Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αιχμαλωτίζω,
- Γλυκά, Αναγ. (Ευστρ.) 254, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 55410, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1623, 3304, Εξήγ. πέτρ. (Βέης) 275, Chron. br. (Loen.) 18, Βίος Αλ. (Reichm.) 1928, 2625, 3333, Αχιλλ. (Hess.) N 180, 588, 639, 653, Αχιλλ. (Hess.) L 103, 459, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 243, Πανάρ. (Λαμψ.) 6812, Λίβ. (Μαυρ.) P 1371, 1374, 1383, 1417, Λίβ. (Lamb.) Sc. 285, 288, 298, 357, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1411, 3983, Λίβ. (Wagn.) N 1259, 1267, 1323, 1371, 1721, Καναν. (PG 156) 65A, 65D, 69C, 80D, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) Πρόλ., Μαχ. (Dawk.) 4444, Δούκ. (Grecu) 33710, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 11418, 1169, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 344, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 2221, 7211, 7413, 1679-10, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 33116, 33614, 37132· ’χμαλωτίζω, Τριβ., Ταγιαπ. (Irmsch.) 232, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Δ΄ 863, Διακρούσ. (Ξηρ.) 719, 1059.
Το μτγν. αιχμαλωτίζω. Η λ. και σήμ. ως λόγ. και ως δημ. στο Λιβύσσι (Λυκίας) (ΙΛ).
I. Ενεργ. 1) Πιάνω κάποιον αιχμάλωτο (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S και σήμ, ΙΛ στη λ. 1): Αλλά δη και αυτοί οι Τούρκοι ... τους μεν ηχμαλώτιζον τους δε απέκτεινον, τους δ’ αυθέντας και τους άρχοντας κατεγέλων Σφρ., Χρον. μ. 11418· Ορίζει αιχμαλωτίζουν τους και σιδηρώνουσίν τους Αχιλλ. N 588· ήκαψε δάση και χωριά κι ανθρώπους ’χμαλωτίζει Ερωτόκρ. Δ΄ 863· αυτός ην ο προ τεσσάρων ετών ελθών εν τῃ Λέσβῳ και αιχμαλωτίσας αιχμαλωσίαν άπειρον Δούκ. 33710· και έκλαιεν εκείνον οπού την ήρπασεν από τους γονείς της και έφερέν την εκεί να αιχμαλωτισθεί Διγ. Άνδρ. 37132· και καθ’ εκάστην τους εχθρούς πάντα να πολεμούμεν,| να τους αιχμαλωτίζομεν και να τους κατελούμεν Αχιλλ. N 653· παρού ότι αιχμαλωτίζομαι διά πόθον ιδικόν σου Λίβ. N 1371. (πβ. ιδιάζουσα χρήση): Σοφιαν., Παιδαγ. (Legr.) 105. 2) α) Υποδουλώνω, κυριεύω: Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως. Ηχμαλωτίσθη δε υπό των Τούρκων Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. Πρόλ.· όπως δουλώσομεν τους Ρωμαίους και αιχμαλωτίσομεν και την Πόλιν Καναν. 69C· να πάρομεν και να αιχμαλωτίσομεν την Κερυνίαν Μαχ. 4444. β) κυριεύω, κατακτώ (μεταφ.): το κάστρον της καρδίας μου μόνη να το υποτάξεις| και αυθεντικά να το διαβείς, τον πύργον της ψυχής μου,| του φθόνου το επιβούλευμα να λείψει από την μέσην| και από το αιχμαλωτίζομαι να λάβω ελευθερίαν και όσα πονώ να τα χαρώ, να μη νικήσει ο φθόνος Λίβ. Sc. 298· και το πτερό σου οπού πετά και αιχμαλωτίζει ανθρώπους Λίβ. Sc. 3983. 3) Λεηλατώ: να αιχμαλωτίσουν τα χωρία και να σφαγούν ανθρώποι Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1623· τες χώρες σου κουρσεύουν,| καταπατούν και καύτουν τες, αιχμαλωτίζουσίν τα Αχιλλ. L 103· να λυπηθεί από καρδιάς και να αναστενάξει| και τα λοιπά περίχωρα πώς αιχμαλωτισθήκαν| από το γένος των Τουρκών και καταρημασθήκαν Διακρούσ. 719. 4) (Προκ. για πράγματα) αρπάζω, οικειοποιούμαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): αιχμαλωτίσας πάμπολλα πρόβατα της Περσίδος (παραλ. 2 στ.) προσέταξεν ακολουθείν όπισθεν στρατοπέδου Βίος Αλ. 3333· Έρριψαν δε και πολλά ων εκείθεν ηχμαλώτισαν μη έχοντες φέρειν αυτά Ιστ. πολιτ. 7413. 5) Συλλαμβάνω, κατακτώ κάτι (διανοητικώς): τούτον τον λόγον ει μεν τις ούτω απλώς νοήσει,| προς μόνον το φαινόμενον, ουδέν σπουδαίον έχει (παραλ. 6 στ.)· εγώ δε τούτο το ρητόν πιστώς αιχμαλωτίζων| εις εκδοχήν ανάγομαι τούτου τιμιοτάτην Γλυκά, Αναγ. 254. II. (Παθητ.) δε σημειώνω ανάπτυξη, πρόοδο, μαραζώνω: τα μεν ουν σωματικά ηύξανεν ως αι ημέραι ..., τα δε ψυχικά λίαν ηχμαλωτίζετο και εις άκρον επτώχευε Εξήγ. πέτρ. 275. Η μτχ. παρακ. ως επίθ. = σκλάβος, δούλος: Διά αιχμαλωτισμένη σε επήρα από τους εδικούς σου και έγινες αυθέντρια Διγ. Άνδρ. 33116· Τότε λοιπόν εβγαίνασιν ως αιχμαλωτισμένοι, μαύροι και ολολύπητοι και καταδικασμένοι Διακρούσ. 1059. — Πβ. και αιχμαλωτεύω.απεκείσε,- επίρρ., Σπαν. (Hanna) A 469, Ιερακοσ. (Hercher) 5087, Chron. br. (Loen.) 68.
Από την πρόθ. από και το αρχ. επίρρ. εκείσε. Η λ. ήδη στο Θεοφ., Χρον. (Βόνν.) 471, 18.
Αποκεί· (προκ. για απομάκρυνση): όταν δε γίνεται βουλή, μη λείπεις απεκείσε Σπαν. A 469· (προκ. για κίνηση): και ανέβησαν απεκείσε Chron. br. (Loen.) 68. — Βλ. και απεδεκείθεν.αποκείρω,- Μανασσ., Χρον. 6180, Chron. br. (Loen.) 62.
Το αρχ. αποκείρω.
(Προκ. για μοναχό) «κείρω»: τας βασίλισσας εξωθεί Ζωήν και Θοδώραν| και νησιώτιδας αυτάς θέμενος αποκείρει Μανασσ., Χρον. 6180. — Βλ. και αποθερίζω.ασθένεια- η, Ασσίζ. 8911, Διγ. Gr. III 165, Διγ. Τρ. 580, Διγ. A 1096, Ωροσκ. 4329, Chron. br. (Loen.) 116, Απολλών. 526, Αχιλλ. N 1588, Ιμπ. 325, 757, Καναν. 61Α, Θησ. Πρόλ. [17], Ch. pop. 481, Πένθ. θαν.2 453, Δεφ., Λόγ. 130, Αιτωλ., Μύθ. 185, Διγ. Άνδρ. 33711, 40930, Βελλερ., Επιστ. 77, Συναδ., Χρον. 30, Προδρ., Κατομυομ. 130, κ.π.α.· ασθενεία, Ερμον. Ω 303, Rechenb. 451, Ιμπ. (Legr.) 805· ασθενειά, Ψευδο-Σφρ. 20228· αστένεια, Ασσίζ. 1316, 1564, 3777-8, Διγ. A 4085, Μαχ. 3625, 4821, 6422, 1908, 3729, Πένθ. θαν.2 455, Φαλιέρ., Ρίμ. L 86, Αιτωλ., Μύθ. 754, Χρον. σουλτ. 13123· αστενειά, Ερωφ. Δ΄ 310.
Το αρχ. ουσ. ασθένεια. Η λ. και σήμ. ως λόγ. και τ. της ιδιωματ. (ΙΛ, λ. αστένεια).
1) α) Αρρώστια, νόσος (σωματική) (Η σημασ. αρχ. στον πληθ., L‑S στη λ. 2 και σήμ., ΙΛ, λ. αστένεια 1): Που κρύβει την ασθένειαν του, γιατρειάν σ’ αυτήν δεν βρίσκει Πένθ. θαν.2 455· (προκ. για ερωτική κατάσταση): Λοιπόν εις την ασθένεια μου, την πολυκολασμένη,| ιδέ, κυρά, τους πόνους μου Θησ. Πρόλ. [17 ]· βλ. και ανημποριά 1, ασθένειος α, αχάμνια, αχάμνωση. Ιδιάζ. έκφρ. (με τα ρ. έρχομαι, πίπτω - εμπίπτω, σεβαίνω και την πρόθ. εις) = αρρωσταίνω: ήλθεν εις αστένειαν ο κύρης Μαχ. 1908· μη σέβει εις ασθένειαν και εις θάνατον εμπέσει Ιμπ. 325· βλ. και αφορμίζω, πέφτω· φρ. βάζω (κάπ.) σ’ αστένεια = κάνω (κάπ.) ν’ αρρωστήσει: επήγαινέ τον στα λουτρά πάντα και ετριβέ τον,| τόσον τον εκατάστησεν, σ’ αστένεια έβαλέ τον Αιτωλ., Μύθ. 754· β) επιληψία, σεληνιασμός: διότι εγλήγορα ημπορεί να σκοτώσει ού να λαβώση κανόναν απέ τα παιδιά του (ενν. η μήτηρ) ού απέ την αστένειαν ού απέ το κελέφιον Ασσίζ. 3777· βλ. και ασθένειος β. 2) α) Αδυναμία, ελαττωματική κατάσταση, έλλειψη πνευματικής η ψυχικής δύναμης (Πβ. την αρχ. σημασ., L‑S στη λ. 1· βλ. και Lampe, Lex. στη λ. 1): καγώ της απειρίας μου των γραμμάτων ομολογώ την ασθένειαν Καναν. 61Α· καταγνούς των πάλαι πεφυκότων την ασθένειαν και κακίστην δειλίαν Προδρ., Κατομυομ. 130· βλ. και αρρώστημα β· β) (προκ. για τον άνθρωπο σε σχέση με τη φύση του θείου) νοσηρή κατάσταση σωματική και πνευματική, αμαρτωλή κατάσταση (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. 4· βλ. και Lampe, Lex. στη λ. 2a· πβ. και 2b): δέσποτα φιλάνθρωπε, … εφόρεσας τας ασθενείας ημών Διγ. Άνδρ. 40930· γ) (ψυχική) αρρώστια· αμαρτία (Η σημασ. ήδη τον 4. αι., Lampe, Lex. στη λ. 1): εξαγορεύσου τα κακά κι ειπέ τες αμαρτιές σου·| φώναξε την ασθένειαν σου, μολόγα την αιτιάν σου Πένθ. θαν.2 453. Βλ. και αμαρτεμός, αμάρτημα(ν) 1, ανομία 2, ασωτία, βάρος, κρίμα. 3) Αδυναμία, έλλειψη (Η χρ. αρχ., L‑S στη λ. 3): ο νιος απού ’καμα άντρα μου να ’χει αστενειά από πλούτος Ερωφ. Δ΄ 310. 4) «Αδυναμία», απαίτηση, υπαγόρευση: τους δε τριακονταετείς όντας, καν παίδας έχωσι, τρίτον και αυτούς συναλλάττειν γάμον διά την της ηλικίας ασθένειαν Αρμεν., Εξάβ. Δ΄ 932.άσπρο(ν)- το, Chron. br. (Loen.) 17, Ιατροσ. κώδ. σξς΄, υκθ΄, Ιστ. Ηπείρ. XXIII12, Rechenb. 54, 112, 391, Θρ. Κων/π. B 124, Μαχ. 833, 19618, 518, 60813, Τάξ. Πόρτ. 20, Σφρ., Χρον. μ. 6012, 13418, Διήγ. Αγ. Σοφ. 15119, Έκθ. χρον. 2311, 2412, 681, Ψευδο-Σφρ. 56633, Πεντ. Γέν. XX 16, XLV 22, Δευτ. XXII 19, Αιτωλ., Μύθ. 3211, 416, Χρον. σουλτ. 3827, 14110, Ιστ. πολιτ. 3416, 3514, Ιστ. πατρ. 13020, Στ. Βοεβ. 45, Σουμμ., Ρεμπελ. 167, 171, 175, Ευγέν. 515, 518, Συναδ., Χρον. 30, 43, 53, Διήγ. πανωφ. 58, Βακτ. αρχιερ. 133, 137, 150, Λίμπον. 287, Μαρκάδ. 265, 352, Λεηλ. Παροικ. 342, Διακρούσ. 7128, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 1419, 22.
Το ουδ. του επιθ. άσπρος ως ουσ. Η λ. σε έγγρ. του 1235 (Zakythinos, Χρυσόβ. του 1364 σ. 63). Η λ. στο Du Cange (λ. ασπράδα)· και σήμ. (ΙΛ, λ. άσπρος).
α) Τουρκικό νόμισμα (βλ. Κατσουρ., ΕΜΑ 5, 1955, 84· η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. άσπρος Β1ιγ): Όντας τον έβαλε εις την φυλακήν ο σινιόρ Τζώρτζης ο Φραντζής … διά ένα ήμισυ ριάλι και άσπρα δεκατέσσερα Σουμμ., Ρεμπελ. 171· β) νόμισμα (της Κύπρου): έστειλάν του ονομίσματα οκτακόσιες χιλιάδες άσπρα της Κύπρου, τουτέστιν ω΄ χιλιάδες ονομίσματα Μαχ. 60813· βλ. και ασημαδάς· γ) (πληθ.) χρήματα (γενικά) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. άσπρος Β1ιϛ΄): Μα τ’ άσπρα θέλομε ομπροστά νά ’ρθει να τα μετρήσει Ευγέν. 515.αστραπή- η, Γλυκά, Στ. 357, Ευγεν., Δρόσ. Β΄ 368, Καλλίμ. 1305, Διγ. (Trapp) Gr. 1069, Διγ. Z 1403, Ερμον. Ν 91, Chron. br. (Loen.) 75, Βίος Αλ. 5406, Ιατροσ. κώδ. φλδ΄, Αχιλλ. (Haag) L 151, Αχιλλ. L 429, 1172, Αχιλλ. N 209, 549,1492, Αχιλλ. O 143, Καναν. 64Β, Θρ. Κων/π. H 97, Θρ. Κων/π. διάλ. 99, 114, Δούκ. 11113, Θησ. Δ΄ [13], Διήγ. Αγ. Σοφ. 1606, Σκλάβ. 57, 126, Κορων., Μπούας 50, Βεντράμ., Γυν. 243, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 443, Αχέλ. 1023, 1337, Αιτωλ., Βοηβ. 382, Πανώρ. Γ΄ 472, Ερωφ. Πρόλ. Χάρ. 3, Ε΄ 505, Πιστ. βοσκ. V 6, 176, Σταυριν. 468, Ιστ. Βλαχ. 2523, Διγ. Άνδρ. 34416, Ερωτόκρ. Β΄ 1157, 1622, 2299, Δ΄ 1685, Ε΄ 1039, Ροδολ. Α΄ [249], Διήγ. πανωφ. 56, 57δίς, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [911, 1092], Φορτουν. Ιντ. α΄ 17, Ζήν. Β΄ 235, Δ΄ 338, Β΄ 176, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 7, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1445, 3338, 37511, Διακρούσ. 8312, 891· ’στραπή, Θρ. Κων/π. B 108.
Το αρχ. ουσ. αστραπή. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Το μετεωρολογικό φαινόμενο αστραπή (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. 1 και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): οι δόξες είναι αστραπές που φέγγου, μα πετούσι Ζήν. Δ΄ 338· (προκ. να δηλωθή ταχύτητα): Κεντούν, φουσκώνουν τ’ άλογα κι ως αστραπή χυθήκα Ερωτόκρ. Β΄ 2299· ωσάν μεγάλη αστραπή έφθασεν αποπέρα Σταυριν. 468. 2) Κεραυνός (Η σημασ. καί σήμ., ΙΛ στη λ. 2): δεν του στέλνεις αστραπήν να τον καταπόντισεις Ιστ. Βλαχ. 2523. Βλ. και αερικόν, αστροπελέκι. Έκφρ. πέτρα τσ’ αστραπής=κεραυνός Ερωτόκρ. Δ΄ 1685. 3) Λάμψη, φωτοβόλημα (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. 3 και σήμ., ΙΛ στη λ. 1β): των λουρικών την αστραπήν, των σκυταριών τους κτύπους Αχιλλ. N 209· με την αστραπήν που το παιδί σου| ρίχνει την ξαφνικήν στον λογισμόν σου| σ’ έκαμε την βροντήν να μην ακούσεις| τσ’ ουρανικής φωνής Πιστ. βοσκ. Υ 6, 176. 4) (Προκ. για όπλο) εκπυρσοκρότηση (Πβ. τη χρ. στον Ευστ., Ιλ. 471, 41): Οι αστραπές κι οι κανονιές κι οι μπάλες να μουγκούνται Τζάνε, Κρ. πόλ. 37511. Η λ. και ως παρων. σε τ. Αστροπή: Χρον. σουλτ. 4126.βαμβακόρραβδος,- επίθ., Chron. br. (Loen.).
Από τα ουσ. βαμβάκι και ράβδος.
Που το ραβδί (του) είναι από «βαμβάκι»: βασιλέως κυρού Αλεξίου του βαμβακορράβδου Chron. br. (Loen.).βίος (Ι)- ο, Σπαν. V 133, Σπαν. U 47, Λόγ. παρηγ. L 532, Μανασσ., Χρον. 2580, 2601, 2603, 2640, 3795, 4203, 4882, 5300, 5757, 6145, 6652, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 558, 592, 860, Ασσίζ. 1337, 22025, 2219, 2228, 22826, 2291, 2515, 26629, 28715, 30130, 40930, 4216, 42431, 46418, 47118, 48421, Διγ. (Trapp) Gr. 904, 2722, 2998, Διγ. Z 3264, 4104, 4112, Διγ. (Trapp) Esc. 815, Ακ. Σπαν. 44492, Χρον. Μορ. H 457, 3250, 3547, Χρον. Μορ. P 565, Chron. br. (Loen.) 78, Βίος Αλ. 524, Πτωχολ. P 15, Πτωχολ. N 34, Απολλών. (Wagn.) 829, Rechenb. 252, 422, 451, 853, Μαχ. 506, 43629, 67210, Σφρ., Χρον. μ. 1823, 2018, 10817, 13821, Αλφ. (Μπουμπ.) V 3, Διήγ. Αγ. Σοφ. 15315, Έκθ. χρον. 3113, 4611, 6630, 8327, Κορων., Μπούας 8827, 14215, Βεντράμ., Γυν. 226, Ψευδο-Σφρ. 58240, Σοφιαν., Παιδαγ. 93, 99, 101, 103, 121, Αχέλ. 1043, 2394, Αιτωλ., Μύθ. 287, 482, 581, 8210, 9910, Αιτωλ., Βοηβ. 26, 319, 322, 369, Κώδ. Χρονογρ. 6922, Θρ. Κύπρ. K 567, Χρον. 315, Χρον. σουλτ. 9223, 1036, 1139, 1369, 1414, Ιστ. πατρ. 12921, 22, Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 373, Παϊσ., Ιστ. Σινά 358, 1492, 2172, Δωρ. Μον. XXVI, XXXVIII, Μικρ. χρον. Yale 71r, Βίος Δημ. Μοσχ. 261, 664, Παλαμήδ., Βοηβ. 639, Σταυριν. 113, 481, 835, 863, Ιστ. Βλαχ. 62, 82, 1496, 2404 [= Γέν. Ρωμ. 46], Διγ. Άνδρ. 38614, 41133, Συναδ., Χρον. 55, 71, Βακτ. αρχιερ. 188, Ζήν. Β΄ 112, Ε΄ 289, Διγ. O 1165, 2009, 2093, Διακρούσ. 7081, 9423, Τζάνε, Κρ. πόλ. 14613, 22823, 29412, 3116, 3432, 36013, 4161, 50911, 5211, 53316, 54520· βγίος, Ασσίζ. 4251· βίγιος, Αλφ. (Mor.) III 32· βιος, Ερμον. Ω 360, Χούμνου, Π.Δ. VI 59, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 169, Απόκοπ. 141, 186, 213, Απόκοπ. Επίλ. I 522, 548, Σαχλ. N 84, Ιμπ. (Legr.) 238, Πένθ. θαν.2 152, 273, Βεντράμ., Φιλ. 156, Δεφ., Σωσ. 198, Περί γέρ. 183, Ρίμ. θαν. 12, Αιτωλ., Μύθ. 188, Θρ. Κύπρ. K 325, Κυπρ. ερωτ. 1434, Βίος Δημ. Μοσχ. 670, Παλαμήδ., Βοηβ. 540, Σταυριν. 127, 1187, Ερωτόκρ. Δ΄ 282, Θυσ.2 1001, Ζήν. Α΄ 120, Β΄ 7, Ε΄ 172.
Το αρχ. ουσ. βίος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Ανθρώπινη ζωή (ως κατάσταση, διάρκεια, τρόπος, στάση, πορεία) (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I1. Βλ. και Lampe, Lex. στη λ. Α1, 4· πβ, και Κουκ., ΕΕΦΣΠΑ, περ. β΄ 6, 1955/56, 246· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α, 1α φρ., 4): ο γαρ της χώρας γεωργός έζη κοχλίου βίον Μανασσ., Χρον. 6652· βίον αεί τον πόλεμον και τέρψιν ηγουμένη Διγ. (Trapp) Gr. 2722· καλώς ήλθες, ελπίς εμή, αναψυχή του βίου Διγ. (Trapp) Gr. 904· τον βίον επαράδωσαν στου Διγενή τα χέρια Διγ. O 2093· Τις μοι την ρίζαν έκοψεν τούδε του βίου άρτι; Διγ. Z 4112· σε κλαθμούς το βιο μου να τελειώσω Ζήν. Β΄ 7· τέλος του βίου και αυτή είληφε μετ’ ολίγον Διγ. Z 4104· αν ήτον αναγνώστης ο τεθνηκώς, οπού να είχεν καμμίαν χειροτονίαν ή αν ήτον γυναίκα και εδόθη εις κοινόν βίον κανέναν Ασσίζ. 1337. 2) Γεγονότα, έργα (του ανθρώπου) (Βλ. Lampe, Lex. στη λ. 4. Η λ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 3): λεπτώς τού αφηγήθηκεν την πράξιν και τον βίον Χρον. Μορ. H 3547· πολλά μαρτύρια τον έκαμαν, διά να τους ομολογήσει τον βίον του Συναδ., Χρον. 55. 3) Τα αγαθά, τα υπάρχοντα, περιουσία (γενικώς) (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. II. Βλ. και Lampe, Lex. στη λ. 3. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 5· βλ. και Καλιτσ., BZ 44, 1951, 308, Ανδρ., Σημασ. εξ. 69 και Βαγιακ., Αθ. 65, 1961, 197-200): να πληθύνει τα καλά, τα πλούτη και το βιο σου Θυσ.2 1001· με άλλους τον βιον τους χαίρουνται και αυτών ελησμονήσαν Απόκοπ. 141· Βοσκός έβοσκε πρόβατα στην θάλασσα πλησίον·| στον νουν του λογαρίαζε πώς να κερδίσει βίον Αιτωλ., Μύθ. 482· Περί χρεώστου οπού έχει τον βίον του ίσα με το χρέος του Βακτ. αρχιερ. 188· ηύρα κυνήγιον καλλιότερον από βίον χρυσαφίου Διγ. Άνδρ. 38614· Είς άνθρωπος ευρίσκει τίποτες βίον αποκάτω της γης Ασσίζ. 47118· όρισεν και εβουλλώσαν το σύγκριτον και την βόταν, όπου ήτον ο βίος Μαχ. 506· παίρνει α΄ σπίτιν αμάχι διά βίον τόν έδωκεν Ασσίζ. 2515· αγκαλέ εις την αυλήν διά ένα άνθρωπον διά βίον οπού του χρεωστεί Ασσίζ. 30130· να του πουλήσει εκείνον τον βίον Ασσίζ. 48421· ο άνθρωπος οπού εγόρασεν τον βίον εκείνον Ασσίζ. 28715. Βλ. και βίος (το) 1, βιοτικός ουδ., βλησίδι 1. 4) Θησαυρός (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 7α): εξέταξε να ιδεί τον βίον της βασιλείας, οπού ήτονε εις τον χαζανά, ήγουν το τρεζόρο Χρον. σουλτ. 1414· ήθελε να σκάψει εις κανέναν τόπον οπού ηξεύρει ότι έχει βίον Ασσίζ. 2228. 5) Πλούτος (ως κατάσταση): και να νυκτοκοπιάζουσι, ...| διά να μην ξεπέσουσιν από τον βιον απὄχουν Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 169. Βλ. και αγαθόν 2α, βιοτικός 2, έχει (τα), πλούτος, πράγμα.βλάπτω,- Σταφ., Ιατροσ. 10281, Σπαν. B 186, 263, Κομν., Διδασκ. Δ 342, 384, Κομν., Διδασκ. I 182, 189, 216, Σπαν. P 87, 105, 173, 240, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 180, 282, Γλυκά, Στ. 381, Γλυκά, Αναγ. 39, 395, Προδρ. III 209, Κυνοσ. 5959, Διγ. Z 2128, Ωροσκ. 393, Chron. br. (Loen.) 77, Λίβ. P 1872, Λίβ. Sc. 1574, 1988, Λίβ. Esc. 2723, Λίβ. N 2410, Σφρ., Χρον. μ. 4232, Θησ. Ι΄ [697], Γεωργηλ., Θαν. 313, Απόκοπ. Επίλ. I 502, 556, Διήγ. Αγ. Σοφ. 15921, 28, Σαχλ. N 354, 368, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 329, Σαχλ., Αφήγ. 664, Ψευδο-Σφρ. 26023, Σοφιαν., Παιδαγ. 120, Αιτωλ., Μύθ. 6914, 13512, Χρον. σουλτ. 609, 978, Παλαμήδ., Βοηβ. 1254, Ιστ. Βλαχ. 2040, Σουμμ., Ρεμπελ. 179, 180, Διγ. Άνδρ. 35921, 40737, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [317, 343], Β΄ [1188], Χορ. β΄ [4], Γ΄ [712], Δ΄ [520, 644, 746], Ε΄ [590], Λίμπον. 316, Λεηλ. Παροικ. 532, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2142, 2922, 30920, 3238, 52415, 52625, 5762· βλάβω, Διδ. Σολ. Ρ 142, Χρον. Μορ. H 4358, 7193, Gesprächb. 44807, Ch. pop. 356, Διήγ. Αγ. Σοφ. 1601, Ψευδο-Σφρ. 22833, Χρον. σουλτ. 897, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 423, Βακτ. αρχιερ. 154, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [132, 878], Β΄ [10], Δ΄ [1010], Ε΄ [584]· βλάφτω, Ασσίζ. 21430, 45020, 45126, Ελλην. νόμ. 5426, Χρον. Μορ. H 3480, 3585, 8802, 8859, 9169, Χρον. Μορ. P 3073, Μαχ. 15833, 47431, 48220, Κορων., Μπούας 26 δις, 48, 68, 91, 99, 144, Φαλιέρ., Ρίμ. L 45, 158, Χρον. σουλτ. 818, 8212, Κυπρ. ερωτ. 853, 9225, 10513, 11850, Πανώρ. Β΄ 392, Ερωφ. Α΄ 407, Β΄ 165, 527, Ιντ. β΄ 96, Ιντ. γ΄ 23, Δ΄ 373, 643, Κατά ζουράρη 73, Ιντ. κρ. θεάτρ. α΄ 18, γ΄ 21, δ΄ 141, Ιστ. Βλαχ. 184, Ερωτόκρ. Α΄ 179, 324, Β΄ 1493, Γ΄ 204, 284, Δ΄ 1586, 1685, Ε΄ 599, Στάθ. Β΄ 105, Ιντ. β΄ 61, 131, Τζάνε, Κρ. πόλ. 43720· εβλάπτω, Σπαν. B 149, Χρον. Μορ. H 6691, Αλεξ. 1430, Κώδ. Χρονογρ. 5832.
Το αρχ. βλάπτω. Οι τ. βλάβω και βλάφτω και σήμ. (ΙΛ, λ. βλάφτω). Για τον τ. βλάβω βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 285 κε.
Α´ Ενεργ. 1) Προξενώ, κάνω ζημία, κακό, βλάπτω (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. III 1 και σήμ., ΙΛ, λ. βλάφτω A1): Πολλούς ανθρώπους έβλαψεν η διαβολή αδίκως Κομν., Διδασκ. I 216· Η κοπανιά δεν ήβλαψε τόσο τον ερωτάρη| σαν ήβλαψε την Αρετή απάνω στο πατάρι Ερωτόκρ. Β΄ 1493. Βλ. και απεργώνω 2, ασσασσινεύω. 2) Καταστρέφω: πύργους, χαράκια βλάφτει Ερωτόκρ. Δ΄ 1685. Βλ. και αναλύω A2, άνεμος 4 φρ. δ, ασυστατώ, βουλιάζω A2, βουλώ A3, βυθίζω A2α. 3) Σκοτώνω: αθός του (ενν. του δέντρου του έρωτα) ’ναι θανατερός, το πωρικόν του βλάφτει Ερωτόκρ. Α΄ 179· τον ελάβωσε εις το στήθος, αμή δεν τον έβλαψε Χρον. σουλτ. 978· γιατί ’δεν πως ηύρεν καιρόν το φαρμάκιν να βγάλει,| οπού ’χεν στην καρδίαν του, να βλάψει τον Μιχάλη Παλαμήδ., Βοηβ. 1254. Βλ. και αίμα(ν) 6 φρ., αποθανατώνω, απολλαίνω, απολλύω 2, αποξηραίνω, αποσκοτώνω, αποστερώ 1 φρ., αποτελειώνω A2, βυθίζω A1β φρ., θανατώνω, καταλύω, σκοτώνω. 4) Ενοχλώ, πειράζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βλάφτω A4): Εις τό με βλάπτει προθυμώ, τό μ’ αλαφρώνει φεύγω Ερωτόκρ. Ε΄ 599· κάποιοι λαλούσιν, βλάφτει τους ο ήλιος Κυπρ. ερωτ. 10513. Βλ. και ανασπώ IA2δ, βαραίνω B1β, βαρώ IA1γ, πατάσσω, πειράζω, σκανδαλίζω. Β´ Μέσ. α) Αρρωσταίνω: Και μάλιστα εάν βλαβῄ, μη νομίσεις τούτο έλκος είναι Κυνοσ. 5959· βλ. και ασθένεια 1α, ασθενώ 1, πέφτω φρ.· β) είμαι έγκυος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ λ. βλάφτω B3· βλ. και τη σημασ. B2): ανεβαίνει να κόψει ένα απίδι να το φάγει, διατί εβλάφτεντονε και εζήτηξέ ντο η όρεξή τση Κατά ζουράρη 73. Η μτχ. παρκ. βλαμμένος = που έχει πάθει· εδώ με το επίρρ. πολλά προκ. για πεθαμένο: Δεν έχω πλέον να σου πω να πεις των πονεμένων ειμή χαιρετισμούς πολλούς εκ των πολλά βλαμμένων Απόκοπ. 556.γαμβρός- ο, Τρωικά 52914, 53119, Διγ. Z 250, 576, 717, 1962, 2071, 2090, Χρον. Μορ. P 3491, Ορισμ. Μαμελ. 9821, Chron. br. (Loen.) 1, 111, Πτωχολ. P 48, Λίβ. N 2873, Ιμπ. 362, Notizb. 25, Δεφ., Λόγ. 539, Βίος γέρ. V 139, Δωρ. Μον. XXV, Διγ. Άνδρ. 31727, 32510, 3512, 3606, κ.π.α.· γαβρός, Act. Xér. 18B3, Ερμον. Α 214, Ν 364, Π 146, Χρον. Μορ. H 245, Χρον. Μορ. P 7412, Απολλών. 287, 291, 369, 792, 846, Λίβ. N 3733, Χρον. Τόκκων 1121, Μαχ. 1812, Έγγρ. του 1493 (Μανούσ., ΕΜΑ 6, 1956, 169), Άνθ. χαρ. 30113, Βεντράμ., Γυν. 272, 282, κ.α.· γαμπρός, Διγ. Z 495, Διγ. (Trapp) Esc. 155, 327 (κριτ. υπ.), 581, 750, Ακ. Σπαν. 45535, 540, Chron. br. (Loen.) 12, Πτωχολ. N 42, Πανάρ. 754, Λίβ. Esc. 2338, Λίβ. N 2494, Αχιλλ. O 25, Παρασπ., Βάρν. C μετά στ. 221, Μαχ. 4423, Έκθ. χρον. 487, 5912, 646, 666, 7724, Απόκοπ. 472, Συναξ. γυν. 669, Βεντράμ., Φιλ. 276, Πεντ. Γέν. XIX 12, 14, Έξ. IV 25, Έγγρ. Σύρου Α΄ 123, Χρον. σουλτ. 8515, Ερωφ. Δ΄ 523, Ιστ. Βλαχ. 2842, Διγ. Άνδρ. 35932, Ερωτόκρ. Γ΄ 1444, Ε΄ 836, Στάθ. Γ΄ 176, Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. α΄ [54], Φορτουν. (Vinc.) Ε΄ 304, 332, Διγ. O 1620, Τζάνε, Κρ. πόλ. 4238, κ.π.α.· γαπρός, Μαχ. 33029, 39018.
Το αρχ. ουσ. γαμβρός. Ο τ. γαμπρός και σήμ. (ΙΛ, λ. γαμπρός). Οι τ. γαβρός και γαπρός με παρασιώπηση του μ (Βλ. Παντ., B-NJ 6, 1927/28, 420).
1) Ο σύζυγος κόρης ή αδελφής (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I, II και σήμ., ΙΛ, λ. γαμπρός 1 ): εκ των θυγατέρων του εις οίαν αρεστεί να τον επάρει γαμβρόν Τρωικά 52914· τον γαμπρόν τους ηύρηκαν μετά της αδελφής των Διγ. (Trapp) Esc. 581· ωσάν ηθέλησες έτσι και έγινεν και εχάρισές με γαμβρόν ανδρειωμένον Διγ. Άνδρ. 3606. 2) «Νυμφίος» (η σημασ. και σήμ.): κι ελογαριάζανε χαρές κι ωσάν γαμπροί να μπούνε Τζάνε, Κρ. πόλ. 4238.Γενουβίτης- ο, Byz. Kleinchron. Α΄ 9632, 30517, Έκθ. χρον. 1315, 1818, Ιστ. πολιτ. 55, Ψευδο-Σφρ. 2462· Γενίτης, Κώδ. Χρονογρ. 49· Γενοβίτης, Έκθ. χρον. 31· Γενουίτης, Χρυσόβ. του 1364 σ. 35, 63, 111, Chron. br. (Loen.) 20841, Byz. Kleinchron. Α΄ 8654, 18215, Πανάρ. 7432, Δούκ. 3515’17, 6313,17, 734, 10729, 12317, 13725, κ.π.α.· Iανουίτης, Πανάρ. 6812 κριτ. υπ.
Από το τοπων. Γένουα> Γένουβα και την κατάλ. ‑ίτης.
Αυτός που κατάγεται από τη Γένοβα: παραλαβόντες δε οι Γενουίται ενίσχυσαν αυτόν εν δυνάμει Chron. br. (Loen.) 20841.γνώμη- η, Σπαν. A 89, 356, 508, Σπαν. (Ζώρ.) V 26, 299, 440, Κομν., Διδασκ. Δ 102, 185, 348, Σπαν. P 13, 31, Κρασοπ. 51, Μανασσ., Χρον. 3306, 3318, 4298, 5585, Καλλίμ. 502, 746, 951, Ασσίζ. 52410, Ιερακοσ. 35317, Διγ. (Trapp) Gr. 331, 1195, 1257, 2278, 2638, 3051, Διγ. A 277, 592, 1808, 2600, 2674, Διγ. Z 2563, 2693, 3160, 3618, Ακ. Σπαν. 3058, Χρον. Μορ. H 2830, 3445, 5645, Chron. brève 180, Chron. br. (Loen.) 135, Βίος Αλ. 2531, 2877, Χρυσόβ. του 1364 σ. 57, Πτωχολ. P 127, Πτωχολ. N 619, 690, Φλώρ. 789, 790, 1364, Ερωτοπ. 46, Απολλών. (Wagn.) 535, Λίβ. P 1529, 2204, 2567, Λίβ. Sc. 710, Λίβ. Esc. 3193, 3210, Λίβ. N 1612, 3814, Αχιλλ. (Haag) L 185, Φυσιολ. (Legr.) 637, 664, Χειλά, Χρον. 353, Σφρ., Χρον. μ. 1147, 14422, Γεωργηλ., Βελ. 29, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 347, Ιμπ. (Legr.) 203, Κορων., Μπούας 15, Πένθ. θαν.2 311, Πένθ. θαν. (Knös) S 311, Βεντράμ., Γυν. 93, Βεντράμ., Φιλ. 379, Τριβ., Ρε 43, Πεντ. Δευτ. IV 6, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1296, Βίος γέρ. V 262, Αιτωλ., Μύθ. 4313, 5510, 934, Θρ. Κύπρ. M 106, Ιστ. πολιτ. 361, Ιστ. πατρ. 11512, Άρχ. Μεγ. P 36, Πανώρ. Πρόλ. 33, Γ΄ 158, 183, 290, 613, Ερωφ. Πρόλ. Χάρ. 121, Α΄ 466, Παλαμήδ., Βοηβ. 732, Ιστ. Βλαχ. 1146, Σουμμ., Ρεμπελ. 158, 162, 165, 176, 177 δις, 186, 187, Διγ. Άνδρ. 32528, 34321, 3569, 15, 38329, Ερωτόκρ. Α΄ 1279, Γ΄ 1670, Δ΄ 549, Θυσ.2 132, Στάθ. Α΄ 48, 281, 324, Ροδολ. (Μανούσ.) Ε΄ [277], Διήγ. ωραιότ. 126, Βακτ. αρχιερ. 183, Λίμπον. 123, 233, Επίλ. 19, 31, 44, 54, 72, 85, Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 64, Δ΄ 574, Ζήν. Πρόλ. 148, Α΄ 323, Δ΄ 262, Ε΄ 49, 55, Μαρκάδ. 250, Λεηλ. Παροικ. 71, 328, Διακρούσ. 11522, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1821, 25217, 3983, 5143, 57226, κ.π.α.
Το αρχ. ουσ. γνώμη. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
1) Κρίση, σκέψη, ιδέα, άποψη (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. III1 και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 4): Ω λογισμοί, πώς σφάλλετε, ω γνώμη τυφλωμένη Ερωφ. Πρόλ. Χάρ. 121· Τη γνώμη σου την σήμερο καλότατα ήκουσά σου Ζήν. Ε΄ 55· εκρατούσαν γνώμη το πώς το έργο τούτο γίνεται από βουλή εδική τους Σουμμ., Ρεμπελ. 165· επαίνεσαν δε όλοι τους την γνώμην του παιδίου Αχιλλ. (Haag) L 185· εφανέρωσαν ότι μετά γνώμης του δεσπότου εγένετο Ιστ. πολιτ. 361· Αρχιερέα, η γνώμη σου ποια ’ναι να τη γροικήσω; Ζήν. Α΄ 323· Διά αυτήν την ευγλωττίαν του του κόσμου η γνώμη θέλει| πως έσταξαν οι μέλισσες στα χείλη του το μέλι Λίμπον. Επίλ. 19. 2) α) Θέληση, επιθυμία (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. II2 και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 3): όρκον έκαμαν φρικτόν να έχουν γνώμην μίαν Ιστ. Βλαχ. 1146· β) θέληση, συγκατάθεση (Η σημασ. μτγν., Bauer, Wört. στη λ. 3 και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 9): λαμβάνει ο Δημήτριος του Ασάνη τη θυγατέρα παρά γνώμης της μητρός και του βασιλέως και ευλογείται αυτήν Chron. br. (Loen.) 135· Παρά γνώμην της ορφανής, ήγουν έξω απέ το θέλημάν της, ουδέν δύναται να μνηστευθεί μετ’ αυτής Ασσίζ. 52410· ίνα τον έχω πενθερόν τῃ ιδίᾳ του γνώμη Διγ. (Trapp) Gr. 1257. 3) α) Τρόποι, ήθος, χαρακτήρας (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 8): Αλέξανδρος εγώ φημί τοις Λακεδαιμονίοις,| ην εκ προγόνων έχετε γνώμην καλώς φυλάττειν Βίος Αλ. 2877· Μάγκιπου υιός υπάρχω,| χωριάτου φύσιν έχω| και κακότροπος την γνώμην Πτωχολ. N 690· να σε τα ανταποδώσει ο Θεός άξια ... της καλής σου γνώμης χαρίσματα Διγ. Άνδρ. 38329· β) διάθεση, ψυχική κατάσταση: τα δάκρυα της εράγιζαν σκληρού ανθρώπου γνώμην Διγ. A 2674· γ) (προκ. για ζώο) διάθεση, ορμή: σπανέ πονηρέ και καρδία σατανά και λύκου γνώμη Ακ. Σπαν. 3058· το γαρ άγριον της γνώμης αυτών τιθασεύει το ολίγον φως Ιερακοσ. 35317· εις ίππον μετεσέλισα δαγάλον αστεράτον,| ος είχε γνώμην κάλλιστον εν ταις ανδραγαθίαις Διγ. Z 3618.γυναικάδελφος- ο, Διγ. (Trapp) Gr. 1053, 1741, 1808, 1875, 1879, 1893, Διγ. Z 1012, 1224, 1381, 2150, Διγ. (Trapp) Esc. 1000, Χρον. Μορ. H 8023, Αρμεν., Εξάβ. Δ΄ 85, Σφρ., Χρον. μ. 1222, Έκθ. χρον. 8420, Ψευδο-Σφρ. 18420, Δωρ. Μον. XXXVI, Διγ. Άνδρ. 33610· γυναικαδελφός, Διγ. Z 2101, 2212, Διγ. (Trapp) Esc. 195, 413, 457, Χρον. Μορ. H 3236, Chron. br. (Loen.) 12, Αχιλλ. L 986, Σφρ., Χρον. μ. 10018, Ψευδο-Σφρ. 52231, Δωρ. Μον. XXXVIII, Βίος Δημ. Μοσχ. 142.
Η λ. σε σχόλ., σε παπυρ. του 6. αι. (L‑S) και σήμ. (Δημητράκ.). Ο τ. τον 8. αι. (Sophocl.).
O αδελφός της συζύγου, κουνιάδος (Η σημασ. σε σχόλ., σε παπυρ. του 6. αι., L‑S και σήμ., Δημητράκ.): έχαιρε συν άπασι μετά της ποθητής του| και συν τοις γυναικάδελφοις Διγ. Z 1224.διαβιβάζω,- Λόγ. παρηγ. O 335, Προδρ. IV 89 (χφφ CSA) (κριτ. υπ.), Ιερακοσ. 39113, Ορνεοσ. 58420, Εξήγ. πέτρ. 276, Chron. br. (Loen.) 3, Αρμεν., Εξάβ. Ά́ 316, Βίος οσ. Αθαν. 247, Πανάρ. 7823, Λίβ. P 1870, Αχιλλ. N 92, 302, 380, Δούκ. 3927, 714, 31313, 39529, Σφρ., Χρον. μ. 7430, 1223, 12613, 32, Ψευδο-Σφρ. 56834.
Το αρχ. διαβιβάζω. Η λ. και σήμ. ως λόγ.
1) Φρ. διαβιβάζω την ψυχήν = πεθαίνω: προαπέθανεν εις απόπατον διαβιβάσας την ψυχήν αμ’ εγκάτοις Σφρ., Χρον. μ. 1223. 2) Περνώ: Εγκέφαλον ερίφου λαβών, πρώτον διαβιβάσας εις δακτύλιον χρυσούν Ιερακοσ. 39113. 3) (Προκ. για χρόνο) περνώ (Η σημασ. σε σχόλ., L‑S στη λ. 4): διεβίβαζεν ημέρας ολοκλήρους καταφιλούσα τον υιόν Αχιλλ. N 92· απελθόντες εν τῃ Λαζικῄ διεβιβάσαμεν το καλοκαίριν όλον εκεί Πανάρ. 7823· κακεί το λοιπόν της ζωής αυτού διεβίβασεν Δούκ. 3927. 4) (Μέσ.) (με υποκ. λ. που δηλώνουν χρόνο) περνώ: έως ου διαβιβασθώσιν έτεροι δέκα χρόνοι Αρμεν., Εξάβ. Á́ 316.διαβολόσκαλα- η, Chron. br. (Loen.) 68.
Από τα ουσ. διάβολος και σκάλα.
Σκάλα φτιαγμένη με σχοινί: κάτωθεν γαρ της πόρτας … έθηκαν διαβολόσκαλαν Chron. br. (Loen.) 68.δομέστικος- ο, Προδρ. III 60, Μανασσ., Χρον. 5631, Καλλίμ. 1889, Διγ. (Trapp) Gr. 3568, Διγ. Z 4049, Χρον. Μορ. P 2606, Chron. br. (Loen.) 111, 129, Οψαρ. 3613, Πανάρ. 6727, 7123, Γράμματα Μετεώρ. 1834, 5224, Notizb. 144, Lettres 1453 93, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 147, Δούκ. 438, 25918, 38315‑6, Έκθ. χρον. 1626, Ψευδο-Σφρ. 3664, Χρον. 304, Ιστ. πολιτ. 2320, Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 375, Δωρ. Μον. XXVI, Διγ. Άνδρ. 40229· δεμέστιγος, Χρον. Μορ. P 4630, 5101· δεμέστικος, Καλλίμ. (Pichard) 1889, Χρον. Μορ. H 2606, 5150, 5173, 8990, 9008, 9056· δομέστιχος, Προδρ. III 60 (χφφ Hg) (κριτ. υπ.).
Το λατ. domesticus. Για τον τ. δεμέστικος βλ. Βαγιακ., ΕΜΑ 5, 1955, 95. Η λ. και σήμ. ως επών. (Βλ. Βαγιακ., Αθ. 63, 1959, 210).
1) α) Αρχηγός, διοικητής: πρόσταγμα παρά της σης βασιλείας προς τον δομέστικον Δούκ. 438· β) έκφρ. (1) δομέστικος των σχολών = ο αρχιστράτηγος των εκστρατειών στην Ανατολή (Για τη σημασ. βλ. Guilland, REB 8, 1950, 7 [= Recherches … Ά́ 427], Ahrweiler, Byz. et Mer 488 και Ahrweiler, Études VIII 103): όν των σχολών δομέστικον είποιεν αν Ρωμαίοι Μανασσ., Χρον. 5631· (2) μέγας δομέστικος = αρχιστράτηγος, αρχηγός όλων των δυνάμεων ξηράς και θάλασσας (Για τη σημασ. βλ. Guilland, REB 8, 1950, 7 [= Recherches … Ά́ 427], και Ahrweiler, Byz. et Mer 488 και Ahrweiler, Études VIII 103): έστησεν η ρήγαινα των γενναίων ένα μέγα δομέστικον του φοσάτου Δούκ. 25918. 2) Εκκλησιαστικό αξίωμα που δινόταν σε ψάλτες και σ’ άλλα κατώτατα όργανα της εκκλησίας (Για τη σημασ. βλ. Du Cange και Βαγιακ., Αθ. 63, 1959, 210): εκείνος έν’ πρωτοπαπάς, ου δε παρεκκλησιάρχης,| εκείνος έν’ δομέστικος, τεχνίτης χειρονόμος,| συ δε τυγχάνεις πάρηχος και ψάλλειν ουκ ισχύεις Προδρ. III 60. 3) Υπηρέτης (Για τη σημασ. βλ. Κουκ., ΒΒΠ Έ́ 431): τα μεν οπτά οι μάγειροι ποιούντες καθ’ ημέραν,| φέροντες οι δομέστικοι τα επί της τραπέζης Διγ. Z 4049.δοξεύω,- Βέλθ. 698, Χρον. Μορ. H 4968, 6690, Χρον. Μορ. P 1067, Chron. br. (Loen.) 76, Λίβ. Esc. 4211, Λίβ. N 686, 1062, 2383, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1456, Αχιλλ. N 814, Αχιλλ. O 376, Ιμπ. 535, Θησ. (Foll.) I 76, Θησ. Γ́ [172, 358], Ch. pop. 460, 461, 526, Νεκρ. βασιλ. 46, Ριμ. Βελ. 510, Συναξ. γυν. 926, Αλεξ. 543, Απόκοπ. 43, Ιμπ. (Legr.) 604, Πικατ. 304, Σοφιαν., Παιδαγ. 104, Πεντ. Γέν. XLIX 23, Πανώρ. Β́ 147, 374, Ερωφ. Β́ 340, Γ́ 19, Διγ. Άνδρ. 3163, 39614, Ερωτόκρ. Ά́ 1488, Β́ 150, Στάθ. Πρόλ. 6, 37, Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 42, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ́ 69, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [690], Δ́ [441, 1315, 1345], κ.α.· δοξεύγω, Λίβ. Esc. 526, 810, Μαχ. 19030, Χούμνου, Κοσμογ. 241, Ιμπ. (Legr.) 615, Θρ. Κύπρ. M 630, Κυπρ. ερωτ. 414, 462, Γύπ. Πρόλ. Διός 92, Πανώρ. Ά́ 252, Έ́ 6, Ερωφ. Δ́ 130, Βοσκοπ. 19, Ερωτόκρ. Ά́ 480, 1712, Γ́ 249, 870, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ́ 308, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [547], Τζάνε, Κρ. πόλ. 2933, κ.α.· δοξόβω(;), Στάθ. Πρόλ. 34· τοξεύω, Μανασσ., Χρον. 2452, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 785, Διγ. Z 139, 3099, 3711, Ερμον. Η 95, Ιατροσ. κώδ. ͵αιδ́, Λίβ. P 256, 1201, 1319, 1609, Λίβ. Sc. 1544, Λίβ. N 443, Αχιλλ. N 1014, Καναν. 68C, Διγ. O 1558, κ.α.
Το αρχ. τοξεύω. Για την τροπή του τ σε δ βλ. Γεωργακ., B-NJ 14, 1938, 146. Ο τ. τοξεύω αρχ. (L‑S) και σήμ., (Πρωίας Λεξ.).
1) α) Τοξεύω (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. τοξεύω II1): ρίκτου τα βερτόνια τως και τα πουλιά δοξεύγου Ροδολ. (Μανούσ.) Γ́ 308· (μεταφ.): εκείνος (ενν. ο νέος) την εδόξεψεν και αγάπην την εδώκεν Αχιλλ. O 376· β) (προκ. για μέλισσα) κεντρίζω: η μέλισσα ουκ έπαυεν πάντα να με δοξεύει Απόκοπ. 43. 2) (Μεταφ.) προσβάλλω· ονειδίζω: την δοξεμένη,| την πουτάνα, την σπασμένη Συναξ. γυν. 927. 3) (Προκ. για δηλητήριο) δηλητηριάζω: όταν τοξευθεί άνθρωπος με φαρμάκιν Ιατροσ. κώδ. ͵αιδ́.ειρηνεύω,- Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 129, 234, Ασσίζ. 20425, Ιατροσ. 2081, Chron. br. (Loen.) 14, 27, Βίος Αλ. 5355, Αχιλλ. N 1785, Χρον. Τόκκων 1978, Δούκ. 24527, 27920, 3157, 40922, Σφρ., Χρον. μ. 14211, Αλεξ. 397, 513, Έκθ. χρον. 187, 217, 654, Διήγ. Αλ. G 270, 275, Ψευδο-Σφρ. 1983, Αχέλ. 1170, Θρ. Κύπρ. K 208, Θρ. Κύπρ. M 167, Χρον. σουλτ. 9811, 12515‑6, Ιστ. πολιτ. 3112, 732, 7, Ιστ. πατρ. 1125, Δωρ. Μον. XLIII, Μικρ. χρον. Yale 77, Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών πή́, Ιστ. Βλαχ. 99, 139, 377, 549, 1026, 1271, 1476, 1482, 2624, Σουμμ., Ρεμπελ. 181 δις, 182, 191 δις, 192, Διγ. Άνδρ. 3256, 4088, Σουμμ., Παστ. φίδ. χορ. ά́ [51], Γ́́ [471], Δ́́ [783], Ζήν. Β́́ 424, Διακρούσ. 1155, Τζάνε, Κρ. πόλ. 40422, 5326, 55823· ειρηνεύγω, Ασσίζ. 26931· ερηνεύω, Ch. pop. 428, Φαλιέρ., Θρ. 285· ’ρηνεύω, Χούμνου, Κοσμογ. 911, 2046, Αλεξ. 394, 1897, 2420, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 161.
Το αρχ. ειρηνεύω. Ο τ. ’ρηνεύω και σήμ. στη Χίο και ’ρηνεύομαι στην Κεφαλληνία (Andr., Lex., λ. ειρηνεύω). Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) Αποκαθιστώ την ειρήνη ανάμεσα σε διαμαχόμενους, συμφιλιώνω (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. I και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): ειρήνευσε τον τόπον του με όλα τα ρηγάτα| και έπαυσαν οι πόλεμοι Ιστ. Βλαχ. 99· η αγάπη ειρηνεύει φουσάτα, ελευθερώνει αιχμαλώτους Διγ. Άνδρ. 3256. 2) α) Γαληνεύω κάπ. ή κ. (Για τη σημασ. βλ. Lampe, Lex. στη λ. 1c): Ειρήνευσον τον κόσμον σου ως Θεός και Δεσπότης Διακρούσ. 1155· ο Παύλος ο απόστολος και πάντας ειρηνεύει Ιστ. Βλαχ. 2624· Τώρα, Μυρτίνε, το λοιπόν ειρήνευσε τον νουν σου Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́́ [471]· αν ειρηνεύσεις την ψυχήν, τον χόλον αν κοιμίσεις Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 234· ειρήνεψε τ’ αμμάτια σου, μέρωσε τον εαυτό σου Ζήν. Β́́ 424· β) καθησυχάζω κάπ. (Βλ. και Δημητράκ. στη λ. 2): δεξιώσας αυτόν συν δώροις και μειλιχίοις λόγοις, ειρήνευσεν αυτόν, άρας εκ μέσου πάντα παρεληλυθότα σκάνδαλα Δούκ. 27920· το παιδάκι (αντικ.) ερήνευε κι αντίς να κλαίγει εγέλα Χούμνου, Κοσμογ. 2046· γ) σταματώ, παύω: να ειρηνεύσουν και τα πταισίματά τους Σουμμ., Ρεμπελ. 182. Β´ Αμτβ. 1) Συνάπτω ειρήνη με κάπ., παύω να είμαι σε εμπόλεμη κατάσταση (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 3): εστράτευσε πάλιν κατά Πελοποννήσου … και ούτως ειρηνεύσας ανέστρεψεν Ιστ. πολιτ. 3112· τους άλλους βασιλείς …| με την πολλήν σου φρόνησιν| κάμε να ειρηνεύουν Ιστ. Βλαχ. 1482. 2) Συμφιλιώνομαι (Πβ. L‑S στη λ. II. Η σημασ. και σήμ. σε ιδιώμ., Andr., Lex. στη λ. 1): Αυτείνοι σαν τον ήκουσαν, …| αφήκασι τα μαλωτά, τότε κι οι δυο ’ρηνεύουν Αλεξ. 2420. 3) α) Γαληνεύω, ησυχάζω: ούτως τα πάντα των Ρωμαίων ειρήνευσαν Ψευδο-Σφρ. 1983· β) (συν. προκ. για άνθρωπο ζωηρό, πολυτάραχο) αδρανώ, ησυχάζω (Η σημασ. και σήμ. σε ιδιώμ., Andr., Lex. στη λ. 2. Βλ. και Bauer, Wört. στη λ. 2a): ηυξήθη δε τόσον ότι ήρξατο αρπάζειν και καταπατείν τα όρια των Οτμανληδών. Αλλ’ ουν ο σουλτάν Σελίμης καίπερ ακούων ειρήνευε και μάχην και πόλεμον ουκ εκίνησεν Ιστ. πολιτ. 732· ποτέ σου δεν ειρήνευσες εις όλην την ζωή σου,| μόν’ σκάνδαλα και ταραχάς κάμνεις Ιστ. Βλαχ. 1271· γ) καταπραΰνομαι: τα πάθη των Ρωμιών σήμερον ειρηνεύσαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 40422· δ) σταματώ, παύω: να ειρηνεύσουν τα περίσσια κακά και άσκημες πράξεις Σουμμ., Ρεμπελ. 191. II. Μέσ. 1) Συμφιλιώνομαι (Η σημασ. στον Αριστ., L‑S στη λ. II και σήμ. σε ιδιώμ., Andr., Lex. στη λ. 1): να μη σκοτώνουνται συχνιά και να ειρηνευτούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 5326. 2) Ησυχάζω: ειρηνεύτη ο τόπος από τα τόσα κακά και σκάνταλα Σουμμ., Ρεμπελ. 92. Η μτχ. ειρηνεμένος ως επίθ. = γαλήνιος (Η σημασ. και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμ., Παπαδ. Α., Λεξ. στη λ. 3): ζωή ειρηνεμένη Σουμμ., Παστ. φίδ. χορ. ά́ [51].ειρήνη- η, Γλυκά, Στ. Β́́ 107, Μανασσ., Χρον. 3198, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 111, Ασσίζ. 10410‑11, 1277‑8, 21410, 46620, Διγ. (Trapp) Gr. 3340 (κριτ. υπ.), Διγ. Z 4152, Ωροσκ. 396, Χρον. Μορ. H 1017, 2689, 8108, 8706, Γρηγορίου, Βίος οσ. Ρωμύλ. 519, Μαχ. 64835, Δούκ. 30531, Σφρ., Χρον. μ. 264‑5, 585, 7621, 9412, 10821, Θησ. Ζ́́ [642], Ch. pop. 429, Σκλέντζα, Ποιήμ. Ά́ 62, Διήγ. Αγ. Σοφ. 15219, Έκθ. χρον. 3116, Κορων., Μπούας 69, 111, 129, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 103, Πεντ. Γέν. XV 29, Δευτ. XX 11, Ρίμ. θαν. 78, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 696, 1029, 1040, Ιστ. πολιτ. 5515, 738, Ισπαν. έγγρ. (Χασιώτης) 55, Ιστ. Βλαχ. 137, 266, 1434, 1441, Σουμμ., Ρεμπελ. 176, Διγ. Άνδρ. 36219, 40432, Μεταξά, Επιστ. 47, Διακρούσ. 7115, 8620· ερήνη, Θησ. Ί́ [28], Πεντ. Γέν. XXVI 29, 31, XXVIII 21, XXIX 6, XXXVII 4, 14, XLI 16, XLIII 23, 27, Έξ. IV 18, XVIII 7, Λευιτ. XXVI 6, Αρ. VI 26, XXV 12, Δευτ. II 26, XX 10, XXIII 7, XXIX 18.
Το αρχ. ουσ. ειρήνη. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
1) Κατάσταση ησυχίας, φιλική σχέση μεταξύ κρατών και ατόμων (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I και σήμ., Πρωίας Λεξ.): αγαπά φιλονεικίαν και την ειρήν’ αρνείται Κορων., Μπούας 111· τα ρωμαϊκά μέρη των ορθοδόξων και οι τόποι επερνούσαν με ειρήνην Διγ. Άνδρ. 36219. 2) Συνθήκη, συμφωνία για την κατάπαυση πολέμου (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I και σήμ., Πρωίας Λεξ.): ποιήσαντες ειρήνην μετά των εν τῳ κάστρῳ Σφρ., Χρον. μ. 264‑5· δένει τα βασίλεια με την καλήν ειρήνην Ιστ. Βλαχ. 1441. 3) α) Γαλήνη, αταραξία, ηρεμία (Βλ. Bauer, Wört. στη λ. 1β. Η σημασ. και σήμ., Πρωίας Λεξ.): Έμεινε δε εν τῃ αυτῄ μονή ζων εν ειρήνῃ Έκθ. χρον. 3116· Ει δε πάλιν εμφυτεύσει ειρήνην εν τῃ καρδίᾳ σου Δούκ. 30531· χάρις είη υμίν και ειρήνη και έλεος παρά Θεού Μεταξά, Επιστ. 47· ερήνη εσάς Πεντ. Γέν. XLIII 23· β) (προκ. να ρωτήσει κανείς για την υγεία) (Πβ. L‑S στη λ. IV): ερώτησεν αυτουνούς εις ερήνη Πεντ. Γέν. XLIII 27. Η λ. και ως κύρ. όνομ.: Chron. br. (Loen.) 1.έκλειψις ‑ψη- η, Chron. br. (Loen.) 84, 85, Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 110, Ζήν. Έ́ 363· εγκλείψη, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ́́ [449]· έγκλειψις ‑ψη, Μ. Χρονογρ. 343, Ροδολ. Χορ. β́́ [7], Έ́ [434].
Το αρχ. ουσ. έκλειψις. Η λ. και σήμ. ως λόγ. (Δημητράκ.).
1) (Προκ. για τον ήλιο, τη σελήνη) μερική ή ολική συσκότιση (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. ΙΙ1 και σήμ. ως λόγ., Δημητράκ. στη λ. 2): μη βάλει τινάς εις τον νουν του ότι ήτο έγκλειψις ηλίου Μ. Χρονογρ. 343. 2) Θάνατος (Η σημασ. μτγν., Δημητράκ. στη λ. 3. Βλ. και L‑S στη λ. II1, 2): Τώρα οπού τ’ αμμάτια μου την έκλειψη θωρούνε| ο ήλιος, τ’ άστρα, ο ουρανός ας μαυροφορεθούνε Ζήν. Έ́ 363.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- Γλυκά, Αναγ. (Ευστρ.) 254, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 55410, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1623, 3304, Εξήγ. πέτρ. (Βέης) 275, Chron. br. (Loen.) 18, Βίος Αλ. (Reichm.) 1928, 2625, 3333, Αχιλλ. (Hess.) N 180, 588, 639, 653, Αχιλλ. (Hess.) L 103, 459, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 243, Πανάρ. (Λαμψ.) 6812, Λίβ. (Μαυρ.) P 1371, 1374, 1383, 1417, Λίβ. (Lamb.) Sc. 285, 288, 298, 357, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1411, 3983, Λίβ. (Wagn.) N 1259, 1267, 1323, 1371, 1721, Καναν. (PG 156) 65A, 65D, 69C, 80D, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) Πρόλ., Μαχ. (Dawk.) 4444, Δούκ. (Grecu) 33710, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 11418, 1169, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 344, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 2221, 7211, 7413, 1679-10, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 33116, 33614, 37132· ’χμαλωτίζω, Τριβ., Ταγιαπ. (Irmsch.) 232, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Δ΄ 863, Διακρούσ. (Ξηρ.) 719, 1059.