Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη)

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη)


Εισαγωγή

Το Λεξικό της κοινής νεοελληνικής είναι ένα σύγχρονο και πλήρες ερμηνευτικό, ορθογραφικό και ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής. Εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 1998 από το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και αποτελεί αποτέλεσμα πολύχρονης και συστηματικής επεξεργασίας. Είναι το πρώτο λεξικό της νεοελληνικής που έθεσε επιστημονικές λεξικογραφικές αρχές και επηρέασε με τον τρόπο αυτό καθοριστικά τη σημερινή νεοελληνική λεξικογραφική πραγματικότητα. Από τις σημαντικές καινοτομίες του αξίζει να τονιστούν ιδιαίτερα η ύπαρξη φωνητικής μεταγραφής, η σύνδεση κάθε λήμματος με το κλιτικό του παράδειγμα και η προσπάθεια καταγραφής όσο το δυνατόν μεγαλύτερου αριθμού εκφράσεων και φράσεων της νέας ελληνικής. Η εγκυρότητα της ετυμολογικής προσέγγισης είναι επίσης από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματά του.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
    -  
 
Βρέθηκαν 681 εγγραφές  [0-20]

  Κλ.Παράδειγμα : Ο28

  • αβεβαιότητα η [aveveótita] Ο28 : η κατάσταση ή η ιδιότητα του αβέβαιου. ΑΝΤ βεβαιότητα, σιγουριά: Έχω, αισθάνομαι ~ για το μέλλον. Μας φθείρει ψυχικά η καθημερινή ~ για το αύριο. Αίσθημα / κατάσταση αβεβαιότητας. Ζει στην ~. Ανασφάλεια και ~ επικρατεί στην αγορά. Τον άφησε στην ~.

    [λόγ. < ελνστ. ἀβεβαιότης, αιτ. -ητα `αστάθεια΄, κατά τη σημ. του αβέβαιος]

       
  • αβρότητα η [avrótita] Ο28 : η ιδιότητα του αβρού. α. τρυφερότητα, απαλότητα, κομψότητα, χάρη: Γυναικεία ~. β. λεπτότητα στους τρόπους, ευγενική συμπεριφορά· αβροφροσύνη: Του φέρθηκε με ~.

    [λόγ. < αρχ. ἁβρότης, αιτ. -ητα]

       
  • αγαθότητα η [aγaθótita] Ο28 : η ιδιότητα του αγαθού· αγαθοσύνη: Η ~ των θεών / του χαρακτήρα του / των προθέσεών του.

    [λόγ. < ελνστ. ἀγαθότης, αιτ. -ητα]

       
  • αγγελικότητα η [angelikótita] Ο28 : η ιδιότητα ή η κατάσταση του αγγελικού: Η ~ του βλέμματός της.

    [λόγ. αγγελικ(ός) -ότης > -ότητα]

       
  • αγιότητα η [ajiótita] Ο28 : η ιδιότητα του αγίου· αγιοσύνη.

    [λόγ. < ελνστ. ἁγιότης, αιτ. -ητα]

       
  • αγνότητα η [aγnótita] Ο28 : σωματική και ηθική καθαρότητα, αποχή από ανήθικες σκέψεις ή πράξεις: Η αγνότητά του αντιστάθηκε στους πειρασμούς της σάρκας. || παρθενία: Η ~ της Θεοτόκου. || Ζώνη αγνότητας, ζώνη που εμπόδιζε τις γυναίκες να έχουν παράνομες σεξουαλικές σχέσεις κατά το Μεσαίωνα.

    [λόγ. < ελνστ. ἁγνότης, αιτ. -ητα]

       
  • αγριότητα η [aγriótita] Ο28 : η ιδιότητα εκείνου που χαρακτηρίζεται από σκληρότητα και συνήθ. επιθετικότητα: Τύραννος γνωστός για την αγριότητά του. Έγκλημα πρωτοφανούς αγριότητας. Η ~ μιας συμπλοκής / του πολέμου. || (συνήθ. πληθ.) η άγρια πράξη: Οι κατακτητές διέπραξαν ανήκουστες αγριότητες. || (μτφ.): Η ~ ενός βουνού / τόπου.

    [λόγ. < αρχ. ἀγριότης, αιτ. -ητα]

       
  • αγωγιμότητα η [aγojimótita] Ο28 : (φυσ.) η ιδιότητα των υλικών σωμάτων να επιτρέπουν τη διέλευση ορισμένης ενέργειας: Ηλεκτρική / θερμική / ακουστική ~. Μεγάλη / μικρή ~. Η ~ των στερεών / υγρών / αερίων.

    [λόγ. αγώγιμ(ος)1 -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. conductibilité]

       
  • αγωνιστικότητα η [aγonistikótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα του αγωνιστή, η αγωνιστική διάθεση: Η ~ του πνεύματος. Αδάμαστη / ακατάβλητη ~.

    [λόγ. αγωνιστικ(ός) -ότης > -ότητα]

       
  • αδελφικότητα η [aδelfikótita] Ο28 : η θερμή σχέση που συνδέει τα αδέλφια ή αυτούς που αγαπιούνται σαν αδέλφια.

    [λόγ. αδελφικ(ός) -ότης > -ότητα]

       
  • αδελφότητα η [aδelfótita] Ο28 : 1.ένωση προσώπων με κοινά ιδανικά, που αναπτύσσουν δραστηριότητες στον κοινωνικό και στον πνευματικό τομέα· σωματείο: Φιλόπτωχη ~ κυριών. Χριστιανική ~ θεολόγων / νέων. || Αγιοταφίτικη Αδελφότητα, το σύνολο των Ελλήνων μοναχών που φυλάσσουν τα ιερά προσκυνήματα των Αγίων Τόπων. || (ιστ.) ονομασία που δόθηκε στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες: Η ~ των Κορινθίων. 2. αδελφοσύνη.

    [λόγ. < ελνστ. ἀδελφότης, αιτ. -ητα]

       
  • αδενίτιδα η [aδenítíδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή των λεμφικών γαγγλίων: Τραχηλική / φυματιώδης ~. || αδενοπάθεια.

    [λόγ. < γαλλ. adénite < αρχ. ἀδεν- (ἀδήν δες στο αδένας) -ite = -ίτις > -ίτιδα]

       
  • αδεξιότητα η [aδeksiótita] Ο28 : α.η ιδιότητα του αδέξιου. ΑΝΤ επιδεξιότητα: Η σύγκρουση οφείλεται στην ~ και των δύο οδηγών. Δε συγχωρείται η ~ σε ένα διπλωμάτη. Έχει μια ~ στα χέρια. β. ενέργεια ή συμπεριφορά που τη χαρακτηρίζει η αδεξιότητα: Οι παραλείψεις και οι αδεξιότητες των διαπραγματευτών μάς οδήγησαν στη διπλωματική ήττα.

    [λόγ. αδέξι(ος) -ότης > -ότητα]

       
  • αδιαλυτότητα η [aδialitótita] Ο28 : (χημ.) ιδιότητα που έχουν ορισμένα στοιχεία να μη διαλύονται μέσα στο νερό ή και σε άλλα υγρά. ΑΝΤ διαλυτικότητα.

    [λόγ. αδιάλυτ(ος) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. indissolubilité]

       
  • αθλιότητα η [aθliótita] Ο28 : η ιδιότητα εκείνου που είναι άθλιος1. α. πολύ κακή κατάσταση: Οικονομική / κοινωνική / πνευματική / ηθική ~. Η χώρα θα βυθιστεί στην ~, αν παραμελήσει την εκπαίδευση. || δυστυχία, ταλαιπωρία: Ζει σε μεγάλη ~. β. (συνήθ. πληθ.) ανήθικη πράξη: Έκανε πολλές αθλιότητες για να πλουτίσει.

    [λόγ. < αρχ. ἀθλιότης, αιτ. -ητα]

       
  • αθωότητα η [aθoótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα του αθώου ανθρώπου. 1. έλλειψη ενοχής: Ο ύποπτος απέδειξε την αθωότητά του με ατράνταχτο άλλοθι. Αποδείχτηκε πανηγυρικά η ~ του κατηγορουμένου. 2. αγνότητα ή έλλειψη κακίας: Παρθενική / παιδική ~. 3. αφέλεια, έλλειψη εξυπνάδας, άγνοια: Γελούν όλοι με την αθωότητά του.

    [λόγ.: 1: ελνστ. ἀθῳότης, αιτ. -ητα· 2, 3: σημδ. γαλλ. innocence]

       
  • αιγιαλίτιδα [ejialítiδa] Ε (βλ. Ο28) : μόνο στο νομικό όρο ~ ζώνη*.

    [λόγ. < ελνστ. αἰγιαλῖτις, αιτ. -ιδα (ενν. γῆ) `που ανήκει στο γιαλό΄ σημδ. αγγλ. littoral zone ή γαλλ. zone cἄtière]

       
  • αινιγματικότητα η [eniγmatikótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα εκείνου που είναι αινιγματικός: Η ~ των λόγων / των πράξεων / της συμπεριφοράς κάποιου.

    [λόγ. αινιγματικ(ός) -ότης > -ότητα]

       
  • αισθαντικότητα η [esθandikótita] Ο28 : ψυχική ευαισθησία, συναισθηματισμός: Γυναικεία / καλλιτεχνική ~. Η αρχαία τραγωδία ερεθίζει την ~ των θεατών.

    [λόγ. αισθαντικ(ός) -ότης > -ότητα]

       
  • αισθηματικότητα η [esθimatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αισθηματικού.

    [λόγ. αισθηματικ(ός) -ότης > -ότητα]

       

Κλιτικό Παράδειγμα

 
  • Ρήματα




























  • Ουσιαστικά





































































  • Επίθετα



























Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα
















































  • Άλλες συντομογραφίες


























































Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός
    αεροναυτ. αεροναυτική
    αθλ. αθλητικός
    αιγυπτ. αιγυπτιακός
    αιτ. αιτιατική
    αιτιολ. αιτιολογικός
    άκλ. άκλιτος
    αλβ. αλβανικός
    αλλ. αλλαγή
    αναδαν. αναδανεισμός
    αναδιπλ. αναδιπλασιασμός
    αναδρ. αναδρομικός
    ανάλ. ανάλυση
    αναλ. αναλογία, αναλογικός
    ανάπτ. ανάπτυξη
    ανασυλλ. ανασυλλαβισμός
    ανατ. ανατομία, ανατομικός
    ανατολ. ανατολικός
    αναφ. αναφορικός
    άνθρ. άνθρωπος
    ανθρωπολ. ανθρωπολογία
    ανθρωπων. ανθρωπωνύμιο
    ανομ. ανομοίωση, ανομοιωτικός
    αντ., ΑΝΤ αντίθετος
    αντδ. αντιδάνειο
    αντιθ. αντιθετικός
    αντικ. αντικείμενο
    αντιμετάθ. αντιμετάθεση
    αντων. αντωνυμία
    αόρ., αορ. αόριστος, αορίστου, αοριστικός
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απαρχ. απαρχαιωμένος
    απλολ. απλολογία
    απλοπ. απλοποίηση
    αποβ. αποβολή
    απόδ. απόδοση
    αποηχηροπ. αποηχηροποίηση
    αποθ. αποθετικός
    απόλ. απόλυτος
    απρόσ. απρόσωπος
    αραβ. αραβικός
    αραμ. αραμαϊκός
    άρθρ. άρθρωση
    αριθμτ. αριθμητικό
    αρκτικόλ. αρκτικόλεξο
    αρμεν. αρμενικός
    άρν . άρνηση
    αρνητ. αρνητικός
    αρσ. αρσενικός
    αρχ. αρχαίος
    αρχαιολ. αρχαιολογία
    αρχιτ. αρχιτεκτονικός
    αστρολ. αστρολογία
    αστρον. αστρονομία
    αστροναυτ. αστροναυτική
    άτ. άτονος
    αττ. αττικός
    αυτοπ. αυτοπαθής
    αφηρ. αφηρημένος
    αφομ. αφομοίωση, αφομοιωτικός
    άψ. άψυχος
  • Β

    βεβ. βεβαιωτικός
    βεν. βενετικός
    βιολ. βιολογία
    βιοχημ. βιοχημεία
    βλ. βλέπε
    βλάχ. βλάχικος
    βόρ. βόρειος
    βοτ. βοτανική
    βουλγ. βουλγαρικός
  • Γ

    γαλλ. γαλλικός
    γεν. γενική
    γενικότ. γενικότερα
    γενοβ. γενοβέζικος
    γερμ. γερμανικός
    γεωγρ. γεωγραφία
    γεωλ. γεωλογία
    γεωμ. γεωμετρία
    γεωπ. γεωπονία
    γλ. γλώσσα
    γλυπτ. γλυπτική
    γλωσσ. γλωσσολογία
    γνωμ. γνωμικό
    γραμμ. γραμματική
    γυμν. γυμναστική
  • Δ

    δαν. δανεισμός
    δεικτ. δεικτικός
    δηλ. δηλαδή
    δημοτ. δημοτική
    διάκρ. διάκριση
    διάλ. διάλεκτος
    διαλεκτ. διαλεκτικός
    διάσπ. διάσπαση
    διαφ. διαφορετικός
    διαχ. διαχωριστικός
    διεθ. διεθνισμός
    δίκ. δίκαιο
    διστ. διστακτικός
    δίφθ. δίφθογγος
    διφθογγοπ. διφθογγοποίηση
    δοτ. δοτική
    δωρ. δωρικός
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός
    εθν. εθνικός
    εθνολ. εθνολογία
    ειδ. ειδικός
    ειδικότ. ειδικότερα
    ειρ. ειρωνικός
    εκ. εκατοστό
    εκκλ. εκκλησιαστικός
    έκφρ. έκφραση
    ελλην. ελληνικός
    ελνστ. ελληνιστικός
    έμψ. έμψυχος
    εν. ενικός
    εναλλ. εναλλαγή
    ενεργ. ενεργητικός
    ενεστ. ενεστώτας, ενεστωτικός
    ενν. εννοείται
    εξακολ. εξακολουθητικός
    εξέλ. εξέλιξη
    εξομάλ. εξομάλυνση
    επαγγελμ. επαγγελματικός
    επανάλ. επανάληψη
    επέκτ. επέκταση
    επίδρ. επίδραση
    επίθ., επιθ. επίθετο, επιθέτου, επιθετικός
    ΕΠΙΡΡ επίρρημα, επιρρηματικός
    επίρρ., επιρρ. επίρρημα, επιρρήματος, επιρρηματικός
    επίσ. επίσημος
    επιστ. επιστημονικός
    επιτατ. επιτατικός
    επιφ. επιφώνημα, επιφωνηματικός
    επών. επώνυμο
    ερρινοπ. ερρινοποίηση
    ερωτ. ερωτηματικός
    ετυμ. ετυμολογία, ετυμολογικός
    ευφ. ευφημισμός, ευφημιστικός
  • Ζ

    ζωγρ. ζωγραφική
    ζωολ. ζωολογία
  • Η

    ηθ. ηθική
    ηλεκτρολ. ηλεκτρολογία
    ηλεκτρον. ηλεκτρονική
    ημίφ., ημιφ. ημίφωνο, ημιφώνου
    ηχ. ηχηρός
    ηχηρ. ηχηρότητα
    ηχηροπ. ηχηροποίηση
    ηχομιμ. ηχομιμητικός
  • Θ

    θ. θέμα
    θέατρ. θέατρο
    θεολ. θεολογία
    θετ. θετικός
    θηλ. θηλυκός
    θρησκειολ. θρησκειολογία
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός
    ιατρ. ιατρικός
    ίδ. ίδιος
    ιδ. ιδίως
    ινδ. ινδικός
    ισπαν. ισπανικός
    ιστ. ιστορία, ιστορικός
    ισχυροπ. ισχυροποίηση
    ιταλ. ιταλικός
    ιων. ιωνικός
  • Κ

    κ.ά. και άλλα
    Κ.Δ. Καινή Διαθήκη
    κ.ε. και εξής
    κ.ο.κ. και ούτω καθεξής
    κατάλ. κατάληξη
    κατατ. κατατεθέν
    κινημ. κινηματογράφος
    κλητ. κλητική
    κλιτ. κλιτικός
    κοινων. κοινωνιολογία
    κπ. κάποιο( ν )
    κτ. κάτι
    κτγ. κατηγορούμενο
    κτητ. κτητικός
    κτλ. και τα λοιπά
    κύρ. κύριος
    κυρ. κυρίως
    κυριολ. κυριολεκτικός
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λαϊκ. λαϊκός
    λαϊκότρ. λαϊκότροπος
    λαογρ. λαογραφία
    λατ. λατινικός
    λόγ. λόγιος
    λογ. λογική
    λογιστ. λογιστική
    λογοτ. λογοτεχνικός
    μ.Χ. μετά Χριστόν
  • Μ

    μαγειρ. μαγειρική
    μαθημ. μαθηματικά
    μεγεθ. μεγεθυντικός
    μεε. μετοχή ενεργητικού ενεστώτα
    μειωτ. μειωτικός
    μέλλ. μέλλοντας
    μεσοφ. μεσοφωνηεντικός
    μετάθ. μετάθεση
    μετακ. μετακίνηση
    μεταπλ. μεταπλασμός
    μεταρ. μεταρηματικός
    μετεπιθ. μετεπιθετικός
    μετεπιρρ. μετεπιρρηματικός
    μετεωρ. μετεωρολογία
    μετον. μετονοματικος
    μετουσ. μετουσιαστικός
    μετρ. μετρική
    μηχ. μηχανική
    μηχανολ. μηχανολογία
    μορφολ. μορφολογικός
    μουσ. μουσική
    μπε. μετοχή παθητικού ενεστώτα
    μππ. μετοχή παθητικού παρακειμένου
    μσν. μεσαιωνικός
    μσνλατ. μεσαιωνικό λατινικό
    μτφ. μεταφορικός
    μτφρδ. μεταφραστικό δάνειο
    μτχ. μετοχή
    μυθ. μυθολογία
  • Ν

    ναυτ. ναυτικός
    νεοελλ. νεοελληνικός
    νεολ. νεολογισμός
    νεότ. νεότερος
    νλατ. νεολατινικός
    νομ. νομική
    νότ. νότιος
  • Ο

    οικ. οικείος
    οικοδ. οικοδομική
    οικολ. οικολογία
    οικον. οικονομία
    ολλανδ. ολλανδικός
    όμ. όμοιος
    όν., ον. όνομα, ονόματος
    ονομ. ονομαστική
    οπτ. οπτική
    ορθογρ. ορθογραφία, ορθογραφικός
    οριστ. οριστική, οριστικός
    ορυκτ. ορυκτολογία
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
    ουσιαστικοπ. ουσιαστικοποιημένος,ουσιαστικοποίηση
  • Π

    Π.Δ. Παλαιά Διαθήκη
    π.Χ. προ Χριστού
    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παθ. παθητικός
    παιδ. παιδικός
    παλ. παλαιός
    παλαιοντ. παλαιοντολογία
    παλαιότ. παλαιότερος
    ΠΑΡ παροιμία
    ΠΑΡ έκφρ. παροιμιακή έκφραση
    ΠΑΡ ΦΡ παροιμιακή φράση
    παράγ. παράγωγος
    παράλ. παράλειψη
    παραλ. παραλήγουσα
    παράλλ. παράλληλος
    παρετυμ. παρετυμολογία, παρετυμολογικός
    παρωχ. παρωχημένος
    πατριδων. πατριδωνυμικός
    περιλ. περιληπτικός
    περσ. περσικός
    πληθ. πληθυντικός
    πληροφ. πληροφορική
    ποδ. ποδόσφαιρο
    ποιητ. ποιητικός
    πολ. πολιτική
    πολλαπλ. πολλαπλασιαστικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός
    ποσ. ποσοτικός
    πρβ. παράβαλε
    πργ. πράγμα
    πρκ. παρακείμενος
    προέλ. προέλευση
    προηγ. προηγούμενος
    πρόθ. πρόθεση
    προπαραλ. προπαραλήγουσα
    πρόσ., προσ. πρόσωπο, προσώπου, προσωπικός
    προσαρμ. προσαρμογή
    προστ. προστακτική
    προσφών. προσφώνηση
    πρότ. πρόταση
    προτακτ. προτακτικός
    προφ. προφορά, προφορικός
    προχωρ. προχωρητικός
    πρτ. παρατατικός
    πτ. πτώση
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ραπτ. ραπτική
    ρηματ. ρηματικός
    ρητορ. ρητορικός
    ριν. ρινικός
    ρουμ. ρουμανικός
    ρωσ. ρωσικός
  • Σ

    σανσκρ. σανσκριτικός
    σελ. σελίδα
    σημ. σημασία
    σημασιολ. σημασιολογικός
    σημδ. σημασιολογικό δάνειο
    σημερ. σημερινός
    σημιτ. σημιτικός
    σκωπτ. σκωπτικός
    σλαβ. σλαβικός
    σπάν. σπάνιος
    σπανιότ. σπανιότερα
    στατ. στατιστικός
    στερ. στερητικός
    στιγμ. στιγμιαίος
    στρατ. στρατιωτικός
    συγγ. συγγενής
    συγκ. συγκοπή
    σύγκρ. σύγκρινε
    συγκρ. συγκριτικός
    συμπερ. συμπερασματικός
    σύμπλ., συμπλ. σύμπλεγμα, συμπλέγματος
    συμπλεκτ. συμπλεκτικός
    συμπροφ. συμπροφορά
    σύμπτ. σύμπτωση
    σύμφ., συμφ. σύμφωνο, συμφώνου, συμφωνικός
    συμφυρ. συμφυρμός
    συν., ΣΥΝ συνώνυμος
    συναίρ. συναίρεση
    συναισθ. συναισθηματικά φορτισμένη λέξη
    σύνδ., συνδ. σύνδεσμος, συνδέσμου
    συνεκδ. συνεκδοχικός
    συνήθ. συνήθως
    συνηρ. συνηρημένος
    σύνθ. σύνθετος, σύνθεση
    συνθ. συνθετικό
    συνίζ. συνίζηση
    συνοπτ. συνοπτικός
    σύντ. σύνταξη
    συντ. συντακτικός
    συντελ. συντελεσμένος
    σύντμ. σύντμηση
    συντομογρ. συντομογραφία
    σχ. σχήμα
    σχημ. σχηματισμός
  • Τ

    τ. τύπος
    τ.μ. τετραγωνικά μέτρα
    τακτ. τακτικός
    τελ. τελικός
    τεχν. τεχνικός
    τεχνολ. τεχνολογία
    τηλεόρ. τηλεόραση
    τον . τονισμός
    τοπ. τοπικός
    τοπων. τοπωνύμιο
    τοσκ. τοσκανικός
    τουρκ. τουρκικός
    τροπ. τροπικός
    τροποπ. τροποποίηση
    τσιγγ. τσιγγάνικος
    τυπ. τυπογραφία
  • Υ

    υβρ. υβριστικός
    υπ. υποκείμενο
    υπερ. υπερωικός
    υπερθ. υπερθετικός
    υπερσ. υπερσυντέλικος
    υποθ. υποθετικός
    ΥΠΟΚΟΡ υποκοριστικό
    υποκορ. υποκοριστικό
    υπόλ. υπόλοιπος
    υποτ. υποτακτική
    υποχωρ. υποχωρητικός
    υστλατ. υστερολατινικός
  • Φ

    φαρμ. φαρμακολογία
    φιλολ. φιλολογία, φιλολογικός
    φιλοσ. φιλοσοφία, φιλοσοφικός
    φιλοτ. φιλοτελισμός
    φοινικ. φοινικικός
    φρ., ΦΡ φράση
    φυσ. φυσική
    φυσιολ. φυσιολογία
    φων. φωνήεν
    φωνηεντ. φωνηεντικός
    φωνητ. φωνητική
    φωνολ. φωνολογία
    φωτογρ. φωτογραφία
  • Χ

    χασμ. χασμωδία
    χγφ. χειρόγραφο
    χειλ. χειλικός
    χημ. χημεία, χημικός
    χλευ. χλευαστικός
    χρ. χρήση
    χρον. χρονικός
  • Ψ

    ψυχ. ψυχολογία
    ψυχαν. ψυχανάλυση
    ψυχιατρ. ψυχιατρική

Σύμβολα

Στο ερμηνευτικό τμήμα του λήμματος
& συνδέει τους δεύτερους τύπους ενός λήμματος ή υπολήμματος με τον κύριο τύπο
[ ] περικλείουν την προφορά μιας λέξης
: εισάγει στο σημασιολογικό τμήμα ενός λήμματος
~ αντικαθιστά τον ακριβή κύριο τύπο του λήμματος ή του υπολήμματος στα παραδείγματα
D εισάγει υπολήμματα που δεν καταχωρίζονται ως ξεχωριστά λήμματα
|| χωρίζει σημασίες ή παραδείγματα και δηλώνει επέκταση ή μικρή διαφοροποίηση
/ χωρίζει καταλήξεις και συσσωρευμένα παραδείγματα
* παραπέμπει για ανάλυση σε άλλο λήμμα
-> παραπέμπει σε άλλο λήμμα
Στο ετυμολογικό τμήμα του λήμματος
[ ] περικλείουν όλο το ετυμολογικό τμήμα ενός λήμματος
· (άνω τελεία) διαχωρίζει τις ετυμολογίες διάφορων λέξεων, σημασιών ή τύπων
( ) περικλείουν το μέρος της λέξης που δεν χρησιμεύει ως βάση της νέας παραγωγής
> δηλώνει ότι η λέξη που βρίσκεται δεξιά του προέρχεται από τη λέξη που βρίσκεται αριστερά του
< δηλώνει ότι η λέξη που βρίσκεται αριστερά του προέρχεται από τη λέξη που βρίσκεται δεξιά του
+ ενώνει τα συνθετικά μέρη μιας σύνθετης λέξης
- δηλώνει ότι αναγράφεται μόνο το θέμα μιας λέξης ή μόνο κάποιο παράθημα (πρόθημα ή επίθημα)
* δηλώνει ότι ο τύπος που ακολουθεί είναι υποθετικός
' ' περικλείουν μεταφράσματα

Ομάδα εργασίας

Α΄ έκδοση του Ηλεκτρονικού Κόμβου

Επιστημονική ευθύνη
I.N. Kαζάζης
Συντονισμός
Α. Καραμήτρου, Ρ. Τσοκαλίδου, Α. Χατζηδάκη
Εποπτεία Ηλεκτρονικής Υλοποίησης
Κ. Βεζερίδης

Β΄ έκδοση της Πύλης για την ελληνική γλώσσα

Επιστημονική ευθύνη
Δ. Κουτσογιάννης
Μελέτη επανασχεδιασμού του περιβάλλοντος και συντονισμός
Ι. Χαλισιάνη, Αθ. Ράλλη
Διδακτικό πλαίσιο και προτάσεις
Δ. Κουτσογιάννης, Ι. Χαλισιάνη, Αθ. Ράλλη
Τεχνική Υλοποίηση
Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ)

Γ΄ έκδοση της Πύλης για την ελληνική γλώσσα

Επιστημονική ευθύνη
Δ. Κουτσογιάννης
Τεχνική Υλοποίηση
Θεοδωρίδης Κωνσταντίνος