Νέα ελληνική
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη)
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη)

Εισαγωγή
Το Λεξικό της κοινής νεοελληνικής είναι ένα σύγχρονο και πλήρες ερμηνευτικό, ορθογραφικό και ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής. Εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 1998 από το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και αποτελεί αποτέλεσμα πολύχρονης και συστηματικής επεξεργασίας. Είναι το πρώτο λεξικό της νεοελληνικής που έθεσε επιστημονικές λεξικογραφικές αρχές και επηρέασε με τον τρόπο αυτό καθοριστικά τη σημερινή νεοελληνική λεξικογραφική πραγματικότητα. Από τις σημαντικές καινοτομίες του αξίζει να τονιστούν ιδιαίτερα η ύπαρξη φωνητικής μεταγραφής, η σύνδεση κάθε λήμματος με το κλιτικό του παράδειγμα και η προσπάθεια καταγραφής όσο το δυνατόν μεγαλύτερου αριθμού εκφράσεων και φράσεων της νέας ελληνικής. Η εγκυρότητα της ετυμολογικής προσέγγισης είναι επίσης από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματά του.
Περιεχόμενα
Αναζήτηση
- -α 1 [a] & -ά [á] : επίθημα για το σχηματισμό του θηλυκού γένους: I. ουσιαστικών: 1. από αρσενικά ουσιαστικά που εκφράζουν ιδιότητα, επάγγελμα ή εθνικότητα· (πρβ. -η, -ισσα, -ίνα, -τρία, -τρα 1, -αίνα 2): (θεός) θεά, (θείος) θεία, (μπέμπης) μπέμπα, (σκλάβος) σκλάβα, (δάσκαλος) δασκάλα, (βλάχος) βλάχα, (νέγρος) νέγρα, (μουσουλμάνος) μουσουλμάνα, (Αφρικάνος) Αφρικάνα, (Πρεβεζάνος) Πρεβεζάνα, (Κερκυραίος) Κερκυραία, (Κινέζος) Κινέζα, (Ρουμάνος) Ρουμάνα, (Βούλγαρος) Βουλγάρα, (Σέρβος) Σέρβα. 2. από ουσιαστικά ανεξαρτήτως γένους που δηλώνουν ζώο, για το σχηματισμό του θηλυκού (της μητέρας) του ζώου που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -α 2): (κουνέλι) κουνέλα, (περιστέρι) περιστέρα, (τρυγόνι) τρυγόνα. II. επιθέτων σε: 1α. -ος -α -ο: (γιγάντιος) γιγάντια, (πλούσιος) πλούσια· (ακμαίος) ακμαία, (γυναικείος) γυναικεία, (ωραίος) ωραία, (ασημένιος) ασημένια, (βουνίσιος) βουνίσια. β. -ης -α -ικο: (ζηλιάρης) ζηλιάρα, (γκρινιάρης) γκρινιάρα, (τριαντάρης) τριαντάρα· (ανοιχτομάτης) ανοιχτομάτα· (καημενούλης) καημενούλα· (τσαχπίνης) τσαχπίνα. 2. συχνά τείνει ή προτείνεται να αντικαταστήσει το λόγιο θηλυκό επιθέτων σε -ος -ος -ο χωρίς να καλύπτει το επίσημο επίπεδο του λόγου: (ζημιογόνος) ζημιογόνα. || σε επαγγελματικά ουσιαστικά: (ο ξενοδόχος) η ξενοδόχα.
[I1: αρχ. επίθημα θηλ. ουσ. -α, -ά αντίστοιχων προς αρσενικά σε -ος, -ός: αρχ. ουσ. θε-ός - θε-ά, θεῖ-ος - θεί-α, αρχ. επίθ. θεῖ-ος - θεί-α `θεϊκός - θεϊκιά΄· 2: μεγεθ. -α 2· II1: αρχ. επίθημα επιθ. αρσ. -ος - θηλ. -α: αρχ. αρσ. ὡραῖ-ος - θηλ. ὡραί-α· 2: λόγ. προσαρμ. στη δημοτ. θηλυκών σε -ος κατά τα άλλα θηλ. σε -α]
- -α 2 : μεγεθυντικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ουδέτερα ουσιαστικά σε -ι: (κασόνι) κασόνα, (κεφάλι) κεφάλα, (κουτί) κούτα, (ποδάρι) ποδάρα, (ποτήρι) ποτήρα. || μερικές φορές, όταν έχει ατονήσει, ενισχύεται από το μεγεθυντικό επίθημα -άρα 1: κασονάρα. || με διαφορά σημασίας παράλληλα ή όχι με τη μεγεθυντική: (γυαλί) γυάλα, (κολοκύθι) κολοκύθα, (μαξιλάρι) μαξιλάρα. || για το ογκώδες θηλυκό του ζώου που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη, εύχρηστο και σε κατ΄ επέκταση μεταφορικές, μειωτικές ή περιπαικτικές χρήσεις: (βουβάλι) βουβάλα, (γαϊδούρι) γαϊδούρα, (σκυλί) σκύλα.
[μσν. μεγεθ. -α με βάση συγγ. ζευγάρια θηλ. σε -α - ουδ. υποκορ.: ελνστ. στράτα - μσν. στρατί(ν), ελνστ. σκάλα - μσν. σκαλί(ν), όπου το θηλ. θεωρήθηκε μεγεθ.: μσν. περιστέρ-α < περιστέρι (το περιστέρι δημιουργήθηκε ως υποκορ. του αρχ. περιστερά)]
- -α 3 : επίθημα για το σχηματισμό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών: 1. παράγωγων από ρήματα· εκφράζει την ενέργεια ή το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος: (ανασαίνω) ανάσα, (γεννώ) γέννα, (κατρακυλώ) κατρακύλα, (νυστάζω) νύστα, (παστρεύω) πάστρα, (φυραίνω) φύρα. 2. παράγωγων από επίθετα· εκφράζει ιδιότητα ή κατάσταση σχετική με το επίθετο: (αλμυρός) αλμύρα, (γλυκός) γλύκα, (λοξός) λόξα, (νεκρός) νέκρα, (πικρός) πίκρα, (τρελός) τρέλα, (ψυχρός) ψύχρα.
[μσν. -α με βάση αρχ. συγγ. ζευγάρια ρ. - αφηρ. θηλ. σε -α: πειν-ῶ - πεῖν-α & επίθ. -ρός - αφηρ. θηλ. -ρα: ἐχθρ-ός - ἔχθρ-α με επέκτ. σε άλλα ρ. και ουσ.: μσν. βρομ(ώ) - βρόμ-α, αλμυρ(ός) - αλμύρ-α]
- -α 4 & -ά : κατάληξη ισοσύλλαβων θηλυκών ουσιαστικών: χαρά· ώρα, βελόνα, μητέρα, αντίκα· θάλασσα.
[κατάλ. αρχ. πρωτόκλιτων θηλ. σε -α, -ά: αρχ. χαρά, θάλασσα & μσν. -α μεταπλ. αρχ. τριτόκλιτων με βάση την αιτ. για εξομάλ. της κλίσης: αρχ. ἡ μήτηρ, αιτ. τήν μητέρα και νέα ονομ. μσν. η μητέρα & μσν. -α < αρχ. -η, μεταπλ. αναλ. προς άλλα θηλ. -α: αρχ. χελώνη > μσν. χελώνα & ιταλ. θηλ. επίθημα -a με βάση ζευγάρια δάνειων συγγ. λ.: λίμ-α - λιμ-άρω < ιταλ. lima - limare και επέκτ. σε δάνεια από άλλες γλ.: λιμουζίνα < γαλλ. limousin(e) -α]
- -α 5 & -ά : κατάληξη ουδέτερων περιληπτικών ουσιαστικών πληθυντικού αριθμού: 1. όσπρια, γυαλικά, πιατικά, πουλερικά, χορταρικά. 2. (επιστ.) περιληπτική ονομασία οικογένειας ή γενικά μεγάλης κατηγορίας ζώων ή φυτών με κοινά χαρακτηριστικά: μαστόδοντα, μονοκοτυλήδονα, ορθόπτερα.
[κατάλ. ουδ. πληθ. -α, -ά]
- -α 7 & -ά : επίθημα για το σχηματισμό επιρρημάτων από επίθετα· (πρβ. -ως): 1α. σε -ος / -ός: (άσχημος) άσχημα, (ξυστός) ξυστά, (όμορφος) όμορφα, (ωραίος) ωραία. β. σε -ύς: (βαθύς) βαθιά, (παχύς) παχιά. 2α. συχνά παράλληλα με τύπο σε -ως / -ώς: (καλός) καλά και καλώς, (κακός) κακά και κακώς, (άσχετος) άσχετα και ασχέτως. β. μερικές φορές με διαφορετική σημασία από το αντίστοιχο επίρρημα σε -ως: (έκτακτος) έκτακτα και εκτάκτως, (ευχάριστος) ευχάριστα και ευχαρίστως.
[αρχ. κατάλ. ουδ. πληθ. επιθ. -ά με επιρρ. χρήση: αρχ. συχνά, καλά (επίσης αρχ. ουδ. επιθ. συχνόν, καλόν με επιρρ. χρήση) που εξελίχθηκε σε επίθημα κατά την ελνστ. εποχή και αντικατέστησε το αρχ. επίθημα επιρρ. -ῶς για διάκρ. από τα αντίστοιχα επίθετα σε -ός μετά τη σύμπτ. της προφ. του ο και του ω (δες Ω)]
- -αγορά [aγorá] : το ουσ. αγορά ως β΄ συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· (συχνά οικον.) με α΄ συνθετικό ουσιαστικό: κεφαλαι~, κτηματ~, χρηματ~, αγοραπωλησία κεφαλαίων, κτημάτων κτλ. || για συναλλαγή και χώρο συναλλαγής: κρεατ~, λαχαν~, ψαρ~.
[λόγ. < ουσ. αγορά ως β΄ συνθ., μτφρδ. αγγλ. market: χρηματ-αγορά, υπερ-αγορά < αγγλ. money market, super market]
- -αγωγός 1 [aγoγós] : το ουσ. αγωγός ως β΄ συνθετικό σε σύνθετα προσδιοριστικά ουσιαστικά· δηλώνει αγωγό κατάλληλο για τη μεταφορά ή διοχέτευση αυτού που υπονοεί το α΄ συνθετικό: αερ~, αερι~, γαλακτ~, καπν~, πετρελαι~, υδατ~. || φωτ~.
[λόγ. < αρχ. -αγωγός (< ἄγω) ως β΄ συνθ.: αρχ. ὁπλιτ-αγωγός, ελνστ. ὑδρ-αγωγός `υδραγωγείο΄]
- -άδα 1 [áδa] : επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από επίθετα· δηλώνει ιδιότητα σχετική με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (βραχνός) βραχνάδα, (γρήγορος) γρηγοράδα, (ζωηρός) ζωηράδα, (λυγερός) λυγεράδα, (νόστιμος) νοστιμάδα, (τρυφερός) τρυφεράδα, (αφηρημένος) αφηρημάδα.
[μσν. επίθημα -άδα: μσν. κρυ-άδα < αρχ. αιτ. -άδα των θηλ. ουσ. σε -άς: αρχ. ονομ. ἀγελάς - αιτ. ἀγελάδα, λιθάς `βροχή από πέτρες΄ - λιθάδα, ιδ. από περιλ. και αριθμτ. περιλ. (δες -άδα 2): δεκάς - δεκάδα και επίθετα: μαινάς - μαινάδα, δρομάς `που τρέχει΄ - δρομάδα]
- -άδα 2 : επίθημα περιληπτικών θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από απόλυτα αριθμητικά (συνήθ. από το δύο ως το είκοσι και στα πολλαπλάσια του δέκα και του εκατό· γενικά όμως γλωσσικές και κοινωνικές ανάγκες καθορίζουν ποιο απόλυτο αριθμητικό μπορεί να αποτελέσει τη βάση της παραγωγής)· (πρβ. -αριά): (δέκα) δεκάδα, (δύο) δυάδα, (πέντε) πεντάδα, (έντεκα) εντεκάδα, (είκοσι) εικοσάδα, (σαράντα) σαραντάδα, (ογδόντα) ογδοντάδα. || (εκατό) εκατοντάδα, (χίλια) χιλιάδα, (ένας) μονάδα.
[λόγ. < μσν. -άδα: μσν. δεκ-άδα, *τρι-άδα < αρχ. αιτ. -άδα περιλ. αριθμτ.: αρχ. ονομ. δεκάς - αιτ. δεκάδα (δες και -άδα 1)]
- -άδα 3 : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει το χυμό ή το φαγητό που γίνεται με βάση αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (βύσσινο) βυσσινάδα, (λεμόνι) λεμονάδα, (μανταρίνι) μανταρινάδα. || (μακαρόνια) μακαρονάδα, (φασόλια) φασολάδα.
[βεν. -ada: λεμον-άδα, αλι-άδα < βεν. limonada, (παλ. βεν.) *aliada]
- -άδα 4 : επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· σχηματίζει σχετικά μικρό αριθμό παραγώγων και δηλώνει: 1. τη βόλτα που κάνει κανείς με το μέσο που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (άμαξα - αμαξάκι) αμαξάδα, (αυτοκίνητο) αυτοκινητάδα, (βάρκα) βαρκάδα, (ποδήλατο) ποδηλατάδα. 2. την ευχάριστη ώρα που τη χαρακτηρίζει το στοιχείο που υποδηλώνει η πρωτότυπη λέξη: (ρομάντζο) ρομαντζάδα, (φεγγάρι) φεγγαράδα.
[< -άδα 1]
- -αδάκι [aδáki] : υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα· (πρβ. -άκι): (πέτρα) πετραδάκι· (φτωχός) φτωχαδάκι.
[σύνθετο επίθημα < ουσ. (αρχικά υποκορ.) -άδ(ι) με προσθήκη του υποκορ. -άκι: πε τρ-άδ(ι) > πετραδ-άκι & < ουσ. με θ. σε -αδ- με προσθήκη του υποκορ. -άκι: ντολμ-αδ- (ντολμάς) > ντολμαδ-άκι και επέκτ. σε άλλα ουσ.: φτωχ-αδάκι]
- -άδι [áδi] : επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων: 1α. κυρίως από επίθετα· το παράγωγο συγκεκριμένο ουσιαστικό, μέσα στη δική του ιδιαίτερη σημασία, εμπεριέχει το βασικό χαρακτηριστικό της λέξης από την οποία παράγεται (χρώμα, μέγεθος κτλ.): (κόκκινος) κοκκινάδι, (μαύρος) μαυράδι, (χοντρός) χοντράδι. β. από ουσιαστικά· δημιουργεί δεύτερο τύπο της πρωτότυπης λέξης με ίδια ή διαφορετική χρήση, σημασία, επίπεδο κτλ.: (κρόκος) κροκάδι, (πέτρα) πετράδι. 2. (λαϊκότρ.) από ρήματα· χωρίς να σχηματίζει σειρά παραγώγων, εντούτοις δηλώνει το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος ή ό,τι απέμεινε από την ενέργεια που εκφράζει το ρήμα· (συχνά πρόκειται για σύνθετα· βλ. απο-3)· (πρβ. -ίδι, -άρι 3, -ούδι 2): απολειφάδι, απομεινάδι· (υφαίνω) υφάδι.
[ελνστ. υποκορ. επίθημα -άδιον από ουσ. με θ. σε -αδ- και προσθήκη του υποκορ. -ιον: αρχ. λιβαδ- (λιβάς) `πηγή΄ > ελνστ. λιβάδ-ιον `λιβάδι΄ και επέκτ. σε άλλα ουσ.: ελνστ. σημ-άδιον `σημάδι΄, μσν. πετρ-άδιον `μικρή πέτρα, πετράδι΄, τελικά με απώλεια της υποκορ. σημ.: μσν. ασπρ-άδι]
- -άδικο 2 : επίθημα ουδέτερων τοπικών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει: 1. κατάστημα στο οποίο μπορεί κανείς να βρει για αγορά ή γενικά για κατανάλωση αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ικο 1): (μακαρόνια) μακαρονάδικο, (ούζο) ουζάδικο, (σάντουιτς) σαντουιτσάδικο, (φαγητά - φαγιά) φαγάδικο, (φαστφούντ) φαστφουντάδικο. || χωρίς να συνδέεται, ακόμη και όταν υπάρχει, με ανάλογο επαγγελματικό ουσιαστικό σε -άς 1: αρβυλάδικο, γαλατάδικο, παντοφλάδικο, παπουτσάδικο, σποράδικο. 2. κτίριο, εργαστήριο και γενικά χώρο κατάλληλο για - ή σχετικό με- αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (μοδίστρα) μοδιστράδικο, (τρελός) τρελάδικο.
[θ. σε -αδ- ανισοσύλλαβων αρσ. επαγγελμ. ουσ. σε -άς με προσθήκη του επιθήματος -ικο: ψωμαδ- (ψωμάς) > ψωμάδ-ικο με επέκτ. σε άλλα ουσ.: μοδιστρ-άδικο]
Κλιτικό Παράδειγμα
Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...
- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- κρατ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κρατ») : κράτος, κρατισμός, κρατώ κλπ.
- *κρατ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το «κρατ»): αισθησιοκράτης, αισθησιοκρατία, αιτιοκρατία κλπ.
- *ισμός (όλες οι λέξεις που λήγουν σε «ισμός»): ανιμισμός, κρατισμός, υλισμός κλπ.
- κ*ισμός (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κ» και λήγουν σε «ισμός»): κλασικισμός, κομμουνισμός, κρατισμός κλπ
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. κρατ κρατ* - Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε έναν όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που είναι εννοιολογικά συγγενείς.
- Παράδειγμα Χρήσης
Εδώ πληκτρολογείτε μια λέξη, η οποία περιμένετε να εμφανιστεί σε πρόταση που είναι παράδειγμα χρήσης του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.- Γραμματική - Σύνταξη
Επιλέγετε τον επιθυμητό τρόπο σύνταξης της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους συντάσσεται με τον συγκεκριμένο τρόπο.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ως επίθετο» θα εμφανιστούν λήμματα που, ενώ ανήκουν σε άλλη γραμματική κατηγορία, χρησιμοποιούνται με τη σημασία επιθέτου και συντάσσονται αναλόγως.
- Επίπεδο Ύφους
Το μενού προεπιλογών που εμφανίζεται περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα ύφους, τα οποία αφορούν είτε όλο το λήμμα είτε κάποια από τις σημασίες του, ώστε να επιλέξετε αυτό που σας ενδιαφέρει.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ειρωνικό», θα εμφανιστούν
- λήμματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- λήμματα που μία τους σημασία χρησιμοποιείται σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- Σημασιολογικό πεδίο
Επιλέγετε το σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκει η σημασία ή κάποια από τις σημασίες του λήμματος. Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να ζητήσετε ομάδες λέξεων που σχετίζονται με κάποια θεματική περιοχή.
- Ετυμολογία
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες ετυμολογικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε αυτή που σας ενδιαφέρει.
- Τύπος Λήμματος
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Χρήση
Επιλέγετε την επιθυμητή χρήση της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους έχει τη συγκεκριμένη χρήση.
Συντομογραφίες
Α
αγγλ. αγγλικός αεροναυτ. αεροναυτική αθλ. αθλητικός αιγυπτ. αιγυπτιακός αιτ. αιτιατική αιτιολ. αιτιολογικός άκλ. άκλιτος αλβ. αλβανικός αλλ. αλλαγή αναδαν. αναδανεισμός αναδιπλ. αναδιπλασιασμός αναδρ. αναδρομικός ανάλ. ανάλυση αναλ. αναλογία, αναλογικός ανάπτ. ανάπτυξη ανασυλλ. ανασυλλαβισμός ανατ. ανατομία, ανατομικός ανατολ. ανατολικός αναφ. αναφορικός άνθρ. άνθρωπος ανθρωπολ. ανθρωπολογία ανθρωπων. ανθρωπωνύμιο ανομ. ανομοίωση, ανομοιωτικός αντ., ΑΝΤ αντίθετος αντδ. αντιδάνειο αντιθ. αντιθετικός αντικ. αντικείμενο αντιμετάθ. αντιμετάθεση αντων. αντωνυμία αόρ., αορ. αόριστος, αορίστου, αοριστικός απαρέμφ. απαρέμφατο απαρχ. απαρχαιωμένος απλολ. απλολογία απλοπ. απλοποίηση αποβ. αποβολή απόδ. απόδοση αποηχηροπ. αποηχηροποίηση αποθ. αποθετικός απόλ. απόλυτος απρόσ. απρόσωπος αραβ. αραβικός αραμ. αραμαϊκός άρθρ. άρθρωση αριθμτ. αριθμητικό αρκτικόλ. αρκτικόλεξο αρμεν. αρμενικός άρν . άρνηση αρνητ. αρνητικός αρσ. αρσενικός αρχ. αρχαίος αρχαιολ. αρχαιολογία αρχιτ. αρχιτεκτονικός αστρολ. αστρολογία αστρον. αστρονομία αστροναυτ. αστροναυτική άτ. άτονος αττ. αττικός αυτοπ. αυτοπαθής αφηρ. αφηρημένος αφομ. αφομοίωση, αφομοιωτικός άψ. άψυχος Β
βεβ. βεβαιωτικός βεν. βενετικός βιολ. βιολογία βιοχημ. βιοχημεία βλ. βλέπε βλάχ. βλάχικος βόρ. βόρειος βοτ. βοτανική βουλγ. βουλγαρικός Γ
γαλλ. γαλλικός γεν. γενική γενικότ. γενικότερα γενοβ. γενοβέζικος γερμ. γερμανικός γεωγρ. γεωγραφία γεωλ. γεωλογία γεωμ. γεωμετρία γεωπ. γεωπονία γλ. γλώσσα γλυπτ. γλυπτική γλωσσ. γλωσσολογία γνωμ. γνωμικό γραμμ. γραμματική γυμν. γυμναστική Δ
δαν. δανεισμός δεικτ. δεικτικός δηλ. δηλαδή δημοτ. δημοτική διάκρ. διάκριση διάλ. διάλεκτος διαλεκτ. διαλεκτικός διάσπ. διάσπαση διαφ. διαφορετικός διαχ. διαχωριστικός διεθ. διεθνισμός δίκ. δίκαιο διστ. διστακτικός δίφθ. δίφθογγος διφθογγοπ. διφθογγοποίηση δοτ. δοτική δωρ. δωρικός Ε
εβρ. εβραϊκός εθν. εθνικός εθνολ. εθνολογία ειδ. ειδικός ειδικότ. ειδικότερα ειρ. ειρωνικός εκ. εκατοστό εκκλ. εκκλησιαστικός έκφρ. έκφραση ελλην. ελληνικός ελνστ. ελληνιστικός έμψ. έμψυχος εν. ενικός εναλλ. εναλλαγή ενεργ. ενεργητικός ενεστ. ενεστώτας, ενεστωτικός ενν. εννοείται εξακολ. εξακολουθητικός εξέλ. εξέλιξη εξομάλ. εξομάλυνση επαγγελμ. επαγγελματικός επανάλ. επανάληψη επέκτ. επέκταση επίδρ. επίδραση επίθ., επιθ. επίθετο, επιθέτου, επιθετικός ΕΠΙΡΡ επίρρημα, επιρρηματικός επίρρ., επιρρ. επίρρημα, επιρρήματος, επιρρηματικός επίσ. επίσημος επιστ. επιστημονικός επιτατ. επιτατικός επιφ. επιφώνημα, επιφωνηματικός επών. επώνυμο ερρινοπ. ερρινοποίηση ερωτ. ερωτηματικός ετυμ. ετυμολογία, ετυμολογικός ευφ. ευφημισμός, ευφημιστικός Ζ
ζωγρ. ζωγραφική ζωολ. ζωολογία Η
ηθ. ηθική ηλεκτρολ. ηλεκτρολογία ηλεκτρον. ηλεκτρονική ημίφ., ημιφ. ημίφωνο, ημιφώνου ηχ. ηχηρός ηχηρ. ηχηρότητα ηχηροπ. ηχηροποίηση ηχομιμ. ηχομιμητικός Θ
θ. θέμα θέατρ. θέατρο θεολ. θεολογία θετ. θετικός θηλ. θηλυκός θρησκειολ. θρησκειολογία Ι
ιαπων. ιαπωνικός ιατρ. ιατρικός ίδ. ίδιος ιδ. ιδίως ινδ. ινδικός ισπαν. ισπανικός ιστ. ιστορία, ιστορικός ισχυροπ. ισχυροποίηση ιταλ. ιταλικός ιων. ιωνικός Κ
κ.ά. και άλλα Κ.Δ. Καινή Διαθήκη κ.ε. και εξής κ.ο.κ. και ούτω καθεξής κατάλ. κατάληξη κατατ. κατατεθέν κινημ. κινηματογράφος κλητ. κλητική κλιτ. κλιτικός κοινων. κοινωνιολογία κπ. κάποιο( ν ) κτ. κάτι κτγ. κατηγορούμενο κτητ. κτητικός κτλ. και τα λοιπά κύρ. κύριος κυρ. κυρίως κυριολ. κυριολεκτικός Λ
λ. λέξη, λήμμα λαϊκ. λαϊκός λαϊκότρ. λαϊκότροπος λαογρ. λαογραφία λατ. λατινικός λόγ. λόγιος λογ. λογική λογιστ. λογιστική λογοτ. λογοτεχνικός μ.Χ. μετά Χριστόν Μ
μαγειρ. μαγειρική μαθημ. μαθηματικά μεγεθ. μεγεθυντικός μεε. μετοχή ενεργητικού ενεστώτα μειωτ. μειωτικός μέλλ. μέλλοντας μεσοφ. μεσοφωνηεντικός μετάθ. μετάθεση μετακ. μετακίνηση μεταπλ. μεταπλασμός μεταρ. μεταρηματικός μετεπιθ. μετεπιθετικός μετεπιρρ. μετεπιρρηματικός μετεωρ. μετεωρολογία μετον. μετονοματικος μετουσ. μετουσιαστικός μετρ. μετρική μηχ. μηχανική μηχανολ. μηχανολογία μορφολ. μορφολογικός μουσ. μουσική μπε. μετοχή παθητικού ενεστώτα μππ. μετοχή παθητικού παρακειμένου μσν. μεσαιωνικός μσνλατ. μεσαιωνικό λατινικό μτφ. μεταφορικός μτφρδ. μεταφραστικό δάνειο μτχ. μετοχή μυθ. μυθολογία Ν
ναυτ. ναυτικός νεοελλ. νεοελληνικός νεολ. νεολογισμός νεότ. νεότερος νλατ. νεολατινικός νομ. νομική νότ. νότιος Ο
οικ. οικείος οικοδ. οικοδομική οικολ. οικολογία οικον. οικονομία ολλανδ. ολλανδικός όμ. όμοιος όν., ον. όνομα, ονόματος ονομ. ονομαστική οπτ. οπτική ορθογρ. ορθογραφία, ορθογραφικός οριστ. οριστική, οριστικός ορυκτ. ορυκτολογία ουδ. ουδέτερο ουσ. ουσιαστικό ουσιαστικοπ. ουσιαστικοποιημένος,ουσιαστικοποίηση Π
Π.Δ. Παλαιά Διαθήκη π.Χ. προ Χριστού π.χ. παραδείγματος χάριν παθ. παθητικός παιδ. παιδικός παλ. παλαιός παλαιοντ. παλαιοντολογία παλαιότ. παλαιότερος ΠΑΡ παροιμία ΠΑΡ έκφρ. παροιμιακή έκφραση ΠΑΡ ΦΡ παροιμιακή φράση παράγ. παράγωγος παράλ. παράλειψη παραλ. παραλήγουσα παράλλ. παράλληλος παρετυμ. παρετυμολογία, παρετυμολογικός παρωχ. παρωχημένος πατριδων. πατριδωνυμικός περιλ. περιληπτικός περσ. περσικός πληθ. πληθυντικός πληροφ. πληροφορική ποδ. ποδόσφαιρο ποιητ. ποιητικός πολ. πολιτική πολλαπλ. πολλαπλασιαστικός πορτογαλ. πορτογαλικός ποσ. ποσοτικός πρβ. παράβαλε πργ. πράγμα πρκ. παρακείμενος προέλ. προέλευση προηγ. προηγούμενος πρόθ. πρόθεση προπαραλ. προπαραλήγουσα πρόσ., προσ. πρόσωπο, προσώπου, προσωπικός προσαρμ. προσαρμογή προστ. προστακτική προσφών. προσφώνηση πρότ. πρόταση προτακτ. προτακτικός προφ. προφορά, προφορικός προχωρ. προχωρητικός πρτ. παρατατικός πτ. πτώση Ρ
ρ. ρήμα ραπτ. ραπτική ρηματ. ρηματικός ρητορ. ρητορικός ριν. ρινικός ρουμ. ρουμανικός ρωσ. ρωσικός Σ
σανσκρ. σανσκριτικός σελ. σελίδα σημ. σημασία σημασιολ. σημασιολογικός σημδ. σημασιολογικό δάνειο σημερ. σημερινός σημιτ. σημιτικός σκωπτ. σκωπτικός σλαβ. σλαβικός σπάν. σπάνιος σπανιότ. σπανιότερα στατ. στατιστικός στερ. στερητικός στιγμ. στιγμιαίος στρατ. στρατιωτικός συγγ. συγγενής συγκ. συγκοπή σύγκρ. σύγκρινε συγκρ. συγκριτικός συμπερ. συμπερασματικός σύμπλ., συμπλ. σύμπλεγμα, συμπλέγματος συμπλεκτ. συμπλεκτικός συμπροφ. συμπροφορά σύμπτ. σύμπτωση σύμφ., συμφ. σύμφωνο, συμφώνου, συμφωνικός συμφυρ. συμφυρμός συν., ΣΥΝ συνώνυμος συναίρ. συναίρεση συναισθ. συναισθηματικά φορτισμένη λέξη σύνδ., συνδ. σύνδεσμος, συνδέσμου συνεκδ. συνεκδοχικός συνήθ. συνήθως συνηρ. συνηρημένος σύνθ. σύνθετος, σύνθεση συνθ. συνθετικό συνίζ. συνίζηση συνοπτ. συνοπτικός σύντ. σύνταξη συντ. συντακτικός συντελ. συντελεσμένος σύντμ. σύντμηση συντομογρ. συντομογραφία σχ. σχήμα σχημ. σχηματισμός Τ
τ. τύπος τ.μ. τετραγωνικά μέτρα τακτ. τακτικός τελ. τελικός τεχν. τεχνικός τεχνολ. τεχνολογία τηλεόρ. τηλεόραση τον . τονισμός τοπ. τοπικός τοπων. τοπωνύμιο τοσκ. τοσκανικός τουρκ. τουρκικός τροπ. τροπικός τροποπ. τροποποίηση τσιγγ. τσιγγάνικος τυπ. τυπογραφία Υ
υβρ. υβριστικός υπ. υποκείμενο υπερ. υπερωικός υπερθ. υπερθετικός υπερσ. υπερσυντέλικος υποθ. υποθετικός ΥΠΟΚΟΡ υποκοριστικό υποκορ. υποκοριστικό υπόλ. υπόλοιπος υποτ. υποτακτική υποχωρ. υποχωρητικός υστλατ. υστερολατινικός Φ
φαρμ. φαρμακολογία φιλολ. φιλολογία, φιλολογικός φιλοσ. φιλοσοφία, φιλοσοφικός φιλοτ. φιλοτελισμός φοινικ. φοινικικός φρ., ΦΡ φράση φυσ. φυσική φυσιολ. φυσιολογία φων. φωνήεν φωνηεντ. φωνηεντικός φωνητ. φωνητική φωνολ. φωνολογία φωτογρ. φωτογραφία Χ
χασμ. χασμωδία χγφ. χειρόγραφο χειλ. χειλικός χημ. χημεία, χημικός χλευ. χλευαστικός χρ. χρήση χρον. χρονικός Ψ
ψυχ. ψυχολογία ψυχαν. ψυχανάλυση ψυχιατρ. ψυχιατρική
Σύμβολα
Στο ερμηνευτικό τμήμα του λήμματος | |
---|---|
& | συνδέει τους δεύτερους τύπους ενός λήμματος ή υπολήμματος με τον κύριο τύπο |
[ ] | περικλείουν την προφορά μιας λέξης |
: | εισάγει στο σημασιολογικό τμήμα ενός λήμματος |
~ | αντικαθιστά τον ακριβή κύριο τύπο του λήμματος ή του υπολήμματος στα παραδείγματα |
D | εισάγει υπολήμματα που δεν καταχωρίζονται ως ξεχωριστά λήμματα |
|| | χωρίζει σημασίες ή παραδείγματα και δηλώνει επέκταση ή μικρή διαφοροποίηση |
/ | χωρίζει καταλήξεις και συσσωρευμένα παραδείγματα |
* | παραπέμπει για ανάλυση σε άλλο λήμμα |
-> | παραπέμπει σε άλλο λήμμα |
Στο ετυμολογικό τμήμα του λήμματος | |
---|---|
[ ] | περικλείουν όλο το ετυμολογικό τμήμα ενός λήμματος |
· | (άνω τελεία) διαχωρίζει τις ετυμολογίες διάφορων λέξεων, σημασιών ή τύπων |
( ) | περικλείουν το μέρος της λέξης που δεν χρησιμεύει ως βάση της νέας παραγωγής |
> | δηλώνει ότι η λέξη που βρίσκεται δεξιά του προέρχεται από τη λέξη που βρίσκεται αριστερά του |
< | δηλώνει ότι η λέξη που βρίσκεται αριστερά του προέρχεται από τη λέξη που βρίσκεται δεξιά του |
+ | ενώνει τα συνθετικά μέρη μιας σύνθετης λέξης |
- | δηλώνει ότι αναγράφεται μόνο το θέμα μιας λέξης ή μόνο κάποιο παράθημα (πρόθημα ή επίθημα) |
* | δηλώνει ότι ο τύπος που ακολουθεί είναι υποθετικός |
' ' | περικλείουν μεταφράσματα |
Ομάδα εργασίας
Α΄ έκδοση του Ηλεκτρονικού Κόμβου
- Επιστημονική ευθύνη
- I.N. Kαζάζης
- Συντονισμός
- Α. Καραμήτρου, Ρ. Τσοκαλίδου, Α. Χατζηδάκη
- Εποπτεία Ηλεκτρονικής Υλοποίησης
- Κ. Βεζερίδης
Β΄ έκδοση της Πύλης για την ελληνική γλώσσα
- Επιστημονική ευθύνη
- Δ. Κουτσογιάννης
- Μελέτη επανασχεδιασμού του περιβάλλοντος και συντονισμός
- Ι. Χαλισιάνη, Αθ. Ράλλη
- Διδακτικό πλαίσιο και προτάσεις
- Δ. Κουτσογιάννης, Ι. Χαλισιάνη, Αθ. Ράλλη
- Τεχνική Υλοποίηση
- Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ)
Γ΄ έκδοση της Πύλης για την ελληνική γλώσσα
- Επιστημονική ευθύνη
- Δ. Κουτσογιάννης
- Τεχνική Υλοποίηση
- Θεοδωρίδης Κωνσταντίνος