Νέα ελληνική
Ανθολογία μεταφρασμένης νεότερης λογοτεχνίας: ποιήματα και διηγήματα - Κείμενα
Ανθολογία μεταφρασμένης νεότερης λογοτεχνίας: ποιήματα και διηγήματα
- Ανθολογία Ποιημάτων
- 1. Nazmi Akiman, Στο γιο μου
- 2. Yehuda Amichai, Το παιδί μου
- 3. Guillaume Apollinaire, Η Κυρία
- 4. Antonin Artaude, Ήμουνα ζωντανός
- 5. John Ashbery, Το πρόβλημα της ανησυχίας
- 6. Georges Bataille, Στο θάνατό μου
- 7. Michael Benedikt, Μερικά αισθήματα
- 8. Bertolt Brecht, Η κοιλιά των λωτών
- 9. André Breton, Εγώ είμαι ανοίξετε
- 10. Richard Brodigan, 3 Νοεμβρίου
- 11. Joseph Brodski, Σαν ελεγεία
- 12. Charles Bukowski, Την ημέρα που έβρεξε στο επαρχιακό μουσείο του Λος Αντζελες
- 13. Bo Carpelan, Πλάι στο τραπέζι η μορφή σου
- 14. Blaise Cendrars, Πάσχα στη Νέα Υόρκη (αποσπάσματα)
- 15. Paul Claudel, Το εσωτερικό τείχος του Τόκιο (απόσπασμα)
- 16. Leonard Cohen, Καθώς η ομίχλη σημάδια δεν αφήνει
- 17. Robert Creely, Ξέρω έναν άνθρωπο
- 18. Edward Estlin Cummings, [Η καλή γριά καιταλοιπά...]
- 19. Douglas Dunn, Μετακόμιση από την οδό Τέρρυ
- 20. Gunnar Ekelöf, Τοτέμ-ζώα
- 21. T.S. Eliot, Η θεία Helen
- 22. Lawrence Ferlinghetti, Μην αφήσεις το άλογο...
- 23. Robert Frost, Ξεχωριστή διάθεση
- 24. Wilfrid W. Gibson, Υποχώρηση
- 25. Ivan Goll, [Δεν ήθελα να είμαι]
- 26. Günter Grass, Μέσα στο αυγό
- 27. Eugène Guillevic, Συνταγή
- 28. Jerzy Harasymowicz, Μια φρέσκια πεδιάδα από πιάνα
- 29. Seamus Heany, Ο Λιθοτρίφτης
- 30. Zbigniew Herbert, Βότσαλο
- 31. Nazim Hikmet, 25 Σεπτέμβρη 1945
- 32. Yoshino Hiroshi, ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΟΥ ΠΑΙΔΙ
- 33. Ted Hughes, Θεολογία
- 34. Max Jacob, Αγάπη του πλησίον
- 35. Patrick Kavanagh, Η μεγάλη πείνα (απόσπασμα)
- 36. Galway Kinnell, ΤΡΩΓΟΝΤΑΣ ΒΑΤΟΜΟΥΡΑ
- 37. Kenneth Koch, Μονίμως
- 38. Valery Larbaud, Η μάσκα
- 39. Philip Larkin, Annus mirabilis
- 40. Dieter Leisegang, Ειρηνικό τελείως καθημερινό πρωινό
- 41. Louis MacNeice, Ραβέννα
- 42. Stéphane Mallarmé, Η κόμη
- 43. Joyce Mansour, [ Υπάρχει μια γριά πάνω στο δρόμο ]
- 44. Vladimir Mayakovsky, , Η γέφυρα του Μπρούκλιν
- 45. James Merrill, Με τον τρόπο του Καβάφη
- 46. W.S. Merwin, Άσκηση
- 47. Henri Michaux, Στο δρόμο του θανάτου
- 48. Czeslaw Milosz, Σε μια κάποιαν ηλικία
- 49. Eugenio Montale, Στην παραλία
- 50. Marianne Moore, Σ'ένα σαλιγκάρι
- 51. Adriaan Morriën, Καταδικασμένο κτίριο
- 52. Frank O' Hara, Μια ακριβής περιγραφή της συνομιλίας με τον ήλιο στο Φάϊρ Άϊλαντ
- 53. Nicanor Parra, Σύνταξη
- 54. Sandro Penna, [ Η πλατειούλα της Βενετίας...]
- 55. Dalibor Pese, Ακολουθώντας τη συνταγή
- 56. Fernando Pessoa, Ο φύλακας των κοπαδιών
- 57. Sylvia Plath, ΠΡΩΙΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
- 58. Francis Ponge, Ο ήλιος τιτλοφορεί τη φύση
- 59. Vasko Popa, Το καρφί
- 60. Ezra Pound, Το νησί στη λίμνη
- 61. Jacques Prévert, Η σχολή καλών τεχνών
- 62. Salvatore Quasimodo, Σχεδόν ένα επίγραμμα
- 63. Charles Reznikoff, Δυο άντρες
- 64. Adrienne Rich, Νουβέλα
- 65. Rainer Maria Rilke, Ελεγεία πρώτη (απόσπασμα)
- 66. Arthur Rimbaud, Ο υπναράς της ρεματιάς
- 67. Tadeusz Rσzewich, Λεύκωμα
- 68. Umberto Saba, «Φρούτα, λαχανικά»
- 69. Vittorio Sereni, ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ
- 70. Charles Simic, Φτώχεια
- 71. Gary Snyder, Τι άλλο έχω μάθει
- 72. Raymond Souster, Εκεί που τα γαλάζια άλογα
- 73. Wallace Stevens, ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΜΕΓΙΣΤΑΝΟΣ
- 74. Marc Strand, Διατηρώντας τα πράγματα ολόκληρα
- 75. Jules Supervielle, Αναμονή θανάτου
- 76. Wisawa Szymborska, Εγκώμιο της αδελφής μου
- 77. Σαλάχ Αμπντέλ Σαμπούρ, Ερωτήματα
- 78. Laurent Tailhade, Βαρκαρόλα
- 79. Dylan Thomas, Κι ο θάνατος δεν θά' χει πια εξουσία
- 80. Giuseppe Ungaretti, Η όμορφη νύχτα
- 81. Orhan Veli Kanik, Το ποίημα με την ουρά
- 82. Karl Vennberg, Καθημερινή ζωή
- 83. Paul Verlaine, Οι ράθυμοι
- 84. Boris Vian, Καλημέρα σκύλε
- 85. William Carlos Williams, Το κόκκινο καροτσάκι
- 86. James Wright, Κουβαλώντας λέξεις ένας ψύλλος
- 87. Judith Wright, Φινάλε
- 88. W.B. Yeats, Οι φιλόλογοι
- 89. Eugenio Yevtousenco, Κρέμασα το ποίημά μου
- 90. Choueï-P'aï Yuan, Η πόλη
- Ανθολογία Διηγημάτων
- 1. Woody Allen, Η Υπόθεση Κούγκελμαςς
- 2. Ivo Andrić, Η γέφυρα της Ζέπα
- 3. Victor Auburtin, Το τέλος του Οδυσσέα
- 4. Augusto Roa Bastos, Αντιζωή
- 5. Samuel Beckett, Διωγμένος
- 6. Hans Bender, Ο Σιτιστής
- 7. Peter Bichsel, Χαιρετίσματα από τον Γιόντοκ
- 8. Karen Blixen, Τα μαργαριτάρια
- 9. Heinrich Böll, Στη γέφυρα
- 10. Jorge Louis Borges, Η γραφή του Θεού
- 11. Daniel Boulanger, Το φως
- 12. Dino Buzzati, Κάτι που αρχίζει από 'λάμδα'
- 13. Italo Calvino, Η περιπέτεια ενός οδηγού
- 14. Julio Cortázar, Ίστορία χωρίς ηθικό δίδαγμα
- 15. Francis Scott Key Fitzgerald, Η χαμένη δεκαετία
- 16. Jaroslav Hašek, Η δωρεά του κυρίου Κάουμπλε
- 17. Patricia Highsmith, Η πεζογράφος
- 18. James Joyce, Πανσιόν δι' οικογενείας
- 19. Franz Kafka, Μπρος απ' το νόμο
- 20. Efraim Kishon, Πώς μπορείτε να κάνετε κριτική σε ένα βιβλίο δίχως να το έχετε διαβάσει
- 21. Catherine Mansfield, Η μύγα
- 22. Gabriel Garcia Marquez, Ενοικιάζονται όνειρα
- 23. Kurt Marti, Αγναντεύοντας τη Νάπολη
- 24. Guy de Maupassant, Ο Αγιαντώντης
- 25. Alberto Moravia, Ο κροκόδειλος
- 26. Edgar Allan Poe, Η σφίγγα
- 27. Raymond Queneau, Η υποκειμενική άποψη
- 28. Italo Svevo, Η μάνα
- 29. Anton Pavlovitch Tchekhov, Καημός
- 30. Virginia Woolf, Ένα στοιχειωμένο σπίτι
4. Augusto Roa Bastos, Αντιζωή
περ. Ευθύνη 302 (Φεβρ.1997) 71-75 [μετάφραση: Σόνια Κουμαντάρου-Πρεβελάκη]
Augusto Roa Bastos
ΑΝΤΙΖΩΗ
Οι πλημμύρες ήταν το βίτσιο της Μανορά. Την εποχή των βροχών ο ποταμός φούσκωνε μέσα στην βαθειά κοίτη του. Ξετρέλαινε τους μύλους. Ξεχείλιζε στα χωράφια και τις κοιλάδες. Μέσα σε μια νύχτα τα νερά του μπορούσαν να ανέβουν περισσότερο από ένα μέτρο. Μόνο το μικρό νησί στον ψηλό λόφο «Οκαροϊσά» όπου βρισκόταν το κοιμητήριο, έμενε έξω από τα νερά. Τις φεγγαρόφωτες νύχτες η παγωμένη κορυφή του λόφου έλαμπε σαν ένας φανταστικός κήπος, επιτηρώντας από ψηλά τα όνειρα των ζωντανών. Τα νερά παρέσυραν πλεούμενα νησιά υδροβίων φυτών, ψόφιες αγελάδες, καλύβες ξεριζωμένες, από κάποιο φαράγγι. Επίσης μικρά ζώα, κάθε είδους: φίδια, αλεπούδες, λύκους, καμμιά φορά και τίγρεις κατέβαιναν σκαλωμένα πάνω σε μικρές νησίδες από νυμφαίες. Έπρεπε κανείς να περπατά πάντοτε με ένα τουφέκι στον ώμο. Κάποτε ο πατέρας μου σκότωσε έναν ιαγουάρο που έμεινε κρεμασμένος στο πορτάκι της εισόδου. Έμεινε εκεί να σαπίζει σιγά-σιγά έως το καλοκαίρι. Το πορτάκι κρατούσε με δυσκολία το κουφάρι του θηρίου. Δεν μπορούσε να διαμαρτυρηθεί για τα βάσανα του, όμως ήταν φανερή η ενόχληση που του προκαλούσε ο ψόφιος ιαγουάρος.
«Κουράγιο πορτάκι με το χρώμα της ελπίδας - του έλεγα για να το ενθαρρύνω - μην φοβάσαι, θα κρατήσεις εκατό χρόνια».
«Πες στον πατέρα σου να έλθει να με ξεφορτώσει από αυτό το φορτίο που βαραίνει την γέρικη ράχη μου...».
Τα μονόξυλα και τα πλεούμενα, φτιαγμένα από κορμούς κέδρων ή ταταρέ είχαν σχήμα νεκρικής κάσσας. Όταν χρησίμευαν για να ξεφύγουν από το φούσκωμα του ποταμού ή για την σωτηρία αυτών που πνίγονταν, τα χρησιμοποιούσαν για φέρετρα. Ξαγρυπνούσαν τους πνιγμένους επάνω σε μικρές πλεούμενες γέφυρες αραγμένες στις διχάλες των περασμάτων του ποταμού.
Σε κάθε σπίτι υπήρχαν μία ή μερικές κάσσες ακουμπισμένες στις γωνίες. Προσωρινά έστεκαν εκεί σαν ντουλάπια για το τυρί και τα λουκάνικα. Μαζί με τα μονόξυλα υπήρχαν κουπιά και καμάκια, σκοινιά για την διάσωση αυτών που πνίγονταν και κηροπήγια από άργιλο με κεριά από λίπος για αγρυπνίες των νεκρών. Ακόμη και οι γέροι κωπηλατούσαν μέσα στα πλεούμενά τους. Εγώείχα το μικρό μου μονόξυλο με δύο κουπιά. Ο πατέρας μου και η μητέρα μου είχαν ένα μεγάλο μονόξυλο διθέσιο που ήταν το κρεβάτι των γάμων τους.
Ο πατέρας μου είχε κατασκευάσει ένα ιδιοφυές σύστημα από τροχαλίες και σκοινιά που ύψωνε το κρεβάτι-μονόξυλο έως την σκεπή, όταν διαρκούσαν οι πλημμύρες. Εμένα μου άρεσε να κοιμάμαι στο μονόξυλο μου που έπλεε μέσαστο δωμάτιο. Συχνά ονειρευόμουν ότι κωπηλατούσα αντίθετα στο ρεύμα τουποταμού έως τις πηγές του, στην λίμνη Υπόα όπου βλασταίνουν τα μεγάλα κόκκινα φυτά, φουσκωμένα σαν φρεσκοκομμένα κεφάλια. Η λίμνη είναι απέραντη σαν θάλασσα και εκεί ζει σε χίλια μέτρα βάθος ένα τέρας, μισό λιοντάρι, μισό ψάρι. Ένα τέρας που ποτέ κανείς δεν μπόρεσε να δει. Από εκεί, κάθε χειμώνα ερχόταν το μεγάλο φίδι των βροχών που έφερνε τις πλημμύρες. Ήταν μία τεράστια έχ ιδνα που πετούσε ανάμεσα στις ακτίνες του φωτός και τις αστραπές, και τα μουγγρητά της ήταν πιο δυνατά από τους κεραυνούς των καταιγίδων.
Μέσα στο όνειρο, αυτή η απόσταση γεμάτη από θηρία, φίδια και σαύρες είναι μια ανοησία. Όμως στην πραγματικότητα το μέρος από όπου κανείς δεν μπορεί να ξαναγυρίσει είναι μακρυά, πολύ μακρυά. Ο τόπος του ονείρου, που μόνον εκεί είναι δυνατό να εξαφανισθείς. Αλλά εγώ, όταν είχα την ηλικία των νεαρών ηρώων, ονειρευόμουν να πολεμήσω αυτά τα δύο τέρατα και να ελευθερώσω το Ιτούρμπε από τους τρομερούς εχθρούς του.
Τα πρωινά ο πατέρας και η μητέρα μου κατέβαιναν από μία μικρή σκάλα και πηγαινοέρχονταν στα δωμάτια και στην κουζίνα με το νερό να φτάνει έως την μέση τους.
Εγώ έβγαινα για να μαζέψω τις γαλοπούλες, τα κοτόπουλα και τις κότες που είχαν σωθεί από την πλημμύρα, επάνω σε ψηλά δοκάρια στην αυλή. Μια πάπια και τα μικρά της με ακολουθούσαν χαρούμενα. Τα παπάκια έμοιαζαν με κίτρινα μπουμπούκια με τα χρυσά ποδαράκια τους ανάμεσα στα άσπρα και γαλάζια λουλούδια των νυμφαίων.
Ακόμη και οι δυστυχίες έχουν τις χαρές τους.
Όλοι οι κάτοικοι της Μανορά αισθάνονταν σαν ζώα αμφίβια. Καθένας ονειρευόταν να μπορέσει κάποτε να γίνει μόνο άνθρωπος της στεριάς.
Στις αγρυπνίες των νεκρών, οι πεθαμένοι κρατούσαν πάντοτε στις σφιχτοκλεισμένες γροθιές τους λίγο χώμα. Ήθελαν να πάρουν μαζί τους μέχρι τα βάθη του νεκροταφείου το όνειρο της στεριάς.
Όσον καιρό ζούσα στην Μανορά, η ιδέα του θανάτου ήταν συνδεμένη με τις πλημμύρες. Τα μονόξυλα-φέρετρα που περίμεναν σε μια γωνιά για να μας μεταφέρουν έως την όχθη από όπου κανείς δεν ξαναγύριζε. Αυτοί οι νεκροί που τα μονόξυλα μετέφεραν μέχρι τον λόφο του κοιμητηρίου, διασκέδαζαν την παιδική σκέψη μου και έσβυναν τον τρόμο του θανάτου.
Τo ίδιο γινόταν όταν πηγαίναμε να ψαρέψουμε τα πτώματα των βοσκών των κοπαδιών που μεθυσμένοι έπεφταν στον βάλτο του Σολάνο Ρόχας και πνίγονταν στο πέρασμα του ποταμού όπου το ρεύμα είναι πολύ δυνατό και τα νερά πολύ βαθειά. Τις φορές πού μπορούσα να ξεφύγω, κρυβόμουν. Κόπους, φωνές και τιμωρίες μου κόστιζε το ψάρεμα των βοδιών που μπλέκονταν ανάμεσα στα υδρόβια φυτά, στο βάθος του καναλιού, τα φουσκωμένα και γλοιώδη σαν χοντρά ψάρια.
Υπήρχαν δύο αντιμαχόμενες ομάδες: Η αρχηγική ομάδα του Λέανδρο Σάντος, που ήταν η πιο δυνατή, και η ομάδα των διδύμων Γκουϊτμπουρού, μοχθηρών έως τα νύχια των ποδιών τους.
Ο πόλεμος των δύο ομάδων λίγο έλειψε να μου στοιχίσει την ζωή. Οι Γκοϊμπουρού αποπειράθηκαν να με πνίξουν στο βαθύτερο σημείο του ποταμού.
Ποτέ δεν είδα ένα παρόμοιο μίσος σε παιδιά που δεν ήταν περισσότερο από δώδεκα χρόνων. Σκεφτόμουν ότι όταν αυτοί οι παλιάνθρωποι θα μεγάλωναν, δεν μπορούσε παρά να γίνουν, τουλάχιστον, δολοφόνοι. Δυστυχώς τα προγνωστικά μου επαληθεύτηκαν.
Για να ξεγελώ τους γονείς μου είχα πάντοτε το μονόξυλό μου γεμάτο ορχιδέες του δάσους που μάζευα στους μικρούς παραπόταμους και χάριζα στην μητέρα μου, σαν θύμηση των εκδρομών μου στο ποτάμι. Όμως συχνά αυτό το πρόσχημα δεν είχε επιτυχία και η τιμωρία ερχόταν εξ αιτίας των μικρών νομισμάτων που μας έδιναν. Αναπόφευκτα τα εύρισκε ο πατέρας μου στο τσεπάκι του παντελονιού μου. Τα χτυπήματα με την ζώνη του πετούσαν τα νομίσματα και έκαναν τον πισινό μου να καίει.
«Ο σπουδαίος βουτηχτής αφιερωμένος στην βιομηχανία πτωμάτων» φώναζε ο πατέρας μου πολλαπλασιάζοντας τα χτυπήματα.
Πολλές νεαρές αλλά και ηλικιωμένες ονομάζονταν τότε Νύμφες ή Νούφαρα. Έμοιαζαν με τα φυτά.
Είχα μια αρραβωνιαστικιά·είχε την ίδια ηλικία με εμένα και την έλεγαν Νούφαρο. Αλλά την πήραν τα νερά. Ο πατήρ Ορρέγο έλεγε ότι ήταν αμάρτημα των ειδωλολατρών να δίνουν ονόματα φυτών στις νεογέννητες αντί ονόματα αγίων. Γι' αυτό ο Θεός τις τιμωρούσε και το φουσκωμένο ποτάμι τις έπαιρνε στα στριφογυρίσματά του, χωρίς να ξέρει κανείς πού θα σταματούσαν. Η συνήθεια των υδρόβιων ονομάτων σταμάτησε και άρχισε η συνήθεια των χριστιανικών, που επιβάλλονταν στα μωρά και των δύο φύλων στην βάπτιση. Οι κάτοικοι της Μανορά άρχισαν να έχουν ονόματα αγίων, μαρτύρων, ρωμαίων αυτοκρατόρων, αγίων παρθένων, αποστόλων και του συνόλου των αγίων του ημερολογίου του Μπρίστολ. Καθένας φορτωνόταν για όλη του την ζωή το όνομα του Αγίου ή της Αγίας της ημέρας που γεννιόταν. Και μερικά ακούγονταν πολύ δυσάρεστα και βαρύγδουπα.
Όλη μου την ζωή μισούσα το όνομα που μου είχαν δώσει. Αποφάσισα να μην έχω κανένα όνομα, θα μου άρεσε να με φώναζαν Χουάν Εβαγγελίστα. Θα ήθελα να έγραφα κάποια ήμερα το βιβλίο της Αποκάλυψης. Το είχα διαβάσει κάποτε χωρίς να κουραστώ, γιατί το παρελθόν έμοιαζε να μεταμορφώνεται και να γίνεται μέλλον.
Ήθελα να γράψω την πιο όμορφη ιστορία του κόσμου. Όχι την ιστορία του τέλους του κόσμου αλλά την τελευταία ιστορία, γραμμένη από έναν επιζώντα, που κανείς δεν θα μπορούσε να διαβάσει ή να διηγηθεί. Για πολύ καιρό, το να γράψω αυτή την ιστορία μου είχε γίνει εμμονή ιδέα. Την διηγόμουνα στην μητέρα μου με χαμηλή φωνή για να μην μας ακούει ο πατέρας μου. «Δεν θέλω να πεθάνω πριν γράψω την ιστορία του τέλους του κόσμου...».
Η μητέρα μου μού έδινε θάρρος: «Θα την γράψεις παιδί μου. Όλοι μας, με κάποιο τρόπο, ονειρευόμαστε αυτήν την τελευταία ιστορία που κανείς δεν θα μπορέσει να διαβάσει».
Όταν ήμουν τριάντα χρονών, στην φυλακή, έγραψα ένα έργο «Ο Υμένας».
Ένας άνθρωπος γυμνός, τυφλός, χωρίς μαλλιά περπατά μέσα σε ηφαιστειακούς καπνούς που βγαίνουν από την καμμένη γη. Φωνάζει πότε-πότε καλώντας κάποιον. Κανείς δεν του απαντά. Τίποτα δεν ακούγεται. Δεν υπάρχει κανένας εκτός από τον ίδιο. Στην αρχή, μια νέα κοπέλλα εξαιρετικής ομορφιάς περπατά στο πλευρό του. Αργότερα εξαφανίζεται.
Τα κόκκαλα της γυναίκας σηματοδοτούν την γη που καπνίζει. Μοιάζουν φαγωμένα από άγρια θηρία που δεν υπάρχουν. Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι ο τελευταίος άνθρωπος την καταβρόχθισε από ζήλεια. Μια ζήλεια που δεν μπορούσε να είναι παρά η τελική τρέλλα ενός μοναχικού ανθρώπου. Άραγε την καταβρόχθισε για να την διατηρήσει μέσα του; Η θεωρία της ζήλειας δεν μπορεί να εξηγήσει τα πάντα. Δεν μπορεί να εξηγήσει τίποτα. Το μόνο που κράτησε από αυτήν είναι τα πλούσια κόκκινα μαλλιά της, που κρατά δεμένα στο αριστερό του μπράτσο.
Πότε-πότε βυθίζει το πρόσωπό του στα κυματιστά, χρυσαφένια μαλλιά αναπνέοντας το άρωμα της ίδιας του απόγνωσης. Ο μοναχικός άνθρωπος δεν έχει συνηθίσει ακόμη την μοναξιά του. Ο τελευταίος άνθρωπος προσπαθεί να ξεκολλήσει με τα νύχια του ένα κομματάκι από την φλούδα της βάσης του κρανίου. Πιστεύει ότι σ' αυτό το μικροσκοπικό κομμάτι δέρματος έχουν συγκεντρωθεί η γλώσσα, ο χρόνος, το γένος, τα πιο ελάχιστα ζωτικά σημάδια μιας πραγματικότητας που έχει εξατμισθεί τελείως, που μοιάζει να μην έχει υπάρξει ποτέ. Τελικά βγάζει το μικρό κομμάτι δέρματος. Ένα φύσημα του άνεμου το αρπάζει από τα ματωμένα νύχια του. Ο άνθρωπος σωριάζεται σε ένα σωρό από απολιθωμένη στάχτη.
Είχα εφεύρει μία συνθηματική γραφή, σχεδόν μία καινούρια γλώσσα για να ξεγελάσω την εξονυχιστική καθημερινή εξέταση που έκαναν οι δεσμοφύλακες στα χαρτιά, στα πράγματα, ακόμη και στα αποσπάσματα παλαιών ημερολογίων που χρησιμοποιούσαμε στις τουαλέττες των εξαιρετικά επικινδύνων φυλακισμένων που συνωστίζονταν στο κελί Βάγιε.
Μου είχαν επιτρέψει να γράφω υπό τον όρο να διαβάζω κάθε ημέρα τα γραπτά μου στους φύλακες της περιπόλου. Για να τους διασκεδάσω, διάβαζα τις πιο χυδαίες πορνογραφικές παραγράφους που τα πρωτόγονα μυαλά τους απολάμβαναν με ζωώδη ευχαρίστηση, εφ' όσον είχαν γραφεί για την διασκέδαση και τα γούστα τους. Ήταν η μικρή ικανοποίηση «που έπαιρνα επάνω στην πραγματικότητα της εξουσίας μέσω της μη-πραγματικότητας της συγγραφής. Οι πολιτικοί φύλακες απολάμβαναν αυτές «τις φιλολογικές συναντήσεις». Ήταν τα χρυσά παιδιά της Τεχνικής.
Στο τέλος έγινε η μεγάλη αποκάλυψη. Την ετοίμασα με προσοχή. Στο χαρτί. Στο μυαλό μου. Και την ξέχασα. Η λησμονιά μπορεί να λησμονήσει ότι λησμόνησε. Τα βασανιστήρια δεν είχαν κατορθώσει να μου αποσπάσουν αυτό το μυστικό. Απλούστατα, δεν το γνώριζα. Ένα βουβό μυθιστόρημα. Ούτε ονόματα, ούτε επίθετα, ούτε ρήματα, ούτε προθέσεις, ούτε αντιθετικούς συνδέσμους, ούτε συνδετικούς, ούτε προσφυγή στην έκθεση, γυμνό και χωρίς μπερδέματα. Η βασική διήγηση ξετυλίγεται μέσα σε ένα εξωπραγματικό σκηνικό ενός λιλιπούτειου τραίνου που πηγαίνει στο πουθενά. Η διήγηση χυμώδης, ποικιλμένη με παράλληλες ιστορίες που διακλαδώνονται και πολλαπλασιάζονται ατελείωτα. Ο τελευταίος κύκλος κλείνει και πεθαίνει μέσα. Γραφή λιτή, γρήγορη, ιλιγγιώδης. Απατηλή διαφάνεια. Αφηρημένη, άυλη, που δημιουργεί μια ατμόσφαιρα απολύτως αδιαπέραστη που μοιάζει με την νύχτα. Πίσω από το γυαλί, μέσα στο σκοτάδι, αυξάνουν ταχύτατα εκτοπλάσματα τερατώδη, χωρίς μορφή. Αργότερα όλα θα εξατμισθούν και θα χαθούν χωρίς να αφήσουν ίχνη. Στην διήγησή μου έδωσα τον τίτλο του μικρού υγρού υμένα που συγκέντρωσε σε σμίκρυνση την υπόσταση του τελευταίου ανθρώπου.
Σ' αυτήν την λακωνική, ελεύθερη, λυτρωτική διήγηση το κεντρικό θέμα είναι η λήθη. Το τραίνο του 1850 δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια λεπτομέρεια της ανύπαρκτης διακόσμησης. Μέσα στο κενό, στο μισοσκόταδο μου φαίνεται ότι θυμάμαι τα πάντα. Όχι με λέξεις, αλλά με εικόνες, με περίγραμμα ηλιοτροπίων, θραύσματα ενός σπασμένου καθρέφτη εκτεθειμένα στις ακτίνες ενός μανιασμένου ήλιου.
Τα τσαλαπατούσα με τα χοντροπάπουτσα του φυλακισμένου. Τα άκουγα να τρίζουν και να σπάζουν σε απειροελάχιστα κομματάκια, κάθε φορά και μικρότερα και να συστρέφονται σαν νεύρα κάτω από τα τσιμπίματα μιας βελόνας σε αντρικά γεννητικά όργανα. Τώρα που δραπετεύω μ' αυτό το λιλιπούτειο τραίνο, όμοιο με το άλλο - ή ίσως το ίδιο - καταλαβαίνω ότι επαναλαμβάνω αυτή την ιστορία ή την γράφω για πρώτη φορά. Πάντοτε γράφεται η ίδια ιστορία αφού χρησιμοποιούμε πολλές φορές τις ίδιες λέξεις.
Αυτό το κείμενο προσπάθησε να μεταμορφώσει την λήθη σε παραλήρημα. Είχε πρόθεση να καταργήσει όλα όσα είχα γράψει, με τέτοιον τρόπο ώστε ναμην μείνει κανένα ίχνος από κάποιο έργο που έγραψα. Η απόπειρα, εν μέρει, απέτυχε. Τα διπρόσωπα ίχνη δεν σχηματίστηκαν. Ίσως από έλλειψη τιμιότητας που είχε φθάσει στο έσχατο όριο. Ή ίσως γιατί δεν κατόρθωσε να πέσουν επάνω τους οι δροσοσταλίδες του αίματος του ήλιου του μεσημεριού. Μπορεί και να έπεσαν, όμως δεν θέλησαν να αναμιχθούν με το δικό μου αίμα, νερωμένο από την γαλήνη της νύχτας. Προσπαθώ να επαναλάβω την δοκιμασία. Αυτά τα σχόλια θα εξαφανισθούν μαζί με εμένα πολύ γρήγορα. Όσο όμως διαρκεί η φυγή, δεν μπορεί να μείνει χωρίς τέλος. Η αργοπορία του τραίνου που λαχανιάζει επάνω στις σκουριασμένες και ανώμαλες ράγιες με την ενός αιώνα κούραση του δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να επιταχύνει το τέλος. Ο μύθος της χαμένης, διεστραμμένης γεμάτης δολιότητα και απάτη παιδικής μου ηλικίας με κρατά φυλακισμένο. Δεν μπορώ να ξεφύγω από αυτήν, είμαι όμηρός της. Θα με παραδώσει με δεμένα τα χέρια και τα πόδια στους διώκτες μου.
Θέλω μόνο να κρατήσω τα όνειρα που με ξύπνησαν από τα εφτά έως τα τριάντα μου χρόνια, σ' αυτό το μυστηριώδες χωριό την Μανορά, που ίδρυσε ο μαστρο-Γασπάρ Κριστάλδο στην καρδιά της πολιτείας του Ιτούρμπε. Όταν τα θυμάμαι, όταν γράφω γι' αυτά, είναι σαν να αναμασάω λύπες που μοιάζουν με την αργή περιπλάνηση των βοδιών κάτω από τον ζυγό των αμαξιών που πηγαίνουν γεμάτες από τεράστια φορτία ζαχαροκάλαμου, κατ' ευθεία για την αυθορμησία.
μτφρ. Σόνια Κουμαντάρου-Πρεβελάκη