαρμακολογία
    φιλολ. φιλολογία, φιλολογικός
    φιλοσ. φιλοσοφία, φιλοσοφικός
    φιλοτ. φιλοτελισμός
    φοινικ. φοινικικός
    φρ., ΦΡ φράση
    φυσ. φυσική
    φυσιολ. φυσιολογία
    φων. φωνήεν
    φωνηεντ. φωνηεντικός
    φωνητ. φωνητική
    φωνολ. φωνολογία
    φωτογρ. φωτογραφία
  • Χ

    χασμ. χασμωδία
    χγφ. χειρόγραφο
    χειλ. χειλικός
    χημ. χημεία, χημικός
    χλευ. χλευαστικός
    χρ. χρήση
    χρον. χρονικός
  • Ψ

    ψυχ. ψυχολογία
    ψυχαν. ψυχανάλυση
    ψυχιατρ. ψυχιατρική

Σύμβολα

Στο ερμηνευτικό τμήμα του λήμματος
& συνδέει τους δεύτερους τύπους ενός λήμματος ή υπολήμματος με τον κύριο τύπο
[ ] περικλείουν την προφορά μιας λέξης
: εισάγει στο σημασιολογικό τμήμα ενός λήμματος
~ αντικαθιστά τον ακριβή κύριο τύπο του λήμματος ή του υπολήμματος στα παραδείγματα
D εισάγει υπολήμματα που δεν καταχωρίζονται ως ξεχωριστά λήμματα
|| χωρίζει σημασίες ή παραδείγματα και δηλώνει επέκταση ή μικρή διαφοροποίηση
/ χωρίζει καταλήξεις και συσσωρευμένα παραδείγματα
* παραπέμπει για ανάλυση σε άλλο λήμμα
-> παραπέμπει σε άλλο λήμμα
Στο ετυμολογικό τμήμα του λήμματος
[ ] περικλείουν όλο το ετυμολογικό τμήμα ενός λήμματος
· (άνω τελεία) διαχωρίζει τις ετυμολογίες διάφορων λέξεων, σημασιών ή τύπων
( ) περικλείουν το μέρος της λέξης που δεν χρησιμεύει ως βάση της νέας παραγωγής
> δηλώνει ότι η λέξη που βρίσκεται δεξιά του προέρχεται από τη λέξη που βρίσκεται αριστερά του
< δηλώνει ότι η λέξη που βρίσκεται αριστερά του προέρχεται από τη λέξη που βρίσκεται δεξιά του
+ ενώνει τα συνθετικά μέρη μιας σύνθετης λέξης
- δηλώνει ότι αναγράφεται μόνο το θέμα μιας λέξης ή μόνο κάποιο παράθημα (πρόθημα ή επίθημα)
* δηλώνει ότι ο τύπος που ακολουθεί είναι υποθετικός
' ' περικλείουν μεταφράσματα

Ομάδα εργασίας

Α΄ έκδοση του Ηλεκτρονικού Κόμβου

Επιστημονική ευθύνη
I.N. Kαζάζης
Συντονισμός
Α. Καραμήτρου, Ρ. Τσοκαλίδου, Α. Χατζηδάκη
Εποπτεία Ηλεκτρονικής Υλοποίησης
Κ. Βεζερίδης

Β΄ έκδοση της Πύλης για την ελληνική γλώσσα

Επιστημονική ευθύνη
Δ. Κουτσογιάννης
Μελέτη επανασχεδιασμού του περιβάλλοντος και συντονισμός
Ι. Χαλισιάνη, Αθ. Ράλλη
Διδακτικό πλαίσιο και προτάσεις
Δ. Κουτσογιάννης, Ι. Χαλισιάνη, Αθ. Ράλλη
Τεχνική Υλοποίηση
Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ)

Γ΄ έκδοση της Πύλης για την ελληνική γλώσσα

Επιστημονική ευθύνη
Δ. Κουτσογιάννης
Τεχνική Υλοποίηση
Θεοδωρίδης Κωνσταντίνος