Νέα ελληνική
Ανθολογία μεταφρασμένης νεότερης λογοτεχνίας: ποιήματα και διηγήματα - Κείμενα
Ανθολογία μεταφρασμένης νεότερης λογοτεχνίας: ποιήματα και διηγήματα
- Ανθολογία Ποιημάτων
- 1. Nazmi Akiman, Στο γιο μου
- 2. Yehuda Amichai, Το παιδί μου
- 3. Guillaume Apollinaire, Η Κυρία
- 4. Antonin Artaude, Ήμουνα ζωντανός
- 5. John Ashbery, Το πρόβλημα της ανησυχίας
- 6. Georges Bataille, Στο θάνατό μου
- 7. Michael Benedikt, Μερικά αισθήματα
- 8. Bertolt Brecht, Η κοιλιά των λωτών
- 9. André Breton, Εγώ είμαι ανοίξετε
- 10. Richard Brodigan, 3 Νοεμβρίου
- 11. Joseph Brodski, Σαν ελεγεία
- 12. Charles Bukowski, Την ημέρα που έβρεξε στο επαρχιακό μουσείο του Λος Αντζελες
- 13. Bo Carpelan, Πλάι στο τραπέζι η μορφή σου
- 14. Blaise Cendrars, Πάσχα στη Νέα Υόρκη (αποσπάσματα)
- 15. Paul Claudel, Το εσωτερικό τείχος του Τόκιο (απόσπασμα)
- 16. Leonard Cohen, Καθώς η ομίχλη σημάδια δεν αφήνει
- 17. Robert Creely, Ξέρω έναν άνθρωπο
- 18. Edward Estlin Cummings, [Η καλή γριά καιταλοιπά...]
- 19. Douglas Dunn, Μετακόμιση από την οδό Τέρρυ
- 20. Gunnar Ekelöf, Τοτέμ-ζώα
- 21. T.S. Eliot, Η θεία Helen
- 22. Lawrence Ferlinghetti, Μην αφήσεις το άλογο...
- 23. Robert Frost, Ξεχωριστή διάθεση
- 24. Wilfrid W. Gibson, Υποχώρηση
- 25. Ivan Goll, [Δεν ήθελα να είμαι]
- 26. Günter Grass, Μέσα στο αυγό
- 27. Eugène Guillevic, Συνταγή
- 28. Jerzy Harasymowicz, Μια φρέσκια πεδιάδα από πιάνα
- 29. Seamus Heany, Ο Λιθοτρίφτης
- 30. Zbigniew Herbert, Βότσαλο
- 31. Nazim Hikmet, 25 Σεπτέμβρη 1945
- 32. Yoshino Hiroshi, ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΟΥ ΠΑΙΔΙ
- 33. Ted Hughes, Θεολογία
- 34. Max Jacob, Αγάπη του πλησίον
- 35. Patrick Kavanagh, Η μεγάλη πείνα (απόσπασμα)
- 36. Galway Kinnell, ΤΡΩΓΟΝΤΑΣ ΒΑΤΟΜΟΥΡΑ
- 37. Kenneth Koch, Μονίμως
- 38. Valery Larbaud, Η μάσκα
- 39. Philip Larkin, Annus mirabilis
- 40. Dieter Leisegang, Ειρηνικό τελείως καθημερινό πρωινό
- 41. Louis MacNeice, Ραβέννα
- 42. Stéphane Mallarmé, Η κόμη
- 43. Joyce Mansour, [ Υπάρχει μια γριά πάνω στο δρόμο ]
- 44. Vladimir Mayakovsky, , Η γέφυρα του Μπρούκλιν
- 45. James Merrill, Με τον τρόπο του Καβάφη
- 46. W.S. Merwin, Άσκηση
- 47. Henri Michaux, Στο δρόμο του θανάτου
- 48. Czeslaw Milosz, Σε μια κάποιαν ηλικία
- 49. Eugenio Montale, Στην παραλία
- 50. Marianne Moore, Σ'ένα σαλιγκάρι
- 51. Adriaan Morriën, Καταδικασμένο κτίριο
- 52. Frank O' Hara, Μια ακριβής περιγραφή της συνομιλίας με τον ήλιο στο Φάϊρ Άϊλαντ
- 53. Nicanor Parra, Σύνταξη
- 54. Sandro Penna, [ Η πλατειούλα της Βενετίας...]
- 55. Dalibor Pese, Ακολουθώντας τη συνταγή
- 56. Fernando Pessoa, Ο φύλακας των κοπαδιών
- 57. Sylvia Plath, ΠΡΩΙΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
- 58. Francis Ponge, Ο ήλιος τιτλοφορεί τη φύση
- 59. Vasko Popa, Το καρφί
- 60. Ezra Pound, Το νησί στη λίμνη
- 61. Jacques Prévert, Η σχολή καλών τεχνών
- 62. Salvatore Quasimodo, Σχεδόν ένα επίγραμμα
- 63. Charles Reznikoff, Δυο άντρες
- 64. Adrienne Rich, Νουβέλα
- 65. Rainer Maria Rilke, Ελεγεία πρώτη (απόσπασμα)
- 66. Arthur Rimbaud, Ο υπναράς της ρεματιάς
- 67. Tadeusz Rσzewich, Λεύκωμα
- 68. Umberto Saba, «Φρούτα, λαχανικά»
- 69. Vittorio Sereni, ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ
- 70. Charles Simic, Φτώχεια
- 71. Gary Snyder, Τι άλλο έχω μάθει
- 72. Raymond Souster, Εκεί που τα γαλάζια άλογα
- 73. Wallace Stevens, ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΜΕΓΙΣΤΑΝΟΣ
- 74. Marc Strand, Διατηρώντας τα πράγματα ολόκληρα
- 75. Jules Supervielle, Αναμονή θανάτου
- 76. Wisawa Szymborska, Εγκώμιο της αδελφής μου
- 77. Σαλάχ Αμπντέλ Σαμπούρ, Ερωτήματα
- 78. Laurent Tailhade, Βαρκαρόλα
- 79. Dylan Thomas, Κι ο θάνατος δεν θά' χει πια εξουσία
- 80. Giuseppe Ungaretti, Η όμορφη νύχτα
- 81. Orhan Veli Kanik, Το ποίημα με την ουρά
- 82. Karl Vennberg, Καθημερινή ζωή
- 83. Paul Verlaine, Οι ράθυμοι
- 84. Boris Vian, Καλημέρα σκύλε
- 85. William Carlos Williams, Το κόκκινο καροτσάκι
- 86. James Wright, Κουβαλώντας λέξεις ένας ψύλλος
- 87. Judith Wright, Φινάλε
- 88. W.B. Yeats, Οι φιλόλογοι
- 89. Eugenio Yevtousenco, Κρέμασα το ποίημά μου
- 90. Choueï-P'aï Yuan, Η πόλη
- Ανθολογία Διηγημάτων
- 1. Woody Allen, Η Υπόθεση Κούγκελμαςς
- 2. Ivo Andrić, Η γέφυρα της Ζέπα
- 3. Victor Auburtin, Το τέλος του Οδυσσέα
- 4. Augusto Roa Bastos, Αντιζωή
- 5. Samuel Beckett, Διωγμένος
- 6. Hans Bender, Ο Σιτιστής
- 7. Peter Bichsel, Χαιρετίσματα από τον Γιόντοκ
- 8. Karen Blixen, Τα μαργαριτάρια
- 9. Heinrich Böll, Στη γέφυρα
- 10. Jorge Louis Borges, Η γραφή του Θεού
- 11. Daniel Boulanger, Το φως
- 12. Dino Buzzati, Κάτι που αρχίζει από 'λάμδα'
- 13. Italo Calvino, Η περιπέτεια ενός οδηγού
- 14. Julio Cortázar, Ίστορία χωρίς ηθικό δίδαγμα
- 15. Francis Scott Key Fitzgerald, Η χαμένη δεκαετία
- 16. Jaroslav Hašek, Η δωρεά του κυρίου Κάουμπλε
- 17. Patricia Highsmith, Η πεζογράφος
- 18. James Joyce, Πανσιόν δι' οικογενείας
- 19. Franz Kafka, Μπρος απ' το νόμο
- 20. Efraim Kishon, Πώς μπορείτε να κάνετε κριτική σε ένα βιβλίο δίχως να το έχετε διαβάσει
- 21. Catherine Mansfield, Η μύγα
- 22. Gabriel Garcia Marquez, Ενοικιάζονται όνειρα
- 23. Kurt Marti, Αγναντεύοντας τη Νάπολη
- 24. Guy de Maupassant, Ο Αγιαντώντης
- 25. Alberto Moravia, Ο κροκόδειλος
- 26. Edgar Allan Poe, Η σφίγγα
- 27. Raymond Queneau, Η υποκειμενική άποψη
- 28. Italo Svevo, Η μάνα
- 29. Anton Pavlovitch Tchekhov, Καημός
- 30. Virginia Woolf, Ένα στοιχειωμένο σπίτι
8. Karen Blixen, Τα μαργαριτάρια
Κάρεν Μπλίξεν (Ισάκ Ντίνεσεν), Ιστορίες του χειμώνα, μετάφραση Αντώνης Αντωνίου, Αθήνα, Μέδουσα, 1991, σσ. 51-67.
Karen Blixen
ΤΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙΑ
Eδώ και ογδόντα χρόνια, ένας νεαρός αξιωματικός της φρουράς, ο νεότερος γόνος μιας αριστοκρατικής οικογένειας της επαρχίας, παντρεύτηκε στην Κοπενγχάγη την κόρη κάποιου πλούσιου έμπορου μαλλιού, ο πατέρας του οποίου ξεκίνησε σαν πραματευτής και είχε έρθει από τη Γιουτλάνδη. Εκείνα τα χρόνια, ένας τέτοιος γάμος αποτελούσε αξιοπρόσεχτο γεγονός και κουβεντιάστηκε πολύ·μέχρι και τραγούδι έβγαλαν και το τραγουδούσαν στους δρόμους.
Η νύφη ήταν είκοσι χρονών και πανέμορφη - μια ψηλή κοπέλα με μαύρα μαλλιά και ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα με λυγερή κορμοστασιά λες και ήταν ολόκληρη από ατόφιο ξύλο. Είχε δύο θείες γεροντοκόρες, αδελφές του παππού της του πραματευτή, τον οποίο η αλματώδης οικονομική άνοδος της οικογένειας είχε καθηλώσει σε έντιμη αποστρατεία σε ένα δωμάτιο, παίρνοντάς τον από μια ζωή σκληρής δουλειάς και αποταμίευσης. Όταν η μεγαλύτερη θεία πρωτάκουσε τους ψίθυρους για τον αρραβώνα της ανιψιάς, την επισκέφτηκε και πάνω στην κουβέντα τους της διηγήθηκε μια ιστορία.
«Όταν ήμουν παιδί αγαπητή μου», της είπε, «ο νεαρός Βαρώνος Ροζενκράντζ αρραβωνιάστηκε την κόρη ενός πλούσιου χρυσοχόου άκουσον, άκουσον. Η γιαγιά σου την ήξερε. Ο γαμπρός είχε μια δίδυμη αδελφή, κυρία των τιμών στο παλάτι, που πήγε μια μέρα στο σπίτι του χρυσοχόου να γνωρίσει τη νύφη.
Όταν έφυγε, η κοπέλα είπε στον αγαπημένο της: "Η αδελφή σου γέλασε με το φόρεμά μου και επίσης, επειδή δεν ήξερα να της απαντήσω όταν μου μίλησε γαλλικά. Είναι σκληρόκαρδη, σου λέω. Αν πρόκειται να ζήσουμε ευτυχισμένοι, δεν θέλω να την ξαναδείς. Δεν θα το άντεχα". Ο νέος άνδρας για να την καθησυχάσει της υποσχέθηκε πως δεν θα ξανάβλεπε την αδελφή του. Λίγο καιρό αργότερα, κάποια Κυριακή, πήρε την κοπέλα για να δειπνήσουν στο σπίτι με τη μητέρα του. Στο γυρισμό του είπε: "Η μητέρα σου μόνο που δεν έκλαψε όταν με αντίκρυσε. Ευχόταν μια καλύτερη τύχη για σένα. Αν μ' αγαπάς, θα πρέπει να κόψεις τις σχέσεις με τη μητέρα σου". Για άλλη μια φορά, ο ερωτευμένος νέος υποσχέθηκε να εκπληρώσει την επιθυμία της, παρόλο που του κόστιζε πολύ γιατί η μητέρα του είχε μείνει χήρα και ήταν μοναχογιός. Μέσα στην ίδια εβδομάδα έστειλε τον υπηρέτη του να πάει στην αγαπημένη του μια ανθοδέσμη. Την άλλη μέρα του είπε: "Δεν αντέχω πια το ύφος του υπηρέτη σου όταν με κοιτάζει. Να τον ξαποστείλεις την πρώτη του μηνός". "Δεσποινίς μου", είπε τότε ο Βαρώνος Ροζενκράντζ, "δεν είναι δυνατόν να έχω μια σύζυγο η οποία επιτρέπει στον εαυτό της να προσβληθεί από την στάση του υπηρέτη μου. Ιδού το δακτυλίδι σας. Αντίο για πάντα".»
Όσο η ηλικιωμένη γυναίκα μιλούσε, τα έξυπνα μάτια της δεν άφηναν στιγμή το πρόσωπο της ανιψιάς. Ήταν μια καλοστεκούμενη ενεργητική γυναίκα και είχε εδώ και πολλά χρόνια αποφασίσει να αφιερωθεί στους άλλους·είχε πια καθιερωθεί σαν η συνείδηση της οικογένειας. Στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ένα ακμαίο γεροπαράσιτο που ζούσε σε βάρος ολόκληρης της οικογένειας, ιδίως των νεαρότερων μελών της, χωρίς δικά της όνειρα ή φόβους.
Η Γενσίν, η νύφη, ήταν μια νεαρή κοπέλα που έσφιζε από ζωή, ιδανική λεία για ένα τέτοιο παράσιτο, πόσο μάλλον που τόσο η νέα όσο και η γεροντοκόρη είχαν αρκετά κοινά σημεία. Η κοπέλα σέρβιρε τον καφέ επιφανειακά ατάραχη, μέσα της όμως ήταν έξαλλη και μονολογούσε: «Η θεία Μάρεν θα μου το πληρώσει αυτό.» Παρόλα αυτά όμως, όπως άλλωστε συνέβαινε συχνά, οι παρεναίσεις της θείας έπιαναν τόπο μέσα της.
Μετά τον γάμο που έγινε στον Καθεδρικό Ναό της Κοπενγχάγης, ένα υπέροχο πρωινό του Ιουνίου, το νιόπαντρο ζευγάρι έφυγε στη Νορβηγία για το Ταξίδι του Μέλιτος. Ταξίδεψαν βόρεια, ίσαμε το Χάρνταγκερ. Την εποχή εκείνη, ένα ταξίδι στη Νορβηγία ήταν ολόκληρη περιπέτεια. Οι φίλες της Γενσίν την ρωτούσαν γιατί δεν πήγαιναν στο Παρίσι, όμως εκείνη ήταν ικανοποιημένη που θα ξεκινούσε την έγγαμη ζωή της στην ερημιά και θα έμενε μόνη με τον άντρα της. Δεν ήθελε, σκεφτόταν, ούτε είχε ανάγκη από άλλες εντυπώσεις και εμπειρίες. Και πρόσθετε από μέσα της: «Δόξα τω θεώ».
Οι κακές γλώσσες της Κοπενγχάγης έλεγαν ότι ο γαμπρός την πήρε για τα λεφτά, κι εκείνη τον πήρε για το όνομα, είχαν όμως λάθος. Ο γάμος έγινε από έρωτα και ο μήνας του μέλιτος ήταν τεχνικά τουλάχιστον άψογος. Η Γενσίν δεν θα παντρευόταν ποτέ έναν άντρα που δεν αγαπούσε. Σεβόταν πολύ τον Θεό του Έρωτα και χρόνια τώρα προσευχόταν σ' αυτόν: «Γιατί αργείς;» Να λοιπόν που τώρα, αναλογιζόταν, η προσευχή της εισακούστηκε όχι χωρίς κάποια μικρή εκδίκηση από μέρους του. Τα βιβλία δεν της είχαν δώσει παρά ελάχιστες πληροφορίες για την πραγματική φύση της αγάπης.
Το τοπίο της Νορβηγίας που μέσα του γνώρισε την πρώτη εμπειρία του πάθους, συνέβαλε στην ενίσχυση της μεγάλης εντύπωσης που της προκάλεσε η εμπειρία αυτή. Ήταν η καλύτερη εποχή. Ο ουρανός ήταν γαλάζιος, οι κερασιές άνθιζαν παντού και γέμιζαν τον αέρα με το γλυκόπικρο άρωμά τους και οι νύχτες ήταν τόσο φωτεινές που μπορούσες να διαδόσεις ακόμα και τα μεσάνυχτα χωρίς φως.
Η Γενσίν, ντυμένη με κρινολίνο και με μπέρτα, σκαρφάλωνε απόκρημνα μονοπάτια πιασμένη από το χέρι του άντρα της - ή μόνη της γιατί ήταν δυνατή - στεκόταν στις κορφές με τα ρούχα της να ανεμίζουν και θαύμαζε, θαύμαζε... Είχε ζήσει στη Δανία και για ένα χρόνο εσωτερική στη Λυβέκη, και η εικόνα που είχε σχηματίσει για τη γη ήταν ότι απλώνεται οριζόντια - επίπεδη κάτω από τα πόδια της. Σε τούτα όμως τα βουνά, όλα έμοιαζαν να ορθώνονται κατακόρυφα σαν ένα τεράστιο ζώο που σηκώνεται στα πισινά του πόδια - και δεν ξέρεις αν το κάνει για παιχνίδι ή για να πέσει επάνω σου να σε συνθλίψει. Για πρώτη φορά είχε βρεθεί τόσο ψηλά και ο αέρας τη μεθούσε σαν κρασί. Όπου έστρεφε το βλέμμα αντίκριζε τρεχούμενα νερά, να ορμούν από τα θεόρατα βουνά κάτω στις λίμνες, άλλοτε σχηματίζοντας ασημένια ρυάκια κι άλλοτε βρυχώμενους καταρράκτες στολισμένους με χιλιάδες ουράνια τόξα - λες και η φύση γελούσε ή έκλαιγε δυνατά.
Στην αρχή όλα αυτά ήσαν τόσο καινούργια που της φάνηκε ότι οι παλιές αντιλήψεις της για τον κόσμο σκόρπιζαν σ' όλες τις κατευθύνσεις σαν το φόρεμα και το σάλι της που τα έπαιρνε ο άνεμος. Γρήγορα όμως οι εντυπώσεις αυτές καταστάλαξαν σε μια αίσθηση ανησυχίας, ενός πανικού που όμοιό του δεν είχε νιώσει.
Είχε μεγαλώσει σ' ένα κλίμα σοφρωσύνης και προνοητικότητας. Ο πατέρας της ήταν ένας τίμιος έμπορος που δεν ήθελε ούτε να χάσει τα λεφτά του, ούτε να δυσαρεστήσει τους πελάτες του. Καμιά φορά αυτό το δίλημμα τον έριχνε σε μελαγχολία. Η μητέρα της ήταν μια θεοσεβούμενη γυναίκα, μέλος κάποιας ομάδας θρησκόληπτων, και οι δύο θείες της ήταν άτομα αυστηρών ηθικών αρχών που νοιάζονταν πολύ για το «τι θα πει ο κόσμος». Στο σπίτι της ήταν φορές που η Γενσίν νόμιζε πως ήταν το μόνο ριψοκίνδυνο πνεύμα που διψούσε για περιπέτειες. Όμως μέσα σ' αυτό το άγριο, ρομαντικό τοπίο, ξαφνιασμένη από τις άγνωστες καταπληκτικές δυνάμεις των συναισθημάτων της ζητούσε στήριγμα, αλλά πού να το βρει; Ο νεαρός σύζυγός της που την είχε φέρει εδώ και με τον οποίο ήταν πλέον μόνη, δεν μπορούσε να την βοηθήσει. Αντίθετα, ήταν η αιτία αυτής της εσωτερικής της αναταραχής και έβλεπε ότι ήταν εντελώς εκτεθειμένος στους κινδύνους του έξω κόσμου. Διότι πολύ σύντομα μετά τον γάμο η Γενσίν ανακάλυψε - όπως ίσως είχε αμυδρά υποπτευθεί από την πρώτη τους κιόλας συνάντηση - πως ο άντρας της ήταν ένα πλάσμα εντελώς ανίκανο να νιώσει φόβο. Το συναίσθημα αυτό του έλειπε τελείως.
Είχε διαβάσει στα βιβλία για ήρωες και τους είχε ολόψυχα θαυμάσει. Όμως ο Αλέξανδρος δεν έμοιαζε με τους ήρωες των βιβλίων της. Δεν αντιμετώπιζε ούτε νικούσε τους κινδύνους αυτού του κόσμου. Είχε παντελή άγνοια της ύπαρξής τους.. Για εκείνον τα βουνά ήταν παιχνιδότοπος και όλα τα φαινόμενα της ζωής, συμπεριλαμβανομένου του έρωτα, ήταν σύντροφοί του στο παιχνίδι.
«Εκατό χρόνια από τώρα, αγάπη μου», της έλεγε, «όλα θα είναι ένα.»
Της ήταν δύσκολο να φανταστεί πως τα είχε καταφέρει να ζήσει μέχρι τώρα, από την άλλη όμως καταλάβαινε πως η ζωή του υπήρξε διαφορετική σε όλα από τη δική της. Συνειδητοποιούσε με τρόμο, πως βρισκόταν τώρα εκεί, μέσα σ' ένα κόσμο αφάνταστα - απύθμενου βάθους και απίστευτου ύψους, παραδομένη στα χέρια ενός ανθρώπου που αγνοούσε το νόμο της βαρύτητας. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, τα αισθήματά της για εκείνον εντάθηκαν διχασμένα ανάμεσα σ' ένα αίσθημα ηθικής αποστροφής, σαν να την είχε συνειδητά προδώσει, και απέραντης τρυφερότητας, όπως θα ένιωθε για ένα έκθετο, απροστάτευτο παιδί. Αυτά τα δύο πάθη ήταν τα πιο δυνατά που η φύση της ήταν ικανή να νιώσει. Τα ένιωθε να φουντώνουν μέσα της και να καταλαμβάνουν όλο της το είναι, θυμήθηκε το παραμύθι του αγοριού που το έστειλαν στον κόσμο για να μάθει τι θα πει φόβος και κατάλαβε πως για το καλό τους, για να τον σώσει και να τον προστατεύσει, έπρεπε να μάθει τον άντρα της να φοβάται.
Εκείνος δεν είχε ιδέα για την πάλη που γινόταν μέσα της. Την αγαπούσε, την θαύμαζε και την σεβόταν. Ήταν αθώα και αγνή. Ερχόταν από ράτσα ανθρώπων ικανών να κάνουν την τύχη τους με μοναδικό εφόδιο το μυαλό τους· μιλούσε γερμανικά και γαλλικά και ήξερε ιστορία και γεωγραφία. Ήταν βέβαια προετοιμασμένος για εκπλήξεις μια και ελάχιστα γνωρίζονταν και δεν είχαν βρεθεί μόνοι τους παραπάνω από δύο-τρεις φορές πριν τον γάμο. Εξάλλου δεν υπερηφανευόταν πως ήξερε τις γυναίκες, θεωρούσε όμως το απρόβλεπτο του χαρακτήρα τους μέρος της γοητείας τους. Οι μεταπτώσεις και τα καπρίτσια της νεαρής γυναίκας του τού επιβεβαίωναν την γνώμη που είχε σχηματίσει από την πρώτη τους συνάντηση, πως ήταν δηλαδή ότι του χρειαζόταν στη ζωή. Ήθελε όμως να την κάνει φίλο του και αναλογίστηκε πως ποτέ στη ζωή του δεν είχε ένα αληθινό φίλο.
Δεν μπορούσε βέβαια να της μιλήσει για τους περασμένους έρωτές του, και δεν το έκανε. Της μίλησε όμως για όλα όσα μπορούσε να θυμηθεί για κείνον και τη ζωή του. Μια μέρα της διηγήθηκε για ένα παιχνίδι στο καζίνο του Μπάντεν-Μπάντεν, πως τα 'χασε όλα και ριψοκινδυνεύοντας το τελευταίο του νόμισμα στο τέλος κέρδισε. Δεν ήξερε ότι εκείνη δίπλα του σκεφτόταν: «Είναι ένας κλέφτης, ή αν όχι κλέφτης τότε κλεπταποδόχος, καθόλου καλύτερος από ένα κλέφτη.»
Άλλες φορές πάλι γέλαγε, κορόιδευε για τα χρέη που είχε και τα κόλπα που έκανε για ν' αποφύγει το ράφτη του. Τέτοιες κουβέντες ακούγονταν αληθινά τρομακτικές στ' αυτιά της Γενσίν. Γιατί για κείνην τα χρέη ήταν ένα βδέλυγμα και ποτέ δεν θα μπορούσε να ζήσει χρεωμένη χωρίς άγχος. Το να επαφίεσαι στην τύχη όπως έκανε εκείνος, της φαινόταν αντίθετο στους νόμους της φύσεως. Όμως, αναλογιζόταν, ακόμα κι ίδια, η πλουσιοκόρη που παντρεύτηκε, του ήρθε κουτί, πρόθυμο εργαλείο της μοίρας, για να δικαιώσει την πίστη αυτή στα μάτια και του ράφτη του ακόμα.
Της διηγήθηκε για κάποια μονομαχία του μ' έναν Γερμανό αξιωματικό, της έδειξε μάλιστα και το σημάδι.
Καθώς, αφού τελείωσε τη διήγησή του, την πήρε στην αγκαλιά του, εκεί στην κορφή, για να τους δει όλη η πλάση, εκείνη φώναζε μέσα της: «Ει δυνατόν απελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο.»
Από τη στιγμή που η Γενσίν βάλθηκε να μάθει στον άντρα της να φοβάται, η ιστορία της θείας Μάρεν ήταν συνεχώς στο μυαλό της. Ορκίστηκε ότι ποτέ δεν θα παραδοθεί. Αυτό θα το έκανε εκείνος. Καθώς η σχέση της μαζί του ήταν για κείνη ο κεντρικός πυρήνας της ύπαρξης, ήταν φυσικό η πρώτη της προσπάθεια να είναι να τον τρομάξει με την πιθανότητα να την χάσει. Ήταν άδολη κοπέλα και κατέφυγε σε απλά μέσα.
Από εκείνη τη στιγμή έγινε πιο ριψοκίνδυνη από εκείνον στις αναρριχήσεις τους. Στεκόταν στο χείλος κάποιου βάραθρου και στηριζόταν στην ομπρέλλα της ρωτώντας τον πόσο βαθιά ήταν κάτω. Ισορροπούσε σε στενές, ετοιμόρροπες γέφυρες που έχασκαν πάνω από αφρίζοντες χειμάρρους κι έστηνε ψηλή κουβέντα μαζί του, έφευγε μόνη της στη λίμνη μ' ένα μικρό κανώ, όταν έπιανε καταιγίδα. Τις νύχτες, έβλεπε στα όνειρά της τους κινδύνους της ημέρας και ξυπνούσε με μια τρομαγμένη κραυγή. Εκείνος την έπαιρνε στην αγκαλιά του να την παρηγορήσει.
Το ριψοκινδύνευμά της όμως δεν ωφέλησε σε τίποτα. Ο άντρας της παρεξενεμένος και γοητευμένος από τη μεταμόρφωση της σεμνής παρθένας σε Βαλκυρία, την απέδωσε στη συζυγική ζωή και ένιωθε πολύ περήφανος. Και η ίδια στο τέλος αναρωτιόταν μήπως είχε οδηγηθεί στα κατορθώματά της περισσότερο από την περηφάνεια που ένιωθε αυτός και από τους επαίνους του, παρά από τη δική της απόφαση να τον κατακτήσει. Ύστερα τα έβαζε με τον εαυτό της και με όλες τις γυναίκες και συμπονούσε αυτόν και όλους τους άντρες.
Μερικές φορές ο Αλέξανδρος πήγαινε για ψάρεμα. Η Γενσίν καλοδεχόταν αυτές τις ευκαιρίες για να μείνει μόνη και να βάλει σε τάξη τις σκέψεις της. Η νεαρή νύφη περιπλανιόταν με το φόρεμά της από ταρτάν[1], μια μοναχική φιγούρα στους λόφους. Μια ή δυο φόρες, σ΄ αυτούς τους περιπάτους, σκέφτηκε τον πατέρα της κι η θύμιση της ανήσυχης έγνοιας του γι' αυτήν, της έφερε δάκρυα στα μάτια. Την έδιωξε όμως γιατί τώρα έπρεπε να φροντίσει για θέματα για τα οποία εκείνος δεν έπρεπε να μάθει τίποτε.
Μια μέρα όπως είχε καθήσει να ξαποστάσει σε μια πέτρα, μια ομάδα από παιδιά που φύλαγαν κατσίκες την πλησίασαν και την κοιτούσαν. Τα φώναξε κοντά της και τους μοίρασε λιχουδιές από το τσαντάκι της. Η Γενσίν λάτρευε τις κούκλες της και επιθυμούσε, όσο θερμά γινόταν για μια σεμνή κοπέλα της εποχής, να αποκτήσει δικά της παιδιά. Τώρα σκέφτηκε με ξαφνική απογοήτευση: «Ποτέ δεν θα κάνω παιδί. Όσο θα ζορίζω τον εαυτό μου για ν' αναμετριέμαι μαζί του, δεν θα αποκτήσουμε ποτέ παιδί.» Η σκέψη αυτή της προκάλεσε τόσο βαθιά θλίψη που σηκώθηκε και απομακρύνθηκε βιαστικά.
Μια άλλη μέρα μοναχικής περιπλάνησης, η σκέψη της πέταξε σ' ένα νεαρό που δούλευε στο γραφείο του πατέρα της και που ήταν ερωτευμένος μαζί της. Τ΄όνομά του ήταν Πήτερ Σκοβ. Ήταν ένας λαμπρός νεαρός επιχειρηματίας που τον ήξερε όλη της τη ζωή. Θυμήθηκε τώρα πως όταν είχε πυρετό, καθόταν δίπλα της στο κρεβάτι και της διάβαζε κάθε μέρα και πως νοιαζόταν όταν την συνόδευσε την πρώτη φορά που πήγε στις παγοδρομίες μη τυχόν σπάσει ο πάγος και πέσει μέσα ή αρπάξει κανένα κρυολόγημα. Από εκεί που στεκόταν μπορούσε να διακρίνει στο βάθος την φιγούρα του άντρα της. «Ναι», είπε μέσα της, «αυτό είναι το καλύτερο που έχω να κάνω. Όταν γυρίσω στην Κοπενγχάγη, τότε στο λόγο της τιμής μου που ακόμα είναι απείραχτη», (παρόλο που διατηρούσε αμφιβολίες προς το τελευταίο αυτό), ο Πήτερ Σκοβ θα γίνει εραστής μου.»
Την ημέρα του γάμου τους ο Αλέξανδρος της είχε δώσει ένα μαργαριταρένιο κολλιέ. Ανήκε στη Γερμανίδα γιαγιά του, η οποία υπήρξε καλλονή και κοσμοπολίτισσα. Του το είχε αφήσει κληρονομιά για τη μέλλουσα γυναίκα του. Ο Αλέξανδρος της είχε πει πολλά για τη γιαγιά του·της είπε πως την είχε στην αρχή ερωτευτεί γιατί έμοιαζε λιγάκι στη γιαγιάκα του. Της είχε ζητήσει να φοράει πάντοτε το κολλιέ. Η Γενσίν δεν είχε ποτέ άλλοτε μαργαριταρένιο κολλιέ και ένιωθε περήφανη.
Τελευταία, όταν είχε - και είχε συχνά - την ανάγκη για κάποιο στήριγμα, της είχε γίνει συνήθεια να στρίβει το κολλιέ και να το δαγκώνει με τα χείλια.
«Άμα συνεχίσεις να το κάνεις αυτό» της είπε μια φορά ο Αλέξανδρος, «θα το σπάσεις.»
Τον κοίταξε καλά. Ήταν η πρώτη φορά απ' όσο ήξερε που τον έβλεπε να προβλέπει κάτι το άσχημο. «Αγαπούσε πολύ τη γιαγιά του», αναλογίστηκε, «ή μήπως πρέπει να 'ναι κανείς πεθαμένος για να αποκτήσει κάποια βαρύτητα με αυτόν τον άνθρωπο;»
Από τότε σκεφτόταν συχνά τη γριά γυναίκα. Κι εκείνη προερχόταν από τη δική της κοινωνική τάξη, κι ήταν ξένη για την οικογένεια του άντρα της και τον κύκλο του. Είχε τελικά καταφέρει να αποσπάσει αυτό το μαργαριταρένιο κολλιέ από τον παππού του Αλέξανδρου. Αυτά τα μαργαριτάρια ήταν άραγε δείγμα υποταγής ή νίκης; αναρωτήθηκε. Η Γενσίν έφτασε στο σημείο να θεωρεί τη γιαγιά τον καλύτερό της φίλο μέσα στην οικογένεια, θα της άρεσε να μπορούσε να την επισκεφτεί σαν καλή εγγονή και να την συμβουλευτεί για τα προβλήματά τους.
Ο μήνας του μέλιτος πλησίαζε στο τέλος του και ο περίεργος πόλεμος, την ύπαρξη του οποίου γνώριζε μόνο ο ένας εμπόλεμος, δεν είχε καταλήξει πουθενά. Και οι δύο νέοι λυπούνταν που έφευγαν. Μόνο τώρα συνειδητοποιούσε πλήρως η Γενσίν την ομορφιά του τοπίου γύρω της, γιατί στο κάτω-κάτω το είχε τελικά κάνει σύμμαχό της. Εδώ πάνω, σκεφτόταν, οι κίνδυνοι του κόσμου ήταν ολοφάνεροι - πάντοτε ορατοί. Στην Κοπενγχάγη η ζωή φάνταζε ασφαλής, θα μπορούσε όμως κάλλιστα να αποδειχθεί ακόμα πιο φοβερή. Σκέφτηκε το χαριτωμένο σπίτι της να την περιμένει, με τις δαντελένιες κουρτίνες, τους πολυελαίους και τις ντουλάπες με τ' ασπρόρουχα. Ποιος ξέρει πως θα 'ταν η ζωή της μέσα του.
Την τελευταία μέρα πριν σαλπάρουν έμειναν σ' ένα μικρό χωριό που ήταν έξι ώρες μακριά με το αμαξάκι από την αποβάθρα του ατμόπλοιου. Είχαν πάει βόλτα πριν από το πρωινό και όταν η Γενσίν κάθισε και έσφιξε το σκούφο της, το μαργαριταρένιο κολλιέ πιάστηκε στο μπρασελέ της και τα μαργαριτάρια τινάχτηκαν ένα ένα γύρω στο πάτωμα, σαν να είχε ξεσπάσει βροχή από δάκρυα. Ο Αλέξανδρος έπεσε στα γόνατα και όπως τα μάζευε ένα-ένα, τα έβαζε στην ποδιά της. Εκείνη ήταν σε κατάσταση πανικού. Μόλις είχε σπάσει το μοναδικό πράγμα στον κόσμο που φοβόταν μη σπάσει. Τι να σήμαινε αυτός ο οιωνός; «Ξέρεις πόσα είναι;», τον ρώτησε. «Ναι», της απάντησε σκυμμένος στο πάτωμα: «Ο παππούς έδωσε στη γιαγιά αυτό το κολλιέ στους χρυσούς τους γάμους, μ' ένα μαργαριτάρι για κάθε χρόνο από τα πενήντα του γάμου τους. Αργότερα άρχισε να προσθέτει ένα κάθε φορά στα γενέθλιά της. Είναι όλα μαζί πενήντα δύο. Είναι εύκολος αριθμός, όσα και τα χαρτιά της τράπουλας.»
Στο τέλος, τα μάζεψαν όλα και τα 'ριξαν στο μεταξένιο μαντήλι του . «Τώρα δεν θα μπορώ να τα φοράω μέχρι να πάμε στην Κοπενγχάγη», είπε.
Την στιγμή εκείνη μπήκε η σπιτονοικοκυρά με τον καφέ. Είδε την καταστροφή και προσφέρθηκε αμέσως να τους βοηθήσει. Ο παπουτσής του χωριού, είπε, θα της έφτιαχνε το κολλιέ. Δυο χρόνια πριν ένας Εγγλέζος λόρδος και η κυρία του ταξίδευαν με μεγάλη παρέα στα βουνά και όταν η νεαρή κυρία έσπασε το μαργαριταρένιο της κολλιέ με τον ίδιο τρόπο, ο παπουτσής το έφτιαξε προς μεγάλη της ικανοποίηση. Ήταν ένας τίμιος γεροντάκος, παρόλο που ήταν πολύ φτωχός και ανάπηρος. Όταν ήταν νέος, είχε χαθεί σε μια χιονοθύελλα στους λόφους και τον βρήκαν δυο μέρες μετά. Χρειάστηκε να του κόψουν και τα δυο του πόδια. Η Γενσίν είπε πως θα πήγαινε τα μαργαριτάρια της στον παπουτσή και η σπιτονοικοκυρά της έδειξε το δρόμο.
Κατηφόρισε μόνη της, ενώ ο άντρας της τακτοποιούσε τα πράγματά τους και βρήκε τον παπουτσή στο σκοτεινό μικρό εργαστήρι του. Ήταν ένας μικροκαμωμένος, αδύναμος γεράκος με πέτσινη ποδιά κι ένα δειλό, τσαχπίνικο χαμόγελο στο χαραγμένο από μακρόχρονα βάσανα πρόσωπό του. Του μέτρησε τα μαργαριτάρια και του τα εμπιστεύθηκε μ' επισημότητα.Τα κοίταξε και της υποσχέθηκε να τα έχει έτοιμα την άλλη μέρα, κατά το μεσημέρι. Αφού τα συμφώνησαν, εκείνη εξακολουθούσε να κάθεται στην καρέκλα με τα χέρια στην ποδιά της. Για να πει κάτι, τον ρώτησε τ' όνομα της Αγγλίδας κυρίας που είχε σπάσει κι εκείνη το κολλιέ της, αλλά εκείνος δεν το θυμόταν.
Έριξε μια ματιά γύρω στο δωμάτιο. Ήταν φτωχό και λιτό, με δύο εικονίσματα κρεμασμένα στον τοίχο. Κατά ένα περίεργο τρόπο ένιωθε εκεί μέσα πως βρισκόταν στο σπίτι της. Ένας τίμιος άνθρωπος, σκληρά δοκιμασμένος από τη μοίρα είχε περάσει όλα του τα χρόνια σ' αυτό το μικρό δωμάτιο·ήταν ένας χώρος όπου οι άνθρωποι μοχθούσαν και υπόμεναν τις συμφορές καρτερικά, αγωνιώντας για τον επιούσιο. Τα σχολικά της βιβλία τής ήταν πρόσφατα ακόμη, και θυμήθηκε αυτό που είχε διαβάσει για τα ψάρια της αβύσσου που ήταν τόσο συνηθισμένα να σηκώνουν το βάρος από τις χιλιάδες οργιές του νερού, ώστε αν τ' ανέβαζες στην επιφάνεια, έσκαγαν. Μήπως ήταν κι εκείνη, αναρωτήθηκε, σαν αυτά τα ψάρια έτσι που ένιωθε άνετα μόνο κάτω από την πίεση της ύπαρξης; Μήπως ήταν έτσι κι ο πατέρας της; Μήπως ήταν έτσι ο παπούς της και οι πρόγονοί της πριν απ' αυτόν; Τι θα έκανε ένα τέτοιο ψάρι, αναλογίστηκε, αν παντρευόταν κανένα από αυτούς τους σολωμούς που είχε δει να τινάζονται ψηλά πάνω από το νερό στους καταράχτες ή κανένα χελιδονόψαρο; Αποχαιρέτησε τον παπουτσή και απομακρύνθηκε.
Όπως επέστρεψε σπίτι, αντίκρυσε στο μονοπάτι μπροστά της έναν μικρόσωμο παχύσαρκο άντρα με μαύρο καπέλο και πανωφόρι να περπατάει ζωηρά, θυμήθηκε ότι τον είχε ξαναδεί, είχε την εντύπωση μάλιστα ότι έμεναν στο ίδιο σπίτι. Υπήρχε ένα παγκάκι πάνω στο μονοπάτι, με καταπληκτική θέα. Ο μαυροντυμένος άντρας κάθισε και η Γενσίν που περνούσε την τελευταία της μέρα στα βουνά κάθισε κι αυτή στην άλλη άκρη. Ο ξένος την χαιρέτισε σηκώνοντας το καπέλο του. Τον είχε περάσει για ηλικιωμένο, μα τώρα διαπίστωσε πως δεν μπορεί να ήταν πάνω από τριάντα. Το πρόσωπό του ήταν ζωηρό και τα μάτια του καθαρά και διαπεραστικά.
Ύστερα από λίγο της μίλησε χαμογελώντας. «Σας είδα που βγαίνατε από του παπουτσή», είπε, «χάσατε τη σόλα σας στα βουνά;»
«Όχι, του πήγα κάτι μαργαριτάρια», είπε η Γενσίν.
«Του πήγατε μαργαριτάρια;» είπε ο ξένος αστεία, «εγώ τα συλλέγω από αυτόν.»
Αναρωτήθηκε μήπως δεν ήταν στα καλά του.
«Αυτός ο γεράκος», συνέχισε εκείνος «έχει στο καλύβι του ένα μεγάλο απόθεμα από τους εθνικούς μας θησαυρούς -μαργαριτάρια, αν προτιμάτε - τους οποίους μαζεύω αυτή την εποχή. Αν θελήσετε ποτέ παιδικά παραμύθια, δεν υπάρχει άλλος άνθρωπος σ' ολόκληρη τη Νορβηγία που να ξέρει περισσότερα και καλύτερα από τον παπουτσή μας. Έχετε ακούσει ότι ονειρευόταν κάποτε να σπουδάσει και να γίνει ποιητής; Όμως κτυπήθηκε σκληρά από τη μοίρα και αναγκάσθηκε να κάνει την τέχνη του παπουτσή.»
Μετά από μια παύση είπε: «Έμαθα ότι εσείς και ο σύζυγός σας ήρθατε από τη Δανία για γαμήλιο ταξίδι. Πολύ ασυνήθιστο. Αυτά τα βουνά είναι ψηλά και επικίνδυνα. Ποιος από τους δυο σας είχε την επιθυμία να έλθει εδώ; Εσείς μήπως;»
«Ναι», είπε εκείνη.
«Ναι», είπε ο ξένος, «το φανταζόμουν. Εκείνος είναι το πουλί που στα ύψη ορθώνεται κι εσείς το αγέρι που τον συνοδεύει. Ξέρετε αυτό το απόσπασμα; Σας λέει τίποτα;»
«Ναι», είπε κάπως αμήχανη.
«Στα ύψη», είπε εκείνος και έγειρε πίσω, σιωπηλός με τα χέρια στο μπαστούνι του.
Ύστερα από λίγο συνέχισε: «Στην κορυφή! Ποιος ξέρει; Εμείς οι δυο λυπόμαστε τον παπουτσή για την κακή του τύχη που αναγκάστηκε να παρατήσει τ' όνειρό του να γίνει ποιητής, ν' αποκτήσει δόξα και όνομα. Πώς μπορούμε να ξέρουμε ότι δεν είναι καλότυχος; Το Μεγαλείο! Οι επευφημίες του πλήθους! Αλήθεια, νεαρή μου κυρία, ίσως να 'ναι καλύτερα να τ' αφήνουμε κατά μέρος αυτά. Ίσως στο κοινό εμπόριο να μην πιάνουν ούτε την αξία της πινακίδας του παπουτσίδικου, την αξία της γνώσης του μπαλωματή. Καλά θα κάνει να τα ξεφορτωθεί κανείς σε τιμή κόστους. Τι λέτε, Κυρία;»
«Νομίζω πως έχετε δίκιο», είπε αργά.
Της έριξε μια κοφτερή ματιά με τα γαλανά μάτια του. «Αλήθεια», είπε, «αυτή είναι η συμβουλή σας τούτη την όμορφη καλοκαιρινή μέρα; Μπαλωματή κοίτα τη δουλειά σου; Νομίζετε ότι καλά θα κάνει κάποιος να φτιάχνει χάπια και πομάδες για τους άρρωστους ανθρώπους και τα γελάδια του κόσμου τούτου;» Γέλασε από μέσα του. «Πολύ καλό αστείο. Σ' εκατό χρόνια θα γραφτεί στα βιβλία: Μια νεαρή κυρία από τη Δανία τον συμβούλεψε να κοιτάει τη δουλειά του. Δυστυχώς δεν ακολούθησε τη συμβουλή της. Αντίο, Κυρία μου. Αντίο.» Μ' αυτές τις λέξεις σηκώθηκε κι απομακρύνθηκε. Κοιτούσε τη μαύρη φιγούρα του να μικραίνει ολοένα ανάμεσα στους λόφους.
Η σπιτονοικοκυρά την περίμενε έξω να μάθει αν βρήκε τον παπουτσή. Η Γενσίν κοιτούσε προς τον ξένο. «Ποιος ήταν αυτός ο κύριος;» ρώτησε.
Η γυναίκα σκίασε τα μάτια της με την παλάμη. «Α! μάλιστα», είπε. «Είναι ένας σπουδαγμένος άνθρωπος, σπουδαίος, ήρθε εδώ για να συλλέξει παλιές ιστορίες και τραγούδια. Ήταν φαρμακοποιός κάποτε. Αλλά είχε ένα θέατρο στο Βέργκεν κι έγραψε και θεατρικά έργα μάλιστα. Τον λένε Χερ Ίψεν.
Το πρωί έμαθαν ότι το ατμόπλοιο θα σαλπάριζε νωρίτερα απ' ότι συνήθως κι έπρεπε να βιαστούν. Η σπιτονοικοκυρά έστειλε το μικρό γιο της στον παπουτσή για να φέρει τα μαργαριτάρια της Γενσίν. Τα 'φερε, όταν οι ταξιδιώτες είχαν ήδη πάρει θέσεις στο αμαξάκι, τυλιγμένα σε μια σελίδα βιβλίου, δεμένα με σπαγγάκι. Η Γενσίν το έλυσε κι ετοιμαζόταν να τα μετρήσει αλλά το ξανασκέφτηκε και πέρασε το κολλιέ στο λαιμό της.
«Δεν θα 'πρεπε να τα μετρήσεις;» τη ρώτησε ο Αλέξανδρος. Τον κοίταξε σοβαρή. «Όχι», είπε. Σ' όλη τη διαδρομή δεν έβγαλε λέξη. Τα λόγια του γυρνούσαν στο μυαλό της. «Δεν θα 'πρεπε να τα μετρήσεις;» Καθόταν δίπλα του, θριαμβεύτρια. Τώρα ένιωθε τι σημαίνει θρίαμβος.
Ο Αλέξανδρος και η Γενσίν έφθασαν στην Κοπενγχάγη την εποχή που ο περισσότερος κόσμος έλειπε και οι κοινωνικές εκδηλώσεις είχαν διακοπεί. Η Γενσίν δεχόταν πολλές επισκέψεις από τις συζύγους των νεαρών συναδέλφων του Αλέξανδρου και τα δειλινά πήγαιναν μαζί στο Τίβολι.
Το καινούργιο σπίτι τους βρισκόταν σ' ένα από τα παλιά κανάλια της πόλης και έβλεπε το Μουσείο Θόρβαλντσεν. Μερικές φορές συνήθιζε να στέκεται στο παράθυρο, να κοιτάζει τα πλεούμενα και να αναπολεί το Χάρντανγκερ. Όλο αυτό το διάστημα δεν είχε βγάλει το κολλιέ από πάνω της, ούτε είχε μετρήσει τα μαργαριτάρια. Ήταν σίγουρη πως θα έλειπε τουλάχιστον ένα, της φαινόταν πως ένιωθε το βάρος του κολλιέ στο λαιμό της διαφορετικό από πριν. Τι ήταν αυτό, σκεφτόταν, που είχε θυσιάσει για τη νίκη πάνω στον σύζυγό της; Ένα; δύο χρόνια συζυγικής ζωής πριν από τη χρυσή επέτειό τους; Τούτη η χρυσή επέτειος φαινόταν πολύ μακρινή, όμως κάθε χρόνος ήταν πολύτιμος. Πώς ν' αποχωριστεί έστω κι έναν;
Τους τελευταίους μήνες του καλοκαιριού, άρχισε να συζητιέται η πιθανότητα να ξεσπάσει πόλεμος. Το ζήτημα του Σλέβιγκ - Χόλσταϊν είχε αναθερμανθεί. Η Διακήρυξη του Δανικού Στέμματος είχε αποκρούσει τις γερμανικές εδαφικές αξιώσεις στο Σλέβιγκ. Τώρα τον Ιούλιο, ένα γερμανικό τελεσίγραφο απαιτούσε την ανάκλησή της.
Η Γενσίν, πιστή στην πατρίδα και το Βασιλιά που τους είχε παραχωρήσει φιλελεύθερο Σύνταγμα, αναστατώθηκε βαθιά από τις φήμες αυτές. Αναλογίστηκε τους νεαρούς αξιωματικούς, τους φίλους του Αλέξανδρου. Επιπόλαιοι και καυχησιάρηδες. Αν ήθελε να συζητήσει με κάποιον σοβαρά θα 'πρεπε να αποτανθεί σε δικούς της ανθρώπους. Με τον άντρα της δεν θα μπορούσε να κάνει κουβέντα για αυτό το θέμα·ήξερε μέσα της πως ήταν πεπεισμένος ότι η Δανία ήταν ανίκητη κι ο ίδιος αθάνατος.
Ρουφούσε όλες τις εφημερίδες μέχρι την τελευταία σελίδα. Μια μέρα στην Μπέρλινγκσε Τιντέντε διάβασε την ακόλουθη φράση: «Η στιγμή είναι κρίσιμη για το έθνος. Έχουμε όμως πίστη στο δίκαιο της υπόθεσής μας και δεν φοβόμαστε.»
Ήταν ίσως αυτές οι τελευταίες λέξεις «δεν φοβόμαστε» που την έκαναν να πάρει την απόφασή της. Κάθισε στην πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο, έβγαλε το κολλιέ και το ακούμπησε στα γόνατά της. Στάθηκε για λίγο με τα χέρια της διπλωμένα σαν να προσευχόταν. Ύστερα τα μέτρησε. Ήταν πενήντα τρία! Δεν πίστευε στα μάτια της. Τα ξαναμέτρησε μα δεν είχε κάνει λάθος. Τα μαργαριτάρια στο κολλιέ της ήταν πενήντα τρία και μάλιστα το μεσαίο ήταν πιο μεγάλο από τα υπόλοιπα.
Η Γενσίν έμεινε ακίνητη στην πολυθρόνα της, ζαλισμένη. Ήξερε ότι η μητέρα της πίστευε στο Διάβολο. Εκείνη τη στιγμή το πίστευε κι η ίδια. Δεν θα παραξενευόταν αν άκουγε πίσω της ένα σαρκαστικό γέλιο. Είχαν συνωμοτήσει οι δυνάμεις του σύμπαντος για να περιπαίξουν ένα φτωχό κορίτσι;
Όταν ξαναβρήκε την ψυχραιμία της, θυμήθηκε ότι πριν της χαρίσουν το κολλιέ, είχε επισκευάσει το κούμπωμα της αλυσίδας ο παλιός χρυσοχόος της οικογένειας του άντρα της. Εκείνος ήξερε τα μαργαριτάρια και θα μπορούσε ίσως να τη διαφωτίσει.
Ήταν όμως τόσο τρομαγμένη που δεν τολμούσε να πάει η ίδια, και μόνο μετά από μερικές μέρες ζήτησε από τον Πήτερ Σκοβ, που έτυχε να την επισκεφθεί να πάρει το περιδέραιο μαζί του.
Ο Πήτερ επέστρεψε και της διηγήθηκε ότι ο χρυσοχόος είχε φορέσει τα γυαλιά του για να εξετάσει τα μαργαριτάρια όταν διαπίστωσε με έκπληξη ότι υπήρχε ένα παραπάνω απ' όσα τα θυμόταν την τελευταία φορά.
«Ναι, ο Αλέξανδρος μου το χάρισε», τον διέκοψε η Γενσίν κοκκινίζοντας έντονα με το ίδιο της το ψέμα. Ο Πήτερ, όπως και ο χρυσοχόος, σκέφτηκε ότι δεν ήταν και τόσο παράξενο για ένα λοχαγό να κάνει δώρο στην πάμπλουτη κληρονόμο που παντρεύτηκε ένα ακριβό δώρο, παρόλα αυτά της μετέφερε τα λόγια του χρυσοχόου.
«Ο κος Αλέξανδρος», είχε πει, «φαίνεται ότι είναι σπουδαίος γνώστης μαργαριταριών. Δε διστάζω να πω ότι αυτό εδώ το παραπανίσιο μαργαριτάρι αξίζει όσο όλα τ' άλλα μαζί.» Η Γενσίν, τον ευχαρίστησε τρομοκρατημένη, αλλά χαμογελαστή , όμως εκείνος έφυγε πικραμένος γιατί ένιωθε ότι για κάποιο άγνωστο λόγο την είχε αναστατώσει ή φοβίσει.
Εκείνη αισθανόταν άσχημα για αρκετό καιρό και όταν τον Σεπτέμβρη είχαν μια αναπάντεχη κακοκαιρία στην Κοπενγχάγη, έγινε χλωμή και μελαγχολική. Ο πατέρας και οι δύο θείες της, ανησύχησαν και προσπάθησαν να την πείσουν να πάει να μείνει μαζί τους στην Βίλλα στο Στράντβεχ, στα περίχωρα της πόλης. Εκείνη όμως είχε αποφασίσει να μείνει στο σπίτι της κοντά στον άντρα της. Πίστευε ότι δεν θα γιατρευόταν αν δεν έλυνε το μυστήριο των μαργαριταριών. Ύστερα από μια βδομάδα αποφάσισε να γράψει στον γέρο παπουτσή στην Όντα. Σίγουρα θα 'ξερε να διαβάζει και να γράφει αφού της είχε πει ο Χερ Ίψεν ότι ήταν κάποτε ποιητής και λόγιος, και θ' απαντούσε σίγουρα στο γράμμα της. Της φαινόταν ότι στην κατάσταση που βρισκόταν δεν είχε άλλο φίλο στον κόσμο εκτός από τον ανάπηρο γεράκο. Ευχόταν να μπορούσε να ξαναγυρίσει στο εργαστήρι του, στους γυμνούς τοίχους, να κάτσει στο μικρό τρίποδο σκαμνί. Τις νύχτες ονειρευόταν ότι βρισκόταν εκεί. Της είχε χαμογελάσει καλοσυνάτα και ήξερε πολλά παραμύθια. Θα ήξερε πώς να την παρηγορήσει. Για μια στιγμή ένιωσε ρίγος στη σκέψη ότι μπορεί να 'χε πεθάνει. Τότε δεν θα μάθαινε ποτέ.
Τις επόμενες βδομάδες η σκιά του πολέμου βάρυνε περισσότερο. Ο πατέρας της ανησυχούσε, για το τι μπορούσε να συμβεί και για την υγεία του Βασιλιά Φρειδερίκου. Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες ο γερο-έμπορος αισθανόταν περήφανος που η κόρη του είχε παντρευτεί στρατιωτικό. Ο ίδιος και οι γριές θείες έδειχναν στον Αλέξανδρο και τη Γενσίν μεγάλο σεβασμό.
Μια μέρα η Γενσίν, σχεδόν χωρίς να το θέλει, ρώτησε ξεκάθαρα τον Αλέξανδρο αν νόμιζε ότι θα γινόταν πόλεμος. Ναι, της είχε απαντήσει με αυτοπεποίθηση. Θα γινόταν πόλεμος. Ήταν πλέον αναπόφευκτο. Ύστερα έπιασε να σιγοσφυρίζει ένα στρατιωτικό σκοπό. Η έκφραση του προσώπου της τον έκανε να σταματήσει.
«Φοβάσαι;» τη ρώτησε. Θεώρησε ανώφελο και ίσως απρεπές να του εξηγήσει τα συναισθήματά της για τον πόλεμο.
«Φοβάσαι για μένα;» την ξαναρώτησε. Του γύρισε το κεφάλι της.
«Σου πάει τέλεια ο ρόλος της χήρας ενός ήρωα, αγάπη μου.» Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα οδύνης και οργής.
Ο Αλέξανδρος την πλησίασε και της έπιασε το χέρι. «Αν πέσω στη μάχη», είπε, «θα με παρηγορεί που θα θυμάμαι ότι σε φίλησα όσες φορές μπορούσα.» Τη φίλησε ξανά και συνέχισε: «Εσένα θα σε παρηγορούσε κάτι τέτοιο;»
Η Γενσίν ήταν ειλικρινής. Όταν τη ρωτούσαν προσπαθούσε να βρει την αληθινή απάντηση. Αναρωτήθηκε: «Θα ήταν παρηγοριά για μένα;» Της ήταν αδύνατο όμως να βρει μέσα τη ς την απάντηση.
Μ' όλα αυτά η Γενσίν είχε πολλά στο μυαλό της και σχεδόν ξέχασε τον παπουτσή. Όταν μια μέρα βρήκε το γράμμα του πάνω στο τραπέζι την ώρα που έπαιρναν το πρωινό τους, για μια στιγμή νόμισε πως ήταν από κανένα ζητιάνο επειδή λάβαινε πολλά τέτοια. Χλώμιασε. Ο άντρας της καθισμένος απέναντί της, τη ρώτησε τι συμβαίνει. Δεν του απάντησε αλλά σηκώθηκε, πήγε στο δωμάτιό της, στάθηκε δίπλα στο τζάκι και άνοιξε το γράμμα. Τα γράμματά του, προσεκτικάσχηματισμένα, της έφεραν στο νου το πρόσωπο του γέρου,σαννα της είχε στείλει το πορτραίτο του.
«Αγαπητή μου Δανέζα κυρά», της έγραφε. «Ναι, εγώ έβαλα το μαργαριτάρι στο κολλιέ σου. Ήθελα να σου κάνω μια μικρή έκπληξη. Έδειχνες τόσο ανήσυχη για τα μαργαριτάρια σου, όταν μου τα 'φερες, λες και φοβόσουνα μήπως σου κλέψω κανένα. Οι γέροι όπως κι οι νέοι χρειάζεται πού και πού να το διασκεδάζουν. Αν, σε τρόμαξα, σου ζητάω να με συγχωρέσεις. Τούτο το μαργαριτάρι το απόκτησα δυο χρόνια πριν. Μου είχε φέρει μια Εγγλέζα το κολλιέ της να της το φτιάξω και ξέχασα να της το περάσω. Το βρήκα πολύ μετά. Σε θυμάμαι που καθόσουν στην καρεκλίτσα, γεμάτη νιάτα κι ομορφιά. Σου εύχομαι να το φοράς το κολλιέ σου χρόνια πολλά, να 'χεις ταπεινή καρδιά, πίστη στο Θεό και πού και πού να θυμάσαι και μένα το γέρο εδώ πάνω στην Όντα. Αντίο. Ο φίλος σου Πήτερ Βίκεν.»
Όση ώρα διάβαζε, στηριζόταν με τους ώμους στο ράφι του τζακιού. Όταν τέλειωσε, σήκωσε το βλέμμα της κι αντίκρυσε τα μάτια του ειδώλου της να την κοιτάζουν βλοσυρά μέσα από τον καθρέφτη που κρεμόταν μπροστά της. Ήταν σαν να της έλεγαν: «Είσαι, στ' αλήθεια κλέφτρα, ή καλύτερα κλεπταποδόχος, το ίδιο είναι.» Στάθηκε αρκετή ώρα καρφωμένη στο ίδιο σημείο. Στο τέλος σκέφτηκε: «Τέλειωσαν όλα. Δεν θα μπορέσω να καταχτήσω αυτούς τους ανθρώπους που δεν γνωρίζουν ούτε έγνοιες, ούτε φόβους. Είναι όπως στη Βίβλο. Θα τους πληγώσω τη φτέρνα και αυτοί θα μου συντρίψουν το κεφάλι. Ο Αλέξανδρος θα 'πρεπε καλύτερα να έχει παντρευτεί εγγλέζα Λαίδη.
Προς μεγάλη της έκπληξη διαπίστωσε ότι δεν την πείραζε. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος είχε γίνει μια μικρή θολή φιγούρα στο βάθος της ζωής. Το τι έκανε ή ένιωθε δεν μετρούσαν καθόλου. To ότι η ίδια είχε γελοιοποιηθεί δεν μέτραγε καθόλου. «Σ' εκατό χρόνια», σκέφτηκε, «όλα θα 'ναι το ίδιο.»
Τι ήταν λοιπόν αυτό που μέτραγε πραγματικά; Προσπάθησε να σκεφθεί τον πόλεμο που ούτε κι αυτός μετρούσε.
Ένιωσε μια παράξενη ζαλάδα, σαν να βυθιζόταν το δωμάτιο γύρω της χωρίς όμως να νιώθει άσχημα. «Δεν έμεινε λοιπόν τίποτα το αξιόλογο κάτω από το φως του φεγγαριού;» σκέφτηκε. Τα μάτια του ειδώλου στον καθρέφτη άνοιξαν διάπλατα, οι δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν έντονα. Υπάρχει κάτι, αποφάσισε, που έχει σημασίαΩ που είχε έρθει στον κόσμο τώρα και που σ' εκατό χρόνια θα 'μενε αναλοίωτο. Τα μαργαριτάρια. Έβλεπε την εικόνα ενός νέου, εκατό χρόνια μετά να χαρίζει τα μαργαριτάρια στη γυναίκα του, διηγόντας της την ιστορία της Γενσίν, όπως ακριβώς ο Αλέξανδρος της τα είχε χαρίσει λέγοντάς της την ιστορία της γιαγιάς του.
Η σκέψη αυτών των δύο νέων, εκατό χρόνια μετά, τη συγκίνησε, τη γέμισε τόση τρυφερότητα που τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Ένιωσε ευτυχισμένη λες και το ζευγάρι εκείνο ήταν παλιοί της γνώριμοι που ξανάβρισκε.
«Να μη κλάψω λίγο;» σκέφτηκε. «Γιατί όχι; Ναι, θα κλάψω όσο πιο δυνατά μπορώ. Δεν θυμάμαι πια τους λόγους γιατί να μη κλάψω.»
Η μικροσκοπική φιγούρα του Αλέξανδρου στο διπλανό παράθυρο της φώναξε: «Βλέπω τη μεγαλύτερη από τις θείες σου κάτω στο δρόμο να 'ρχεται προς τα 'δω μ' ένα μεγάλο μπουκέτο λουλούδια.»
Αργά, η Γενσίν τράβηξε τα μάτια της από τον καθρέφτη, και επανήλθε στο παρόν. Πήγε στο παράθυρο. «Ναι», απάντησε. «Τα φέρνει από την Μπέλα-Βίστα», ήταν το όνομα από τη βίλλα του πατέρα της. Ο καθένας από το παράθυρό του, ο άντρας κι η γυναίκα κοιτούσαν κάτω στο δρόμο.
μτφρ. Αντώνης Αντωνίου
Σημειώσεις
6 Ταρτάν: Σκωτσέζικο ύφασμα.
7