Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη)

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη)


Εισαγωγή

Το Λεξικό της κοινής νεοελληνικής είναι ένα σύγχρονο και πλήρες ερμηνευτικό, ορθογραφικό και ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής. Εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 1998 από το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και αποτελεί αποτέλεσμα πολύχρονης και συστηματικής επεξεργασίας. Είναι το πρώτο λεξικό της νεοελληνικής που έθεσε επιστημονικές λεξικογραφικές αρχές και επηρέασε με τον τρόπο αυτό καθοριστικά τη σημερινή νεοελληνική λεξικογραφική πραγματικότητα. Από τις σημαντικές καινοτομίες του αξίζει να τονιστούν ιδιαίτερα η ύπαρξη φωνητικής μεταγραφής, η σύνδεση κάθε λήμματος με το κλιτικό του παράδειγμα και η προσπάθεια καταγραφής όσο το δυνατόν μεγαλύτερου αριθμού εκφράσεων και φράσεων της νέας ελληνικής. Η εγκυρότητα της ετυμολογικής προσέγγισης είναι επίσης από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματά του.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
    -  
 
Βρέθηκαν 10 εγγραφές  [0-10]

  Κλ.Παράδειγμα : Ε7α

  • αμβλύς -εία -ύ [amvlís] Ε7α : (λόγ.) ΑΝΤ οξύς. 1. που δεν καταλήγει σε αιχμή: Για τον τραυματισμό χρησιμοποιήθηκε αμβλύ αντικείμενο, πιθανώς σφυρί. || (μαθημ.): Αμβλεία γωνία, που είναι μεγαλύτερη απο την ορθή. 2. (μτφ.) που έχει μειωμένη ένταση: ~ ήχος. Αμβλεία αντίληψη / όραση / ακοή.

    [λόγ.: 1: αρχ. ἀμβλύς, ουσ. ἡ αμβλεῖα (ενν. γωνία)· 2: κατά το αντ. οξύςII]

       
  • βραδύς -εία -ύ [vraδís] Ε7α : (λόγ.) που κάνει κτ. ή που γίνεται σε χρόνο μεγαλύτερο από τον κανονικό ή το συνηθισμένο· αργός. ΑΝΤ ταχύς, γρήγορος: Οι διαπραγματεύσεις διεξάγονται σε βραδύ ρυθμό. Η Ελλάδα είχε βραδύτερη ανάπτυξη σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. || (χημ.) βραδεία καύση, που δε συνοδεύεται από έκλυση θερμότητας και φωτός.
    βραδέως ΕΠΙΡΡ. ΦΡ σπεύδε ~, μην ενεργείς βιαστικά.

    [λόγ. < αρχ. βραδύς· λόγ. < αρχ. βραδέως]

       
  • βραχύς -εία -ύ [vraxís] Ε7α : 1. (γραμμ.) βραχύχρονος: Βραχύ φωνήεν, φωνήεν που η διάρκεια της προφοράς του είναι μικρότερη σε σύγκριση με άλλα: Η αρχαία ελληνική και η λατινική διέκριναν τα φωνήεντα σε μακρά και βραχέα. Το ε και το ο ήταν τα κύρια βραχέα φωνήεντα της αρχαίας ελληνικής. Βραχεία συλλαβή, που έχει βραχύχρονο φωνήεν. 2. που έχει μικρή χρονική διάρκεια· σύντομος: ~ βίος. Βραχεία διάρκεια. (έκφρ.) διά βραχέων, με λίγα λόγια. 3α. (λόγ.) μικρός ως προς το μήκος ή το ύψος· κοντός. ΦΡ με βραχεία κεφαλή*. β. (φυσ.) βραχέα κύματα και ως ουσ. τα βραχέα, ηλεκτρομαγνητικά κύματα της ασύρματης τηλεγραφίας και της ραδιοφωνίας.

    [λόγ. < αρχ. βραχύς]

       
  • δασύς -εία -ύ [δasís] Ε7α : (γλωσσ.) που προφέρεται με παχιά πνοή: Δασείς φθόγγοι. Δασέα σύμφωνα. Δασύ πνεύμα. || (ως ουσ.) τα δασέα, τα δασέα σύμφωνα.

    [λόγ. < αρχ. δασύς (δασέα σύμφωνα: δες Φ, Θ, Χ)]

       
  • δριμύς -εία -ύ [δrimís] Ε7α : 1α. πολύ δυνατός, διαπεραστικός, συνήθ. για καιρικά φαινόμενα: ~ χειμώνας. Δριμύ κρύο. β. για κτ. που ερεθίζει τη γεύση ή την όσφρηση: Δριμύ άρωμα. 2. (μτφ.) για λόγο πολύ οξύ, πολύ καυστικό: Άσκησε δριμεία / δριμύτατη κριτική στην κυβέρνηση. Υπήρξε πολύ ~ στην κριτική του. (έκφρ., ειρ.) επανέρχομαι* δριμύτερος.

    [λόγ. < αρχ. δριμύς]

       
  • ευθύς -εία -ύ [efθís] Ε7α : 1.ίσιος. α. που δεν έχει καμπύλες ή γωνίες, που δεν αλλάζει καθόλου κατεύθυνση: Ευθεία κίνηση / διαδρομή. || Ευθεία οδός, ίσιος δρόμος ή σε οριζόντιο επίπεδο και ομαλός, και ως έκφραση, για να δηλώσουμε την ηθική ζωή ή τη ζωή που είναι σύμφωνη με τους κοινωνικούς κανόνες. β. Ευθεία γραμμή και ως ουσ. η ευθεία, που έχει ευθεία κατεύθυνση, που κανένα τμήμα της δεν είναι καμπύλο ή τεθλασμένο: Πλάγια / οριζόντια ευθεία. Κάθετες / παράλληλες ευθείες. Δύο σημεία ορίζουν τη θέση μιας ευθείας. Η ευθεία είναι συντομότερη από κάθε άλλη γραμμή που έχει μ΄ αυτή τα ίδια άκρα. Σε / στην ευθεία, σε ευθεία κατεύθυνση: Κόψε το ύφασμα σε ευθεία. Τα θρανία δεν είναι στην ευθεία. Η τελική ευθεία, η τελευταία ευθεία διαδρομή σε αθλητικό αγώνα δρόμου που γίνεται μέσα σε στάδιο και μτφ. το τελευταίο και συνήθ. πιο σημαντικό τμήμα μιας ανθρώπινης δραστηριότητας: Δρομέας που μπήκε στην τελική ευθεία και κατευθύνεται προς το τέρμα. Η προεκλογική εκστρατεία μπήκε / βρίσκεται στην τελική ευθεία. (λόγ. έκφρ.) ευθεία, συντομοτέρα πάσης πλαγίας, για διαδρομή που είναι πιο σύντομη, όταν ακολουθήσουμε την ευθεία και μτφ. || (ναυτ.) Η ευθεία του ανέμου, η κατεύθυνσή του. 2. (μτφ.) α. άμεσος: Ευθεία διαδοχή. Η κακή πολιτική κατάσταση οδήγησε σε ευθεία παρέμβαση του στρατού. || Το ευθύ κείμενο και ως ουσ. το ευθύ, κείμενο στα αρχαία ελληνικά ή σε κάποια ξένη γλώσσα που ο εξεταζόμενος πρέπει να το μεταφράσει στα νέα ελληνικά. ΑΝΤ αντίστροφο. || (γραμμ.) που δεν είναι εξαρτημένος, που εκφέρεται άμεσα: ~ λόγος. Ευθεία ερώτηση. ΑΝΤ πλάγιος. β. (για πρόσ.) που συμπεριφέρεται με φυσικότητα και ειλικρίνεια· ντόμπρος: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας.
    ευθεία* ΕΠΙΡΡ.
    ευθέως ΕΠΙΡΡ 1. (λόγ.) διατηρώντας την ίδια κατεύθυνση· ευθεία: Όχημα που κινείται ~. 2. (μτφ.) α. άμεσα: Επενέβη ~. β. με ειλικρίνεια και εντιμότητα: Φέρεται / μιλάει ~.

    [λόγ. < αρχ. εὐθύς, εὐθέως]

       
  • ευρύς -εία -ύ [evrís] Ε7α : 1α.(λόγ.) πλατύς1. ΑΝΤ στενός: Ευρείες λεωφόροι. Έχει ευρύ στέρνο, είναι ευρύστερνος. β. που έχει μεγάλη έκταση (σε αντιδιαστολή προς κτ. άλλο), κυρίως σε εκφράσεις: Χάρτης με το πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας και της ευρύτερης περιφέρειας. Ευρεία εκλογική περιφέρεια. ΑΝΤ στενή. 2. (μτφ.) α. που δεν είναι περιορισμένος, που αφορά ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων, πραγμάτων ή αφηρημένων εννοιών: Έχει έναν ευρύ κύκλο γνωριμιών. ΑΝΤ στενός. Προϊόντα για το ευρύ κοινό / ευρείας κατανάλωσης. Το σκάνδαλο άρχισε να παίρνει ευρύτερες διαστάσεις. Έγιναν ευρύτατες αλλαγές. Η αγγλική γλώσσα έχει ευρύτατη διάδοση. Η παιδεία μάς απασχόλησε με τη στενή αλλά και με την ευρεία / ευρύτερη έννοια του όρου, πλατιά. Ευρεία σύσκεψη, με συμμετοχή πολλών ατόμων. || Ο ευρύτερος δημόσιος τομέας, που περιλαμβάνει και οργανισμούς δημοσίου δικαίου. || Αντιβιοτικό ευρέος φάσματος, που καταπολεμά πολλά είδη μικροβίων. β. που αντιλαμβάνεται και αντιμετωπίζει τις διάφορες καταστάσεις χωρίς προκαταλήψεις και δογματισμούς· πλατύς. ΑΝΤ στενός: Είναι άνθρωπος με ευρεία αντίληψη. γ. εμπεριστατωμένος, εξαντλητικός· πλατύς: Έγινε ευρεία ανάλυση του θέματος.
    ευρέως ΕΠΙΡΡ: Επιστήμονας ~ / ευρύτατα γνωστός. Η μέθοδος των μεταμοσχεύσεων εφαρμόζεται ευρύτατα. Το πρόβλημα πρέπει να αντιμετωπιστεί ευρύτερα και όχι στενά.

    [λόγ.: 1: αρχ. εὐρύς· 2: σημδ. γερμ. weit & αγγλ. broad· λόγ. < αρχ. εὐρέως]

       
  • θρασύς -εία -ύ [θrasís] Ε7α : που χαρακτηρίζεται από θράσος: ~ άνθρωπος. Θρασεία πράξη. Θρασύτατοι διαρρήκτες έδρασαν πάλι στο κέντρο της Αθήνας.

    [λόγ. < αρχ. θρασύς]

       
  • οξύς -εία -ύ [oksís] Ε7α : I. που καταλήγει σε αιχμή· αιχμηρός, μυτερός: Βελόνα με πολύ οξύ άκρο. || (μαθημ.): Οξεία γωνία, που είναι μικρότερη από την ορθή. II. (μτφ.) 1. (για ήχο) που έχει υψηλή συχνότητα: Οξεία κραυγή, διαπεραστική. 2. (ιδ. για τις πνευματικές λειτουργίες ή τις αισθήσεις) που λειτουργεί έτσι ώστε να μην του διαφεύγουν οι λεπτομέρειες, να είναι πολύ αποτελεσματικός: Οξεία όραση / όσφρηση / ακοή. Οξεία αντίληψη / παρατηρητικότητα. || Οξύ βλέμμα. 3. (ιδ. για κτ. ανεπιθύμητο ή δυσάρεστο) πολύ έντονος: ~ πόνος, πολύ δυνατός. Οξεία πολεμική / αποδοκιμασία / πολιτική κρίση. Η χώρα αντιμετωπίζει οξύτατο οικονομικό πρόβλημα. α. που είναι επιθετικός, υβριστικός ή μειωτικός για κπ.: ~ χαρακτηρισμός. Μιλάει σε τόνο οξύτερο από κάθε άλλη φορά. β. (για αρρώστια) που εξελίσσεται και επιδεινώνεται γρήγορα. ΑΝΤ χρόνιος: Οξεία βρογχίτιδα / μηνιγγίτιδα / περιτονίτιδα.

    [λόγ. < αρχ. ὀξύς `οξύς, μυτερός, με έντονη γεύση, ξινός΄]

       
  • ταχύς -εία -ύ [taxís] Ε7α : 1. γρήγορος. ΑΝΤ αργός, βραδύς. α. για κπ. που κάνει κτ. ή για κτ. που γίνεται σε διάστημα πολύ μικρότερο από το συνηθισμένο: Είναι ~ στο να παίρνει αποφάσεις και στο να τις εκτελεί. Δουλεύει με ταχύ ρυθμό. Άνθρωπος με ταχεία αντίληψη. (λόγ.) Σου εύχομαι ταχεία ανάρρωση. || (σε εκφράσεις όπου δεν μπορεί να αντικατασταθεί από το επίθ. γρήγορος): Κόλλα / υλικό ταχείας πήξεως. Φάρμακο / ουσία ταχείας απορρόφησης. β. που κινείται πολύ γρήγορα: ~ δρομέας. Το αεροπλάνο είναι πολύ ταχύτερο από το αυτοκίνητο. || Δρόμος ταχείας κυκλοφορίας, όπου τα αυτοκίνητα αναπτύσσουν μεγάλη ταχύτητα. γ. (χημ.) ταχεία καύση, που συνοδεύεται από έκλυση θερμότητας και φωτός. 2. (ως ουσ.) α. η ταχεία, αμαξοστοιχία που κάνει λίγους σταθμούς και φτάνει στον προορισμό της πιο γρήγορα από τις κοινές: Πήρε την ταχεία Αθηνών-Θεσσαλονίκης. β. (επιρρ. έκφρ.) το ταχύτερο, όσο γίνεται πιο γρήγο ρα: Να έρθεις το ταχύτερο.
    ● (λόγ.) ταχέως ΕΠΙΡΡ συνήθ. στο συγκριτικό και στον υπερθετικό βαθμό: Νέα μέθοδος για να μαθαίνει κανείς ταχύτερα τις ξένες γλώσσες. Η απάντησή του έφτασε ταχύτατα.

    [λόγ.: 1: αρχ. ταχύς· 2α: σημδ. γαλλ. train rapide ή γερμ. Schnellzug· 2β: αρχ. επίρρ. ταχύτερον `πιο γρήγορα΄ σημδ. γαλλ. le plus tἄt· λόγ. < αρχ. ταχέως]

       

Κλιτικό Παράδειγμα

 
  • Ρήματα




























  • Ουσιαστικά





































































  • Επίθετα



























Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα
















































  • Άλλες συντομογραφίες


























































Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός
    αεροναυτ. αεροναυτική
    αθλ. αθλητικός
    αιγυπτ. αιγυπτιακός
    αιτ. αιτιατική
    αιτιολ. αιτιολογικός
    άκλ. άκλιτος
    αλβ. αλβανικός
    αλλ. αλλαγή
    αναδαν. αναδανεισμός
    αναδιπλ. αναδιπλασιασμός
    αναδρ. αναδρομικός
    ανάλ. ανάλυση
    αναλ. αναλογία, αναλογικός
    ανάπτ. ανάπτυξη
    ανασυλλ. ανασυλλαβισμός
    ανατ. ανατομία, ανατομικός
    ανατολ. ανατολικός
    αναφ. αναφορικός
    άνθρ. άνθρωπος
    ανθρωπολ. ανθρωπολογία
    ανθρωπων. ανθρωπωνύμιο
    ανομ. ανομοίωση, ανομοιωτικός
    αντ., ΑΝΤ αντίθετος
    αντδ. αντιδάνειο
    αντιθ. αντιθετικός
    αντικ. αντικείμενο
    αντιμετάθ. αντιμετάθεση
    αντων. αντωνυμία
    αόρ., αορ. αόριστος, αορίστου, αοριστικός
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απαρχ. απαρχαιωμένος
    απλολ. απλολογία
    απλοπ. απλοποίηση
    αποβ. αποβολή
    απόδ. απόδοση
    αποηχηροπ. αποηχηροποίηση
    αποθ. αποθετικός
    απόλ. απόλυτος
    απρόσ. απρόσωπος
    αραβ. αραβικός
    αραμ. αραμαϊκός
    άρθρ. άρθρωση
    αριθμτ. αριθμητικό
    αρκτικόλ. αρκτικόλεξο
    αρμεν. αρμενικός
    άρν . άρνηση
    αρνητ. αρνητικός
    αρσ. αρσενικός
    αρχ. αρχαίος
    αρχαιολ. αρχαιολογία
    αρχιτ. αρχιτεκτονικός
    αστρολ. αστρολογία
    αστρον. αστρονομία
    αστροναυτ. αστροναυτική
    άτ. άτονος
    αττ. αττικός
    αυτοπ. αυτοπαθής
    αφηρ. αφηρημένος
    αφομ. αφομοίωση, αφομοιωτικός
    άψ. άψυχος
  • Β

    βεβ. βεβαιωτικός
    βεν. βενετικός
    βιολ. βιολογία
    βιοχημ. βιοχημεία
    βλ. βλέπε
    βλάχ. βλάχικος
    βόρ. βόρειος
    βοτ. βοτανική
    βουλγ. βουλγαρικός
  • Γ

    γαλλ. γαλλικός
    γεν. γενική
    γενικότ. γενικότερα
    γενοβ. γενοβέζικος
    γερμ. γερμανικός
    γεωγρ. γεωγραφία
    γεωλ. γεωλογία
    γεωμ. γεωμετρία
    γεωπ. γεωπονία
    γλ. γλώσσα
    γλυπτ. γλυπτική
    γλωσσ. γλωσσολογία
    γνωμ. γνωμικό
    γραμμ. γραμματική
    γυμν. γυμναστική
  • Δ

    δαν. δανεισμός
    δεικτ. δεικτικός
    δηλ. δηλαδή
    δημοτ. δημοτική
    διάκρ. διάκριση
    διάλ. διάλεκτος
    διαλεκτ. διαλεκτικός
    διάσπ. διάσπαση
    διαφ. διαφορετικός
    διαχ. διαχωριστικός
    διεθ. διεθνισμός
    δίκ. δίκαιο
    διστ. διστακτικός
    δίφθ. δίφθογγος
    διφθογγοπ. διφθογγοποίηση
    δοτ. δοτική
    δωρ. δωρικός
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός
    εθν. εθνικός
    εθνολ. εθνολογία
    ειδ. ειδικός
    ειδικότ. ειδικότερα
    ειρ. ειρωνικός
    εκ. εκατοστό
    εκκλ. εκκλησιαστικός
    έκφρ. έκφραση
    ελλην. ελληνικός
    ελνστ. ελληνιστικός
    έμψ. έμψυχος
    εν. ενικός
    εναλλ. εναλλαγή
    ενεργ. ενεργητικός
    ενεστ. ενεστώτας, ενεστωτικός
    ενν. εννοείται
    εξακολ. εξακολουθητικός
    εξέλ. εξέλιξη
    εξομάλ. εξομάλυνση
    επαγγελμ. επαγγελματικός
    επανάλ. επανάληψη
    επέκτ. επέκταση
    επίδρ. επίδραση
    επίθ., επιθ. επίθετο, επιθέτου, επιθετικός
    ΕΠΙΡΡ επίρρημα, επιρρηματικός
    επίρρ., επιρρ. επίρρημα, επιρρήματος, επιρρηματικός
    επίσ. επίσημος
    επιστ. επιστημονικός
    επιτατ. επιτατικός
    επιφ. επιφώνημα, επιφωνηματικός
    επών. επώνυμο
    ερρινοπ. ερρινοποίηση
    ερωτ. ερωτηματικός
    ετυμ. ετυμολογία, ετυμολογικός
    ευφ. ευφημισμός, ευφημιστικός
  • Ζ

    ζωγρ. ζωγραφική
    ζωολ. ζωολογία
  • Η

    ηθ. ηθική
    ηλεκτρολ. ηλεκτρολογία
    ηλεκτρον. ηλεκτρονική
    ημίφ., ημιφ. ημίφωνο, ημιφώνου
    ηχ. ηχηρός
    ηχηρ. ηχηρότητα
    ηχηροπ. ηχηροποίηση
    ηχομιμ. ηχομιμητικός
  • Θ

    θ. θέμα
    θέατρ. θέατρο
    θεολ. θεολογία
    θετ. θετικός
    θηλ. θηλυκός
    θρησκειολ. θρησκειολογία
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός
    ιατρ. ιατρικός
    ίδ. ίδιος
    ιδ. ιδίως
    ινδ. ινδικός
    ισπαν. ισπανικός
    ιστ. ιστορία, ιστορικός
    ισχυροπ. ισχυροποίηση
    ιταλ. ιταλικός
    ιων. ιωνικός
  • Κ

    κ.ά. και άλλα
    Κ.Δ. Καινή Διαθήκη
    κ.ε. και εξής
    κ.ο.κ. και ούτω καθεξής
    κατάλ. κατάληξη
    κατατ. κατατεθέν
    κινημ. κινηματογράφος
    κλητ. κλητική
    κλιτ. κλιτικός
    κοινων. κοινωνιολογία
    κπ. κάποιο( ν )
    κτ. κάτι
    κτγ. κατηγορούμενο
    κτητ. κτητικός
    κτλ. και τα λοιπά
    κύρ. κύριος
    κυρ. κυρίως
    κυριολ. κυριολεκτικός
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λαϊκ. λαϊκός
    λαϊκότρ. λαϊκότροπος
    λαογρ. λαογραφία
    λατ. λατινικός
    λόγ. λόγιος
    λογ. λογική
    λογιστ. λογιστική
    λογοτ. λογοτεχνικός
    μ.Χ. μετά Χριστόν
  • Μ

    μαγειρ. μαγειρική
    μαθημ. μαθηματικά
    μεγεθ. μεγεθυντικός
    μεε. μετοχή ενεργητικού ενεστώτα
    μειωτ. μειωτικός
    μέλλ. μέλλοντας
    μεσοφ. μεσοφωνηεντικός
    μετάθ. μετάθεση
    μετακ. μετακίνηση
    μεταπλ. μεταπλασμός
    μεταρ. μεταρηματικός
    μετεπιθ. μετεπιθετικός
    μετεπιρρ. μετεπιρρηματικός
    μετεωρ. μετεωρολογία
    μετον. μετονοματικος
    μετουσ. μετουσιαστικός
    μετρ. μετρική
    μηχ. μηχανική
    μηχανολ. μηχανολογία
    μορφολ. μορφολογικός
    μουσ. μουσική
    μπε. μετοχή παθητικού ενεστώτα
    μππ. μετοχή παθητικού παρακειμένου
    μσν. μεσαιωνικός
    μσνλατ. μεσαιωνικό λατινικό
    μτφ. μεταφορικός
    μτφρδ. μεταφραστικό δάνειο
    μτχ. μετοχή
    μυθ. μυθολογία
  • Ν

    ναυτ. ναυτικός
    νεοελλ. νεοελληνικός
    νεολ. νεολογισμός
    νεότ. νεότερος
    νλατ. νεολατινικός
    νομ. νομική
    νότ. νότιος
  • Ο

    οικ. οικείος
    οικοδ. οικοδομική
    οικολ. οικολογία
    οικον. οικονομία
    ολλανδ. ολλανδικός
    όμ. όμοιος
    όν., ον. όνομα, ονόματος
    ονομ. ονομαστική
    οπτ. οπτική
    ορθογρ. ορθογραφία, ορθογραφικός
    οριστ. οριστική, οριστικός
    ορυκτ. ορυκτολογία
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
    ουσιαστικοπ. ουσιαστικοποιημένος,ουσιαστικοποίηση
  • Π

    Π.Δ. Παλαιά Διαθήκη
    π.Χ. προ Χριστού
    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παθ. παθητικός
    παιδ. παιδικός
    παλ. παλαιός
    παλαιοντ. παλαιοντολογία
    παλαιότ. παλαιότερος
    ΠΑΡ παροιμία
    ΠΑΡ έκφρ. παροιμιακή έκφραση
    ΠΑΡ ΦΡ παροιμιακή φράση
    παράγ. παράγωγος
    παράλ. παράλειψη
    παραλ. παραλήγουσα
    παράλλ. παράλληλος
    παρετυμ. παρετυμολογία, παρετυμολογικός
    παρωχ. παρωχημένος
    πατριδων. πατριδωνυμικός
    περιλ. περιληπτικός
    περσ. περσικός
    πληθ. πληθυντικός
    πληροφ. πληροφορική
    ποδ. ποδόσφαιρο
    ποιητ. ποιητικός
    πολ. πολιτική
    πολλαπλ. πολλαπλασιαστικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός
    ποσ. ποσοτικός
    πρβ. παράβαλε
    πργ. πράγμα
    πρκ. παρακείμενος
    προέλ. προέλευση
    προηγ. προηγούμενος
    πρόθ. πρόθεση
    προπαραλ. προπαραλήγουσα
    πρόσ., προσ. πρόσωπο, προσώπου, προσωπικός
    προσαρμ. προσαρμογή
    προστ. προστακτική
    προσφών. προσφώνηση
    πρότ. πρόταση
    προτακτ. προτακτικός
    προφ. προφορά, προφορικός
    προχωρ. προχωρητικός
    πρτ. παρατατικός
    πτ. πτώση
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ραπτ. ραπτική
    ρηματ. ρηματικός
    ρητορ. ρητορικός
    ριν. ρινικός
    ρουμ. ρουμανικός
    ρωσ. ρωσικός
  • Σ

    σανσκρ. σανσκριτικός
    σελ. σελίδα
    σημ. σημασία
    σημασιολ. σημασιολογικός
    σημδ. σημασιολογικό δάνειο
    σημερ. σημερινός
    σημιτ. σημιτικός
    σκωπτ. σκωπτικός
    σλαβ. σλαβικός
    σπάν. σπάνιος
    σπανιότ. σπανιότερα
    στατ. στατιστικός
    στερ. στερητικός
    στιγμ. στιγμιαίος
    στρατ. στρατιωτικός
    συγγ. συγγενής
    συγκ. συγκοπή
    σύγκρ. σύγκρινε
    συγκρ. συγκριτικός
    συμπερ. συμπερασματικός
    σύμπλ., συμπλ. σύμπλεγμα, συμπλέγματος
    συμπλεκτ. συμπλεκτικός
    συμπροφ. συμπροφορά
    σύμπτ. σύμπτωση
    σύμφ., συμφ. σύμφωνο, συμφώνου, συμφωνικός
    συμφυρ. συμφυρμός
    συν., ΣΥΝ συνώνυμος
    συναίρ. συναίρεση
    συναισθ. συναισθηματικά φορτισμένη λέξη
    σύνδ., συνδ. σύνδεσμος, συνδέσμου
    συνεκδ. συνεκδοχικός
    συνήθ. συνήθως
    συνηρ. συνηρημένος
    σύνθ. σύνθετος, σύνθεση
    συνθ. συνθετικό
    συνίζ. συνίζηση
    συνοπτ. συνοπτικός
    σύντ. σύνταξη
    συντ. συντακτικός
    συντελ. συντελεσμένος
    σύντμ. σύντμηση
    συντομογρ. συντομογραφία
    σχ. σχήμα
    σχημ. σχηματισμός
  • Τ

    τ. τύπος
    τ.μ. τετραγωνικά μέτρα
    τακτ. τακτικός
    τελ. τελικός
    τεχν. τεχνικός
    τεχνολ. τεχνολογία
    τηλεόρ. τηλεόραση
    τον . τονισμός
    τοπ. τοπικός
    τοπων. τοπωνύμιο
    τοσκ. τοσκανικός
    τουρκ. τουρκικός
    τροπ. τροπικός
    τροποπ. τροποποίηση
    τσιγγ. τσιγγάνικος
    τυπ. τυπογραφία
  • Υ

    υβρ. υβριστικός
    υπ. υποκείμενο
    υπερ. υπερωικός
    υπερθ. υπερθετικός
    υπερσ. υπερσυντέλικος
    υποθ. υποθετικός
    ΥΠΟΚΟΡ υποκοριστικό
    υποκορ. υποκοριστικό
    υπόλ. υπόλοιπος
    υποτ. υποτακτική
    υποχωρ. υποχωρητικός
    υστλατ. υστερολατινικός
  • Φ

    φαρμ. φαρμακολογία
    φιλολ. φιλολογία, φιλολογικός
    φιλοσ. φιλοσοφία, φιλοσοφικός
    φιλοτ. φιλοτελισμός
    φοινικ. φοινικικός
    φρ., ΦΡ φράση
    φυσ. φυσική
    φυσιολ. φυσιολογία
    φων. φωνήεν
    φωνηεντ. φωνηεντικός
    φωνητ. φωνητική
    φωνολ. φωνολογία
    φωτογρ. φωτογραφία
  • Χ

    χασμ. χασμωδία
    χγφ. χειρόγραφο
    χειλ. χειλικός
    χημ. χημεία, χημικός
    χλευ. χλευαστικός
    χρ. χρήση
    χρον. χρονικός
  • Ψ

    ψυχ. ψυχολογία
    ψυχαν. ψυχανάλυση
    ψυχιατρ. ψυχιατρική

Σύμβολα

Στο ερμηνευτικό τμήμα του λήμματος
& συνδέει τους δεύτερους τύπους ενός λήμματος ή υπολήμματος με τον κύριο τύπο
[ ] περικλείουν την προφορά μιας λέξης
: εισάγει στο σημασιολογικό τμήμα ενός λήμματος
~ αντικαθιστά τον ακριβή κύριο τύπο του λήμματος ή του υπολήμματος στα παραδείγματα
D εισάγει υπολήμματα που δεν καταχωρίζονται ως ξεχωριστά λήμματα
|| χωρίζει σημασίες ή παραδείγματα και δηλώνει επέκταση ή μικρή διαφοροποίηση
/ χωρίζει καταλήξεις και συσσωρευμένα παραδείγματα
* παραπέμπει για ανάλυση σε άλλο λήμμα
-> παραπέμπει σε άλλο λήμμα
Στο ετυμολογικό τμήμα του λήμματος
[ ] περικλείουν όλο το ετυμολογικό τμήμα ενός λήμματος
· (άνω τελεία) διαχωρίζει τις ετυμολογίες διάφορων λέξεων, σημασιών ή τύπων
( ) περικλείουν το μέρος της λέξης που δεν χρησιμεύει ως βάση της νέας παραγωγής
> δηλώνει ότι η λέξη που βρίσκεται δεξιά του προέρχεται από τη λέξη που βρίσκεται αριστερά του
< δηλώνει ότι η λέξη που βρίσκεται αριστερά του προέρχεται από τη λέξη που βρίσκεται δεξιά του
+ ενώνει τα συνθετικά μέρη μιας σύνθετης λέξης
- δηλώνει ότι αναγράφεται μόνο το θέμα μιας λέξης ή μόνο κάποιο παράθημα (πρόθημα ή επίθημα)
* δηλώνει ότι ο τύπος που ακολουθεί είναι υποθετικός
' ' περικλείουν μεταφράσματα

Ομάδα εργασίας

Α΄ έκδοση του Ηλεκτρονικού Κόμβου

Επιστημονική ευθύνη
I.N. Kαζάζης
Συντονισμός
Α. Καραμήτρου, Ρ. Τσοκαλίδου, Α. Χατζηδάκη
Εποπτεία Ηλεκτρονικής Υλοποίησης
Κ. Βεζερίδης

Β΄ έκδοση της Πύλης για την ελληνική γλώσσα

Επιστημονική ευθύνη
Δ. Κουτσογιάννης
Μελέτη επανασχεδιασμού του περιβάλλοντος και συντονισμός
Ι. Χαλισιάνη, Αθ. Ράλλη
Διδακτικό πλαίσιο και προτάσεις
Δ. Κουτσογιάννης, Ι. Χαλισιάνη, Αθ. Ράλλη
Τεχνική Υλοποίηση
Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ)

Γ΄ έκδοση της Πύλης για την ελληνική γλώσσα

Επιστημονική ευθύνη
Δ. Κουτσογιάννης
Τεχνική Υλοποίηση
Θεοδωρίδης Κωνσταντίνος