Skip to main content

Νέα ελληνική

Ανθολογία μεταφρασμένης νεότερης λογοτεχνίας: ποιήματα και διηγήματα - Κείμενα

Ανθολογία μεταφρασμένης νεότερης λογοτεχνίας: ποιήματα και διηγήματα



13. Italo Calvino, Η περιπέτεια ενός οδηγού

περ. Ηριδανός 3, Δεκ.1975-Ιαν.1976, 51-54 [μετάφραση Νάσος Βαγενάς]

Italo Calvino

Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΕΝΟΣ ΟΔΗΓΟΥ

Μόλις βγαίνω απ' την πόλη βλέπω πως έχει σκοτεινιάσει. Ανάβω τα φώτα. Πάω από την πόλη Α στην πόλη Β από μιαν εθνική οδό με τρεις λουρίδες, από κείνες που η μεσαία χρησιμεύει για το προσπέρασμα. Οδηγώντας τη νύχτα ακόμα και τα μάτια πρέπει να λειτουργούν σε μιαν άλλη συχνότητα, γιατί δεν έχουν πια να διακρίνουν ανάμεσα στις σκιές και τα θαμπά χρώματα του απογευματινού τοπίου τις κηλίδες των μακρινών αυτοκινήτων, αλλά να ελέγξουν ένα είδος μαύρου πίνακα που απαιτεί μιαν ανάγνωση διαφορετική, ακριβέστερη όμως απλουστευμένη, αφού το σκοτάδι σβήνει όλες τις λεπτομέρειες πουθα μπορούσαν να τραβήξουν την προσοχή, αφήνοντας μόνο τα απαραίτητα -τις άσπρες γραμμές πάνω στην άσφαλτο και τα κίτρινα και κόκκινα φώτα των αυτοκινήτων. Είναι κάτι που γίνεται αυτόματα, κι αν τυχαίνει να το συλλογίζομαι απόψε, είναι γιατί τώρα που τα εξωτερικά ερεθίσματα λιγοστεύουν, τα από μέσα παίρνουν την πάνω βόλτα, οι σκέψεις μου τρέχουν για λογαριασμό τους σ' ένα κύκλωμα εκδοχών και αμφιβολιών, που δεν κατορθώνω να το ελέγξω, με λίγα λόγια πρέπει να κάνω μιαν ιδιαίτερη προσπάθεια για να συγκεντρωθώ στο τιμόνι.

Βρέθηκα στο αυτοκίνητο ξαφνικά, έπειτα από μια τηλεφωνική παρεξήγηση με την Υ. Εγώ μένω στην Α, η Υ μένει στη Β. Δεν ήταν να πάω να τη δω απόψε. Αλλά στο καθημερινό μας τηλεφώνημα είπαμε πράγματα που δε θα έπρεπε να πούμε στο τέλος πάνω στα θυμό μου της δήλωσα πως θα ήθελα να διακόψουμε· η Υ μου είπε πως δεν είχε καμμιάν αντίρρηση και πως θα τηλεφωνούσε αμέσως στον Ζ, τον αντίζηλό μου. Στο σημείο αυτό ένας από τους δυο μας -δεν θυμάμαι ποιος- έκλεισε το τηλέφωνο. Δεν πέρασε ένα λεπτό και κατάλαβα πως η αιτία της φιλονικίας μας ήταν ασήμαντη σε σύγκριση με τιςσυνέπειες που θα προκαλούσε. Να την ξανάπαιρνα στο τηλέφωνο θα ήταν λάθος ο μόνος τρόπος να τακτοποιήσω το ζήτημα ήταν να τρέξω στη Β και να λύσω τη διαφορά πρόσωπο με πρόσωπο. Να με λοιπόν σ'αυτόν το δρόμο, που τον έχω κάνει εκατοντάδες φορές, μέρα και νύχτα, χειμώνα-καλοκαίρι, και που τόσο μακρύς δε μου φάνηκε ποτέ μου.

Για να είμαι ακριβέστερος, μου φαίνεται πως έχω χάσει την αίσθηση του χώρου και του χρόνου: τα φώτα των αυτοκινήτων σβήνουν από τα μάτια μου τις γραμμές του τοπίου - οι αριθμοί των χιλιομέτρων πάνω στις τεράστιες πινακίδες κι αυτοί που πέφτουν αδιάκοπα στον μετρητή του αυτοκινήτου μου, είναι στοιχεία που δε μου λένε τίποτα, που δεν απαντούν στο ερώτημα που με βασανίζει: τι κάνει η Υ αυτή τη στιγμή, τι σκέφτεται. Είχε στ' αλήθεια σκοπό να τηλεφωνήσει στον Ζ ή πέταξε μόνο μιαν απειλή μόνο και μόνο για να με φοβίσει; Κι αν μιλούσε σοβαρά, θα το έκανε αμέσως ή θα το σκεφτόταν προηγουμένως, αφήνοντας να της περάσει ο θυμός πριν αποφασίσει; Ο Ζ μένει στην Α, όπως κι εγώ· ο Ζ αγαπάει την Υ χωρίς τύχη. Αν του έχει τηλεφωνήσει πως θα 'θελε να τον δει, θα είχε τσακιστεί να τρέξει κοντά της. Συνεπώς αυτή τη στιγμή θα τρέχουμε μαζί στον ίδιο δρόμο. Κάθε αυτοκίνητο που με προσπερνά θα μπορούσε να είναι το δικό του, το ίδιο και κάθε αυτοκίνητο που προσπερνάω. Είναι δύσκολο να το εξακριβώσω: τ' αυτοκίνητα που τρέχουν στην ίδια κατεύθυνση με την δική μου είναι δυο κόκκινα φώτα όταν βρίσκονται μπροστά μου και δυο κίτρινα μάτια όταν τα βλέπω να μένουν πίσω. Τη στιγμή που τα προσπερνώ το μόνο που διακρίνω είναι ο τύπος του αυτοκινήτου και πόσα πρόσωπα βρίσκονται μέσα, όμως τ' αυτοκίνητα με μονάχα τον οδηγό είναι τα περισσότερα κι όσο για τη μάρκα δε νομίζω πως το αμάξι του Ζ είναι ιδιαίτερα αναγνωρίσιμο.

Σα να μην έφτανε αυτό, αρχίζει να βρέχει. Το οπτικό μου πεδίο περιορίζεταιτώρα στο ημικύκλιο που ανοίγουν πάνω στο τζάμι οι καθαριστήρες, το υπόλοιπο είναι δυο σκοτεινές λουρίδες, που περνούν σύρριζα απ' τους κροτάφους μου. Οι ειδήσεις που μου έρχονται απέξω είναι μόνο τα κίτρινα και κόκκινα φώτα, θαμπά από τη βροχή. Το μόνο που μπορώ να κάνω με τον Ζ είναι να προσπαθήσω να τον ξεπεράσω, να μην αφήσω να με περάσει αυτός, σ' όποιο αυτοκίνητο κι αν είναι, όμως δεν ξέρω αν βρίσκεται σε κάποιο από τ' αυτοκίνητα και ποιο είναι αυτό το αυτοκίνητο. Αισθάνομαι εξίσου εχθρικά όλα τ' αυτοκίνητα που τρέχουν προς την κατεύθυνση Α· κάθε αμάξι πιο γρήγορο απ' το δικό μου που κάνει σήμα ζητώντας να με περάσει μου γεννά ένα δυνατό αίσθημα ζήλειας· και κάθε φορά που βλέπω να μικραίνει μπροστά μου η απόσταση από τα φώτα ενός αντιζήλου, νιώθω μέσα μου ένα αίσθημα θριάμβου.

Θα μου αρκούσε μια προτεραιότητα λίγων λεπτών. Βλέποντας με τι λαχτάρα έτρεξα κοντά της η Υ θα ξεχάσει αμέσως την αιτία της φιλονικίας μας· όλα θα γίνουν πάλι όπως πρώτα· ο Ζ φτάνοντας θα καταλάβει πως τον είχαν φωνάξει από ένα καπρίτσιο και θα αισθανθεί ένας ξένος. Ίσως μάλιστα αυτή τη στιγμή η Υ να έχει μετανιώσει για όσα μου είπε και να προσπαθεί να μου τηλεφωνήσει· ή μάλλον ίσως να σκέφτηκε κι αυτή πως θα ήταν καλύτερα να τρέξει να με βρει, να έχει κιόλας μπει στ' αυτοκίνητο, να την που τρέχει με κατεύθυνση αντίθετη από τη δική μου, στον ίδιο δρόμο.

Τώρα έχω σταματήσει να κοιτάζω τ' αυτοκίνητα δίπλα μου και κοιτάζω αυτά που έρχονται από απέναντι, θέλω να πω τα φώτα που μεγαλώνουν ολοένα μέχρι να σκεπάσουν το οπτικό μου πεδίο και να χαθούν πίσω μου ξαφνικά σέρνοντας ένα είδος υποβρύχιας λάμψης. Το αυτοκίνητο της Υ είναι πολύ κοινό, όπως άλλωστε και το δικό μου. Κάθε μια από αυτές τις φωτεινές εξογκώσεις θα μπορούσε να είναι η Υ, που έρχεται να με βρει, σε κάθε μια νιώθω κάτι να σαλεύει μέσα μου, κάτι σαν μια αίσθηση απόκρυφη, ένα μήνυμα ερωτικό, αποκλειστικά δικό μου, που συγχωνεύεται με όλα τα άλλα μηνύματα που τρέχουν στο δρόμο, κι όμως δε θα τολμούσα να ζητήσω από την Υ ένα μήνυμα διαφορετικό από τούτο.

Καθώς τρέχω αισθάνομαι πως αυτό που λαχταρώ περισσότερο δεν είναι να βρω την Υ στο τέλος της διαδρομής μου· θέλω και η Υ να έχει τρέξει σ' εμένα, κι αυτή είναι η απάντηση που περιμένω, θέλω δηλαδή να ξέρει πως τρέχω προς το μέρος της αλλά ταυτόχρονα να είμαι βέβαιος πως έρχεται κι εκείνη προς εμένα. Η μόνη σκέψη που με παρηγορεί είναι αυτή που με βασανίζει περισσότερο: πως αν αυτή τη στιγμή η Υ έρχεται προς εμένα, κάθε φορά που θα βλέπει από απέναντι τα φώτα ενός αυτοκινήτου, θ' αναρωτιέται μήπως είμαι εγώ που τρέχω να τη συναντήσω, θα θέλει να είμαι εγώ, αλλά δε θα μπορεί να είναι βέβαιη. Αυτή τη στιγμή δυο αυτοκίνητα που τρέχουν αντίθετα βρίσκονται για ένα δευτερόλεπτο το ένα δίπλα στ' άλλο- μια δυνατή λάμψη φωτίζει τη βροχή και το βουητό των αυτοκινήτων ενώνεται για μια στιγμή σαν ένα ξαφνικό φύσημα του ανέμου: ίσως να ήμασταν εμείς, ή μάλλον είναι βέβαιο πως το ένα αυτοκίνητο ήμουν εγώ -αν αυτό σημαίνει τίποτα- και πως το άλλο θα μπορούσε να είναι εκείνη, δηλαδή εκείνο που θα ήθελα να είναι εκείνη, το σημείο όπου θα ήθελα να την αναγνωρίσω, μολονότι είναι το σημείο το ίδιο που με δυσκολεύει να την αναγνωρίσω. Το να τρέχουμε, εγώ κι αυτή, σ' αυτόν το δρόμο, είναι το μόνο που μας απομένει για να εκφράσουμε αυτό που έχουμε να πούμε, όμως δεν μπορούμε να το πούμε όσο συνεχίζουμε να τρέχουμε.

Βέβαια πήδηξα στ' αυτοκίνητο για να τρέξω κοντά της όσο πιο γρήγορα μπορούσα· όσο πιο πολύ όμως πλησιάζω τόσο αρχίζω να καταλαβαίνω πως η στιγμή που θα φτάσω δε θα είναι το αληθινό τέλος της διαδρομής μου. Η συνάντησή μας, με όλες τις περιττές λεπτομέρειες που μια σκηνή συνάντησης προϋποθέτει, το πυκνό δίχτυ των αισθημάτων, των νοημάτων και των αναμνήσεων, που θα ξεδιπλώνονταν μπροστά μου -το δωμάτιο με τον κάκτο και το οπάλινο αμπαζούρ, τα σκουλαρίκια- τα λόγια που θα' λεγα, μερικά είμαι βέβαιος αμφίβολα ή λαθεμένα, τα λόγια που θα 'λεγε, κάπως παράτονα και όχι βέβαια αυτά που περιμένω, ο στρόβιλος των απρόβλεπτων συνεπειών που δημιουργεί η κάθε χειρονομία και η κάθε λέξη, θα σήκωναν γύρω από αυτά που έχουμε να πούμε ή, καλύτερα, από αυτά που θέλουμε ν' ακούσουμε μια τέτοια ομίχλη, που η επικοινωνία μας -δύσκολη ήδη απ' το τηλέφωνο-θα γινόταν ακόμα πιο αδύνατη, θα πνιγόταν και θα θαβόταν σαν κάτω από μια χιονοστιβάδα. Αυτός ήταν ο λόγος που ένιωσα την ανάγκη αντί να συνεχίσω να μιλάω, να μετατρέψω αυτά που είχα να πω σ' ένα κώνο φωτός που τρέχει με εκατόν σαράντα χιλιόμετρα την ώρα, να μετατρέψω τον εαυτό μου σ' αυτόν τον κινούμενο κώνο, γιατί είναι βέβαιο πως ένα τέτοιο σήμα η Υ μπορεί να το δεχτεί και να το κατανοήσει δίχως να χάνεται στην αμφίβολη συγκίνηση δευτερότερων συναισθημάτων, όπως κι εγώ που για να δεχτώ και να καταλάβω αυτά που εκείνη έχει να μου πει, θα ήθελα να μην ήταν άλλα (θα ήθελα να μην ήταν άλλη) από αυτό τον κώνο φωτός που βλέπω να 'ρχεται από απέναντι με ταχύτητα (λέω έτσι, με το μάτι) εκατόν δέκα - εκατόν είκοσι χιλιομέτρων. Αυτό που έχει σημασία είναι να μεταδώσουμε το απαραίτητο αφήνοντας έξω κάθε τι περιττό, να μετατρέψουμε τους εαυτούς μας σε μιαν ουσιαστική πληροφορία, σε φωτεινό σημείο που κινείται προς μιαν ορισμένη κατεύθυνση, καταργώντας το περίπλοκο των προσώπων και των καταστάσεών μας, ρίχνοντάς το στη σκιά που σέρνουν πίσω τους τ' αυτοκίνητά μας. Η Υ, που αγαπώ, είναι στην πραγματικότητα αυτή η κινούμενη δέσμη φωτός, και όλα τ' άλλα μπορούν να μείνουν στο σκοτάδι· κι εγώ ο ίδιος, το αντικείμενο του έρωτά της, εγώ που είχα το σθένος να μπω στο κύκλωμα των εξάρσεων που είναι η συναισθηματική ζωή της, είμαι αυτό το αναβόσβημα, το σήμα του προσπεράσματος, που προσπαθώ για τον έρωτά της, και όχι χωρίς κίνδυνο, να επιτύχω.

Και όμως με τον Ζ (δεν έχω ξεχάσει τον Ζ) τη σωστή μας σχέση μπορώ να την προσδιορίσω μόνο αν αυτός είναι για μένα τα φώτα που μ' ακολουθούν ή εγώ τα φώτα που τον ακολουθάνε: γιατί όταν αρχίζω να σκέφτομαι την περίπτωσή του, τη συγκινητική αλλά και θλιβερή αυτή περίπτωση -που ωστόσο τα δικαιολογητικά δεν της λείπουν- αυτή την ανιαρή ιστορία ενός άτυχου έρωτα και την κάπως αμφίβολη πάντα συμπεριφορά του...ε, τότε δεν ξέρω πώς να τελειώσω. Απεναντίας, όσο όλα συνεχίζονται έτσι, δεν έχω λόγους ν' ανησυχώ: ο Ζ που προσπαθεί να με προσπεράσει ή που εγώ προσπερνάω (όμως δεν ξέρω αν είναι εκείνος), η Υ που τρέχει προς το μέρος μου μετανιωμένη κι ερωτευμένη (όμως δεν ξέρω αν είναι εκείνη), εγώ που τρέχω προς το μέρος της γεμάτος ζήλεια κι αγωνία (όμως δεν μπορώ να κάνω να το μάθουν ούτε αυτή ούτε κανένας άλλος)...

Βέβαια αν στο δρόμο βρισκόμουν μόνο εγώ, αν δεν έβλεπα άλλα αυτοκίνητα να τρέχουν πάνω κάτω, τότε όλα θα ήταν πολύ πιο καθαρά· θα ήμουν βέβαιος πως ούτε ο Ζ κινήθηκε να μ' εκτοπίσει ούτε η Υ ξεκίνησε για να συμφιλιωθούμε, στοιχεία που θα μπορούσα να τα καταχωρήσω στο ενεργητικό ή το παθητικό μου, και που δε θ' άφηναν περιθώριο για αμφιβολίες. Κι όμως αν μου πρότειναν ν' αλλάξω την τωρινή μου αβέβαιη κατάσταση με κάποια αρνητική βεβαιότητα, δε θα δεχόμουν. Η ιδεώδης περίπτωση, που δε θ' άφηνε κανένα περιθώριο για αμφιβολία, θα ήταν αν πάνω σ' αυτόν το δρόμο δεν υπήρχαν παρά μόνο τρία αυτοκίνητα: το δικό μου, της Υ και του Ζ. Τότε κανένα άλλο αυτοκίνητο δε θα μπορούσε να είναι μπροστά μου χωρίς να είναι του Ζ, και το μόνο που θα ερχόταν από απέναντι θα ήταν της Υ. Όμως τώρα, ανάμεσα στις εκατοντάδες αυτοκίνητα που η νύχτα και η βροχή μετατρέπουν σε ανώνυμα φώτα, μόνο ένας παρατηρητής, που θα στεκόταν ακίνητος στο κατάλληλο σημείο, θα μπορούσε να διακρίνει το ένα αυτοκίνητο από το άλλο και, ακόμα, ν' αναγνωρίσει τον οδηγό του. Σ' αυτή την αντινομία έχω βρεθεί: αν θέλω να λάβω ένα μήνυμα θα πρέπει να πάψω να είμαι μήνυμα ο ίδιος, όμως το μήνυμα που θα ήθελα να λάβω από την Υ -δηλαδή ότι η Υ έχει γίνει μήνυμα η ίδια- έχει αξία μόνο αν είμαι κι εγώ, με τη σειρά μου, ένα μήνυμα- από την άλλη, το μήνυμα που έχω γίνει, έχει νόημα μόνο αν η Υ δεν περιορίζεται να το δεχτεί σαν ένας οποιοσδήποτε αποδέκτης μηνυμάτων, αλλά αν είναι η ίδια το μήνυμα που περιμένω να δεχτώ από εκείνη.

Τώρα το να φτάσω στη Β, ν' ανέβω στο σπίτι της Υ και να βρω πως έχει μείνει εκεί προσπαθώντας να βρει την αιτία της φιλονικίας, δε θα μου έδινε πια καμμιάν ικανοποίηση· αν μάλιστα σε λίγο έφτανε κι ο Ζ, θ' ακολουθούσε μια απαίσια σκηνή θεάτρου αν πάλι μάθαινα ότι ο Ζ δεν είχε κινηθεί ή ότι η Υ δεν είχε πραγματοποιήσει την απειλή της, θα ένιωθα σα να μου είχε ανατεθεί ο ρόλος του κουτού της παρέας. Από την άλλη, αν είχα μείνει στην Α και η Υ είχε έρθει να μου ζητήσει συγγνώμη, θα βρισκόμουν και πάλι σε μια κατάσταση όχι ευχάριστη: θα έβλεπα την Υ με άλλα μάτια, σα μια γυναίκα αδύνατη, που έχει γαντζωθεί πάνω μου, και κάτι θα είχε αλλάξει. Δεν μπορώ πια να δεχτώ τίποτα άλλο από αυτή τη μεταμόρφωσή μας (σε μηνύματα του εαυτού μας. Και ο Ζ; Και ο Ζ δεν πρέπει να ξεφύγει από τη μοίρα μας, πρέπει κι αυτός να γίνει μήνυμα του εαυτού του, αλίμονο αν εγώ τρέχω στην Υ γεμάτος ζήλεια κι αν η Υ τρέχει σε μένα μετανιωμένη για να ξεφύγει από τον Ζ, ενώ ο Ζ δεν το 'χει κουνήσει απ' το σπίτι...

Στα μισά του δρόμου υπάρχει ένα βενζινάδικο. Σταματάω, ζητάω να μου δώσουν ψιλά, και τρέχω να τηλεφωνήσω. Δεν απαντά κανείς. Κατεβάζω το ακουστικό μ' ένα αίσθημα ευφορίας. Είναι φανερό πως η Υ μη μπορώντας να περιμένει έτρεξε να με συναντήσει. Τώρα παίρνω την αντίθετη κατεύθυνση, τρέχω κι εγώ προς την Α. Όλα τ' αυτοκίνητα που προσπερνώ, όλα τ' αυτοκίνητα που με προσπερνούνε, θα μπορούσαν να ήταν της Υ. Όλα τ' αυτοκίνητα που τρέχουν αντίθετα, θα μπορούσαν να είναι του Ζ. Ίσως πάλι κι η Υ να σταμάτησε σ' ένα βενζινάδικο, να τηλεφώνησε και να μη με βρήκε· καταλαβαίνοντας πως έρχομαι να τη βρω, ίσως να 'χει αλλάξει κι αυτή πορεία. Τώρα τρέχουμε κι οι δύο σε αντίθετες κατευθύνσεις, μακριά ο ένας από τον άλλο· κάθε αυτοκίνητο που προσπερνώ ή κάθε αυτοκίνητο που με προσπερνάει είναι του Ζ, που στα μισά του δρόμου προσπάθησε κι αυτός να τηλεφωνήσει στην Υ...

Όλα είναι ακόμα αβέβαια, όμως νιώθω να έχω φτάσει σε μια κατάσταση εσωτερικής γαλήνης: όσο θα μπορούμε να τηλεφωνάμε και δε θ' απαντά κανείς, θα συνεχίζουμε κι οι τρεις να τρέχουμε πάνω-κάτω, δίπλα σ' αυτές τις άσπρες γραμμές, χωρίς αφετηρίες και τέρματα που να συσκοτίζουν με τον όγκο των εννοιών και των συναισθημάτων τους το νόημα της πορείας μας, απαλλαγμένοι από το βάρος των προσώπων και της φωνής μας, μεταμορφωμένοι σε φωτεινά σημεία -ο μοναδικός τρόπος ύπαρξης γι' αυτόν που θέλει να ταυτιστεί μ' εκείνο που λέει, χωρίς την παραμορφωτική σκιά που η παρουσία μας ή η παρουσία του άλλου ρίχνει πάνω σ' εκείνο που λέμε.

Βέβαια το κόστος είναι υψηλό, όμως πρέπει να το δεχτούμε: πως θα είναι αδύνατο να μας διακρίνει κανείς από τα τόσα σημεία που κινούνται σ' αυτόν το δρόμο, το καθένα με το δικό του νόημα που μένει κρυμμένο κι ανεξιχνίαστο, γιατί έξω από δω δεν υπάρχει πια κανείς ικανός να μας δεχτεί και να μας εννοήσει.

μτφρ. Νάσος Βαγενάς