Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη)

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη)


Εισαγωγή

Το Λεξικό της κοινής νεοελληνικής είναι ένα σύγχρονο και πλήρες ερμηνευτικό, ορθογραφικό και ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής. Εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 1998 από το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και αποτελεί αποτέλεσμα πολύχρονης και συστηματικής επεξεργασίας. Είναι το πρώτο λεξικό της νεοελληνικής που έθεσε επιστημονικές λεξικογραφικές αρχές και επηρέασε με τον τρόπο αυτό καθοριστικά τη σημερινή νεοελληνική λεξικογραφική πραγματικότητα. Από τις σημαντικές καινοτομίες του αξίζει να τονιστούν ιδιαίτερα η ύπαρξη φωνητικής μεταγραφής, η σύνδεση κάθε λήμματος με το κλιτικό του παράδειγμα και η προσπάθεια καταγραφής όσο το δυνατόν μεγαλύτερου αριθμού εκφράσεων και φράσεων της νέας ελληνικής. Η εγκυρότητα της ετυμολογικής προσέγγισης είναι επίσης από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματά του.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
    -  
 
Βρέθηκαν 300 εγγραφές  [0-20]

  Κλ.Παράδειγμα : Ο19

  • άγγελος 1 ο [ángelos] Ο19 : 1α.πνεύμα, αόρατη δύναμη που εκτελεί τη βούληση του Θεού: ~ Κυρίου / πρωτοστάτης. || Φύλακας ~, που οδηγεί και προστατεύει τον πιστό. ΦΡ βλέπει τον άγγελό του, ψυχορραγεί, ψυχομαχάει, αγγελοκρούεται. είδα τον άγγελό μου, τρόμαξα πάρα πολύ. δε δίνει του αγγέλου του νερό / ούτε στον άγγελό του νερό, είναι πολύ τσιγκούνης. (έκφρ.) καλός (μου, σου, του κτλ.) ~ / φύλακας ~, για άνθρωπο που συμπαραστέκεται, προστατεύει κπ. || Μαλλιά* αγγέλου. β. (πληθ.) Άγγελοι, ονομασία ενός από τα τάγματα των αγγέλων. 2. (μτφ.) α. καλός, αθώος, πονόψυχος άνθρωπος: ~ καλοσύνης. Άγγελέ μου!, συναισθηματικά φορτισμένη προσφώνηση. β. (συνήθ. για γυναίκα) όμορφη και αιθέρια: Η ομορφιά της δεν περιγράφεται, είναι σωστός ~.
    αγγελάκι το ΥΠΟΚΟΡ στη σημ. 1.
    αγγελούδι το ΥΠΟΚΟΡ συνήθ. α. για όμορφο παιδί. β. στη σημ. 2α και ειρωνικά: Μη μας κάνεις το ~. γ. συχνά για μικρό παιδί που πέθανε.
    αγγελουδάκι το ΥΠΟΚΟΡ συνήθ. για μικρό παιδί.

    [ελνστ. ἄγγελος, αρχ. σημ.: `αγγελιοφόρος΄ (δες άγγελος 2) σημδ. (ελνστ.) εβρ. mal΄ākh· άγγελ(ος) -ούδι]

       
  • αεροδιάδρομος ο [aeroδiáδromos] Ο19 : οριοθετημένος διάδρομος στην ατμόσφαιρα, μέσα στον οποίο η πτήση αεροσκαφών είναι απόλυτα ελεγχόμενη.

    [λόγ. αερο- + διάδρομος μτφρδ. αγγλ. air corridor]

       
  • αεροθάλαμος ο [aeroθálamos] Ο19 : 1.θάλαμος όπου αποθηκεύεται αέρας: Ο ~ της τορπίλης. Ο ~ ενός τροχού, η σαμπρέλα. 2. ο γεμάτος αέρα χώρος που βρίσκεται σε ένα από τα δύο άκρα του αυγού: Το μέγεθος του αεροθαλάμου μάς επιτρέπει να διαπιστώσουμε αν ένα αυγό είναι φρέσκο ή όχι.

    [λόγ. αερο- + θάλαμος μτφρδ. γαλλ. chambre à air]

       
  • αίγαγρος ο [éγaγros] Ο19 : ζώο σε άγρια κατάσταση που μοιάζει με την κατσίκα· αγριόγιδο, αγριοκάτσικο.

    [λόγ. < ελνστ. αἴγαγρος]

       
  • αιμόλεμφος ο [emólemfos] Ο19 : (φυσιολ.) το αίμα των ασπόνδυλων ζώ ων.

    [λόγ. < διεθ. hemo- = αιμο- + lymph = λέμφος (δες λ.)]

       
  • Αίολος ο [éolos] Ο19 : ο θεός των ανέμων στους αρχαίους Έλληνες, στη ΦΡ ανοίγω τους ασκούς* του Αιόλου.

    [λόγ. < αρχ. Αἴολος]

       
  • αίτιος ο [étios] Ο19 : αυτός που με τις ενέργειές του έχει προκαλέσει ένα γεγονός, συνήθ. δυσάρεστο: Κατάρα / ανάθεμα στον αίτιο! Ο ~ της συμφοράς / καταστροφής / ευτυχίας / δυστυχίας. Ας όψεται ο ~! Βασικός ~ ή κυριότερος ~, πρωταίτιος.

    [λόγ. < αρχ. αἴτιος]

       
  • ακόλουθος ο [akóluθos] Ο19 θηλ. ακόλουθος [akóluθos] Ο36 : 1.αυτός που συνοδεύει κάποιο υψηλό κυρίως πρόσωπο, ως φύλακας, υπηρέτης κτλ.: Οι ακόλουθοι του βασιλιά. 2. ο πρώτος (κατώτερος) βαθμός στην ιεραρχία των διπλωματών: Υπηρετεί στην ελληνική πρεσβεία της Ρώμης ως (διπλωματικός) ~. || ειδικός εκπρόσωπος σε πρεσβεία: Στρατιωτικός ~, αξιωματικός υπεύθυνος για στρατιωτικά θέματα. ~ τύπου, υπεύθυνος για την ενημέρωση. Εμπορικός / μορφωτικός ~, υπεύθυνοι για τους αντίστοιχους τομείς.

    [λόγ. < αρχ. ἀκόλουθος (στη σημ. 1)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

       
  • αλφάβητος ο [alfávitos] Ο19 : (φιλολ.) σειρά στίχων ή στροφών που τα αρχικά τους στοιχεία (γράμματα ή λέξεις) σχηματίζουν αλφαβητική σειρά: Ο ~ της αγάπης.

    [ελνστ. ἀλφάβητος `αλφάβητο΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

       
  • αμπελοφιλόσοφος ο [ambelofilósofos] Ο19 : αυτός που αναπτύσσει θεωρίες με σοβαροφανή και κοινότοπα επιχειρήματα.

    [λόγ. αμπελο- + φιλόσοφος]

       
  • ανάδοχος ο [anáδoxos] Ο19 θηλ. ανάδοχος [anáδoxos] Ο36 : νονόςI.

    [λόγ. < ελνστ. ἀνάδοχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

       
  • άνεμος ο [ánemos] Ο19 : κίνηση μάζας ατμοσφαιρικού αέρα που οφείλεται στις διαφορετικές και μεταβαλλόμενες ατμοσφαιρικές συνθήκες, στη διαφορά θερμοκρασίας από έναν τόπο σε άλλο και έχει ορισμένη κατεύθυνση και δύναμη· (πρβ. αέρας): ~ ασθενής / μέτριος / δυνατός / ισχυρός / σφοδρός. Βόρειος ~, βοριάς. Νότιος ~, νοτιάς. Περιοδικοί / τοπικοί άνεμοι. Πνέει / σηκώνεται ~. Ξαφνικά σηκώθηκε ένας ~ και μας πήρε την ομπρέλα. (Ορμώ) σαν ~, με τη βιαιότητα, την ορμή του ανέμου· (πρβ. σίφουνας). ΦΡ και εκφράσεις περί ανέμων και υδάτων*. φτερό* στον άνεμο. κτ. πάει κατ΄ ανέμου, για καταστροφή. κόντρα στον άνεμο, αντίθετα προς τις επικρατούσες κοινωνικές τάσεις. (πάω) όπου φυσάει ο ~, για άνθρωπο που δεν είναι σταθερός, που μεταβάλλει γρήγορα και κατά περίπτωση απόψεις, ιδέες κτλ., ανάλογα με ό,τι επικρατεί κάθε φορά στην κοινωνία. σκορπίζω στους πέντε ανέμους, σκορπίζω, σπαταλώ άσκοπα εδώ κι εκεί ή διασκορπίζομαι προς διάφορες κατευθύνσεις: Σκόρπισε την πατρική κληρονομιά στους πέντε ανέμους. Τα παιδιά της σκόρπισαν / σκορπίστηκαν στους πέντε ανέμους· ΣΥΝ ΦΡ σκορπίζω στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. ΠΑΡ Όποιος σπέρνει* ανέμους, θερίζει θύελλες. || (μτφ.): Φυσάει / πνέει (ένας) ~, επικρατεί κατάσταση, υπάρχει κλίμα, διάθεση για κτ.: Φύσηξε ένας ~ ανανέωσης. Πνέει ~ ελευθερίας / αλλαγής / αισιοδοξίας.

    [αρχ. & λόγ. < αρχ. ἄνεμος]

       
  • ανθρακέμπορος ο [anθrakémboros] Ο19 & ανθρακέμπορας ο [anθrakémboras] Ο5 : ο έμπορος που αγοράζει και πουλάει σε μεγάλες ποσότητες άνθρακα, κυρίως ορυκτό· καρβουνέμπορος.

    [λόγ. ανθρακ(ο)- + -έμπορος μτφρδ. αγγλ. coal merchant· ανθρακέμπορ(ος) μεταπλ. -ας κατά το έμπορος > έμπορας]

       
  • άνθρωπος ο [ánθropos] Ο19 λαϊκότρ. πληθ. και ανθρώποι : I.(ανθρωπολ.) ον που ανήκει στην ανώτατη ομάδα των πρωτευόντων θηλαστικών και που έχει ως κύρια χαρακτηριστικά την όρθια στάση, τη λογική και τον έναρθρο λόγο: Ο ~ ανήκει στο ζωικό βασίλειο. Η ανατομία / η φυσιολογία του ανθρώπου. || ο άνθρωπος ως εκπρόσωπος του ανθρώπινου γένους, σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ζωικού βασιλείου: Ο προϊστορικός ~. Ο ~ των σπηλαίων. Θεωρίες για την καταγωγή του ανθρώπου. Ο αγώνας του ανθρώπου για να υποτάξει τη φύση. Ο ~ είναι θνητός. || (πληθ.) το σύνολο των ανθρώπων, η ανθρωπότητα. II1. ο άνθρωπος ως μονάδα, ως άτομο με ιδιαίτερες σωματικές, πνευματικές και ψυχικές ιδιότητες: Ένας ψηλός / κοντός / ωραίος / άσχημος / έξυπνος / κουτός / ευαίσθητος / σκληρός ~. Αυτός είναι ~ εργατικός. ~ των άκρων. Ο μέσος* ~. Μισός* ~. (έκφρ.) γίνομαι άλλος ~, αλλάζω εντελώς ως προς τη συμπεριφορά μου, τα συναισθήματά μου ή την εξωτερική μου εμφάνιση, προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο. σαν ένας ~, όλοι μαζί, με ομοθυμία. ενώπιον* Θεού και ανθρώπων. || (επιτατικά): Νοικοκύρης / οικογενειάρχης / γέρος / νέος ~: Δεν ντρέπεται νοικοκύρης ~ να ξενυχτάει και να χαρτοπαίζει! Ζητάς από μένα, γέρο άνθρωπο, να σηκωθώ για να καθίσεις! || το άτομο ως απόλυτη ηθική αξία: Πιστεύω στον άνθρωπο. Πάνω από όλα τοποθετώ τον άνθρωπο. Έθεσε τη ζωή του στην υπηρεσία του ανθρώπου. || (εκκλ.): Ο Υιός του Ανθρώπου, ο Χριστός. α. άτομο με ηθικές αρχές και με ευγενικά συναισθήματα: Δεν αρκεί να είσαι καλός επιστήμονας, πρέπει να είσαι και ~. Αυτός δεν είναι ~, για σκληρό ή χυδαίο άτομο. || (έκφρ.) γίνομαι ~ / κάνω κπ. άνθρωπο, ηθικό και χρήσιμο πολίτη. β. ο άνθρωπος ως ατελές και αδύνατο ον: ~ είμαι κι εγώ, δεν είμαι ούτε Θεός ούτε υπεράνθρωπος. Άνθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε. (έκφρ.) τα λάθη* είναι για τους ανθρώπους. || Άνθρωπέ μου, τι είναι αυτά που λες / τι θέλεις εδώ!, επικριτικά ή για να εκφράσουμε δυσάρεστη έκπληξη. γ. ο άνθρωπος ως ον με ιδιαίτερα δικαιώματα στη ζωή έναντι των άλλων πλασμάτων: Μου συμπεριφέρθηκε σαν να μην είμαι ~. ~ είμαι, δεν είμαι ζώο / σκυλί. Ζει σαν ~ / πέθανε σαν ~, αξιοπρεπώς, χωρίς στερήσεις ή βάσανα. δ. το άτομο, από τη σκοπιά της προσωπικής του ζωής: Μελέτη που εξετάζει το Σολωμό ως ποιητή και ως άνθρωπο. Ο Βενιζέλος ως πολιτικός και ως ~. Ο ~ Σεφέρης. 2. ο άνθρωπος στη σχέση του με τους άλλους ανθρώπους. α. στενός συγγενής: Έχασε τον άνθρωπό του. Κινδυνεύει ο άνθρωπός μας. Αυτός είναι ο άνθρωπός μου, σύζυγος, σύντροφος. β. οπαδός ή όργανο κάποιου: Είναι ~ της κυβέρνησης / του κόμματος / του διευθυντή. Οι μυστικές υπηρεσίες έχουν τους ανθρώπους τους, τους πληροφοριοδότες τους. γ. αυτός που, συνήθ. με αμοιβή, βοηθάει κπ., του παρέχει τις υπηρεσίες του: Χρειάζομαι άνθρωπο για το σπίτι, οικιακή βοηθό. Δε βρίσκω άνθρωπο για να μου διορθώσει τα υδραυλικά. Έστειλα άνθρωπο να τους ειδοποιήσει. 3. για κπ. που ασχολείται με έναν ειδικό τομέα, που κινείται σε κπ. (επαγγελματικό, κοινωνικό κ.ά.) χώρο ή που επιδίδεται με αφοσίωση σε κτ. (με γεν. που δηλώνει τη συγκεκριμένη δραστηριότητα): Είναι ~ του θεάτρου. Οι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών / του εμπορίου. Είναι ~ της δουλειάς και ξέρει, ενός συγκεκριμένου επαγγέλματος. Είναι ~ της μελέτης / της δουλειάς, του αρέσει να μελετά / να δουλεύει. ~ των σαλονιών, κοσμικός. ~ της θάλασσας, ναυτικός. ~ της δράσης. (έκφρ.) ~ της πένας*. ~ της πιάτσας*. ~ του κόσμου*. || για κπ. που τον χαρακτηρίζει κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα: Είναι ~ που αγωνίζεται. Αυτός δεν είναι ~ που θα αθετήσει το λόγο του. (έκφρ.) ~ κλειδί*. 4. (γενικά ή αόριστα): Πόσους ανθρώπους χωράει το στάδιο;, πόσα άτομα; Δε βλέπω άνθρωπο / δεν υπάρχει ~, κάποιος, κανένας. || (πληθ.) κόσμος: Μαζεύτηκαν πολλοί άνθρωποι. Οι άνθρωποι συνηθίζουν να κρίνουν και να κατακρίνουν.
    ανθρωπάκι το ΥΠΟΚΟΡ 1α. (συναισθ.) μικρό παιδί. β. μικρόσωμος άνθρωπος ή μικρογραφία ανθρώπου. 2. χαρακτηρισμός ανθρώπου: α. ασήμαντου και ανίσχυρου, που προκαλεί τον οίκτο ή τη συμπάθεια. β. τιποτένιου, χωρίς αξιοπρέπεια, που προκαλεί την περιφρόνηση ή την αποστροφή: Κανένας δεν έχει το θάρρος της γνώμης, είναι όλοι τους ανθρωπάκια.
    ανθρωπάκος ο ΥΠΟΚΟΡ 1. ανθρωπάκι1. 2. χαρακτηρισμός ανθρώπου που είναι άξιος οίκτου και συμπάθειας, κακομοίρης· ανθρωπάκι: Τι σου ΄φταιξε ο ~ και τον κυνηγάς;

    [I, II1: αρχ. ἄνθρωπος· II2-4: λόγ. σημδ. γαλλ. homme· άνθρωπ(ος) -άκος]

       
  • ανταρτοπόλεμος ο [andartopólemos] Ο19 : 1.η τακτική που ακολουθούν οι αντάρτες· αντάρτικο, κλεφτοπόλεμος: Ασκήσεις ανταρτοπολέμου. 2. πόλεμος εναντίον ανταρτών.

    [λόγ. αντάρτ(ης) -ο- + πόλεμος μτφρδ. αγγλ. guerilla war]

       
  • αντιδήμαρχος ο [andiδímarxos] Ο19 θηλ. αντιδήμαρχος [andiδímarxos] Ο36 : μέλος του δημοτικού συμβουλίου που στην ιεραρχία βρίσκεται αμέσως μετά το δήμαρχο και έχει την εποπτεία ενός συγκεκριμένου τομέα: Ο ~ για την καθαριότητα / για τα πάρκα.

    [λόγ. αντι- δήμαρχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

       
  • αντίδικος ο [andíδikos] Ο19 θηλ. αντίδικος [andíδikos] Ο36 : (νομ.) ο καθένας από τους δύο διαδίκους σε δικαστικό αγώνα: Οι αντίδικοι συμβιβάστηκαν και έτσι η δίκη ματαιώθηκε.

    [λόγ. < αρχ. ἀντίδικος ὁ, ἡ]

       
  • αντιθάλαμος ο [andiθálamos] Ο19 : (λόγ.) ο προθάλαμος.

    [λόγ. αντι- + θάλαμος μτφρδ. ιταλ. anticamera ή μέσω του γαλλ. antichambre (anti- = αντι-)]

       
  • αντίκλητος ο [andíklitos] Ο19 : (νομ.) πληρεξούσιος που εξουσιοδοτείται κυρίως για την παραλαβή εγγράφων.

    [λόγ. αντι- κλητ(ός) -ος]

       
  • αντιπρόεδρος ο [andipróeδros] Ο19 θηλ. αντιπρόεδρος [andipróeδros] Ο36 & (οικ.) αντιπροεδρίνα [andiproeδrína] Ο26 : αξιωματούχος που αναπληρώνει τον πρόεδρο, όταν λείπει ή αδυνατεί να εκτελέσει τα καθήκοντά του: Ο ~ της κυβερνήσεως / της βουλής. Ο ~ του διοικητικού συμβουλίου. Είναι ~ του δημοτικού συμβουλίου. Πρώτος / δεύτερος ~.

    [λόγ. αντι- πρόεδρος μτφρδ. γαλλ. vice-président· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· αντιπρόεδρ(ος) -ίνα]

       

Κλιτικό Παράδειγμα

 
  • Ρήματα




























  • Ουσιαστικά





































































  • Επίθετα



























Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα
















































  • Άλλες συντομογραφίες


























































Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός
    αεροναυτ. αεροναυτική
    αθλ. αθλητικός
    αιγυπτ. αιγυπτιακός
    αιτ. αιτιατική
    αιτιολ. αιτιολογικός
    άκλ. άκλιτος
    αλβ. αλβανικός
    αλλ. αλλαγή
    αναδαν. αναδανεισμός
    αναδιπλ. αναδιπλασιασμός
    αναδρ. αναδρομικός
    ανάλ. ανάλυση
    αναλ. αναλογία, αναλογικός
    ανάπτ. ανάπτυξη
    ανασυλλ. ανασυλλαβισμός
    ανατ. ανατομία, ανατομικός
    ανατολ. ανατολικός
    αναφ. αναφορικός
    άνθρ. άνθρωπος
    ανθρωπολ. ανθρωπολογία
    ανθρωπων. ανθρωπωνύμιο
    ανομ. ανομοίωση, ανομοιωτικός
    αντ., ΑΝΤ αντίθετος
    αντδ. αντιδάνειο
    αντιθ. αντιθετικός
    αντικ. αντικείμενο
    αντιμετάθ. αντιμετάθεση
    αντων. αντωνυμία
    αόρ., αορ. αόριστος, αορίστου, αοριστικός
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απαρχ. απαρχαιωμένος
    απλολ. απλολογία
    απλοπ. απλοποίηση
    αποβ. αποβολή
    απόδ. απόδοση
    αποηχηροπ. αποηχηροποίηση
    αποθ. αποθετικός
    απόλ. απόλυτος
    απρόσ. απρόσωπος
    αραβ. αραβικός
    αραμ. αραμαϊκός
    άρθρ. άρθρωση
    αριθμτ. αριθμητικό
    αρκτικόλ. αρκτικόλεξο
    αρμεν. αρμενικός
    άρν . άρνηση
    αρνητ. αρνητικός
    αρσ. αρσενικός
    αρχ. αρχαίος
    αρχαιολ. αρχαιολογία
    αρχιτ. αρχιτεκτονικός
    αστρολ. αστρολογία
    αστρον. αστρονομία
    αστροναυτ. αστροναυτική
    άτ. άτονος
    αττ. αττικός
    αυτοπ. αυτοπαθής
    αφηρ. αφηρημένος
    αφομ. αφομοίωση, αφομοιωτικός
    άψ. άψυχος
  • Β

    βεβ. βεβαιωτικός
    βεν. βενετικός
    βιολ. βιολογία
    βιοχημ. βιοχημεία
    βλ. βλέπε
    βλάχ. βλάχικος
    βόρ. βόρειος
    βοτ. βοτανική
    βουλγ. βουλγαρικός
  • Γ

    γαλλ. γαλλικός
    γεν. γενική
    γενικότ. γενικότερα
    γενοβ. γενοβέζικος
    γερμ. γερμανικός
    γεωγρ. γεωγραφία
    γεωλ. γεωλογία
    γεωμ. γεωμετρία
    γεωπ. γεωπονία
    γλ. γλώσσα
    γλυπτ. γλυπτική
    γλωσσ. γλωσσολογία
    γνωμ. γνωμικό
    γραμμ. γραμματική
    γυμν. γυμναστική
  • Δ

    δαν. δανεισμός
    δεικτ. δεικτικός
    δηλ. δηλαδή
    δημοτ. δημοτική
    διάκρ. διάκριση
    διάλ. διάλεκτος
    διαλεκτ. διαλεκτικός
    διάσπ. διάσπαση
    διαφ. διαφορετικός
    διαχ. διαχωριστικός
    διεθ. διεθνισμός
    δίκ. δίκαιο
    διστ. διστακτικός
    δίφθ. δίφθογγος
    διφθογγοπ. διφθογγοποίηση
    δοτ. δοτική
    δωρ. δωρικός
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός
    εθν. εθνικός
    εθνολ. εθνολογία
    ειδ. ειδικός
    ειδικότ. ειδικότερα
    ειρ. ειρωνικός
    εκ. εκατοστό
    εκκλ. εκκλησιαστικός
    έκφρ. έκφραση
    ελλην. ελληνικός
    ελνστ. ελληνιστικός
    έμψ. έμψυχος
    εν. ενικός
    εναλλ. εναλλαγή
    ενεργ. ενεργητικός
    ενεστ. ενεστώτας, ενεστωτικός
    ενν. εννοείται
    εξακολ. εξακολουθητικός
    εξέλ. εξέλιξη
    εξομάλ. εξομάλυνση
    επαγγελμ. επαγγελματικός
    επανάλ. επανάληψη
    επέκτ. επέκταση
    επίδρ. επίδραση
    επίθ., επιθ. επίθετο, επιθέτου, επιθετικός
    ΕΠΙΡΡ επίρρημα, επιρρηματικός
    επίρρ., επιρρ. επίρρημα, επιρρήματος, επιρρηματικός
    επίσ. επίσημος
    επιστ. επιστημονικός
    επιτατ. επιτατικός
    επιφ. επιφώνημα, επιφωνηματικός
    επών. επώνυμο
    ερρινοπ. ερρινοποίηση
    ερωτ. ερωτηματικός
    ετυμ. ετυμολογία, ετυμολογικός
    ευφ. ευφημισμός, ευφημιστικός
  • Ζ

    ζωγρ. ζωγραφική
    ζωολ. ζωολογία
  • Η

    ηθ. ηθική
    ηλεκτρολ. ηλεκτρολογία
    ηλεκτρον. ηλεκτρονική
    ημίφ., ημιφ. ημίφωνο, ημιφώνου
    ηχ. ηχηρός
    ηχηρ. ηχηρότητα
    ηχηροπ. ηχηροποίηση
    ηχομιμ. ηχομιμητικός
  • Θ

    θ. θέμα
    θέατρ. θέατρο
    θεολ. θεολογία
    θετ. θετικός
    θηλ. θηλυκός
    θρησκειολ. θρησκειολογία
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός
    ιατρ. ιατρικός
    ίδ. ίδιος
    ιδ. ιδίως
    ινδ. ινδικός
    ισπαν. ισπανικός
    ιστ. ιστορία, ιστορικός
    ισχυροπ. ισχυροποίηση
    ιταλ. ιταλικός
    ιων. ιωνικός
  • Κ

    κ.ά. και άλλα
    Κ.Δ. Καινή Διαθήκη
    κ.ε. και εξής
    κ.ο.κ. και ούτω καθεξής
    κατάλ. κατάληξη
    κατατ. κατατεθέν
    κινημ. κινηματογράφος
    κλητ. κλητική
    κλιτ. κλιτικός
    κοινων. κοινωνιολογία
    κπ. κάποιο( ν )
    κτ. κάτι
    κτγ. κατηγορούμενο
    κτητ. κτητικός
    κτλ. και τα λοιπά
    κύρ. κύριος
    κυρ. κυρίως
    κυριολ. κυριολεκτικός
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λαϊκ. λαϊκός
    λαϊκότρ. λαϊκότροπος
    λαογρ. λαογραφία
    λατ. λατινικός
    λόγ. λόγιος
    λογ. λογική
    λογιστ. λογιστική
    λογοτ. λογοτεχνικός
    μ.Χ. μετά Χριστόν
  • Μ

    μαγειρ. μαγειρική
    μαθημ. μαθηματικά
    μεγεθ. μεγεθυντικός
    μεε. μετοχή ενεργητικού ενεστώτα
    μειωτ. μειωτικός
    μέλλ. μέλλοντας
    μεσοφ. μεσοφωνηεντικός
    μετάθ. μετάθεση
    μετακ. μετακίνηση
    μεταπλ. μεταπλασμός
    μεταρ. μεταρηματικός
    μετεπιθ. μετεπιθετικός
    μετεπιρρ. μετεπιρρηματικός
    μετεωρ. μετεωρολογία
    μετον. μετονοματικος
    μετουσ. μετουσιαστικός
    μετρ. μετρική
    μηχ. μηχανική
    μηχανολ. μηχανολογία
    μορφολ. μορφολογικός
    μουσ. μουσική
    μπε. μετοχή παθητικού ενεστώτα
    μππ. μετοχή παθητικού παρακειμένου
    μσν. μεσαιωνικός
    μσνλατ. μεσαιωνικό λατινικό
    μτφ. μεταφορικός
    μτφρδ. μεταφραστικό δάνειο
    μτχ. μετοχή
    μυθ. μυθολογία
  • Ν

    ναυτ. ναυτικός
    νεοελλ. νεοελληνικός
    νεολ. νεολογισμός
    νεότ. νεότερος
    νλατ. νεολατινικός
    νομ. νομική
    νότ. νότιος
  • Ο

    οικ. οικείος
    οικοδ. οικοδομική
    οικολ. οικολογία
    οικον. οικονομία
    ολλανδ. ολλανδικός
    όμ. όμοιος
    όν., ον. όνομα, ονόματος
    ονομ. ονομαστική
    οπτ. οπτική
    ορθογρ. ορθογραφία, ορθογραφικός
    οριστ. οριστική, οριστικός
    ορυκτ. ορυκτολογία
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
    ουσιαστικοπ. ουσιαστικοποιημένος,ουσιαστικοποίηση
  • Π

    Π.Δ. Παλαιά Διαθήκη
    π.Χ. προ Χριστού
    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παθ. παθητικός
    παιδ. παιδικός
    παλ. παλαιός
    παλαιοντ. παλαιοντολογία
    παλαιότ. παλαιότερος
    ΠΑΡ παροιμία
    ΠΑΡ έκφρ. παροιμιακή έκφραση
    ΠΑΡ ΦΡ παροιμιακή φράση
    παράγ. παράγωγος
    παράλ. παράλειψη
    παραλ. παραλήγουσα
    παράλλ. παράλληλος
    παρετυμ. παρετυμολογία, παρετυμολογικός
    παρωχ. παρωχημένος
    πατριδων. πατριδωνυμικός
    περιλ. περιληπτικός
    περσ. περσικός
    πληθ. πληθυντικός
    πληροφ. πληροφορική
    ποδ. ποδόσφαιρο
    ποιητ. ποιητικός
    πολ. πολιτική
    πολλαπλ. πολλαπλασιαστικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός
    ποσ. ποσοτικός
    πρβ. παράβαλε
    πργ. πράγμα
    πρκ. παρακείμενος
    προέλ. προέλευση
    προηγ. προηγούμενος
    πρόθ. πρόθεση
    προπαραλ. προπαραλήγουσα
    πρόσ., προσ. πρόσωπο, προσώπου, προσωπικός
    προσαρμ. προσαρμογή
    προστ. προστακτική
    προσφών. προσφώνηση
    πρότ. πρόταση
    προτακτ. προτακτικός
    προφ. προφορά, προφορικός
    προχωρ. προχωρητικός
    πρτ. παρατατικός
    πτ. πτώση
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ραπτ. ραπτική
    ρηματ. ρηματικός
    ρητορ. ρητορικός
    ριν. ρινικός
    ρουμ. ρουμανικός
    ρωσ. ρωσικός
  • Σ

    σανσκρ. σανσκριτικός
    σελ. σελίδα
    σημ. σημασία
    σημασιολ. σημασιολογικός
    σημδ. σημασιολογικό δάνειο
    σημερ. σημερινός
    σημιτ. σημιτικός
    σκωπτ. σκωπτικός
    σλαβ. σλαβικός
    σπάν. σπάνιος
    σπανιότ. σπανιότερα
    στατ. στατιστικός
    στερ. στερητικός
    στιγμ. στιγμιαίος
    στρατ. στρατιωτικός
    συγγ. συγγενής
    συγκ. συγκοπή
    σύγκρ. σύγκρινε
    συγκρ. συγκριτικός
    συμπερ. συμπερασματικός
    σύμπλ., συμπλ. σύμπλεγμα, συμπλέγματος
    συμπλεκτ. συμπλεκτικός
    συμπροφ. συμπροφορά
    σύμπτ. σύμπτωση
    σύμφ., συμφ. σύμφωνο, συμφώνου, συμφωνικός
    συμφυρ. συμφυρμός
    συν., ΣΥΝ συνώνυμος
    συναίρ. συναίρεση
    συναισθ. συναισθηματικά φορτισμένη λέξη
    σύνδ., συνδ. σύνδεσμος, συνδέσμου
    συνεκδ. συνεκδοχικός
    συνήθ. συνήθως
    συνηρ. συνηρημένος
    σύνθ. σύνθετος, σύνθεση
    συνθ. συνθετικό
    συνίζ. συνίζηση
    συνοπτ. συνοπτικός
    σύντ. σύνταξη
    συντ. συντακτικός
    συντελ. συντελεσμένος
    σύντμ. σύντμηση
    συντομογρ. συντομογραφία
    σχ. σχήμα
    σχημ. σχηματισμός
  • Τ

    τ. τύπος
    τ.μ. τετραγωνικά μέτρα
    τακτ. τακτικός
    τελ. τελικός
    τεχν. τεχνικός
    τεχνολ. τεχνολογία
    τηλεόρ. τηλεόραση
    τον . τονισμός
    τοπ. τοπικός
    τοπων. τοπωνύμιο
    τοσκ. τοσκανικός
    τουρκ. τουρκικός
    τροπ. τροπικός
    τροποπ. τροποποίηση
    τσιγγ. τσιγγάνικος
    τυπ. τυπογραφία
  • Υ

    υβρ. υβριστικός
    υπ. υποκείμενο
    υπερ. υπερωικός
    υπερθ. υπερθετικός
    υπερσ. υπερσυντέλικος
    υποθ. υποθετικός
    ΥΠΟΚΟΡ υποκοριστικό
    υποκορ. υποκοριστικό
    υπόλ. υπόλοιπος
    υποτ. υποτακτική
    υποχωρ. υποχωρητικός
    υστλατ. υστερολατινικός
  • Φ

    φαρμ. φαρμακολογία
    φιλολ. φιλολογία, φιλολογικός
    φιλοσ. φιλοσοφία, φιλοσοφικός
    φιλοτ. φιλοτελισμός
    φοινικ. φοινικικός
    φρ., ΦΡ φράση
    φυσ. φυσική
    φυσιολ. φυσιολογία
    φων. φωνήεν
    φωνηεντ. φωνηεντικός
    φωνητ. φωνητική
    φωνολ. φωνολογία
    φωτογρ. φωτογραφία
  • Χ

    χασμ. χασμωδία
    χγφ. χειρόγραφο
    χειλ. χειλικός
    χημ. χημεία, χημικός
    χλευ. χλευαστικός
    χρ. χρήση
    χρον. χρονικός
  • Ψ

    ψυχ. ψυχολογία
    ψυχαν. ψυχανάλυση
    ψυχιατρ. ψυχιατρική

Σύμβολα

Στο ερμηνευτικό τμήμα του λήμματος
& συνδέει τους δεύτερους τύπους ενός λήμματος ή υπολήμματος με τον κύριο τύπο
[ ] περικλείουν την προφορά μιας λέξης
: εισάγει στο σημασιολογικό τμήμα ενός λήμματος
~ αντικαθιστά τον ακριβή κύριο τύπο του λήμματος ή του υπολήμματος στα παραδείγματα
D εισάγει υπολήμματα που δεν καταχωρίζονται ως ξεχωριστά λήμματα
|| χωρίζει σημασίες ή παραδείγματα και δηλώνει επέκταση ή μικρή διαφοροποίηση
/ χωρίζει καταλήξεις και συσσωρευμένα παραδείγματα
* παραπέμπει για ανάλυση σε άλλο λήμμα
-> παραπέμπει σε άλλο λήμμα
Στο ετυμολογικό τμήμα του λήμματος
[ ] περικλείουν όλο το ετυμολογικό τμήμα ενός λήμματος
· (άνω τελεία) διαχωρίζει τις ετυμολογίες διάφορων λέξεων, σημασιών ή τύπων
( ) περικλείουν το μέρος της λέξης που δεν χρησιμεύει ως βάση της νέας παραγωγής
> δηλώνει ότι η λέξη που βρίσκεται δεξιά του προέρχεται από τη λέξη που βρίσκεται αριστερά του
< δηλώνει ότι η λέξη που βρίσκεται αριστερά του προέρχεται από τη λέξη που βρίσκεται δεξιά του
+ ενώνει τα συνθετικά μέρη μιας σύνθετης λέξης
- δηλώνει ότι αναγράφεται μόνο το θέμα μιας λέξης ή μόνο κάποιο παράθημα (πρόθημα ή επίθημα)
* δηλώνει ότι ο τύπος που ακολουθεί είναι υποθετικός
' ' περικλείουν μεταφράσματα

Ομάδα εργασίας

Α΄ έκδοση του Ηλεκτρονικού Κόμβου

Επιστημονική ευθύνη
I.N. Kαζάζης
Συντονισμός
Α. Καραμήτρου, Ρ. Τσοκαλίδου, Α. Χατζηδάκη
Εποπτεία Ηλεκτρονικής Υλοποίησης
Κ. Βεζερίδης

Β΄ έκδοση της Πύλης για την ελληνική γλώσσα

Επιστημονική ευθύνη
Δ. Κουτσογιάννης
Μελέτη επανασχεδιασμού του περιβάλλοντος και συντονισμός
Ι. Χαλισιάνη, Αθ. Ράλλη
Διδακτικό πλαίσιο και προτάσεις
Δ. Κουτσογιάννης, Ι. Χαλισιάνη, Αθ. Ράλλη
Τεχνική Υλοποίηση
Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ)

Γ΄ έκδοση της Πύλης για την ελληνική γλώσσα

Επιστημονική ευθύνη
Δ. Κουτσογιάννης
Τεχνική Υλοποίηση
Θεοδωρίδης Κωνσταντίνος