Skip to main content

Νέα ελληνική

Ανθολογία μεταφρασμένης νεότερης λογοτεχνίας: ποιήματα και διηγήματα - Κείμενα

Ανθολογία μεταφρασμένης νεότερης λογοτεχνίας: ποιήματα και διηγήματα



28. Italo Svevo, Η μάνα

περ. Το Δέντρο 35 (Νοέμ.-Δεκ. 1987) 175-178 [μετάφραση Π. Γερένης]

Italo Svevo

Η ΜΑΝΑ

Σε μια κοιλάδα που την κύκλωναν δασώδεις λόφοι, χαμογελαστά στα χρώματα της άνοιξης ορθώνονταν το ένα δίπλα στ' άλλο δυο ταπεινά σπίτια, πέτρες και ασβέστης. Φαινόταν πως τα είχε φτιάξει το ίδιο χέρι, οι κήποι τους που βρίσκονταν προς το ίδιο μέρος κάθε σπιτιού, είχαν το ίδιο σχήμα και τις ίδιες διαστάσεις. Όποιος όμως τα κατοικούσε δεν απολάμβανε την ίδια μοίρα. Σ' έναν από τους κήπους, ενώ ο σκύλος κοιμόταν δεμένος με την αλυσίδα και ο χωρικός ήταν απασχολημένος μέσα στο δασάκι με τα οπωροφόρα δέντρα, σ' ένα παλιό και μικρό υπόγειο, έρημα, μερικά κλωσσόπουλα μιλούσαν για τις μεγάλες εμπειρίες τους. Υπήρχαν και άλλα πιο ηλικιωμένα στον κήπο, αλλά τα κλωσσόπουλα που το σώμα τους διατηρούσε ακόμη το σχήμα του αυγού απ' όπου βγήκαν, αγαπούσαν να ερευνούν τη ζωή που τους έτυχε συζητώντας μεταξύ τους, γιατί δεν την είχαν συνηθίσει τόσο ώστε να μην της δίνουν σημασία. Είχαν κιόλας υποφέρει και χαρεί γιατί η ζωή των λίγων ημερών είναι πιο μεγάλη απ' όσο μπορεί να φανταστεί κάποιος που την υπομένει χρόνια, και γνώριζαν πολλά, αφού είναι γνωστό πως ένα μέρος της μεγάλης εμπειρίας την έφερναν μαζί τους μέσα από το αυγό. Πράγματι μόλις βγήκαν στο φως, γνώριζαν ότι είναι ανάγκη να εξετάζει κανείς τα πράγματα καλά με το ένα μάτι και ύστερα με τ' άλλο, για να αποφασίσει αν θα πρέπει να τα φάει ή να τα θαυμάσει. Μίλησαν για τον κόσμο και για την έκτασή του, για κείνα τα δέντρα και κείνους τους φράχτες που τον έκλειναν, και για κείνο το σπίτι το τόσο μεγάλο και τόσο ψηλό. Πράγματα που τα έβλεπαν, αλλά τα έβλεπαν καλύτερα όταν μιλούσαν για αυτά. Ένα όμως, με κίτρινο χνούδι, χορτασμένο - και γι' αυτό άεργο - δεν αγαπούσε να μιλά για πράγματα που τα έβλεπε κανείς, αλλά ανασύροντας από την απαλή ζέστη του ήλιου μία μνήμη είπε: Σίγουρα εμείς είμαστε καλά γιατί υπάρχει ο ήλιος, αλλά ξέρω πως σ' αυτόν τον κόσμο μπορείς να ζήσεις και καλύτερα, και αυτό είναι που με δυσαρεστεί, και σας το λέω για να δυσαρεστήσει και εσάς. Η κόρη του χωρικού είπε πως είμαστε δυστυχισμένα γιατί μας λείπει η μάνα. Το είπε μ' ένα τόνο έντονου οίκτου που μ' έκανε να κλάψω.

Ένα άλλο πιο άσπρο και καμιά ώρα πιο νέο απ' το πρώτο, που θυμόταν ακόμη με ευγνωμοσύνη τη γλυκειά ατμόσφαιρα απ' όπου είχε γεννηθεί, διαμαρτυρήθηκε: Εμείς είχαμε μάνα. Είναι κείνο το ζεστό ντουλαπάκι, πάντα ζεστό και όταν ακόμη κάνει το χειρότερο κρύο, απ' όπου βγαίνουν τα κλωσσόπουλα σχηματισμένα και ωραία.

Το κίτρινο, που από καιρό είχε χαραγμένα στην ψυχή του τα λόγια της κόρης του χωρικού, και είχε τον καιρό να τα διογκώσει βλέποντας στα όνειρά του εκείνη τη μάνα - μεγάλη σαν όλο τον κήπο και καλή σαν την τροφή του - φώναξε, με περιφρόνηση που απευθυνόταν τόσο στον συνομιλητή του όσο στην άλλη μητέρα για την οποία του μιλούσε: -Αν επρόκειτο για μία μάνα νεκρή, θα την είχαν όλοι. Αλλά η μάνα ζει και τρέχει πολύ πιο γρήγορα από μας. Ίσως να έχει ρόδες όπως το κάρρο του χωρικού. Γι' αυτό μπορεί να 2ρθει δίπλα σου χωρίς να παραστεί ανάγκη να σε ζεσταίνει όταν βρίσκεσαι στα πρόθυρα του θανάτου εξ αιτίας του κρύου αυτού του κόσμου. Πόσο ωραίο θα είναι να έχεις δίπλα, τη νύχτα, μια τέτοια μάνα.

Επενέβη ένα τρίτο κλωσσόπουλο, αδερφάκι των άλλων αφού βγήκε από την ίδια μηχανή, μόνο που ήταν σχηματισμένο λίγο διαφορετικά, με πιο πλατύ ράμφος και κοντά ποδαράκια. Το φώναζαν το κακομαθημένο κλωσσόπουλο γιατί όταν έτρωγε χτυπούσε το ράμφος του. Στην πραγματικότητα ήταν παπάκι. Μπροστά του, είχε μιλήσει η κόρη του χωρικού για τη μάνα. Αυτό συνέβη όταν πέθανε ένα κλωσσόπουλο αφού κατέρρευσε αδύναμο από το κρύο, πάνω στο χορτάρι, τριγυρισμένο από τ' άλλα που δεν το βοήθησαν γιατί δεν νιώθουν το κρύο που αγγίζει τους άλλους και το ένα παπάκι με το απλοϊκό ύφος που είχε το προσωπάκι του σημαδεμένο από την πλατιά βάση του ράμφους, υποστήριξε - άκουσον άκουσον - πως αν υπήρχε η μάνα, τα κλωσσόπουλα δεν θα πέθαιναν.

Η επιθυμία της μάνας γρήγορα συνεπήρε όλο το κοτέτσι και έγινε πιο ζωντανή, πιο ανήσυχη στο νου των ηλικιωμένων. Όταν οι μεγάλοι μολύνονται από παιδικές ασθένειες διατρέχουν κίνδυνο- το ίδιο συμβαίνει και με τις ιδέες. Η εικόνα της μάνας όπως είχε σχηματισθεί στα ζεστά κεφαλάκια από τον ανοιξιάτικο ήλιο, μεγάλωσε χωρίς μέτρο, και όλο το καλό ονομάστηκε μάνα, ο καλός καιρός και η αφθονία. Όταν υπέφεραν, κλωσσόπουλα, παπάκια και γαλλόπουλα γινόντουσαν αληθινά αδέλφια, γιατί ανέπνεαν την ίδια μάνα. Ένα από τα μεγαλύτερα μια μέρα ορκίστηκε πως θα την έβρισκε γιατί δεν ήθελε να την στερείται. Ήταν το μοναδικό που είχε βαπτισθεί και λεγόταν Curra γιατί όταν η χωρική με την τροφή στην ποδιά φώναζε Curra,Curra πρώτο έτρεχε. Είχε γίνει κιόλας ένα ρωμαλέο κοκκοράκι που στην ψυχή του χάραζε ο αγώνας. Λεπτό και ψηλό σαν μαχαίρι, απαιτούσε τη μάνα πριν απ' όλα για να τον θαυμάσει: Η μάνα που έλεγαν ότι ήξερε να δίνει κάθε χάδι και γι' αυτό την ικανοποίηση της φιλοδοξίας και της ματαιοδοξίας. Μία μέρα, αποφασισμένος, ο Curra τινάχτηκε και πέρασε το φράχτη που, πυκνός, τριγύριζε το γενέθλιο κήπο. Στο ξάγναντο έμεινε έκθαμβος. Πού να βρεις τη μάνα στην απεραντοσύνη της κοιλάδας; Από πάνω ο ακόμη μεγαλύτερος γαλάζιος ουρανός. Αυτός, τόσο μικρός, ήταν αδύνατο να ερευνήσει το άπειρο. Γι' αυτό δεν απομακρύνθηκε πολύ από τον γενέθλιο κήπο, και σκεπτικός, έκανε ένα γύρο. Έτσι βρέθηκε μπροστά από το φράχτη του άλλου κήπου. Αν η μάνα είναι δω πίσω - σκέφτηκε - θα τη βρω αμέσως. Φεύγοντας από την παραζάλη του απείρου διαστήματος, διέσχισε μ' ένα πήδημα το φράχτη, και βρέθηκε σ' έναν κήπο παρόμοιο με τον δικό του.

Κι εδώ υπήρχε ένα κοπάδι από νεώτατα κλωσσόπουλα που έπαιζαν στο πυκνό χορτάρι. Αλλά υπήρχε κι' ένα ζώο που έλειπε από τον άλλο κήπο. Ένα τεράστιο κλωσσόπουλο, σχεδόν δέκα φορές πιο μεγάλο από τον Curra, ενθρονισμένο στη μέση του κύκλου που είχαν κάνει τα ζωάκια τα σκεπασμένα με ένα ανεπαίσθητο χνούδι. Καταλάβαινες αμέσως ότι τα μικρά θεωρούσαν το μεγάλο και δυνατό ζώο προστάτη τους. Αυτό τα πρόσεχε όλα. Έστελνε μια επίπληξη σ' όποιο απομακρυνόταν πάρα πολύ, με ήχους παρόμοιους μ' εκείνους που η χωρική χρησιμοποιούσε, στον άλλο κήπο, για να τους καλέσει. Έκανε όμως και κάτι άλλο. Κάθε στιγμή έσκυβε πάνω στα πιο αδύνατα σκεπάζοντάς τα με όλο το κορμί, σίγουρα για να τους μεταδώσει τη ζέστη του.

Αυτή είναι η μάνα, - σκέφτηκε ο Curra με ανείπωτη χαρά. Την βρήκα και τώρα δεν θα την αφήσω πια. Πόσο θα με αγαπήσει. Εγώ είμαι πιο δυνατός και πιο ωραίος απ' όλα αυτά και ύστερα θα μου είναι εύκολο να υπακούω γιατί την αγαπώ. Πόσο ωραία είναι. Εγώ την αγαπώ και θέλω να μπω υπό την εξουσία της. Ακόμη θα την βοηθώ, να φυλάει όλα αυτά τα ανόητα. Η μάνα φώναξε χωρίς να τον κοιτά. Ο Curra πλησίασε νομίζοντας πως τον είχε καλέσει. Την είδε απασχολημένη να σκαλίζει το χώμα με τα γοργά και δυνατά χτυπήματα των νυχιών της και στάθηκε περίεργος μπροστά σ' αυτή την άγνωστη πράξη. Όταν το μεγάλο ζώο τελείωσε, ένα μικρό σκουλήκι στριφογύριζε πάνω στο γυμνό από χορτάρι χώμα. Τότε άρχισε να κρώζει ενώ τα μικρά γύρω της δεν καταλάβαιναν και την κοίταζαν εκστατικά. Ανόητα - σκέφτηκε ο Curra. Δεν καταλαβαίνουν πως θέλει να φάνε κείνο το σκουληκάκι- και σπρωγμένος πάντα από τον ενθουσιασμό του για υπακοή, όρμησε γρήγορα πάνω στη λεία και την καταβρόχθησε.

Και τότε - φτωχέ Curra - η μάνα τού επιτέθηκε με μανία. Αυτός δεν κατάλαβε αμέσως, γιατί είχε την εντύπωση πως ήθελε, μόλις τον βρήκε, να τον χαϊδέψει. Θα είχε δεχθεί ευγνώμων όλα τα χάδια που δεν είχε γνωρίσει ποτέ, και γι' αυτό θα παραδεχόταν ότι μπορούσαν να πονέσουν. Αλλά τα χτυπήματα του σκληρού ράμφους που έπεφταν πάνω του, δεν ήταν φυσικά φιλιά, και τον έβγαλαν από κάθε αμφιβολία. Θέλησε να φύγει, αλλά το μεγάλο πουλί τον χτύπησε και αναποδογυρίζοντάς τον όρμησε πάνω του βυθίζοντας τα νύχια στην κοιλιά.

Με μία τεράστια προσπάθεια, ο Curra, μπόρεσε να σηκωθεί και να τρέξει προς το φράχτη. Στον τρελλό του δρόμο αναποδογύρισε μερικά κλωσσόπουλα που βρέθηκαν με τα ποδαράκια μετέωρα πιπίζοντας απελπισμένα. Έτσι μπόρεσε να σωθεί γιατί ο εχθρός του στάθηκε για μια στιγμή κοντά στα πεσμένα κλωσσόπουλα. Αφού έφθασε στο φράχτη ο Curra, μ' ένα πήδημα, σε κλαδιά και βάτους, πέταξε το μικρό και επιδέξιο κορμί του στο ξάγναντο. Η μάνα αντίθετα, εμποδίστηκε από ένα πλέγμα φύλλων και έμεινε εκεί μεγαλοπρεπής να ατενίζει σαν από ένα παράθυρο αυτόν που είχε εισχωρήσει λαθραία και τώρα, αποκαμωμένος, είχε σταματήσει και αυτός. Τον κοιτούσε με τα τρομερά στρογγυλά μάτια της κόκκινα από οργή. Ποιος είσαι εσύ σφετεριστή του φαγητού που ανακάλυψα με τόση κούραση;

- Εγώ είμαι ο Curra - είπε ταπεινά το κλωσσόπουλο. Εσύ ποια είσαι και γιατί μου έκανες τόσο κακό;

Εκείνη, στις δύο ερωτήσεις δεν έδωσε παρά μία απάντηση. Εγώ είμαι η μάνα, είπε, και περιφρονητικά του γύρισε την πλάτη. Μετά από λίγο καιρό, ο Curra, τώρα πια ένας θαυμάσιος κόκκορας ράτσας, βρισκόταν σ' ένα εντελώς διαφορετικό κοτέτσι. Μία μέρα άκουσε να μιλούν όλοι οι καινούριοι σύντροφοί του με αγάπη και με θλίψη για τη μάνα τους.

Απορώντας με τη δική του - κακή μοίρα - είπε με λύπη: Εμένα η μάνα μου, ήταν ένα τρομερό κτήνος, θα ήταν καλύτερα να μην την είχα γνωρίσει.

μτφρ. Π. Γερένης