Νέα ελληνική
Ανθολογία μεταφρασμένης νεότερης λογοτεχνίας: ποιήματα και διηγήματα - Κείμενα
Ανθολογία μεταφρασμένης νεότερης λογοτεχνίας: ποιήματα και διηγήματα
- Ανθολογία Ποιημάτων
- 1. Nazmi Akiman, Στο γιο μου
- 2. Yehuda Amichai, Το παιδί μου
- 3. Guillaume Apollinaire, Η Κυρία
- 4. Antonin Artaude, Ήμουνα ζωντανός
- 5. John Ashbery, Το πρόβλημα της ανησυχίας
- 6. Georges Bataille, Στο θάνατό μου
- 7. Michael Benedikt, Μερικά αισθήματα
- 8. Bertolt Brecht, Η κοιλιά των λωτών
- 9. André Breton, Εγώ είμαι ανοίξετε
- 10. Richard Brodigan, 3 Νοεμβρίου
- 11. Joseph Brodski, Σαν ελεγεία
- 12. Charles Bukowski, Την ημέρα που έβρεξε στο επαρχιακό μουσείο του Λος Αντζελες
- 13. Bo Carpelan, Πλάι στο τραπέζι η μορφή σου
- 14. Blaise Cendrars, Πάσχα στη Νέα Υόρκη (αποσπάσματα)
- 15. Paul Claudel, Το εσωτερικό τείχος του Τόκιο (απόσπασμα)
- 16. Leonard Cohen, Καθώς η ομίχλη σημάδια δεν αφήνει
- 17. Robert Creely, Ξέρω έναν άνθρωπο
- 18. Edward Estlin Cummings, [Η καλή γριά καιταλοιπά...]
- 19. Douglas Dunn, Μετακόμιση από την οδό Τέρρυ
- 20. Gunnar Ekelöf, Τοτέμ-ζώα
- 21. T.S. Eliot, Η θεία Helen
- 22. Lawrence Ferlinghetti, Μην αφήσεις το άλογο...
- 23. Robert Frost, Ξεχωριστή διάθεση
- 24. Wilfrid W. Gibson, Υποχώρηση
- 25. Ivan Goll, [Δεν ήθελα να είμαι]
- 26. Günter Grass, Μέσα στο αυγό
- 27. Eugène Guillevic, Συνταγή
- 28. Jerzy Harasymowicz, Μια φρέσκια πεδιάδα από πιάνα
- 29. Seamus Heany, Ο Λιθοτρίφτης
- 30. Zbigniew Herbert, Βότσαλο
- 31. Nazim Hikmet, 25 Σεπτέμβρη 1945
- 32. Yoshino Hiroshi, ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΟΥ ΠΑΙΔΙ
- 33. Ted Hughes, Θεολογία
- 34. Max Jacob, Αγάπη του πλησίον
- 35. Patrick Kavanagh, Η μεγάλη πείνα (απόσπασμα)
- 36. Galway Kinnell, ΤΡΩΓΟΝΤΑΣ ΒΑΤΟΜΟΥΡΑ
- 37. Kenneth Koch, Μονίμως
- 38. Valery Larbaud, Η μάσκα
- 39. Philip Larkin, Annus mirabilis
- 40. Dieter Leisegang, Ειρηνικό τελείως καθημερινό πρωινό
- 41. Louis MacNeice, Ραβέννα
- 42. Stéphane Mallarmé, Η κόμη
- 43. Joyce Mansour, [ Υπάρχει μια γριά πάνω στο δρόμο ]
- 44. Vladimir Mayakovsky, , Η γέφυρα του Μπρούκλιν
- 45. James Merrill, Με τον τρόπο του Καβάφη
- 46. W.S. Merwin, Άσκηση
- 47. Henri Michaux, Στο δρόμο του θανάτου
- 48. Czeslaw Milosz, Σε μια κάποιαν ηλικία
- 49. Eugenio Montale, Στην παραλία
- 50. Marianne Moore, Σ'ένα σαλιγκάρι
- 51. Adriaan Morriën, Καταδικασμένο κτίριο
- 52. Frank O' Hara, Μια ακριβής περιγραφή της συνομιλίας με τον ήλιο στο Φάϊρ Άϊλαντ
- 53. Nicanor Parra, Σύνταξη
- 54. Sandro Penna, [ Η πλατειούλα της Βενετίας...]
- 55. Dalibor Pese, Ακολουθώντας τη συνταγή
- 56. Fernando Pessoa, Ο φύλακας των κοπαδιών
- 57. Sylvia Plath, ΠΡΩΙΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
- 58. Francis Ponge, Ο ήλιος τιτλοφορεί τη φύση
- 59. Vasko Popa, Το καρφί
- 60. Ezra Pound, Το νησί στη λίμνη
- 61. Jacques Prévert, Η σχολή καλών τεχνών
- 62. Salvatore Quasimodo, Σχεδόν ένα επίγραμμα
- 63. Charles Reznikoff, Δυο άντρες
- 64. Adrienne Rich, Νουβέλα
- 65. Rainer Maria Rilke, Ελεγεία πρώτη (απόσπασμα)
- 66. Arthur Rimbaud, Ο υπναράς της ρεματιάς
- 67. Tadeusz Rσzewich, Λεύκωμα
- 68. Umberto Saba, «Φρούτα, λαχανικά»
- 69. Vittorio Sereni, ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ
- 70. Charles Simic, Φτώχεια
- 71. Gary Snyder, Τι άλλο έχω μάθει
- 72. Raymond Souster, Εκεί που τα γαλάζια άλογα
- 73. Wallace Stevens, ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΜΕΓΙΣΤΑΝΟΣ
- 74. Marc Strand, Διατηρώντας τα πράγματα ολόκληρα
- 75. Jules Supervielle, Αναμονή θανάτου
- 76. Wisawa Szymborska, Εγκώμιο της αδελφής μου
- 77. Σαλάχ Αμπντέλ Σαμπούρ, Ερωτήματα
- 78. Laurent Tailhade, Βαρκαρόλα
- 79. Dylan Thomas, Κι ο θάνατος δεν θά' χει πια εξουσία
- 80. Giuseppe Ungaretti, Η όμορφη νύχτα
- 81. Orhan Veli Kanik, Το ποίημα με την ουρά
- 82. Karl Vennberg, Καθημερινή ζωή
- 83. Paul Verlaine, Οι ράθυμοι
- 84. Boris Vian, Καλημέρα σκύλε
- 85. William Carlos Williams, Το κόκκινο καροτσάκι
- 86. James Wright, Κουβαλώντας λέξεις ένας ψύλλος
- 87. Judith Wright, Φινάλε
- 88. W.B. Yeats, Οι φιλόλογοι
- 89. Eugenio Yevtousenco, Κρέμασα το ποίημά μου
- 90. Choueï-P'aï Yuan, Η πόλη
- Ανθολογία Διηγημάτων
- 1. Woody Allen, Η Υπόθεση Κούγκελμαςς
- 2. Ivo Andrić, Η γέφυρα της Ζέπα
- 3. Victor Auburtin, Το τέλος του Οδυσσέα
- 4. Augusto Roa Bastos, Αντιζωή
- 5. Samuel Beckett, Διωγμένος
- 6. Hans Bender, Ο Σιτιστής
- 7. Peter Bichsel, Χαιρετίσματα από τον Γιόντοκ
- 8. Karen Blixen, Τα μαργαριτάρια
- 9. Heinrich Böll, Στη γέφυρα
- 10. Jorge Louis Borges, Η γραφή του Θεού
- 11. Daniel Boulanger, Το φως
- 12. Dino Buzzati, Κάτι που αρχίζει από 'λάμδα'
- 13. Italo Calvino, Η περιπέτεια ενός οδηγού
- 14. Julio Cortázar, Ίστορία χωρίς ηθικό δίδαγμα
- 15. Francis Scott Key Fitzgerald, Η χαμένη δεκαετία
- 16. Jaroslav Hašek, Η δωρεά του κυρίου Κάουμπλε
- 17. Patricia Highsmith, Η πεζογράφος
- 18. James Joyce, Πανσιόν δι' οικογενείας
- 19. Franz Kafka, Μπρος απ' το νόμο
- 20. Efraim Kishon, Πώς μπορείτε να κάνετε κριτική σε ένα βιβλίο δίχως να το έχετε διαβάσει
- 21. Catherine Mansfield, Η μύγα
- 22. Gabriel Garcia Marquez, Ενοικιάζονται όνειρα
- 23. Kurt Marti, Αγναντεύοντας τη Νάπολη
- 24. Guy de Maupassant, Ο Αγιαντώντης
- 25. Alberto Moravia, Ο κροκόδειλος
- 26. Edgar Allan Poe, Η σφίγγα
- 27. Raymond Queneau, Η υποκειμενική άποψη
- 28. Italo Svevo, Η μάνα
- 29. Anton Pavlovitch Tchekhov, Καημός
- 30. Virginia Woolf, Ένα στοιχειωμένο σπίτι
26. Edgar Allan Poe, Η σφίγγα
Έντγκαρ Άλαν Πόε, Ο άγγελος του παράξενου, μετάφραση Δημοσθένης Κούρτοβικ, Αθήνα, Αιγόκερως, 1982, σσ. 25-30.
Edgar Allan Poe
Η ΣΦΙΓΓΑ
Τον καιρό που βασίλευε στη Νέα Υόρκη η φρίκη της χολέρας, είχα δεχτεί την πρόσκληση ενός συγγενή μου να περάσω μαζί του δεκαπέντε μέρες στο αναχωρητήριό του, ένα εξοχικό σπίτι στις όχθες του Χούδσωνα. Εκεί είχαμε ολόγυρά μας όλα τα συνηθισμένα μέσα καλοκαιρινής ψυχαγωγίας- και με τους περίπατους στο δάσος, την ιχνογραφία, την κωπηλασία, το ψάρεμα, το κολύμπι, τη μουσική και τα βιβλία θα περνούσαμε αρκετά ευχάριστα τον καιρό μας, αν δεν υπήρχαν οι φοβερές ειδήσεις που έφταναν κάθε πρωί απ' την πολυάνθρωπη πόλη. Δεν περνούσε ούτε μέρα που να μη μας φέρει το νέο για το θάνατο κάποιου γνωστού μας. Σιγά - σιγά, όσο απλωνόταν η συμφορά, μάθαμε να περιμένουμε καθημερινά το χαμό κάποιου φίλου. Στο τέλος τρέμαμε κάθε φορά που ζύγωνε κάποιος μαντατοφόρος. Ακόμα κι ο αέρας που ερχόταν απ' τα νότια μας φαινόταν ότι μύριζε θάνατο. Αυτή η φοβερή σκέψη κυρίεψε πέρα για πέρα την ψυχή μου. Δεν μπορούσα να μιλήσω ούτε να σκεφτώ ούτε να ονειρευτώ τίποτ' άλλο. Ο οικοδεσπότης μου είχε λιγότερο ευσυγκίνητη ιδιοσυγκρασία, και, παρόλο που το ηθικό του ήταν πολύ πεσμένο, προσπαθούσε ν' ανυψώσει το δικό μου. Η πλούσια φιλοσοφική του διάνοια δεν επηρεαζόταν ποτέ από φανταστικά γεγονότα. Έδειχνε αρκετή ευαισθησία στο χειροπιαστό τρόμο, αλλά τη σκιά του δεν τη φοβόταν.
Οι προσπάθειές του να με βγάλει από την αφύσικη κατάθλιψη, στην οποία είχα βυθιστεί, έμεναν άκαρπες, και σ' αυτό έφταιγαν σε μεγάλο βαθμό κάτι τόμοι που είχα βρει στη βιβλιοθήκη του. Οι τόμοι αυτοί ήταν ό,τι έπρεπε για να βλαστήσουν τα όποια σπέρματα κληρονομικής δεισιδαιμονίας υπήρχαν μέσα μου σε λανθάνουσα κατάσταση. Διάβαζα αυτά τα βιβλία χωρίς να το ξέρει ο οικοδεσπότης μου, κι έτσι αυτός αδυνατούσε συχνά να εξηγήσει τις ζωηρές εντυπώσεις που είχαν χαραχτεί στη φαντασία μου.
Ένα από τα προσφιλή μου θέματα ήταν η λαϊκή πίστη στους οιωνούς -μια πίστη που, εκείνη την περίοδο της ζωής μου, είχα την τάση να την υπερασπίζω. Πάνω σ' αυτό το ζήτημα κάναμε πολύωρες και ζωηρές συζητήσεις- εκείνος υποστήριζε ότι η πίστη σε τέτοια πράγματα είναι ολότελα αστήριχτη, ενώ εγώ ισχυριζόμουν ότι ένα λαϊκό αίσθημα που γεννιέται τόσο αυθόρμητα -δηλαδή χωρίς τα εξωτερικά σημάδια της υποβολής- έχει μέσα του οπωσδήποτε στοιχεία αλήθειας και δικαιούται ν' απαιτεί το σεβασμό μας.
Το γεγονός είναι πως, λίγο μετά την άφιξή μου στο εξοχικό, μου συνέβη ένα περιστατικό τόσο ανεξήγητο και, όπως έδειχνε, τόσο σημαδιακό, ώστε ίσως να δικαιολογούμαι που το πήρα για κακό οιωνό. Το περιστατικό αυτό με τρομοκρατούσε και ταυτόχρονα με σάστισε τόσο πολύ, που πέρασαν πολλές μέρες πριν αποφασίσω να μιλήσω στο φίλο μου γι' αυτό.
Κατά το γέρμα μιας πολύ ζεστής μέρας, καθόμουν, μ' ένα βιβλίο στο χέρι, πλάι σ' ένα ανοιχτό παράθυρο, με πανοραμική θέα προς τις όχθες του ποταμού, όταν πρόσεξα ένα μακρινό λόφο, που η πιο κοντινή πλευρά του είχε απογυμνωθεί από τα περισσότερα δέντρα της εξαιτίας μιας κατολίσθησης. Από ώρα οι σκέψεις μου πετούσαν από το βιβλίο που κρατούσα στα χέρια μου στο ζόφο και την ερήμωση της γειτονικής πόλης. Όταν σήκωσα τα μάτια μου από τη σελίδα, έπεσαν πάνω στη γυμνή πλαγιά του λόφου και πάνω σ' ένα αντικείμενο -σε κάποιο ζωντανό τέρας με φρικιαστική εμφάνιση, που κατέβαινε γρήγορα την πλαγιά, ώσπου τελικά εξαφανίσθηκε στο πυκνό δάσος που απλωνόταν πιο κάτω. Όταν πρωτοείδα αυτό το πλάσμα, ένιωσα αμφιβολίες για την πνευματική υγεία μου, ή τουλάχιστον για την αξιοπιστία των ματιών μου, και πέρασαν πολλά λεπτά πριν καταφέρω να πείσω τον εαυτό μου πως ούτε τρελός ήμουν ούτε ονειρευόμουν. Ωστόσο, αν περιγράψω το τέρας (που το είδα καθαρά και το παρακολούθησα ψύχραιμα σ' όλη του την πορεία), φοβάμαι πως οι αναγνώστες μου θα δυσκολευθούν να πεισθούν γι' αυτές τις λεπτομέρειες περισσότερο απ' όσο δυσκολεύθηκα εγώ ο ίδιος.
Υπολογίζοντας το μέγεθος του πλάσματος από τη διάμετρο των χοντρόκορμων δέντρων, πλάι στα οποία πέρασε -των λιγοστών γιγάντων του δάσους που είχαν γλιτώσει από τη μανία της κατολίσθησης- συμπέρανα ότι ήταν πολύ μεγαλύτερο από κάθε πλοίο της γραμμής που υπάρχει. Λέω πλοίο της γραμμής, γιατί αυτή την εντύπωση έδινε το σχήμα του τέρατος- το κύτος ενός δίκροτου των εβδομηντατεσσάρων πυροβόλων δίνει μια αρκετά πιστή εικόνα για το γενικό περίγραμμα αυτού του πλάσματος. Το στόμα του ζώου βρισκόταν στην άκρη μιας προβοσκίδας με μάκρος εξήντα ως εβδομήντα πόδια και με πάχος όσο περίπου το κορμί ενός συνηθισμένου ελέφαντα. Κοντά στη ρίζα αυτής της προβοσκίδας υπήρχε ένα τεράστιο πλήθος από μαύρες, ανάκατες τρίχες -περισσότερες απ' όσες θα έβγαιναν από είκοσι βουβάλια- και μέσα απ' αυτό το τρίχωμα πρόβαλλαν προς τα κάτω και τα πλάγια δυο γυαλιστεροί χαυλιόδοντες, όχι ανόμοιοι με τους χαυλιόδοντες ενός αγριογούρουνου, αλλά ασύγκριτα μεγαλύτεροι. Παράλληλα στην προβοσκίδα, και σε κάθε πλευρά της, εκτεινόταν από μια γιγαντιαία κεραία, με μάκρος τριάντα ως σαράντα πόδια, που έδειχνε ν' αποτελείται από καθαρό κρύσταλλο και σχημάτιζε ένα τέλειο πρίσμα -μάλιστα αντανακλούσε με λαμπρό τρόπο τις αχτίνες του ήλιου που βασίλευε. Ο κορμός του τέρατος είχε σχήμα σφήνας, με την αιχμή προς τα κάτω. Απ' αυτόν ξεφύτρωναν δυο ζευγάρια φτερά, που το καθένα τους είχε μήκος γύρω στις εκατό γιάρδες- το ένα ζευγάρι ήταν πάνω στο άλλο κι όλα τα φτερά ήταν σκεπασμένα με πυκνά μεταλλικά λέπια- κάθε λέπι φαινόταν να έχει διάμετρο δέκα με δώδεκα, πόδια. Πρόσεξα πως τα πάνω και τα κάτω φτερά, συνδέονταν με μια γερή αλυσίδα. Αλλά το πιο παράξενο πράγμα σ' αυτό το φρικιαστικό ον ήταν η εικόνα μιας Νεκροκεφαλής, που σκέπαζε σχεδόν ολόκληρη την επιφάνεια του στήθους του και ήταν τόσο πιστά χαραγμένη, με άσπρο αστραφτερό χρώμα, πάνω στο μαύρο φόντο του σώματος, που θα 'λεγε κανείς πως τη ζωγράφισε εκεί μ' επιμέλεια κάποιος καλλιτέχνης. Καθώς κοίταζα αυτό το φοβερό ζώο, και ιδιαίτερα τη μορφή που υπήρχε πάνω στο στήθος του, με αίσθημα δέους και φρίκης -μ' ένα αίσθημα επερχόμενης συμφοράς, που στάθηκε αδύνατο να το υπερνικήσω με το λογικό μου- είδα τα πελώρια σαγόνια που υπήρχαν στην άκρη της προβοσκίδας ν' ανοίγουν ξαφνικά, κι από μέσα τους βγήκε ένας ήχος τόσο δυνατός και θρηνητικός, που τάραξε τα νεύρα μου σαν πένθιμη κωδωνοκρουσία, κι όταν το τέρας εξαφανίσθηκε στα ριζά του λόφου σωριάστηκα μεμιάς λιπόθυμος στο πάτωμα.
Όταν συνήλθα, η πρώτη μου σκέψη ήταν φυσικά να πληροφορήσω το φίλο μου γι' αυτό που είχα δει κι ακούσει -και μου είναι σχεδόν αδύνατο να εξηγήσω ποιο αίσθημα απέχθειας μ' εμπόδισε τελικά να το κάνω.
Τελικά, ένα βράδυ, τρεις ή τέσσερις μέρες έπειτα απ' το περιστατικό, καθόμασταν μαζί στο ίδιο δωμάτιο όπου είχα δει εκείνο το πλάσμα. Εγώ καθόμουν στην ίδια θέση, πλάι στο ίδιο παράθυρο, ενώ ο φίλος μου ήταν ξαπλωμένος σ' ένα ντιβάνι εκεί κοντά. Η σύμπτωση του τόπου και του χρόνου μ' έκανε να του περιγράψω το φαινόμενο που είχα δει. Αυτός μ' άκουσε ως το τέλος. Στην αρχή γέλασε με την καρδιά του, ύστερα όμως το φέρσιμό του έγινε πολύ σοβαρό, σαν να μην αμφέβαλε καθόλου ότι ήμουν τρελός. Εκείνη τη στιγμή είδα και πάλι καθαρά το τέρας, στο οποίο και έστρεψα την προσοχή του φίλου μου με μια κραυγή απερίγραπτου τρόμου.
Αυτός κοίταξε καλά, αλλά ισχυρίσθηκε πως δεν έβλεπε τίποτα -αν και του περιέγραψα καταλεπτώς την πορεία εκείνου του εφιαλτικού πλάσματος, που ροβόλησε και πάλι τη γυμνή πλαγιά του λόφου.
Τώρα ήμουν αναστατωμένος όσο δεν λέγεται, γιατί θεώρησα ότι το όραμα αυτό ήταν ή σημάδι του θανάτου μου, ή, πράγμα ακόμα χειρότερο, προάγγελος μιας κρίσης μανίας. Σωριάστηκα απελπισμένος στην καρέκλα μου και για κάμποση ώρα κράτησα το πρόσωπό μου κρυμμένο στα χέρια μου. Όταν ξεσκέπασα τα μάτια μου, το τερατώδες ον δεν φαινόταν πια.
Ο οικοδεσπότης μου, όμως, είχε ξαναβρεί ως ένα βαθμό το ήρεμο φέρσιμό του και μου έκανε εξονυχιστικές ερωτήσεις για την εμφάνιση εκείνου του εξωπραγματικού πλάσματος. Όταν ικανοποίησα όλες τις απορίες του, αυτός αναστέναξε βαθιά, σαν να είχε ανακουφισθεί από κάποιο αβάσταχτο βάρος, και, με μια αταραξία που μου φάνηκε απάνθρωπη εξακολούθησε να μιλάει για διάφορα φιλοσοφικά ζητήματα, για τα οποία συζητούσαμε συχνά ως εκείνη τη στιγμή. Θυμάμαι ότι, ανάμεσα σ' άλλα πράγματα, επέμενε ιδιαίτερα στην ιδέα ότι η κύρια πηγή πλάνης σε κάθε ανθρώπινη έρευνα είναι η τάση του λογικού να υποτιμά ή να υπερτιμά τη σημασία ενός αντικειμένου, από κακό υπολογισμό της απόστασής του στο χώρο ή στο χρόνο. «Λόγου χάρη», είπε, «για να εκτιμήσουμε σωστά την επίδραση που θ' ασκήσει γενικά στην ανθρωπότητα η διάχυση της Δημοκρατίας, πρέπει να πάρουμε υπόψη μας την απόσταση της εποχής, στην οποία θα έχει ίσως ολοκληρωθεί αυτή η διάχυση. Μπορείς να μου πεις ένα συγγραφέα, απ' όσους ασχολούνται με το ζήτημα της διακυβέρνησης των ανθρώπων, που να καταδέχτηκε ποτέ να εξετάσει αυτή την πτυχή του ζητήματος;»
Στο σημείο αυτό σταμάτησε για μια στιγμή, πήγε σ' ένα ράφι με βιβλία κι έβγαλε ένα από τα συνηθισμένα εγχειρίδια φυσικής ιστορίας. Κατόπιν, παρακαλώντας με ν' αλλάξω θέση μαζί του, για να μπορεί να διαβάσει καλύτερα τα ψιλά γράμματα του βιβλίου, τράβηξε την πολυθρόνα μου κοντά στο παράθυρο και, ανοίγοντας το βιβλίο, εξακολούθησε να μιλάει στον ίδιο τόνο όπως και πριν.
«Αν δεν μου περιέγραφες με τόσες λεπτομέρειες το τέρας», είπε, «ίσως να μη μπορούσα ποτέ να σου αποδείξω τι ήταν». Πρώτα απ' όλα, όμως, άφησέ με να σου διαβάσω μια σχολική περιγραφή για το γένος σφίγγα, της οικογένειας των νυκτιιδών, της τάξης των λεπιδοπτέρων, της ομοτα-ξίας τον εντόμων. Ιδού η περιγραφή:
«Τέσσερα μεμβρανώδη φτερά, σκεπασμένα με μικρά έγχρωμα λέπια που έχουν μεταλλική εμφάνιση- το στόμα σχηματίζει μια περιελιγμένη προβοσκίδα, που δημιουργείται από την επιμήκυνση των χειλέων- στα πλάγια της προβοσκίδας βρίσκονται υποτυπώδη σαγόνια και χνουδωτά εξαρτήματα- τα κατώτερα φτερά συνδέονται με τα ανώτερα χάρη σε μια σκληρή τρίχα, οι κεραίες έχουν τη μορφή επιμηκυσμένων ροπάλων και σχήμα πρίσματος- η κοιλιά είναι οξύληκτη. Η «σφίγγα - νεκροκεφαλή» σκορπίζει συχνά τον τρόμο στους αμαθείς, εξαιτίας της μελαγχολικής κραυγής που βγάζει και των συμβόλων του θανάτου που στολίζουν το θώρακά της».
Σ' αυτό το σημείο ο φίλος μου έκλεισε το βιβλίο κι έγειρε προς τα εμπρός, παίρνοντας τη στάση ακριβώς που είχα όταν αντίκρισα «το τέρας».
«Α, νάτο», φώναξε ξαφνικά. «Ξανανεβαίνει την πλαγιά του λόφου, κι ομολογώ πως έχει πολύ παράξενη εμφάνιση. Ωστόσο, με κανένα τρόπο δεν είναι τόσο μεγάλο ούτε τόσο μακρινό όσο φαντάστηκες- γιατί, καθώς σκαρφαλώνει τούτο δω το νήμα, που κάποια αράχνη ύφανε στο παράθυρο, διαπιστώνω πως το μήκος του είναι το πολύ γύρω στο ένα δέκατο έκτο της ίντσας, κι άλλο τόσο απέχει επίσης από την κόρη του ματιού μου».
μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ