Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 8 εγγραφές  [0-8]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Atsalos, Term.

  • βιβλαρίδιον
    το, Χφφ 16. αι. κε. (Atsalos, Term. A΄ 85).
    Το μτγν. ουσ. βιβλαρίδιον.
    Βιβλίο. — Βλ. και βιβλιόπουλον.
       
  • βιβλιαρίδιον
    το, Χφ του 17. αι. (Atsalos, Term. Α΄ 85).
    Το μτγν. ουσ. βιβλιαρίδιον.
    Μικρό βιβλίο. — Βλ. και βιβλιόπουλον.
       
  • βιβλιδίτσιν
    το, Χφ. του 1318 (Atsalos, Term. Α΄ 52).
    Από το ουσ. βιβλίς και την κατάλ. ‑ίτσιν. Απ. και λ. βιβλίτσιον σε χφ του 1743 (Atsalos, Term. Α΄ 52 σημ. 5).
    Μικρό βιβλίο. — Βλ. και βιβλιόπουλον.
       
  • βιβλιόπουλον
    το, Χφ του 15. αι. (Atsalos, Term. Α΄ 86).
    Από το ουσ. βιβλίον και την κατάλ. ‑πουλον.
    Μικρό βιβλίο. — Βλ. και βιβλάκιο, βιβλαρίδιον, βιβλιαρίδιον, βιβλιάριον, βιβλιδάριον, βιβλιδίτσιν, βιβλόπουλον, βιβλύδριον.
       
  • βίβλος
    ο και η, Χφφ του 12. αι. (Atsalos, Term. A΄ 56), Γλυκά, Στ. 2, Πωρικ. Απ. 35, Πωρικ. P 10616, Ασσίζ. 23520, Διήγ. Βελ. 560, Φλώρ. 182, Αχιλλ. N 1777, Ιμπ. 171, Συναξ. γυν. 40, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1358, 1374, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1749, 1939, Διγ. Άνδρ. 35310, Ροδολ. Πρόλ. Μελλ. 71, Βακτ. αρχιερ. 211.
    Το αρχ. ουσ. βίβλος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) Χειρόγραφο τεύχος (Βλ. Atsalos, Term. A΄ 55 κε.). Βλ. και βιβλιάριον 1. 2) Βιβλίο, σύγγραμμα (οποιουδήποτε χαρακτήρα) (Βλ. L‑S, λ. βύβλος I3): σοφών αρχαίων ήκουσα, πολλάς ανέγνων βίβλους Γλυκά, Στ.ανοίξετε τους βίβλους και κρίνετε αυτούς Πωρικ. Απ. 35· Πάντες οι άλλοι των άλλων νόμων εντέχεται να ομόσουν εις τας βίβλους τους νόμους τους, οι Σαμαρίτες να ομόσουν επάνω εις τας έ βίβλους του Μωσέως Ασσίζ. 23520· ανέγνωσεν, κατέμαθεν, βίβλους διήλθεν Φλώρ. 182· εσυνεγραψάμεθα ταύτην την βίβλον Αχιλλ. N 1777· και ο άγιος ο διδάσκαλος ο Μέγας Αυγουστίνος,| ο βίβλος «Πόλη του Θεού» το μαρτυρεί και εκείνος Συναξ. γυν. 40· συνήγαγε εκ πάντων τα καλλιότερα και εποίησεν αυτός μίαν βίβλον Βακτ. αρχιερ. 211. Βλ. και βιβλίον. 3) Τμήμα συγγράμματος (Η σημασ. μτγν., L‑S, λ. βύβλος I4. Βλ. Atsalos, Term. A΄ 61). Βλ. και βιβλίον.
       
  • βιβλύδριον
    το, Χφ 17. αι. (Atsalos, Term. A΄ 52 σημ. 2).
    Από το ουσ. βίβλος και την κατάλ. ‑ύδριον. Η λ. και στον Ευστ. 63260.
    Μικρό βιβλίο. — Βλ. και βιβλιόπουλον.
       
  • γράψιμο(ν)
    το, Atsalos, Term. A΄ 187-189, Ασσίζ. 14920‑1, 15427, 25831, 35323‑4, 27, 47822, Μαχ. 5417, 2521, 26615‑6, 31417, 31623, 50415, Βουστρ. 487, 537, Άνθ. χαρ. 29221, Πεντ. Έξ. XXXII 16, Λευιτ. XIX 28, Κυπρ. ερωτ. 13214, Συναδ., Χρον. 31, Σουμμ., Παστ. φίδ. Αφ. [36].
    Από τον αόρ. του γράφω και την κατάλ. ‑ιμο(ν). Η λ. τον 5. ή 6. αι. (Βλ. Sophocl.,Lampe, Lex. και Atsalos, Term. Α΄ 187) και σήμ. (Δημητράκ.).
    1) Γράψιμο (ως ενέργεια) (Η σημασ. τον 5. ή 6. αι., Sophocl. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): φοβούμαι με το γράψιμον μηδέν βαρομεθύσω Κυπρ. ερωτ. 13214· έμαθα την γραμματικήν, το γράψιμον Συναδ., Χρον. 31. 2) Αντιγραφή (Για τη σημασ. βλ. Atsalos, Term. Α΄ 187). 3) Γραφικός χαρακτήρας (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 3): τα πλάκα  (= πλάκια?) κάμωμα του Θεού αυτά και το γράψιμο γράψιμο του Θεού· αυτό σκαμμένο επί τα πλάκα Πεντ. Έξ. XXXII 16. 4) Έκφρ. γράψιμο βούλισμα = «τατουάζ»: τσαγρώνισμα εις ψυχή μη δώσετε ... και γράψιμο βούλισμα μη δώσετε εις εσάς Πεντ. Λευιτ. XIX 28. 5) α) Γραπτό (κείμενο) (Η σημασ. και σήμ., στη λογοτ., Δημητράκ. στη λ. 2): Ωφέλιμα γραψίματα μ’ αγάπη να διαβάζει Σουμμ., Παστ. φίδ. Αφ. [36]· Εις το ύστερον θέλω να κορδιάσω τούτα τα γραψίματα αντάμα Άνθ. χαρ. 29221· β) έγγραφο (επίσημο): είτι ποίσει, να είναι αξαζόμενον ως γιο να ήτον γράψιμον της μεγάλης αυλής Μαχ. 50415· έδραξεν ο λαός το σεντούκιν των γραψιμάτων της λόντζας των Γενουβήσων και ετσακκίσαν το Μαχ. 31417· εποίκαν γραψίματα με νοτάρην μεσόν τους Μαχ. 5417· γ) ονομαστική καταγραφή, κατάλογος: επήγαν μετά τους οι άρχοντες θαρρώντα να πάρουν τα πράγματα με γράψιμον· και να τα πάρουν εις την αυλήν Βουστρ. 537. 6) Φρ. βάνω ή βάλλω εις γράψιμον· βλ. βάνω Α25γ. 7) Έκφρ. με γράψιμον = εγγράφως, γραπτώς: αμμέ διά να ένι η δόσις πλείον στερεωμένη, ... εντέχεται να γίνεται με γράψιμον, ει δε ένι παρακάτω, εμπορεί να γίνεται άγραφα Ασσίζ. 15427.
       
  • εγχειρίδιον
    το, Atsalos, Term. 86· εγχειρίδι, Ρωσσέρ. 8.
    Το αρχ. ουσ. εγχειρίδιον (L‑S, λ. εγχειρίδιος). Η λ. και σήμ. ως λόγ. (Δημητράκ.).
    Μικρό βιβλίο (Η σημασ. μτγν., L‑S, λ. εγχειρίδιος II3 και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 4. Βλ. και Θαβώρ., Ουσιαστ. 102): υψηλονούς Αυγουστίνος εις το εγχειρίδι Ρωσσέρ. 8.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης