Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 98 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Notizb.

  • αγαθός,
    επίθ., Σπαν. (Hanna) A 505, Σπαν. (Hanna) B 483, Σπαν. (Legr.) P 54, 55, Προδρ. (Hess.-Pern.) II H 65α, ΙΙΙ 235 (χφφ CSA) (κριτ. υπ.), Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 6361, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. (Miller) 160, Καλλίμ. (Κριαρ.) 1023, Ωροσκ. (Λάμπρ.) 403, Βίος Αλ. (Reichm.) 134, Λίβ. (Μαυρ.) P 929, Λίβ. (Wagn.) N 2006, Notizb. (Kug.) 74, Έκθ. χρον. (Lambr.) 5616, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 53, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 14019, Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) φ. 336α 14, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 8, 2· παραθ. κρειττότερος, Βέλθ. (Κριαρ.) 533, Ερμον. (Legr.) A 227, X 150.
    Το αρχ. επίθ. αγαθός. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) Που έχει σχέση με την αρετή, ηθικός: κι εις την οδό την αγαθή πάντα να μας οδεύγει Π. Ν. Διαθ. φ. 336α 14. 2) Καλοκάγαθος (πβ. ΙΛ στη λ. Α2): ήτονε άνθρωπος ταπεινός. Αγάπα την φιλοσοφίαν … και ήτονε φύσις αγαθός άνθρωπος Χρον. σουλτ. 14019. 3) Που προέρχεται από καλή διάθεση: ει δε κἀν <συ> πτωχός είσαι, ουκ έχεις τί να δώσεις, κἀν λόγον δος τον αγαθόν, να τον <ε> θεραπεύσεις Σπαν. A 512. 4) Που σχετίζεται με κάτι καλό, ευχάριστο: ορθοτομία και ευσέβεια και ελπίς αγαθή και πολλαί διαλέξεις περί πίστεως και νίκος κατά των αντερούντων αυτοίς Ωροσκ. 403. 5) Που χαρακτηρίζεται από ευημερία, ευμάρεια: και διά τον αγαθόν καιρόν και διά την λιμπισίαν Προδρ. ΙΙ Η 65α. 6) Ευοίωνος (πβ. ΙΛ στη λ. Β1): ουκ αγαθήν εδέξατο την λεκανομαντείαν Βίος Αλ. 134. 7) Γενναίος: να τον παρακαλέσω ίνα ποίσῃ αυτούς τους Τρώας κρείττους των Ελλήνων πάντων Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Α΄ [629].
       
  • άγγελος
    ο, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 307, Σπαν. (Legr.) P 260, Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 125, 149, Προδρ., Σεβ. (Παπαδημ.) 106, Προδρ. (Hess.-Pern.) II H 68d, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 1067, 4669, Διγ. (Hess.) Esc. 1766, 1770, Διγ. (Καλ.) A 1146, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2754, 7804, Σατιρ. ποίημ. (Morgan) 294, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 91, 520, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 229, 667, 668, Απολλών. (Wagn.) 228, 510, Αχιλλ. (Haag) L 1345, Notizb. (Kug.) 29, 87 τρις, Ανακάλ. (Κριαρ.) 112, 115, 118, Θρ. Κων/π. διάλ. (Ζώρ.) 137, Μαχ. (Dawk.) 25632, Ch. pop. (Pern.) 240, Καραβ. (Del.) 49321, 49932, 50423, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VII 82, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 141, Διήγ. Αγ. Σοφ. (Băn.) 1539, Ριμ. κόρ. (Pern.) 693, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 318, 693, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 537, Σκλάβ. (Μπουμπ.) 251, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 1136, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 588, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧΙΧ 15, ΧΧΙ 17, ΧΧΙV 7, XXXII 2, Έξ. ΧΧΙΙΙ 20, Μ. Χρονογρ. (Τωμ.) 3517, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 393, 417, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 1629, 1938, 2115, Πανώρ. (Κριαρ.) Β́́ 302, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 33· αγγέλισσα η, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 2114, 224, 597, 1008, 1164.
    Το αρχ. ουσ. άγγελος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    Α´ Κυριολ. 1) α) Αόρατον ον, πνεύμα που βρίσκεται στην υπηρεσία του Θεού (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. 3 και σήμ., ΙΛ στη λ. Α 1): Έλεγαν να ’ναι άγγελος απ’ (Πολ. Λ., Πριν Άλ. σ. 129: στους) ουρανούς απάνω Απολλών. (Wagn.) 228· Άγγελον έπεψεν ο Θεός. αυτούνον ορδινιάζει Χούμνου, Π.Δ. VII 82· έκφρ.: Η Κυρία των αγγέλων = η Παναγία (Μ. Χρονογρ. 3517 β) αόρατον ον, πνεύμα που βρίσκεται στην υπηρεσία του διαβόλου (πβ. Lampe, Lex. στη λ. ΙΙ G1 και το σημερ. μαύρος άγγελος, ΙΛ στη λ. Α 3): Διότι εκεί κολάζονται μετά του διαβόλου| και των αγγέλων των αυτού και συνεδρίου όλου Πένθ. θαν. N 588· γ) φύλακας άγγελος (πβ. Lampe, Lex. στη λ. ΙΙ Η 7b και ΙΙ Η 10α. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2): να φυλάττει την εκκλησίαν μέχρι της συντελείας του αιώνος. Η δε κατοίκησις του αγγέλου είναι εις την δεξιάν μερέαν Διήγ. Αγ. Σοφ. 1539. 2) Άγιοι άγγελοι = οι Ταξιάρχες Μιχαήλ και Γαβριήλ (προκ. για την εκκλησία τους) (πβ. και Αγιάγγελος, Αχέλ. (Pern.) 252, 1629):  προ της εορτής των Αγίων Αγγέλων εις την οκτα<μερίαν> ήν έχει ο κλήρος των Αγίων Αγγέλων από του κομμερκίου Notizb. 87. 3) Ο άγγελος του θανάτου (πβ. Lampe, Lex. στη λ. II H 8. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α 3): Και η ψυχή μου εβγαίνει ’δα και ο άγγελος με φωνάζει Αχιλλ. L 1345· Κι είσαι άγγελος με το σπαθί να πάρεις την ψυχήν μου Ριμ. κόρ. 639· φρ.: θεωρώ, βλέπω αγγέλους = βλέπω τον άγγελο του θανάτου, διατρέχω τον έσχατο κίνδυνο (πβ. και το σημερ. είδε τον άγγελό του, ΙΛ στη λ. Α3): Εσύ λέγεις «αιλίμονον» κι εκεί θεωρούν αγγέλους Γλυκά, Στ. 125. Β´ Μεταφ. 1) Προκ. για πολύ ικανό, επιτήδειο άνθρωπο (πβ. ΙΛ στη λ. Β 1β): Άνδρες καλοί πολεμισταί, της μάχης στρατιώται| και αρχηγοί εξαίρετοι, άγγελοι με στεφάνι Ριμ. Βελ. 141. 2) Προκ. για ερωτικό πρόσωπο: Κι ελάλεμ μου «μεν σ’ αρνηθώ ποτές τον άγγελόν μου» Κυπρ. ερωτ. 1136· Αφήνω ’δα στον ορισμόν σου| όλον τον εμαυτόν μου, αγγέλισσά μου Κυπρ. ερωτ. 224. Ως κύριο όνομα (πβ. Βαγιακ., Αθ. 63, 1959, 240): τῳ αυτῴ χρόνῳ απέθανεν ο παπακυρ-Άγγελος ο πρωτοσύγκελλος Συναδ., Χρον. 33.
       
  • αγιοκωνσταντινάτον
    το, Notizb. (Kug.) 9.
    Από το επίθ. άγιος και το ουσ. κωνσταντινάτον. Η λ. και σήμ. (ΙΛ λ. αγικωνσταντινάτο).
    Που έχει εικονισμένους τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη (βλ. και Πολ. Ν., Λαογρ. 5, 1915, 661-664 και Χατζηνικ., ΕΕΒΣ 23, 1953, 512. Πβ. και ΙΛ λ. αγικωσταντινάτο 1): και εδόθη ενέχυρον σταυρός χρυσούς μετά μαργάρων και υελίων … και εγκόλπων μαλαγμάτινον, αγιοκωνσταντινάτον Notizb. (Kug.) 9.
       
  • άγιος (Ι)
    ο, Διγ. (Hess.) Esc. 891, Rebâb-nâmè (Burg.-Mantran) 1, 5, 11, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 360 (αγιοί), Απολλών. (Wagn.) 794 (αγιούς), 796, Notizb. (Kug.) 7, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1454, Ανακάλ. (Κριαρ.) 67, 118, Μαχ. (Dawk.) 6407, Σφρ., Χρον. μ. (PG 156) 1072A, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 13817, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 209, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 417 (αγιούς), Δεφ., Σωσ. (Legr.) 355 (αγιούς), Αχέλ. (Pern.) 1017 (έκδ. Αγιέρμου· κατά Αλεξ. Στ., Κρ. Ανθολ. σ. 49: Αγι Έρμου), Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 417, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 980, Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) 511 φ. 243 α, Φορτουν. (Ξανθ.) Αφ. 63 (αγιών), Αλφ. (Mor.) IV69 (αγιοί), Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 46226· αγία η, Ονόμ. πυλ. Κων/π. (Beneschew.) 408, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 1627, 1636, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 67 δις, Κατζ. (Πολ. Λ.) Γ́́ 343.
    Το αρχ. επίθ. άγιος ως ουσ. Η λ. και σήμ. (ΙΛ λ. άγιος).
    Που τον τιμά η Εκκλησία με καθιερωμένη γιορτή (πβ. Lampe, Lex. λ. άγιος D και ΙΛ λ. άγιος 3): εκίνησες, αφέντη μου, και ο Θεός και οι αγιοί μετά σου Ερωτοπ. 360· το παρακκλήσι είσιθι μετ’ ευλαβείας πάσης (παραλ. 2 στ.) και τότε βλέπεις εμφανώς την άγιαν κειμένην| επί την πέτραν εκ Θεού ωσάν τετυπωμένην Παϊσ., Ιστ. Σινά 1627.
       
  • αμεθύσινος,
    επίθ., Notizb. (Kug.) 1449.
    Από το ουσ. αμέθυσος και την κατάλ. ‑ινος. Πβ. και το μτγν. επίθετο αμεθύστινος (L‑S).
    Κατασκευασμένος από αμέθυστο: εδόθη ενέχυρο σταυρός χρυσούς μετά μαργάρων και υελίων αμεθυσίνων Notizb. (Kug.) 1449.
       
  • αναπλήρωσις
    η, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2214, Notizb. (Kug.) 14615.
    Η λ. στον Αριστοτέλη.
    (Προκ. για καταβολή χρημάτων) συμπληρωματική πληρωμή, εξόφληση: Έδωκέ μοι ο ... προς αναπλήρωσιν των εννέα νομισμάτων και του εξαμηναίου του πληρωθέντος έως της τριακοστής του Απριλίου σταυράτα ιζ΄ Notizb. 14615.
       
  • απόδειξις -ξη
    η, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 5214, 56010, Διγ. (Mavr.) Gr. 650, Notizb. (Kug.) 58, Rechenb. (Vog.) 3614, 509·, 5833, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 1089, Φορτουν. (Ξανθ.) Ιντ. β΄ 80.
    Το αρχ. ουσ. απόδειξις. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. απόδειξι).
    1) α) Η ενέργεια να αποδειχτεί κάτι (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. απόδειξις 3): εκείνο απού ’ναι φανερό και καθαείς το βλέπει,| απόδειξες να κάνωμε περσότερες δεν πρέπει Φορτουν. Ιντ. β΄ 80. Βλ. και αναθεώρηση 3· β) (ως όρος μαθηματ.): ωσαύτως μένουσι κακεί μονάδες ιβ΄ και αληθής συν τῃ μεθόδῳ η απόδειξις Rechenb. 5833. 2) Χρεωστική απόδειξη (Ή σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. απόδειξι 2): εζήτησα δε πολλάκις παρ’ αυτόν την απόδειξιν και υπέσχετο λαβείν και δούναι μοι αυτήν Notizb. 58.
       
  • αποδοχή
    η, Καλλίμ. (Κριαρ.) 1250, Εγκ. αγ. Δημ. (Λαούρδ.) 10773, Διγ. (Καλ.) Esc. 20, Διγ. (Καλ.) A 355, Επιθαλ. Ανδρ. Β' (Strzyg.) 555, Φλώρ. (Κριαρ.) 1144, 1148, Λίβ. (Lamb.) Esc. 2248, Notizb. (Kug.) 75, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 2235, 4022, Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 2661, Ερωφ. (Ξανθ.) Ιντ. α΄ 153.
    Το αρχ. ουσ. αποδοχή με συμφ. του αρχ. ουσ. υποδοχή.
    1) Υποδοχή (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. I 2): εις τούτη ’φχαριστώ σας| την τιμημένη αποδοχή Ερωφ. Ιντ. α΄ 153· επροσηκώθηκαν είς αποδοχήν του Εγκ. αγ. Δημ. 10773. Βλ. και αναδοχή 1, απαντή β, απάντησις β. 2) α) Έγκριση, παραδοχή (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. II): να ένι μετά αποδοχής και ορισμού τον αυθέντος του βασιλέως Σφρ., Χρον. μ. 2235. β) θέλημα, επιθυμία: συνεκατέβην, εποίκεν το ορέγετον ο νους μου| επλήρωσε το θέλημα και των αποδοχήν μου Λίβ. Sc. 2248· εγεννήθη μοι ο υιός μου Γεώργιος, ον, Χριστέ Βασιλεύ, φυλάττοις εις μακρούς χρόνους ευτυχούντα και ζώντα και πολιτευόμενον προς την σην αποδοχήν Notizb. 75 (βλ. και αγάπη 8α, ακρίβεια 3, απλαζίριν 1β)· γ) αυτό που περιμένει κανείς· ελπίδα (πβ. το μτγν. απεκδοχή, Δημητράκ.): Εκ των πολέμων των πολλών και της δοκιμασίας,| πάλιν έχω αποδοχήν και τούτον ίνα λάβω Διγ. A 355.
       
  • αποκλεισμός
    ο, Notizb. 82, 84, Δούκ. 7917, Θησ. (Foll.) I 79, 86,102, Κορων., Μπούας 147, Πεντ. Δευτ. XXVIII 57, Δωρ. Μον. ΧΧVII.
    Το μτγν. ουσ. αποκλεισμός. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    Πολιορκία (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2β): Ο δε βασιλεύς Μανουήλ … γράφει προς πάπαν … μηνύων τον αποκλεισμόν και την στενοχώριαν της πόλεως Δούκ. 7917· το κάστρον ήτον δυνατόν … (παραλ. 1 στ. )· εμπόρει τον αποκλεισμόν καλά να τον ’πομένει Θησ. I 79· ότι να τα φάει εις λειψότητα παν κρυφά εις αποκλεισμό Πεντ. Δευτ. XXVIII 57.
       
  • απορώ (I),
    Κομν., Διδασκ. Δ 308, Σπαν. P 251, 267, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 540, Γλυκά, Στ. 257, 389, Γλυκά, Αναγ. 3, Προδρ. I 108, Μανασσ., Χρον. 1357, 1427, 2983, 5260, Καλλίμ. 345, Ελλην. νόμ. 55311, Διγ. Gr. VH 167, Ακ. Σπαν. 35222, Χρον. Μορ. H 8527, 8535, 8558, 8669, Χρον. Μορ. P 158, 2301, Πτωχολ. N 65, Φλώρ. 1242, 1335, Απολλών. (Wagn.) 698, Λίβ. Sc. 2813, Λίβ. N 2989, Αχιλλ. N 921, Ιμπ. 857, 886, Notizb. 85, Δούκ. 7915, 42912, Σφρ., Χρον. μ. 307, 7626, Χούμνου, Π.Δ. (Πολ. Λ.) [46], Κυπρ. ερωτ. 225, Έκθ. χρον. 149, 4714, 541, Ιμπ. (Legr.) 791, Συναξ. γυν. 332, 624, Ψευδο-Σφρ., 2044, Τριβ., Ρε 16, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 444, Βίος γέρ. V 60, Αχέλ. 681, 871, 2311, Παλαμήδ., Βοηβ. 151, Ιστ. Βλαχ. 898, 1186, 2190, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [170], Διακρούσ. 818, 9511, 9725, 988.
    Το αρχ. απορέω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) Βρίσκομαι σε αμηχανία η σύγχυση (Πβ. L‑S στη λ. II): ο λογισμός μου απορεί δεν ημπορώ να γράψω Διακρούσ. 9511· Η δε απόρει τα πολλά, ουκ είχεν τί ποιήσει Απολλών. 698. 2) (Με αντικ. η χωρίς αντικ. η με εμπρόθ. προσδ.) παραξενεύομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): πώς υπομένεις απορώ ταύτην την αδικίαν Γλυκά, Στ. 257· τόσα ’μορφα κινούσασιν ότ’ άνθρωπος απόριεν Παλαμήδ., Βοηβ. 151· απορώ και εξίσταμαι Ακ. Σπαν. 35222. καλάν όπ’ έκαμεν πολλά τα απορούσιν Ιστ. Βλαχ. 2190· Θαυμάζει την υπόθεσιν, πολλά απορεί το πράγμα Φλώρ. 1242· Ευρέθησαν κι οι δυο γυμνοί και εις τον άλλο εθώρει. Αδάμ το εξενίζετον, η Εύα το ηπόρει Χούμνου, Π.Δ. (Πολ. Λ.) [46]· θαυμάζουν, φρίττουν, απορούν πλέον εις το εγκόλπιν Ιμπ. 857. 3) Ανησυχώ, στενοχωριέμαι (Πβ. L‑S στη λ. ΙΙΙ): Ημέρας έκαμαν πολλάς όπου το πολεμούσαν | και τίποτας δεν έκαμναν και όλοι απορούσαν Διακρούσ. 818· μα την αλήθειαν, απορώ και ο πόνος της ψυχής μου πετά με εις Αδην Λίβ. Sc. 2813 (βλ. και αγκουσευω, αποκουντουρίζω 2, βαραίνω). 4) Αναρωτιέμαι, διερωτώμαι: από το κάστρον ιδόντες ημάς και απορήσαντες τι άρα και ένι … απέστειλαν ένα των αρχόντων Σφρ., Χρον. μ. 307. 5) Βρίσκομαι σε αδυναμία να …, αδυνατώ να …: μα την αλήθειαν, απορώ να σε τα καταλέξω Λίβ. N 2989· φράσαι δη όλως απορώ κινήματα της κόρης Διγ. Gr. VII 167. 6) α) (Ενεργ. και μέσ.) στερούμαι (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. II): εσύ αποστέλνεις στον Μορέαν μπάιλον και ρογατούρους | και τυραννίζουν τους φτωχούς, τους πλούσιους αδικούσιν το διάφορον τους πολεμούν κι ο τόπος απορείται Χρον. Μορ. H 8558. και βιάζονται το διάφορον το εδικόν τους πάντα κι ο τόπος πάντα | απορεί, χάνεται, κιντυνεύει Χρον. Μορ. H 8527· εκ πάντων ουν απορηθείς ο Δαρδανίδης γέρων Μανασσ., Χρον. 1357· β) δυστυχώ (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. IV): εάν ο υιός μου λάβει γυναίκα με τον ορισμόν μου και απορεί καγώ ο πατήρ εύπορος υπάρχω, υπόκειμαι του τρέφειν τους παίδας του υιού μου Ελλην. νόμ. 55311· απορήσας τοίνυν ούτως και όπως ζήσειν ουκ είχεν Βίος γέρ. V 60. 7) Η μτχ. ηπορημένος, απορημένος = α) αμήχανος, που δεν ξέρει τι να κάμει: ο δε Ρουμπέρτος έμεινεν ωσάν απορημένος, ότι άλογα ουκ ηύρηκεν να επάρει μετά κείνον Χρον. Μορ. P 2301· β) φτωχές (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. IV πβ. και ΙΛ, λ. άπορος 1): ας έλαβες ομοίαν σου καπήλου θυγατέραν, | κουτσοπαρδάλαν τίποτε, γυμνήν, ηπορημένην Προδρ. I 108· γ) δυστυχισμένος (Πβ. ΙΛ, λ. άπορος 6α): εν σκοτεινοίς εκάθισε γυμνόν, ηπορημένον Γλυκά, Στ. 389 (βλ. και απολλύω μτχ., άπορος I 2).
       
  • αποψάλλω,
    Gesprächb. 32528, 681410, Notizb. 71, Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 375· ’ποψάλλω, Φορτουν. Δ΄ 162.
    Από την πρόθ. από και το ψάλλω. Για την από ως α΄ συνθ. βλ. αποβάφω (ετυμολ.). Η λ. και ο τ. της και σήμ. (ΙΛ).
    1) Τελειώνω το ψάλσιμο (Πβ. ΙΛ στη λ. 1α): Εγεννήθη μοι ο Μανουήλ εν ημέρα Σαββάτου μετά το αποψάλαι της άγιας εκκλησίας τον εσπερινόν Notizb. 71. 2) Παύω να λέω: και τρέμω μη σε κάμουσι τα σάλια να ’ποψάλεις Φορτουν. Δ΄ 162.
       
  • αρχή (I),
    η, Σπαν. A 272, 325, Σπαν. O 164, Μανασσ., Χρον. 692, 906, 3354, 4540, 6058, Καλλίμ. 594, 657, 1125, Ασσίζ. 37, 1132, Ιατροσ. 2188, Διγ. A 1292, 3078, Ερμον. Ω 267, Χρον. Μορ. P 2828, 5713, Βίος Αλ. 5504, Πτωχολ. P 301, Περί ξεν. A 2, Λίβ. P 1229, 2337, Λίβ. N 2267, 3148, 3665, Ιμπ. 3, 866, Notizb. 59, Βεν. 14, Χειλά, Χρον. 352, Ριμ. Βελ. 170, Σαχλ., Αφήγ. 279, 216, Ριμ. Απολλων. 1540, Συναξ. γυν. 76, Κορων., Μπούας 4, 93, Διήγ. Αλ. G 26410, 27833, Σοφιαν., Παιδαγ. 96, Πεντ. Γέν. XIII 3, Λευιτ. II 12, Αρ. X 10, XXVIII 11, Δευτ. XXVI 2, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 213, Αχέλ. 367, Αιτωλ., Μύθ. 4723, 1171, Ιστ. πολιτ. 384, 6218, Ιστ. πατρ. 11119, 1606, Ζήνου, Πρόλ. Πένθ. θαν.2 14, Κατζ. Β΄ 379, 383, Πανώρ. Β΄ 525, Ερωφ. Δ΄ 163, Σεβήρ., Διαθ. 191, 192, Σουμμ., Ρεμπελ. 177, 180, Διγ. Άνδρ. 33114, 3415, 3659, 39122, Ερωτόκρ. Β΄ 1305, Γ΄ 562, Ευγέν. 263, 433, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1001], Λίμπον. 164, Φορτουν. Ιντ. δ΄ 26, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2821, κ.π.α.
    Το αρχ. ουσ. αρχή. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    Α´ 1) α) Αρχή (κάπ. πράγματος γενικά· ενίοτε με το επίθ. κακή) (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I1α και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): Αρχή <φιλίας> έπαινος, αρχή δε μάχης ψόγος Σπαν. A 272· αρχήν πικρίας Λίβ. N 3665· ο δηλωθείς δε ποταμός τέλος,| αρχήν ουκ έχει Βίος Αλ. 5504· ετούτα τα μικρότερα σ’ αρχή κακή σ’ εβάλα Ερωτόκρ. Γ΄ 562· αρχή (διήγησης η κειμένου): Πρικότατην αρχή γροικώ και πριν τήνε τελειώσεις Ερωφ. Δ΄ 163· Και πώς να γράψω την αρχήν, πώς να την τελειώσω; Ιμπ.αρχή του λόγου λέγει Ιμπ. 866· και γράμματά μοι έγραψε απάνω αιματωμένα| και των γραμμάτων η αρχή ήτον ο λόγος ούτος Διγ. A 3078· βλ. και άκρα 1β· β) αρχή, αφετηρία (χρον.) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): ευρέθη γαρ τότε και ο καιρός αρχή χειμώνος Χειλά, Χρον. 352· γ) αρχή, αφετηρία (τοπ.) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): να με καρτερήσουσιν εις την αρχήν της στράτας Λίβ. N 2267· φρ.: κάνω αρχή, ποιώ αρχήν, βάλλω ή βάνω αρχή(ν), βάνω εις αρχήν, δίνω αρχή, πιάνω αρχήν, λαμβάνω αρχήν = αρχίζω (κ.) (Πβ. το αρχ. ποιούμαι αρχήν, L‑S στη λ. Ι1α· η φρ. βάλλω αρχήν ήδη στον Ιω. Χρυσόστ., Κουκ., ΕΕΦΣΠΑ, περ. β΄, 6, 1955 /56, 241· πβ. το αρχ. τας αρχάς βαλέσθαι και το μτγν. τας αρχάς ειληφέναι, L‑S στη λ. I1α): έκαμα αρχή να γράψω Σεβήρ., Διαθ. 192· οι πατέρες τους κρασωμένοι εποίησαν την αρχήν της σποράς Σοφιαν., Παιδαγ. 96· Πάλιν βάνω αρχήν, ω φίλτατε, να διηγούμαι Διγ. Άνδρ. 3415· έβαλα αρχήν να τους κρούω Διγ. Άνδρ. 39122· καλήν αρχήν να βάλει Τζάνε, Κρ. πόλ. 2824· να το βάλω εις αρχήν και να το τελειώσω Ζήνου, Πρόλ. Πένθ. θαν.2 14· άρχισαν να μαζώνουν ξύλα περισσά σωριάζοντάς τα διά να κάψουν τα σπίτια των αρχόντων και έτσι επήγαν να δώσουν αρχή εις το σπίτι του Σ. Δε Σύλλα Σιγούρα Σουμμ., Ρεμπελ. 180· και μήτ’ αρχήν να πιάσω Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1001]· Αρχήν λαβών, ω φίλτατε, πλείστων κατορθωμάτων Διγ. A 1292. 2) α) Πρώτη αρχή, προέλευση (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1β): της σοφίας είν’ αρχή και των καλών αιτία Λίμπον. 164· ούτος ην ο αρχηγός μας πατήρ (ενν. ο Αδάμ) και η αρχή μας μητέρα (ενν. η Εύα) Ασσίζ. 1132· β) προέλευση, καταγωγή: Ο δ’ αύθις είπε την αρχήν, το γένος και την χώραν Καλλίμ. 594. Βλ. και αναγωγή 1, βιβλογενεσία. 3) Αφορμή, αιτία: θέλει εξολοθρεύσει πολλούς από αυτούς, οι οποίοι ήτον η αρχή του σκανδάλου Σουμμ., Ρεμπελ. 177· Πανώρια, αιτιά του πόνου μου κι αρχή της παιδωμής μου Πανώρ. Β΄ 525. Βλ. και αθιβολή 4, αιτία , αφορμή, θεμέλιο, υπόθεση. 4) α) Εξουσία, κράτος: Εγώ δουλεύσω την αρχήν της αυτοκρατορίας Καλλίμ. 1125· βλ. και αντιγραφή 2, αποκράτησις 2, αρχηγία, αρχοντία , αυθεντία, επαρχία β) εξουσία, αξίωμα (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. IΙ1): βραχύ της αυτοκράτορος αρχής παραπολαύσας Μανασσ., Χρον. 6058· Όταν σε στήσουν εις αρχήν και λάβεις εξουσίαν Σπαν. A 325· Ει τις έχει αρχήν και θέλεις να της την πάρεις Ιατροσ. 2188. Βλ. και αξιότητα 3, απελατίκιν 2. 5) Αξιωματούχος, επικεφαλής (Πβ. L‑S στη λ. II4 και ΙΛ στη λ. 2): που ’τόνε πρώτος κι αρχή (ενν. ο Δον Καρτσία) στον στόλον| του βασιλιά Αχέλ. 367. Βλ. και αδετούρης, αξιωματικός 2, αρχηγός , αρχός, άρχων 5α. 6) (Προκ. για θυσίες, κλπ.) απαρχή (Πβ. ΠΔ Δευτ. XXVI 2: από της απαρχής): και να πάρεις από αρχή παν καρπό της ηγής ός να φέρεις από την ηγή σου … και να βάλεις εις το καλάθι και να πας προς τον τόπο ός να διαλέξει ο Κύριος ο Θεός σου, να απλικέψει το όνομά του εκεί Πεντ. Δευτ. XXVI 2· προσφορά αρχής να προσφέρετε αυτά του Κύριου και προς το θεσιαστήρι Πεντ. Λευιτ. II 12. Β´ Ως επίρρ. α) (απολύτως σε γεν. ενικού και αιτ.) στην αρχή, αρχικά, πρώτα-πρώτα (Η χρ. σε αιτ. ήδη στον Ευστ., Άλ. 13424): Αρχής μιλιά οκ τα χείλη του τ’ αφτιά μου δεν γροικούσι Ευγέν. 433· Όταν αρχής οι άνθρωποι είδασι την καμήλα Αιτωλ., Μύθ. 1171· Η πλάτζα της μ’ εσκότισεν, αρχήν όταν την είδα Βεν. 14· και είπα την πως εξέβηκεν αρχήν εις το κυνήγιν Λίβ. P 2337· ως έποικε τον άνθρωπον αρχήν στον κόσμον τούτον Σπαν. O 164· ο βίᾳ και αρπαγῄ την αρχήν λαβών τι, ει και μετά ταύτα εξωνήσεται τούτο, … ουδέν ωφελείται Αρμεν., Εξάβ. Α΄ 116·   όποιος φίλος και αν επήγαινεν, αρχάς τον εσέβαζεν μέσα εις το κελάρι Συναδ., Χρον. 56· βλ. και εξαρχής· β) (σε έναρθρη αιτ. εν. ή πληθ. με προηγούμενη την πρόθ. εις) στην αρχή, αρχικά: πόσες φορές| σου τα ’πα στην αρχή σου Κατζ. Β΄ 379· εις την αρχήν έδωκαν πόλεμον Ιστ. πατρ. 1606· Πάσα κιαμιά δεν ημπορεί παρά ’ς τσ’ αρχές να σφάλει Κατζ. Β΄ 383· γ) (σε γεν. ή αιτ. εν. με προηγούμενη την πρόθ. από) από την αρχή (αφετηρία): από της αρχής αυτίκα της ζωής γαρ μέχρι τέλους Ερμον. Ω 267· δεν ενθυμάσαι από την αρχήν τι έγινεν Διγ. Άνδρ. 33114. Εκφρ. 1) αρχήν αρχήν = στην αρχή, αρχικά (Πβ. ταχιά ταχιά, συχνά συχνά, Παπαδημητρίου Σ., Σαχλ., Αφήγ. σ. 142 ): αρχήν αρχήν ηθέλησα τ’ οφίτσιον να το αφήσω Σαχλ., Αφήγ. 316· 2) πρότερον αρχή, πρώτα αρχής, πρώτον αρχής, πρώτον και αρχή(ν) = στην αρχή, αρχικά (Πβ. τις σημερ. εκφρ. πρώτα κι αρχή ή πρώτα κι αρχής, ΙΛ στη λ. 3 και πρώτα τσ’ αρχής, Βογιατζ., Γλώσσα Άνδρ. Β΄ 31): Πρώτον αρχής λέγει το έμπροσθεν λόγον του παρόντος βιβλίου Ασσίζ. 37· μα πρώτον και αρχή να κάμουνε να τα στιμάρουνε άνθρωποι φοβούμενοι το Θεό Σεβήρ., Διαθ. 191· όταν εγώ πρώτα αρχής επήγα Αιτωλ., Μύθ. 4723· Εις τούτο λαλεί πρότερον αρχή τον Μέγαν Κύρην και μετά ταύτα άπαντας Χρον. Μορ. P 2828.
       
  • ασώματος,
    επίθ. και ουσ., Φυσιολ. 35619, Αλφ. (Μπουμπ.) IV 23.
    Το αρχ. επίθ. ασώματος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) (Επίθ.) που δεν έχει υλική υπόσταση, που δεν έχει σώμα ανθρώπινο (Βλ. L‑S στη λ. I, Lampe, Lex. και ΙΛ στη λ. 1): Ει γάρ ασώματος ο Χριστός τον δράκοντα απώλεσεν, αντίλεγεν αυτῴ δράκων ότι Θεός ει και Σωτήρ Φυσιολ. 35619. 2) (Ουσ.) άγγελος (Βλ. Lampe, Lex. στη λ. D): Μαρία Κυριώνυμε, ύμνος (κατά χφ· έκδ. ημών. Βλ. Κακουλίδη [Αλφ. σ. 85]) των ασωμάτων, χαίρε πηγή, χαίρε αυλή των λογικών προβάτων Αλφ. (Μπουμπ.) IV 23. Βλ. και αγγελάκι, άγγελος, αρχάγγελος. Η λ. και ως επων. των αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ και του ναού τους (Η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): Notizb. 3, 18, 87. Η λ. και ως τοπων. (Η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): Ιστ. πολιτ. 1211, 1612.
       
  • αφόρητος,
    επίθ., Σπαν. A 8, Κομν., Διδασκ. Δ 9, Κομν., Διδασκ. I 3, Διγ. (Trapp) Gr. 1365, 3418, 3495, Διγ. Z 666, 1826, 2304, Θεολ., Τζίρ. 35412, Notizb. 82, Καναν. 73Β, Χρησμ. (Λάμπρ.) 120, Χίκα, Μονωδ. 6, Διακρούσ. 11510· αφόρεστος, Σταφ., Ιατροσ. 13364, Φλώρ. (Μαυρ.) 1254· αφόρετος, Φλώρ. 1270.
    Το αρχ. επίθ. αφόρητος. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.) (Πβ. ΙΛ, λ. αφόρετος).
    α) α1) Που δεν υποφέρεται, αβάστακτος (Βλ. και L‑S στη λ. I· η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): έσχεν αφόρητον και μεγίστην αγάπην του ιδείν τον νεότερον και τιμής αξιώσαι Διγ. Z 2304· Θλίψιν έχω αφόρητον Διγ. Z 666· εν μερίμνῃ αφορήτῳ Θεολ., Τζίρ. 35412· βλ. και αβάσταχτος Β, ανυπομόνητος 1, ανυπόφορος· α2) που δεν είναι ανεκτός (Βλ. L‑S, στη λ. Ι· η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφόρετος 1): κινδύνων αφορήτων Διακρούσ. 11510· βροχή αφόρητος Χρησμ. (Λάμπρ.) 120· β) που δε φορέθηκε, καινούργιος (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. II· πβ. ό.π. 1α. Βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Ϛ΄ 232): ζωνάριν αργυρόστολον και επάνω χρυσωμένον| και φορεσιάν ευγενικήν, αφόρετα σκαρλάτα Φλώρ. 1270· γ) (προκ. για σκεύη) αμεταχείριστος, καινούργιος (Πβ. ΙΛ, λ. αφόρετος 1β): Πρώτον βάλε εις αφόρεστην χύτραν, ήγουν τσικάλιν Σταφ., Ιατροσ. 13364.
       
  • αφορία
    η, Notizb. 79, Σεισμολ. (Οικονόμου) 81.
    Το αρχ. ουσ. αφορία. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    Έλλειψη παραγωγής, ακαρπία (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. 1 και σήμ., ΙΛ): εγένετο … αφορία του σίτου παντελής Notizb. 79.
       
  • αχειροποίητος,
    επίθ., Αχιλλ. N 794, Notizb. 10 .
    Το μτγν. επίθ. αχειροποίητος.
    Που δεν τον κατασκεύασε χέρι άνθρώπου (Η σημασ. μτγν., L‑S): ουκ είναι άνθρώπου έργα, αλλά αχειροποίητα αγάλματα Κυρίου Αχιλλ. N 794· (προκ. για εικόνα και συνεκδ. για εκκλησία. Η χρ. και σήμ.): έδωκέ μου ο παπάς Καλόθετος από του κλήρου της Αχειροποιήτου υπέρπυρα γ΄ Notizb. 10.
       
  • βενέτικος (I),
    επίθ., Προδρ. III 109, Πουλολ. 158, Πανάρ. 676, 7023, Ερωτοπ. 448, Notizb. 53, Ανακάλ. 32, Μαχ. 13016, 1567, 15832, 16017‑8, 16213, 20436, 58632, 6321, Σφρ., Χρον. μ. 5617, 10016, 12832, 14227, Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 391, Άλ. Κύπρ. 1499, 1549, Δωρ. Μον. XIX, ΧΧVII, Λεηλ. Παροικ. 536, Τζάνε, Κρ. πόλ. 4362.
    Το λατ. veneticus, αν δεν πρόκ. για νεότ. σχηματ. από το τοπων. Βενετία. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) Που προέρχεται ή σχετίζεται με τη Βενετία (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): της βενέτικης της αφεντιάς Άλ. Κύπρ. 1549· εσέβημεν εις κάτεργον βενέτικον Σφρ., Χρον. μ. 5617· επήγεν μι τα κάτεργα τα βενέτικα Μαχ. 13016· καμπουχάν βενέτικον Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 391· τσι κασέλες τως τσι καρυδένιες,| βενέτικες καδέγλες μπομαδένιες Λεηλ. Παροικ. 536. 2) (Ως ουσ.) Βενετός, ο κάτοικος της Βενετίας ή που προέρχεται από τη Βενετία: φεύγουσιν οι Βενέτικοι Ανακάλ. 32· ηύρασιν πολλά πράγματα απού τες πραματείες τους Σαρακηνούς και επήραν τα ρούχα τους Βενετίκους Μαχ. 6321· απήραν την Μονεμβασίαν οι Βενέτικοι Σφρ., Χρον. μ. 12832. Το ουδ. ως ουσ. = χρυσό νόμισμα της Βενετίας (Βλ. και ΙΛ στη λ. 1): στην Βενετιά ’ν’ (έκδ. Βενετιάν· διόρθ. Κριαρ., Αθ. 15, 1941, 8) βενέτικον, στα ξένα γενοβήσον (βλ. Κριαρ., Αθ. 15, 1941, 8) Ερωτοπ. 448. Βλ. και ασημαδάς, τσεκίνι. Το ουδ. στον πληθ. και ως τοπων. = η περιοχή της Βενετίας, η Βενετία: τα Βενέτικα Σφρ., Χρον. μ. 12021.
       
  • βιβάρι(ον)
    το, Διγ. (Trapp) Esc. 1626, Act. Xén. 3985, 57257, Notizb. 23· διβάρι(ν), Σουμμ., Ρεμπελ. 188.
    Από το λατ. vivarium. Η λ. ήδη τον 6. αι. (Sophocl.). Απ. ουσ. βιβαρόπακτον = φόρος αλιείας, σε έγγρ. του 1235 (Βλ. Ζακυθ., ΕΕΒΣ 13, 1937, 196). Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. βιβάρι).
    Ιχθυοτροφείο (Η σημασ. ήδη τον 6. αι., Sophocl. και σήμ., ΙΛ, λ. βιβάρι 1α): εποίησεν βιβάρια πανθαύμαστα ιχθύων Διγ. (Trapp) Esc. 1626. — Βλ. και βιβαροτόπιον.
       
  • βοεβόδας
    ο, Έκθ. χρον. 8112, 17, 28, 8219, Ιστ. Βλαχ. 305, 405, 447, τίτλ. μετά στ. 448, 761, 827· βεϊβόδας, Δούκ. 1236, 2394, 25522· βοϊβόδας, Παλαμήδ., Βοηβ. Εισαγ. 26, Συναδ., Χρον. 642, Μαρκάδ. 702· βόιβονδας, Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 871 δις· βοϊβόνδας, Αιτωλ., Βοηβ. 1, 163, Σταυριν. 87· βοϊβόντας, Notizb. 79, Διήγ. Αλ. V 32, 55, 70, Κορων., Μπούας 6, 104, Αιτωλ., Ρίμ. Α. Καντ. 88, Χρον. σουλτ. 12319, Μικρ. χρον. Yale 71r, Βίος Δημ. Μοσχ. τίτλ., 253, 321, Έγγρ. Σύρου Α΄ 259, Έγγρ. του 1685 (Κατσουρ., ΕΕΚυκλ.Μ, 1968, 22022)· πληθ. βοϊβόντηδες, Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 414.
    Το σλαβοουγγρ. wojewode (Βλ. Grecu, Polychron. Dölger 207-209, Mor., Byzantinot. B΄ 93, λ. βοέβοδος, αλλά και Beševl., Spätlat. Inschr. 53). Η λ. ήδη στον Πορφυρογ., Προς Ρωμαν. 38, 5 δις, 7, 12 δις, 16, 29, 34, 43 και σήμ. (ΙΛ, λ. βοϊβόδας). Βλ. και Δημητριάδη, Εβλ. Τσελ. 376.
    1) Επίσημος τίτλος των αρχόντων της Μολδαβίας και Βλαχίας (Πβ. Mor., Byzantinot. B΄ 93, λ. βοέβοδος): από τον δεσπότην Σερβίας και από βεϊβόδαν Βλαχίας Δούκ. 2394· Περί του Ράδουλ βοεβόδα από τι γένος κατάγεται Ιστ. Βλαχ. τίτλ. μετά στ. 448. Βλ. και βόδας. 2) Διοικητής κάστρου, πόλης, κ.λ.π. (Βλ. τη σημασ. σε δημώδη άσμ., ΙΛ, λ. βοϊβόδας 1α): τότε και ο επίσκοπος και βόιβονδας του κάστρου| εις εκκλησίαν πήραν μας, οπού ’ναι εις το κάστρον Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 371· κνέζηδες, βοϊβόντηδες της βασιλείας όλοι Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 414. Βλ. και βόρνικος. 3) α) Στρατηγός: εσέβην Αλέξανδρος με τον βοϊβόντα τον εδικόν του Πτολομαίον Διήγ. Αλ. V 32· βλ. και αμιράς α· β) αξιωματικός του στρατού: δυο βοϊβόντας σκότωσε Κορων., Μπούας 104· φλαμπουριάρους έκαμε βοϊβόντες και κατήδες Κορων., Μπούας 6. 4) Ο κατά τόπους εκπρόσωπος της κεντρικής τουρκικής αρχής με διοικητικές, αστυνομικές και οικονομικές δικαιοδοσίες (Βλ. και ΙΛ, λ. βοϊβόδας 1β): Να ξεύρετε πως οι πτωχοί ραγιάδες του αυτού νησιού εδώκασι αρτζιχάλι στο ντιβάνι μας τ’ οποίος οι βοϊβοντάδες αυτού να παίρνουσι αυτοίς διά το κρασί οπού τυχαίνει να παίρνουσι από τα πέντε ένα Έγγρ. Σύρου Α΄ 259.
       
  • γαμβρός
    ο, Τρωικά 52914, 53119, Διγ. Z 250, 576, 717, 1962, 2071, 2090, Χρον. Μορ. P 3491, Ορισμ. Μαμελ. 9821, Chron. br. (Loen.) 1, 111, Πτωχολ. P 48, Λίβ. N 2873, Ιμπ. 362, Notizb. 25, Δεφ., Λόγ. 539, Βίος γέρ. V 139, Δωρ. Μον. XXV, Διγ. Άνδρ. 31727, 32510, 3512, 3606, κ.π.α.· γαβρός, Act. Xér. 18B3, Ερμον. Α 214, Ν 364, Π 146, Χρον. Μορ. H 245, Χρον. Μορ. P 7412, Απολλών. 287, 291, 369, 792, 846, Λίβ. N 3733, Χρον. Τόκκων 1121, Μαχ. 1812, Έγγρ. του 1493 (Μανούσ., ΕΜΑ 6, 1956, 169), Άνθ. χαρ. 30113, Βεντράμ., Γυν. 272, 282, κ.α.· γαμπρός, Διγ. Z 495, Διγ. (Trapp) Esc. 155, 327 (κριτ. υπ.), 581, 750, Ακ. Σπαν. 45535, 540, Chron. br. (Loen.) 12, Πτωχολ. N 42, Πανάρ. 754, Λίβ. Esc. 2338, Λίβ. N 2494, Αχιλλ. O 25, Παρασπ., Βάρν. C μετά στ. 221, Μαχ. 4423, Έκθ. χρον. 487, 5912, 646, 666, 7724, Απόκοπ. 472, Συναξ. γυν. 669, Βεντράμ., Φιλ. 276, Πεντ. Γέν. XIX 12, 14, Έξ. IV 25, Έγγρ. Σύρου Α΄ 123, Χρον. σουλτ. 8515, Ερωφ. Δ΄ 523, Ιστ. Βλαχ. 2842, Διγ. Άνδρ. 35932, Ερωτόκρ. Γ΄ 1444, Ε΄ 836, Στάθ. Γ΄ 176, Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. α΄ [54], Φορτουν. (Vinc.) Ε΄ 304, 332, Διγ. O 1620, Τζάνε, Κρ. πόλ. 4238, κ.π.α.· γαπρός, Μαχ. 33029, 39018.
    Το αρχ. ουσ. γαμβρός. Ο τ. γαμπρός και σήμ. (ΙΛ, λ. γαμπρός). Οι τ. γαβρός και γαπρός με παρασιώπηση του μ (Βλ. Παντ., B-NJ 6, 1927/28, 420).
    1) Ο σύζυγος κόρης ή αδελφής (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I, II και σήμ., ΙΛ, λ. γαμπρός 1 ): εκ των θυγατέρων του εις οίαν αρεστεί να τον επάρει γαμβρόν Τρωικά 52914· τον γαμπρόν τους ηύρηκαν μετά της αδελφής των Διγ. (Trapp) Esc. 581· ωσάν ηθέλησες έτσι και έγινεν και εχάρισές με γαμβρόν ανδρειωμένον Διγ. Άνδρ. 3606. 2) «Νυμφίος» (η σημασ. και σήμ.): κι ελογαριάζανε χαρές κι ωσάν γαμπροί να μπούνε Τζάνε, Κρ. πόλ. 4238.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης