Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη)

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη)


Εισαγωγή

Το Λεξικό της κοινής νεοελληνικής είναι ένα σύγχρονο και πλήρες ερμηνευτικό, ορθογραφικό και ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής. Εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 1998 από το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και αποτελεί αποτέλεσμα πολύχρονης και συστηματικής επεξεργασίας. Είναι το πρώτο λεξικό της νεοελληνικής που έθεσε επιστημονικές λεξικογραφικές αρχές και επηρέασε με τον τρόπο αυτό καθοριστικά τη σημερινή νεοελληνική λεξικογραφική πραγματικότητα. Από τις σημαντικές καινοτομίες του αξίζει να τονιστούν ιδιαίτερα η ύπαρξη φωνητικής μεταγραφής, η σύνδεση κάθε λήμματος με το κλιτικό του παράδειγμα και η προσπάθεια καταγραφής όσο το δυνατόν μεγαλύτερου αριθμού εκφράσεων και φράσεων της νέας ελληνικής. Η εγκυρότητα της ετυμολογικής προσέγγισης είναι επίσης από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματά του.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
    -  
 
Βρέθηκαν 113 εγγραφές  [0-20]

  Κλ.Παράδειγμα : Ρ10.1

  • αγαπώ [aγapó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 μππ. αγαπημένος* : 1.αισθάνομαι για κπ. ή για κτ. αγάπη, φιλία, στοργή, συμπάθεια, τρυφερότητα, αφοσίωση. ΑΝΤ μισώ: ~ τους γονείς / τη γυναίκα / τα παιδιά / τη δουλειά μου / την πατρίδα / την ελευθερία. (έκφρ.) σ΄ αγαπάει η πεθερά* σου. 2α. αγαπώ ερωτικά κπ.: Αγαπιούνται πολύ και λένε να παντρευτούν. Τον αγάπησε παράφορα. (έκφρ.) όποιος αγαπά παιδεύει*. β. (λογοτ.) κάνω έρωτα: Αγαπήθηκαν στην άκρη του γιαλού. γ. (λαϊκότρ.) συμφιλιώνομαι: Ήταν μαλωμένοι καιρό, μα τώρα αγάπησαν. (έκφρ.) άλλα λόγια* ν΄ αγαπιόμαστε. 3α. ενδιαφέρομαι έντονα για κτ., έχω κλίση σε κτ.: ~ τα γράμματα / τη μουσική / την τέχνη / τα τυχερά παιχνίδια. β. μου αρέσει πολύ: Η αγαπημένη μου όπερα. Τα έργα του Τσέχωφ αγαπήθηκαν πολύ από το κοινό της εποχής του. || (επέκτ.) συνηθίζω: Ο Σολωμός αγαπά να χωρίζει κάποτε το πρώτο ημιστίχιο. (έκφραση ευγένειας) όπως / ό,τι / τι / αν αγαπάτε, επιθυμείτε.

    [αρχ. ἀγαπῶ (3β: λόγ. σημδ. γαλλ. aimer)]

       
  • αμολώ [amoló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : (προφ.) 1α. αφήνω κτ. ελεύθερο, χαλαρώνοντας ή λύνοντας τα δεσμά του: Ο καβαλάρης αμόλησε τα γκέμια. Πάμε να αμολήσουμε το χαρταετό μας. || ~ το σκοινί / το παλαμάρι, το χαλαρώνω. Αμολάω την καλούμπα και ως ΦΡ αμόλα καλούμπα*. β. εξαπολύω, ρίχνω κτ. εναντίον κάποιου: Σήμερα έρχεται το αεροπλάνο και σου αμολά μια βόμβα… Θα σου αμολήσω μια σφαλιάρα! ΦΡ αμολάω μελάνη*. 2. ξαμολώ. α. αφήνω ελεύθερο ένα ζώο, συνήθ. για να ορμήσει, να επιτεθεί: Αμόλησε το σκύλο του. β. αφήνω κπ. ελεύθερο, χωρίς περιορισμούς, επιτήρηση ή έλεγχο: Έχει τα κορίτσια του αμολημένα. Πού τον αμόλησες το γιο σου; || Είχε τα ζώα αμολημένα στη βοσκή, ελεύθερα. || Να μην αμολάς τη γλώσσα σου, να μη φλυαρείς. Αμόλησε μια κοτσάνα. Αμόλησε μια (πορδή). γ. φεύγω βιαστικά, συνήθ. για συγκεκριμένο και επείγοντα λόγο: Αμόλα απ΄ εδώ! Αμολήσου γρήγορα και μην περιμένεις. || Αμολήθηκε για δουλειά, για να βρει δουλειά.

    [βεν. mola (προστ. του molar `χαλαρώνω το παλαμάρι΄) > μόλα > ρ. μολώ και με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-mol > namol > n-amol] ή ιταλ. ammolla (προστ. του ρ. ammollare `χαλαρώνω΄) > αμόλα > ρ. αμολώ]

       
  • αναγεννώ [anajenó] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11 : για κτ. το οποίο επανεμφανίζεται ακμαίο και ζωηρό ύστερα από μια περίοδο παρακμής ή κατάπτωσης: Το έθνος αναγεννήθηκε το 1821. || Εμφανίστηκε αναγεννημένος. (έκφρ.) κάποιος / κτ. αναγεννάται από την τέφρα του, για κπ. ή για κτ. που, ύστερα από μεγάλη καταστροφή, δημιουργείται ξανά, επανακτά τις δυνάμεις του.

    [λόγ. < ελνστ. ἀναγεννῶ `γεννώ ξανά, ανανεώνω΄]

       
  • ανακατακτώ [anakataktó] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11 : κατακτώ ξανά κτ. που είχα χάσει: Προσπάθησαν να ανακατακτήσουν τις χαμένες αποικίες.

    [λόγ. ανα- κατακτώ μτφρδ. γαλλ. reconquérir]

       
  • αναμασώ [anamasó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1.(λαϊκότρ.) για ζώο που μασάει δύο φορές την τροφή· μηρυκάζω. 2. (μτφ.) επαναλαμβάνω απόψεις, πληροφορίες κτλ. που είναι ήδη γνωστές, με τρόπο μονότονο και κουραστικό, λέω τα ίδια και τα ίδια: Αναμασούσαν χιλιοειπωμένα πράγματα, τίποτε καινούριο, τίποτε ενδιαφέρον. Στις διαλέξεις του αναμασάει αυτά που έχει γράψει παλαιότερα. Αναμασημένα λόγια.

    [ενεργ. του αρχ. ἀναμασῶμαι κατά το αρχ. μασῶμαι > μσν. μασώ]

       
  • αναμετρώ [anametró] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 & -ούμαι Ρ10.9β : 1.(παθ.) σε μια σύγκρουση ή σε ανταγωνισμό παραβάλλω τις δυνάμεις μου με τις δυνάμεις του αντιπάλου: Τα πολιτικά κόμματα θα αναμετρηθούν στις προσεχείς εκλογές. Οι εθνικές ομάδες Ελλάδος και Γαλλίας θα αναμετρηθούν για το παγκόσμιο κύπελλο. Αναγκάστηκε να αναμετρηθεί με τους εκπροσώπους αναχρονιστικών αντιλήψεων. 2. υπολογίζω κτ. με προσοχή και από κάθε άποψη: Πρέπει να αναμετρήσουμε τους κινδύνους πριν αναλάβουμε την επιχείρηση. Δεν αναμέτρησες σωστά τις συνέπειες της πράξης σου. || Θα αναμετρήσουμε τις δυνάμεις μας, θα αναμετρηθούμε.

    [λόγ.: 2: αρχ. ἀναμετρῶ `ξαναμετρώ προσεχτικά΄· 1: σημδ. του λαϊκού μετριέμαι & του γαλλ. se mesurer]

       
  • απαντώ 2 -ιέμαι : (λαϊκότρ., λογοτ.) συναντώ κπ.: Στο γύρισμα του δρόμου απάντησαν δυο καλογέρους. Αποφεύγει ν΄ απαντιέται συχνά μαζί του. Απαντηθήκανε στο καφενείο. ΠΑΡ Όσοι αγαπιούνται συχνά απαντιούνται.

    [αρχ. ἀπαντῶ]

       
  • απαντώ 1 [apandó] -ιέμαι Ρ10.1 : 1.διατυπώνω την άποψη, τη γνώμη μου σε κπ. που μου έθεσε την αντίστοιχη ερώτηση: α. με το λόγο: ~ γραπτά / προφορικά. Μην απαντάς με μισόλογα. Θα απαντήσω εγώ για λογαριασμό σου. Απάντησέ μου μ΄ ένα ναι ή μ΄ ένα όχι. Δεν απάντησες στην ερώτησή μου / στο γράμμα μου. Απάντησες καλά στις εξετάσεις; Απαντώντας στην έρευνά σας… || Δεν απαντά στις επικρίσεις / στις κριτικές, δεν αντιθέτει την άποψή του, δε δημιουργεί αντίλογο. Τι να σου απαντήσω τώρα;, για παράλογη ερώτηση, απαίτηση κτλ. β. με άλλα εκφραστικά μέσα: Μου απάντησε με μια κίνηση του κεφαλιού. 2. ανταποκρίνομαι σ΄ ένα κάλεσμα: Χτυπήσαμε την πόρτα, αλλά δε μας απάντησαν. Σε πήρα στο τηλέφωνο, αλλά δεν απάντησε κανείς. || (μτφ.): Το φλάουτο απάντησε στο βιολί.

    [αρχ. ἀπαντῶ `συναντώ, αντιμετωπίζω ερώτηση, ανταποκρίνομαι σε πρόσκληση΄]

       
  • αποθυμώ [apoθimó] -ιέμαι Ρ10.1 : (λαϊκότρ.) 1. επιθυμώ, ποθώ: Τον αποθύμησα και θέλω να τον δω. 2. νοσταλγώ: Αποθύμησε την πατρίδα του.

    [μσν. αποθυμώ < αρχ. ἐπιθυμῶ παρετυμ. επι- > απο-]

       
  • αποκολλώ [apokoló] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11 : 1.διαχωρίζω (δύο) πράγματα που είναι κολλημενα, ξεκολλώ. α. αποσπώ μέρος ή τμήμα ενός συνόλου: Μεγάλοι βράχοι αποκολλήθηκαν εξαιτίας της διάβρωσης του εδάφους από τις βροχές. β. αποσπώ κτ. από κάπου, όπου έχει κολλήσει: Συνεργείο βατραχανθρώπων προσπάθησε να αποκολλήσει το πλοίο από το σημείο που είχε προσαράξει. 2. (μτφ.) αποσπώ και απομακρύνω κπ. ή κτ. από κάπου· απαγκιστρώνω: Η σκέψη μας πρέπει να αποκολληθεί από παλιές, ξεπερασμένες ιδέες και αντιλήψεις.

    [λόγ.: 1: ελνστ. ἀποκολλῶ· 2: σημδ. του λαϊκού ξεκολλώ]

       
  • αποκτώ [apoktó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 αόρ. και απέκτησα & -ώμαι Ρ11 & αποχτώ [apoxtó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1.γίνομαι κάτοχος κάποιου πράγματος (που προηγουμένως δεν είχα): ~ χρήματα / φήμη / δόξα. Με τη δουλειά του απόκτησε μεγάλη περιουσία. Ό,τι έχει το απόκτησε με κόπους και θυσίες. 2. σε μια πορεία, σε μια εξέλιξη ή μέσα από μια διαδικασία, εμφανίζω κτ. (μια ιδιότητα, ένα χαρακτηριστικό κ.ά.) που προηγουμένως δεν είχα: ~ πείρα / αυτοπεποίθηση / κακές συνήθειες. Απόκτησε μεγάλα βάσανα. Το οικόπεδο με τον καιρό απέκτησε μεγάλη αξία. || ~ αντίληψη / εικόνα / εμπειρία ενός πράγματος, αντιλαμβάνομαι, γνωρίζω, βιώνω κτ. || δημιουργώ κτ. για τον εαυτό μου: ~ φίλους / παρέες. || ~ παιδί, γεννώ: Απέκτησαν παιδιά / εγγόνια / δισέγγονα.

    [-χτ-: μσν. αποχτώ < αποκτώ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < απο- μσν. κτω `παίρνω στην κατοχή μου΄, ενεργ. < αρχ. κτῶμαι (διαφ. το ελνστ. ἀποκτῶμαι `χάνω την κατοχή΄)· -κτ-: λόγ. επίδρ.]

       
  • αποπλανώ [apoplanó] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11 : με δόλο, με απάτη ή με τεχνάσματα ξεγελώ, παρασύρω κπ. σε σεξουαλική πράξη: Τη μέθυσαν και την αποπλάνησαν. || (ειδικότ.) ενεργώ ασελγείς πράξεις σε βάρος ανήλικου ή πνευματικά ανάπηρου ατόμου: Με διάφορα τεχνάσματα παρέσυρε τη μαθήτρια και την αποπλάνησε.

    [λόγ. < αρχ. ἀποπλανῶ `οδηγώ έξω απ΄ το θέμα΄ σημδ. γαλλ. détourner]

       
  • αποχαιρετώ [apoxeretó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : ΣΥΝ αποχαιρετίζω. 1. χαιρετώ κπ. που αποχωρίζομαι: Αποχαιρέτησε τους γονείς του και έφυγε. Στο σταθμό τον περίμεναν οι φίλοι του για να τον αποχαιρετήσουν. || (πληθ.) για αλληλοπάθεια. || Συγγενείς και φίλοι αποχαιρέτησαν το νεκρό. 2. (μτφ.) εγκαταλείπω οριστικά κτ., αποχωρίζομαι κτ. που αγαπούσα: Αποχαιρέτα τα γλέντια και την ανεμελιά και σοβαρέψου.

    [μσν. αποχαιρετώ < ελνστ. ἀποχαιρετ(ίζω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. αποχαιρετισ-]

       
  • βλαστημώ [vlastimó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1. βρίζω ιδίως τα θεία και τα ιερά: Βλαστήμησε το Χριστό και την Παναγία. 2. εκστομίζω χυδαίες λέξεις ή φράσεις, βρίζω: Μου βλαστήμησαν τη μάνα και τον πατέρα. 3. καταριέμαι, αναθεματίζω: Βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που σε γνώρισα. (έκφρ.) βλαστήμα τα, λέγεται ως έκφραση απογοήτευσης για την έκβαση μιας υπόθεσης που ήδη πήρε δυσάρεστη τροπή.

    [μσν. βλασθημώ (ανομ. τρόπου άρθρ. [sθ > st]) < ελνστ. βλασφημῶ, αρχ. σημ.: `μιλώ με ασέβεια για ιερά πράγματα΄ ( [f > θ] ;)]

       
  • βλογώ [vloγó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : (προφ.) ευλογώ.

    [μσν. βλογώ < ελνστ. εὐλογῶ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

       
  • γαργαλώ [γarγaló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1. με ελαφρές και γρήγορες κινήσεις των δαχτύλων επάνω στο δέρμα ερεθίζω ευαίσθητες περιοχές του σώματος (μασχάλες, πατούσες κτλ.) και προκαλώ αθέλητο γέλιο: Γαργαλιέται πολύ εύκολα. Γαργάλησέ με να γελάσω, για άνοστο αστείο. || (επέκτ., ενεργ.) αισθάνομαι φαγούρα ή ελαφρό ερεθισμό σε κάποιο σημείο του σώματος: Με γαργαλάει ο λαιμός μου. 2. (μτφ., ενεργ.) α. διεγείρω ελαφρά μια αίσθηση ή ένα αισθητήριο όργανο: Η μυρωδιά του ζεστού φαγητού τού γαργαλούσε τα ρουθούνια. β. (οικ.) αισθάνομαι έντονη επιθυμία για κτ.: Τον γαργαλάει η ιδέα να τους σκαρώσει ένα αστείο.

    [μσν. γαργαλώ < αρχ. γαργαλ(ίζω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. γαργαλισ-]

       
  • γεννώ [jenó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1α. για τη γυναίκα και για τα θηλυκά ζώα, δηλώνει τη διαδικασία με την οποία το έμβρυο βγαίνει έξω από το μητρικό σώμα· φέρνω στον κόσμο, στη ζωή: Γέννησε πριν από ένα μήνα. Γεννάει πολύ εύκολα. Γέννησε η αγελάδα / η γίδα / η σκύλα μας. (έκφρ.) όπως τον γέννησε η μάνα του, τελείως γυμνός. (υβρ.) …τη μάνα που σε γέννησε. || Την πήρε όπως τη γέννησε η μάνα της, χωρίς προίκα. || ανεξάρτητα από το γένος των γονιών: Τον ξέρω σαν να τον γέννησα, τον ξέρω πολύ καλά, ξέρω καλά το χαρακτήρα του. ΠΑΡ Με λούζεις, με χτενίζεις, ξέρω ποιος με γέννησε, συνήθ. για νόθα παιδιά που η αγάπη τους στρέφεται προς τους φυσικούς γονείς. || Γεννήθηκε τυφλός. Γεννήθηκα το 1949. (έκφρ.) μια φορά γεννιέται ο άνθρωπος, για να τονιστεί η αξία της ζωής. γεννήθηκαν / είναι γεννημένοι ο ένας για τον άλλο, ταιριάζουν πολύ. β. για πουλιά και ψάρια, κάνω αυγά: Αρχίσανε να γεννάνε οι κότες. Είναι η εποχή που τα ψάρια γεννούν τα αυγά τους. ΠΑΡ Αλλού τα κακαρίσματα* κι αλλού γεννούν οι κότες. Γεννούν κι οι πετεινοί του, είναι πολύ τυχερός. 2. (παθ.) είμαι από τη φύση μου, έχω την προδιάθεση, την ικανότητα για κτ.: Ο καλλιτέχνης γεννιέται, δε γίνεται. Είναι γεννημένος ποιητής / ρήτορας. 3. (μτφ.) δημιουργώ, προκαλώ: Μεταξύ τους γεννήθηκε αμοιβαία συμπάθεια. Οι ιδεολογίες γεννιούνται μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες. Η στάση του μου γέννησε πολλά ερωτήματα. Μου γεννήθηκε η υποψία ότι… Του γεννήθηκε το ενδιαφέρον για τα νέα κοινωνικά κινήματα. ΦΡ το μυαλό του (δε) γεννά, (δεν) είναι επινοητικός, εφευρετικός.

    [αρχ. γεννῶ]

       
  • γεροκομώ [jerokomó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : (προφ.) γηροκομώ.

    [ελνστ. γηροκομῶ, με τροπή του άτ. [ir > er] ]

       
  • γρατζουνάω [γradzunáo] & -ώ, -ιέμαι Ρ10.1 & γρατζουνίζω [γradzunízo] -ομαι Ρ2.1 & γρατσουνάω [γratsunáo] & -ώ, -ιέμαι Ρ10.1 & γρατσουνίζω [γratsunízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. με τα νύχια ή με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο δημιουργώ στο δέρμα ένα επιπόλαιο τραύμα: Πρόσεξε τη γάτα, γιατί θα σε γρατζουνίσει. Γρατζουνίστηκα από τα αγκάθια. Ήρθε στο σπίτι με γρατζουνισμένα γόνατα. || χαράζω ελαφρά μια επιφάνεια: Τα καρφιά γρατζούνισαν το πάτωμα. 2. για αδέξιο παίξιμο μουσικού οργάνου: Σταμάτα να γρατζουνάς αυτή την κιθάρα.

    [ηχομιμ. από ήχο γρατς γρατς]

       
  • γρικώ [γrikó] & -άω, -ιέμαι & αγρικώ [aγrikó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : (λαϊκότρ.) 1. ακούω: Γρικάς τ΄ αηδόνια μες στο δάσος; 2. καταλαβαίνω: Αυτή δε γρικάει από τέτοια πράματα.

    [μσν. γρικώ, αγρικώ (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < μσν. αγροικ(ός) -ώ < ελνστ. ή μσν. *ἀγροικός `φρόνιμος΄ < αρχ. ἄγροικος `κάτοικος των αγρών, άξεστος΄ όπου το αρχικό ἄ- της λ. ἄγροικος θεωρήθηκε στερ.]

       

Κλιτικό Παράδειγμα

 
  • Ρήματα




























  • Ουσιαστικά





































































  • Επίθετα



























Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα
















































  • Άλλες συντομογραφίες


























































Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός
    αεροναυτ. αεροναυτική
    αθλ. αθλητικός
    αιγυπτ. αιγυπτιακός
    αιτ. αιτιατική
    αιτιολ. αιτιολογικός
    άκλ. άκλιτος
    αλβ. αλβανικός
    αλλ. αλλαγή
    αναδαν. αναδανεισμός
    αναδιπλ. αναδιπλασιασμός
    αναδρ. αναδρομικός
    ανάλ. ανάλυση
    αναλ. αναλογία, αναλογικός
    ανάπτ. ανάπτυξη
    ανασυλλ. ανασυλλαβισμός
    ανατ. ανατομία, ανατομικός
    ανατολ. ανατολικός
    αναφ. αναφορικός
    άνθρ. άνθρωπος
    ανθρωπολ. ανθρωπολογία
    ανθρωπων. ανθρωπωνύμιο
    ανομ. ανομοίωση, ανομοιωτικός
    αντ., ΑΝΤ αντίθετος
    αντδ. αντιδάνειο
    αντιθ. αντιθετικός
    αντικ. αντικείμενο
    αντιμετάθ. αντιμετάθεση
    αντων. αντωνυμία
    αόρ., αορ. αόριστος, αορίστου, αοριστικός
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απαρχ. απαρχαιωμένος
    απλολ. απλολογία
    απλοπ. απλοποίηση
    αποβ. αποβολή
    απόδ. απόδοση
    αποηχηροπ. αποηχηροποίηση
    αποθ. αποθετικός
    απόλ. απόλυτος
    απρόσ. απρόσωπος
    αραβ. αραβικός
    αραμ. αραμαϊκός
    άρθρ. άρθρωση
    αριθμτ. αριθμητικό
    αρκτικόλ. αρκτικόλεξο
    αρμεν. αρμενικός
    άρν . άρνηση
    αρνητ. αρνητικός
    αρσ. αρσενικός
    αρχ. αρχαίος
    αρχαιολ. αρχαιολογία
    αρχιτ. αρχιτεκτονικός
    αστρολ. αστρολογία
    αστρον. αστρονομία
    αστροναυτ. αστροναυτική
    άτ. άτονος
    αττ. αττικός
    αυτοπ. αυτοπαθής
    αφηρ. αφηρημένος
    αφομ. αφομοίωση, αφομοιωτικός
    άψ. άψυχος
  • Β

    βεβ. βεβαιωτικός
    βεν. βενετικός
    βιολ. βιολογία
    βιοχημ. βιοχημεία
    βλ. βλέπε
    βλάχ. βλάχικος
    βόρ. βόρειος
    βοτ. βοτανική
    βουλγ. βουλγαρικός
  • Γ

    γαλλ. γαλλικός
    γεν. γενική
    γενικότ. γενικότερα
    γενοβ. γενοβέζικος
    γερμ. γερμανικός
    γεωγρ. γεωγραφία
    γεωλ. γεωλογία
    γεωμ. γεωμετρία
    γεωπ. γεωπονία
    γλ. γλώσσα
    γλυπτ. γλυπτική
    γλωσσ. γλωσσολογία
    γνωμ. γνωμικό
    γραμμ. γραμματική
    γυμν. γυμναστική
  • Δ

    δαν. δανεισμός
    δεικτ. δεικτικός
    δηλ. δηλαδή
    δημοτ. δημοτική
    διάκρ. διάκριση
    διάλ. διάλεκτος
    διαλεκτ. διαλεκτικός
    διάσπ. διάσπαση
    διαφ. διαφορετικός
    διαχ. διαχωριστικός
    διεθ. διεθνισμός
    δίκ. δίκαιο
    διστ. διστακτικός
    δίφθ. δίφθογγος
    διφθογγοπ. διφθογγοποίηση
    δοτ. δοτική
    δωρ. δωρικός
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός
    εθν. εθνικός
    εθνολ. εθνολογία
    ειδ. ειδικός
    ειδικότ. ειδικότερα
    ειρ. ειρωνικός
    εκ. εκατοστό
    εκκλ. εκκλησιαστικός
    έκφρ. έκφραση
    ελλην. ελληνικός
    ελνστ. ελληνιστικός
    έμψ. έμψυχος
    εν. ενικός
    εναλλ. εναλλαγή
    ενεργ. ενεργητικός
    ενεστ. ενεστώτας, ενεστωτικός
    ενν. εννοείται
    εξακολ. εξακολουθητικός
    εξέλ. εξέλιξη
    εξομάλ. εξομάλυνση
    επαγγελμ. επαγγελματικός
    επανάλ. επανάληψη
    επέκτ. επέκταση
    επίδρ. επίδραση
    επίθ., επιθ. επίθετο, επιθέτου, επιθετικός
    ΕΠΙΡΡ επίρρημα, επιρρηματικός
    επίρρ., επιρρ. επίρρημα, επιρρήματος, επιρρηματικός
    επίσ. επίσημος
    επιστ. επιστημονικός
    επιτατ. επιτατικός
    επιφ. επιφώνημα, επιφωνηματικός
    επών. επώνυμο
    ερρινοπ. ερρινοποίηση
    ερωτ. ερωτηματικός
    ετυμ. ετυμολογία, ετυμολογικός
    ευφ. ευφημισμός, ευφημιστικός
  • Ζ

    ζωγρ. ζωγραφική
    ζωολ. ζωολογία
  • Η

    ηθ. ηθική
    ηλεκτρολ. ηλεκτρολογία
    ηλεκτρον. ηλεκτρονική
    ημίφ., ημιφ. ημίφωνο, ημιφώνου
    ηχ. ηχηρός
    ηχηρ. ηχηρότητα
    ηχηροπ. ηχηροποίηση
    ηχομιμ. ηχομιμητικός
  • Θ

    θ. θέμα
    θέατρ. θέατρο
    θεολ. θεολογία
    θετ. θετικός
    θηλ. θηλυκός
    θρησκειολ. θρησκειολογία
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός
    ιατρ. ιατρικός
    ίδ. ίδιος
    ιδ. ιδίως
    ινδ. ινδικός
    ισπαν. ισπανικός
    ιστ. ιστορία, ιστορικός
    ισχυροπ. ισχυροποίηση
    ιταλ. ιταλικός
    ιων. ιωνικός
  • Κ

    κ.ά. και άλλα
    Κ.Δ. Καινή Διαθήκη
    κ.ε. και εξής
    κ.ο.κ. και ούτω καθεξής
    κατάλ. κατάληξη
    κατατ. κατατεθέν
    κινημ. κινηματογράφος
    κλητ. κλητική
    κλιτ. κλιτικός
    κοινων. κοινωνιολογία
    κπ. κάποιο( ν )
    κτ. κάτι
    κτγ. κατηγορούμενο
    κτητ. κτητικός
    κτλ. και τα λοιπά
    κύρ. κύριος
    κυρ. κυρίως
    κυριολ. κυριολεκτικός
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λαϊκ. λαϊκός
    λαϊκότρ. λαϊκότροπος
    λαογρ. λαογραφία
    λατ. λατινικός
    λόγ. λόγιος
    λογ. λογική
    λογιστ. λογιστική
    λογοτ. λογοτεχνικός
    μ.Χ. μετά Χριστόν
  • Μ

    μαγειρ. μαγειρική
    μαθημ. μαθηματικά
    μεγεθ. μεγεθυντικός
    μεε. μετοχή ενεργητικού ενεστώτα
    μειωτ. μειωτικός
    μέλλ. μέλλοντας
    μεσοφ. μεσοφωνηεντικός
    μετάθ. μετάθεση
    μετακ. μετακίνηση
    μεταπλ. μεταπλασμός
    μεταρ. μεταρηματικός
    μετεπιθ. μετεπιθετικός
    μετεπιρρ. μετεπιρρηματικός
    μετεωρ. μετεωρολογία
    μετον. μετονοματικος
    μετουσ. μετουσιαστικός
    μετρ. μετρική
    μηχ. μηχανική
    μηχανολ. μηχανολογία
    μορφολ. μορφολογικός
    μουσ. μουσική
    μπε. μετοχή παθητικού ενεστώτα
    μππ. μετοχή παθητικού παρακειμένου
    μσν. μεσαιωνικός
    μσνλατ. μεσαιωνικό λατινικό
    μτφ. μεταφορικός
    μτφρδ. μεταφραστικό δάνειο
    μτχ. μετοχή
    μυθ. μυθολογία
  • Ν

    ναυτ. ναυτικός
    νεοελλ. νεοελληνικός
    νεολ. νεολογισμός
    νεότ. νεότερος
    νλατ. νεολατινικός
    νομ. νομική
    νότ. νότιος
  • Ο

    οικ. οικείος
    οικοδ. οικοδομική
    οικολ. οικολογία
    οικον. οικονομία
    ολλανδ. ολλανδικός
    όμ. όμοιος
    όν., ον. όνομα, ονόματος
    ονομ. ονομαστική
    οπτ. οπτική
    ορθογρ. ορθογραφία, ορθογραφικός
    οριστ. οριστική, οριστικός
    ορυκτ. ορυκτολογία
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
    ουσιαστικοπ. ουσιαστικοποιημένος,ουσιαστικοποίηση
  • Π

    Π.Δ. Παλαιά Διαθήκη
    π.Χ. προ Χριστού
    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παθ. παθητικός
    παιδ. παιδικός
    παλ. παλαιός
    παλαιοντ. παλαιοντολογία
    παλαιότ. παλαιότερος
    ΠΑΡ παροιμία
    ΠΑΡ έκφρ. παροιμιακή έκφραση
    ΠΑΡ ΦΡ παροιμιακή φράση
    παράγ. παράγωγος
    παράλ. παράλειψη
    παραλ. παραλήγουσα
    παράλλ. παράλληλος
    παρετυμ. παρετυμολογία, παρετυμολογικός
    παρωχ. παρωχημένος
    πατριδων. πατριδωνυμικός
    περιλ. περιληπτικός
    περσ. περσικός
    πληθ. πληθυντικός
    πληροφ. πληροφορική
    ποδ. ποδόσφαιρο
    ποιητ. ποιητικός
    πολ. πολιτική
    πολλαπλ. πολλαπλασιαστικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός
    ποσ. ποσοτικός
    πρβ. παράβαλε
    πργ. πράγμα
    πρκ. παρακείμενος
    προέλ. προέλευση
    προηγ. προηγούμενος
    πρόθ. πρόθεση
    προπαραλ. προπαραλήγουσα
    πρόσ., προσ. πρόσωπο, προσώπου, προσωπικός
    προσαρμ. προσαρμογή
    προστ. προστακτική
    προσφών. προσφώνηση
    πρότ. πρόταση
    προτακτ. προτακτικός
    προφ. προφορά, προφορικός
    προχωρ. προχωρητικός
    πρτ. παρατατικός
    πτ. πτώση
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ραπτ. ραπτική
    ρηματ. ρηματικός
    ρητορ. ρητορικός
    ριν. ρινικός
    ρουμ. ρουμανικός
    ρωσ. ρωσικός
  • Σ

    σανσκρ. σανσκριτικός
    σελ. σελίδα
    σημ. σημασία
    σημασιολ. σημασιολογικός
    σημδ. σημασιολογικό δάνειο
    σημερ. σημερινός
    σημιτ. σημιτικός
    σκωπτ. σκωπτικός
    σλαβ. σλαβικός
    σπάν. σπάνιος
    σπανιότ. σπανιότερα
    στατ. στατιστικός
    στερ. στερητικός
    στιγμ. στιγμιαίος
    στρατ. στρατιωτικός
    συγγ. συγγενής
    συγκ. συγκοπή
    σύγκρ. σύγκρινε
    συγκρ. συγκριτικός
    συμπερ. συμπερασματικός
    σύμπλ., συμπλ. σύμπλεγμα, συμπλέγματος
    συμπλεκτ. συμπλεκτικός
    συμπροφ. συμπροφορά
    σύμπτ. σύμπτωση
    σύμφ., συμφ. σύμφωνο, συμφώνου, συμφωνικός
    συμφυρ. συμφυρμός
    συν., ΣΥΝ συνώνυμος
    συναίρ. συναίρεση
    συναισθ. συναισθηματικά φορτισμένη λέξη
    σύνδ., συνδ. σύνδεσμος, συνδέσμου
    συνεκδ. συνεκδοχικός
    συνήθ. συνήθως
    συνηρ. συνηρημένος
    σύνθ. σύνθετος, σύνθεση
    συνθ. συνθετικό
    συνίζ. συνίζηση
    συνοπτ. συνοπτικός
    σύντ. σύνταξη
    συντ. συντακτικός
    συντελ. συντελεσμένος
    σύντμ. σύντμηση
    συντομογρ. συντομογραφία
    σχ. σχήμα
    σχημ. σχηματισμός
  • Τ

    τ. τύπος
    τ.μ. τετραγωνικά μέτρα
    τακτ. τακτικός
    τελ. τελικός
    τεχν. τεχνικός
    τεχνολ. τεχνολογία
    τηλεόρ. τηλεόραση
    τον . τονισμός
    τοπ. τοπικός
    τοπων. τοπωνύμιο
    τοσκ. τοσκανικός
    τουρκ. τουρκικός
    τροπ. τροπικός
    τροποπ. τροποποίηση
    τσιγγ. τσιγγάνικος
    τυπ. τυπογραφία
  • Υ

    υβρ. υβριστικός
    υπ. υποκείμενο
    υπερ. υπερωικός
    υπερθ. υπερθετικός
    υπερσ. υπερσυντέλικος
    υποθ. υποθετικός
    ΥΠΟΚΟΡ υποκοριστικό
    υποκορ. υποκοριστικό
    υπόλ. υπόλοιπος
    υποτ. υποτακτική
    υποχωρ. υποχωρητικός
    υστλατ. υστερολατινικός
  • Φ

    φαρμ. φαρμακολογία
    φιλολ. φιλολογία, φιλολογικός
    φιλοσ. φιλοσοφία, φιλοσοφικός
    φιλοτ. φιλοτελισμός
    φοινικ. φοινικικός
    φρ., ΦΡ φράση
    φυσ. φυσική
    φυσιολ. φυσιολογία
    φων. φωνήεν
    φωνηεντ. φωνηεντικός
    φωνητ. φωνητική
    φωνολ. φωνολογία
    φωτογρ. φωτογραφία
  • Χ

    χασμ. χασμωδία
    χγφ. χειρόγραφο
    χειλ. χειλικός
    χημ. χημεία, χημικός
    χλευ. χλευαστικός
    χρ. χρήση
    χρον. χρονικός
  • Ψ

    ψυχ. ψυχολογία
    ψυχαν. ψυχανάλυση
    ψυχιατρ. ψυχιατρική

Σύμβολα

Στο ερμηνευτικό τμήμα του λήμματος
& συνδέει τους δεύτερους τύπους ενός λήμματος ή υπολήμματος με τον κύριο τύπο
[ ] περικλείουν την προφορά μιας λέξης
: εισάγει στο σημασιολογικό τμήμα ενός λήμματος
~ αντικαθιστά τον ακριβή κύριο τύπο του λήμματος ή του υπολήμματος στα παραδείγματα
D εισάγει υπολήμματα που δεν καταχωρίζονται ως ξεχωριστά λήμματα
|| χωρίζει σημασίες ή παραδείγματα και δηλώνει επέκταση ή μικρή διαφοροποίηση
/ χωρίζει καταλήξεις και συσσωρευμένα παραδείγματα
* παραπέμπει για ανάλυση σε άλλο λήμμα
-> παραπέμπει σε άλλο λήμμα
Στο ετυμολογικό τμήμα του λήμματος
[ ] περικλείουν όλο το ετυμολογικό τμήμα ενός λήμματος
· (άνω τελεία) διαχωρίζει τις ετυμολογίες διάφορων λέξεων, σημασιών ή τύπων
( ) περικλείουν το μέρος της λέξης που δεν χρησιμεύει ως βάση της νέας παραγωγής
> δηλώνει ότι η λέξη που βρίσκεται δεξιά του προέρχεται από τη λέξη που βρίσκεται αριστερά του
< δηλώνει ότι η λέξη που βρίσκεται αριστερά του προέρχεται από τη λέξη που βρίσκεται δεξιά του
+ ενώνει τα συνθετικά μέρη μιας σύνθετης λέξης
- δηλώνει ότι αναγράφεται μόνο το θέμα μιας λέξης ή μόνο κάποιο παράθημα (πρόθημα ή επίθημα)
* δηλώνει ότι ο τύπος που ακολουθεί είναι υποθετικός
' ' περικλείουν μεταφράσματα

Ομάδα εργασίας

Α΄ έκδοση του Ηλεκτρονικού Κόμβου

Επιστημονική ευθύνη
I.N. Kαζάζης
Συντονισμός
Α. Καραμήτρου, Ρ. Τσοκαλίδου, Α. Χατζηδάκη
Εποπτεία Ηλεκτρονικής Υλοποίησης
Κ. Βεζερίδης

Β΄ έκδοση της Πύλης για την ελληνική γλώσσα

Επιστημονική ευθύνη
Δ. Κουτσογιάννης
Μελέτη επανασχεδιασμού του περιβάλλοντος και συντονισμός
Ι. Χαλισιάνη, Αθ. Ράλλη
Διδακτικό πλαίσιο και προτάσεις
Δ. Κουτσογιάννης, Ι. Χαλισιάνη, Αθ. Ράλλη
Τεχνική Υλοποίηση
Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ)

Γ΄ έκδοση της Πύλης για την ελληνική γλώσσα

Επιστημονική ευθύνη
Δ. Κουτσογιάννης
Τεχνική Υλοποίηση
Θεοδωρίδης Κωνσταντίνος