Νέα ελληνική
Ανθολογία μεταφρασμένης νεότερης λογοτεχνίας: ποιήματα και διηγήματα - Κείμενα
Ανθολογία μεταφρασμένης νεότερης λογοτεχνίας: ποιήματα και διηγήματα
- Ανθολογία Ποιημάτων
- 1. Nazmi Akiman, Στο γιο μου
- 2. Yehuda Amichai, Το παιδί μου
- 3. Guillaume Apollinaire, Η Κυρία
- 4. Antonin Artaude, Ήμουνα ζωντανός
- 5. John Ashbery, Το πρόβλημα της ανησυχίας
- 6. Georges Bataille, Στο θάνατό μου
- 7. Michael Benedikt, Μερικά αισθήματα
- 8. Bertolt Brecht, Η κοιλιά των λωτών
- 9. André Breton, Εγώ είμαι ανοίξετε
- 10. Richard Brodigan, 3 Νοεμβρίου
- 11. Joseph Brodski, Σαν ελεγεία
- 12. Charles Bukowski, Την ημέρα που έβρεξε στο επαρχιακό μουσείο του Λος Αντζελες
- 13. Bo Carpelan, Πλάι στο τραπέζι η μορφή σου
- 14. Blaise Cendrars, Πάσχα στη Νέα Υόρκη (αποσπάσματα)
- 15. Paul Claudel, Το εσωτερικό τείχος του Τόκιο (απόσπασμα)
- 16. Leonard Cohen, Καθώς η ομίχλη σημάδια δεν αφήνει
- 17. Robert Creely, Ξέρω έναν άνθρωπο
- 18. Edward Estlin Cummings, [Η καλή γριά καιταλοιπά...]
- 19. Douglas Dunn, Μετακόμιση από την οδό Τέρρυ
- 20. Gunnar Ekelöf, Τοτέμ-ζώα
- 21. T.S. Eliot, Η θεία Helen
- 22. Lawrence Ferlinghetti, Μην αφήσεις το άλογο...
- 23. Robert Frost, Ξεχωριστή διάθεση
- 24. Wilfrid W. Gibson, Υποχώρηση
- 25. Ivan Goll, [Δεν ήθελα να είμαι]
- 26. Günter Grass, Μέσα στο αυγό
- 27. Eugène Guillevic, Συνταγή
- 28. Jerzy Harasymowicz, Μια φρέσκια πεδιάδα από πιάνα
- 29. Seamus Heany, Ο Λιθοτρίφτης
- 30. Zbigniew Herbert, Βότσαλο
- 31. Nazim Hikmet, 25 Σεπτέμβρη 1945
- 32. Yoshino Hiroshi, ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΟΥ ΠΑΙΔΙ
- 33. Ted Hughes, Θεολογία
- 34. Max Jacob, Αγάπη του πλησίον
- 35. Patrick Kavanagh, Η μεγάλη πείνα (απόσπασμα)
- 36. Galway Kinnell, ΤΡΩΓΟΝΤΑΣ ΒΑΤΟΜΟΥΡΑ
- 37. Kenneth Koch, Μονίμως
- 38. Valery Larbaud, Η μάσκα
- 39. Philip Larkin, Annus mirabilis
- 40. Dieter Leisegang, Ειρηνικό τελείως καθημερινό πρωινό
- 41. Louis MacNeice, Ραβέννα
- 42. Stéphane Mallarmé, Η κόμη
- 43. Joyce Mansour, [ Υπάρχει μια γριά πάνω στο δρόμο ]
- 44. Vladimir Mayakovsky, , Η γέφυρα του Μπρούκλιν
- 45. James Merrill, Με τον τρόπο του Καβάφη
- 46. W.S. Merwin, Άσκηση
- 47. Henri Michaux, Στο δρόμο του θανάτου
- 48. Czeslaw Milosz, Σε μια κάποιαν ηλικία
- 49. Eugenio Montale, Στην παραλία
- 50. Marianne Moore, Σ'ένα σαλιγκάρι
- 51. Adriaan Morriën, Καταδικασμένο κτίριο
- 52. Frank O' Hara, Μια ακριβής περιγραφή της συνομιλίας με τον ήλιο στο Φάϊρ Άϊλαντ
- 53. Nicanor Parra, Σύνταξη
- 54. Sandro Penna, [ Η πλατειούλα της Βενετίας...]
- 55. Dalibor Pese, Ακολουθώντας τη συνταγή
- 56. Fernando Pessoa, Ο φύλακας των κοπαδιών
- 57. Sylvia Plath, ΠΡΩΙΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
- 58. Francis Ponge, Ο ήλιος τιτλοφορεί τη φύση
- 59. Vasko Popa, Το καρφί
- 60. Ezra Pound, Το νησί στη λίμνη
- 61. Jacques Prévert, Η σχολή καλών τεχνών
- 62. Salvatore Quasimodo, Σχεδόν ένα επίγραμμα
- 63. Charles Reznikoff, Δυο άντρες
- 64. Adrienne Rich, Νουβέλα
- 65. Rainer Maria Rilke, Ελεγεία πρώτη (απόσπασμα)
- 66. Arthur Rimbaud, Ο υπναράς της ρεματιάς
- 67. Tadeusz Rσzewich, Λεύκωμα
- 68. Umberto Saba, «Φρούτα, λαχανικά»
- 69. Vittorio Sereni, ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ
- 70. Charles Simic, Φτώχεια
- 71. Gary Snyder, Τι άλλο έχω μάθει
- 72. Raymond Souster, Εκεί που τα γαλάζια άλογα
- 73. Wallace Stevens, ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΜΕΓΙΣΤΑΝΟΣ
- 74. Marc Strand, Διατηρώντας τα πράγματα ολόκληρα
- 75. Jules Supervielle, Αναμονή θανάτου
- 76. Wisawa Szymborska, Εγκώμιο της αδελφής μου
- 77. Σαλάχ Αμπντέλ Σαμπούρ, Ερωτήματα
- 78. Laurent Tailhade, Βαρκαρόλα
- 79. Dylan Thomas, Κι ο θάνατος δεν θά' χει πια εξουσία
- 80. Giuseppe Ungaretti, Η όμορφη νύχτα
- 81. Orhan Veli Kanik, Το ποίημα με την ουρά
- 82. Karl Vennberg, Καθημερινή ζωή
- 83. Paul Verlaine, Οι ράθυμοι
- 84. Boris Vian, Καλημέρα σκύλε
- 85. William Carlos Williams, Το κόκκινο καροτσάκι
- 86. James Wright, Κουβαλώντας λέξεις ένας ψύλλος
- 87. Judith Wright, Φινάλε
- 88. W.B. Yeats, Οι φιλόλογοι
- 89. Eugenio Yevtousenco, Κρέμασα το ποίημά μου
- 90. Choueï-P'aï Yuan, Η πόλη
- Ανθολογία Διηγημάτων
- 1. Woody Allen, Η Υπόθεση Κούγκελμαςς
- 2. Ivo Andrić, Η γέφυρα της Ζέπα
- 3. Victor Auburtin, Το τέλος του Οδυσσέα
- 4. Augusto Roa Bastos, Αντιζωή
- 5. Samuel Beckett, Διωγμένος
- 6. Hans Bender, Ο Σιτιστής
- 7. Peter Bichsel, Χαιρετίσματα από τον Γιόντοκ
- 8. Karen Blixen, Τα μαργαριτάρια
- 9. Heinrich Böll, Στη γέφυρα
- 10. Jorge Louis Borges, Η γραφή του Θεού
- 11. Daniel Boulanger, Το φως
- 12. Dino Buzzati, Κάτι που αρχίζει από 'λάμδα'
- 13. Italo Calvino, Η περιπέτεια ενός οδηγού
- 14. Julio Cortázar, Ίστορία χωρίς ηθικό δίδαγμα
- 15. Francis Scott Key Fitzgerald, Η χαμένη δεκαετία
- 16. Jaroslav Hašek, Η δωρεά του κυρίου Κάουμπλε
- 17. Patricia Highsmith, Η πεζογράφος
- 18. James Joyce, Πανσιόν δι' οικογενείας
- 19. Franz Kafka, Μπρος απ' το νόμο
- 20. Efraim Kishon, Πώς μπορείτε να κάνετε κριτική σε ένα βιβλίο δίχως να το έχετε διαβάσει
- 21. Catherine Mansfield, Η μύγα
- 22. Gabriel Garcia Marquez, Ενοικιάζονται όνειρα
- 23. Kurt Marti, Αγναντεύοντας τη Νάπολη
- 24. Guy de Maupassant, Ο Αγιαντώντης
- 25. Alberto Moravia, Ο κροκόδειλος
- 26. Edgar Allan Poe, Η σφίγγα
- 27. Raymond Queneau, Η υποκειμενική άποψη
- 28. Italo Svevo, Η μάνα
- 29. Anton Pavlovitch Tchekhov, Καημός
- 30. Virginia Woolf, Ένα στοιχειωμένο σπίτι
6. Hans Bender, Ο Σιτιστής
Ανθολογία Γερμανικού Διηγήματος, ανθολόγηση-εισαγωγή-μετάφραση: Γιάννης Πάτσης, Αθήνα, Καστανιώτης, 1989, σσ. 171-185.
Hans Bender
Ο ΣΙΤΙΣΤΗΣ
- Eίσαι ο σιτιστής; Ρώτησε κάποιος τον Νόρμπερτ καθώς εκείνος έβγαζε το χιτώνιο του μπροστά απ' το ξυλοκρέβατο. Ναι, το ξέρω.
- Ο σιτιστής είσαι; είπε κάποιος άλλος.
- Είσαι ο σιτιστής; είπε ένας τρίτος και τον σκούντηξε στην πλάτη.
- Ναι, ναι, το ξέρω, αλλά αφήστε με πρώτα να πλύνω τα χέρια μου.
- Θα πάρω ψωμί, έτσι; φώναξε ένας από πάνω.
Ο Νόρμπερτ στέγνωσε τα χέρια, πήρε το δίσκο από τον ξυλοστάτη και πήγε στο μπροστινό μέρος της παράγκας, μπροστά στην πόρτα του επικεφαλής. Εκεί ήταν η σειρά για τους σιτιστές.
Ο προπαγανδιστής μετρούσε:
- Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι...
- Μεμιάς θέλω να φάω δυο ψωμιά, είπε ο μπροστινός του Νόρμπερτ.
- Δύο; Θα μπορούσα να φάω δέκα! είπε ένας άλλος.
- Δώδεκα, δεκατρία, δεκατέσσερα, δεκαπέντε... μετρούσε ο προπαγανδιστής.
Ο Νόρμπερτ πλησίασε την πόρτα. Μπροστά του μόνο ένας. Στάθηκε στο κατώφλι και κοίταξε μέσα. Κρεβάτια δεξιά κι αριστερά στον τοίχο. Πάνω στα κρεβάτια λευκές, μάλλινες κουβέρτες και μαξιλάρια με κάτασπρα καλύμματα. Πάνω από τα κρεβάτια φωτογραφίες σε πλαίσιο κι ένα ράφι με βιβλία. Στη γωνία, κάτω από το μεγάλο, τζαμωτό παράθυρο, μια σόμπα με τοιχώματα από πλακάκια.Πριν απ' τη σόμπα ένας πάγκος. Ο νεαρός προπαγανδιστής καθόταν εκεί πάνω με απλωμένα πόδια, στερεωμένα στη σανίδα του ψωμιού. Ζέστη γέμιζε το θάλαμο. Η ξερή ζέστη του σημυδόξυλου. Ο νεαρός προπαγανδιστής είχε σηκώσει ψηλά τα μανίκια. Το πουκάμισο ήταν καλοσιδερωμένο.
- Πόσο ψωμί παίρνεις; ρώτησε ο μεγαλύτερος προπαγανδιστής.
- Είκοσι τέσσερα, είπε ο Νόρμπερτ.
- Αλήθεια;
- Ναι, αλήθεια.
-Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε...
Ο μεγαλύτερος προπαγανδιστής πήρε τα κομμάτια του ψωμιού από το ράφι και τα έβαλε, το ένα μετά το άλλο, στο δίσκο. Το ψωμί, σκούρο καφέ και φρέσκο, ήταν κομμένο σε κύβους.
Είχαν βάλει κι ένα τραπέζι με σκέπασμα μπροστά στη σόμπα. Πάνω του ένα ανθοδοχείο με χαρτολούλουδα κι ένα σταχτοδοχείο από πορσελάνη που άφηνε το πολυκάπνιστο τσιμπούκι του ο νεαρός προπαγανδιστής.
- ...είκοσι δύο, είκοσι τρία, είκοσι τέσσερα... Τα μέτρησες κι εσύ; ρώτησε ο μεγαλύτερος προπαγανδιστής.
- Πώς;
- Ρωτάω αν τα μέτρησες κι εσύ. Μπορεί να σε κοροϊδέψω και τότε θα σκυλιάσεις από την πείνα μέχρι αύριο.
- Όχι, δεν τα μέτρησα, είπε ο Νόρμπερτ.
- Δεν πρόκειται να σε κοροϊδέψω, αλλά βλέπε κι εσύ.
Ο Νόρμπερτ μοίρασε τα ψωμιά. Ένα ψωμί του έμεινε. Μέτρησε τους ανθρώπους του κι όλοι ήταν παρόντες. Είκοσι τέσσερις κι όλοι είχαν ψωμί.
- Έχω ένα ψωμί παραπανίσιο, είπε ο Νόρμπερτ στον Βάνσντορφ, το γείτονά του.
Ο κοντινός του Βάνσντορφ είπε:
- Δώσ' το καλύτερα στον προπαγανδιστή. Είναι πάντα πεινασμένος. Ο Βάνσντορφ συμφώνησε:
- Ναι, δώσ' το. Θα λείψει απ' την άλλη ταξιαρχία.
- Ο βλάκας, είπε κάποιος.
- Ένα παραπανίσιο ψωμί! Θα του στοιχίσει αρκετά τρεξίματα... είπε κάποιος άλλος από πάνω.
Ο Νόρμπερτ πήρε το δίσκο και κατευθύνθηκε στην πόρτα του επικεφαλής. Του άνοιξε ο νεαρός προπαγανδιστής φωνάζοντας:
- Τι τρέχει;
- Έχω παραπανίσιο ψωμί, είπε ο Νόρμπερτ.
- Καλά, δώσ' το, είπε ο προπαγανδιστής. Το πήρε κι έκλεισε την πόρτα γυρίζοντας το κλειδί.
Οι κρατούμενοι κάθονταν ο ένας δίπλα στον άλλο στα ξυλοκρέβατα. Κρατούσαν σκεύη φαγητού ανάμεσα στα πόδια τους και το ψωμί ήταν πάνω στους μηρούς τους. Ρουφούσαν και μάσαγαν. Χιόνι είχε κολλήσει στα τζάμια και οι γλόμποι σκόρπιζαν κίτρινο φως.
Ο Βάνσντορφ είχε έρθει, πριν δυο μέρες, από ένα άλλο στρατόπεδο, με ξεχωριστό μεταφορικό μέσο. Φορούσε τη μαύρη στολή των τεθωρακισμένων. Οι επωμίδες του ήταν ξηλωμένες και στον αγκώνα του είχαν γαζωθεί, με μεγάλες βελονιές, μπαλώματα από ύφασμα σκηνής.
Ο Βάνσντορφ είχε καλή κορμοστασιά και ωραίο πρόσωπο. Ήταν καθαρός και δε σε πείραζε να κάθεται δίπλα σου.
Ο Νόρμπερτ είπε:
- Θα 'πρεπε να μένουμε στο θάλαμο του επικεφαλής. Έχει τραπέζι, σόμπα, κρεβάτια. Ξαπλώνουν για να κοιμηθούν. Μπορούν και βγάζουν χιτώνιο και πανταλόνι.
Ο Βάνσντορφ είπε:
- Καλύτερα είναι εδώ.
Ο Νόρμπερτ αποκρίθηκε:
- Όχι, όμως, να βλέπουμε τόσα πρόσωπα. Να 'χαμε φως και μια σόμπα, να ρίχναμε κούτσουρα και να τα βλέπαμε να καίγονται.
- Ναι. Και σε μένα αρέσει η φωτιά, είπε ο Βάνσντορφ. Στο Πέτσαμο μια φορά είχαμε φωτιά...
- Ήσουν στο Πέτσαμο;
- Με τρεις φίλους μεγαλύτερους από μένα.
- Το Πέτσαμο είναι μακριά.
- Σταματήστε με το Πέτσαμό σας. Θέλω να κοιμηθώ, είπε ο διπλανός του Βάνσντορφ.
- Βλέπεις είπε ο Νόρμπερτ. Σ' αυτή την καταραμένη παράγκα
ούτε να κουβεντιάσεις μπορείς. Θα 'πρεπε να 'χαμε δικό μας θάλαμο.
Ο προπαγανδιστής πέρασε το βράδυ από την παράγκα. Οι κρατούμενοι είχαν φάει και συζητούσαν. Βουβάθηκαν όταν τον είδαν. Ήταν χοντρός, φορούσε πανωφόρι από μάλλινη κουβέρτα που είχε ράψει στα μέτρα του ο ράφτης της μονάδας. Περνούσε βιαστικά κι έριχνε ματιές στον καθένα. Στάθηκε μπροστά στον Νόρμπερτ και είπε:
- Ακολούθησέ με, έχω κάτι να σου πω.
Του Νόρμπερτ ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Ο προπαγανδιστής μίλησε μαζί του κι αυτό το είδαν όλοι οι άλλοι. Ο Βάνσντορφ ανασκάλεψε το γυλιό του. Ο προπαγανδιστής βγήκε έξω κι έκλεισε την πόρτα.
Ο Νόρμπερτ πήγε.
- Αυτός είναι; ρώτησε ο αρχαιότερος προπαγανδιστής τον άλλο προπαγανδιστή, που τον φώναζαν Βέρνερ.
- Ναι, αυτός είναι που έφερε πίσω το ψωμί, είπε ο Βέρνερ.
- Ήταν αυτονόητο, είπε ο Νόρμπερτ.
- Όχι. Δεν ήταν αυτονόητο, είπε ο προπαγανδιστής. Κάθε άλλος θα το είχε καταβροχθίσει. Αλλά πρέπει να το καταβροχθίσεις εσύ τώρα. Πάρ' το.
Πήρε ένα κομμάτι ψωμί απ' το ράφι και το 'δωσε στον Νόρμπερτ.
- Ευχαριστώ, είπε ο Νόρμπερτ. Πάντα είμαι πεινασμένος.
- Κάτσε μαζί μας, είπε ο προπαγανδιστής. Ή είσαι κουρασμένος;
- Κοιμάμαι από τότε που κατατάχτηκα ως σήμερα, είπε ο Νόρμπερτ.
- Πού θέλεις να καθίσεις; Στο κρεβάτι; Στην καρέκλα; Στον πάγκο;
- Καλύτερα στον πάγκο.
Κάθισε στον πάγκο, μπροστά απ' τη σόμπα. Πάνω στη σόμπα ένα τσίγκινο πιάτο είχε κοκκινίσει απ' τη φωτιά.
- Μπορείς να του φτιάξεις ένα τσάι; είπε ο προπαγανδιστής στον Βέρνερ και ο Νόρμπερτ ρώτησε:
- Ξέρετε ακόμα τι γεύση έχει το βούτυρο;
- Σαν βούτυρο.
- Δεν ξέρει. Δώσ' του λίγο βούτυρο.
Ο Βέρνερ άπλωσε στο παράθυρο κι έπιασε από το περβάζι ένα μαύρο, στρογγυλό κουτί από βακελίτη, όμοιο μ' αυτά που πουλούσαν οι μικροπωλητές στον καιρό του πολέμου. Ο Βέρνερ ξεβίδωσε το σκέπασμα κι έδωσε στο Νόρμπερτ το κουτί.
- Και μαχαίρι.
- Ευχαριστώ.
- Άλειψε το ψωμί σου.
- Ξέρεις, είπε ο προπαγανδιστής, τα κανονίσαμε να μετακομίσεις εδώ. Ο αρχηγός στρατοπέδου θέλει να μεταφερθούμε στο φρουραρχείο. Εδώ θα 'ρθει ένας αιχμάλωτος που θα μοιράζει το ψωμί και θα 'χει την επιτήρηση. Σκεφτήκαμε εσένα, όταν έφερες το ψωμί πίσω - αλλά δεν τρως!
- Ντρέπεται, είπε ο Βέρνερ και παίρνοντας από τα χέρια του Νόρμπερτ το ψωμί και το μαχαίρι άλειψε με βούτυρο το κομμάτι. Έριξε τσάι στο κύπελλο που ήταν μπροστά στον Νόρμπερτ. Το τσάι άχνιζε τώρα δίπλα στο ψωμί με βούτυρο. Ο προπαγανδιστής είπε:
- Μπορείς να πάρεις κι άλλον ένα στο θάλαμο. Τα κρεβάτια θα μείνουν όπως είναι. Δε θέλεις να πάρεις αυτόν τον Βάνσντορφ, που κοιμάται δίπλα σου;
Ο Βέρνερ είπε:
- Μπορείς να το κάνεις. Ο Βάνσντορφ είναι εδώ δυο μέρες κι έχει κάνει καλή εντύπωση!
- Αν κάνεις κέφι, είπε ο μεγαλύτερος προπαγανδιστής, πάρε τον Βάνσντορφ στο θάλαμο. Νομίζω η διερμηνέας δε θα 'χει αντίρρηση.
«Αυτοί οι προπαγανδιστές διαβάζουν τις επιθυμίες στο κούτελο», σκέφτηκε ο Νόρμπερτ.
Οι προπαγανδιστές μετακόμισαν. Ο Νόρμπερτ βοήθησε να κουβαληθούν βαλίτσες, μπαούλα, βιβλία και σκεύη στο θάλαμο του επικεφαλής του φρουραρχείου.
Ο Νόρμπερτ με τον Βάνσντορφ μετακόμισαν κι αυτοί. Ο γλόμπος άστραφτε και δίπλα στη σόμπα σημυδόξυλα. Ο Βάνσντορφ έσκισε ένα κούτσουρο, έβγαλε τα σπίρτα κι άναψε τη σόμπα. Ένα λεπτό ξυλαράκι ακόμα και η φωτιά έπιασε για τα καλά. Ό,τι έμεινεκάτω ο Νόρμπερτ το στούπωσε στο σκουπιδοτενεκέ. Σκούπισε το θάλαμο κι έστρωσε τις κουβέρτες στα κρεβάτια.
- Να είχαμε καμιά φωτογραφία! είπε ο Βάνσντορφ.
- Έχω, είπε ο Νόρμπερτ.
- Δεν έχω ούτε μία, είπε ο Βάνσντορφ. Μου τις πήραν όλες όταν με κλείσαν φυλακή στο Μποροβίτσι.
- Ήσουν φυλακή;
- Ναι, αλλά γι' αυτό θα μιλήσουμε άλλη φορά.
Ο Βάνσντορφ έβρασε νερό για τσάι. Άναψαν τσιγάρο και κάθισαν στον πάγκο, μπροστά στη σόμπα.
Τα μεσάνυχτα πήραν το φορείο και πήγαν να πάρουν το ψωμί της άλλης μέρας. Πυκνό χιόνι έπεφτε. Αυτοί που μοίραζαν ψωμί, με λευκές μπλούζες, πίσω από τη θυρίδα, έβαζαν το ψωμί πάνω στα φορεία.
- Δυο ακόμη είπε αυτός που επιτηρούσε τους διανομείς.
- Καθένας που μένει σε θάλαμο επικεφαλής παίρνει ένα κομμάτι περισσότερο. Κι όχι άλλες εξηγήσεις.
Μια ώρα αργότερα πήγαν για ύπνο. Ο Βάνσντορφ γδύθηκε. Το ίδιο κι ο Νόρμπερτ. Στην παράγκα δεν μπορούσαν να γδυθούν. Κοιμόνταν πάνω στα σανίδια. Ο καθένας είχε μια κουβέρτα ή ένα μανδύα και τη νύχτα έκανε κρύο.
- Πώς αισθάνεσαι; ρώτησε ο Νόρμπερτ.
- Καλά, απάντησε ο Βάνσντορφ.
- Θα μου διηγηθείς τώρα για το Πέτσαμο;
- Νόρμπερτ, είμαι κουρασμένος. Αύριο θα σου πω - κι όχι μόνο για το Πέτσαμο.
Ο γλόμπος κουνιόταν πάνω από τα μάτια του Νόρμπερτ. Όσο καιρό ήταν αναμμένος δεν του 'ρχόταν ύπνος. Ήταν όμορφο να μείνει λίγο ακόμα ξύπνιος. Είχε ησυχία. Το ψωμί μοσχοβόλαγε. Έβαλε το χέρι του στη σόμπα. Έκαιγε ακόμα.
Οι ταξιαρχίες είχαν φύγει μια μέρα πριν. Δυο αιχμάλωτοι είχαν πάθει κρυοπαγήματα. Ο Νόρμπερτ χώρισε το ψωμί, κόλλησε ετικέτες με τον αριθμό και τη δύναμη κάθε ταξιαρχίας μπροστά από τις στοίβες, ξυρίστηκε και πήγε στο πλυσταριό το βρόμικο πουκάμισό του.
- Για το Σάββατο είναι η αλλαγή, είπε ο υπάλληλος που διαχειριζόταν τα ασπρόρουχα.
- Μένω στο θάλαμο του επικεφαλής, είπε ο Νόρμπερτ.
- Τότε τα πράγματα αλλάζουν, είπε ο άνθρωπος πίσω από τη θυρίδα.
Έψαξε σ' ένα σωρό ασπρόρουχα και είπε:
- Θα σου δώσω ένα καλοσιδερωμένο πουκάμισο. Ένα πουκάμισο με γιακά.
Όλα ήταν διαφορετικά όταν έμενε κανείς σ' αυτό το θάλαμο. Φόρεσε το καθαρό πουκάμισο και ξάπλωσε. Ο Βέρνερ μπήκε μέσα και είπε:
- Έλα στη διερμηνέα.
- Στη διερμηνέα;
- Δεν ξέρω τι στο διάβολο σε θέλει.
Ο Νόρμπερτ δεν είχε ποτέ δοσοληψίες με τη διερμηνέα. Γνώριζε πως αυτή λογόκρινε την αλληλογραφία κι έμενε σε θάλαμο του φρουραρχείου. Καμιά φορά έβγαινε παρέα μ' έναν από τους αξιωματικούς του στρατοπέδου τους. Φορούσε μπότες, ένα στρατιωτικό μανδύα και τα μαλλιά πλεξίδες γύρω από το κεφάλι.
- Βιάσου, είπε ο Βέρνερ.
Ο Νόρμπερτ, μισοκοιμισμένος, τρέκλιζε βαδίζοντας πίσω από τον Βέρνερ προς το φρουραρχείο. Η διερμηνέας άνοιξε. Ένας αξιωματικός καθόταν δίπλα της στο τραπέζι. Ο Νόρμπερτ είπε:
- Καλημέρα. Πώς είστε;
Γέλασε με τη δυσκολία του να τονίζει τις ξένες λέξεις σωστά. Έβγαλε ένα κουτί τσιγάρα πάνω στο τραπέζι που είχε κι άλλα τσιγάρα με χρυσό επιστόμιο.
Η διερμηνέας πήρε τσιγάρο, το ίδιο και ο αξιωματικός.
Η διερμηνέας είπε:
- Μένετε στο θάλαμο επικεφαλής, παράπηγμα εφτά;
- Ναι, είπε ο Νόρμπερτ.
- Είναι πολύ καλύτερα, έτσι;
- Ναι, είπε ο Νόρμπερτ, είναι καλύτερα.
- Και ποιος μένει μαζί σας;
- Βάνσντορφ λέγεται, είπε ο Νόρμπερτ.
Η διερμηνέας κι ο αξιωματικός κουβέντιασαν μεταξύ τους. Κατόπιν εκείνη ρώτησε:
- Ρωσικά δε μιλάτε;
- Όχι, είπε ο Νόρμπερτ. Μόνο βλαστημώ.
- Να βλαστημάτε είναι κακό, είπε η διερμηνέας. Και οι Ρώσοι βλαστημούν όμως!
Ο αξιωματικός άπλωσε ένα χαρτί στο τραπέζι, μπροστά στον Νόρμπερτ και είπε:
- Υπογράψτε εδώ. Είναι τυπικό.
- Να υπογράψω; είπε ο Νόρμπερτ. Γιατί να υπογράψω;
- Για να μη βγάλετε λέξη. Μόνο γι' αυτό δεσμεύεστε. Για να μη βγάλετε λέξη για όσα θα κουβεντιάσουμε εδώ. Εντάξει;
Βούτηξε τον κοντυλοφόρο στο μελανοδοχείο και το έδωσε στον Νόρμπερτ.
- Δεν έχετε άλλη υποχρέωση. Μόνο να μη βγάλετε λέξη.
Ο Νόρμπερτ πήρε τον κοντυλοφόρο κι έγραψε τ' όνομά του κάτω από αρκετές αράδες ρώσικα. Αναρωτήθηκε: «Δεν έχω ωραίο όνομα; Έχω, όμως, άσκημο γραφικό χαρακτήρα. Πάντα ντρεπόμουν όταν έγραφα».
- Αν, παρ' όλα αυτά, μιλήσετε, θα τιμωρηθείτε σύμφωνα με τους νόμους μας, είπε η διερμηνέας.
«Γιατί υπέγραψα;» σκέφτηκε ο Νόρμπερτ. Το χαρτί ακόμα μπροστά του. Γιατί να μην το ξεσκίσει;
Η διερμηνέας απομάκρυνε το χαρτί. Ο αξιωματικός μίλησε και η διερμηνέας μετέφρασε:
- Δεν πιστεύω πως θέλετε να ξαναγίνει πόλεμος, να ξανατραυματιστείτε και να αιχμαλωτιστείτε;
- Όχι, είπε ο Νόρμπερτ, δε θέλω να αιχμαλωτιστώ πάλι.
- Υπάρχουν, όμως, αιχμάλωτοι που θέλουν να ξαναγίνει πόλεμος... Ο Βάνσντορφ είναι ένας απ' αυτούς.
- Δεν το πιστεύω, είπε ο Νόρμπερτ.
- Έχουμε αποδείξεις πως θέλει. Αλλά όχι ακόμα όλες τις αποδείξεις... Για να εμποδίσουμε ανθρώπους σαν τον Βάνσντορφ να ξεκινήσουν έναν καινούριο πόλεμο, πρέπει να μας βοηθήσετε κι εσείς, είπε η διερμηνέας.
- Να βοηθήσω; Δεν μπορώ να βοηθήσω, είπε ο Νόρμπερτ.
Η διερμηνέας είπε:
- Ο Βάνσντορφ θα σας διηγήθηκε, οπωσδήποτε, τι έκανε πριν. Αν δεν το έχει κάνει, προσπαθήστε να μάθετε. Το 1938 σκότωσε στην Τσεχοσλοβακία έναν άνθρωπο.
- Ο Βάνσντορφ;
- Το γνωρίζουμε από επίσημα έγγραφα. Όταν σας το πει, ελάτε σε μας. Μ' αυτό τον τρόπο θα μας βοηθήσετε.
Ο αξιωματικός μιλούσε αρκετά. Η διερμηνέας άκουσε κι έπειτα είπε στον Νόρμπερτ:
- Θα περάσετε καλά. Θα μένετε σε θάλαμο επικεφαλής και δε θα ξαναπάτε για δουλειά. Ο ανθυπολοχαγός Μιχαήλοφ έδωσε εντολή.
Ο αξιωματικός πήρε πάλι το κουτί με τα τσιγάρα.
Ο Νόρμπερτ έφυγε.
Το παράπηγμα ήταν πάνω στο λόφο. Ο δρόμος ανηφορικός και γλιστερός. Εννιά σκαλιά είχε η ξυλόσκαλα ως το παράπηγμα. Οι δυο που είχαν ξεπαγιάσει κοιμόνταν πάνω στα ξυλοκρέβατα. Ο Νόρμπερτ κατευθύνθηκε στο θάλαμο και ξάπλωσε. Σαν άκουσε το βηματισμό και τις φωνές της ταξιαρχίας πάγωσε. Ο Νόρμπερτ μοίρασε το ψωμί. Ο Βάνσντορφ τον βοηθούσε από κοντά. Οι σιτιστές πηγαινοέρχονταν στερεώνοντας το δίσκο στο στομάχι. Κατά τα μεσάνυχτα ο Νόρμπερτ με τον Βάνσντορφ πήγαν στην κουζίνα με το φορείο. Έπειτα ξάπλωσαν στα κρεβάτια τους.
Ο Βάνσντορφ είπε:
- Σήμερα θα σου διηγηθώ.
- Για το Πέτσαμο; ρώτησε ο Νόρμπερτ.
- Ναι, γιατί όχι. Εδώ κανείς δεν γκαρίζει για ησυχία και κανένα δεν ενοχλεί το ντουμάνιασμα. Να σου στρίψω ένα; Θέλεις να σου στρίψω ένα;
- Ναι, παρακαλώ, είπε ο Νόρμπερτ.
Ο Βάνσντορφ άρχισε να διηγείται για τις περιοδείες του -τις κοντινές και τις μακρινές- και την πορεία στο Πέτσαμο. Μιλούσε για τις λίμνες, για τα δάση και την τούντραΩ για τον ήλιο του μεσονυχτίου και το ταξίδι με το φιλανδικό τρένο. Ανέφερε, μάλιστα, και τα ονόματα των πόλεων: Κουόπιο, Κογιάνα, Σορταβόλα και Σαβουκόσκι.
Ο Βάνσντορφ διηγιόταν καλά. Ο Νόρμπερτ έβλεπε όλα όσα είχε δει εκείνος.
- Τότε ήμουν δεκατεσσάρων, είπε ο Βάνσντορφ. Ήταν καλοκαίρι του 1931. Τα επόμενα χρόνια βρέθηκα στην Ιταλία, στη Γιουγκοσλαβία. Το τελευταίο ταξίδι έγινε στη Σκοτία. Μετά δεν ήταν τόσο εύκολο να παίρνουμε δρόμο. Την άνοιξη του 1938 κατατάχθηκα στον τσέχικο στρατό και το καλοκαίρι άρχισαν οι αψιμαχίες. «Μη λες άλλο», θέλησε να πει ο Νόρμπερτ, αλλά δεν το είπε.
- Η Τσεχοσλοβακία είναι όμορφη χώρα, είπε ο Βάνσντορφ. Σεις στη Δύση δεν το γνωρίζετε. Μέναμε κοντά στα σύνορα. Ο πατέρας μου ήταν δήμαρχος εκεί. Το καλοκαίρι του 1938 άρχισαν οι τσέχικες αρχές να μας φέρνουν δυσκολίες. Με παρακολουθείς, Νόρμπερτ;
Ο Νόρμπερτ δεν αποκρίθηκε. Είχε κλειστά τα μάτια, δεν του 'φευγε, όμως, λέξη. Ήξερε πως αν ο Βάνσντορφ συνέχιζε να μιλά, θα προδινόταν. Είχε σκοτώσει άνθρωπο ή όχι; Δεν ήθελε να ξέρει. Δεν ήθελε να ξέρει.
Ο Βάνσντορφ ξαναρώτησε:
- Κοιμάσαι, ε;
Ο Νόρμπερτ πήρε βαριά ανάσα για να κάνει τον κοιμισμένο. Ο Βάνσντορφ σηκώθηκε ξυπόλυτος και τον πλησίασε. Έσκυψε πάνω του. Έπειτα έστριψε το σπείρωμα της λάμπας ώσπου έσβησε. Ένας απ' τους δύο που είχαν πάθει κρυοπαγήματα μπήκε μέσα και ρώτησε αν μπορούσε να φρυγανίσει το ψωμί του. Ο Νόρμπερτ χάρηκε που τον είδε.
- Αν το τρως έτσι καλύτερα, γιατί όχι;
Ο αιχμάλωτος με το ξύλινο πιάτο γονάτισε μπροστά στη σόμπα. Έβαλε τις φέτες πάνω στην πλάκα και τις γύρισε, ώσπου και οι δύο πλευρές έγιναν καστανές. Κοίταξε πάνω και είπε:
- Δώδεκα φέτες κάνω από ένα κομμάτι. Έτσι, κάθε ώρα της ημέρας έχω ψωμί.
Ο Νόρμπερτ του 'δωσε ένα κομμάτι απ' αυτά που είχαν μείνει. Ο αιχμάλωτος είπε:
- Τώρα, λοιπόν, έχω είκοσι τέσσερις φέτες ψωμί και μπορώ να τρώω κάθε μισή ώρα.
Ο Νόρμπερτ σκέφτηκε: «Αν του δώσω ακόμα ένα, θα μπορεί να τρώει κάθε είκοσι λεπτά κι αν του δώσω ακόμα ένα, κάθε δεκαπέντελεπτά. Κι αν του δώσω ακόμα ένα, κάθε δώδεκα λεπτά. Κι αν του δώσω ακόμα ένα, ακόμα ένα...» Δεν μπορούσε πια να υπολογίσει. Άρα, δεν ήταν καλός στα μαθηματικά!
Οι ταξιαρχίες έφταναν εκείνη την ώρα. Μια από τις συνοδευτικές ομάδες είχε χτυπήσει με ξιφολόγχη έναν αιχμάλωτο. Έγιναν διαπραγματεύσεις.
Ο αιχμάλωτος κατά τη μεταφορά στο νοσοκομείο πέθανε.
Οι αιχμάλωτοι δεν πήγαν για ύπνο μετά το φαγητό εκείνο το βράδυ. Καθιστοί στα ξυλοκρέβατα, κατά ομάδες, έτοιμοι να εκραγούν.
Μόλις ο Νόρμπερτ και Βάνστνορφ έπεσαν στα κρεβάτια, είπε ο Βάνσντορφ:
- Τι θα έκανες, Νόρμπερτ, αν κάποιος αποτελείωνε τον πατέρα σου, δολοφονούσε με απαίσιο τρόπο τη μάνα σου, έκαιγε το σπίτι σου... κι εσύ συναντούσες τον αχρείο, μετά από μερικές βδομάδες; Θέλει να σου ξεφύγει, είναι μασκαρεμένος, αλλά τον αναγνωρίζεις και σ' αναγνωρίζει. Κλαψουρίζει μπροστά σου. Μπορείς να τον κάνεις ό,τι θέλεις. Τον στήνεις όρθιο, κρατάς πιστόλι στο χέρι και κανένας δε βλέπει τι γίνεται...
- Είναι αυτονόητο, είπε ο Νόρμπερτ.
Ο Βάνσντορφ γύρισε στον τοίχο. Οι ώμοι του βγήκαν από την κουβέρτα. Τα μαλλιά του, κοντοκομμένα, σηκώθηκαν στην κορφή του κεφαλιού.
«Αν του τα 'λεγα όλα», συλλογίστηκε ο Νόρμπερτ.
Σηκώθηκε, φόρεσε το πανταλόνι και τα ξυλοπάπουτσα και τράβηξε για την παράγκα. Στη γωνία, κάτω από το φως, μια ομάδα αιχμαλώτων. Ένας είδε τον Νόρμπερτ να μπαίνει. Το 'πε στους άλλους. Διαλύθηκαν και τράβηξαν στα ξυλοκρέβατα. Ένας ποντικός ροκάνιζε στο σκοτάδι. Κρατούσε ένα κομματάκι ψωμί στα δόντια του.
Την επόμενη ημέρα η παράγκα είχε αδειάσει. Ακόμα και οι δύο με τα κρυοπαγήματα είχαν αναχωρήσει. Το χιόνι κολλούσε στα τζάμια. Το πάτωμα ήταν υγρό. Ο αέρας μύριζε κλεισούρα. «Σήμερα θα με πάρουν», πέρασε από το μυαλό του Νόρμπερτ. Κατά το βράδυ, πριν φτάσει η ταξιαρχία, ήρθε ο Βέρνερ και είπε:
- Σε ζητάει η διερμηνέας.
Ο Νόρμπερτ πήγε στο φρουραρχείο. Η πόρτα ανοιχτή και η διερμηνέας καθιστή στο τραπέζι.
- Τι νέα έχουμε; ρώτησε.
- Τίποτα, είπε ο Νόρμπερτ.
- Κάθε βράδυ είστε μαζί, είπε αυτή, κουβεντιάζετε, λέτε ιστορίες και κάνεις πως δεν ξέρεις τίποτα;
- Δεν ξέρω, είπε ο Νόρμπερτ.
- Μήπως έκανε υπαινιγμούς... Ακόμη και οι υπαινιγμοί μας αρκούν.
- Όχι.
Ο αξιωματικός μπήκε στο θάλαμο. Είπε:
- Καλημέρα. Πώς είστε;
Άνοιξε το χαρτοφύλακά του κι έβαλε τέσσερα χαρτονομίσματα πάνω στο τραπέζι, μπροστά στον Νόρμπερτ. Η διερμηνέας είπε:
- Κρατήστε τα. Αγοράστε μ' αυτά ό,τι σας δίνει χαρά. Ίσως βούτυρο που σας αρέσει.
- Δε μ' αρέσει το βούτυρο, είπε ο Νόρμπερτ.
- Τότε ό,τι άλλο θέλετε, είπε αυτή.
- Δε θα πάρω τα χρήματα, είπε ο Νόρμπερτ. Εκείνη το μετέφρασε στον αξιωματικό. Αυτός έκανε μια χειρονομία. Η διερμηνέας είπε:
- Μπορούμε να σας αναγκάσουμε να μας πείτε ό,τι ξέρετε για τον Βάνσντορφ.
- Δεν ξέρω τίποτα γι' αυτόν, είπε ο Νόρμπερτ.
- Σας τα είπε. Τ' άκουσε ένας από την παράγκα.
- Κανείς δεν άκουσε, γιατί δε μιλήσαμε ποτέ γι' αυτό. Η διερμηνέας είπε τότε:
- Γιατί τον παίρνετε υπό την προστασία σας; Δεν το αξίζει.
Ο Νόρμπερτ δεν έδωσε απάντηση. Η διερμηνέας σηκώθηκε όρθια, ο αξιωματικός το ίδιο. Κάτι ψιθύρισαν μεταξύ τους. Έξω στην πύλη γάβγιζε ο αξιωματικός φρουράς. Οι ταξιαρχίες έμπαιναν. Τα ξύλινα πέλματα χτυπούσαν στο παγωμένο οδόστρωμα.
Η διερμηνέας ρώτησε:
- Λοιπόν, δε θέλετε να μας πείτε;
- Όχι, είπε ο Νόρμπερτ, δεν ξέρω, αλλά κι αν ήξερα δε θα σας έλεγα. Ο Βάνσντορφ είναι φίλος μου.
Η διερμηνέας μετέφρασε. Ο Νόρμπερτ ήξερε πώς λέγεται ο φίλος ρωσικά. «Ντρουγκ» ή κάπως έτσι έπρεπε να λέγεται, γιατί συνέχεια η διερμηνέας έλεγε «ντρουγκ» κι ο αξιωματικός συνέχεια πάλι «ντρουγκ» κι όπως το 'λεγαν ήταν μια σκοτεινή κι επικίνδυνη λέξη. Οι κουβέντες στο μεταξύ έγιναν λιγότερες και ο αξιωματικός είπε πάλι «ντρουγκ», δυνατότερα και λυσσασμένα. Έπειτα κραύγασε και στάθηκε με κατεβασμένο κεφάλι, σπρώχνοντας τη γροθιά του ανάμεσα στα μάτια του Νόρμπερτ.
Το βράδυ μετακόμισαν, ο Νόρμπερτ με τον Βάνσντορφ, στην παράγκα. Ο Βέρνερ, ο νεαρός προπαγανδιστής, μετακόμισε στο θάλαμο του επικεφαλής και ανέλαβε πάλι το πρόσταγμα.
Ο Νόρμπερτ ξαναπήγε στη δουλειά. Ανήκε στην ταξιαρχία που κατασκεύαζε το σιδηροδρομικό ανάχωμα. Ήταν δύσκολη δουλειά, αλλά ήταν καλύτερα έτσι. Σαν γύριζε η ταξιαρχία στο στρατόπεδο, ο Νόρμπερτ ήταν σιτιστής.
- Είσαι ο σιτιστής, του φώναξαν απ' όλες τις πλευρές.
- Δεν πεινάει, είπε κάποιος.
- Χόρτασε στο θάλαμο του επικεφαλής, είπε ένας άλλος.
Ο Νόρμπερτ έπιασε το δίσκο από το ράφι και πήγε στο θάλαμο του επικεφαλής. Πρόσεχε το δίσκο, καθώς ο προπαγανδιστής μετρούσε τα κομμάτια. Ο Νόρμπερτ μοίρασε το ψωμί. Έμεινε ένα παραπανίσιο. Δεν ξαναμέτρησε. Το 'βαλε δίπλα στο ψωμί του και το σκέπασε με το μανδύα.
Οι αιχμάλωτοι έφαγαν τη σούπα, κάπνισαν στριφτό κι έπεσαν να κοιμηθούν.
Τον Νόρμπερτ δεν τον έπαιρνε ο ύπνος. Ο μανδύας δίπλα του και από κάτω κρυμμένα δυο κομμάτια ψωμί.
Κρύωνε, αλλά δε σκεπάστηκε.
Ο νεαρός προπαγανδιστής μπήκε στην παράγκα. Φορούσε μπότες αξιωματικού. Στάθηκε εκεί που τελείωναν τα ξυλοκρέβατα σ' ένα σκαμνί. Έχωσε τα δυο δάχτυλα μέσα στα κουμπιά, στο χιτώνιο, και βροντοφώναξε:
- Ακούστε με.
Οι αιχμάλωτοι έτριψαν τα μάτια. Ο Βέρνερ είπε δυνατά:
- Σύντροφοι! Όλοι μας γνωρίζουμε τι σημαίνει ένα κομμάτι ψωμί. Μάθαμε να το εκτιμάμε αρκετά. Όποιος αφαιρεί το ψωμί από το σύντροφό του, του αφαιρεί τη ζωή. Ένας από σας πήρε, εν γνώσει του, ένα παραπανίσιο. Και δεν το γύρισε πίσω. Μετά από τέσσερις ώρες δεν το γύρισε πίσω. Το αφαίρεσε από το σύντροφό του.
Οι αιχμάλωτοι φτιάχτηκαν. Άρχισαν να φωνάζουν:
- Ποιο είναι το γουρούνι; Πες τ' όνομά του. Θέλουμε να ξέρουμε τ' όνομα του γουρουνιού. Ο προπαγανδιστής είπε:
- Μπορούμε ακόμα να το αναφέρουμε στο Ρώσο διοικητή!
- Ποτέ! κραύγασαν οι αιχμάλωτοι.
Ο προπαγανδιστής είπε:
- Ο Ρώσος δε θα το πάρει κατάκαρδα, γιατί δεν έχει απώλειες. Έδωσε το ψωμί που μας αναλογεί. Αλλά θα ξεφτιλιστούμε σαν Γερμανοί.
- Εμείς να τον τιμωρήσουμε, γρύλισε ένας αιχμάλωτος.
Ο προπαγανδιστής είπε:
- Ναι, βέβαια, υπάρχει κι άλλος τρόπος. Να τον τιμωρήσουμε εμείς οι ίδιοι. Οι αιχμάλωτοι κραύγασαν:
- Λέγε μας το όνομά του. Λέγε μας, επιτέλους, το όνομα του γουρουνιού.
Ο προπαγανδιστής κατέβηκε απ' το κάθισμα και μέσα από το διάδρομο στάθηκε μπροστά στον Νόρμπερτ. Ο Νόρμπερτ δεν κουνήθηκε, του ήταν αδιάφορο τι θα ακολουθούσε.
Ο προπαγανδιστής πέταξε μακριά το μανδύα και οι αιχμάλωτοι είδαν από κάτω δυο ψωμιά.
Σαν θηρία ξεφώνισαν κι επάνω στη φασαρία κραύγασε ο προπαγανδιστής:
- Ξέρετε τι θα του κάνετε!
Τον τράβηξαν από το ξυλοκρέβατο, τον έσπρωξαν ως την πόρτα όπου υπήρχε κενός χώρος. Ένας του 'βγαλε το χιτώνιο κι άλλος του ξέσκισε το πουκάμισο. Έπειτα τον τράβηξαν στο δεύτερο διάδρομο για να περάσει μπροστά απ' όλα τα ξυλοκρέβατα. Κάποιος τον χτύπησε μ' ένα μπαστούνι κι άλλος με ζωστήρα διπλωμένη. Ένας τρίτοςπου τον υποψιάστηκαν για ρουφιάνο, τον χτύπησε με τη γροθιά στο πρόσωπο. Άλλος ένας σήκωσε το δεξί του χέρι, τ' άφησε πάλι να πέσει και φώναξε:
- Είσαι πολύ βρόμικος! Δε θα λερώσω το χέρι μου. Τόσο βρόμικος είσαι!
Άλλος, πάλι, του πέταξε τα ξυλοπάπουτσα και ένας άλλος τον πιτσίλησε στα μάτια με απόπλυμα καραβάνας. Κάποιος τον χτύπησε στην κοιλιά.
Ο Νόρμπερτ δεν έβλεπε πια από πού τον χτυπούσαν και με τι.
Λίγα βήματα μπροστά μόνο έκανε, ως το ξυλοκρέβατο που καθόταν ο Βάνσντορφ. Άπλωσε ο Νόρμπερτ το χέρι να κρατηθεί απ' το δοκάρι δίπλα του, μα ο Βάνσντορφ του το έσπρωξε πέρα.
μτφρ. Γιάννης Πάτσης