Skip to main content

Νέα ελληνική

Ανθολογία μεταφρασμένης νεότερης λογοτεχνίας: ποιήματα και διηγήματα - Κείμενα

Ανθολογία μεταφρασμένης νεότερης λογοτεχνίας: ποιήματα και διηγήματα



4. Augusto Roa Bastos, Αντιζωή

περ. Ευθύνη 302 (Φεβρ.1997) 71-75 [μετάφραση: Σόνια Κουμαντάρου-Πρεβελάκη]

Augusto Roa Bastos

ΑΝΤΙΖΩΗ

Οι πλημμύρες ήταν το βίτσιο της Μανορά. Την εποχή των βροχών ο ποταμός φούσκωνε μέσα στην βαθειά κοίτη του. Ξετρέλαινε τους μύλους. Ξεχείλιζε στα χωράφια και τις κοιλάδες. Μέσα σε μια νύχτα τα νερά του μπορούσαν να ανέβουν περισσότερο από ένα μέτρο. Μόνο το μικρό νησί στον ψηλό λόφο «Οκαροϊσά» όπου βρισκόταν το κοιμητήριο, έμενε έξω από τα νερά. Τις φεγγαρόφωτες νύχτες η παγωμένη κορυφή του λόφου έλαμπε σαν ένας φανταστικός κήπος, επιτηρώντας από ψηλά τα όνειρα των ζωντανών. Τα νερά παρέσυραν πλεούμενα νησιά υδροβίων φυτών, ψόφιες αγελάδες, καλύβες ξεριζωμένες, από κάποιο φαράγγι. Επίσης μικρά ζώα, κάθε είδους: φίδια, αλεπούδες, λύκους, καμμιά φορά και τίγρεις κατέβαιναν σκαλωμένα πάνω σε μικρές νησίδες από νυμφαίες. Έπρεπε κανείς να περπατά πάντοτε με ένα τουφέκι στον ώμο. Κάποτε ο πατέρας μου σκότωσε έναν ιαγουάρο που έμεινε κρεμασμένος στο πορτάκι της εισόδου. Έμεινε εκεί να σαπίζει σιγά-σιγά έως το καλοκαίρι. Το πορτάκι κρατούσε με δυσκολία το κουφάρι του θηρίου. Δεν μπορούσε να διαμαρτυρηθεί για τα βάσανα του, όμως ήταν φανερή η ενόχληση που του προκαλούσε ο ψόφιος ιαγουάρος.

«Κουράγιο πορτάκι με το χρώμα της ελπίδας - του έλεγα για να το ενθαρρύνω - μην φοβάσαι, θα κρατήσεις εκατό χρόνια».

«Πες στον πατέρα σου να έλθει να με ξεφορτώσει από αυτό το φορτίο που βαραίνει την γέρικη ράχη μου...».

Τα μονόξυλα και τα πλεούμενα, φτιαγμένα από κορμούς κέδρων ή ταταρέ είχαν σχήμα νεκρικής κάσσας. Όταν χρησίμευαν για να ξεφύγουν από το φούσκωμα του ποταμού ή για την σωτηρία αυτών που πνίγονταν, τα χρησιμοποιούσαν για φέρετρα. Ξαγρυπνούσαν τους πνιγμένους επάνω σε μικρές πλεούμενες γέφυρες αραγμένες στις διχάλες των περασμάτων του ποταμού.

Σε κάθε σπίτι υπήρχαν μία ή μερικές κάσσες ακουμπισμένες στις γωνίες. Προσωρινά έστεκαν εκεί σαν ντουλάπια για το τυρί και τα λουκάνικα. Μαζί με τα μονόξυλα υπήρχαν κουπιά και καμάκια, σκοινιά για την διάσωση αυτών που πνίγονταν και κηροπήγια από άργιλο με κεριά από λίπος για αγρυπνίες των νεκρών. Ακόμη και οι γέροι κωπηλατούσαν μέσα στα πλεούμενά τους. Εγώείχα το μικρό μου μονόξυλο με δύο κουπιά. Ο πατέρας μου και η μητέρα μου είχαν ένα μεγάλο μονόξυλο διθέσιο που ήταν το κρεβάτι των γάμων τους.

Ο πατέρας μου είχε κατασκευάσει ένα ιδιοφυές σύστημα από τροχαλίες και σκοινιά που ύψωνε το κρεβάτι-μονόξυλο έως την σκεπή, όταν διαρκούσαν οι πλημμύρες. Εμένα μου άρεσε να κοιμάμαι στο μονόξυλο μου που έπλεε μέσαστο δωμάτιο. Συχνά ονειρευόμουν ότι κωπηλατούσα αντίθετα στο ρεύμα τουποταμού έως τις πηγές του, στην λίμνη Υπόα όπου βλασταίνουν τα μεγάλα κόκκινα φυτά, φουσκωμένα σαν φρεσκοκομμένα κεφάλια. Η λίμνη είναι απέραντη σαν θάλασσα και εκεί ζει σε χίλια μέτρα βάθος ένα τέρας, μισό λιοντάρι, μισό ψάρι. Ένα τέρας που ποτέ κανείς δεν μπόρεσε να δει. Από εκεί, κάθε χειμώνα ερχόταν το μεγάλο φίδι των βροχών που έφερνε τις πλημμύρες. Ήταν μία τεράστια έχ ιδνα που πετούσε ανάμεσα στις ακτίνες του φωτός και τις αστραπές, και τα μουγγρητά της ήταν πιο δυνατά από τους κεραυνούς των καταιγίδων.

Μέσα στο όνειρο, αυτή η απόσταση γεμάτη από θηρία, φίδια και σαύρες είναι μια ανοησία. Όμως στην πραγματικότητα το μέρος από όπου κανείς δεν μπορεί να ξαναγυρίσει είναι μακρυά, πολύ μακρυά. Ο τόπος του ονείρου, που μόνον εκεί είναι δυνατό να εξαφανισθείς. Αλλά εγώ, όταν είχα την ηλικία των νεαρών ηρώων, ονειρευόμουν να πολεμήσω αυτά τα δύο τέρατα και να ελευθερώσω το Ιτούρμπε από τους τρομερούς εχθρούς του.

Τα πρωινά ο πατέρας και η μητέρα μου κατέβαιναν από μία μικρή σκάλα και πηγαινοέρχονταν στα δωμάτια και στην κουζίνα με το νερό να φτάνει έως την μέση τους.

Εγώ έβγαινα για να μαζέψω τις γαλοπούλες, τα κοτόπουλα και τις κότες που είχαν σωθεί από την πλημμύρα, επάνω σε ψηλά δοκάρια στην αυλή. Μια πάπια και τα μικρά της με ακολουθούσαν χαρούμενα. Τα παπάκια έμοιαζαν με κίτρινα μπουμπούκια με τα χρυσά ποδαράκια τους ανάμεσα στα άσπρα και γαλάζια λουλούδια των νυμφαίων.

Ακόμη και οι δυστυχίες έχουν τις χαρές τους.

Όλοι οι κάτοικοι της Μανορά αισθάνονταν σαν ζώα αμφίβια. Καθένας ονειρευόταν να μπορέσει κάποτε να γίνει μόνο άνθρωπος της στεριάς.

Στις αγρυπνίες των νεκρών, οι πεθαμένοι κρατούσαν πάντοτε στις σφιχτοκλεισμένες γροθιές τους λίγο χώμα. Ήθελαν να πάρουν μαζί τους μέχρι τα βάθη του νεκροταφείου το όνειρο της στεριάς.

Όσον καιρό ζούσα στην Μανορά, η ιδέα του θανάτου ήταν συνδεμένη με τις πλημμύρες. Τα μονόξυλα-φέρετρα που περίμεναν σε μια γωνιά για να μας μεταφέρουν έως την όχθη από όπου κανείς δεν ξαναγύριζε. Αυτοί οι νεκροί που τα μονόξυλα μετέφεραν μέχρι τον λόφο του κοιμητηρίου, διασκέδαζαν την παιδική σκέψη μου και έσβυναν τον τρόμο του θανάτου.

Τo ίδιο γινόταν όταν πηγαίναμε να ψαρέψουμε τα πτώματα των βοσκών των κοπαδιών που μεθυσμένοι έπεφταν στον βάλτο του Σολάνο Ρόχας και πνίγονταν στο πέρασμα του ποταμού όπου το ρεύμα είναι πολύ δυνατό και τα νερά πολύ βαθειά. Τις φορές πού μπορούσα να ξεφύγω, κρυβόμουν. Κόπους, φωνές και τιμωρίες μου κόστιζε το ψάρεμα των βοδιών που μπλέκονταν ανάμεσα στα υδρόβια φυτά, στο βάθος του καναλιού, τα φουσκωμένα και γλοιώδη σαν χοντρά ψάρια.

Υπήρχαν δύο αντιμαχόμενες ομάδες: Η αρχηγική ομάδα του Λέανδρο Σάντος, που ήταν η πιο δυνατή, και η ομάδα των διδύμων Γκουϊτμπουρού, μοχθηρών έως τα νύχια των ποδιών τους.

Ο πόλεμος των δύο ομάδων λίγο έλειψε να μου στοιχίσει την ζωή. Οι Γκοϊμπουρού αποπειράθηκαν να με πνίξουν στο βαθύτερο σημείο του ποταμού.

Ποτέ δεν είδα ένα παρόμοιο μίσος σε παιδιά που δεν ήταν περισσότερο από δώδεκα χρόνων. Σκεφτόμουν ότι όταν αυτοί οι παλιάνθρωποι θα μεγάλωναν, δεν μπορούσε παρά να γίνουν, τουλάχιστον, δολοφόνοι. Δυστυχώς τα προγνωστικά μου επαληθεύτηκαν.

Για να ξεγελώ τους γονείς μου είχα πάντοτε το μονόξυλό μου γεμάτο ορχιδέες του δάσους που μάζευα στους μικρούς παραπόταμους και χάριζα στην μητέρα μου, σαν θύμηση των εκδρομών μου στο ποτάμι. Όμως συχνά αυτό το πρόσχημα δεν είχε επιτυχία και η τιμωρία ερχόταν εξ αιτίας των μικρών νομισμάτων που μας έδιναν. Αναπόφευκτα τα εύρισκε ο πατέρας μου στο τσεπάκι του παντελονιού μου. Τα χτυπήματα με την ζώνη του πετούσαν τα νομίσματα και έκαναν τον πισινό μου να καίει.

«Ο σπουδαίος βουτηχτής αφιερωμένος στην βιομηχανία πτωμάτων» φώναζε ο πατέρας μου πολλαπλασιάζοντας τα χτυπήματα.

Πολλές νεαρές αλλά και ηλικιωμένες ονομάζονταν τότε Νύμφες ή Νούφαρα. Έμοιαζαν με τα φυτά.

Είχα μια αρραβωνιαστικιά·είχε την ίδια ηλικία με εμένα και την έλεγαν Νούφαρο. Αλλά την πήραν τα νερά. Ο πατήρ Ορρέγο έλεγε ότι ήταν αμάρτημα των ειδωλολατρών να δίνουν ονόματα φυτών στις νεογέννητες αντί ονόματα αγίων. Γι' αυτό ο Θεός τις τιμωρούσε και το φουσκωμένο ποτάμι τις έπαιρνε στα στριφογυρίσματά του, χωρίς να ξέρει κανείς πού θα σταματούσαν. Η συνήθεια των υδρόβιων ονομάτων σταμάτησε και άρχισε η συνήθεια των χριστιανικών, που επιβάλλονταν στα μωρά και των δύο φύλων στην βάπτιση. Οι κάτοικοι της Μανορά άρχισαν να έχουν ονόματα αγίων, μαρτύρων, ρωμαίων αυτοκρατόρων, αγίων παρθένων, αποστόλων και του συνόλου των αγίων του ημερολογίου του Μπρίστολ. Καθένας φορτωνόταν για όλη του την ζωή το όνομα του Αγίου ή της Αγίας της ημέρας που γεννιόταν. Και μερικά ακούγονταν πολύ δυσάρεστα και βαρύγδουπα.

Όλη μου την ζωή μισούσα το όνομα που μου είχαν δώσει. Αποφάσισα να μην έχω κανένα όνομα, θα μου άρεσε να με φώναζαν Χουάν Εβαγγελίστα. Θα ήθελα να έγραφα κάποια ήμερα το βιβλίο της Αποκάλυψης. Το είχα διαβάσει κάποτε χωρίς να κουραστώ, γιατί το παρελθόν έμοιαζε να μεταμορφώνεται και να γίνεται μέλλον.

Ήθελα να γράψω την πιο όμορφη ιστορία του κόσμου. Όχι την ιστορία του τέλους του κόσμου αλλά την τελευταία ιστορία, γραμμένη από έναν επιζώντα, που κανείς δεν θα μπορούσε να διαβάσει ή να διηγηθεί. Για πολύ καιρό, το να γράψω αυτή την ιστορία μου είχε γίνει εμμονή ιδέα. Την διηγόμουνα στην μητέρα μου με χαμηλή φωνή για να μην μας ακούει ο πατέρας μου. «Δεν θέλω να πεθάνω πριν γράψω την ιστορία του τέλους του κόσμου...».

Η μητέρα μου μού έδινε θάρρος: «Θα την γράψεις παιδί μου. Όλοι μας, με κάποιο τρόπο, ονειρευόμαστε αυτήν την τελευταία ιστορία που κανείς δεν θα μπορέσει να διαβάσει».

Όταν ήμουν τριάντα χρονών, στην φυλακή, έγραψα ένα έργο «Ο Υμένας».

Ένας άνθρωπος γυμνός, τυφλός, χωρίς μαλλιά περπατά μέσα σε ηφαιστειακούς καπνούς που βγαίνουν από την καμμένη γη. Φωνάζει πότε-πότε καλώντας κάποιον. Κανείς δεν του απαντά. Τίποτα δεν ακούγεται. Δεν υπάρχει κανένας εκτός από τον ίδιο. Στην αρχή, μια νέα κοπέλλα εξαιρετικής ομορφιάς περπατά στο πλευρό του. Αργότερα εξαφανίζεται.

Τα κόκκαλα της γυναίκας σηματοδοτούν την γη που καπνίζει. Μοιάζουν φαγωμένα από άγρια θηρία που δεν υπάρχουν. Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι ο τελευταίος άνθρωπος την καταβρόχθισε από ζήλεια. Μια ζήλεια που δεν μπορούσε να είναι παρά η τελική τρέλλα ενός μοναχικού ανθρώπου. Άραγε την καταβρόχθισε για να την διατηρήσει μέσα του; Η θεωρία της ζήλειας δεν μπορεί να εξηγήσει τα πάντα. Δεν μπορεί να εξηγήσει τίποτα. Το μόνο που κράτησε από αυτήν είναι τα πλούσια κόκκινα μαλλιά της, που κρατά δεμένα στο αριστερό του μπράτσο.

Πότε-πότε βυθίζει το πρόσωπό του στα κυματιστά, χρυσαφένια μαλλιά αναπνέοντας το άρωμα της ίδιας του απόγνωσης. Ο μοναχικός άνθρωπος δεν έχει συνηθίσει ακόμη την μοναξιά του. Ο τελευταίος άνθρωπος προσπαθεί να ξεκολλήσει με τα νύχια του ένα κομματάκι από την φλούδα της βάσης του κρανίου. Πιστεύει ότι σ' αυτό το μικροσκοπικό κομμάτι δέρματος έχουν συγκεντρωθεί η γλώσσα, ο χρόνος, το γένος, τα πιο ελάχιστα ζωτικά σημάδια μιας πραγματικότητας που έχει εξατμισθεί τελείως, που μοιάζει να μην έχει υπάρξει ποτέ. Τελικά βγάζει το μικρό κομμάτι δέρματος. Ένα φύσημα του άνεμου το αρπάζει από τα ματωμένα νύχια του. Ο άνθρωπος σωριάζεται σε ένα σωρό από απολιθωμένη στάχτη.

Είχα εφεύρει μία συνθηματική γραφή, σχεδόν μία καινούρια γλώσσα για να ξεγελάσω την εξονυχιστική καθημερινή εξέταση που έκαναν οι δεσμοφύλακες στα χαρτιά, στα πράγματα, ακόμη και στα αποσπάσματα παλαιών ημερολογίων που χρησιμοποιούσαμε στις τουαλέττες των εξαιρετικά επικινδύνων φυλακισμένων που συνωστίζονταν στο κελί Βάγιε.

Μου είχαν επιτρέψει να γράφω υπό τον όρο να διαβάζω κάθε ημέρα τα γραπτά μου στους φύλακες της περιπόλου. Για να τους διασκεδάσω, διάβαζα τις πιο χυδαίες πορνογραφικές παραγράφους που τα πρωτόγονα μυαλά τους απολάμβαναν με ζωώδη ευχαρίστηση, εφ' όσον είχαν γραφεί για την διασκέδαση και τα γούστα τους. Ήταν η μικρή ικανοποίηση «που έπαιρνα επάνω στην πραγματικότητα της εξουσίας μέσω της μη-πραγματικότητας της συγγραφής. Οι πολιτικοί φύλακες απολάμβαναν αυτές «τις φιλολογικές συναντήσεις». Ήταν τα χρυσά παιδιά της Τεχνικής.

Στο τέλος έγινε η μεγάλη αποκάλυψη. Την ετοίμασα με προσοχή. Στο χαρτί. Στο μυαλό μου. Και την ξέχασα. Η λησμονιά μπορεί να λησμονήσει ότι λησμόνησε. Τα βασανιστήρια δεν είχαν κατορθώσει να μου αποσπάσουν αυτό το μυστικό. Απλούστατα, δεν το γνώριζα. Ένα βουβό μυθιστόρημα. Ούτε ονόματα, ούτε επίθετα, ούτε ρήματα, ούτε προθέσεις, ούτε αντιθετικούς συνδέσμους, ούτε συνδετικούς, ούτε προσφυγή στην έκθεση, γυμνό και χωρίς μπερδέματα. Η βασική διήγηση ξετυλίγεται μέσα σε ένα εξωπραγματικό σκηνικό ενός λιλιπούτειου τραίνου που πηγαίνει στο πουθενά. Η διήγηση χυμώδης, ποικιλμένη με παράλληλες ιστορίες που διακλαδώνονται και πολλαπλασιάζονται ατελείωτα. Ο τελευταίος κύκλος κλείνει και πεθαίνει μέσα. Γραφή λιτή, γρήγορη, ιλιγγιώδης. Απατηλή διαφάνεια. Αφηρημένη, άυλη, που δημιουργεί μια ατμόσφαιρα απολύτως αδιαπέραστη που μοιάζει με την νύχτα. Πίσω από το γυαλί, μέσα στο σκοτάδι, αυξάνουν ταχύτατα εκτοπλάσματα τερατώδη, χωρίς μορφή. Αργότερα όλα θα εξατμισθούν και θα χαθούν χωρίς να αφήσουν ίχνη. Στην διήγησή μου έδωσα τον τίτλο του μικρού υγρού υμένα που συγκέντρωσε σε σμίκρυνση την υπόσταση του τελευταίου ανθρώπου.

Σ' αυτήν την λακωνική, ελεύθερη, λυτρωτική διήγηση το κεντρικό θέμα είναι η λήθη. Το τραίνο του 1850 δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια λεπτομέρεια της ανύπαρκτης διακόσμησης. Μέσα στο κενό, στο μισοσκόταδο μου φαίνεται ότι θυμάμαι τα πάντα. Όχι με λέξεις, αλλά με εικόνες, με περίγραμμα ηλιοτροπίων, θραύσματα ενός σπασμένου καθρέφτη εκτεθειμένα στις ακτίνες ενός μανιασμένου ήλιου.

Τα τσαλαπατούσα με τα χοντροπάπουτσα του φυλακισμένου. Τα άκουγα να τρίζουν και να σπάζουν σε απειροελάχιστα κομματάκια, κάθε φορά και μικρότερα και να συστρέφονται σαν νεύρα κάτω από τα τσιμπίματα μιας βελόνας σε αντρικά γεννητικά όργανα. Τώρα που δραπετεύω μ' αυτό το λιλιπούτειο τραίνο, όμοιο με το άλλο - ή ίσως το ίδιο - καταλαβαίνω ότι επαναλαμβάνω αυτή την ιστορία ή την γράφω για πρώτη φορά. Πάντοτε γράφεται η ίδια ιστορία αφού χρησιμοποιούμε πολλές φορές τις ίδιες λέξεις.

Αυτό το κείμενο προσπάθησε να μεταμορφώσει την λήθη σε παραλήρημα. Είχε πρόθεση να καταργήσει όλα όσα είχα γράψει, με τέτοιον τρόπο ώστε ναμην μείνει κανένα ίχνος από κάποιο έργο που έγραψα. Η απόπειρα, εν μέρει, απέτυχε. Τα διπρόσωπα ίχνη δεν σχηματίστηκαν. Ίσως από έλλειψη τιμιότητας που είχε φθάσει στο έσχατο όριο. Ή ίσως γιατί δεν κατόρθωσε να πέσουν επάνω τους οι δροσοσταλίδες του αίματος του ήλιου του μεσημεριού. Μπορεί και να έπεσαν, όμως δεν θέλησαν να αναμιχθούν με το δικό μου αίμα, νερωμένο από την γαλήνη της νύχτας. Προσπαθώ να επαναλάβω την δοκιμασία. Αυτά τα σχόλια θα εξαφανισθούν μαζί με εμένα πολύ γρήγορα. Όσο όμως διαρκεί η φυγή, δεν μπορεί να μείνει χωρίς τέλος. Η αργοπορία του τραίνου που λαχανιάζει επάνω στις σκουριασμένες και ανώμαλες ράγιες με την ενός αιώνα κούραση του δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να επιταχύνει το τέλος. Ο μύθος της χαμένης, διεστραμμένης γεμάτης δολιότητα και απάτη παιδικής μου ηλικίας με κρατά φυλακισμένο. Δεν μπορώ να ξεφύγω από αυτήν, είμαι όμηρός της. Θα με παραδώσει με δεμένα τα χέρια και τα πόδια στους διώκτες μου.

Θέλω μόνο να κρατήσω τα όνειρα που με ξύπνησαν από τα εφτά έως τα τριάντα μου χρόνια, σ' αυτό το μυστηριώδες χωριό την Μανορά, που ίδρυσε ο μαστρο-Γασπάρ Κριστάλδο στην καρδιά της πολιτείας του Ιτούρμπε. Όταν τα θυμάμαι, όταν γράφω γι' αυτά, είναι σαν να αναμασάω λύπες που μοιάζουν με την αργή περιπλάνηση των βοδιών κάτω από τον ζυγό των αμαξιών που πηγαίνουν γεμάτες από τεράστια φορτία ζαχαροκάλαμου, κατ' ευθεία για την αυθορμησία.

μτφρ. Σόνια Κουμαντάρου-Πρεβελάκη