Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 55 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Lucar, Sermons

  • μικρός,
    επίθ., Σπαν. O 64, Προδρ. III 138d χφ g κριτ. υπ., 345, 347, 412b χφ g κριτ. υπ., IV 9 χφ g κριτ. υπ., 92, Διγ. Z 1435, Βέλθ. 144, Ερμον. Η 198, Χρον. Μορ. P 1907, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 630, Ερωτοπ. 441, Λίβ. P 2283, Αχιλλ. N 1774, Ιμπ. 556, 800, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 5, Απόκοπ.2 125, Πένθ. θαν.2 503, Πεντ. Γέν. XLIV 20, Αιτωλ., Μύθ. 1388, Πανώρ. Α΄ 258, Δ΄ 235, Ερωφ. Δ΄ 695, Παλαμήδ., Βοηβ. 58, Διγ. Άνδρ. 38032, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1110, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [347], Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 244, Τζάνε, Κρ. πόλ. 23622· σμικρός, Προδρ. I 231, Διγ. Z 3387, Αχιλλ. N 1486, Δούκ. 9914, Βίος γέρ. V 58, Τζάνε, Κρ. πόλ. 13514, Προσκυν. Ιβ. 535 18941, Βίος Αλ. 3464· υπερθ. ουδ. εσμικροτάτο(ν), Προσκυν. Ιβ. 535 199447· σμικροτάτο, Προσκυν. Ιβ. 535 18942.
    Το αρχ. επίθ. μικρός. Ο τ. σμικρός αρχ. Οι υπερθ. ουδ. από μετρ. αν. Η λ. και σήμ.
    1) α) (Προκ. για μέγεθος, διαστάσεις, κλπ.) μικρός· μικρόσωμος: Χρον. Μορ. H 8963, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 120, Ιμπ. 608, Τζάνε, Κρ. πόλ. 4691, Αιτωλ., Μύθ. 345· (μεταφ.): το ίδιο εγίνη κι εις εμέ στην άπραγη μου νιότη:| αρχή μικρή κι αψήφιστη ήτον από την πρώτη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 314· β) (προκ. για έκταση) μικρός: Ιμπ. 529, Σφρ., Χρον. μ. 8010, Διακρούσ. 773. 2) α) Λίγος· μηδαμινός, ασήμαντος: Ερωτοπ. 446, Ερωφ. Ιντ. δ΄ 1, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 297, Πανώρ. Δ΄ 269, Έκθ. χρον. 389· β) αδύναμος: Διγ. Z 3038, Ερωφ. Πρόλ. 76, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 321· γ) (προκ. για ήχο) σιγανός: αν ακούσεις τίποτε κτύπον μικρόν ομπρός σου (παραλ. 1 στ.), φεύγεις ώσπερ διάβολος εκ του θυμιαμάτου Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 331. 3) α) Κατώτερος στην τάξη, την καταγωγή, το αξίωμα, κ.λ.π.: Τσι δουλευτάδες τω θεών έτσι τουσε τιμούσι| κι ωσά μικρούς θεούς κι εσάς έτσι σας προσκυνούσι Πανώρ. Δ΄ 222· Πάντως εγώ είμαι πρίγκιπας, ένας μικρός στρατιώτης Χρον. Μορ. P 4147· Ο πρώτος οπού εσέβήκεν κάστρον της Εγγλιτέρας| το όνομάν του Αλέξιος και ο άλλος Πετραλίφης,| από μικρήν τε γενεάν, ήταν Διμοτειχίται Διήγ. Βελ. 227· (ως ουσ.): είδα μικρούς και ανέβησαν κι εγίνησαν ρηγάδες Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 200· ασηκώνει (ενν. η Αρετή) τους μικρούς και κάνει τους μεγάλους Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 31· β) κατώτερος, υποδεέστερος: είναι μικρότατοι (ενν. οι Ρωμαίοι) εις την σοφιάν απ’ άλλους Λίμπον. Επίλ. 24· γ) ασήμαντος: αμή ενθυμούμουν τίποτε μικρόν διά να γράψω| κι ο λογισμός ανέβαζε να γράψω τέτοιες λέξεις Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 571· Είπω και τίποτε μικρόν αλληγορίας λόγον Ανακάλ. 89·   δ1) ταπεινός, μικροπρεπής: Έρωτα, απού συχνιά ʼς τσι πλια μεγάλους| κι όμορφους λογισμούς κατοικημένος| βρίσκεσαι, τσι μικρούς μισώντας τσ’ άλλους Ερωφ. Α΄ 587· δ2) ελαφρός, επιπόλαιος: εις ψήφον ουκ είχασιν (ενν. οι κάτοικοι της Μονοβασίας) τα φράγκικα φουσσάτα,| έχοντα [γαρ τον] λογισμόν μικρόν, να έχουσιν αργήσει| εκεί εις τον παρακαθισμόν όπου τους εποιήσαν Χρον. Μορ. H 2915. 4) Σύντομος: Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι I 2, Ερωφ. Ε΄ 462, Βέλθ. 402. 5) α) Μικρός στην ηλικία, νεαρός, νέος: ουκ είσαι χωρικούτσικον, ουδέ μικρόν νινίτσιν Προδρ. I 194· όμορφο δείχνει (ενν. το ρόδο) το κομπί κι αμάλαγο περίσσια| σαν ένα ευγενικότατο μικρό κοράσιον ίσια Ερωφ. Ιντ. β΄ 78· Πε μου, παιδί μικρότατο κι από μικρούς αθρώπους,| σ’ ανάθρεψα στο σπίτι μου κι εις όλους μου τσι τόπους Ερωφ. Δ΄ 653· (σε επανάληψη) πολύ μικρός: Εις τον βυθόν της λίμνης σου απέσω κολυμβούσι| μικρά μικρά ερωτόπουλα· δοξεύουν, μέσα παίζουν Βέλθ. 698· β) (προκ. για το τελευταίο παιδί μιας οικογένειας) μικρότερος: έλαχε δε (ενν. ο λαχνός) τον ύστερον, τον μικρόν Κωνσταντίνον,| ος δίδυμος ετύγχανε μετά της αυταδέλφης Διγ. (Trapp) Gr. 102· εποίκεν (ενν. ο ρε Ούνγγε) υιούς και κόρες … ο πρώτος ήτον ο σιρ Πιέρ … και ο μικρός σιρ Τζακέτ τε Λουζουνίας κοντοστάβλης των Ιεροσολύμων Μαχ. 7216. 6) (Ο υπερθ. ελάχιστος σε αυτοχαρακτηρισμούς προκ. να δηλωθεί πνεύμα ταπεινοφροσύνης) τελευταίος, ασημότατος: Και πάλιν τρίτον έφησεν ο τίμιος ο γέρων:| «Εμένα τον ελάχιστον αρχιερέων πάντων …» Αρσ., Κόπ. διατρ. [1142]· Ο εν επισκόποις ελάχιστος Δαμασκηνός, Χρον. 304· έγραψα ταύτην την φυλλάδα εγώ ο ελάχιστος δούλος σας Συναδινός ιερεύς Συναδ., Χρον.-Διδαχ. 174v Εκφρ. 1) Μικρός ά(ν)θρωπος· βλ. ά. άνθρωπος6 φρ. 2) Μικρός δούκας ή τοπάρχης = άρχοντας που εξουσιάζει μικρή περιοχή: είναι και κάποιοι τόποι των Βενετσάνω, όριζε ο Κομηνός ο Αρανίτης, δούκας μικρός και όριζε και ο Ιωάννης Καστριώτης, και αυτός δούκας μικρός Χρον. σουλτ. 6436, 37· Προσεκύνησαν δε τον αυθέντην και έτεροι μικροί τοπάρχαι και υπέσχοντο του δούναι χαράτσιον κατ’ έτος Έκθ. χρον. 8411. 3) Μικρός θείος = ο πρωτεξάδελφος των γονιών (Για τη σημασ. βλ. Αρμεν., Εξάβ. Δ΄ 82): ην ανεψιός εκ μικράς θείας νιός Έκθ. χρον. 474. 4) Μικρός κόσμος = α) ο άνθρωπος: «μικρός κόσμος»· ο άνθρωπος. Διό δε μικρός κόσμος, ότι εξεικονίζει τους πάντας Lucar, Sermons 21· β) η οικουμένη, η κτίση (Για τη σημασ. βλ. Κριαρ. [Ανακάλ. σ. 50-51]): κόσμο μέγαν τον άνθρωπον Θεός επονομάζει,| όν έθετο εις τον μικρόν κόσμον, την πάσα κτίση Ανακάλ. 94. 5) (Προς) μικράν ώραν = για λίγη ώρα: επιλαλήσαμεν τα άλογα άνω και κάτω μικράν ώραν Διγ. Άνδρ. 3954· ώραν μικράν υπνώττουσι και πάλιν εξυπνούσι| διά το ολονύκτιον, πάντες δε αγρυπνούσι Προσκυν. Ιβ. 535 192191· άνω και κάτω προς μικράν διαδραμόντες ώραν| κονταρέας δεδώκαμεν μηδενός κρημνισθέντος Διγ. (Trapp) Gr. 3077. Η λ. ως προσων.: Θεοδόσιος ο μικρός Byz. Kleinchron. A΄ 13210· Λέων ο μικρός Byz. Kleinchron. A΄ 13213. Η λ. ως ουσ.: 1) Νεαρό άτομο: Χαίρουνται και ευφραίνουνται μικροί τε και μεγάλοι Ιμπ. 883· Εσύ μικρόν και ανήλικον, φιλιάν ουδέν εξεύρεις,| και πώς εξεστομάτισες και είπες ότι αγαπάς με …; Ερωτοπ. 172· απόσταν ήμουνε μικρός σ’ εβάστου φυτεμένη| μέσα στα φύλλα τση καρδιάς κι είχα ζωή κριμένη Πανώρ. Γ΄ 605. 2) (Προκ. για πτηνό) νεοσσός: όταν δε μάθωσιν (ενν. οι ιέρακες) ακριβώς τῃ σῃ φωνῄ καλείσθαι, τότε θέλε αυτούς αφιέναι εις τα μικρά των ορνίθων, ήτοι κολοιούς και κορώνας Ιερακοσ. 35428. 3) Ο μικρότερος αδελφός ή αδελφή: είπεν η πρωτόκοκη προς τη μικρή Πεντ. Γέν. XIX 31· επότισαν (ενν. οι δυο αδελφές) απατά τη νύχτα εκείνη τον πατέρα τους κρασί και εσηκώθην η μικρή και επλάγιασεν μετά κείνον Πεντ. Γέν. XIX 35. 4) (Στον συγκριτ.) ο μαθητευόμενος, ο βοηθός: μιαν ημέρα λέγω τους (ενν. τους κορτεζάνους): «Να λθω στην συντροφιά σας,| να με έχετε ως μικρότερον, να είμαι εκεί κοντά σας» Τριβ., Ρε 200. 5) (Ουδ.) μικρή ποσότητα ή ποσόν: δώσ’ ελεημοσύνην| εκ το μικρόν το δύνεσαι, εκ το μικρόν τό σώνεις Ντελλαπ., Ερωτήμ. 225· Κάλλιον γαρ ένι το μικρόν το μετά προθυμίας| υπέρ τα πράγματα πολλά μετά δεινοπαθείας Σπαν. P 257. 6) (Θηλ.) σκάφος μικρού μεγέθους: έναν ρηγάτικον και δύο μικρές Μαχ. 66623. Η γεν. μικρού ως επίρρ.: α) σε μικρό χρονικό διάστημα, σε λίγο: Ηπειρ. 21715· β) πριν από μικρό χρονικό διάστημα, πριν απο λίγο: Ιατικῴ τῳ κόλπῳ τε μικρού τῳ προρρηθέντι| έκτισα την κατ’ Αίγυπτον Αλεξάνδρειαν πόλιν Βίος Αλ. 4153· γ) για μικρό χρονικό διάστημα, για λίγο: Η μήτηρ (ενν. τον αμιρά) ως έμαθεν την έλευσιν εκείνου (παραλ. 1 στ.), μικρού γαρ και ωρχήσατο από περιχαρείας Διγ. Z 968.
       
  • μοχθώ,
    Έκθ. χρον. 279.
    Το αρχ. μοχθέω. Η λ. και σήμ.
    α) Εργάζομαι σκληρά, κοπιάζω: Προδρ. I 92, Lucar, Sermons 148· β) (αμτβ. και μτβ.) καταβάλλω (έντονες) προσπάθειες: έρχεται ελέφας μέγας και αυτός μοχθεί διά της προσμυχίδος αυτού και ου δύναται εγείραι αυτόν Φυσιολ. B 329· υπό της φωνής αυτών έρχονται και άλλοι ιβ΄ (ενν. ελέφαντες) και αυτοί μοχθούσιν εγείραι αυτόν και ου δύνανται Φυσιολ. 329· (με σύστ. αντικ.): την δε θυγατέρα αυτού ... έδωκεν ... προς τον χότζιαν (διδάσκαλον) αυτού· ος πολλά μοχθήσας ποιήσαι Αγαρηνήν ουκ ηδυνήθη Ιστ. πολιτ. 3812· το μοιρογράφημα και τον τροχόν της τύχης| ουδείς απέφυγεν ποτέ, καν και πολλά μοχθήσει Καλλίμ. 251.
       
  • μπούσουλας
    ο, Lucar, Sermons 68· πούσουλας, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 545.
    Από το ιταλ. bussola. Βλ. και Kahane-Tietze, Lingua Franca 127-130. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (Βλ. Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ. 526). Τ. ππούσουλας στην Κύπρο (Βλ. Χατζ., Ξέν. στοιχ. 146). Θηλ. μπούσουλα στο Meursius. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
    1) Κουτί: μπαίνει ο Εουφημιανός μέσα και παίρνει ένα μπούσουλα δακτυλίδια και ανοίγοντας το μπούσουλα λέγει Ζήν. Α΄ 74. 2) α) Πυξίδα: Αυτός ο Ιωάννης, ωσάν η μαγνήτις πέτρα ή, ως λέγουσιν, ο μπούσουλας δείχνει τους ναύτες τον δρόμον οπού πρέπει να κάμνουσιν Ροδινός (Βαλ.) 75· εισέ λιμνιώνα γύρεψε σίγουρον να μας βάλεις.| Βλέπε καλά τη στράτα σου, θώριε το μπούσουλά σου,| να μην παραστρατήσομεν Γαδ. διήγ. 155· β) (μεταφ.): έχει (ενν. η εκκλησία) ... μπούσουλα την Θείαν Γραφήν Lucar, Sermons 68.
       
  • νεύσις
    η, Παϊσ., Ιστ. Σινά 850, Lucar, Sermons 71, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 282· γνέψη, Δεφ., Λόγ. 604· νεύση.
    Το μτγν. ουσ. νεύσις.
    1) Νεύμα, γνέψιμο: Η Μαργαρώνα τον θωρεί (ενν. τον Ιμπέριον) κι εποίησέν του γνέψη Ιμπ. (Legr.) 405. 2) Θέληση, συγκατάθεση: συμβιώσομεν Θεού νεύσει χαίροντες άμφω Διγ. (Trapp) Gr. 1501. 3) Έμπνευση, φώτιση: είς από τους άρχοντας και πρακτικός και γέρων,| νεύση τού ήλθεν άνωθεν και λόγος εξ αέρων Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 734.
       
  • ντόβας
    ο.
    Από το τουρκ. dua· βλ. και Rozemond Κ. [Lucar, Sermons σ. 131 σημ. 12]. Πληθ. δοβάδες σε ημερολόγιο του 1807 (Μ. Μινώτου, Ελλην. 3, 1930, 478).
    Προσευχή με την οποία ζητούμε κ. από το Θεό ή τον ευχαριστούμε για κ.: Κάθε βασιλεύς όταν εβγαίνει εις πόλεμον και όταν γυρίζει, του κάμνουσιν ντόβα Lucar, Sermons 131.
       
  • ξεπέφτω,
    Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1536, Χρον. Μορ. H 1202, 7332, 7655, 7720, 7988, Γεωργηλ., Θαν. 169, Βεντράμ., Φιλ. 6, Δεφ., Λόγ. 38, Μαλαξός, Νομοκ. 288, Lucar, Sermons 83, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 456, Ιστ. Βλαχ. 1368, 1805, 1969, 2372, 2414, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [989], Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 270· υποτ. αορ. εξεπέσω, Χριστ. διδασκ. 128.
    Από τον αόρ. εξέπεσα του αρχ. εκπίπτω. Τ. ξηπέφτω στο Meursius (λ. ξηπέφτειν) και ξηπέφτω σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β́ 691). Η λ. σε έγγρ. των αρχών του 17. αι. Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 12222, 17213 , 3338, 73511), στο Βλάχ. και σήμ.
    1) α) Πέφτω κάτω: εξέπεσεν η Μαξιμού από το ιππάριν κάτω Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1589· εξηστρεφτήν του έδωσα απάνω εις τον βραχίοναν| και το σπαθίν του εξέπεσεν Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1272· σου λέγει η θεία Γραφή πως οι αστέρες έσονται εκπεπτώτες, θέλουσι ξεπέφτει οι αστέρες του ουρανού ... Θες να μάθεις ... πώς θέλουσιν πέφτειν οι αστέρες ...; Πηγά, Χρυσοπ. 130(15)· β) (για κτίσμα) γκρεμίζομαι, καταρρέω: Εξέπεσεν η τρούλλα της εκκλησίας ... και ελαλήθην ο λόγος τότε εις όλον το νησίν ότι χαλά ο ναός του μεγάλου Θεοδώρου Χειλά, Χρον. 349. 2) α) Χάνω, παύω να έχω την οικονομική, κοινωνική ή πολιτική μου ισχύ, ξεπέφτω: Ήσαν και κάποιοι πλούσιοι εις την Μονοβασία ... κι εξεπέσασι Βεντράμ., Φιλ. 340· εξέπεσα και πτώχαινα Σαχλ., Αφήγ. 83· παρεύθυς εσκόνταψεν το γένος των Σπαταίων·| αχάμνισαν, εξέπεσαν και ήλθαν παρακάτω Χρον. Τόκκων 178· Ήσαν και άλλοι πλούσιοι ρηγάδες που ξεπέσαν,| που οκ την πολλήν φιλαργυριάν εις τον Θεόν εφταίσαν Βεντράμ., Φιλ. 239· β) (εδώ μτβ. με αντικ. σε γεν. ή με τις προθ. από, εκ + αιτιατ.): για τα πολλά μου κρίματα και τες παρανομίες| ... εξέπεσα του Θρόνου Θρ. Κων/π. B 71· εκ το μεγαλείον η Μίρτζαινα εξέπεσεν και από τον τόσον βίον Αιτωλ., Βοηβ. 369· εξεπέσαμεν από την βασιλείαν Ιστ. Βλαχ. 2769· (εδώ σε μεταφ.): ύβρισα οκάτι σοβαρώς την πικροδνυστυχίαν| και τώρα τσιγαρίζομαι στ’ ανώφορον ετούτο| και είδα ότι εξέπεσα του βαθμιδίου τό είχον Λόγ. παρηγ. O 410· γ) χάνω, στερούμαι (κ. καλό): εφθόνησέ τους (ενν. ο διάβολος) και ηθέλησεν ότι να τους κάμει να ξεπέσουν απ’ αυτήν την χαράν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 371r· πόσοι λογιάζεις είναι απ’ τ’ εμάς οπού μετά το ν’ ασπασθούσι και να διαπιασθούσιν εις την αγάπην του κόσμου ξεπέφτουσιν από τον δείπνον εκείνον Πηγά, Χρυσοπ. 223 (38)· στέκου …| … εμπρός στους δούλους σου αφέντης υψωμένος| διά να στέκεται σωστή της αφεντιάς η τάξις,| να μη ξεπέσεις της τιμής και πώς να την φυλάξεις! Ιστ. Βλαχ. 1618· Απής λοιπόν οι άρχοντες της Τρανσυλιβανίας| είδασιν πως εξέπεσε ο Μιχάλης της αξίας (παραλ. 1 στ.), ... δεν τον εντηρούνταν πλια Παλαμήδ., Βοηβ. 1098. 3) α) Ολισθαίνω ηθικά, αμαρτάνω: είχε (ενν. ο Aδάμ) ... τόσην αθανασίαν και δικαιοσύνην με το αυτεξούσιον, κύριον, να δύναται, αν θέλει, να κρατιέται εις τέτοιαν κατάστασιν σαν θέλει πάλιν να ξεπέσει ... Πηγά, Χρυσοπ. 177 (14)· πάσα άνθρωπος οπού να θέλει να εναντιείται τους λόγους του Θεού ... ξεπέφτει και χάνεται Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 26r· β) (εδώ προκ. για την πτώση του διαβόλου και των δαιμόνων): να έχει ο Αδάμ απόφασιν, να γνωρίζει τον κύριόν του, να ταπεινοφρονά και να φυλάγεται να μην υπερυψωθεί και ξεπέσει, καθώς εξέπεσεν ο διάβολος Πηγά, Χρυσοπ. 180 (23)· είναι η πολυστένακτος αύτη περηφανία| και απ’ αυτήν εξέπεσε Σατάν ο Εωσφόρος Ιστ. Βλαχ. 1603· το τάγμα που εξέπεσεν εξ ουρανού τα ύψη| απ’ αυτουνούς (ενν. τους καλογέρους) να γεμισθεί ...| απ’ αυτουνούς να γεμισθεί το ξεπεσμένον τάγμα,| έτσι μας λέγει η Γραφή Ιστ. Βλαχ. 1811. 4) Υποβαθμίζομαι πνευματικά, κατέρχομαι σε κατώτερο πνευματικό επίπεδο: διά την μακράν και πικροτάτην δουλοσύνην το ημέτερον γένος εξέπεσε και ουδέ καν αναθυμάται την προκοπήν όπου είχαν οι προγονοί μας Σοφιαν., Παιδαγ. 259· σύγνεφον μέγα και βαρύ αυτό της αμαθείας| εσκέπασε τα γράμματα και δόξαν της σοφίας.| Εξέπεσαν οι άνθρωποι, σαν ζώα περπατούσι,| γράμματα δεν ηξεύρουσι και πώς να φωτισθούσι; Ιστ. Βλαχ. 2225. 5) α) Καταντώ, περιπίπτω σε μια (άσχημη) κατάσταση: Ω κόσμος σας επαίνεσα όλος εις την σοφίαν.| Τώρα πώς εξεπέσετε εις ταύτην την σκλαβιάν; Γέν. Ρωμ. 14· Εσένα (ενν. Επτάλοφε) σε ευλόγησαν οι άγιοι πατέρες και τώρα πώς εξέπεσες κι έχεις κακές ημέρες; Γέν. Ρωμ. 54· την γνώμην του μετάστρεψεν και λέγει: «ας φυλάγω| να μη ξεπέσω πια κακά, ...| ’πειδή βλέπω και τον καιρόν και πάγει εναντία» Παλαμήδ., Βοηβ. 986· ας έναι στην υπακοή, στης Εκκλησιάς την ζέση,| μηδέν το πάθει ως τον Αδάμ και εις Άδην να ξεπέσει (έκδ. εξεπέσει· διόρθ. Κριαρ., ΕΜΑ 1, 1939, 143). Φαλιέρ., Λόγ. 38· β) (μεταφ. για ζώο): σαν άρχισε κι ετράνευεν (ενν. το λυκόπουλον), άρχισε να ξεπέφτει,| την τάξιν του επίασε τα πρόβατα να κλέφτει Αιτωλ., Μύθ. 703· γ) υποκύπτω (σε κ.): πώς είναι μπορεζάμενον ποτέ της να μπορέσει (ενν. η Ερωπρικούσα)| ν’ αντισταθείτον έρωτος και να μηδέν ξεπέσει; Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [760]· Εις του Μιρτίνου βέβαια δεν είναι να μπορέσει (ενν. η Ερωπρικούσα),| στα λόγια του ν’ αντισταθεί και να μηδέν ξεπέσει.| Γιατί κι εγώ καλότατα κατέχω τι μπορούσι| λόγια και παρακάλεσες να κάμουν …|  … σε μιαν καρδιάν καημένην Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1068]· δ) (μεταφ.- με την πρόθ. εις, σε + αιτιατ.): εξεπέσασιν εις πάθη ατιμίας| και εις αδόκιμόν τε νουν της αρρενομανίας Ιστ. Βλαχ. 2743· αν ίσως καμία (ενν. γυναίκα) ήθελεν ξεπέσει σε καμίαν λωλάδαν ή φαντασίαν ανάποδην, ευρίσκονται από το εναντίον εκατόν τιμιότατοι και καλαί Μπερτόλδος 15· 6) Εξασθενώ ψυχικά, αισθάνομαι κατάπτωση ή συντριβή: ο έρωτας κάθ’ άνθρωπον τον κάμνει και ξεπέφτει,| γιατί σιμώνει (έκδ. στημόνει) άφαντα και την καρδιά του κλέφτει Μαρκάδ. 257· ποια λωλάδα έτσι βαριά επήρε το μυαλόν της| και την ζωήν την ήφερε να την καταφρονέσει;| ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ: Ο θάνατος ενού αλλουνού την κάνει να ξεπέσει Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ [152]. 7) Σκοτώνομαι, πεθαίνω: τ’ αλόγου του ο χαλινός εκόπηκεν λιάκιν,| μέσα στας χείρας των Τουρκών μπαίνει με φουργοσύνην| και παρευθύς εξέπεσεν με την ταπεινοσύνην Θρ. Κύπρ. M 212. 8) α) Ξεφεύγω, παρεκκλίνω (με την πρόθ. από + αιτιατ.): πασαένας από τούτους, οπού διά να μη στολιστούσιν τα όμορφα και να μη κρατούσιν δεσπότην, όχι μόνον ξεπέφτουσιν από την τάξιν της Εκκλησίας, αμή ... συγχύζουσι τους ορθοδόξους Πηγά, Χρυσοπ. 132(20)· αλλ’ η σπουδή και ο στοχασμός ουδέν αφήνει τον λόγον να εξεπέσει από την πρέπουσαν συμμετρίαν Σοφιαν., Παιδαγ. 274· β) (μεταφ.) εγκαταλείπω κ., απομακρύνομαι, παραιτούμαι από κ.: γέμει η καρδιά μου συμφοράς, γομάρια φορτωμένα (παραλ. 1 στ.) και ακόμη ουκ εξέπεσες απέ το αγέρωχόν σου Λίβ. Esc. 1623. 9) Υστερώ στην επίδοσή μου, μένω πίσω (εδώ σε παιγνίδι): Μα την αλήθεια, εξέπεσες, Φροσύνη, να σε πιάσω,| να φύγεις θέλεις, αμή εγώ σφικτά θα σ’ αγκαλιάσω Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [203]. 10) Πέφτω στα χέρια κάπ. (με την πρόθ. εις + αιτιατ.): εγώ έσωσα πλούσιους πολλά περίσσα,| αιφνίδιως εξεπέσασιν ’ς Τούρκους Βεντράμ., Φιλ. 344. 11) α) (Για πλοίο) παρασύρομαι από τον άνεμο· ναυαγώ: ήρκονταν δύο καραβόπουλα ... και το μεν ένα εξέπεσε μακρά από το νησί Διήγ. εκρ. Θήρ. 11025· β) (για φορτίο πλοίου) χάνομαι στη θάλασσα: Αρχή καράβια κάγησαν κι οι πραματείες ξεπέσα,| εκείνος ’ς μιο εχάθηκεν ’κ τη Βενετία μέσα Βεντράμ., Φιλ. 361. 12) Ρίχνομαι, βουτώ (στη θάλασσα): Εφτάσασιν τα κάτεργα και άλλοι τότ’ εμπαίναν,| άλλοι ξεπέφταν στον γιαλόν και πλέον δεν έβγαιναν Αχέλ. 2531. 13) (Αμτβ., για ακίνητη περιουσία και εξουσία) περιέρχομαι στη δικαιοδοσία κάπ.: απόθανεν ο μισίρ ... (παραλ. 1 στ.), εξέπεσεν ο τύπος του κι η αφεντια όπου είχεν| του κόντου Γατιέρη του υιού εκείνου του κόντου Ούγγου Χρον. Μορ. H 7266· ως έθνηκεν άνευ παιδί να αφήκει κληρονόμον,| εξέπεσεν ο τόπος του, το κάστρον της Ακόβου| ετούτης μου της αδελφής όπου ένι κληρονόμος Χρον. Μορ. H 7432. 14) (Παθητ.) Χάνομαι: ’Σ τούτο σας δίδω θύμησιν, ως για παραγγελία, βασίλεια ξεπέσασιν οκ την φιλαργυρια Βεντράμ., Φιλ. 10. Η μτχ. παθητ. παρκ. ως επίθ. = 1) Αμαρτωλός: το ξεπεσμένον ανθρώπινον γένος Χριστ. διδασκ. 403. 2) Που έχει χάσει την κοινωνική ή οικονομική του ισχύ· δυστυχής, ταλαίπωρος: εις τους παπάδες φίλος,| εις τες χηράδες βοηθός, στους ξεπεσμένους στύλος Λίμπον. 176. 3) Αδύναμος, εξαντλημένος· γερασμένος: Ασήκω με, παιδάκι μου, ότι τα ξεπεσμένα| να τα σηκώσω δεν μπορώ μέλη χωρίς εσένα Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ [1172]. 4) Απρόκοπος: τσ’ άνεργους ... και τσι παραθεσμιάρους,| τσ’ ανάμελους και τους οκνούς …| στη σβίγα μου ζερβά πάλι τουσε γυρίζω| και κάτω προς τα βάθη τση ... τσι γκρεμίζω.| Και δε λογιάζουν οι λωλοί πως η παραθεσμιά τως,| η δείλιαση, η ανάπαψη, πως η αναμελιά τως| είναι αφορμή και στέκουσι πάντα τως ξεπεσμένοι| και από τιμές πολλά γδυμνοί, φτωχοί και ρημασμένοι,| μα λέσι πως το Ριζικό τώς φταίγει Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 29. 5) (Προκ. για γέροντα) ανόητος, ξεκούτης, ξεμωραμένος: Πήγαινε στη δουλειά σου,| γέροντα ξεπεσμένε Πιστ. βοσκ. V 4, 97· δεν εντρέπεται η ζαβή ’νους γέρο ξεπεσμένου,| ανήμπορου και ανάστολου και ξετραχηλισμένου| μια κορασίδα ωσάν αυτή στα χέρια του να βάλει; Φορτουν. (Vinc.) Β́ 261· είσαι γέρος και άνοστος, λωλός και ξεπεσμένος Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 356. — Βλ. και εκπίπτω.
       
  • ξυλάριον
    το, Ιερακοσ. 36127-8, Lucar, Sermons 90· ξυλάρι· ξυλάριν.
    Το μτγν. ουσ. ξυλάριον. Ο τ. ξυλάρι και σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex. στη λ. και Κωστ., Λεξ. τσακων., όπου και άλλοι τ.).
    1) Μικρό κομμάτι ξύλου, ξυλαράκι: Εις τον τόπον, εις όν πρησμονήν έχει (ενν. ο ιέραξ), βδέλλας επίθες προς ολίγον και μετά ταύτα κόριδας συντρίψας μετά ξυλαρίου τῳ τόπῳ προσέγγισον και ευθέως η βδέλλα αφίησιν Ορνεοσ. αγρ. 56616· Υποκοριστικόν, οίον, ... ξύλον, ξυλάρι, ξυλύφι Σοφιαν., Γραμμ. 213. 2) (Συνεκδ.) μικρό ξύλινο πλοίο, βάρκα: είτα απήλθαμεν εις το Βαθύν στήσαντες τας τέντας έξω, έχοντες και κάτεργα β́ και ξυλάρια ωσεί μ́ Πανάρ. 7726· (εδώ σε μεταφ.): Δούλος δεν επεθύμησεν ’ς κανέναν| τόπον την λευτεριάν, ’δέ τον χειμώναν| ξυλάριν επεθύμησεν λιμνιώναν| ωσάν εγώ το στρέψιμόν σου σέναν Κυπρ. ερωτ. 1043.
       
  • ολιγότης ‑τητα
    η, Αχιλλ. L 389, Αχιλλ. N 505, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 15v, 19v, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 400, Ψευδο-Σφρ. 41627.
    Το αρχ. ουσ. ολιγότης. Η λ. και τ. λιγότητα στο Βλάχ.
    1) Μικρός αριθμός, ολιγαριθμία: Ψευδο-Σφρ. 42636, Πεντ. Λευιτ. XXV 16. 2) Το να είναι κ. λίγο (σε ποσότητα)· σπανιότητα, ανεπάρκεια: Lucar, Sermons 71, Ωροσκ. 439, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 172. 3) α) (Μεταφ.) έλλειψη ισχύος, κύρους· παρακμή: αφού απέθανεν ο Ιωσήφ, υιοί του Ισραήλ ήλθαν εις ολιγότητα και εζούσαν κακά Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 152v· β) φθορά: πάσα πράγμα όπερ έναι εις τον κόσμον γεννημένον και τυπωμένον έρχεται εις ολιγότητα Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 15v.
       
  • οπισινός,
    επίθ.· πισινός, Μπερτόλδος 47.
    Από το επίρρ. οπίσω και την κατάλ. ‑ινός. Ο τ. και σήμ. Η λ. στο Βλάχ.
    1) Που βρίσκεται στο πίσω μέρος: τα έμπροσθεν τετάρτια (ενν. του μουνουχαρικού) κάμνε μαγερευτά και τα οπισινά οπτά Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 194. 2) Προηγούμενος: μη γυρίζεις οπίσω, και πάγαινε, μη ως ει είρηκεν «στέκε» να στρέφεσαι να θεωρείς τα οπισινά σου ζάλα (ως η γυνή του Λωτ), ότι έμπλεα αμαρτίας Lucar, Sermons 60. Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = 1) α) το πίσω μέρος ενός πράγματος: κρέμασμα οπού περσεύγει εις τα βηλάρια της τέντας, το μισό βηλάρι οπού περσεύγει να κρεμάσεις ιπί οπισινά τού μίσκαν Πεντ. Εξ. XXVI 12· β) (προκ. για άνθρωπο) τα νώτα: να βγάλω την απαλάμη μου και να ιδείς τα πισινά μου, και τα πρόσωπά μου να μη φανούν Πεντ. Εξ. XXXIII 23. 2) (Έναρθρ., με επιρρ. σημασ.) προς τα πίσω: έως την ώραν φαίνεται πως η Γαρίδα περπατεί τα πισινά και η Καβουρία από την μεριάν Μπερτόλδος 47.
       
  • οφθαλμός
    ο, Προδρ. (Eideneier) I 170, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 799, Καλλίμ. 603, 815, Διγ. (Trapp) Gr. 2340, Διγ. A 4487, Διγ. Z 3970, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 540, Βέλθ. 378, 695, Πόλ. Τρωάδ. 68, Ερμον. Ψ 25, Ιατροσ. κώδ. ωϞη΄, Λίβ. P 997, Λίβ. Sc. 1277, Λίβ. Esc. 584, Λίβ. (Lamb.) N 928, Λίβ. N 2712, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 778, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 846, 19, Sprachlehre 122, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΚΔ΄ [193], Κυπρ. ερωτ. 1414, 1610, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ΄ 132, χορ. γ΄ 429, κ.α.· αφθαλμός, Μαχ. 25020· εφταλμός, Ιων. II5· ουφθαλμός, Sprachlehre 128.
    Το αρχ. ουσ. οφθαλμός. Ο τ. εφταλμός και διάφ. άλλοι τ. σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex. και Οικονομ., Αθ. 38, 1926, 118).
    1) α) Το όργανο της όρασης, μάτι: Ιατροσ. κώδ. ͵ακς΄, Χρον. Μορ. H 676, Διγ. Z 2287, Notizb. 64, Διγ. Άνδρ. 38312· β) (συνεκδ.) η περιοχή γύρω απ’ τα μάτια: Κάμνουν χολάν οι άνθρωποι διά τους οφθαλμούς τους·| και βάλλουν εκ των τριφλιών ωά στρουθοκαμήλου Φυσιολ. (Legr.) 241· επιλαβών εφίλησέ με τους οφθαλμούς Σφρ., Χρον. μ. 8025‑6· γ) (στη γεν. με τα ουσ. κόρη και φως σε προσφών. αγαπημένου προσώπου): Ω κόρη ουφθαλμού μου, πού ην| και μεμάκρυνεν η απουσία σου; Sprachlehre 128· ομμάτια μου, το φως των οφθαλμών μου Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 859· δ) (προκ. για το Θεό· η χρ. ήδη μτγν., βλ. L‑S στη λ. II): Αλλ’ οφθαλμός ο άυπνος οπού ποτέ ου κοιμάται| προσέσχεν, είδεν, έβλεψεν Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 110· ε) (σε μεταφ.): εις την Ρωμανίαν| είδαν οι οφθαλμοί μου την πανύμνητον Θεοτόκον Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 549· έδει με γαρ τοι την δοκόν οράν των οφθαλμών μου| και μη τα κάρφη τα λεπτά των αδελφών μου Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 65· οι … άθλιοι Εβραίοι| εκάμμυσαν τους οφθαλμούς …| του μη ιδείν τον ήλιον τον άδυτον, υιέ μου Θρ. Θεοτ. 48· Τον ουρανό παρακαλώ βοήθεια να σου δώσει| και τσ’ οφθαλμούς του βασιλιού σ’ ετούτο να τυφλώσει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β΄ 84· Ω τέκνον μου παμπόθητον …| πώς εχωρίσθης απ’ εμού …| ετύφλωσας τους οφθαλμούς και έσβεσας το φως μου; Διγ. Z 598· διάκονοι και ιερείς …| Ομού και λύχνος κι οφθαλμός και φως να βλέπουν άλλοι Γεωργίου ρήτορος, Στίχ. α΄ 127· της σοφίας, ήτις ανοίγει τους οφθαλμούς του νοός του γινώσκειν τα πράγματα Lucar, Sermons 81· ϛ) (συνεκδ. στον εν. και πληθ. με ή χωρίς γεν. προσώπου προκ. για το ίδιο το πρόσωπο): στέλλει δυο παλληκάρια (παραλ. 1 στ.) να πούσιν της μητέρας του πως έρχετ’ ο υιός της| οπού ποσώς δεν ήλπιζεν να δει ο οφθαλμός της Διγ. O 1006· επιβγάλτηκα από εναντίου εφταλμώ σου Ιων. II5· εάν ουδέν εύρω τέκνον από τα σπλάγχνα μου, από τον εμαυτόν μου, να ηξεύρεις ότι πλέον τους οφθαλμούς σου ουδέν τα θέλω ιδεί Διήγ. Αλ. V 24· Τρυγώ τό εδραγάτευσαν τρεις χρόνους οι οφθαλμοί μου| και τον καρπόν του τρώγω τον και πίνω το κρασίν τον Λίβ. Esc. 1070. 2) α) (Συνεκδ.) βλέμμα, ματιά: Εγώ τον εκυνήγουνε και κείνου οφθαλμός του| πότε στο άλογό ’τονε, πότε σ’ εμέν το φως του Διγ. O 2503· κάμνουν την φωλιάν τους, δύο αβγά γεννούσιν, |κάθουνται και πυρώνουν τα μετά τους οφθαλμούς τους Φυσιολ. (Legr.) 231· Κρασί μου δοκιμότατον … (παραλ. 2 στ.) αναβιβάζεις πνεύματα, τους οφθαλμούς ανδρίζεις Κρασοπ. (Eideneier) ΑΟ 83· β) (σε μεταφ. με το γυρίζω προκ. να δηλωθεί συμπόνια): Ζευ, τσ’ οφθαλμούς σου γύρισε σ’ εκείνη (ενν. στην Ερωφίλη),| ’δέ τη λυπητερά Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) χορ. β΄ 524. 3) (Μεταφ. στον εν. και πληθ. ·πβ. L‑S στη λ. IV και Κουκ., Ευστ. Γραμμ. 74) επόπτης, επιμελητής· προστάτης: απετύφλωσε λοιπόν τον οφθαλμόν της Πόλης (ενν. τον Βελισάριον) Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 546· εφάνη Βελισάριος, ανήρ σοφός, ανδρείος (παραλ. 1 στ.) να είπες κι ήτον οφθαλμός της Κωνσταντίνου πόλης Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 12. 4) (Μεταφ.) το προσφιλέστερο, το καλύτερο ή ωραιότερο (μέρος)· ωραιότητα, ομορφιά· (Πβ. L‑S στη λ. IV και Tiftixoglou, BZ 67, 1974,10-3): Μάιος εβασίλευσεν εις άπαντας τους μήνας (παραλ. 1 στ.)· πάντων φυτών ο οφθαλμός και των ανθών λαμπρότης Διγ. Z 2751. Εκφρ. 1) Εις οφθαλμού ριπίδα, εις ροπήν (του) οφθαλμού, βλ. εις έκφρ. 23. 2) Εις οφθαλμόν ή τους οφθαλμούς (κάπ.), προ οφθαλμού = ενώπιον, μπροστά: εις τους οφθαλμούς ηρώων| εφανίστηκες γαρ μέσον Ερμον. Υ 318· ακόμη βλέπω αιστητώς (ενν. πλάσμα φρικτόν ονείρου) και εντρέχει εις οφθαλμόν μου Λίβ. (Lamb.) N 480· εις καιρόν οκάποτε, όταν ουκ απαντέχεις,| να τα (ενν. τους στίχους) ευρείς προ οφθαλμού εις όφελόν σου μέγα Σπαν. A 50. 3) Εξ οφθαλμών = βλέποντας, θωρώντας: Ούτως το κάλλος κάμινον εις τους αισθανομένους| και δύναται δουλογραφείν εξ οφθαλμών και μόνον Καλλίμ. 931. Φρ. 1) Βάλλω ή θέτω ή στήνω οφθαλμόν = κοιτάζω προσεκτικά, παρατηρώ: αν εις το κυκλογύρισμαν προσώπου της (ενν. της Ροδάμνης) πολλάκις| ήθελες βάλλειν οφθαλμόν …| παρείκαζες ανθόμοιον τον κύκλον της σελήνης Λίβ. N 2112. 2) Βλέπω εν οφθαλμοίς = λαμβάνω ο ίδιος γνώση κάπ. πράγματος: Η βασιλεία σου εν οφθαλμοίς θέλει ιδεί και μάθει Κορων., Μπούας 16. 3) Θολώνω τους οφθαλμούς μου = για να δηλωθεί έντονος θυμός, αγριότητα: εσήκωσεν το ουράδιν του (ενν. το θηρίον) και τα πλευρά του δέρνει,| τους οφθαλμούς του εθόλωσεν, βούλεται να μας φάγει Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1128. 4) Σκοτίζονται οι οφθαλμοί μου = χάνω την πνευματική μου διαύγεια, δε σκέφτομαι καθαρά: εσκοτίσθησαν οι οφθαλμοί σου και δεν θωρείς το πράμαν πώς πάγει Μαχ. 25020. 5) Στήνω τον οφθαλμόν κατά + γεν. = εποφθαλμιώ, επιβουλεύομαι κάπ. ή κ. (πβ. και νους): Επεί δε ο Παγιαζήτ … μονάρχης εγένετο, τότε κατά της Πόλεως και τον νουν και τον οφθαλμόν έστησε Δούκ. 758. 6) Ωσότου/ώσπου να στρέψεις οφθαλμόν, όσον/ως ου να στρίψεις οφθαλμόν, ως ου/έως να τρίψεις οφθαλμόν = στη στιγμή, στο λεπτό: ωσότου στρέψεις οφθαλμόν, εξέψυξεν ο ήρως Πόλ. Τρωάδ. 600· ως ου να στρίψεις οφθαλμόν κατέλαβα εις τον τόπον,| εκεί οπού με παρέγγειλεν ο ευνούχος της Ροδάμνης Λίβ. Esc. 2168· έως να τρίψεις οφθαλμόν, επέρασα το βάθος,| την άμμον την αντίπερα του καλυβιού της γραίας Λίβ. P 2096.
       
  • πάλη
    η, Βίος Αλ. 789b· απάλη, Lucar, Sermons 139.
    Το αρχ. ουσ. πάλη. Η λ. και σήμ.
    1) Πάλη: Βίος Αλ. 2414. 2) α) Αγώνας, μάχη· (εδώ) κατόρθωμα: Εκεί ’κουσεν του Διγενή τα άθλα και τες πάλες,| τους πολέμους τούς φοβερούς και νίκες τες μεγάλες Διγ. O 2157· β) (μεταφ.) πνευματικός αγώνας: ο δράκων ήτον δυναμωμένος με δέκα κέρατα· των οποίων το πρώτον τού το έδωσε η προσβολή της επιθυμίας οπού ήλθε του άνθρωπου να γένει Θεός· το δεύτερον, η πάλη και ο πόλεμος οπού έκαμε να δεχθεί τον λογισμόν ή όχι Χίκα, Μονωδ. 121.
       
  • πανουργεύομαι·
    ενεργ. πανουργεύω.
    Το μτγν. πανουργεύομαι. Για παλιότ. μνεία του ενεργ. πανουργεύω βλ. Steph., Θησ., στη λ.· βλ. επίσης Κατάλοιπ. Λάμπρ. 118. Η λ. στο Τραπεζούντιος, Νομοκ. 380.
    I. Μέσ. (μτβ. και αμτβ.) ραδιουργώ, δολοπλοκώ (εναντίον κάπ.): Όρα όταν επανουργεύθην ο Διομήδης και ελάβωσεν τον Έκτοραν Ερμον. Λ πριν στ. 29· Ηρώδης κατά του Χριστού πανουργεύεται ερωτών τους μάγους και επανακάμπτειν παρακινών αυτούς Lucar, Sermons 36· (εδώ με αιτιατ. προσώπου): ο σκάνθαρος άλλο εμηχανεύθη,| εκεί οπού ’τανε ο Ζευς τι τον επανουργεύθη Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 232. IΙ. Ενεργ. (μτβ.) α) (εδώ με αντικ. αφηρημένη έννοια) υπονομεύω με δόλια μέσα: πανουργεύει την ειρήνην και ο Θεός της ειρήνης κατ’ αυτού Δούκ. 13324· β) επιδιώκω κ. με δόλιο τρόπο: δεινώς οι Ρωμαίοι παρά των βαρβάρων … εμαστίζοντο, ουκ άλλο το πανουργευόμενον ή ότι καμφθέντες (ενν. οι Ρωμαίοι) αυτούς εξωνήσουσι Δούκ. 5724‑5.
       
  • παραζυγώ.
    Από την πρόθ. παρά και το ζυγόω.
    Πλησιάζω πολύ· (εδώ μεταφ.): αι αρεταί αι μη συγχωρούσαι τῃ κακίᾳ παραζυγάν Lucar, Sermons 78.
       
  • παράταξις ‑ξη
    η, Καλλίμ. 94, Διγ. (Trapp) Gr. 1439, Ερμον. Ε 320, Ν 202, Βίος Αλ. 1936, 2874, Διήγ. πόλ. Θεοδ. 119, Απολλών. 178, Αχιλλ. L 133, Δούκ. 6915, 35921, Θησ. ΙΒ́ [704], Κάτης (Χόλτον) 15, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 229, 641, Πικατ. 376, Lucar, Sermons 111, Βίος Δημ. Μοσχ. 445, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Εβρ. ιά́ 34, Διγ. O 1178.
    Το αρχ. ουσ. παράταξις. Η λ. στον τ. παράταξη και σήμ.
    1) α) Τοποθέτηση, σχηματισμός στρατιωτών σε σειρά: Διγ. O 1640· β) σύνολο, ομάδα παραταγμένων για μάχη στρατιωτών, (παραταγμένη) στρατιωτική δύναμη· (γενικ.) στράτευμα: Δούκ. 2274, Καλλίμ. 1048, Βίος Αλ. 4599, Δούκ. 42718· έκφρ. η παράταξις της θαλάσσης = ναυτική δύναμη· στόλος: Περί την σύναξιν των Ελλήνων εις τον βασιλέα τον Αγαμέμνων, ίνα ποιήσουσιν βουλήν ίνα υπάγωσιν εις τας πατρίδας αυτών διά την παράταξιν της θαλάσσης Ερμον. Ψ πριν στ. 123. 2) Μάχη: Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4473, Γλυκά, Στ. Β́ 15. 3) α) Τιμητική στρατιωτική πομπή ή τελετή: τρία μίλια ’κ την Πάδουβα εξέβη ν’ απαντήσει| αυθέντη, τον Μερκούριον, για να τονε τιμήσει| μετά φουσσάτου περισσού, παράταξης μεγάλης Κορων., Μπούας 116· ετάφη (ενν. ο Θωμάς) εις την μητρόπολιν χωρίς καμίαν παράταξιν αυθεντικήν Ιστορ. δεσποτών Ηπείρ. 2812· β) (μεταφ.) επισημότητα, λαμπρότητα, μεγαλοπρέπεια: την ενδεκάτη έβγηκεν (ενν. ο αμιράς) από την Ρωμανία| με δόξαν και παράταξιν, με πολλήν ευμορφίαν,| με τούμπανα και άρχοντες είχεν εις συντροφίαν Διγ. O 953. 4) Μεγαλοπρεπές, επίσημο ένδυμα, περιβολή: βασιλικές παράταξες εφόρουν (ενν. μεγιστάνοι και άρχοντες) και στολίδια Διγ. Z 1901. 5) Ιεραρχική θέση: όρισε (ενν. ο ρήγας) και τους άρχοντας, κριτάς και μεγιστάνους| να έλθουν εις συγκάθεδρον εις μέγα το παλάτιν,| αλλά και του κοινού λαού πλήθος αναριθμήτου.| Ιστάθην η παράταξις του καθενός ως ήτον Βέλθ. 946. 6) Γιορτή: Γίνουνται γάμοι και χαρές, παράταξες και σκόλες; Απόκοπ.2 99. 7) α) Ψυχαγωγία, διασκέδαση: του λέγει (ενν. του Ρωτόκριτου ο φίλος του), μια από τσι πολλές, να πα να ξεφαντώσου,| του λογισμού και του κορμιού παράταξη να δώσου Ερωτόκρ. Ά́ 1092· δεν ξεύρει (ενν. του Πεζοστράτη η γυνή) είντα παράταξη της Αρετής να δώσει,| πού να την πάγει για να δει, να παραξεφαντώσει Ερωτόκρ. Ά́ 1391· β) φροντίδα, περιποίηση: Αυτείνη (ενν. του Φαραώ η θυγατέρα) τον παρέλαβεν (ενν. τον Μωσήν) υιόν ηγαπημένον,| και με παράταξες πολλές τον είχε βλεπημένον Χούμνου, Κοσμογ. 2052.
       
  • παρατρέχω,
    Προδρ. (Eideneier) I 244, Καλλίμ. 77, 201, 366, 758, 1454, 1951, 2193, Διγ. (Trapp) Gr. 2318, Διγ. Z 2024, 4240, Λίβ. P 1071, 1132, 1232, 2054, 2464, Λίβ. Sc. 1384, 1443, 2078, 2378, 2523, 2633, 3125, Λίβ. (Lamb.) N 124, 170, 202, 741, 751, Λίβ. Esc. 2949, 3253, Ιμπ. (Lambr.) 245, Δούκ. 2599, Πτωχολ. α 434, Διγ. Άνδρ. 37318, Αγαπ., Βίος Ιωάσ. 17022.
    Το αρχ. παρατρέχω. Η λ. και σήμ.
    Α´ Μτβ. 1) Τρέχω δίπλα σε κάπ.: Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1497. 2) Ακολουθώ, περπατώ (δρόμο): επίασα ομάλιν έμνοστον, παρέτρεχά το εκείνον| εγώ και η κόρη μοναχοί με τα παιδόπουλά μου Λίβ. N 2217. 3) (Προκ. για τόπο) τριγυρίζω, περιδιαβαίνω, επισκέπτομαι: κάστρη πολλά επαρέδραμεν (ενν. ο Ιμπέριος) και χώρας εκατήλθεν Ιμπ. 260· (εδώ σε μεταφ.): Μόλις ποτέ παραδραμών την θάλασσαν του βίου (παραλ. 1 στ.) προς τον κοσμοσωτήριον προσέδραμον λιμένα Προδρ. (Eideneier) III 7. 4) (Προκ. για χρόνο) περνώ, περνώ περιμένοντας, εξαντλώ ένα χρονικό διάστημα: Προσέμενε να μάθεις| μήποτε πάλιν εν κλαυθμῴ την νύκταν παρατρέχει Καλλίμ. 2184· το πόσου χρόνου διάστημαν παρέδραμα διά σέναν Λίβ. Esc. 1288. 5) α) Παραλείπω, παρασιωπώ: διά τούτο γαρ και παρατρέχει, σαν επαρέδραμε ο λόγος μας τα άλλα, διά να μην σας βραδύνει και βαρύνει Πηγά, Χρυσοπ. 244 (35)· τους δε μη θέμις εξειπείν παρέτρεχον των λόγων,| ίνα μη σκάνδαλον ο παις εις νουν επινοήσῃ Διγ. Z 2727· β) παραβλέπω, δε δίνω ιδιαίτερη σημασία: Διγ. Z 1786, Λίβ. Esc. 1043. 6) Υπερβαίνω, ξεπερνώ: το ίσον και το μέτριον να μη το παραδράμεις·| ήγουν μη γένεις ταπεινός και σε καταπατήσουν,| μηδέ πάλιν περήφανος διά να σε μισήσουν Ιστ. Βλαχ. 1608. 7) Αποφεύγω: Αλλ’ επειδή εδόθη εξαρχής εις τους ανθρώπους ο θάνατος, αδύνατον ήτον ότι να τον παραδράμει και αυτός Διγ. Άνδρ. 40622· τον θάνατον, παιδάκι μου, δεν θέλεις τον γλυτώσει·| και διά τούτο πάσχισε όλον καλά να κάμεις,| τον ψυχικόν τον θάνατον διά να παραδράμεις Ιστ. Βλαχ. 2786. 8) α) Προσπερνώ, αφήνω πίσω: προς Κρήτην τον πλουν εποίησε, τας άλλας των νήσων παρατρέχων Ψευδο-Σφρ. 23815· καθεύδεις και ο χρόνος σε παρατρέχει Lucar, Sermons 99· β) εγκαταλείπω: όσα ο κόσμος έχει,| κανένα δε σου βοηθά, αμή σε παρατρέχει Ιστ. Βλαχ. 2812. 9) (Μεταφ.) περιγράφω, διηγούμαι: τι τα πολλά πολυγραφώ; Μακρύνω και τον λόγον| και παρατρέχω περισσά τα άθλα τα του Πάρη Βυζ. Ιλιάδ. 454· πολλάς τροφάς εξαριθμείν και πολυπλόκους μίσσους| και παρατρέχειν ηδονάς και χάριτας με γράφειν Καλλίμ. 361. Β́ Αμτβ. 1) α) Τρέχω υπερβολικά, κινούμαι γρήγορα: πρέπει ο αμαξάρης να κρατεί εις το ένα του χέρι το σαλιβάρι, διά να κοντοστατεί εκείνο (ενν. το άλογο) οπού παρατρέχει Ροδινός (Βαλ.) 72· εις άλλον παρατρέχουσι μέρος να κυνηγήσουν Λίβ. N 2896· β) περιφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανιέμαι: εκείνην επαρέτρεχα την όλην την ημέραν| εις κάμπους, εις παράπλαγα, εις ορεινά βουνίτσια Λίβ. Esc. 105· γ) (μεταφ.) μεταβάλλομαι: αγανακτούντος του Θεού τα πάντα παρατρέχουν (παραλ. 2 στ.). Ουδέν έστι τι μόνιμον, ουδ’ ασφαλές εν κόσμῳ,| τα πάντα παραρρέουσι, τα πάντα ματαιότης Διήγ. πόλ. Θεοδ. 140· δ) διαδίδομαι: ο λόγος επαρέδραμεν και το μαντάτο υπάγει| έτσι γουργά οπού τινάς δεν το ’θελε σκοπήσει Θησ. (Foll.) I 22· ε) απομακρύνομαι, αποχωρώ· (μεταφ.) ξεχνιέμαι: τα δεινά παρέδραμον και η χαρά επλατύνθη Βέλθ. 1303· στ) (μεταφ.) συνταράσσομαι, συγκινούμαι: ο νους μου επαρέδραμεν, εσέβημεν λιβάδιν Λίβ. Esc. 745. 2) Βρίσκομαι κοντά: ην το τείχος υψηλόν, εισέλευσιν ουκ είχεν·| άνθρωπος ου παρέτρεχεν, ουδέ θηρίου φύσις Καλλίμ. 199. 3) (Προκ. για χρόνο, προθεσμία, κλπ.) περνώ: εάν επαρέδραμεν ο καιρός της τριετίας, να χωριστεί άνευ ποινής Ασσίζ. 5367· Παρήλθεν, επαρέδραμεν το πλάτος της ημέρας,| ήγγισε πάλε το βραδίν, εσίμωσε η νύκτα Λίβ. (Lamb.) N 680.
       
  • παραχώρησις
    η, Notizb. 82, Κώδ. Χρονογρ. 5221, 26, Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 23, Χρον. 307, Χρον. σουλτ. 932‑3, Ιστ. πολιτ. 4512, Δωρ. Μον. XXXV, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 270, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4427, 54717.
    Το μτγν. ουσ. παραχώρησις. Η λ. και σήμ. στον τ. παραχώρηση.
    (Προκ. για το Θεό) άδεια, συγκατάθεση για την επιβολή τιμωρίας στους αμαρτωλούς: αν θέλεις να σου πω πώς η Αμμόχουστο επάρτην, ήτον παραχώρησις Θεού διά τας αμαρτίας μας Μαχ. 46420· Η του Θεού βουλή εκ δύο αιτίων, ή εκ προορισμού (πάντα τα καλά), ή εκ παραχωρήσεως (και τα κακά). Εκ του πρώτου η πλάσις του ανθρώπου, εκ του δευτέρου η πτώσις Lucar, Sermons 101· ω της παραχωρήσεως, βαβαί της δυστυχίας,| το πώς μας επερίφραξεν δεσμός της αμαρτίας Θρ. Κων/π. Βαρβ. 47· έκφρ. κατά παραχώρησιν = με την άδεια ή την ανοχή κάπ.: κατά παραχώρησιν δέδωκεν εξουσίαν ο άγιος βασιλεύς τῳ υιῴ αυτού Σφρ., Χρον. (Maisano) 1823· κατά παραχώρησιν εξέπεσα του θρόνου Θρ. Κων/π. B 71· φρ. κάμνω παραχώρησιν = επιτρέπω: ο Θεός κάμνει παραχώρησιν και οι εχθροί κυριεύουν τους χριστιανούς Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 23.
       
  • παραχωρώ,
    Σπαν. A 470, Προδρ. (Eideneier) IV 146, Εις τον έρωτα 110, Ελλην. νόμ. 56028‑9, Διγ. (Trapp) Gr. 3547, 3653, Διγ. Z 3974, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1552, 1858, Θεολ., Τζίρ. 3584, Ιστ. Ηπείρ. VIII2, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 119, Μαχ. 42619, Σφρ., Χρον. (Maisano) 1816, Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 619, Έκθ. χρον. 517, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 164v, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1158, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 403, Θρ. Κύπρ. M 360, Ιστ. πολιτ. 2019, Lucar, Sermons 105.
    Το αρχ. παραχωρέω. Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) Επιτρέπω, αφήνω: Ελλην. νόμ. 55628, Γλυκά, Στ. 94, Βίος Αλ. 2945, Σφρ., Χρον. (Maisano) 10620. 2) Παρέχω, δίνω· παραδίνω, εγκαταλείπω: το των Μουσουλμάνων γένος ούτ’ εμοί την αρχηγίαν παραχωρήσει ούτε σοι του χωρίου τούτου χαρίσει την είσοδον Δούκ. 13729· Σας παρακινώ (ενν. εγώ, ο Μουράτ), λοιπόν, πριν δοκιμάσητε (ενν. εσείς, οι Ιωαννίτες) τα ολέθρια του πολέμου τέλη ..., να με παραχωρήσητε την πόλιν σας Επιστ. Μουρ. Β́ 58 B· φρούριον εν πολιορκίᾳ ειληφώς ... εις συμβάσεις μετά του βασιλέως Συμεών χωρούσι και το φρούριον τούτῳ παραχωρεί Ιστ. Ηπείρ. VII11. Β́ Αμτβ. 1) Κάνω στην άκρη, παραμερίζω· υποχωρώ: Διγ. O 1358. 2) Αποχωρώ, απομακρύνομαι: Δούκ. 14111. II. (Μέσ.) επιτρέπω στον εαυτό μου, αφήνομαι: ου παραχωρούμενος πεσείν υπό της λύπης Εις τον έρωτα 121.
       
  • πέμπω,
    Καλλίμ. 1683, Διγ. (Trapp) Gr. 682, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 94, Φλώρ. 398, Απολλών. 340, Λίβ. P 441, 1237, Λίβ. Sc. 105, 320, Λίβ. Esc. 1440, Λίβ. N 1083, Μαχ. 8024, 50223, 25, 52016, 6449, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 613, 614, Ιστ. πολιτ. 6016, Κυπρ. ερωτ. 1413, Κατζ. Γ́ 417, Σουμμ., Ρεμπελ. 174, 175, 177, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1288, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [271], Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 159, Ιντ. δ́ 192, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 10, Λεηλ. Παροικ. 169, Διγ. O 40, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2862, 5148, κ.π.α.· επέβω, Μανολ., Επιστ. 173, Σταυριν. 562· πέβγω, Θησ. Πρόλ. (Κακλ.) 240, Δεφ., Σωσ. (1569) 320· πέβω, Σπαν. O 16, Θρ. Κων/π. (Mich.) 38, Αλεξ. 426, 690, 717, 814, 1004, 2182, 2183, 2543, 2687, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 21r, 32v, 214r, 298v, Δεφ., Σωσ. (1569) 310, 332, Σεβήρ.-Μανολ., Επιστ. 171, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [254], [429], κ.α.· ?πέπω, Αχιλλ. (Smith) O 382· αόρ. έ/ήπεψα, Καλλίμ. 2375, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1415, Μαχ. 3807, 64227, Αλεξ. 50, 913, 1032, 1040, 2179, 2396, Απόκοπ.2 138, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 22v, Δεφ., Σωσ. (1569) 334, Κυπρ. ερωτ. 2417, Κατζ. Δ́ 431, Σεβήρ.-Μανολ., Επιστ. 171, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1042, 1233, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 165, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2307, 41727· γ́ πληθ. παθητ. αορ. επεμφήκασιν, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3316· μτχ. ενεστ. πεμπάμενος, Μαχ. 65015, Δαρκές, Προσκυν. 57, Αλφ. 104, Πανώρ. Αφ. 31, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 542, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ πριν στ. 1, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 3834, Αποκ. Θεοτ. II 67, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 359, Ροδινός (Βαλ.) 176, 203, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 5112· μτχ. παρκ. πεμμένος, Λίβ. P 1686.
    [Το αρχ. πέμπω. Ο τ. πέβγω (<πέβω με ανάπτυξη του ‑γ‑, βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 49-50, 185) στον Κατσαΐτ., Ιφ. Αφ. 56 και στο Στεφανόπ., Βιβλ. Στεφανοπ. 36, 37, 78, 84. Ο τ. πέβω (αναλογ. με τα αρχ. και μτγν. ρ. σε ‑βω, βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 284) στον Κατσαΐτ., Ιφ. Αφ. 128, Γ́ 389, 390, Θυ. Αφ. 20, 59, Κλ. Ά́ 715 και σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex., Κόμης, Κυθηρ. Λεξ., Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ., Ζώη, Λεξ. Ζακ., κ.α.). Για τον τ. πέπω που απ. σε κυπρ. έγγρ. του 17. αι. βλ. Μηνάς, Πρακτ. Β′ Κυπρ. Σ 3, 255 σημ. 11. Ο αόρ. έπεψα και σήμ. ιδιωμ. (Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 161, κ.α.). Η μτχ. πεμπάμενος στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν., Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., Σακ., Κυπρ. Β́ 725). Η λ. και σήμ. λόγ. (ΛΚΝ).]
    1) α) Στέλνω κάπ. (κάπου ή σε κάπ): Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 123, Σφρ., Χρον. (Maisano) 15018, Βίος Αλ. 2644· Ο μέγας μάστρος αρμάτωσεν δ́ κάτεργα και έπεψεν ρ́́ φρέρηδες Μαχ. 14834· τω Χανιών οι άρχοντες ήθελαν να γυρέψου| κανένα μαθηματικόν έξω να τονε πέψου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 15728· αρμάτωσεν ο κουβερνούρης μίαν σατίαν και έβαλεν απάνω τους σιρ Χαρρήν τε Ζιπλέτ και έπεψέν τον εις τον ρήγα, λαλώντα του πώς το στόλος είναι δηγημένον Μαχ. 14430· ο Ηρώδης έκραξεν τους Μάγους κρυφά διά να μάθει ... Και τότες τους πέβει εις την Βηθλεέμ Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 239v· β) προκ. για αγγελιοφόρο: Λίβ. N 1083· ο κοντοσταύλης έπεψεν μαντατοφόρον τον Μουντολίφ τε Βερνή Μαχ. 51613· γ) προκ. για στρατό, στόλο: ο αφέντης της Ατάλειας ... έπεψεν μαντατοφόρους ... να μην πέψει (ενν. ο ρήγας) την αρμάδα απάνω του Μαχ. 1062. 2) α) Στέλνω κ. σε κάπ.: Βίος Αλ. 4110· παρακαλώ τη πανιερότη σου να μου πέψεις έξι εφτά πράτσα σέτα τη μαύρη και ένα σκιάδι Μανολ., Επιστ. 173· (σε προσωποπ.): εις τ’ αρμαριού την άνοιξη τη δεύτερην ευρίσκει| πράμ’ ακριβό που τση ’πεψεν ο Έρωτας κανίσκι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 1490· β) σε μεταφ.: Να ’πιχαρείς, ω λυγερή, πέψε με ολίγον πόθον,| ότι λιγώνομαι, κυρά, διά την πολλήν σου αγάπην·| εσύ κρατείς τους έρωτες και δος εμέν τον πόθον Ερωτοπ. 87· Χείλη γλυκιά και ονόστιμα ...| ... ας μου ’τονε ... δοσμένο| τόση δροσά φιλώντας σας να πέψω στην καρδιά μου,| να πάψουσι οι πόνοι μου κι όλα τα βάσανά μου Πανώρ. Β́ 197· γ) στέλνω γράμμα, μηνώ, ειδοποιώ γ1) (με αντικ. τις λ. μαντάτο, μήνυμα, πιττάκιν, χαρτί, κ.τ.ό.): Ω Κύριε παντοδύναμε, ...| δόξα στην ευσπλαχνία σου με το γλυκύ μαντάτο| που ’πεψες ανιπόλπιστα κι αφνίδια εις τη Σάρρα Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 1069· Ο βασιλεύς ο Φίλιππος μηνύματα σας πέμπει·| πωλεί σας μίαν εξαίρετον, ωραιωμένην κόρην Φλώρ. 937· και το πιττάκιν έπεψεν (ενν. η κόρη) εις τον Αχιλλέαν Αχιλλ. L 621· Χαρτί σε πέμπω, λυγερή, αφέντρ’, ανάγνωσέ το Ch. pop.γ2) (με ειδική πρόταση): Ο δε βασιλεύς έπεμψε προς τον Αίσωπoν ότι ελυπήθη πολλά Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) 4513· δ) (με αντικ. το ουσ. σημάδι(ν)) στέλνω κ. ως ένδειξη ερωτικής ανταπόκρισης: γράφω σε, δεσποτείαν μου, μυριοπαρακαλώ σε,| πέψε σημάδιν εις εμέν να το έχω αντί εσένα Λίβ. Sc. 736· αν δε πάλιν ου πέμψεις με σημάδιν ιδικόν σου,| δίδεις με πάλιν αναμονήν, ελπίζω το του χρόνου Λίβ. Sc. 740. 3) α) Στέλνω κάπ. να κάνει κ.· (με τελική πρόταση): ο αμιράς ...| ... δύο εκ των αγούρων του έπεμψεν εις το κάστρον,| όπως είπωσι τῃ μητρί την επάνοδον τούτου Διγ. Z 962· ο πατήρ μου ο βασιλεύς την βασιλείαν έχει,| και εμέναν έπεψε να πολεμώ μετά σας Αχιλλ. L 149· (με το σύνδ. κι αντί τελικού συνδ., βλ. και 9): ο Αλέξανδρος ... ανθρώπους τότε πέβει,| κι ήφεραν τον Βουκέφαλον Αλεξ. 1209· (με επόμ. εμπρόθ. προσδ. του σκοπού): Ο βασιλεύς γροικώντα την παρακάλεσίν τους, έπεψεν πολλύν λαόν των αρμάτων εις βλέπησιν του αυτού τόπου Μαχ. 826· β) στέλνω μήνυμα/διαταγή να πραγματοποιηθεί κ.: ωσάν απέρασαν κάμποσες ημέρες και δεν ήλθεν, έπεμψεν ο Ξάνθος προς αυτήν (ενν. την κυράν του), διά να την φέρουν οι γονείς της εις το σπίτιόν της Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) 10430· είπεν του (ενν. του ρηγός) ο αμιράλλης: «Πέψε να έλθει η μητέρα σου και οι καβαλλάρηδές σου ...» Μαχ. 49031· γ) στέλνω και καλώ: αυτή διά καύχον πέμπει Συναξ. γυν. 808. 4) α) α1) Στέλνω κάπ. ξένο πίσω (στην πατρίδα του, στο σπίτι του): Δούκ. 28116· ανέν και τούτο κάμετε, ευθύς να σας πιστέψω,| και πάλιν με θροφίματα στο σπίτι σας να πέψω Χούμνου, Κοσμογ. 1816· α2) στέλνω κάπ. εκτός συνόρων, μακριά: Τούτου (ενν. του Αλεξάνδρου) δ’ η πόλις μάλιστα πάσας τας μυριάδας| των στρατοπέδων θρέψειε καὐτών των πολεμίων,| ανυστερήτους πέμπουσα πάντας μη μόνον τούτους| τους κατοικούντας εν αυτῄ, αλλά και πάντα κόσμον Βίος Αλ. 2780· β) διώχνω, απομακρύνω: αλλ’ ο θεός δεν ήθελε πάλιν να αφεντέψει (ενν. ο Σερμπάνος),| μα εις την Αλαμάνιαν μακρά να τον επέψει,| να ενθυμάται την Βλαχιάν, να καίεται η καρδιά του Ιστ. Βλαχ. 358· (μεταφ. προκ. για ψυχικό πόνο): να ελθεί μετά σεν, ξένε μου, να τον ιδώ,| και να πέψω τους πόνους τούς έχει η ψυχή μου Λίβ. Esc. 3709. 5) (Προκ. για το Θεό) α) χορηγώ, παρέχω: ο Θεός έναι εκείνος οπού σας πέβει τον πλούτον Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 380r· αναληφθείς γαρ έπεμψεν (ενν. ο Χριστός) εις εκείνων (ενν. των μαθητών) παρηγορίαν, φωτισμόν και δύναμιν Lucar, Sermons 147· φρ. να πέψει η χάρη του (σε ευχή) = είθε να συγκατατεθεί, είθε να δώσει ο Θεός: Πούρι να πέψει η χάρη του, σαν πάει στο πρόσωπό του| τούτη η θυσία που μελετώ να πάψει το θυμό του Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 371· β) (προκ. για φυσική καταστροφή) προξενώ, προκαλώ: Πέμπει (ενν. ο Θεός) σεισμόν με την βοή, ο κόσμος σκοτεινιάζει,| και από τον φόβον ο λαός το «Κύριε ελέησον» κράζει Σκλάβ. 19. 6) (Σε προσωποπ. με υποκείμ. λ. όπως πόθος, ουρανός, νόμος, κλπ.) α) στέλνω, δίνω: πέμπει μου (ενν. ο Πόθος) την οργήν του| και κάμνει με διπλά ν’ αναστενάζω Κυπρ. ερωτ. 9362· (με παράλ. του αντικ.): Ίσως να θέλει ο ουρανός καμιά βολά να πέψει,| τ’ αποθαμένου τον χαημόν να μου τον αντιμέψει Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά́ [955]· β) προκαλώ, προξενώ κ.: Και συ, πολλά σκληρότατε νόμε, γιατί να πέβεις| στην φύσιν τόσον βλάψιμον και να τηνε παιδεύεις; Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [561]. 7) Ρίχνω, εκτοξεύω, πετώ κ. εναντίον κάπ.: Ιερακοσ. 50326, Ερμον. Η 193, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 28515· (σε προσωποπ.): ευστόχως πέμπει (ενν. ο Έρωτας) τας βολάς και τοξεύει καρδίας Διγ. (Trapp) Gr. 612· φρ. να πέψει ο Θεός φωτία να με καύσει (ως όρκος, προς επίρρωση της αλήθειας των λεγομένων κάπ.): Δεν είναι έτσι, ωσάν ορίζεις, αυθέντα μου, ότι να φανερώσω την βουλήν σου. Και εάν εγώ έκαμα τέτοιον πράγμα να πέψει ο Θεός φωτία να με καύσει Διγ. Άνδρ. 3327. 8) α) Λέω, εκστομίζω: Γλυκά, Στ. 506· εγώ εμαχόμην κατά νουν, πώς να την χαιρετήσω,| και ποίαν αρχήν ερωτικήν να πέμπω συντυχίαν Λίβ. Esc. 2191· β) (προκ. για δοξολογία, προσευχή) αναπέμπω: δοξολογίαν πέμψας Θεῴ απετμήθη την κεφαλήν Δούκ. 38330· Να πέψει (ενν. η ψυχή) εκ βάθους καρδίας την προσευχήν της Ροδινός (Βαλ.) 70. 9) α) (Προκ. για ακτινοβολία, φως, λάμψη κ.τ.ό.) εκπέμπω: Φέγγος, ... πέψε εις αυτούς ακτίνα σου Λίβ. N 3502· ο ήλιος ... ούτε ... πέβει προς ημάς πλέον ενέργειαν παρά οπού έχει Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 48r· όντα το λαμπιρόν του φως ο ήλιος θέλει πέψει Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. γ́ 168· μάλλον δε όταν ο ήλιος έλαμπε τας ακτίνας,| πυρωδεστάτην την αυγήν έπεμπε το χρυσίον Διγ. Z 3835· (σε μεταφ., με παράλ. του αντικ.): Ίδετε και το άπειρον κάλλος της φαινομένης| τηλαυγέστερον πέμπον τε ηλιακών ακτίνων Διγ. (Trapp) Gr. 2662 κριτ. υπ.· β) (προκ. για ήχο) παράγω: κιθάραι ήχον έπεμπον και παν μουσικόν είδος Διγ. (Trapp) Gr. 1781· γ) (προκ. για οσμή) αναδίδω: εισήλθεν, ω του θαύματος, και το μονοκυθρίτσιν,| υπερατμίζον ολιγόν και πέμπον ευωδίαν Προδρ. (Eideneier) IV 203· δ) (προκ. για σκόνη) σηκώνω: οι κλάδοι ... συρόμενοι προς γην, και πάσαν κόνιν| μέχρις Ολύμπου πέμποντες, εφόβουν πάντας Πέρσας Βίος Αλ. 3338· ε) (προκ. για σωματικές εκκρίσεις) αποβάλλω: ίδοις γαρ αν ιλυώδη φλέγματα ... πέμποντα τον ιέρακα Ιερακοσ. 42020· στ) (προκ. για νερό που χύνεται στη θάλασσα) εκβάλλω: η ... θάλασσα ... ποτέ τση δεν περηφανεί στο βάθος τση να βάλει| εκείνο το λιγούτσικο νερό απού τα ορυακάκια| πέμπουσιν εις του λόγου τση Φορτουν. (Vinc.) Αφ. 62. 10) (Νομ.) ζητώ αναβολή στην εκδίκαση υπόθεσης: αμέ καλά να ηγνωρίζεις ότι αν ουκ είχε να πέψει την ημέραν του πριν μίαν ημέραν έμπροστεν εις την αυλήν, ουδέν πρέπει να αξιάζει έτερον ανάστελμαν Ασσίζ. 903. Φρ. 1) Πέμπω κάπ. εις (τον ) Άδη(ν)/στον Άδη(ν) = (α) σκοτώνω κάπ.: Διγ. Z 4273, Παλαμήδ., Βοηβ. 608· κι ως έμπουσι στου βασιλιά μέσα, και το σημάδι| τως κάμω, πέψετέ τονε ογλήγορα στον Άδη Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 442· (μεταφ., προκ. για τον έρωτα): Ει δε και τύχει τινάς και αποφύγει, τον φθάνει (ενν. ο Έρωτας) με τα πτερά οπού έχει και βάλλει φωτία και κεραυνόν εις την καρδίαν τούτου. Κατά καρδίας δοξεύει τον και εις Άδην τον πέμπει. Διγ. Άνδρ. 3163· (β) χάνω κάπ. λόγω θανάτου: Αλί ... οπού στον Άδην έπεψαν ... τούς είχασιν παρηγοριάν, δυο υιούς και θυγατέραν! Απόκοπ.2 405. 2) Πέμπω εις τον άνεμο, βλ. άνεμος Φρ. (δ). 3) Πέμπω δαγκωματιά = δαγκώνω (παιγνιωδώς): Στα χείλη, οπού μου εσφάξασι λίγ’ έλειψε να πέμψω| μίαν δυνατή δαγκωματιά, και να τα σημαδέψω Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [271]. 4) Πέμπω θάνατον = θανατώνω, αφαιρώ τη ζωή κάπ.: (εδώ σε υπερβολή): τα ρούχα του ανδρός τα δίδει (ενν. η πονηρή γυναίκα) ωσάν εβραίικα.| Και αν τη συντύχει άνδρας της να της τ’ αναγυρέψει,| την ώρα αυτή μανιώνεται θάνατον να του πέψει Βεντράμ., Γυν. 68. 5) Πέμπω όνομα, βλ. όνομα Φρ. 9. 6) Πέμπω κάπ. στην οργή, βλ. οργή Φρ. 12. 7) Πέμπω προξενιές = διαπραγματεύομαι συνοικέσιο: παίρνοντας τον Πανάρετο, κι όχι απ’ αυτούς κιανένα| απού σου πέψα προξενιές Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 474. 8) Πέμπω κάπ. εις το σουλάτσο = καταστρέφω, συντρίβω (πβ. και Croce 79-80, Battaglia, λ. spasso σημασ. 7): Γνωρίζοντας ... ότι όλοι εμείς θνητοί είμεστεν, ίδιον είναι σαν τόσες πρησμένες ουρήθρες, πως κάθε μικρή στιγμάτισις μας πέμπει εις το σουλάτσο Μπερτόλδος 81. 9) Πέμπω κάπ. σε στράτα = καθοδηγώ, δείχνω σε κάπ. τι να κάνει: Για ταύτο σε εκράτησα επά, να μ’ ορμηνέψεις,| … σε στράτα να με πέψεις Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 316· Σώπασε, κυρα-Ρήγισσα, κι εγώ να σ’ ορμηνέψω,| α θέλεις να με κουρμαστείς, σε στράτα να σε πέψω Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 320. 10) Πέμπω κάπ. εις τάφον = στέλνω στον τάφο, σκοτώνω: ο μόρος| έπεμπεν αυτούς εις τάφον Ερμον. Μ 112. 11) Πέβω φιλιά = φιλώ: αρχίνησε κι αυτή το στόμα να σαλεύει,| ν’ ανοιγοκλεί τα ρόδα του, γλυκιά φιλιά να πέβει Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [254]. 12) Πέμπω κάπ. στην φούρκα = καταδικάζω κάπ. σε θάνατο δι’ απαγχονισμού: Πολλοί από βιαν του παιγνιδιού επήγασιν κι εκλέψαν,| κι ευρήκασιν και πιάσαν τους, στην φούρκαν τους επέψαν Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 167. 13) Πέμπω/πέβω χαιρετισμόν/χαιρετισμούς/χαιρετίσματα (με γεν. ή αιτιατ. ή εμπρόθ. προσδιορ.) = στέλνω χαιρετίσματα σε κάπ., χαιρετώ κάπ.: ο δουξ του τόπου| ... επιθυμά, υιέ καλέ, να ιδεί την ηλικιάν σου (παραλ. 1 στ.), δι’ αυτό σε πέμπει πάντοτε κείνος χαιρετισμούς του Φλώρ. 233· Χαιρετισμόν από ψυχής πέμπω σου, καλή κόρη Ερωτοπ. 133· Βασιλεύς μέγας Δάρειος, γράφω τον ορισμόν μου,| πέβω και χαιρετίσματα εις όλον τον λαόν μου Αλεξ. 772. 14) Πέμπω κάπ. στα χέρια κάπ. = παραδίδω κάπ.: την Έλενα στα χέρια μας να πέψεις Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. δ́ 28.
       
  • πενταχώς,
    επίρρ., Ερμον. Β 70, Lucar, Sermons 101.
    [Η λ. στον Αριστοτέλη (TLG).]
    α) Με πέντε τρόπους: Ο κόσμος πενταχώς καλείται Lucar, Sermons 20· β) σε πέντε μέρη: κόψας ουν τρίχας πέντε ... διαίρεσον την μίαν πενταχώς Ορνεοσ. αγρ. 5333.
       
  • περίσσευσις
    η.
    Το μτγν. ουσ. περίσσευσις. Τ. περίσσεψις στο Somav. Η λ. σε Γλωσσάρ.· βλ. και LBG.
    α) Πλεόνασμα, αφθονία· (εδώ μετων.) περίσσευσις ελεημοσύνης = μεγάλο χρηματικό ποσό που συγκεντρώθηκε με έρανο:  ... μήπως και κανένας μάς κατηγορήσει εις τούτην την περίσσευσιν της ελεημοσύνης οπού υπηρετάται από λόγου μας Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Κορ. Β́ ή 20· β) (με αρν. σημασ.) υπερβολή· υπερβολική ποσότητα από κ.: Πάσα γαρ ασθένεια εκ περισσεύματος στοιχείου, αίματος περίσσευσις ..., χολής ..., φλέγματος ... Lucar, Sermons 105.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης