Νέα ελληνική
Ανθολογία μεταφρασμένης νεότερης λογοτεχνίας: ποιήματα και διηγήματα - Κείμενα
Ανθολογία μεταφρασμένης νεότερης λογοτεχνίας: ποιήματα και διηγήματα
- Ανθολογία Ποιημάτων
- 1. Nazmi Akiman, Στο γιο μου
- 2. Yehuda Amichai, Το παιδί μου
- 3. Guillaume Apollinaire, Η Κυρία
- 4. Antonin Artaude, Ήμουνα ζωντανός
- 5. John Ashbery, Το πρόβλημα της ανησυχίας
- 6. Georges Bataille, Στο θάνατό μου
- 7. Michael Benedikt, Μερικά αισθήματα
- 8. Bertolt Brecht, Η κοιλιά των λωτών
- 9. André Breton, Εγώ είμαι ανοίξετε
- 10. Richard Brodigan, 3 Νοεμβρίου
- 11. Joseph Brodski, Σαν ελεγεία
- 12. Charles Bukowski, Την ημέρα που έβρεξε στο επαρχιακό μουσείο του Λος Αντζελες
- 13. Bo Carpelan, Πλάι στο τραπέζι η μορφή σου
- 14. Blaise Cendrars, Πάσχα στη Νέα Υόρκη (αποσπάσματα)
- 15. Paul Claudel, Το εσωτερικό τείχος του Τόκιο (απόσπασμα)
- 16. Leonard Cohen, Καθώς η ομίχλη σημάδια δεν αφήνει
- 17. Robert Creely, Ξέρω έναν άνθρωπο
- 18. Edward Estlin Cummings, [Η καλή γριά καιταλοιπά...]
- 19. Douglas Dunn, Μετακόμιση από την οδό Τέρρυ
- 20. Gunnar Ekelöf, Τοτέμ-ζώα
- 21. T.S. Eliot, Η θεία Helen
- 22. Lawrence Ferlinghetti, Μην αφήσεις το άλογο...
- 23. Robert Frost, Ξεχωριστή διάθεση
- 24. Wilfrid W. Gibson, Υποχώρηση
- 25. Ivan Goll, [Δεν ήθελα να είμαι]
- 26. Günter Grass, Μέσα στο αυγό
- 27. Eugène Guillevic, Συνταγή
- 28. Jerzy Harasymowicz, Μια φρέσκια πεδιάδα από πιάνα
- 29. Seamus Heany, Ο Λιθοτρίφτης
- 30. Zbigniew Herbert, Βότσαλο
- 31. Nazim Hikmet, 25 Σεπτέμβρη 1945
- 32. Yoshino Hiroshi, ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΟΥ ΠΑΙΔΙ
- 33. Ted Hughes, Θεολογία
- 34. Max Jacob, Αγάπη του πλησίον
- 35. Patrick Kavanagh, Η μεγάλη πείνα (απόσπασμα)
- 36. Galway Kinnell, ΤΡΩΓΟΝΤΑΣ ΒΑΤΟΜΟΥΡΑ
- 37. Kenneth Koch, Μονίμως
- 38. Valery Larbaud, Η μάσκα
- 39. Philip Larkin, Annus mirabilis
- 40. Dieter Leisegang, Ειρηνικό τελείως καθημερινό πρωινό
- 41. Louis MacNeice, Ραβέννα
- 42. Stéphane Mallarmé, Η κόμη
- 43. Joyce Mansour, [ Υπάρχει μια γριά πάνω στο δρόμο ]
- 44. Vladimir Mayakovsky, , Η γέφυρα του Μπρούκλιν
- 45. James Merrill, Με τον τρόπο του Καβάφη
- 46. W.S. Merwin, Άσκηση
- 47. Henri Michaux, Στο δρόμο του θανάτου
- 48. Czeslaw Milosz, Σε μια κάποιαν ηλικία
- 49. Eugenio Montale, Στην παραλία
- 50. Marianne Moore, Σ'ένα σαλιγκάρι
- 51. Adriaan Morriën, Καταδικασμένο κτίριο
- 52. Frank O' Hara, Μια ακριβής περιγραφή της συνομιλίας με τον ήλιο στο Φάϊρ Άϊλαντ
- 53. Nicanor Parra, Σύνταξη
- 54. Sandro Penna, [ Η πλατειούλα της Βενετίας...]
- 55. Dalibor Pese, Ακολουθώντας τη συνταγή
- 56. Fernando Pessoa, Ο φύλακας των κοπαδιών
- 57. Sylvia Plath, ΠΡΩΙΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
- 58. Francis Ponge, Ο ήλιος τιτλοφορεί τη φύση
- 59. Vasko Popa, Το καρφί
- 60. Ezra Pound, Το νησί στη λίμνη
- 61. Jacques Prévert, Η σχολή καλών τεχνών
- 62. Salvatore Quasimodo, Σχεδόν ένα επίγραμμα
- 63. Charles Reznikoff, Δυο άντρες
- 64. Adrienne Rich, Νουβέλα
- 65. Rainer Maria Rilke, Ελεγεία πρώτη (απόσπασμα)
- 66. Arthur Rimbaud, Ο υπναράς της ρεματιάς
- 67. Tadeusz Rσzewich, Λεύκωμα
- 68. Umberto Saba, «Φρούτα, λαχανικά»
- 69. Vittorio Sereni, ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ
- 70. Charles Simic, Φτώχεια
- 71. Gary Snyder, Τι άλλο έχω μάθει
- 72. Raymond Souster, Εκεί που τα γαλάζια άλογα
- 73. Wallace Stevens, ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΜΕΓΙΣΤΑΝΟΣ
- 74. Marc Strand, Διατηρώντας τα πράγματα ολόκληρα
- 75. Jules Supervielle, Αναμονή θανάτου
- 76. Wisawa Szymborska, Εγκώμιο της αδελφής μου
- 77. Σαλάχ Αμπντέλ Σαμπούρ, Ερωτήματα
- 78. Laurent Tailhade, Βαρκαρόλα
- 79. Dylan Thomas, Κι ο θάνατος δεν θά' χει πια εξουσία
- 80. Giuseppe Ungaretti, Η όμορφη νύχτα
- 81. Orhan Veli Kanik, Το ποίημα με την ουρά
- 82. Karl Vennberg, Καθημερινή ζωή
- 83. Paul Verlaine, Οι ράθυμοι
- 84. Boris Vian, Καλημέρα σκύλε
- 85. William Carlos Williams, Το κόκκινο καροτσάκι
- 86. James Wright, Κουβαλώντας λέξεις ένας ψύλλος
- 87. Judith Wright, Φινάλε
- 88. W.B. Yeats, Οι φιλόλογοι
- 89. Eugenio Yevtousenco, Κρέμασα το ποίημά μου
- 90. Choueï-P'aï Yuan, Η πόλη
- Ανθολογία Διηγημάτων
- 1. Woody Allen, Η Υπόθεση Κούγκελμαςς
- 2. Ivo Andrić, Η γέφυρα της Ζέπα
- 3. Victor Auburtin, Το τέλος του Οδυσσέα
- 4. Augusto Roa Bastos, Αντιζωή
- 5. Samuel Beckett, Διωγμένος
- 6. Hans Bender, Ο Σιτιστής
- 7. Peter Bichsel, Χαιρετίσματα από τον Γιόντοκ
- 8. Karen Blixen, Τα μαργαριτάρια
- 9. Heinrich Böll, Στη γέφυρα
- 10. Jorge Louis Borges, Η γραφή του Θεού
- 11. Daniel Boulanger, Το φως
- 12. Dino Buzzati, Κάτι που αρχίζει από 'λάμδα'
- 13. Italo Calvino, Η περιπέτεια ενός οδηγού
- 14. Julio Cortázar, Ίστορία χωρίς ηθικό δίδαγμα
- 15. Francis Scott Key Fitzgerald, Η χαμένη δεκαετία
- 16. Jaroslav Hašek, Η δωρεά του κυρίου Κάουμπλε
- 17. Patricia Highsmith, Η πεζογράφος
- 18. James Joyce, Πανσιόν δι' οικογενείας
- 19. Franz Kafka, Μπρος απ' το νόμο
- 20. Efraim Kishon, Πώς μπορείτε να κάνετε κριτική σε ένα βιβλίο δίχως να το έχετε διαβάσει
- 21. Catherine Mansfield, Η μύγα
- 22. Gabriel Garcia Marquez, Ενοικιάζονται όνειρα
- 23. Kurt Marti, Αγναντεύοντας τη Νάπολη
- 24. Guy de Maupassant, Ο Αγιαντώντης
- 25. Alberto Moravia, Ο κροκόδειλος
- 26. Edgar Allan Poe, Η σφίγγα
- 27. Raymond Queneau, Η υποκειμενική άποψη
- 28. Italo Svevo, Η μάνα
- 29. Anton Pavlovitch Tchekhov, Καημός
- 30. Virginia Woolf, Ένα στοιχειωμένο σπίτι
7. Peter Bichsel, Χαιρετίσματα από τον Γιόντοκ
Πέτερ Μπίξελ, Η Αμερική δεν υπάρχει, μετάφραση Γιώργος Βαμβαλής, Αθήνα, Επίκουρος, 1976, σσ. 5-10.
Peter Bichsel
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΟΝΤΟΚ
Για τον θείο Γιόντοκ δεν ξέρω τίποτα άλλο παρά μονάχα ότι ήταν θείος του παπού μου. Δεν ξέρω πώς ήταν το παρουσιαστικό του, δεν ξέρω πού έμενε και τι δουλειά έκανε.
Γνωρίζω μόνο τ' όνομά του: Γιόντοκ. Δεν ξέρω όμως κανέναν άλλο με τέτοιο όνομα.
Ο παπούς άρχιζε τις ιστορίες του έτσι: «Όσο ζούσε ακόμα ο θείος Γιόντοκ», ή «Όταν επισκεφθήκαμε τον θείο Γιόντοκ», ή «Όταν ο θείος Γιόντοκ μου χάρισε μια φυσαρμόνικα». Αλλά δεν έλεγε ποτέ τίποτα για τον θείο Γιόντοκ, παρά μόνο για την εποχή που ζούσε ακόμα ο Γιόντοκ, για την επίσκεψη στο Γιόντοκ και για τη φυσαρμόνικα από τον Γιόντοκ. Κι όταν τον ρωτούσαμε: «Ποιος ήταν ο θείος Γιόντοκ;» έλεγε: «Ένας μυαλωμένος άνθρωπος».
Η γιαγιά πάντως δεν ήξερε για κανέναν τέτοιο θείο, κι ο πατέρας μου γελούσε κάθε φορά που άκουγε αυτό το όνομα. Ο παπούς πείσμωνε, όταν έβλεπε τον πατέρα μου να γελάει, και τότε η γιαγιά έλεγε: «Καλά, καλά, ο Γιόντοκ», κι ο παπούς χαιρόταν.
Για μεγάλο διάστημα πίστευα πως ο θείος Γιόντοκ ήταν δασάρχης, γιατί κάποια φορά που είπα στον παπού: «Θέλω να γίνω δασάρχης», μου απάντησε, «αυτό θα άρεσε πολύ στον θείο Γιόντοκ».
Αλλά όταν θέλησα να γίνω μηχανοδηγός, το είπε πάλι, και πάλι το ξανάπε όταν δεν ήθελα να γίνω τίποτα: «Αυτό θα άρεσε πολύ στο θείο Γιόντοκ».
Ο παπούς όμως ήταν ψεύτης.
Τον αγαπούσα βέβαια, αλλά στη μακρόχρονη ζωή του είχε γίνει ψεύτης.
Πολλές φορές πήγαινε στο τηλέφωνο, σήκωνε τοακουστικό, έπαιρνε έναν αριθμό και μιλούσε: «Καλημέρα, θείε Γιόντοκ, πώς είσαι, θείε Γιόντοκ, όχι, θείε Γιόντοκ, ναι, ναι, σίγουρα, θείε Γιόντοκ», κι όλοι μας ξέραμε πως η γραμμή ήταν κλειστή και δεν μιλούσε με κανέναν. Το ήξερε κι η γιαγιά, κι όμως του φώναζε: «Άσε τώρα τα τηλεφωνήματα, θα ΄ρθει μεγάλος ο λογαριασμός». Και ο παπούς έλεγε: «Πρέπει να σ' αφήσω τώρα, θείε Γιόντοκ», γύριζε σε μας και μας έλεγε: «Χαιρετίσματα από τον Γιόντοκ».
Κι ενώ πριν είχε πει: «Όταν ζούσε ακόμα ο θείος Γιόντοκ», νάσου τον τώρα που έλεγε: «Πρέπει να επισκεφθούμε τον θείο μας το Γιόντοκ».
Ή έλεγε: «Ο θείος Γιόντοκ θα μας επισκεφθεί οπωσδήποτε», και χτυπούσε με το χέρι το γόνατό του, αλλά αυτό δεν φαινόταν πειστικό, το καταλάβαινε, ησύχαζε τότε και για ένα διάστημα δεν ανάφερε τίποτα για τον Γιόντοκ του.
Κι εμείς ανασαίναμε.
Αλλά μετά ξανάρχιζε:
Τηλεφώνησε ο Γιόντοκ.
Το είπε ο Γιόντοκ.
Ο Γιόντοκ έχει την ίδια γνώμη.
Το καπέλο του είναι σαν του Γιόντοκ.
Ο θείος Γιόντοκ πάει περίπατο.
Ο θείος Γιόντοκ αντέχει το κρύο.
Ο θείος Γιόντοκ αγαπά τα ζώα αγαπά ο θείος Γιόντοκ πάει μαζί τους περίπατο με κάθε κρύο ο θείος Γιόντοκ με τα ζώα πάει ο θείος Γιόντοκ αντέχει το κρύο αντέχει ο θείος Γιόντοκ. Ο-θ-εί-ο-ς-Γ-ι-ό-ν-τ-ο-κ.
Κι όταν εμείς, τα εγγόνια του, πηγαίναμε κοντά του, δεν ρωτούσε: «Πόσο κάνουν δύο επί εφτά» ή «ποια είναι η πρωτεύουσα της Ισλανδίας», αλλά: «Πώς γράφουμε το Γιόντοκ;»
Το Γιόντοκ το γράφουμε με μεγάλο Γ και το κακό ήταν τα δύο Ο. Δεν τα υποφέραμε πια στο δωμάτιο του παπού όλη την ημέρα τα Ο του Γιόόντοοκ.
Του παπού τού άρεσαν τα Ο του Γιόόόντοοοκ, κι έλεγε:
Ο θείος Γιόντοκ μόνος όλο το χρόνο. Ο θείος Γιόντοκ κολοσσός στο βόρειο πόλο.
Ο θείος Γιόντοκ φόβος και τρόμος. Σε λίγο η κατάσταση χειροτέρεψε τόσο που τα έλεγε όλα με Ο.
Ο θόος Γιόντοκ θο μος οποσκοφθό, οφτός όνο μοολομόνος όνθροπος, όβροο πόμο στο θόο Γιόντοκ.
Ή έτσι:
Οθοοσγιόντοκ θο
μος οποσκοφθό οφτός όνο
μοολομόνοςόνθροπος οβροοπόμοστοθόογιόντοκ.
Όλοι φοβούνταν πια όλο και περισσότερο τον παπού, γιατί άρχισε να ισχυρίζεται κιόλας πως δεν ξέρει κανέναν θείο Γιόντοκ, Εμείς τον βρήκαμε. Εμείς ρωτήσαμε: «ποιος ήταν ο θείος Γιόντοκ;»
Γι' αυτόν δεν υπήρχε πια τίποτ' άλλο εκτός από τον Γιόντοκ.
Στον ταχυδρόμο έλεγε: «Καλημέρα, κύριε Γιόντοκ», και μετά με φώναζε και μένα Γιόντοκ και σε λίγο όλους τους ανθρώπους.
Γιόντοκ ήταν το χαϊδευτικό του: «Αγαπητέ μου Γιόντοκ», η βρισιά του: «Πανάθεμά σε Γιόντοκ» και «Στο Γιόντοκ».
Δεν έλεγε πια: «Εγώ πεινάω», αλλά «εγώ Γιόντοκ». Και αργότερα έκοψε και το «Εγώ» και έλεγε «Γιόντοκ Γιόντοκ».
Έπαιρνε την εφημερίδα, πήγαινε στη σελίδα «Γιόντοκ και Γιόντοκ», δηλαδή Δυστυχήματα και Εγκλήματα - και άρχιζε να διαβάζει:
«Το Γιόντοκ συνέβη στο Γιόντοκ κοντά στο Γιόντοκ ένα Γιόντοκ, που κόστισε δύο Γιόντοκ. Ένα Γιόντοκ πήγαινε στο Γιόντοκ από Γιόντοκ προς Γιόντοκ. Λίγο Γιόντοκ αργότερα συγκρούστηκε το Γιόντοκ του Γιόντοκ με ένα Γιόντοκ που ερχόταν από Γιόντοκ. Ο Γιόντοκ του Γιόντοκ, Γιόντοκ Γιόντοκ, και ο Γιόντοκ του, Γιόντοκ Γιόντοκ, έμειναν επί τόπου Γιόντοκ».
Η γιαγιά βούλωνε με τα δάχτυλα τ' αυτιά της και ξεφώνιζε: «Δεν μπορώ να τ' ακούω άλλο, δεν αντέχω πια». Αλλά ο παπούς μου δεν σταματούσε. Δεν σταμάτησε σ' όλη του τη ζωή, κι ο παπούς μου έζησε πολλά χρόνια και τον αγαπούσα πολύ. Ακόμα κι όταν πια δεν έλεγε τίποτα άλλο εκτός από Γιόντοκ, συνεννοούμαστε μια χαρά. Ήμουν πολύ μικρός κι ο παπούς μου πολύ γέρος, μ' έπαιρνε στα γόνατά του και γιόντοκτε τη Γιόντοκ του Γιόντοκ Γιόντοκ, με άλλα λόγια, μου διηγόταν τη ζωή του θείου Γιόντοκ, κι εγώ διασκέδαζα με την ιστορία, ενώ όλοι οι άλλοι, που ήταν μεγαλύτεροί μου, αλλά νεότεροι από τον παπού, δεν καταλάβαιναν τίποτα και δεν ήθελαν να με παίρνει στα γόνατά του, κι όταν πέθανε, έκλαψα πολύ.
Σ' όλους τους συγγενείς είπα να μη γράψουν στο μνήμα του το όνομά του Φρήντριχ Γκλάουζερ, αλλά να γράψουν Γιόντοκ Γιόντοκ έτσι ήθελε ο παπούς. Δεν με άκουσαν όμως, όσο κι αν έκλαιγα.
Αλλά δυστυχώς, δυστυχώς η ιστορία αυτή δεν είναι αληθινή και δυστυχώς ο παπούς μου δεν ήταν ψεύτης και δυστυχώς δεν έζησε πολλά χρόνια.
Ήμουν ακόμα πολύ μικρός όταν πέθανε, και θυμάμαι μόνο που είπε μια φορά: «Όταν ζούσε ακόμα ο θείος Γιόντοκ», και η γιαγιά μου, που δεν την αγαπούσα, τον κατσάδιασε: «Σταμάτα πια με τον Γιόντοκ σου», και ο παπούς σώπασε, πήρε λυπητερό ύφος και ζήτησε και συγγνώμη.
Τότε μ' έπιασε μεγάλη οργή - η πρώτη που θυμάμαι ακόμα - και φώναξα: Αν είχα εγώ ένα θείο Γιόντοκ, δε θα μιλούσα πια για τίποτ' άλλο.
Αν το έκανε αυτό και ο παπούς μου, ίσως να μην πέθαινε τόσο νέος, κι εγώ θα είχα ακόμα σήμερα έναν παπού και θα συνεννοούμαστε καλά.
μτφρ. Γιώργος Βαμβαλής