Skip to main content

Νέα ελληνική

Ανθολογία μεταφρασμένης νεότερης λογοτεχνίας: ποιήματα και διηγήματα - Κείμενα

Ανθολογία μεταφρασμένης νεότερης λογοτεχνίας: ποιήματα και διηγήματα



7. Peter Bichsel, Χαιρετίσματα από τον Γιόντοκ

Πέτερ Μπίξελ, Η Αμερική δεν υπάρχει, μετάφραση Γιώργος Βαμβαλής, Αθήνα, Επίκουρος, 1976, σσ. 5-10.

Peter Bichsel

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΟΝΤΟΚ

Για τον θείο Γιόντοκ δεν ξέρω τίποτα άλλο παρά μονάχα ότι ήταν θείος του παπού μου. Δεν ξέρω πώς ήταν το παρουσιαστικό του, δεν ξέρω πού έμενε και τι δουλειά έκανε.

Γνωρίζω μόνο τ' όνομά του: Γιόντοκ. Δεν ξέρω όμως κανέναν άλλο με τέτοιο όνομα.

Ο παπούς άρχιζε τις ιστορίες του έτσι: «Όσο ζούσε ακόμα ο θείος Γιόντοκ», ή «Όταν επισκεφθήκαμε τον θείο Γιόντοκ», ή «Όταν ο θείος Γιόντοκ μου χάρισε μια φυσαρμόνικα». Αλλά δεν έλεγε ποτέ τίποτα για τον θείο Γιόντοκ, παρά μόνο για την εποχή που ζούσε ακόμα ο Γιόντοκ, για την επίσκεψη στο Γιόντοκ και για τη φυσαρμόνικα από τον Γιόντοκ. Κι όταν τον ρωτούσαμε: «Ποιος ήταν ο θείος Γιόντοκ;» έλεγε: «Ένας μυαλωμένος άνθρωπος».

Η γιαγιά πάντως δεν ήξερε για κανέναν τέτοιο θείο, κι ο πατέρας μου γελούσε κάθε φορά που άκουγε αυτό το όνομα. Ο παπούς πείσμωνε, όταν έβλεπε τον πατέρα μου να γελάει, και τότε η γιαγιά έλεγε: «Καλά, καλά, ο Γιόντοκ», κι ο παπούς χαιρόταν.

Για μεγάλο διάστημα πίστευα πως ο θείος Γιόντοκ ήταν δασάρχης, γιατί κάποια φορά που είπα στον παπού: «Θέλω να γίνω δασάρχης», μου απάντησε, «αυτό θα άρεσε πολύ στον θείο Γιόντοκ».

Αλλά όταν θέλησα να γίνω μηχανοδηγός, το είπε πάλι, και πάλι το ξανάπε όταν δεν ήθελα να γίνω τίποτα: «Αυτό θα άρεσε πολύ στο θείο Γιόντοκ».

Ο παπούς όμως ήταν ψεύτης.

Τον αγαπούσα βέβαια, αλλά στη μακρόχρονη ζωή του είχε γίνει ψεύτης.

Πολλές φορές πήγαινε στο τηλέφωνο, σήκωνε τοακουστικό, έπαιρνε έναν αριθμό και μιλούσε: «Καλημέρα, θείε Γιόντοκ, πώς είσαι, θείε Γιόντοκ, όχι, θείε Γιόντοκ, ναι, ναι, σίγουρα, θείε Γιόντοκ», κι όλοι μας ξέραμε πως η γραμμή ήταν κλειστή και δεν μιλούσε με κανέναν. Το ήξερε κι η γιαγιά, κι όμως του φώναζε: «Άσε τώρα τα τηλεφωνήματα, θα ΄ρθει μεγάλος ο λογαριασμός». Και ο παπούς έλεγε: «Πρέπει να σ' αφήσω τώρα, θείε Γιόντοκ», γύριζε σε μας και μας έλεγε: «Χαιρετίσματα από τον Γιόντοκ».

Κι ενώ πριν είχε πει: «Όταν ζούσε ακόμα ο θείος Γιόντοκ», νάσου τον τώρα που έλεγε: «Πρέπει να επισκεφθούμε τον θείο μας το Γιόντοκ».

Ή έλεγε: «Ο θείος Γιόντοκ θα μας επισκεφθεί οπωσδήποτε», και χτυπούσε με το χέρι το γόνατό του, αλλά αυτό δεν φαινόταν πειστικό, το καταλάβαινε, ησύχαζε τότε και για ένα διάστημα δεν ανάφερε τίποτα για τον Γιόντοκ του.

Κι εμείς ανασαίναμε.

 

Αλλά μετά ξανάρχιζε:

Τηλεφώνησε ο Γιόντοκ.

Το είπε ο Γιόντοκ.

Ο Γιόντοκ έχει την ίδια γνώμη.

Το καπέλο του είναι σαν του Γιόντοκ.

Ο θείος Γιόντοκ πάει περίπατο.

Ο θείος Γιόντοκ αντέχει το κρύο.

Ο θείος Γιόντοκ αγαπά τα ζώα αγαπά ο θείος Γιόντοκ πάει μαζί τους περίπατο με κάθε κρύο ο θείος Γιόντοκ με τα ζώα πάει ο θείος Γιόντοκ αντέχει το κρύο αντέχει ο θείος Γιόντοκ. Ο-θ-εί-ο-ς-Γ-ι-ό-ν-τ-ο-κ.

Κι όταν εμείς, τα εγγόνια του, πηγαίναμε κοντά του, δεν ρωτούσε: «Πόσο κάνουν δύο επί εφτά» ή «ποια είναι η πρωτεύουσα της Ισλανδίας», αλλά: «Πώς γράφουμε το Γιόντοκ;»

Το Γιόντοκ το γράφουμε με μεγάλο Γ και το κακό ήταν τα δύο Ο. Δεν τα υποφέραμε πια στο δωμάτιο του παπού όλη την ημέρα τα Ο του Γιόόντοοκ.

Του παπού τού άρεσαν τα Ο του Γιόόόντοοοκ, κι έλεγε:

Ο θείος Γιόντοκ μόνος όλο το χρόνο. Ο θείος Γιόντοκ κολοσσός στο βόρειο πόλο.

Ο θείος Γιόντοκ φόβος και τρόμος. Σε λίγο η κατάσταση χειροτέρεψε τόσο που τα έλεγε όλα με Ο.

Ο θόος Γιόντοκ θο μος οποσκοφθό, οφτός όνο μοολομόνος όνθροπος, όβροο πόμο στο θόο Γιόντοκ.

Ή έτσι:

Οθοοσγιόντοκ θο

μος οποσκοφθό οφτός όνο

μοολομόνοςόνθροπος οβροοπόμοστοθόογιόντοκ.

Όλοι φοβούνταν πια όλο και περισσότερο τον παπού, γιατί άρχισε να ισχυρίζεται κιόλας πως δεν ξέρει κανέναν θείο Γιόντοκ, Εμείς τον βρήκαμε. Εμείς ρωτήσαμε: «ποιος ήταν ο θείος Γιόντοκ;»

Γι' αυτόν δεν υπήρχε πια τίποτ' άλλο εκτός από τον Γιόντοκ.

Στον ταχυδρόμο έλεγε: «Καλημέρα, κύριε Γιόντοκ», και μετά με φώναζε και μένα Γιόντοκ και σε λίγο όλους τους ανθρώπους.

Γιόντοκ ήταν το χαϊδευτικό του: «Αγαπητέ μου Γιόντοκ», η βρισιά του: «Πανάθεμά σε Γιόντοκ» και «Στο Γιόντοκ».

Δεν έλεγε πια: «Εγώ πεινάω», αλλά «εγώ Γιόντοκ». Και αργότερα έκοψε και το «Εγώ» και έλεγε «Γιόντοκ Γιόντοκ».

Έπαιρνε την εφημερίδα, πήγαινε στη σελίδα «Γιόντοκ και Γιόντοκ», δηλαδή Δυστυχήματα και Εγκλήματα - και άρχιζε να διαβάζει:

«Το Γιόντοκ συνέβη στο Γιόντοκ κοντά στο Γιόντοκ ένα Γιόντοκ, που κόστισε δύο Γιόντοκ. Ένα Γιόντοκ πήγαινε στο Γιόντοκ από Γιόντοκ προς Γιόντοκ. Λίγο Γιόντοκ αργότερα συγκρούστηκε το Γιόντοκ του Γιόντοκ με ένα Γιόντοκ που ερχόταν από Γιόντοκ. Ο Γιόντοκ του Γιόντοκ, Γιόντοκ Γιόντοκ, και ο Γιόντοκ του, Γιόντοκ Γιόντοκ, έμειναν επί τόπου Γιόντοκ».

Η γιαγιά βούλωνε με τα δάχτυλα τ' αυτιά της και ξεφώνιζε: «Δεν μπορώ να τ' ακούω άλλο, δεν αντέχω πια». Αλλά ο παπούς μου δεν σταματούσε. Δεν σταμάτησε σ' όλη του τη ζωή, κι ο παπούς μου έζησε πολλά χρόνια και τον αγαπούσα πολύ. Ακόμα κι όταν πια δεν έλεγε τίποτα άλλο εκτός από Γιόντοκ, συνεννοούμαστε μια χαρά. Ήμουν πολύ μικρός κι ο παπούς μου πολύ γέρος, μ' έπαιρνε στα γόνατά του και γιόντοκτε τη Γιόντοκ του Γιόντοκ Γιόντοκ, με άλλα λόγια, μου διηγόταν τη ζωή του θείου Γιόντοκ, κι εγώ διασκέδαζα με την ιστορία, ενώ όλοι οι άλλοι, που ήταν μεγαλύτεροί μου, αλλά νεότεροι από τον παπού, δεν καταλάβαιναν τίποτα και δεν ήθελαν να με παίρνει στα γόνατά του, κι όταν πέθανε, έκλαψα πολύ.

Σ' όλους τους συγγενείς είπα να μη γράψουν στο μνήμα του το όνομά του Φρήντριχ Γκλάουζερ, αλλά να γράψουν Γιόντοκ Γιόντοκ έτσι ήθελε ο παπούς. Δεν με άκουσαν όμως, όσο κι αν έκλαιγα.

Αλλά δυστυχώς, δυστυχώς η ιστορία αυτή δεν είναι αληθινή και δυστυχώς ο παπούς μου δεν ήταν ψεύτης και δυστυχώς δεν έζησε πολλά χρόνια.

Ήμουν ακόμα πολύ μικρός όταν πέθανε, και θυμάμαι μόνο που είπε μια φορά: «Όταν ζούσε ακόμα ο θείος Γιόντοκ», και η γιαγιά μου, που δεν την αγαπούσα, τον κατσάδιασε: «Σταμάτα πια με τον Γιόντοκ σου», και ο παπούς σώπασε, πήρε λυπητερό ύφος και ζήτησε και συγγνώμη.

Τότε μ' έπιασε μεγάλη οργή - η πρώτη που θυμάμαι ακόμα - και φώναξα: Αν είχα εγώ ένα θείο Γιόντοκ, δε θα μιλούσα πια για τίποτ' άλλο.

Αν το έκανε αυτό και ο παπούς μου, ίσως να μην πέθαινε τόσο νέος, κι εγώ θα είχα ακόμα σήμερα έναν παπού και θα συνεννοούμαστε καλά.

μτφρ. Γιώργος Βαμβαλής