Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Metrol.2

  • πολυπλασιάζω,
    Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3016.
    Το μτγν. πολυπλασιάζω. Η λ. σε έγγρ. του 12.αι. (Act. Ivir. 52549, Caracausi 466), στο Fisc byz. 5410 ,19, 5614 ,18 ,21, 6027 κ.π.α. και στο Βλάχ.
    I. Ενεργ. Ά Μτβ. 1) (Μαθημ.) κάνω την αριθμητική πράξη του πολλαπλασιασμού: πολυπλασιάζειν την δευτέραν φωνήν εξαπλά χρη πολυπλασιάζειν Rechenb. (Vog.) 391‑2· (με επόμ. τις προθ. προς, επί, μετά): πολυπλασιάσας ουν προς άλληλα ταύτα εύρον ͵βχκζ́ Rechenb. (Vog.) 5715· πολυπλασίασον τα έ ́προς τα ί Rechenb. (Vog.) 269· λαβών τα ρέ … πολυπλασιάζω επί το έτερον κεφάλαιον Rechenb. (Vog.) 5719· Πολυπλασίασον τα ς́ μετά κδ́ και γίνονται ρμδ́ Metrol.2 479. 2) α) Κάνω κ. πολλές φορές μεγαλύτερο, αυξάνω κ. (σε ποσότητα): Και επολυπλασίασε πολλές αμαρτίες, ήγουν τούτος ο Κάις Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 95r· δεν οικονόμησαν τον βίον οπού τους έδωσε ο Θεός ως καλοί οικονόμοι, αμή έχωσαν το τάλαντον εις την γην και δεν ηθέλησαν να το πολυπλασιάσουν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 349v· β) ενδυναμώνω, εντείνω: Όταν ουν ετελείωσαν οι δύο χρόνοι, επολυπλασίαζε τας ευχάς και δεόμενος μετά δακρύων έλεγε … Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 2263· γ) κάνω κ. πιο έντονο, επιτείνω, τονίζω: Τρίχας σγουράς και νόστιμας, το χρώμα χρυσαφίου,| τα ποία επολυπλασίαζαν την εμορφία του νέου Θησ. Ϛ́ [306]. Β́ Αμτβ. α) Αποκτώ (πολλούς) απογόνους: ο Κάιν, ο Άβελ και ο Σηθ με τες αδελφάδες τους μέσον εις τούτον τον καιρόν επολυπλασίασαν με πολύ πλήθος από γενεάν εις γενεάν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 88r· β) (προκ. για χώρα) επεκτείνομαι, αυξάνω σε πληθυσμό, μεγαλώνω: Και εκείνη (ενν. η χώρα) των Σιτσίτων επολυπλασίασε και αυξύνθη Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. 109r. IΙ. Μέσ. 1) (Μαθημ. ) πολλαπλασιάζομαι: ταύτα τα εξάγια επί το όλον χρυσίον πολυπλασιαζόμενα γίνονται χ́ Rechenb. (Vog.) 18. 2) Αυξάνομαι, μεγαλώνω (σε αριθμό): Και εκείνες γεννώντας (ενν. οι γίδες), και (ενν. τα γίδια) πολλαπλασιαζόμενα, αυξανόμενα, εις πέντε και εις έξι χρόνους γίνονται πολλές Ζυγομ., Διήγ. Περζουέ2 225. — Βλ. και πολλαπλασιάζω, πολυπλασιώ.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης