Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη)

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη)


Εισαγωγή

Το Λεξικό της κοινής νεοελληνικής είναι ένα σύγχρονο και πλήρες ερμηνευτικό, ορθογραφικό και ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής. Εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 1998 από το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και αποτελεί αποτέλεσμα πολύχρονης και συστηματικής επεξεργασίας. Είναι το πρώτο λεξικό της νεοελληνικής που έθεσε επιστημονικές λεξικογραφικές αρχές και επηρέασε με τον τρόπο αυτό καθοριστικά τη σημερινή νεοελληνική λεξικογραφική πραγματικότητα. Από τις σημαντικές καινοτομίες του αξίζει να τονιστούν ιδιαίτερα η ύπαρξη φωνητικής μεταγραφής, η σύνδεση κάθε λήμματος με το κλιτικό του παράδειγμα και η προσπάθεια καταγραφής όσο το δυνατόν μεγαλύτερου αριθμού εκφράσεων και φράσεων της νέας ελληνικής. Η εγκυρότητα της ετυμολογικής προσέγγισης είναι επίσης από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματά του.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
    -  
 
Βρέθηκαν 15 εγγραφές  [0-15]

  Κλ.Παράδειγμα : Ρ11

  • αιτιώμαι [etióme] Ρ11 (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) κατηγορώ κπ. ως υπεύθυνο για κτ. κακό: Για να δικαιολογήσει την ανεπάρκειά του αιτιάται την ανικανότητα των υφισταμένων του. Μην αιτιάσαι κανέναν άλλο εκτός από τον εαυτό σου.

    [λόγ. < αρχ. αἰτιῶμαι]

       
  • αλληλοεξαρτώμαι [aliloeksartóme] Ρ11 (συνήθ. πληθ.) : για πρόσωπα, φαινόμενα ή καταστάσεις που βρίσκονται σε αμοιβαία εξάρτηση.

    [λόγ. αλληλο- + εξαρτώμαι]

       
  • αμιλλώμαι [amilóme] Ρ11 (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) συναγωνίζομαι.

    [λόγ. < αρχ. ἁμιλλῶμαι]

       
  • αναρριχώμαι [anarixóme] Ρ11 : 1.(λόγ.) σκαρφαλώνω: Αναρριχήθηκε στην κορυφή του βουνού / δέντρου. Αναρριχώμενη τριανταφυλλιά, αναρριχητική. 2. (για αξίωμα κτλ.) αποκτώ με όχι θεμιτό τρόπο: Αναρριχήθηκε στην προεδρία.

    [λόγ. < αρχ. ἀναρριχῶμαι (στη σημ. 1)]

       
  • απεξαρτώμαι [apeksartóme] Ρ11 : απαλλάσσομαι από την εξάρτηση από ναρκωτικές κτλ. ουσίες: Απεξαρτημένα άτομα.

    [λόγ. απεξάρτ(ησις) -ώμαι (αναδρ. σχημ.)]

       
  • αποπειρώμαι [apopiróme] Ρ11 αόρ. αποπειράθηκα, απαρέμφ. αποπειραθεί : επιχειρώ, δοκιμάζω να κάνω κτ., κάνω προσπάθεια: Αποπειράθηκαν να διαρρήξουν κοσμηματοπωλείο. Αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Αποπειράθηκαν να βιάσουν τουρίστρια. Ο σφαιροβόλος θα αποπειραθεί να καταρρίψει το παγκόσμιο ρεκόρ.

    [λόγ. < αρχ. ἀποπειρῶμαι `προσπαθώ να δοκιμάσω, να εξιχνιάσω΄ σημδ. γαλλ. tenter]

       
  • αυταπατώμαι [aftapatóme] Ρ11 : εξαπατώ τον εαυτό μου, έχω αυταπάτες· απατώμαι, γελιέμαι.

    [λόγ. αυταπάτ(η) -ώμαι κατά το σχ.: απάτη - απατώμαι]

       
  • διερωτώμαι [δierotóme] Ρ11 : διατυπώνω ερωτήματα, απορίες, στον ίδιο τον εαυτό μου· αναρωτιέμαι: ~, αν υπάρχει λύση σε αυτά τα προβλήματα. Δε διερωτήθηκες ποτέ, γιατί είναι τόσο πρόθυμος να μας βοηθήσει;

    [λόγ. αυτοπ. < αρχ. διερωτῶ `ρωτώ συνεχώς΄ σημδ. γαλλ. s΄interroger]

       
  • εγγυώμαι [engióme] Ρ11 μππ. εγγυημένος* : παρέχω διαβεβαίωση αναλαμβάνοντας τη σχετική ευθύνη. 1α. αναλαμβάνω την ευθύνη να εκπληρώσω τις (συνήθ. οικονομικές) υποχρεώσεις κάποιου, στην περίπτωση που αυτός αθετήσει τη σχετική υπόσχεσή του ή βρεθεί σε αδυναμία να την εκπληρώσει· υπογράφω ως εγγυητής, μπαίνω ή γίνομαι εγγυητής, τριτεγγυώμαι: Αν ζητήσω δάνειο από την τράπεζα, θα εγγυηθείς για μένα; ~ για την εμπρόθεσμη εξόφληση των δόσεων. β. αναλαμβάνω την ευθύνη για την εφαρμογή και την τήρηση οποιασδήποτε συμφωνίας, σύμβασης, συνθήκης κτλ.: Ζήτησαν από τις ΗΠΑ να εγγυηθούν για την ασφαλή μεταφορά των ομήρων. 2. διαβεβαιώνω κάποιον για κτ. αναλαμβάνοντας την ηθική υποχρέωση: Τον γνωρίζω από πολλά χρόνια και μπορώ να σας εγγυηθώ ανεπιφύλακτα για την τιμιότητά του. 3. για ό,τι μας επιτρέπει να θεωρούμε κτ. ως απόλυτα βέβαιο: Δυστυχώς τίποτα δε μας εγγυάται ότι η κατάσταση θα εξελιχθεί προς το καλύτερο. || Η φίρμα και μόνο του πωλητή εγγυάται την ποιότητα του προϊόντος.

    [λόγ. < αρχ. ἐγγυῶ, -ῶμαι `παρέχω εγγύηση΄ & σημδ. γαλλ. garantir]

       
  • ηττώμαι [itóme] Ρ11 : υφίσταμαι ήττα· καταβάλλομαι από τον αντίπαλο στη μάχη ή στον πόλεμο, αποτυχαίνω σε μια αναμέτρηση κοινωνική, πολιτική, αθλητική κτλ. ΑΝΤ νικώ: Οι Γερμανοί ηττήθηκαν στο β' παγκόσμιο πόλεμο.Ηττήθηκε κατά κράτος.Ηττήθηκε η εθνική μας ομάδα ποδοσφαίρου.Ηττήθηκαν στις εκλογές. || (μππ.): Οι ηττημένοι λαοί. Οι ηττημένοι παίχτες. || (ως ουσ.): Η αριστερά ήταν ο μεγάλος ηττημένος των εκλογών. (απαρχ.) ΦΡ ουαί* τοις ηττημένοις.

    [λόγ. < αρχ. ἡττῶμαι]

       
  • θεώμαι [θeóme] Ρ11 αόρ. θεάθηκα, απαρέμφ. θεαθεί : I. (λόγ., μόνο στο ενεστ. θ., για αφηρ. ουσ.) βλέπω, παρατηρώ: Ο άνθρωπος θεάται το θείο με την ψυχή. II. (μόνο στο αορ. θ., για πρόσ., κυρ. ειρ. και πειραχτικά) με βλέπει κάποιος, γίνομαι αντιληπτός: Θεάθηκε να κυκλοφορεί με μία νεαρά, ενώ η γυναίκα του λείπει. Θεάθηκε σε νυχτερινό κέντρο.

    [λόγ. < αρχ. θεῶμαι]

       
  • μυκώμαι [mikóme] Ρ11 (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) μουγκρίζω, συνήθ. για βοοειδή.

    [λόγ. < αρχ. μυκῶμαι]

       
  • ορμώμαι [ormóme] Ρ11 : (λόγ.) 1. κατάγομαι: Εξ Αλεξανδρείας ορμώμενος. 2. ξεκινώ από κτ., το έχω ή το χρησιμοποιώ ως κίνητρο, αιτία ή αφορ μή: Από πού ορμώμενος έβγαλες αυτά τα συμπεράσματα;

    [λόγ. < αρχ. ὁρμῶμαι, μέσο του ὁρμῶ]

       
  • προσκτώμαι [prosktóme] Ρ11 : (λόγ.) προσθέτω κτ. σε αυτά που ήδη έχω, και γενικότερα, αποκτώ κτ.

    [λόγ. < αρχ. προσκτῶμαι]

       
  • τριτεγγυώμαι [tritengióme] Ρ11 : (νομ.) παρέχω τριτεγγύηση.

    [λόγ. τριτ(ο)- + εγγυώμαι κατά τη σημ. της λ. τριτεγγύηση]

       

Κλιτικό Παράδειγμα

 
  • Ρήματα




























  • Ουσιαστικά





































































  • Επίθετα



























Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα
















































  • Άλλες συντομογραφίες


























































Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός
    αεροναυτ. αεροναυτική
    αθλ. αθλητικός
    αιγυπτ. αιγυπτιακός
    αιτ. αιτιατική
    αιτιολ. αιτιολογικός
    άκλ. άκλιτος
    αλβ. αλβανικός
    αλλ. αλλαγή
    αναδαν. αναδανεισμός
    αναδιπλ. αναδιπλασιασμός
    αναδρ. αναδρομικός
    ανάλ. ανάλυση
    αναλ. αναλογία, αναλογικός
    ανάπτ. ανάπτυξη
    ανασυλλ. ανασυλλαβισμός
    ανατ. ανατομία, ανατομικός
    ανατολ. ανατολικός
    αναφ. αναφορικός
    άνθρ. άνθρωπος
    ανθρωπολ. ανθρωπολογία
    ανθρωπων. ανθρωπωνύμιο
    ανομ. ανομοίωση, ανομοιωτικός
    αντ., ΑΝΤ αντίθετος
    αντδ. αντιδάνειο
    αντιθ. αντιθετικός
    αντικ. αντικείμενο
    αντιμετάθ. αντιμετάθεση
    αντων. αντωνυμία
    αόρ., αορ. αόριστος, αορίστου, αοριστικός
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απαρχ. απαρχαιωμένος
    απλολ. απλολογία
    απλοπ. απλοποίηση
    αποβ. αποβολή
    απόδ. απόδοση
    αποηχηροπ. αποηχηροποίηση
    αποθ. αποθετικός
    απόλ. απόλυτος
    απρόσ. απρόσωπος
    αραβ. αραβικός
    αραμ. αραμαϊκός
    άρθρ. άρθρωση
    αριθμτ. αριθμητικό
    αρκτικόλ. αρκτικόλεξο
    αρμεν. αρμενικός
    άρν . άρνηση
    αρνητ. αρνητικός
    αρσ. αρσενικός
    αρχ. αρχαίος
    αρχαιολ. αρχαιολογία
    αρχιτ. αρχιτεκτονικός
    αστρολ. αστρολογία
    αστρον. αστρονομία
    αστροναυτ. αστροναυτική
    άτ. άτονος
    αττ. αττικός
    αυτοπ. αυτοπαθής
    αφηρ. αφηρημένος
    αφομ. αφομοίωση, αφομοιωτικός
    άψ. άψυχος
  • Β

    βεβ. βεβαιωτικός
    βεν. βενετικός
    βιολ. βιολογία
    βιοχημ. βιοχημεία
    βλ. βλέπε
    βλάχ. βλάχικος
    βόρ. βόρειος
    βοτ. βοτανική
    βουλγ. βουλγαρικός
  • Γ

    γαλλ. γαλλικός
    γεν. γενική
    γενικότ. γενικότερα
    γενοβ. γενοβέζικος
    γερμ. γερμανικός
    γεωγρ. γεωγραφία
    γεωλ. γεωλογία
    γεωμ. γεωμετρία
    γεωπ. γεωπονία
    γλ. γλώσσα
    γλυπτ. γλυπτική
    γλωσσ. γλωσσολογία
    γνωμ. γνωμικό
    γραμμ. γραμματική
    γυμν. γυμναστική
  • Δ

    δαν. δανεισμός
    δεικτ. δεικτικός
    δηλ. δηλαδή
    δημοτ. δημοτική
    διάκρ. διάκριση
    διάλ. διάλεκτος
    διαλεκτ. διαλεκτικός
    διάσπ. διάσπαση
    διαφ. διαφορετικός
    διαχ. διαχωριστικός
    διεθ. διεθνισμός
    δίκ. δίκαιο
    διστ. διστακτικός
    δίφθ. δίφθογγος
    διφθογγοπ. διφθογγοποίηση
    δοτ. δοτική
    δωρ. δωρικός
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός
    εθν. εθνικός
    εθνολ. εθνολογία
    ειδ. ειδικός
    ειδικότ. ειδικότερα
    ειρ. ειρωνικός
    εκ. εκατοστό
    εκκλ. εκκλησιαστικός
    έκφρ. έκφραση
    ελλην. ελληνικός
    ελνστ. ελληνιστικός
    έμψ. έμψυχος
    εν. ενικός
    εναλλ. εναλλαγή
    ενεργ. ενεργητικός
    ενεστ. ενεστώτας, ενεστωτικός
    ενν. εννοείται
    εξακολ. εξακολουθητικός
    εξέλ. εξέλιξη
    εξομάλ. εξομάλυνση
    επαγγελμ. επαγγελματικός
    επανάλ. επανάληψη
    επέκτ. επέκταση
    επίδρ. επίδραση
    επίθ., επιθ. επίθετο, επιθέτου, επιθετικός
    ΕΠΙΡΡ επίρρημα, επιρρηματικός
    επίρρ., επιρρ. επίρρημα, επιρρήματος, επιρρηματικός
    επίσ. επίσημος
    επιστ. επιστημονικός
    επιτατ. επιτατικός
    επιφ. επιφώνημα, επιφωνηματικός
    επών. επώνυμο
    ερρινοπ. ερρινοποίηση
    ερωτ. ερωτηματικός
    ετυμ. ετυμολογία, ετυμολογικός
    ευφ. ευφημισμός, ευφημιστικός
  • Ζ

    ζωγρ. ζωγραφική
    ζωολ. ζωολογία
  • Η

    ηθ. ηθική
    ηλεκτρολ. ηλεκτρολογία
    ηλεκτρον. ηλεκτρονική
    ημίφ., ημιφ. ημίφωνο, ημιφώνου
    ηχ. ηχηρός
    ηχηρ. ηχηρότητα
    ηχηροπ. ηχηροποίηση
    ηχομιμ. ηχομιμητικός
  • Θ

    θ. θέμα
    θέατρ. θέατρο
    θεολ. θεολογία
    θετ. θετικός
    θηλ. θηλυκός
    θρησκειολ. θρησκειολογία
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός
    ιατρ. ιατρικός
    ίδ. ίδιος
    ιδ. ιδίως
    ινδ. ινδικός
    ισπαν. ισπανικός
    ιστ. ιστορία, ιστορικός
    ισχυροπ. ισχυροποίηση
    ιταλ. ιταλικός
    ιων. ιωνικός
  • Κ

    κ.ά. και άλλα
    Κ.Δ. Καινή Διαθήκη
    κ.ε. και εξής
    κ.ο.κ. και ούτω καθεξής
    κατάλ. κατάληξη
    κατατ. κατατεθέν
    κινημ. κινηματογράφος
    κλητ. κλητική
    κλιτ. κλιτικός
    κοινων. κοινωνιολογία
    κπ. κάποιο( ν )
    κτ. κάτι
    κτγ. κατηγορούμενο
    κτητ. κτητικός
    κτλ. και τα λοιπά
    κύρ. κύριος
    κυρ. κυρίως
    κυριολ. κυριολεκτικός
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λαϊκ. λαϊκός
    λαϊκότρ. λαϊκότροπος
    λαογρ. λαογραφία
    λατ. λατινικός
    λόγ. λόγιος
    λογ. λογική
    λογιστ. λογιστική
    λογοτ. λογοτεχνικός
    μ.Χ. μετά Χριστόν
  • Μ

    μαγειρ. μαγειρική
    μαθημ. μαθηματικά
    μεγεθ. μεγεθυντικός
    μεε. μετοχή ενεργητικού ενεστώτα
    μειωτ. μειωτικός
    μέλλ. μέλλοντας
    μεσοφ. μεσοφωνηεντικός
    μετάθ. μετάθεση
    μετακ. μετακίνηση
    μεταπλ. μεταπλασμός
    μεταρ. μεταρηματικός
    μετεπιθ. μετεπιθετικός
    μετεπιρρ. μετεπιρρηματικός
    μετεωρ. μετεωρολογία
    μετον. μετονοματικος
    μετουσ. μετουσιαστικός
    μετρ. μετρική
    μηχ. μηχανική
    μηχανολ. μηχανολογία
    μορφολ. μορφολογικός
    μουσ. μουσική
    μπε. μετοχή παθητικού ενεστώτα
    μππ. μετοχή παθητικού παρακειμένου
    μσν. μεσαιωνικός
    μσνλατ. μεσαιωνικό λατινικό
    μτφ. μεταφορικός
    μτφρδ. μεταφραστικό δάνειο
    μτχ. μετοχή
    μυθ. μυθολογία
  • Ν

    ναυτ. ναυτικός
    νεοελλ. νεοελληνικός
    νεολ. νεολογισμός
    νεότ. νεότερος
    νλατ. νεολατινικός
    νομ. νομική
    νότ. νότιος
  • Ο

    οικ. οικείος
    οικοδ. οικοδομική
    οικολ. οικολογία
    οικον. οικονομία
    ολλανδ. ολλανδικός
    όμ. όμοιος
    όν., ον. όνομα, ονόματος
    ονομ. ονομαστική
    οπτ. οπτική
    ορθογρ. ορθογραφία, ορθογραφικός
    οριστ. οριστική, οριστικός
    ορυκτ. ορυκτολογία
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
    ουσιαστικοπ. ουσιαστικοποιημένος,ουσιαστικοποίηση
  • Π

    Π.Δ. Παλαιά Διαθήκη
    π.Χ. προ Χριστού
    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παθ. παθητικός
    παιδ. παιδικός
    παλ. παλαιός
    παλαιοντ. παλαιοντολογία
    παλαιότ. παλαιότερος
    ΠΑΡ παροιμία
    ΠΑΡ έκφρ. παροιμιακή έκφραση
    ΠΑΡ ΦΡ παροιμιακή φράση
    παράγ. παράγωγος
    παράλ. παράλειψη
    παραλ. παραλήγουσα
    παράλλ. παράλληλος
    παρετυμ. παρετυμολογία, παρετυμολογικός
    παρωχ. παρωχημένος
    πατριδων. πατριδωνυμικός
    περιλ. περιληπτικός
    περσ. περσικός
    πληθ. πληθυντικός
    πληροφ. πληροφορική
    ποδ. ποδόσφαιρο
    ποιητ. ποιητικός
    πολ. πολιτική
    πολλαπλ. πολλαπλασιαστικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός
    ποσ. ποσοτικός
    πρβ. παράβαλε
    πργ. πράγμα
    πρκ. παρακείμενος
    προέλ. προέλευση
    προηγ. προηγούμενος
    πρόθ. πρόθεση
    προπαραλ. προπαραλήγουσα
    πρόσ., προσ. πρόσωπο, προσώπου, προσωπικός
    προσαρμ. προσαρμογή
    προστ. προστακτική
    προσφών. προσφώνηση
    πρότ. πρόταση
    προτακτ. προτακτικός
    προφ. προφορά, προφορικός
    προχωρ. προχωρητικός
    πρτ. παρατατικός
    πτ. πτώση
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ραπτ. ραπτική
    ρηματ. ρηματικός
    ρητορ. ρητορικός
    ριν. ρινικός
    ρουμ. ρουμανικός
    ρωσ. ρωσικός
  • Σ

    σανσκρ. σανσκριτικός
    σελ. σελίδα
    σημ. σημασία
    σημασιολ. σημασιολογικός
    σημδ. σημασιολογικό δάνειο
    σημερ. σημερινός
    σημιτ. σημιτικός
    σκωπτ. σκωπτικός
    σλαβ. σλαβικός
    σπάν. σπάνιος
    σπανιότ. σπανιότερα
    στατ. στατιστικός
    στερ. στερητικός
    στιγμ. στιγμιαίος
    στρατ. στρατιωτικός
    συγγ. συγγενής
    συγκ. συγκοπή
    σύγκρ. σύγκρινε
    συγκρ. συγκριτικός
    συμπερ. συμπερασματικός
    σύμπλ., συμπλ. σύμπλεγμα, συμπλέγματος
    συμπλεκτ. συμπλεκτικός
    συμπροφ. συμπροφορά
    σύμπτ. σύμπτωση
    σύμφ., συμφ. σύμφωνο, συμφώνου, συμφωνικός
    συμφυρ. συμφυρμός
    συν., ΣΥΝ συνώνυμος
    συναίρ. συναίρεση
    συναισθ. συναισθηματικά φορτισμένη λέξη
    σύνδ., συνδ. σύνδεσμος, συνδέσμου
    συνεκδ. συνεκδοχικός
    συνήθ. συνήθως
    συνηρ. συνηρημένος
    σύνθ. σύνθετος, σύνθεση
    συνθ. συνθετικό
    συνίζ. συνίζηση
    συνοπτ. συνοπτικός
    σύντ. σύνταξη
    συντ. συντακτικός
    συντελ. συντελεσμένος
    σύντμ. σύντμηση
    συντομογρ. συντομογραφία
    σχ. σχήμα
    σχημ. σχηματισμός
  • Τ

    τ. τύπος
    τ.μ. τετραγωνικά μέτρα
    τακτ. τακτικός
    τελ. τελικός
    τεχν. τεχνικός
    τεχνολ. τεχνολογία
    τηλεόρ. τηλεόραση
    τον . τονισμός
    τοπ. τοπικός
    τοπων. τοπωνύμιο
    τοσκ. τοσκανικός
    τουρκ. τουρκικός
    τροπ. τροπικός
    τροποπ. τροποποίηση
    τσιγγ. τσιγγάνικος
    τυπ. τυπογραφία
  • Υ

    υβρ. υβριστικός
    υπ. υποκείμενο
    υπερ. υπερωικός
    υπερθ. υπερθετικός
    υπερσ. υπερσυντέλικος
    υποθ. υποθετικός
    ΥΠΟΚΟΡ υποκοριστικό
    υποκορ. υποκοριστικό
    υπόλ. υπόλοιπος
    υποτ. υποτακτική
    υποχωρ. υποχωρητικός
    υστλατ. υστερολατινικός
  • Φ

    φαρμ. φαρμακολογία
    φιλολ. φιλολογία, φιλολογικός
    φιλοσ. φιλοσοφία, φιλοσοφικός
    φιλοτ. φιλοτελισμός
    φοινικ. φοινικικός
    φρ., ΦΡ φράση
    φυσ. φυσική
    φυσιολ. φυσιολογία
    φων. φωνήεν
    φωνηεντ. φωνηεντικός
    φωνητ. φωνητική
    φωνολ. φωνολογία
    φωτογρ. φωτογραφία
  • Χ

    χασμ. χασμωδία
    χγφ. χειρόγραφο
    χειλ. χειλικός
    χημ. χημεία, χημικός
    χλευ. χλευαστικός
    χρ. χρήση
    χρον. χρονικός
  • Ψ

    ψυχ. ψυχολογία
    ψυχαν. ψυχανάλυση
    ψυχιατρ. ψυχιατρική

Σύμβολα

Στο ερμηνευτικό τμήμα του λήμματος
& συνδέει τους δεύτερους τύπους ενός λήμματος ή υπολήμματος με τον κύριο τύπο
[ ] περικλείουν την προφορά μιας λέξης
: εισάγει στο σημασιολογικό τμήμα ενός λήμματος
~ αντικαθιστά τον ακριβή κύριο τύπο του λήμματος ή του υπολήμματος στα παραδείγματα
D εισάγει υπολήμματα που δεν καταχωρίζονται ως ξεχωριστά λήμματα
|| χωρίζει σημασίες ή παραδείγματα και δηλώνει επέκταση ή μικρή διαφοροποίηση
/ χωρίζει καταλήξεις και συσσωρευμένα παραδείγματα
* παραπέμπει για ανάλυση σε άλλο λήμμα
-> παραπέμπει σε άλλο λήμμα
Στο ετυμολογικό τμήμα του λήμματος
[ ] περικλείουν όλο το ετυμολογικό τμήμα ενός λήμματος
· (άνω τελεία) διαχωρίζει τις ετυμολογίες διάφορων λέξεων, σημασιών ή τύπων
( ) περικλείουν το μέρος της λέξης που δεν χρησιμεύει ως βάση της νέας παραγωγής
> δηλώνει ότι η λέξη που βρίσκεται δεξιά του προέρχεται από τη λέξη που βρίσκεται αριστερά του
< δηλώνει ότι η λέξη που βρίσκεται αριστερά του προέρχεται από τη λέξη που βρίσκεται δεξιά του
+ ενώνει τα συνθετικά μέρη μιας σύνθετης λέξης
- δηλώνει ότι αναγράφεται μόνο το θέμα μιας λέξης ή μόνο κάποιο παράθημα (πρόθημα ή επίθημα)
* δηλώνει ότι ο τύπος που ακολουθεί είναι υποθετικός
' ' περικλείουν μεταφράσματα

Ομάδα εργασίας

Α΄ έκδοση του Ηλεκτρονικού Κόμβου

Επιστημονική ευθύνη
I.N. Kαζάζης
Συντονισμός
Α. Καραμήτρου, Ρ. Τσοκαλίδου, Α. Χατζηδάκη
Εποπτεία Ηλεκτρονικής Υλοποίησης
Κ. Βεζερίδης

Β΄ έκδοση της Πύλης για την ελληνική γλώσσα

Επιστημονική ευθύνη
Δ. Κουτσογιάννης
Μελέτη επανασχεδιασμού του περιβάλλοντος και συντονισμός
Ι. Χαλισιάνη, Αθ. Ράλλη
Διδακτικό πλαίσιο και προτάσεις
Δ. Κουτσογιάννης, Ι. Χαλισιάνη, Αθ. Ράλλη
Τεχνική Υλοποίηση
Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ)

Γ΄ έκδοση της Πύλης για την ελληνική γλώσσα

Επιστημονική ευθύνη
Δ. Κουτσογιάννης
Τεχνική Υλοποίηση
Θεοδωρίδης Κωνσταντίνος