Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αλοφάς
- ο, Τάξ. Πόρτ. (Baştav) 34· λουφές, Πτωχολ. B 178, 232· λοφάς, Byz. Kleinchron. Α΄ 259, 849, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 12514, 14110, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1102, 1103· λοφές, Πτωχολ. (Ζώρ.) Z 128, Πτωχολ. A 128, 181.
Από το αραβοτουρκ. ‘ulūfe (Mor., Byzantinot. B΄, λ. αλοφάς). Λ. λοφά στο Du Cange και λ. λουφές στο Somav.· ο τ. λουφές και σήμ. στην Κρήτη (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Ϛ΄). Βλ. και Ανδρ., Λεξ., λ. λουφές.
1) α) Μισθός: Οι σπαόγλανοι έχουν την ημέραν αλοφάν από δέκα άσπρα έως πενήντα Τάξ. Πόρτ. 34· κι ετιμήθηκεν ο γέρων| και αβγατίσθην ο λοφές του Πτωχολ. Z 128· β) ανταμοιβή: έφη ο σουλτάν Σουλαϊμάνης ότι, αν βασιλεύσω, δώσω σοι λοφάν όσον θέλεις Byz. Kleinchron. Α΄ 259, 846. 2) Φιλοδώρημα: αν φιλεύσει (ενν. ο βδελυρός) τινές άρχοντες, ύστερον να τους παρακαλέσει διά να κάμουσι λοφέ των παιδίων του Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 126.άνοιξις ‑η- η, Ιερακοσ. (Hercher) 34925, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 699, 3515, 4996, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 698, Χίκα, Μονωδ. (Μανούσ.) 35, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 1460, 1470, 1529, 1544, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ΄ [1], Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 184.
Το αρχ. ουσ. άνοιξις. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. άνοιξι).
1) α) (Προκ. για κατασκευή πόρτας ή παραθύρου) διάνοιξη· οι διαστάσεις του ανοίγματος (Πβ. την αρχ. σημασ., L‑S): Περί φεγγίτου και θύρας ανοίξεως Βακτ. αρχιερ. 184· Εις την άνοιξιν τον μνήματος (ενν. έδωκα) L. 10 Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 34α· β) το σημείο όπου ανοίγει η πόρτα ή το άνοιγμα που δημιουργείται μεταξύ της πόρτας και της παραστάδας: κι έναν κλειδί εκρέμουντο μ’ ένα χρυσό βαστάι| εκεί κοντά στην άνοιξη τση πόρτας στο ’να πλάι Ερωτόκρ. Α΄ 1460· γ) (προκ. για ερμάρι) χώρισμα: ’ς ψιλό πανί η ζγουραφιά ήτονε καμωμένη·| στην άνοιξη τη δεύτερη την είχε φυλαμένη Ερωτόκρ. Α΄ 1544. 2) (Προκ. για τα νύχια του πτηνού) το άνοιγμά τους: ίνα η των ονύχων άνοιξις περιπλεκομένη τῳ ξύλῳ πληρώσει το κοίλον του ποδός Ιερακοσ. 34925. 3) α) Η βελτίωση των καιρικών συνθηκών που συμπίπτει με την εποχή της άνοιξης (Για τη σημασ. βλ. Du Cange, Addenda): Κι αν θέλει ο Θεός κι η τύχη μας να ζούμεν έως τον Μάρτιον,| εις άνοιξιν γαρ του καιρού που αρμόζει των φουσάτων| να οικονομούνται εις άρματα Χρον. Μορ. (Καλ.) H 4996· και έως άννοιξην καιρού πάλιν να πολεμίζουν| και μέσα στον Απρίλιον πάλιν να κοντρεστάρουν Θρ. Κύπρ. K 698· πβ. ανοίγω Β8α· β) η εποχή της άνοιξης (Βλ. Du Cange· η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. άνοιξη 4): Ω μυρισμένη μου άνοιξις, του χρόνου αρχή και νιότης Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1]· την άνοιξιν και το καλοκαίρι το γλυκύτατον Χίκα, Μονωδ. 35. 4) Παύση αποκλεισμού, άρση της απαγόρευσης εξόδου από τόπο: εδόθη η ελευθερία και η άνοιξις της χώρας Byz. Kleinchron. Α΄ 51038.αποκρατώ,- Σπαν. (Μαυρ.) P 441, Ασσίζ. 22826, Φλώρ. 141, 591, 1318, Φυσιολ. (Zur.) IΙΙ 241, Αργυρ., Βάρν. K 149, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 234, 570, Μαχ. 425, Θησ. ΙΑ΄ [583], ΙΒ΄ [406], Χούμνου, Π.Δ. VIII 39, ΧΙΙΙ 28, Σαχλ., Αφήγ. 383, Ιμπ. (Legr.) 66, Φαλιέρ., Ιστ. A 739, Φαλιέρ., Λόγ. 384, Σοφιαν., Παιδαγ. Αφ. 91, Δεφ., Λόγ. 544, Ροδολ. Β΄ [341], Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [456]· απουκρατώ, Ασσίζ. 3888· ’ποκρατώ, Χούμνου, Π.Δ. VI 37.
Το αρχ. αποκρατέω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Α´ Μτβ. 1) α) (Προκ. για χώρα, κλπ.) εξουσιάζω: ακόμη αποκρατούσαν χώρες εις την Συρίαν Μαχ. 425 (βλ. και ανακρεμάζω 2)· β) απολαμβάνω: μη αλλάξεις λογισμόν … και αλλάξεις τον αυθέντην σου, διά να εύρεις κάλλιον,| και χάσεις τό αποκρατείς (ενν. τιμήν, δόξαν, χάριτας) Σπαν. (Μαυρ.) P 441 (βλ. και αγάλλομαι, αλεγριάζομαι, αποκερδαίνω α). 2) (Προκ. για λογισμό, γλώσσα, κλπ.) συγκρατώ (Πβ. L‑S, λ. αποκρατέω II 1): την γλώσσαν, την ποιάν δεν εδυνήθηκα να την αποκρατήσω Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 570· Μανθάνει ταύτα ο Φλώριος, ολιγωρά εκ την λύπην πάλιν συμφέρνει, αποκρατεί στερεά τον λογισμόν του Φλώρ. 1318 (βλ. και ανασειράζω). 3) α) Κρατώ (για φύλαξη) (Η σημασ. και στο Χρυσόβ. Ανδρ. Β′ 23· και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): εάν γίνεται ότι είς άνθρωπος απουκρατεί έτερον βίον εις φρουράν ον διά δανεικόν και ουδέν το έστρεψεν … Ασσίζ. 3888· β) καταχρώμαι (Πβ. ΙΛ στη λ. 2): εκείνος ο γραμματικός κλέφτει το δίκαιον τον αυθέντη … ή αποκρατεί απέ τον βίον τό επλερώσαν οι λας εις τον φούντικαν Ασσίζ. 22826. 4) (Προκ. για κτήση) διασώζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 4): όλον το πταίσιμον ήτον εις τους ρηγάδες … οπού ’παν να βοηθήσουν| την Πόλιν την θεόκτιστον να την αποκρατήσουν Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 234. 5) (Προκ. για αίσθημα) διατηρώ: ν’ αποκρατώ τον πόθο μας ’κέραιον και αγαπημένον Φαλιέρ., Ιστ. A 739. 6) (Προκ. για υπόσχεση) τηρώ: δεν αποκράτησαν είτι κι αν της έταξαν Θησ. ΙΒ΄ [406]. 7) (Προκ. για τροφό) φροντίζω (Πβ. ΙΛ στη λ. 1): τες βάγιες δε ο βασιλεύς παρακαλεί, προστάζει τα δύο βρέφη εξακριβώς θηλάζειν και φυλάττειν| στερέως να τ’ αποκρατούν με προσοχήν μεγάλην Φλώρ. 141· Κερά, βασιλοπούλα μου, να σου’ βρω εγώ βυζάστρα (έκδ. βυζάστρια· διόρθ. Πολ. Λ., Μετά Άλ. σελ. 64)| ν’ αποκρατήξει (έκδ. αποκρατίσει· διόρθ. Πολ. Λ., Μετά Άλ. σελ. 64) το παιδίν με την πολλήν την σπάστρα (έκδ. μεγάλην σπάστρα· διόρθ. Πολ. Λ., Μετά Άλ. σελ. 64) ΠΔ XIII 28. 8) Βοηθώ: ένας (έκδ. ένα· διορθώσ.) τον άλλο αποκρατεί ’ς τσ’ έγνοιες της κι εις τα βάρη| και πάσκει ένας τ’ άλλον (έκδ. άλλου) τωνέ τον κόπο να του πάρει Ροδολ. Β΄ [341 ]· Στην (έκδ. εις την διορθώσ.) κρίσην τον αποκρατεί (έκδ. υποκρατεί· διόρθ. Ξανθ., Παναθήν. 18, 1909, 177-180 ) μ’ όλην την δύναμή ντου Σαχλ., Αφήγ. 383 (βλ. και αγιδιάζω, αγιτιάζω, αιδάρω, αντιλαμβάνομαι Β). Ετούτος (ενν. ο ψαράς) μ’ αποκράτηξε κι επαρηγόρησέ με Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [1817]. Β´ Αμτβ. 1) Διατηρούμαι, εξακολουθώ να υπάρχω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 4): ακόμη έκαιγεν καμπόσο κι αποκράτιε (ενν. η τέφρα)| με οίνον γαρ την έσβεσεν Θησ. ΙΑ΄ [58 ]· Αντώνιον τον Καλλιέργην, όπου είς μόνον αποκρατεί το αξίωμα των ημιθέων εκείνων ηρώων Σοφιαν., Παιδαγ. Αφ. 91. 2) Κατάγομαι: Εκ του Νεβρώδη τ’ απόγονα αυτείνοι αποκρατούσα (έκδ. οπού κρατούσα· διόρθ. Ξανθ., ΕΕΒΣ 3, 1926, 342) Χούμνου, Π.Δ. VIII 39. 3) Εμμένω σε κάπ. συνήθεια, άποψη, γνώμη: ο Θάρρας στον καιρόν αυτόν εδωλολάτρει,| σ’ αυτήν την γνώμην και Αβραάμ καμπόσον εποκράτει Χούμνου, Κοσμογ. 582. 4) (Χρον.) διαρκώ, εξακολουθώ, συνεχίζομαι: Εν δε τῃ Ρόδῳ και Κρήτῃ τοσούτον απεκράτησεν ο θάνατος ... ώστε αριθμούμενος ο περί αυτήν πεσούμενος λαός ευρέθη χιλιάδες ιθ΄ Byz. Kleinchron. Α΄ 6662· Αντάμα με τον Ισραήλ την νύκταν επορπάτει (ενν. το φωτεινόν νέφαλον),| ως τ’ αποξημερώματα η ακτίς του εποκράτει Χούμνου, Κοσμογ. 2474.Αθηναίος- ο, Βίος Αλ. 1130, Byz. Kleinchron. A΄ 3455, Θησ. Πρόλ. [175], Β́ [901], Διήγ. Αλ. V 45, 46, κ.α., Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 134v, Χρον. σουλτ. 10111, 12‑3, 1077, Λίμπον. 259, 270, 338, Επίλ. 1, 37, 70, κ.α.· Αθήνιος· Αθηνιός, Θησ. Β΄ [154], IB΄ [734].
Το αρχ. εθν. Αθηναίος. Ο τ. Αθήνιος αναλογ. με εθν. σε ‑ιος. Ο τ. Αθηνιός στο Somav. (στη λ.) και σε παροιμίες (Βλ. Πολ. Ν., Παροιμ. Ά́ 347 και ΙΛ, λ. Αθηναίος). Η λ. και σήμ.
Ο κάτοικος της Αθήνας: ρητορικής (ενν. διδάσκαλος του Αλεξάνδρου κατέστη) Αθήνιος σοφός Αριστοκλέης Βίος Αλ. 580· Οι Αθηνιοί εκίνησαν, όλοι μικροί μεγάλοι,| εις απαντή του διέβησαν πεζοί και καβαλάροι Θησ. Β́ [231].αινίτικος,- επίθ.
Από το εθν. Αινίτης, που απ. και ως επών. σε έγγρ. του 14. αι. (PLP) και την κατάλ. ‑ικος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Που ανήκει ή προέρχεται από την Αίνο της Θράκης: ανέβηκα εις το ξύλον το αινίτικον Byz. Kleinchron. Á́ 2234.αμπιτάρω ή ’μπιτάρω.- πιτίρω, Byz. Kleinchron. Α΄ 4914.
Το ιταλ. abitare. Ο τ. πιτίρω αναλογ. με ρ. σε ‑ίρω. Η λ. αμπιτάρω στον Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 27, 1984, 442. Τ. πιτέρω σήμ. στην Κάσο (Βλ. Μηνάς, Ελλην. 34, 1982/3, 419).
1) Κατοικώ: εμπιτάρησεν εις τούτον τον τόπον ως μάστορας καλός Χειλά, Χρον. 349. 2) Εποικίζω: άφησαν οι Φράγκοι την Κορώνη ατοί του και ήλθε τότες ένας φλαμπουριάρης και εστάθη εις τον Μορέα και εμπιτάρισε (έκδ. εμπατάρισε· διόρθ. Μηνάς, Ελλην. 34, 1982/3, 419) την Κορώνη και έσιασε και τους κλέπτες του Μορέως Byz. Kleinchron. 58431.Αναπλιώτης- ο, Byz. Kleinchron. A΄ 23327.
Από το τοπων. Ανάπλι και την κατάλ. ‑ιώτης. Η λ. και σήμ.
O κάτοικος του Ναυπλίου: οι Αναπλιώτες εκλείστηκαν μέσα εις το κάστρο και έκλεισαν τις πόρτες Χρον. σουλτ. 13426.Αργείος- ο, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Εξήγ. α, Κ [152 (έκδ. Αργούς· διορθώσ.), 158, 200, 241, 263, 273], κ.π.α.
Το αρχ. εθν. Αργείος. Η λ. και σήμ.
Ο κάτοικος του Άργους: επαρέδωσαν οι Αργείοι την χώραν του Άργους εις τας χείρας των Τούρκων Byz. Kleinchron. Á 25460.Αργίτης- ο.
Από το τόπων. Άργος και την κατάλ. ‑ίτης. Η λ. και σήμ.
Ο κάτοικος του Άργους: οι Τούρκοι συνάξαντες τους Αργίτας συν γυναιξίν και τέκνοις εξόρισαν αυτούς εις την Τουρκίαν Byz. Kleinchron. Á́ 6842.Βούλγαρος- ο, Μανασσ., Χρον. 3962, 4610, 5202, 5955, 6004, Ερμον. Γ 238, Χρον. Μορ. H 1215, Χρον. Μορ. P 3708, Πουλολ. 503, Θρ. αλ. 10, Μαχ. 43013, 52413, Δούκ. 3377, Διήγ. αναιρεθ. 821, Παλαμήδ., Βοηβ. 663, Σταυριν. 464, Ιστ. Βλαχ. 863, 1032· Βόλγαρος, Byz. Kleinchron. A΄ 4813· Βούργαρος, Χρον. Μορ. P 1215, Μαχ. 3589, 40818, 43013, 44010, 45011, 45215, 45416, 54626, κ.α.· Βούρκαρος, Μαχ. 45223.
Για τη λ. και την προέλ. βλ. Mor., Byzantinot. B΄ 100. Ο τ. Βούργαρος και σήμ. Ο τ. Βούρκαρος και σήμ. στην Κύπρο (ΙΛ, λ. Βούργαρος). Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. Βούργαρος).
Το εθνικό Βούλγαρος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. Βούργαρος 1): δεν εσυμφώνησαν οι Σέρβοι και Βούλγαροι Ιστ. Βλαχ. 863.Γενουβήσιος- ο· Γενοβέσος, Byz. Kleinchron. A΄ 6713· Γενοβήσος, Byz. Kleinchron. Β́ 61768*· Γενουβήζος, Χρον. σουλτ. 5417, 8414· Γενουβήσος, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1368, Μαχ. 13620, 24, 32, 3241, 3669, 18, 39227‑8 (έκδ. Γενούσους από τυπογρ. λάθος αντί Γενουβήσους), 42033, Byz. Kleinchron. Α΄ 30012, Β́ 61138, Κορων., Μπούας 74 τρις, 80, 150.
Από το τοπων. Γένουα> Γένουβα και την κατάλ. ‑ήσ(ι)ος. Ο τ. Γενουβήζος από επίδρ. του ιταλ. Genovese.
Ο κάτοικος της Γένοβας: εφέραν τους έ μαντατοφόρους τους Γενουβήσους και ανοίξαν την πόρταν του γιαλού Μαχ. 39227-8. ΄Εκφρ. Γενουβήσος άσπρος, βλ. άσπρος (I) έκφρ.Γενουβίτης- ο, Byz. Kleinchron. Α΄ 9632, 30517, Έκθ. χρον. 1315, 1818, Ιστ. πολιτ. 55, Ψευδο-Σφρ. 2462· Γενίτης, Κώδ. Χρονογρ. 49· Γενοβίτης, Έκθ. χρον. 31· Γενουίτης, Χρυσόβ. του 1364 σ. 35, 63, 111, Chron. br. (Loen.) 20841, Byz. Kleinchron. Α΄ 8654, 18215, Πανάρ. 7432, Δούκ. 3515’17, 6313,17, 734, 10729, 12317, 13725, κ.π.α.· Iανουίτης, Πανάρ. 6812 κριτ. υπ.
Από το τοπων. Γένουα> Γένουβα και την κατάλ. ‑ίτης.
Αυτός που κατάγεται από τη Γένοβα: παραλαβόντες δε οι Γενουίται ενίσχυσαν αυτόν εν δυνάμει Chron. br. (Loen.) 20841.γενουίτικος,- επίθ., Πανάρ. 679, Byz. Kleinchron. A΄ 8654.
Από το εθν. Γενουΐτης και την κατάλ. ‑ικος.
Που προέρχεται από τη Γένοβα: έχοντες δύο κάτεργα των αυτών και τρία γενουίτικα Πανάρ. 679.γερμανός,- επίθ., Ορνεοσ. αγρ. 56417, Δούκ. 4124, 20521, Κορων., Μπούας 57, Τζάνε, Κρ. πόλ. 27719.
Το μτγν. επίθ. γερμανός (Βλ. Preisigke-Kiessling).
1) Που προέρχεται από τη Γερμανία: ταύτα εις καινήν χύτραν βαλών κοχλίας γερμανούς, έλαιον αφρικόν ουγγ. ς΄΄ Ορνεοσ. αγρ. 56417. 2) (Ως ουσ.) ο κάτοικος της Γερμανίας (Η σημασ. και σήμ., Πρωίας Λεξ.): Των Γερμανών τε ο στρατός ομοίως εδιοικήθη Κορων., Μπούας 57· οι εντός υπερβόρεοι και δυτικοί, Γερμανοί και Γαλάται, Ιβήριοι και Βρετανοί ... εξήλθον Byz. Kleinchron. Α΄ 31212.γυνή- η, Προδρ. I 221, II H 19e, V 232, 234, Πόλ. Τρωάδ. 197, Ερμον. Β 166, Ω 276, Χρον. Μορ. P 3472, Ιατροσ. κώδ. τλα΄, Περί ξεν. A 366, Ερωτοπ. 407, Αχιλλ. O 37, Ιμπ. (Legr.) 473, Θησ. (Foll.) I 125, Θησ. Πρόλ. [170], Ι΄ [288], Θησ. (Schmitt) 335 V 97, 98, Αλεξ. 1390, 2274, 2296, 2862, Συναξ. γυν. 108, 254, 312, Θρ. Κύπρ. K 603, Θρ. Κύπρ. M 126, Έγγρ. του 17. αι. (Κακ., Κρ. Χρ. 22, 1970, 481, 482), Ερωτόκρ. Α΄ 1427, Ε΄ 1305, Διήγ. ωραιότ. 497, Θυσ.2 99, 206, 228, 321, Βακτ. αρχιερ. 178, Διγ. O 1837, κ.α.· αγυναίκα, Act. XIIe Congr. d’Et. Byz. II, 1964, 515 (έκδ. εις αγυναίκα· μήπως ωσά γυναίκα?)· γεναίκα, Ασσίζ. 26313, 34523, 40131, Μαχ. 12025, 43625, 54411, 57429, Πεντ. Γέν. III 6, XI 29 (γεν. γεναικός), XX 11 (γεν. γεναικός), XXVIII 1, Έξ. XIX 15, XXXV 25, Λευιτ. XII 2, XX 10, 13 (γεν. γεναικός), XXIV 10 (γεν. γεναικός), Αρ. V 18, XXXI 9, Δευτ. III 6, XXII 5, Ξόμπλιν φ. 130v· γυναίκα, Προδρ. II H 47, IV 61, 240, Παράφρ. Μανασσ. 278, Ασσίζ. 1416, 13113, 40630, Ιατροσ. 2195, 101, 111, Διγ. (Trapp) Gr. 1524, Βέλθ. 1235, Πόλ. Τρωάδ. 213, Χρον. Μορ. H 2477, 3273, 8521, Πουλολ. 174, Πτωχολ. N 496, Φλώρ. 57, Ερωτοπ. 73, Λίβ. Esc. 2528, 2797, Αχιλλ. N 1180, Ιμπ. 789, Σφρ., Χρον. μ. 8011, 1008, 11025, 1189, Ριμ. κόρ. 665, Άσμα σεισμ. 23, Συναξ. γυν. 127, 1015, Κυπρ. ερωτ. 9456, Γύπ. Πρόλ. Διός 1, Πανώρ. Ε΄ 164, Ερωφ. Δ΄ 115, Ερωτόκρ. Α΄ 1066, Ιντ. κρ. θεάτρ. δ΄ 75, Βακτ. αρχιερ. 152, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. γ΄ 18, Τζάνε, Κρ. πόλ. 20415, 2366, 40021· γυνή‑γυναίκα, Τρωικά 5206, Διδ. Σολ. Ρ 22, 81, Προδρ. IV 112, 126, Κρασοπ. 6, Διγ. Z 52, Διγ. A 1731, Χρον. Μορ. H 2561, 6319, 8582, Απολλών. 34, Ιμπ. 788, Σφρ., Χρον. μ. 2422, Θησ. Γ΄ [376], Σαχλ., Αφήγ. 183, Κορων., Μπούας 42, Ψευδο-Σφρ. 18233, Ιστ. πατρ. 9722, Διγ. Άνδρ. 3623, 36529, 36915, 39529, 41210‑1, Ευγέν. 823, Βακτ. αρχιερ. 140, 151, Διγ. O 120, Διακρούσ. 9711, 1042.
Το αρχ. ουσ. γυνή. Ο τ. γυναίκα στο Du Cange (λ. γυναίκα) και σήμ. (Δημητράκ., λ. γυναίκα). Ο τ. γεναίκα και σήμ. στην Κύπρο (Χατζ., Λεξ.) και στη Ρόδο (Μενάρδ., ΕΕΒΣ 6, 1929, 288). Για τον τ. γεναίκα βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 237 και Hadjioannou, Beginning of Cypr. Dial. 304.
1) Γυναίκα (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I και σήμ., Δημητράκ., λ. γυναίκα 1· βλ. και Du Cange, λ. γυναίκα): Έκλαιον οι κακότυχοι, το στήθος εκτυπούσαν,| ωσάν γυναίκες έκαμναν και τα μαλλιά τραβούσαν Διακρούσ. 9711. 2) Σύζυγος (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. II και σήμ., Δημητράκ., λ. γυναίκα 3): δίδουσίν με την ρήγαιναν γυναίκα να την έχω Ιμπ. 788. 3) Φρ. παίρνω εις γυναίκα = παίρνω για σύζυγο, παντρεύομαι: εφάνη καλόν ίνα ο δεσπότης κυρ Κωνσταντίνος επάρει την ανεψιάν αυτού δη του Καρούλου δεσπότου εις νόμιμον γυναίκα Σφρ., Χρον. μ. 2422. 4) Φρ. λαμβάνω ή λαμβάνομαι εις γυναίκα = παίρνω για σύζυγο: Μέλλει γαρ ταύτην (ενν. την παίδα) αμιράς λαβέσθαι εις γυναίκα Διγ. Z 52· 5) Φρ. στέλνω, πέμπω κάποια εις γυναίκα(ν) = στέλνω κάποια για σύζυγο σε κάπ.: εκράτησεν του βασιλέως εκείνου του Ρομπέρτου| την θυγάτηρ του, όπου έστελνεν του ρόι Ραγγού εις γυναίκα Χρον. Μορ. H 6319· αποκρισιάρην ο αμιράς εστείλην εις τον δεσπότην κυρ Δημήτριον, ίνα την θυγατέρα αυτού εις γυναίκαν πέμψει αυτῴ δη τῳ αμιρᾴ Σφρ., Χρον. μ. 11025.δυσεντερικός,- επίθ.· Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 310v· λυσεντερικός, Ιατροσ. κώδ. ρλέ́, Notizb. 80, Byz. Kleinchron. Β́ 61767.
Η λ. στον Ιπποκράτη.
Που αναφέρεται στη δυσεντερία (Η σημασ. μτγν., L‑S): λυσεντερικόν έμπλαστρον στομαχικόν Ιατροσ. κώδ. ρλέ́.Εβραίος- ο, Διγ. A 4019, Ερμον. Φ 62, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 424, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 348, 1925, Χούμνου, Κοσμογ. 2100, 2616, Σταυριν. 80, Ευγέν. 1221, Συναδ., Χρον. 33, Βακτ. αρχιερ. 183, 186, Τζάνε, Κρ. πόλ. 28622, 47618· Βραιός, Χούμνου, Κοσμογ. 1673· Εβραιός, Σαχλ. N 305, Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 22, 794, Πεντ. Έξ. II 6, 11· Εβριός, Χούμνου, Κοσμογ. 2026, 2101· Οβραίος, Πουλολ. 582 (χφ V) (κριτ. υπ.), Μηλ., Οδοιπ. 639· Οβριός, Πεντ. Γέν. XL 15, Έξ. III 18, Λευιτ. XXIV 10, Μαρκάδ. 625.
Το μτγν. εθν. Εβραίος. Οι τ. Οβραίος και Οβριός και σήμ. (Δημητράκ.). Ο τ. Εβραιός στο Somav. Η λ. και σήμ.
1) Εβραίος (Η σημασ. μτγν., L‑S και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): το γένος των Εβραίων επέρασεν αβρόχως| την θάλασσαν την Ερυθράν Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1925. 2) (Μεταφ.) άνθρωπος που έχει ελαττώματα που αποδίδονται στους Εβραίους (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 3): Φράγκικα δεν επίστευγε (ενν. εκείνος), δεν ήτονε Ρωμαίος,| μόνο γιατ’ είχε βάπτισμα, μα πέρνα σαν Εβραίος Τζάνε, Κρ. πόλ. 47618. Το θηλ. ως τοπων.: Byz. Kleinchron. A΄ 8651b.ενσοριάζω.- Από το ουσ. ενσόριον και την κατάλ. ‑άζω. Η λ. στην Άννα Κομν. (Κουκ., ΒΒΠ Δ΄ 190 σημ. 3) και σε έγγρ. του 13. αι. (Miklos.-Müller, Acta Δ́ 497, 35018).
Ενταφιάζω, θάβω (Η σημασ. στην Άννα Κομν., Κουκ., ΒΒΠ Δ΄ 190 σημ. 3): Οφείλουσι … οι ενασκούμενοι τιμιότατοι μοναχοί εν τῃ … μονῄ … εν ῃ μέλλει ενσοριασθήναι ο εμάς νεκρός Έγγρ. του 1362 (Θεοχαρίδης, Μακεδ. 5, 1961/63) 14022· έχων κοινωνόν και συλλήπτορα τον προς πατρός αυτού θείον Νικορέζον Γατελιούζον, αυθέντην Αίνον ενσοριασμένου (έκδ. εξορισμένοι υπό· διορθώσ. κατά το κριτ. υπ.· βλ. και Byz. Kleinchron. Γ́ 175) τον αδελφού αυτού Φραντζέσκου Byz. Kleinchron. A΄ 2203. — Βλ. και εξορίζω (III).έως,- μόριο, Προδρ. III 293, Ασσίζ. 2125, 3167, Ελλην. νόμ. 5663, Ιερακοσ. 42127, Ορνεοσ. αγρ. 54916, Διγ. Z 2109, Χρον. Μορ. H 7996, Χρον. Μορ. P 3800, Φλώρ. 610, Αχιλλ. O 286, Φυσιολ. (Legr.) 282, Μαχ. 18631, Δούκ. 22112, Θρ. Κύπρ. K 698, Χρον. σουλτ. 6729, Ιστ. πατρ. 1425, Βακτ. αρχιερ. 133, Κιγάλα, Σύνοψις ιστοριών ξβ΄, κ.α.· ήως, Διήγ. ωραιότ. 391· ως, Εγκ. αγ. Δημ. 10647, Ασσίζ. 2954, Ιερακοσ. 40523, 46624, Διγ. (Trapp) Esc. 1307, Απολλών. 538, Αχιλλ. N 948, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 448, Παρασπ., Βάρν. C 79, Μαχ. 5105, Γαδ. διήγ. (Wagn.) 486, Κορων., Μπούας 41, Φαλιέρ., Ρίμ.(Bakk.-v. Gem.) 38, Τριβ., Ταγιαπ. 231, Πεντ. Αρ. V 3, Αχέλ. 378, Επιστ. του 1504 (Hunger, Byz. 40, 1970, 364), Άλ. Κύπρ. 389, 1532, Μανολ., Επιστ. 173, Ροδολ. Αφ. [14], Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [1482], Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 112, Ζήν. Β΄ 331, κ.α.
Το αρχ. μόρ. έως (L‑S, λ. έως Β). Ο τ. ήως αρχ. (L‑S, λ. έως Β). Ο τ. ως και σήμ. (Δημητράκ.). Για το σχηματ. βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄, 469. Πβ. και L‑S, λ. ώς Ad. 2. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.). Βλ. και ωσάν, ωσόπου, ωσόσου, ωσόταν, ωσότι, ωσότου, ωσού, ώσποτε, ώστε. Σε έγγρ. του 1671 (Βισβίζης, ΕΚΕΙΕΔ 12, 1965, 7916) έκφρ. έως ’φ’ όρους ζωής: παράφραση αντί εφ’ όρου ζωής = έως το τέλος της ζωής.
I. (Ως σύνδ. χρονικός) Α´ Απλός α) μέχρι που, τώρα που, μέχρις ότου: έως έχομε τα πλευτικά, εκεί ας απελθούμε,| τα κάστρη αυτά να πάρομε Χρον. Μορ. P 1667· τούτο δε έως αν εν τοις ζώσιν ο πατήρ ευρίσκεται, ουχί δε και μετά θάνατον Σφρ., Χρον. μ. 2215 β) ενώ: έως τρώγει, βρέχε εκ του ύδατος το κρέας Ιερακοσ. 4588. Β´ (Με επίρρ.) α) μέχρις ότου (Η χρ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): ουκ εξέρχομαι έως ότου να έλθεις Ανακάλ. 114· όταν έκοψαν τες σκαλωσίες του τούρλου, έβαλαν και εις την εκκλησίαν νερόν πολύν, έως οπού εκατέβαζε τα ξύλα και εκτυπούσαν εις το νερόν Διήγ. Αγ. Σοφ. 15938· β) ενώ, όταν: Περί του σκλάβου απού εποίκεν κανέναν κακόν έως οπού ήτον σκλάβος, και μετά ταύτα ελεύθερος Ασσίζ. 1536. Γ΄ (Με σύνδ.) μέχρι α) (με το να) (Η χρ. και σήμ. στην κοινή, Δημητράκ. στη λ. 1): ’ς τούτον τον λόγγον να κρυφτώ …| ως να την θανατώσουσι Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [578]· ας μένει Απολλώνιος ημέρας προς το σπίτι| έως να μάθω άσματα Απολλών. 257· β) (με το ώσπου πλεοναστικά): εφυλακίσαν τους και εβλεπίσαν τους πολλά δυνατά, έως ώσπου τους ελευθέρωσεν ο Θεός Μαχ. 54427. II. (Ως πρόθ.) Α´ (με γεν. και αιτιατ.) (η χρ. με αιτιατ. και σήμ.) μέχρι α) (προκ. για χρόνο): Τίς μπορεί …| τον πόλεμον να μετρήσει| πὄκαμεν ο Ταγιαπιέρας| το ταχύ ως της εσπέρας; Τριβ., Ταγιαπ. 148· μηδέν είναι τινάς απότορμος να το ανοίξει ή να το διαβάσει ως την ημέραν της Πεντηκοστής Μαχ. 1432· β) (προκ. για τόπο): εξέπεσεν ο γρίβας μου και εχώθην έως τραχήλου Διγ. (Trapp) Esc. 1526· κρουν οι καμπάνες δυνατά, μαζώνουνται παπάδες| και ψάλλουν έως τον ουρανόν Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 135. Β´ (Με επίρρ. χρον., με εμπρόθ. προσδιορ.) μέχρι, ως: τούτο μεν εφύλαξα έως αρτίως ώδε Διγ. Z 3682· τα πράγματα απερνούσαν με ειρήνην και σιωπήν έως εις κάποιον καιρόν Σουμμ., Ρεμπελ. 181. Γ´ (Με το σύνδ. και ή και χωρίς αυτόν για επιδοτ. σημασ.) μέχρι και, ακόμα και: θέλει τους κόψει όλους, έως τα βρέφη τα μικρά Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 401· Τ’Αρχιστρατήγου κάμασιν τέτοιας λογής τα τείχη| που κλαύσειν τα ’θελ’ εύκολα ως κι η κακή τους τύχη Αχέλ. 2029. Δ´ (Με αριθμητ.) α) μέχρι, περίπου (Η χρ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ 2.): έως εκατόν εσέβησαν άξιοι στρατιώτες Χρον. Τόκκων 1479· β) επί: έτεροι δεκαέξι έως οκτώ φορές … γίνονται εκατόν εικοσιοκτώ Καραβ. 49612.ισιάζω,- Χρον. Μορ. H 309, 512, 702, 1377, 4424, 7252, 7928, 7971, 7980, 8286, 8453, 9046, Αχιλλ. O 24, Χρον. Τόκκων 712, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [960]· εσιάζω, Ευγέν. Πρόλ. 40· ισάζω, Διάτ. Κυπρ. 5081, 51131, Λίβ. P 1005, 1662, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1000, Σκλέντζα, Ποιήμ. 1165, Κορων., Μπούας 71, Ψευδο-Σφρ. 54037, 54234, Αιτωλ., Ρίμ. Α. Καντ. 11, Συναδ., Χρον. 53 δις, Βακτ. αρχιερ. 142, 215, 217· ’σάζω, Ασσίζ. 2529, 4821, 34918, 4529, Απολλών. 455, Μαχ. 13423, 49014, 51819, Χούμνου, Κοσμογ. 263, 2383, Βουστρ. 493, Θυσ.2 319, Δεφ., Λόγ. 322, 486, Ερωφ. Δ΄ 316, Ερωτόκρ. Α΄ 1944, Β΄ 1430, Γ΄ 1079, 1110, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. β΄ 34, 136, γ΄ 85, Τζάνε, Κρ. πόλ. 5371, 54925, κ.π.α.· σιάζω, Λίβ. Esc. 1909, Χρον. Τόκκων 1636, Θησ. Πρόλ. [203], Γεωργηλ., Θαν. 151, Αλεξ. 251, Δεφ., Λόγ. 33, Αχέλ. 1969, Αιτωλ., Μύθ. 855, Πανώρ. Ε΄ 224, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [1216], Τζάνε, Κρ. πόλ. 4584· μτχ. ισασμένος, Notizb. 58.
Το αρχ. ισάζω. Για τον τ. σιάζω βλ. Ανδρ., Λεξ. (λ. σιάζω). Οι τ. σάζω και σιάζω στο Βλάχ. Οι τ. ισάζω, σιάζω, ’σάζω, καθώς και η λ. και σήμ.
I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) Ισιώνω: Εδά ’ν’ το ξύλο δροσερό και ’σάζεις τ’, α θελήσεις Ερωτόκρ. Γ΄ 279. 2) α) Εξομαλύνω, ισοπεδώνω (δρόμο, κλπ.): στράτες δυσκολοπέρατες να σιάσει να περάσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 26610· τα ρούματα να φράξουσι και τα βουνά να ’σάσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 26520· εβάλαν τους χαλφουσήδες και εσάσαν τες στράτες Βουστρ. 447. β) (μεταφ.) συγκρίνω, παρομοιάζω: με το φέγγος την ισάζει (ενν. ο στρατιώτης το κοράσιον) και νικά τον η ωραία·| το κάλλος της τον έποικεν ξένον από τα εδικά τον Λίβ. Sc. 827· γ) (προκ. για λόγια) «ταιριάζω», προσαρμόζω: να πουν πως άλλος τα ʼδωκε στου Ρώκριτου τη χέρα,| να ʼσάζουσι τα λόγια τως στην ώρα και στη μέρα (παραλ. 1 στ.)·... να βουηθηθεί ο φταισμένος Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1904· 3) α) Τακτοποιώ: τον καθρέφτην να κρατεί στο χέρι, το τσιμπίδι,| τις τρίχες της διά να σπα, να σιάζει το νιψίδι Βεντράμ., Γυν. 184· τις του κράτει το φαρί, τις τού ’σαζε τη σκάλα Ερωτόκρ. Δ΄ 1589· β) ρυθμίζω, κανονίζω, διευθετώ: μια μας δουλειά να ’σάσομεν, απὄχομε μεγάλη Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 117· Τα έργα μου (ενν. του Έρωτα) τσι διαφορές τω βασιλιάδω ’σάζουν Πανώρ. Ε΄ 31· έσασε να δώσει ομπρός τότες χιλιάδες δουκάτα Μαχ. 60429· ήρθαν αποκρισάριοι για τούτο να το σιάσουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 53810· όσον εμπόριεν, αφορμές τού ’βρισκε να τα ’σάζει Ερωτόκρ. Α΄ 852· με κείνο ’σάζει τ’ άρμενα, με κείνο τιμονεύγει Ερωτόκρ. Β΄ 558· να ’σάσει το κοντάρι ντου το τρέξιμο ν’ αρχίσου Ερωτόκρ. Β΄ 1316. 4) Συγκροτώ (στρατιωτική ομάδα): τους στρατιώτες τούς καλούς, την στρατιάν να σιάζουν Αλεξ. 1122· οπού ’σασιν οι εκατόν και οι ’κατόν σιασμένοι·| καλά εχαίρετον Θησεύς πώς ήσαν μοιρασμένοι Θησ. Ζ΄ [257]. 5) Συμφιλιώνω, συνδιαλλάσσω: Τον Γεννάρην, ͵ατογ΄ Χριστού ήλθεν εις την Αμμόχωστον και εγύρεψε να μπει μέσον τους να τους ’σάσει Μαχ. 44823· εμπαίναν και εκατεβαίναν εις την αυλήν του ρηγός ιε΄ μέρες να μπορήσουν να τους ’σάσουν Μαχ. 5222. 6) Συμφωνώ, συνεννοούμαι: Πολλά εταραχεύτησαν αλλήλως με τους λόγους,| δι’ ου ομού ουκ έσιαζαν να ποίσουν βασιλέα Χρον. Μορ. P 929· αφού τον πιάσει, ’σάζει με τον κλέπτην, διά καρτζά να παίρνει απέ τον κλέπτην Ασσίζ. 19519· είπαν περί τούτου πολλάκις τον συγγενή αυτού τον ... ότι ένι ισασμένος και οφείλει δούναι μοι την απόδειξιν Notizb. 58· κι εκείνοι οπού ήταν ’σασμένοι μετά του ... εσκοτώναν τους, και εις τούτον τον μόδον επήραν ιδ΄ πύργους και εσκοτώσαν και πολλούς Μαχ. 30228. 7) α) Επανορθώνω, αποκαθιστώ: είτι σφαλτόν και άσχημον ευρίσκεις να το ’σάζεις Αχέλ. 62· ο φρόνιμος σα σφάλει,| το σφάλμα με τη γνώση ντου θωρεί να σιάσει πάλι Ερωφ. Β΄ 38· Τ’ όνομα να σου σιάξομε πὄχεις αδικημένον Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [639]· Τα σφάλματ’ όλα ’σάζουνται κι η φρόνεση κι η γνώση,| το σφάλμαν απού λες μπορεί να ’σάσει και να λιώσει Ροδολ. Α΄ [103]· β) επιδιορθώνω, επισκευάζω: Ειδέ εκείνος οπού εκράτεν πρωτύτερα είχεν ποίσειν κανένα έξοδον ώσπερ να ’σάσει τα δώματα Ασσίζ. 41610· οι κτίστες για να βιάζουνται τα τείχη για να ’σάζουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 3036· γ) «διορθώνω», τιμωρώ, σωφρονίζω: ένας φλαμπουριάρης ... εμπατάρισε την Κορώνη και έσιασε τους κλέπτες του Μορέως Byz. Kleinchron. Α΄ 58431. 8) (Προκ. για στόχο) κατευθύνω: ... που ’σιαξες την σαΐταν μου ’ς τέτοιον πικρόν σημάδι Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [1238]· Πρεσβύτα, προς εμένανε την κοπανιάν σου σιάξε Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [517]. 9) Ετοιμάζω: Ελόγιασε τον κίνδυνον που θέλασιν περάσει| σ’ εκείνον οπού λόγιασεν ο σκύλος να του ’σάσει Αχέλ. 1663. Β´ Αμτβ. 1) α) Ισιώνομαι: τα στραβοράβδια των υποκριτών, όπου χρειάζονται εις τας κωμωδίας, αμήχανον έναι να ισάσουν ποτέ Σοφιαν., Παιδαγ. 98· β) εξισώνομαι: πόσον μάκρος να δώσει απ’ αυτό το χωράφι να ισιάσει μετά το άλλον Rechenb. 51· έδερνε τον τοίχο, ότι έπεφτε και εγέμιζε το χαντάκι και ίσασε ίσια με τη γη Χρον. σουλτ. 803· ο βασιλής και ο δούλος του, είς με τον άλλον σιάζει Πένθ. θαν.2 502· ευρέθη ουν και η δευτέρα μέθοδος τῃ πρώτῃ ισάζουσα Rechenb. (Vog.) 5420· το δει μια, δυο και τρεις φορές κι οι όρεξες δε ’σάζου Ερωτόκρ. A΄ 1179. 2) (Προκ. για άνθρωπο) βελτιώνομαι, καλυτερεύω, διορθώνομαι: βάλε επάνω τον πρέποντα κανόνα της μετανοίας να τον βαστά διά να ισάσει και να περπατήσει την ίσην στράταν της σωτηρίας Βακτ. αρχιερ. 216· τις οίδε κοιλιόδουλον, σπάταλον και ν’ αγιάσει,| αν είχεν όλα τα καλά, ποτέ να μηδέ σιάσει; Γεωργηλ., Θαν. 553. 3) Ισοσταθμίζω: οι δυο σομπροπατούσανε, στη ζυγαράν εσάζα Ερωτόκρ. Α΄ 37· τα λόγια τ’ άμοιαστα στη ζυγαρά δε ’σάζου Ερωτόκρ. Β΄ 1652. 4) Συμπίπτω: Εις το αυτό ’σάζουν μέσον τους ο νόμος και η ασσίζα των Ιεροσολύμων Ασσίζ. 42416. 5) (Απρόσωπ.) είναι βολικός, κατάλληλος: Ο στόλος δε ο τούρκικος, ’πειδή καιρός του σιάσε ... Αχέλ. 185· γυρεύγει μόδο και καιρό και τόπο να του ’σάζει Ερωτόκρ. Γ΄ 723. II. Μέσ. 1) Τακτοποιώ την εμφάνισή μου, καλλωπίζομαι: Σιάσου, παιδί μου και καλά πάτιε Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [937]· σιάξου όμορφα, καθώς μπορείς, Δορίντα μου, ψυχή μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [1510]. 2) (Προκ. για άνθρωπο) βελτιώνομαι: εντέχεται να βιγλίσει την ζωήν του και το κουστούμιν του και εντέχεται να ’σασθεί και να σιμώσει πάσα καλής υπόθεσης Ασσίζ. 2524. 3) Συμβιβάζομαι: ποία πλούτη και ποιες τιμές, ποία χαρά κι ειρήνη| των είχες δώσει να ’σαστούν με την ζωήν εκείνη; Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 138. 4) Συμφιλιώνομαι, συνεννοούμαι: ο βασιλής ως το ήκουσε, μεγάλως εβαρύνθη·| ύστερον εσιάστηκαν, καθώς το θέλεις μάθει Χρον. Μορ. P 1197· λογίζομαι, τό ακούσει το ο μπάιλος του Μορέως,| να ένι πολλά χαιράμενος, να ισιαστεί μετ’ εμάς Χρον. Μορ. H 8280· αυτός εγίνετον άρρωστος εις την ώραν| που σιάστη (έκδ. σίαστη· διορθώσ.) με τον Πάμφιλον Θησ. Ε΄ [234]· ισιάστη ο πρίγκιπας μετά τον βασιλέα Χρον. Μορ. H 2624· στο τέλος γαρ ισιάστησαν και μίαν βουλήν εδώκαν Χρον. Μορ. H 3566. 5) Συγκατανεύω: ας πέψομεν τινάν μήπως και ’σαστού να παν απώδε Μαχ. 36815· ως ευγενής και φρόνιμος ισιάστηκεν κι απήρεν| εκείνην την πριγκίπισσαν Χρον. Μορ. H 8076.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- ο, Τάξ. Πόρτ. (Baştav) 34· λουφές, Πτωχολ. B 178, 232· λοφάς, Byz. Kleinchron. Α΄ 259, 849, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 12514, 14110, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1102, 1103· λοφές, Πτωχολ. (Ζώρ.) Z 128, Πτωχολ. A 128, 181.