Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 14 εγγραφές  [0-14]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Divān

  • αγκάθι
    το· ακάνθιν, Λέοντ., Αίν. (Legr.) I 124, 179, 198, 211, 216, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 44123· ακάθι, Πεντ. (Hess.) Έξ. ΧΧΙΙ 5 [πβ. Λέοντ., Αίν. (Legr.) I 190 κριτ. υπ. Βλ. και Du Cange λ. ακάθθιναγκάθι, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 128, Divān (Burg.-Mantran) 88510, Λέοντ., Αίν. (Legr.) I 190, Θησ. (Βεν.) Γ́́ [94], Έ́ [995], ΙΆ́ [445], Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 449, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 423, 8, Πικατ. (Κριαρ.) 526, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΙΙΙ 18, Αρ. ΧΧΧΙΙΙ 55, Ερωφ. (Ξανθ.) Ιντ. Β́́ 76, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 178, 219, 758, 1195, Έ́ 1520, Ζήν. (Σάθ.) Γ́́ 217, Διγ. (Lambr.) O 2398· αγκάνθι, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 291r.
    Από το αρχ. ουσ. ακάνθιον. Για τον τ. ακάθι βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́́ 491. Ο τ. αγκάθι κατά Χατζιδ., ΜΝΕ Β́́ 139 σημ. 1 και 502 από παρετυμ. προς τα αγκύλη, αγκίστρι. Ο τ. αγκάνθι με συμφ. των ουσ. αγκάθι και ακάνθιν.
    1) Αγκάθι (όπως και σήμ.): άμμ’ ότις τόπον και καιρόν γυρεύγει,| δίχως τ’ αγκάθια τους αθθούς εγκλέγει Κυπρ. ερωτ. 428. 2) Αγκαθωτό φυτό: Και αγκάθι και τριβόλι να φυτρώσει εσέν και να φας το χορτάρι του χωραφιού Πεντ. Γέν. ΙΙΙ 18.
       
  • απόψε,
    επίρρ., Διγ. Esc. 320, Divān 5821b, Ερωτοπ. 595, Λίβ. Esc. 1532, 2924, Λίβ. N 2610, Μαχ. 25030, 26610, Κατζ. Β΄ 402, Γ΄ 104, 496, Δ΄ 436, Βοσκοπ. 108, Διγ. Άνδρ. 32935, Ερωτόκρ. Α΄ 570, 573, Γ΄ 1306, Δ΄ 1303, Ε΄ 669· απόψα, Βέλθ. 939, Λίβ. P 2011· ’πόψε, Μαρκάδ. 283.
    Από το μτγν. επίρρ. αποψέ. Ο τ. απόψα ήδη σε παπυρ. του 7. αι. (βλ. Kaps., Vorunters. 80· βλ. όμως και Dieterich, IF 24, 1909, 119-20) κι εσχηματίστηκε κατά τα επιρρ. σε ‑α, όπως ακόμα, σήμερα, τίποτα. Βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 55, Β΄ 100,400. Για το μεταπλασμό βλ. και Παπαδ. Α., ΛΔ 2, 1940, 69. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) Κατά τη διάρκεια της περασμένης νύχτας (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): το πώς ευρέθη εθώρου ντη απόψε στ’ όνειρό μου Κατζ. Δ΄ 436· και ο πρίντζης είπεν του: «Απόψε πολλά εκοπιάσαμεν όλην τη νύκταν και εγράψαμεν τον φανόν μας και εφέραμέν σου τον να τον ιδείς» Μαχ. 26610· απόψα Βέλθανδρος ήλθε Βέλθ. 939. 2) Σήμερα το βράδυ (Για τη σημασ. βλ. L‑S, λ. αποψέ, Sophocl., λ. αποψέ και Lampe, Lex. λ. αποψαί, καθώς και Κριαρ., ΕΕΦΣΠΘ 8, 1960, 222· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): Αφέντη, μηδέν έχεις έννοιαν και απόψε θέλομεν τα καταμασήσειν Μαχ. 25030· απόψε κάνει χρεία | να δείξομε τη δύναμη κι όλη μας την αντρεία Ερωτόκρ. A΄ 570· πε να μου συμπαθήσει, | γιατί απόψε δε βολεί σπίτι μου να δειπνήσει Κατζ. Β΄ 402.
       
  • γυρίζω,
    Σπαν. (Μαυρ.) P 439, Γλυκά, Στ. 368, Λόγ. παρηγ. O 708, Προδρ. IV 93, Καλλίμ. 1847, Ασσίζ. 2824, 8315, 12815, Διγ. (Trapp) Gr. 1076, Διγ. (Trapp) Esc. 24, 74, 1505, 1700, Διγ. Z 396, 1596, 1767, 3485, Mevlānā 22, Divān 8857, Βέλθ. 216, 301, Πόλ. Τρωάδ. 431, Ερμον. Τ 363, Χρον. Μορ. H 1698, Χρον. Μορ. P 2867, Πουλολ. 527, Περί ξεν. A 315, Λίβ. P 1835, Λίβ. Esc. 1160, Λίβ. N 458, 2427, Αχιλλ. L 984, Αχιλλ. N 1560, Ιμπ. 184, 830, Χρον. Τόκκων 524, Θρ. Κων/π. B 86, Παρασπ., Βάρν. C 250, Αργυρ., Βάρν. K 330, Μαχ. 3103, 37212, 65419, Θησ. (Schmitt) 337 VII 108, Ch. pop. 197, 705, Χούμνου, Π.Δ. VII 94, Γαδ. διήγ. 202, 284, Διήγ. Αλ. V 7, Αλφ. (Μπουμπ.) I 5, Αλεξ. 1372, 2622, Απόκοπ. 49, 119, 245, Διήγ. Αγ. Σοφ. 1521, 16017, Σαχλ. N 96, Σαχλ., Αφήγ. 9, 46, 134, Ιμπ. (Legr.) 769, Συναξ. γυν. 173, Κορων., Μπούας 115, 136, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 247, Φαλιέρ., Ενύπν. (v. Gem.) 121, Βεντράμ., Φιλ. 44, 252, Σοφιαν., Παιδαγ. 92, Δεφ., Σωσ. 78, Δεφ., Λόγ. 730, Τριβ., Ρε 47, Πεντ. Γέν. III 24, XIX 25, Έξ. X 19, XIV 5, Αρ. XXXII 38, Λευιτ. XIII 4, Βίος γέρ. V 207, Αχέλ. 749, 1453, Αιτωλ., Μύθ. 76, 13718, Κώδ. Χρονογρ. 5310, Χρον. σουλτ. 11530, Μηλ., Οδοιπ. 635, Παϊσ., Ιστ. Σινά 327, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 427, Κυπρ. ερωτ. 476, 6911, Πανώρ. Γ΄ 307, Ερωφ. Πρόλ. Χάρ. 63, 110, Α΄ 276, 607, Γ΄ 44, 88, Δ΄ 187, Ε΄ 530, Φαλλίδ. 8, Παλαμήδ., Βοηβ. 438, Σταυριν. 251, 288, Χίκα, Μονωδ. 161, Ιστ. Βλαχ. 927, 1560, 2708, 2757, Διγ. Άνδρ. 32020, 36632, 37115, 40423, Ερωτόκρ. Α΄ 725, 1725, 1747, Β΄ 1243, 1971, Γ΄ 33, 872, Ε΄ 979, Θυσ.2 134, 389, Ευγέν. Πρόλ. 60, Στάθ. Πρόλ. 1, Γ΄ 87, Ιντ. κρ. θεάτρ. Β΄ 15, 51, Συναδ., Χρον. 31, Ροδολ. Α΄ [391], Β΄ [1], Διήγ. ωραιότ. 211, 690, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [677, 938], Ε΄ [23, 80], Λίμπον. 298, Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 1, Β΄ 364, 423, Ζήν. Πρόλ. 71, 81, Ε΄ 191, Λεηλ. Παροικ. 115, Τζάνε, Κρ. πόλ. 15326, 15823, 17818, 23917, 4125, 46710, 5352, 54318, Τζάνε, Φυλλ. ψυχ. 526, κ.π.α.· σγουρίζω, Λίβ. P 2788, Λίβ. Esc. 319 (κριτ. υπ.).
    Από το ουσ. γύρος και την κατάλ. ‑ίζω. Η λ. τον 8. αι. (Βλ. Sophocl.), στο Βλάχ. και σήμ. (Δημητράκ.).
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Περιστρέφω, θέτω κ. σε κυκλική κίνηση (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): τούτη μου η σβίγα, απού κρατώ στο χέρι και γυρίζω Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 1· β) φρ. γυρίζει η τύχη τον κύκλο ή τον τροχό = (προκ. για τον τροχό της τύχης)  μεταβάλλεται η τύχη, η κοινωνική κατάσταση κάπ. (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): Τον κύκλο βλέπω εγύρισε η τύχη ως επεθύμου Ζήν. Ε΄ 191· δύναται η τύχη τον τροχόν πάλιν να τον γυρίσει Σαχλ., Αφήγ.γ) φρ. γυρίζω κάπ. με ρόδαν = βασανίζω στον τροχό: πόσες εκόψαν με σπαθί, με ρόδαν εγυρίσαν Δεφ., Λόγ. 730. 2) α) Κάνω τον κύκλο (κάπ. πράγματος), περιτριγυρίζω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 2): δυο, μ’ εφάνην, ποντικοί το δένδρον εγυρίζαν Απόκοπ. 49· β) «παλεύω» (κάπ.) (Για τη σημασ. βλ. Κουκ., ΒΒΠ Ε΄ Παράρτ. 24): κανείς τούτον ουκ έτρεψεν ή ενίκησεν πολλάκις,| αλλ’ όσοι τον εγύρισαν το αλίμονον επήραν Αχιλλ. N 1560· γ) συνοδεύω κάπ. (ως φρουρός): ήτον συνήθιν ότι εγυρίζαν τον ρήγαν από τον Άγιον Νικόλαν ως τες λόντζες Μαχ. 3103. 3) Κυκλώνω κάπ. (Η σημασ. στον Κεδρ. 547 Α): μας εγυρίσασιν ένοπλοι Αραβίτες Διγ. (Trapp) Esc. 1700. 4) α) Περιέρχομαι, περιοδεύω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 18): τα πλευτικά τον γύρον το εγυρίσαν Χρον. Μορ. H 1698· χώρας πολλάς εγύρισε και τοπαρχίας και κάστρα Βέλθ. 216· β) περιφέρω κ. (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 8): Πότε στης Ανατολής τα μέρη την γυρίζει (ενν. την πέτρα) ... Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [23]. 5) α) Στρέφω κάπ. ή κ. (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 3): την ουράν εγύριζεν ως προς την κεφαλήν του Βέλθ. 301· Αυτά τα μάτια γύρισε και προς εμέν δαμάκι Ch. pop. 197· (μεταφ.): ίνα τι το πρόσωπόν σου εγύρισες από του λαού σου; Κώδ. Χρονογρ. 5310· β) μεταβάλλω κάπ. ή κ. (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 3): Εγύρισε την μοίρα του Βεντράμ., Φιλ. 252· η τρίχα της δεν εγύρισεν ασπρό Πεντ. Λευιτ. XIII 4· τινές τους λόγους τους χαλνούσι,| εύκολα τους γυρίζουσι και τους αλησμονούσι Αιτωλ., Μύθ. 13718· μπορεί καμία νία| να τον γυρίσει εις έρωτα να πέσει, εις αγάπη Τριβ., Ρε 47· γ) φρ. το γυρίζω αλλέως, βλ. αλλέως φρ.· δ) φρ. γυρίζω ζημίαν = προξενώ ζημιά: ει δε εβγεί και γυρίσει καμμίαν ζημίαν την συντροφίαν διά τον χωρισμόν του Ασσίζ. 8315· να μηδέν ειπεί τίποτες άνευ της βουλής της τό μέλλει να της γυρίσει ζημίαν Ασσίζ. 12815· το κάτσιμόν σου εις την Λευκωσίαν γυρίζει μας μεγάλη ζημία Μαχ. 37212. 6) α) Γυρίζω κάπ. ή κ. πίσω: έπιασά το και εγύρισά το (ενν. το άλογο) από την στράταν Διγ. Άνδρ. 37115· εφοβείτον μήπως τους νοήσουν και κυνηγήσουν και γυρίσουν τους Διγ. Άνδρ. 36632· βασιλέα δε ντρέπεται, πτωχόν δεν τον γυρίζει Αλεξ. 1372· β) κάνω κάπ. να στραφεί προς τα πίσω, να οπισθοχωρήσει: ρίξαν τόσες τουφεκιές ογιά να τους γυρίσουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 46710· γ) φρ. γυρίζω τα όπισθεν ή την ράχην = οπισθοχωρώ: Τα όπισθεν εγύρισαν και την δειλιάν επήραν Παρασπ., Βάρν. C 250· ποτέ να μη γυρίσουσιν προς τον εχθρόν την ράχην Αχέλ. 1453· δ) φρ. γυρίζω τις πλάτες = δε δίνω σημασία, αποστρέφομαι (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 3): τες πλάτες αν εγύρισεν χριστιανών η τύχη Αχέλ. 749. 7) α) Αναδιπλώνω κ.: Και κείνος ο παράνομος ως δράκος εμορφώθη, (παραλ. 1 στ.) έδειξε πέντε κεφαλές, ως των φιδιών το γένος,| εγύρισε τες δίπλες του και γέμισε τες σούδες Θρ. Κων/π. B 86· β) ξεφυλλίζω κ.: Καθώς θωρώ στο λίμπρο μου στο φύλλον που γυρίζω Ευγέν. Πρόλ. 60. 8) α) Αλλάζω: τα παιδιά του Ρεουβέν έχτισαν ... και την Νέβο και την Βααλ Μεον γυρισμένα όνομα Πεντ. Αρ. XXXII 38· β) (προκ. για άνεμο) αλλάζω την κατεύθυνση του ανέμου (Βλ. και Δημητράκ. στη λ. 16): εγύρισεν ο Κύριος άνεμο θαλασσινό Πεντ. Έξ. X 19· γ) (μεταφ.) κάνω κάπ. ν’ αλλάξει, μεταπείθω, μεταστρέφω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 7): να τηνε γυρίσει ποιος δεν έναι μπορεμένο Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 364· να τους γυρίσεις και αυτούς εις πίστιν την δικήν σου Ιστ. Βλαχ. 2708· δ) φρ. γυρίζω τον νουν, την βουλήν κάπ. = μεταπείθω κάπ.: ποσώς ου δύνονται τον νουν του να γυρίσουν Ιμπ. 184· πάσχοντας την βουλήν του να γυρίσει Λεηλ. Παροικ. 115. 9) Ανατρέπω, καταστρέφω: εγύρισεν τα κάστρα ετούτα Πεντ. Γέν. XIX 25. 10) Κάνω κάπ. να μετανοήσει, να αλλαξοπιστήσει· (εδώ θρησκ.): εγύρισάν τον εις την πίστιν τους Χρονογρ. (Λαμψ.) 236. Β´ Αμτβ. 1) α) Περιστρέφομαι (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): η γης για σένα δε γυρίζει Ερωφ. Α΄ 607· Αγάπη σου πηγαίνει οίον ποτάμι κι εγώ γυρίζω μέσα οιον το μύλο Divān 8857· β) φρ. γυρίζει ο κύκλος, ο τροχός (της τύχης) = οι καιροί αλλάζουν, τα πράγματα μεταβάλλονται: ο κύκλος του καιρού πόσ’ εύκολα γυρίζει Ροδολ. Α΄ [391]· αν αγαπώ, ας αγαπώ· ο κύκλος σα γυρίσει ... Ερωτόκρ. Α΄ 1725· Βλέπεις τον κόσμον, άνθρωπε, τροχός έν’ και γυρίζει Αλφ. (Μπουμπ.) I 5· γ) (προκ. να δηλωθεί το μήκος περιμέτρου τόπου ή χώρας): δέκα μίλια γύριζε η γης της πόλης όλη Αλεξ. 2622· γυρίζει γουν ο κύκλος του ουργυίας διακοσίας Παϊσ., Ιστ. Σινά 327. 2) Περιοδεύω, γυρνώ εδώ κι εκεί, περιφέρομαι: αν μετά βάγιων και μαντιών οι αρχόντισσες γυρίζουν Απόκοπ. 119· ετούτοι που γυρίζουσι και νυχτοπαρωρούσι Ερωτόκρ. Α΄ 725· Γυρίζω ’δώ, γυρίζω ’κεί, την Μοίραν δεν ηυρίσκω Φαλιέρ., Ενύπν. (v. Gem.) 121. 3) α) Στρέφομαι προς κάπ. κατεύθυνση: η περιστέρα γύρισεν τον κόρακα και λέγει Πουλολ. 527· β) φρ. γυρίζω άνω κάτω = αναστρέφομαι, αναποδογυρίζομαι (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 20): αν ήξευρα να γύρισεν ο κόσμος άνω κάτω Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 423· γ) αποκλίνω: ουδέν πρέπει να γυρίσουν δεξιά, ουδέ αριστερά, αμέ πρέπει το ίσο να κρίνουν τον μέγα και τον μικρόν Ασσίζ. 2824· δ) μεταβάλλομαι, εξελίσσομαι, έρχομαι σε μια καινούργια κατάσταση (και μεταφ.) (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 23): Πώς εγύρισαν οι χαρές σε θλίψες Θυσ.2 389· ω καιροί και πράγματα, έτσι εγυρίσετε ανάστροφα Χίκα, Μονωδ. 161· ως εγύρισε ο καιρός κι ήλθεν το καλοκαίρι Χρον. Μορ. P 2867· ε) μεταστρέφομαι, αλλάζω διαθέσεις: εγύρισε όλος ο Μορέας με τους Βενετσάνους Χρον. σουλτ. 11530· ς) φρ. γυρίζει η γνώμη, η καρδιά κάπ. = μεταπείθεται κάπ.: εγύρισεν η γνώμη τως κι ήλθον σ’ αποστασίαν Παλαμήδ., Βοηβ. 438· αναγγείλθην του βασιλεά της Αίγυφτος ότι έφυγεν ο λαός και εγύρισεν η καρδιά του Φαρό Πεντ. Έξ. XIV 5. 4) Κάμπτομαι: το χρώμα των μαλλίων της ήτον ωσάν το γάλα| εις δύο πλεμένη χαμηλά και εις τόπον να γυρίζουν Λίβ. (Lamb.) N 458. 5) α) Επιστρέφω, επανέρχομαι (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 10): οπίσω να γυρίσομεν και άλλην οδόν να ευρούμεν Λίβ. N 2427· στην χώραν γύρισε, πάντες δ’ ακολουθούσαν Κορων., Μπούας 136· Σαν ξεραθεί ο βασιλικός, Γιαννούλη, δε γυρίζει| στην πρώτη του ομορφιά ποτέ Πανώρ. Γ΄ 307· β) οπισθοχωρώ: οι Αγαρηνοί γυρίζουν και νικούνται Τζάνε, Κρ. πόλ. 5352. 6) Αναβάλλω, μετανιώνω: όντα βαλθώ να σου το πω, πάντα γυρίζω οπίσω Θυσ.2 134. II. Μέσ. 1) α) Στρέφομαι: του σπαθιού οπού γυρίζεται να φυλάξει τη στράτα δέντρου της ζωής Πεντ. Γέν. III 24· ουκ εγυρίσθη όπισθεν να του δώσει ραβδέαν Διγ. (Trapp) Gr. 1076· β) περιφέρομαι, κάνω το γύρο: με γαλιότα έμορφη, καλά αρματωμένη| στο νησίν εγυρίζετον Χρον. Τόκκων 524· γ) μεταβάλλομαι: τα βόλια γυρισθήν έχουν Γλυκά, Στ. 368. 2) Αλλάζω γνώμη: σύντομον να γυρισθεί μη φέρων την ανάγκην Καλλίμ. 1847. 3) Φρ. γυρίζομαι εις ύπνον = πέφτω να κοιμηθώ, πλαγιάζω: εις ύπνον εγυρίσθην Λίβ. P 1835. 4) (Προκ. για επάγγελμα) έχω πέραση (Βλ. σχετικά Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Α΄ 402): αν γαρ ουκ εγυρίζετο ράψιμον εις τον κόσμον Προδρ. IV 93.
       
  • καν (I),
    σύνδ., Προδρ. I 40, 119, III 295, Καλλίμ. 2562, Διγ. (Trapp) Esc. 564, 566, 574, 599, 1394, Χρον. Μορ. H 2920, Χρον. Μορ. P 2137, Λίβ. P 2739, Λίβ. Sc. 63, Αχιλλ. N 412· κάνε, Χρον. Μορ. P 3767, Κατζ. Ε΄ 204, Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ΄ 29, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [110, 1492, 1563]· κάνες, Divān 5045.
    Το αρχ. καν. Η λ. και σήμ. Για το καν και συγγ. λ. βλ. Pern., Ét. linguist. Β΄ 241. Για τη μτγν. χρ. του καν βλ. Mihevč-Gabroveč, Syntaxe Moschos 90.
    1) (Με αριθμ. για να δηλωθεί χρόνος, ποσότητα, κλπ.) περίπου: μετά δε την παραδρομήν μερών καν δεκαπέντε| ήλθε καιρός κι ηθέλησεν ο ρήγας να έβγει έξω Βέλθ. 1081· βάλλει εις τας χείρας του (ενν. του ανθρώπου εκείνου) καν εκατόν δουκάτα Απολλών. 111· τότε πέθανεν και αυτός (ενν. ο Αχιλλεύς) μετά καν έξι χρόνονς Αχιλλ. L 1339· ήλθαν και ανατολικοί καν άλλες δύο χιλιάδες Χρον. Μορ. P 4555. 2) (Με άρν.) ούτε: μήτε μίαν προσμείναντες καν στιγμήν το παράπαν Διγ. (Trapp) Gr. 2234· αυτός δε ουκ ηθέλησε καν ιδείν αυτόν Έκθ. χρον. 5718· καν σταλαγματιά δεν μένει στο ποτήρι Ιστ. Βλαχ. 2122· αυτός ψωνίζει πάντοτε λαβράκια, φιλομήλας,| συ δε ποτέ ουκ ηγόρασας καν ταρτερού χαβιάριν Προδρ. III 83. 3) Έστω και αν, μολονότι: λέγει: «Καν τον θάνατον τοις οφθαλμοίς μου βλέπω (παραλ. 6 στ.), ζητήσω την εισέλευσιν, ίδω την έσω χάριν (ενν. τον κάστρου) Καλλίμ. 230· καν τάχα μοναχός εστίν, εμάς ουδέν φοβάται (ενν. ο άγουρος) Διγ. (Trapp) Esc. 1501· πάντας (ενν. τους στρατιώτας) εις Άδην έπεμψα, καν μοναχός υπήρχον Διγ. A 4430· πλούτος και κάλλος, χρήματα και πράγματα και δόξα| παρέρχονται και λύονται, καν φαίνονται προς ώραν Σπαν. P 74· πώς το θέλεις (ενν. το αλάφι), ζωντανό ή καν αποθαμένο; Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [647]· Εκφρ. 1) Καν ... (καν) ... = είτε ... είτε ...: πάντες γαρ αποθνήσκομεν καν ούτως καν αλλέως Σπαν. A 304· φεύγε τας αδικίας| καν ευτυχείς καν ατυχείς, καν έχεις, καν δεν έχεις Σπαν. A 330· ερώτησα ετότε τον μισίρ Νικόλα| το τι εζήτει εις την κούρτην μου, καν χάριταν καν δίκαιον; Χρον. Μορ. H 7665. 2) Καν (και) = ακόμη και (αν), έστω και αν: όπου και αν ευρίσκεσαι, καν και εις το παλάτι Ιστ. Βλαχ. 1632· η δ’ αρετή καν και γηρά, γίνεται λαμπροτέρα Σπαν. V 153· καν των ενδόξων τις εστί, καν των πλουσιοτάτων Διγ. (Trapp) Gr. 615. 3) Καν (μόνον) = τουλάχιστο (Για παλαιότ. μνεία βλ. Κουκ., ΕΕΦΣΠΑ, περ. β΄, 6, 1955/6, 266): εντρέπου, κύρη, να σωθείς· εντρέπου καν ολίγον Προδρ. I 193· Ει δε μικρόν ηθέλησας τα τούτων ερευνήσαι,| επέγνως καν εξ ακοής ψιλής και μόνης πάντα Προδρ. III 237· Ουχί κορόνες δαφνικές και καν μόνον λιβάνι| ας είχα Θησ. Δ΄ [443]· Ιδού, Χριστέ, ψυχορραγώ και καν ας εκοινώνουν Κρασοπ. 45· ν’ αναπαυθούν τα μάτια μου καν ώρα εκ τα δάκρυα Αλφ. ξεν. 107· καν για να τους κλάψουνε οι εδικοί τως λίγο,| μόνο τους επετούσανε έξω από τον πύργο Διακρούσ. 8123. 4) Καν όσος = όσος και αν: λόγος ου δύναται λαλείν καν όση έχει χάριν Καλλίμ. 1958· ψυχρόν εις κόρον έπιεν, ανέσανεν ολίγον, καν όσην και την πνιγμονήν είχεν εκείνος τότε Καλλίμ. 410. 5) Καν ου = ούτε καν: καν ου φαντάζομαι ακόμ[η] η γραία να αληθεύει Λίβ. P 2099. 6) Ειδέ καν = ακόμη και αν: ειδέ καν συ πτωχός είσαι, ουκ έχεις τι να δώσεις,| καν λόγον δος τον αγαθόν να τονε θεραπεύσεις Σπαν. A 511. 7) Ειδέ καν ου = ειδεμή, ειδάλλως: αν τον γυρεύγουσιν να φύγει, ειδέ καν ου να μείνει να πολομά την δουλειάν του Μαχ. 4284· Μηδέν πας· ειδέ καν ου σκοτώννου σε Μαχ. 54819· 8) Ή ... ή ... ή καν = ή ... ή ... ή τέλος πάντων: δεν ηξεύρω, ζει ή απέθανεν ή εβγήκεν ή καν επνίγη Διγ. Άνδρ. 39224. 9) Καν όλως α) (με άρν.) = διόλου: εκδύθη η κόρη,| ουκ εντράπηκεν καν όλως Πτωχολ. P 231· Ποσώς ουκ εμετέστρεψαν (ενν. οι στρατιώται) καν όλως τον σκοπόν·του Βέλθ. 158· β) (χωρίς άρν.) = γενικά: Επεντρανίζεις, άνθρωπε, καν όλως θεωρείς με; Προδρ. I 67. 10) Καν ποσώς α) (με άρν.) = καθόλου: ουδέ λαλήσαι καν ποσώς η γλώσσα δύναταί μου Βέλθ. 459· ο ήλιος σκοτισθήσεται, ομοίως και η σελήνη| να μη φωτίζουν καν ποσώς, μάλλον να σκοτεινιάσουν Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2751· λαλίαν ουκ είχεν καν ποσώς τους ναύτας να συντύχει Ιμπ. 724· επεί με ορκωμοσίαν| αφύρωσα την συνταγήν, ου καν ποσώς αρνούμαι Φλώρ. 1554· Όπου κανείς ου δύναται και των μεγαλυτέρων| το να συντύχει καν ποσώς εσύ λαλείς να ποίσεις Καλλίμ. 1081· ουκ εθέλησεν τούτο να το ποιήσει,| ουδέ εις τον νουν του καν ποσώς την συμβουλήν να βάλει Διήγ. Βελ. 373· β) (χωρίς άρν.) = τουλάχιστο λίγο: του ξένου τα πικρά τις δύναται μετρήσει| ή τις δυνήσει καν ποσώς εξαριθμήσαι ταύτα; Αλφ. ξεν. 11· οι μεν ελέγαν να απελθούν στο σπίτι του ο καθένας| να αναπαούσιν καν ποσώς, διατί ήσαν κοπιασμένοι Χρον. Μορ. H 5590· επαρακάλεσε ...| (παραλ. 1 στ.) να τον βοηθήσουν καν ποσώς στην μάχην όπου είχεν Χρον. Μορ. H 2665. 11) Καν ψίχα α) (χωρίς άρν.) = έστω λίγο, ελάχιστα: ψυχή μου, οπού σε βλέπουσιν καν ψίχα ότι αναπνέεις| παρά καιρόν εγήρασες, εψύγης, εμαράνθης Γλυκά, Στ. 202· β) (με άρν.) = καθόλου: εκείνος τηγανίζεται και συ καν ψίχα ου γνώθεις Γλυκά, Στ. 122. 12) Πλην καν = εκτός αν: πλην καν αυτός ελησμονεί, πλην καν αυτός νυστάζει Προδρ., Στ. δεητ. 10.
       
  • κλαίω,
    Καλλίμ. 2046, Διγ. (Trapp) Esc. 1009, Φλώρ. 80, Λίβ. Esc. 2715, Αχιλλ. N 1059, Ιμπ. 242, Μαχ. 58816, Ch. pop. 336, Κορων., Μπούας 92, Χρον. σουλτ. 13814, Κυπρ. ερωτ. 503, Πανώρ. Δ΄ 106, Ερωφ. Δ΄ 421, Βοσκοπ. 258, Φορτουν. (Vinc.) Δ΄ 566, Ζήν. Β΄ 45, Τζάνε, Κρ. πόλ. 49010, κ.π.α.· ικλαίγω, Divān 5043· κλαίγω, Προδρ. IV 18 (χφ g) (κριτ. υπ.), Ερωτοπ. 497, Φαλιέρ., Ιστ.2 214, Μαχ. 24413, Ch. pop. 423, Πεντ. Έξ. II 6, Πανώρ. Γ΄ 172, Ε΄ 211, Ερωφ. Δ΄ 21, 606, Βοσκοπ. 398, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1010, Δ΄ 1541, Θυσ.2 106, Στάθ. (Martini) Ιντ. α΄ 1, Γ΄ 138, Φορτουν. (Vinc.) Ε΄ 120, Τζάνε, Κρ. πόλ. 35614, 43614, κ.π.α.· κλιω, Κυπρ. ερωτ. 535, 9480, 10126, 10621, 11733· μτχ. ενεστ. κλιόντα, Κυπρ. ερωτ. 34, 7811, 29, 933, 48, 9431, 10124, 10610, 1316· κλαίομαι, Φλώρ. 60· κλαίγομαι, Ιστ. Βλαχ. 438· μτχ. ενεστ. κλαιάμενος, Θησ. Β΄ [264]· μτχ. παρκ. κλαημένος, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1726, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 771, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [302], Ζήν. Β΄ 317, Τζάνε, Κρ. πόλ. 20923· κλαμένος, Θρ. Κύπρ. M 324, 369, Κυπρ. ερωτ. 9346, 10612, Ευγέν. 308· κλαυμένος, Θησ. Ε΄ [127], Παϊσ., Ιστ. Σινά 1402· κλιαμένος, Διγ. O 340, 592, 2236· μτχ. ενεστ. κλαμόντα, Κυπρ. ερωτ. 116, 497, 806, 9534, 11315· κλαμούμενος, Κυπρ. ερωτ. 10928.
    Το αρχ. κλαίω. Για το κλαίομαι βλ. Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Α′ 132-5. Οι μτχ. ενεστ. κλαμόντα και κλαμούμενος με επίδρ. του ουσ. κλαμός <κλαυθμός. Για το σχηματ. των μτχ. ‑άμενος και άλλων βλ. Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Β′ 483 κε. Ο τ. κλαημένος κατά το καημένος (Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Β′ 490). Για τη μτχ. κλα(υ)μένος βλ. Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Β′ 423. Ο τ. κλιω και σημ. στην Κύπρο (Λουκά, Γλωσσάρ., λ. κλιω). Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Α´ Αμτβ. 1) α) Κλαίω, θρηνώ: κλαίει, θρηνάται, δέρνεται και υπομονήν ουκ έχει Αχιλλ. N 1716· ταύτα ειπών εθρήνησεν και έκλαυσεν θαρσέως Αχιλλ. N 859· ιδών αυτόν έκλαυσεν πικρώς Οψαρ. 36245· εκλάψανε μεγάλα Τζάνε, Κρ. πόλ. 45210· η ρήγαινα έκλαυσεν πολλά Μαχ. 4622· κλάψετε λίγο, κλάψετε για τ’ αμαρτήματά σας Τζάνε, Κρ. πόλ. 43119· ν’ αναστενάζει από ψυχής, να κλαί’ από καρδίας Γεωργηλ., Βελ. 512· απόκει αρχίζει να μιλεί ...| ... κι η εμιλιά του κλαίγει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 820· αναστενάζουν τα βουνά, κλαίουν δι’ εμέν οι κάμποι Λίβ. Esc. 3798· οι πέτρες και τα σίδερα κλαίσι την ώρα κείνη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 1568· αντιδονούν οι ποταμοί, κλαίουσιν τα λιβάδια Αλφ. ξεν. 22· β) δακρύζω από χαρά, συγκινούμαι: Όλοι εκλαίγαμεν από την χαράν μας Διήγ. πανωφ. 57· πιάνουνται κι αγκαλιάζουνται και κλαίγοντας φιλούσι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ΄ 1630· Τα ματάκια της εκλάψασιν της κόρης Αχιλλ. L 950. 2) Υποφέρω: εάν σε δέρνουν οι Έρωτες και κλαίεις ως διά πόθον Αχιλλ. L 614· το πρόσωπόν του εχλόμιαινε κι έκλαιγε η καρδιά του Τζάνε, Κρ. πόλ. 42726· επόνειν το κεφάλι μου κι έκλαιγεν η καρδιά μου Πικατ. 4. 3) Παραπονιέμαι, κλαίγομαι: εκλάψανε με πάσαν επιτηδειοσύνην να διορθωθεί η δουλειά ετούτη Σουμμ., Ρεμπελ. 162. Β´ Μτβ. (Για τη μτβ. χρήση βλ. Ανδρ., Προσφ. Κυριακ. 56, 59, 61). 1) Κλαίω για κάπ. ή για κ.: τα παιδιά της έκλαιγε, εκείνα τα καημένα Ευγέν. 1234· με κλαίσιν οι βοσκοί, ... με κλαίσιν ούλες| ... τσ’ Ίδας οι βοσκοπούλες Πανώρ. Β΄ 293· ας κλαίω την ατυχίαν μου Λίβ. Esc. 3595·· κοσμοαναγυρεύει σε και κλαίει την ξένωσίν σου Λίβ. Sc. 2304· κλαίοντες την αδικίαν ην ηδικήθησαν Ψευδο-Σφρ. 22231· Πάγω κι εις των εδικώ μου να τως κλάψω το καημό μου,| αλλ’ αυτείνοι δε μ’ ακούσι Φαλλίδ. 53· μέγαν θρήνον έκλαυσαν οι δώδεκα εκείνοι Αχιλλ. L 1294· έκλαυσεν δάκρυα από καρδίας Αχιλλ. N 1590. 2) Πενθώ: χρεωστεί (ενν. η μνηστή τον άνδρα αυτής) να τον κλαίει από θανάτου έως μ΄ ημέρας Ελλην. νόμ. 52530. II. (Μέσ.) παραπονούμαι: ούτοι δε έγραψαν εις την Ιταλίαν όλοι κλαιόμενοι Ηπειρ. 2718. Η προστ. αορ. έναρθρ. ως ουσ. = θρήνος: θάμπηναν τα μάτια μου από το πε και κλάψε Γεωργηλ., Θαν. 84. Η μτχ. παρκ. με σημασ. ενεργ.: Εθώρες και τα νήπια εις τα στενά κλαμένα Θρ. Κύπρ. K 367.
       
  • κωφώνω.
    Από το κωφόω, που απ. στον Ιπποκράτη. Η λ. και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.).
    (Μτβ.) κάνω κ. να σταματήσει· φρ. κωφώνω τα δάκρυα = σταματώ, «πνίγω» τα δάκρυα: Εις τον πόθον σου ικλαίγω και κωφώνω τα δάκρυα Divān 5043.
       
  • μαυρώνω.
    Το αρχ. μαυρόω.
    1) Γίνομαι μαύρος. μαυρίζω: με πυρ εμπρήσαν ταύτα (ενν. τα τείχη)·| κι εμαυρώθηκεν η πόλις Ερμον. Υ 66. 2) Σκοτεινιάζω: φως ήτον εκεί, εδώ μαυρώθηκεν Rebâb-nâmè 14. 3) (Μεταφ.) θλίβομαι, υποφέρω, δυστυχώ: Η ψυχή μου μαυρώθηκεν Divān 813. Η μτχ. παθ. παρκ. ως επίθ. = μελαμψός, μαυριδερός: ήτον πλούσιος, ανδρείος, μαυρωμένος, μαυριδερός, φοβερόν το βλέμμα του Συναδ., Χρον. 38.
       
  • μεϊντάνι
    το· μιντάν’.
    Το τουρκ. meydan. Ο τ. και σήμ. στην Ήπειρο (Βλ. Θαβώρ., Ελλην. 19, 1966, 262). Τ. μεΐτάνιν σήμ. στην Κύπρο (Χατζ., Ξέν. στοιχ. 138). Η λ. στο Somav. και σήμ.
    Πλατεία, ανοιχτή έκταση (εδώ προκ. για αγορά): Στο μιντάν’ είν’ σταφύλια παντοδαπά (?) Divān 8856. Τ. μαϊτάνιν (<τουρκ. maydan) ως τοπων. (Βλ. Λαμψ. [Πανάρ. σ. 88] και Mor., Byzantinot. Β΄ 180): Πανάρ. 7529. Τ. μεγιτάνι ως τοπων. στη Διήγ. Αγ. Σοφ. 14935 (βλ. Mor., Byzantinot. Β΄ 180) πιθ. εσφαλμ. αντί Ατ - μεγιτάνι (πβ. Διήγ. Αγ. Σοφ. 1507, καθώς και 14715, 14926, όπου τ. Ατ - μεγιτάνιν πβ. επίσης ά. ατ - μεϊντάνιν).
       
  • παιδίτσιν
    το, Καλλίμ. 1089· παιδίτσι, Σπαν. B 42, Divān 812.
    Από το ουσ. παιδίον και την κατάλ. ‑ίτσιν. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (Georgac., The -ιτσ- suffixes 231, Παπαδ. Α., Λεξ., λ. παιδίτζιν και Κουκ., Ελλην. 4, 1931, 366). Η λ. στο Meursius (λ. παιδίτζιν).
    1) Παιδάκι: Εκείνη γουν (ενν. του δράκοντος η κόρη) … εζήτησεν …| ως μέλαν να φορέσουσιν … (παραλ. 2 στ.) και τα παιδίτσια τα μικρά τούτο τό βλέπεις φέρνουν Καλλίμ. 1522. 2) (Θωπευτ.) τέκνο, απόγονος: Ου θέλουν τα παιδίτσια μου χειμωνικάς γουνίτσας Προδρ. (Eideneier) IΙ 34-1 χφ Η κριτ. υπ.· (σε προσφών.): Πρόσεχε, παιδίτσι μου, τέκνον μου ηγαπημένον Σπαν. (Ζώρ.) V 415.
       
  • πικρός,
    επίθ., Σπαν. (Λάμπρ.) Va 563, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 691, Καλλίμ. 1449, 2491, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 20, 405, Λίβ. P 1040, 2001, 2300, Αχιλλ. (Smith) N 1637, 1659, 1678, Θρ. αλ. 35, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 224, Μαχ. 7225, 2243, 6384, Θησ. Β́ [697], Δ́ [34], Ί [183], Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 573, Απόκοπ.2 106, 486, Πεντ. Γέν. XXVII 34, Αρ. V 23, Αχέλ. 444, Κυπρ. ερωτ. 9339, 11023, 11122, Πανώρ. Ά 110, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 27v, 55r, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [9], Δ́ [1169], Έ [326], Διγ. O 390, Διακρούσ. 1075, Αλφ. 1079, κ.π.α.· πικριός, Θησ. Γ́ [788], Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [359]· πρεκιός, Μαχ. 20012, Συναξ. γυν. 317· πρικός, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 43 κριτ. υπ., Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 65r, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 246, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 1737, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 160.
    Το αρχ. επίθ. πικρός. Ο τ. πικριός από επίδρ. του τ. πικριά (βλ. πικρία). Ο τ. πρεκιός από τ. πρικιός (σήμ. ιδιωμ., βλ. Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Δ́ 579, λ. πρεικιός, Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., λ. πρικύς, Αναγνωστόπουλος, Αθ. 38, 1926, 165· πβ. και πληθ. ουδ. πρικιά του πρικύς, βλ. ά.) με τροπή του άτονου -ι- σε -ε- από επίδρ. γειτονικού υγρού συμφώνου (Χατζιδ., ΜΝΕ Ά 239, Αθ. 24, 1912, 21). Ο τ. πρικός, με μετάθεση συμφώνου, στο Βλάχ. (λ. πρικύς), στον Κατσαΐτ., Ιφ. Δ́ 622, Θυ. Ά 10, Κλ. Πρόλ. 30 και σήμ. ιδιωμ. (Βογιατζ., Γλώσσα Άνδρ., στη λ., Μουσούρης, Γλωσσάρ. Ιθάκ. 81)· τ. πρικό (αρσ.) σε ιδιώμ. της Κάτω Ιταλίας (Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ.). Η λ. και σήμ.
    1) α) Οξύς, αιχμηρός, κοφτερός: Λουκάνη, Άλ. Τροίας [294], Ερμον. Ε 226, Η 195· β) (μεταφ., για λόγο) δηκτικός, καυστικός: Αχιλλ. (Smith) N 1692. 2) (Πικρός στις αισθήσεις) α) πικρός, δυσάρεστος στη γεύση: Divān 49, Σοφιαν., Παιδαγ. 122· πολλές φορές ψηλαφάς ένα πράγμα, ώσπερ θέλομεν ειπεί ένα πεπόνι ή ένα κολοκύνθι ή ένα αγγούριν ... και εκείνο έναι πρικό, πλην δε εσύ δεν το εγνωρίζεις από την ψηλάφησιν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 34r· (σε μεταφ.): και συ πάλιν θέλεις το γράψειν εδώ προς εμέ και τους σους και θέλεις το βάλλειν εις το στόμα τους και, αν τους φανῄ δριμύ ή πικρόν, τέλος θέλουν το καταπιείν Σφρ., Χρον. (Maisano) 12816· (επιτ., προκ. για δηλητήριο): έχουν τα όρνεα αυτά δεινόν, πικρόν φαρμάκιν Φυσιολ. (Legr.) 181· (μεταφ. στη) φρ. σπέρνω χολόκοκκα πικρά = προκαλώ κακόβουλα διενέξεις, διχόνοια (πβ. φρ. σπείρω ζιζάνια, λ. ζιζάνιον): βάλλουν (ενν. οι άρχοντες) διπλούν ζιζάνια εις ώτα βασιλέως,| σπέρνουν χολόκοκκα πικρά, πλήρης φαρμακωμένα Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 439· β) (προκ. για νερό) αλμυρός, στυφός, πικρός (πβ. L‑S, λ. πικρός, σημασ. ΙΙ 1)· (συν. για μη πόσιμο νερό): Παϊσ., Ιστ. Σινά 1971, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 41· (εδώ προκ. για το βιβλικό θαύμα μετατροπής σε πόσιμων των νερών πηγής στην τοποθεσία Μερρά από τον Μωυσή· πβ. ΠΔ Έξ. 15, 23): Αλλά και τούτο ήτον μία προφητεία εκ Θεού διά τα μεγάλα θαύματα οπού έκαμεν εις τα νερά, εις την Ερυθράν Θάλασσαν και εις τα πικρά ύδατα και εις την ακρότομον πέτραν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ.(μεταφ. σε τελετουργική πράξη· πβ. ΠΔ Αρ. 5, 22 ύδωρ το επικαταρώμενον, βλ. σχετικά και ΠΔ (ΕΒΕ) Γλωσσάρ. 25, λ. ευλογία-κατάρα): και εις το χέρι του ιεριά να είναι τα νερά τα πικρά τα καταραμένα· και να ορκίσει αυτήν και να πει προς την γεναίκα·  αν δεν επλάγιασεν ανήρ εσέν και αν δεν έκλινες μαγαροσύνη κατωθιό τον άντρα σου καθαιρίσου από τα νερά τα πικρά τα καταραμένα ετούτα ... Πεντ. Αρ. V 18, 19. 3) (Μεταφ.) που προκαλεί θλίψη, στεναχώρια, ψυχική οδύνη α) θλιβερός, λυπηρός, δυσάρεστος: Δούκ. 21319, Καλλίμ. 269, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [9]· β) (επιτ., προκ. για στενοχώρια, λύπη, πένθος, κ.τ.ό.): Με πόσες θλίψες σου πικρές γλυκαίνεις| του πόθου σου την πεθυμιά την τόση Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. έ [4]· δεν έθελεν του φανήν ουδετίποτες τούτη η χαρά αδ δεν να ’χεν τινά οπού να μπόρησεν να το ξηγήθηκεν ως γιον επί αυτού του, ακομή έθελεν είσταιν πολλά πικρός ο πόνος Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 79· (στον πληθ. στην) έκφρ. πικρά δάκρυα (πβ. έκφρ. μαύρα δάκρυα, βλ. μαύρος, Έκφρ.γ): έλεγαν ότι έφθασεν η συντέλεια του κόσμου και εσυγχωρούνταν ένας τον άλλον με πολλά και πικρά δάκρυα Διήγ. εκρ. Θήρ. 10923· Και του Χριστού το τίμιον έλειψες το κεφάλιν,| έπλυνες τα ποδάρια του κι εσφούγγισές τα πάλιν (παραλ. 1 στ.) και με τα δάκρυα τα πικρά εσυχνοφίλησές τα Σκλέντζα, Ποιήμ. 126· φρ. χύνω πικρά δάκρυα = κλαίω, θρηνώ σπαρακτικά: και εκείνοι ωσάν ήκουσαν, πολλά το εθλίβησαν  ... και έχυναν δάκρυα πικρά Διγ. Άνδρ. 32127· Έχυναν δάκρυα πικρά, τραβούντες τα μαλλιά τους| από την παραπόνεσιν που είχαν στην καρδιά τους Διακρούσ. 9326· να χύσω δάκρυα πικρά, στα στήθη μου να πέσουν,| φίδια μαύρα να γενούν, να φάσι την καρδία μου Περί ξεν. (Μαυρομ.) 277. 4) (Μεταφ.) που προκαλεί πόνο, βάσανα, ταλαιπωρίες α) σκληρός, οδυνηρός· επώδυνος, βασανιστικός: Ερμον. Ω 298, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 15· Μ’ αφήνω σας, γιατί θωρώ το στρατηγό και βγαίνει| τούτον, απού πρικότατο θάνατον ανιμένει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 138· Στον κόσμον σύρε με χαρά, πράξες πολλές να βλέπεις,| να σ’ αλαφραίνουν τες πικριές (έκδ. πικρίες) κόλασες της αγάπης Θησ. Γ́ [788φρ. πίνω πικρό ποτήρι, βλ. πίνω Φρ. 3· β) (προκ. για ριζικό, μοίρα· πβ. πικροριζικό) πικρός, αντίξοος, κακός: το πικρόν το ριζικόν μου,| οπού ’ν’ τόσον κατάδικον σ’ αυτόν μου Κυπρ. ερωτ. 212· Ω μοίρα μου πρικότατη κι άπονο ριζικό μου,| κι είντα γοργό την πλερωμή βρίσκω στο φταίσιμό μου Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 259· γ) φοβερός, ολέθριος, φρικτός, καταστροφικός: Αλλά ’δέ μάχη θλιβερή, πικρή, φαρμακωμένη,| οπού εγίνην ύστερα ανάμεσα τους δύο! Χρον. Τόκκων 1153· Της δε πικροτάτης μάχης εκείνης και του φρικτοτάτου πολέμου το πέρας χρη διηγήσασθαι Καναν. (Pinto) 49· το πικρόν θανατικόν, το φοβερόν κριτήριον,| οποὔλθε κι ηύρε την πτωχήν την Ρόδον την μισκίνα Γεωργηλ., Θαν. 21· δ) (προκ. για απόφαση) σκληρή, θλιβερή, ολέθρια: Ο δε σουλτάν Μεεμέτης, παραλαβών την ηγεμονίαν Δύσεως και Ανατολής, βουλήν εβουλεύσατο πικροτάτην κατά της Πόλεως και των χριστιανών Έκθ. χρον. 1115· ταύτα γαρ ως ήκουσεν η μάννα της Ζαπέτας,| βουλήν βουλεύεται πικράν, θάνατον της Ταρσίας Απολλών. (Κεχ.) 490· ε) (προκ. για τον Άδη) «σκοτεινός»: διατί στον Άδην τον πικρόν ήλιος ουκ ανατέλλει,| ούδε το φέγγος του ουρανού το ξέλαμπρόν του στέλλει Απόκοπ.2 449· Εδώ στον Άδην τον πικρόν και απολησμονημένον (παραλ. 1 στ.) δένω τους με την άλυσον καλούς κακούς ομάδι| και καταλεί τους το πλακίν καθημερνό στον Άδη Πικατ. 328· Ρύσαι ημάς, ω Κύριε, εξ Άδου κατωτάτου,| από τα βάθη τα πικρά του δολερού θανάτου Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1152. 5) (Μεταφ.) που έχει περάσει/περνάει βάσανα, θλίψεις, συμφορές, πικραμένος· δυστυχισμένος, βασανισμένος: Θρ. Κύπρ. M 241, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 529, Θησ. Β́ [697Μα κείνο που μ’ απόμεινε οχ’ την πικριά μου αγάπη,| λάβε το, κι ως θέλεις εσύ κάμε με τον αζάπη Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [359]· Μάτην, άνθρωπε, ζητείς μου την πατρίδαν| ... και το πικρόν μου γένος.|Νεκράν με βλέπεις σήμερον, αιχμάλωτον κειμένην Καλλίμ. 605. 6) (Μεταφ., για πρόσωπα) α) σκληρός, άπονος· αυστηρός, αδιάλλακτος: Λίβ. Esc. 239, Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 84· πάντοτε στον Θεόν μπροστά στέκου ταπεινωμένος,| αμή εμπρός στους δούλους σου αφέντης υψωμένος (παραλ. 2. στ.), μηδέ πικρός και ρίξουν σε, μηδέ γλυκύς και φαν σε Ιστ. Βλαχ. 1619· β) σκληρός, τραχύς (στους τρόπους)· εριστικός, οξύθυμος, νευρικός: Ερμον. Δ 187· Η γεννηθείσα κόρη εν καιρῴ ζωδίου Παρθένου έσται γυνή σιτόχροια, εύμνοστη, εις τα έσω πικρή και εις τους ξένους ήμερη Ο γεννηθείς νεώτερος … φ. 148v· γ) κακεντρεχής, μοχθηρός, εκδικητικός·  πανούργος: Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 86· Θωρείς, υιέ μου Φρατζισκή, τά κάμνουν οι πουτάνες,| τά κάμνουν οι πολιτικές με τες πικρές των μάννες Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 365. Το θηλ. ως ουσ. = είδος φαρμακευτικού παρασκευάσματος από το φυτό αλόη (ήδη μτγν.· βλ. Galenus Med., De sanitate tuenda libri vi 6.414.13, TLG): Πότισον κατά δύο ημέρας την λεγομένην πικράν, ωσεί εξάγιον το ήμισυ, πλην με το χλίον το κρασίν Σταφ., Ιατροσ. 379. Το ουδ. ως ουσ. = 1) α) Το βάσανο, η δυστυχία: οι ξένοι να παν εις την πατρίδα τους, να ιδούν τους εδικούς τους,| να αναπαυθούν εκ τα πολλά πικρά της ξενιτείας Αλφ. ξεν. Αθ. (Μαυρομ.) 39· αυτή ήρξατο λέγειν την αρχήν και κατά μέρος πάντα,| το γένος, την ανατροφήν και χώραν και πατρίδαν| και τ’ άλλα πάντα τα πικρά της παρανόμου τύχης Καλλίμ. 647· β) η στεναχώρια, ο καημός, η πικρία: ως ελογίαζε (ενν. ο Αρσένιος), δεν επέτυχε· και από το πικρόν του απέθανεν, αμετανόητος, εις τον αφορισμόν Ιστ. πατρ. 1491· γ) το δυσάρεστο γεγονός, το θλιβερό συμβάν: Και τις εκείνο το πικρόν χωρίς οδύνης είπει (παραλ. 2 στ.), (Την κόρην ως εκρέματο στενάζων ανεκφράζει) Καλλίμ. 445· ετούτα τα πικρά και ο χαλασμός της πόλης,| οι ιδικές μου αμαρτιές, ουαί, τα επροξενήσαν Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 229· δ) η έγνοια, η φροντίδα: μα πάντοτε πολύ πικρόν το ’χεν ο βασιλέας| με τι τρόπον να νικηθεί ο νέος Αχιλλέας Σταυριν. 427· εκείνος δε επεχείρησεν να με αναδιδάσκει,| του έρωτος τα μυστήρια και τους δεσμούς του πόθου,| της ασχολήσεως τα πικρά και της ποθομανίας Λίβ. P 135. 2) Κακία· (εδώ προκ. για λόγο): αλλ’ η καρδία το γλυκύ και το πικρόν εκβλύζει,| και μάρτυς Πέτρος ανυμνών φιλών Ισκαριώτης Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 301. — Βλ. και πρικύς.
       
  • πόθος
    ο, Σπαν. (Ζώρ.) V 38, Γλυκά, Στ. Β′ 326, Λόγ. παρηγ. L 753, Καλλίμ. 762, Διγ. (Trapp) Gr. 417, 502, 1396, Διγ. A 1946, 2451, Διγ. Z 540, 647, 892, 1291, 2208, 2413, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 866, 899, 1210, 1773, Rebâb-nâmè 13, Divān 5043, Βέλθ. 397, 1052, Ερμον. Α 297, Ερωτοπ. 480, 507, Λίβ. Sc. 205, 1128, Λίβ. (Lamb.) N 244, 397, Λίβ. Esc. 151, 353, 847, Λίβ. N 776, 1692, 1962, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2448, Αχιλλ. L 506, 936, 976, Αχιλλ. (Smith) N 123, 858, 1162, Αχιλλ. (Smith) O 427, Ιμπ. 290, Φαλιέρ., Ιστ.2 191, 482, Διήγ. Βελ. N2 12, Θησ. Γ́ [426], Θ́ [246], ΙΒ́ [635], Ch. pop. 137, 290, 786 Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 23, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 50, 765, Απόκοπ.2 344, 381, 397, Ριμ. κόρ. A 43, 87, Ριμ. κόρ. V 43, 85, Κορων., Μπούας 22, Κυπρ. ερωτ. 25, 102, 8610, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 177, Β́ 189, Έ 364, Πιστ. βοσκ. I 1, 127, 135, (έκδ. πούθου· διορθώσ.), IV 7, 113, Διγ. Άνδρ. 3242, 3551, 3669, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 68, Γ́ 50, Δ́ 726, Έ 661, Στάθ. (Martini) Ά 65, Β́ 196, Γ́ 343, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [870], Δ́ [580], Έ [1254], Φορτουν. (Vinc.) Ά 7, Β́ 128, Δ́ 10, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 77, Διγ. O 164, 1724, Τζάνε Εμμ., Αφ. 14221, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 16015, 27722, 36813, κ.π.α.
    Το αρχ. ουσ. πόθος. Η λ. και σήμ.
    1) Σφοδρή, έντονη επιθυμία· λαχτάρα: Σπαν. A 520, Διγ. (Trapp) Gr. 1024, Διγ. Z 2304, Μαχ. 5928· (σε μεταφ.): έρως σαγίταν έσυρεν και κατεχάλασέν τον (ενν. τον πύργον της καρδίτσας μου)| και εις πόθον της αγάπης σου ήφερεν την ζωήν μου Αχιλλ. O 389. 2) α) Σφοδρή ερωτική επιθυμία· ερωτικό πάθος: Καλλίμ. 16, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 362, Ιστ. πατρ. 9721, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 39, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 15· (ως σύστ. αντικ.): οπού τον πόθον μου ποθεί μ’ αληθινήν καρδίαν Θησ. Ζ́ [915(μεταφ.): κλωνάριν πόθου εις την εμήν εφύτρωσεν καρδίαν Λίβ. Sc. 2788· (σε μεταφ.): ο σταλαγμός του πόθου μου την πέτραν της ψυχής σου| χάρβαλον να την έποικεν Λίβ. Sc. 531· ήτον πνιγμένη (ενν. η κόρη) εκ τον βυθόν του πόθου του Λιβίστρου Λίβ. N 1372· (σε προσωποπ.): θαύμασε τον λίθον τον μαγνήτην| πώς έλκει από τον πόθον του την φύσιν του σιδέρου Λίβ. Va 173· (σε όρκο): λάλει με το ορέγεσαι, το θέλεις τώρα ειπέ το,| και μα τον πόθο τον εις σε, γοργά να το πληρώσω Λίβ. Sc. 2211· (σε παροιμ. φρ.): Ο έρως τίκτει το φιλίν και το φιλίν τον πόθον Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 702· Αμ’ η γιαγάπη κλάηματα τρώγει και δε χορταίνει| γιαταύτος κακορίζικος είν’ όποιος ’ς πόθο μπαίνει Πανώρ.2 Δ́ 150· φρ. (1) βάλλω κάπ. εις πόθον = κάνω κάπ. να νιώσει ερωτική επιθυμία: μην εύρῃ χώραν ... το βέλος της αγάπης| και τρώσῃ την καρδίαν της και βάλῃ την εις πόθον (ενν. την κόρην) Διγ. Z 90· εκαλέσασιν εντίμως (παραλ. 5 στ.) την χρυσήν γαρ Αφροδίτην,| όπως γαρ εις πόθον βάλει| τους νεόνυμφους γαρ τότε Ερμον. Α 219· (2) βάνω πόθο, βλ. βάνω (Ι) Ά 52· (3) εισβαίνει/συμβαίνει πόθος (με αιτιατ. και γεν. προσώπου) = ερωτεύομαι κάπ.: πόθος με εσυνέβηκε, πάτερ μου, του Λιβίστρου Λίβ. P 892· πόθος γαρ με εσέβηκεν, πατήρ μου, του Λιβίστρου Λίβ. Esc. 2228· (4) έχω/ρίχνω (τον) πόθον εις άλλον/‑ην/αλλού = είμαι ερωτευμένος με κάπ. άλλον/ην: Καλή μου, αν εμετάγνωσες και έχεις αλλού τον πόθον,| ειπέ μου την αλήθειαν, κυρά, να υπαγαίνω Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 881· Πιστεύω, αυθέντη μου ευγενή, να μη έβγω από τον νουν σου| και αλλού να ρίξεις πόθον σου κι εμέν να λησμονήσεις Φλώρ. 1033· όμοσες και μὄλεγες ποτέ μη με ’ξαφήσεις,| κι εδά θωρούν τα μάτια μου, εις άλλην πόθον έχεις Ερωτοπ. 26· β) (συνεκδ.) το αντικείμενο της ερωτικής επιθυμίας (η χρ. ήδη μτγν.): και νυν εμέ χωρίζουσιν εκ τον εμόν τον πόθον,| ζωήν να ζω επώδυνον, πάντοτε πονεμένην Φλώρ. 1010· Ο πρώτος πόθος ήτον της καρδιάς μου| η όμορφη, οϊμέ, Ερωπρικούσα Πιστ. βοσκ. III 6, 208· (εδώ σε προσφών.): αναπλοκή μου, κρεμασμέ και ενήδονέ μου πόθε Λίβ. P 1493· γ) (προσωποπ.) ο Έρωτας (η χρ. ήδη αρχ.): Φαλιέρ., Ιστ.2 630, Κυπρ. ερωτ. 10041· δ) το ερωτικό πάθος ως αρρώστια: μην τον αφήσεις να χαθεί (ενν. το Γύπαρη), μα δώσ’ του το βοτάνι| και τη γιατρειά του πόθου του σαν τὄρχεται να γιάνει Πανώρ.2 Γ́ 218· Άλλο δεν είν’ το γιατρικό του πόθου, οντέν αρχίσει| παρά ζιμιό να βρει αφορμή να του ξελησμονήσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 707· ε) ο πνευματικός έρωτας (για τη σημασ. βλ. και Lampe, Lex., στη λ. 1): έπεσεν ο πόθος αυτού (ενν. του πατριάρχου) και η αγάπη εις την μελέτην της Αγίας Γραφής Ιστ. πατρ. 1975. 3) Αγάπη, στοργή α) για συγγενικό ή αγαπημένο πρόσωπο: και κατησπάζοντο αυτόν (ενν. τον αμιράν) μοιράζοντες τον πόθον| εντεύθεν μεν οι συγγενείς, εκείθεν δε η μήτηρ Διγ. (Trapp) Gr. 733· Εμέναν ο πατέρας μου μικρόθεν με είχεν πόθο·| τώρα με κατεχόρτασεν, θωρώ παραβαρώ τον Ιμπ. 174· φίλο αγαπημένο| θέλομε σ’ έχει πάντα μας με πόθο εμπιστεμένο Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. δ́ 112· (στον πληθ. προκ. για εκδηλώσεις αγάπης): Εκείνοι (ενν. οι θείοι μου) με ανέθρεψαν με αμετρήτους πόθους Διγ. A 519· β) προς τον γενέθλιο τόπο: Στην Καλομάτα εδιέβηκεν (ενν. ο πρίγκιπας Γυλιάμος) όπου είχεν μέγαν πόθον| διατί εγεννήθηκεν εκεί κι ήτον ιγονικόν του Χρον. Μορ. H 7761· γ) (θεολ.): εκδίδομαι παρά μητρός εις Αραβίτας θείους,| οί με και αναθρέψαντες εις Μωάμετ τον πόθον Διγ. Z 483. 4) Προθυμία, ζήλος: ούτως ο άγιος, με πόθον πολύν, έκτισε την αυτήν μονήν εις το όνομα της Υπεραγίας Θεοτόκου της Αντιφωνήτριας Σουρούμης, Ιωάνν. Ξέν. Κ 46· κάλλια βαλθείν ήθελα την άμμο| με ίδρωτα, με πόθο να μετρήσω| παρά τέτοιο βοσκό να μη βουηθήσω Βοσκοπ.2 79. 5) Διάθεση για φαγητό, όρεξη: εμένα, κακοτύχερε, τον γερανόν υβρίζεις,| τόν τρώγουσιν οι βασιλείς μετά πολλού του πόθου …; Πουλολ. (Τσαβαρή)2 84. 6) Ευχαρίστηση: Διήγησις παιδιόφραστος περί των τετραπόδων,| ίνα αναγινώσκωνται και χρώνται τούτα παίδες,| οι φοιτηταί και νεαροί διά την ευνοστίαν·| γέγραπται γαρ εις ένωσιν μαθήσεως και πόθου Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 4. Η λ. ως κύρ. όν.: Notizb. 26.
       
  • ποντικό
    το.
    Το μτγν ουσ. ποντικόν (TLG· από το επίθ. ποντικός, με παράλ. του ουσ. κάρυον)· πβ. σημερ. φουντούκι.
    Το φουντούκι: Το ποντικό το πικρό δος το άλλους·| εμένα δος εσύ εγλυκύ μήλο Divān 8859. — Βλ. και ποντικός (ΙΙ).
       
  • ρωμαϊκά,
    επίρρ., Divān 811, Διήγ. Αλ. V 21, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 2910, 391, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 2810, Βίος Δημ. Μοσχ. 748, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 204, 234, 432, Διακρούσ. (Κακλ.) 1319.
    Από το επίθ. ρωμαϊκός. Η λ. και σήμ. (Μπαμπιν., Λεξ.).
    (Προκ. για γλώσσα) α) στα λατινικά: Ληστάδες δυο εσταρώσασιν με τον Χριστόν αντάμα| και τον Χριστόν εσταύρωσαν μέσον των δύο ληστάδων·| τότε έγραψεν εις τον σταυρόν τον τίτλον ο Πιλάτος| εβραίκα και ρωμαϊκά και εις ελληνίδα γλώσσαν Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 264· β) στη(ν) (δημώδη) ελληνική γλώσσα (της εποχής): ο ενδοξότατος αυθέντης και οδηγός του ρηγάτου των Ιεροσολύμων, ονόματι κούντε Οφρίου δε Ποιλιούν εποίκεν να το γράψουν (ενν. το παρόν βιβλίον) εις την διάλεχτόν του φρανζόζικα εις το αυτό ρηγάτον των Ιεροσολύμων, το ποίον εμεταβάλτην εις ρωμαϊκά εν επισήμων ανδρών Ασσίζ. 36· Ομοίως και άλλοι αμαθείς ως εμέ γράφουσι βιβλία και συντυχαίνουν μέσα και ελληνικά και ρωμαϊκά, όπερ εστίν άτοπον και ανάρμοστον και όποιος μαθηματικός το ανεγνώσει, στέκει και τον αναγελά και τον λέγει: «Ελλήνισεν ο βάρβαρος», διότι όταν συντυχαίνει τινάς ή ότι όλα να είναι ελληνικά εις την τάξιν τους, ή ότι να συντυχαίνει όλα ρωμαϊκά και μία γλώσσα Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 193v· Κι ο γενεράλες έστεκε στην μέσην ο Γριμάνης·| ρωμαϊκά των ήλεγε: «σήμερον είντα κάνεις;» Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 25616. — Βλ. και ρωμαίικα.
       
  • σταφύλι
    το, Ασσίζ. 49526 δις, Iατροσ. κώδ. χιζ´, Gesprächb. 256, Ερωτοπ. 348, Δεφ., Σωσ. 51, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 145 τετράκις, 159 δις, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 49r, 81r τρις,, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 70, 172, 200· σταφύλι(ν), Διγ. Α 3957, Divān 8856, Ιατροσ. κώδ. χιγ´, χλβ́, Sprachlehre 175, Γεωργηλ., Θαν. 177, Ολόκαλος 155‑6, Πεντ. Γέν. XLIX 11, Λευιτ. XXV 5, Αρ. VI 3, Δευτ. XXIII 25, XXXII 14, 32, Αχέλ. 1005, Αρσ., Κόπ. διατρ. [1031], Διγ. Άνδρ. 39835, Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 217, 219, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ζ́ 16, Λουκ. ς́ 44, Αποκάλ. Ιω. ιδ́ 18 δις, 19, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 26021, κ.α.· σταφύλιν, Ασσίζ. 24423, 25, Πουλολ. (Eideneier) 514, Ιατροσ. κώδ. χιε´, Ερωτοπ. 184-5 κριτ. υπ., Λίβ. διασκευή α 1152, Γιατροσ. Ιβ. 88, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 39.
    Το μτγν. ουσ. σταφύλιον. Ο τ. σταφύλιν τον 8. αι. (LBG) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ., Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. σταφύλλdιν). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
    Ο καρπός του κλήματος (βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Έ́ 105-107): Απ’ αύτον (ενν. τον Αύγουστον) ο Σεπτέβριος και να τρυγά αμπέλιν·| εκράτιεν εις το χέριν του καλάθιν και μαχαίριν| και το καλάθιν έγεμεν, όλα σταφύλια είχεν Λίβ. Va 928· Είδες ποτέ σου στον ληνόν σταφύλια πώς πατούσι,| και τρέχ’ ο μούστος απ’ αυτά και τον ληνόν γεμούσι Παλαμήδ., Βοηβ. 301· (σε παρομοίωση): Έπαρε έναν νιούτσικον, έτσι ωσάν εσένα (παραλ. 3 στ.), να στάζει ζαχαρόδροσο σαν τ’ όμορφο σταφύλι Κακοπ. 155· έκφρ. αίμα σταφυλιών = κρασί (βλ. και Επιτομή, λ. αίμα 1).
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης