Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 118 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Act. Xér.

  • βαγεναρείον
    το, Act. Xér. 3030.
    Από το ουσ. βαγενάρης και την κατάλ. ‑είον. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. βαγεναρειό).
    Οιναποθήκη (Βλ. ΙΛ, ό.π. 1): εν τῃ εκκλησίᾳ και τοις κελίοις ή εν τῳ βαγεναρείω Act. Xér. 3030. — Βλ. και άμητος, βότα.
       
  • βαγενάρης
    ο, Act. Lavr. 634, 6429, Act. Xér. 18B11.
    Από το ουσ. βαγένι και την κατάλ. ‑άρης. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. βαγενάρις). Για τη λ. βλ. και Mazal, JӦBG 17, 1968, 95.
    Κατασκευαστής «βαγενίων» ή μοναχός αρμόδιος στην επιστασία της οιναποθήκης.
       
  • βαγένιον
    το, Act. Lavr. 6782· βαγένι, Κρασοπ. (Eideneier) L 4 (21)· βαγένιν, Act. Xér. 9A38, 9B17, 18, 9B57, 9B62, Κρασοπ. (Eideneier) I 170 (106a).
    Πιθ. από το σλαβ. vagan (Βλ. και ΙΛ, λ. βαγένι, ετυμολ.). Ο τ. και σήμ. (ΙΛ, λ. βαγένι).
    Βαρέλι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, ό.π. 1). — Βλ. και βαρέλα, βαρέλι, βουτσίον 1, βουσόπουλον, βούτσος.
       
  • Βαρδαριώτης
    ο, Act. Xér. 195, Πουλολ. 261, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 447 κριτ. υπ.· Βαρβαριώτης (;), Πουλολ. Αθ. 215, Πουλολ. 261 (κριτ. υπ.)· Παρβαριώτης (;), Πουλολ. 261 (κριτ. υπ.).
    Από το κύρ. όν. Βαρδάρης και την κατάλ. ‑ιώτης.
    Τούρκος εγκατεστημένος κοντά στον ποταμό Βαρδάρη (Βλ. Mor., Byzantinot. B΄ 82): Βαρδαριώτες κόπελοι Πουλολ. 261.
       
  • βαρύνω,
    Σπαν. A 369, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 352, Προδρ. III 148, Μανασσ., Χρον. 1011, 6683, Διάτ. Κυπρ. 50823, 50921, Ιερακοσ. 40628, Χρον. Μορ. H 1196, 2400, 2531, 2770, 3064, 3071, 5779, Χρον. Μορ. P 3071, 3202, 4183, 7082, Act. Xér. 2626, Αρμεν., Εξάβ. Β΄ 4123, Παράρτ. 255 (σχόλ.), Πτωχολ. N 755, Φυσιολ. (Zur.) VI 2β2, Φυσιολ. (Offerm.) G 345, 1088, Βησσ., Επιστ. 364, Μαχ. 1023, 10830, 2121, 34228, 56618‑9, 56834, Δούκ. 40916, Αλφ. (Μπουμπ.) I84, Βίος γέρ. V 827, Αιτωλ., Μύθ. 4219, 1046, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [545], Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 3713· αόρ. εβεβαρύνθην, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 235.
    Το αρχ. βαρύνω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. βαρένω).
    I. (Ενεργ.) 1) α) Πιέζω με το βάρος μου (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. Ι1 και σήμ., ΙΛ, λ. βαρένω Α2β): ώστε εξείναί μοι τας εμάς δοκούς τοις σοις επιτιθέναι οίκοις και τον σον βαρύνειν τοίχον Αρμεν., Εξάβ. Β΄ 4123· β) (μεταφ.) προκαλώ αίσθημα βάρους, στενοχωρώ, δυσαρεστώ (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. Ι2 και σήμ., ΙΛ, λ. βαρένω Α2γ): Ο φόβος γή η αποκοτιά δεν ξεύρω αν τον βαρύνει Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ 545. Βλ. και βαρυκαρδίζω. 2) Επιρρίπτω σε κάπ. ευθύνη, κατηγορώ κάπ.: να μηδέν κατηγορούν εμάς μετά ταύτα, να μηδέ βαρύνουσί μας Βησσ., Επιστ. 364. Βλ. και βαραίνω Β1γ. 3) Κάνω κ. χειρότερο, επιδεινώνω (Πβ. τη μτγν. σημασ., L‑S στη λ. Ι2 και τη σημερ., Δημητράκ. στη λ. 5): εβάρυνον, επέτεινον ηύξανον τας κακώσεις Μανασσ., Χρον. 1011. 4) Χτυπώ: όπου πρώτα σκοτώνει τον άνθρωπον και τότε λαλεί του: «Βαρύνω σε θέλω» Μαχ. 56618‑19. Βλ. και ακροκοντώ α, απολύω Α16 φρ., αχαμνώ 3, βαρώ ΙΑ2α, βιτσώνω, βουτυπώ (μεταφ.), πατάσσω. 5) Έκφρ. βεβαρυμένος ύπνῳ = κοιμισμένος: εξυπνίζουσι τους βεβαρυμένους ύπνῳ Φυσιολ. (Offerm.) G 1088. II. (Μέσ.) Α´ (Αμτβ.) 1) Έχω βάρος (Πβ. ΙΛ, λ. βαρένω Α1β): δεύτερον περίχυμα, μαζός βεβαρυμένος Προδρ. III 148. 2) Ασκώ πίεση με το βάρος μου (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 1): πάντες, χριστιανοί τε και Τούρκοι, εις μίαν της διήρεως πλευράν βαρυνθέντες την τρόπιν άνω και τα στέγη κάτω τῳ βυθῴ παρέπεμψαν Δούκ. 40916. 3) Υφίσταμαι βάρος, πίεση, επιφορτίζομαι (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): ουδέ ωφελείται, ειμή και μάλλον βαρύνεται φροντίδος αναδεξάμενος βάρος Αρμεν., Εξάβ. Παρ. 255 (σχόλ.)· προς τούτοις βαρύνομαι χρέους ένεκα πατρικού μου Act. Xér. 2626. 4) Γίνομαι βαρύς, εξασθενώ (Η σημασ. μτγν., Δημητράκ. στη λ. 3· πβ. και ΙΛ, λ. βαρένω Α3α αμτβ.): εάν γηράσει, βαρύνονται αυτού αι πτέρυγες Φυσιολ. (Zur.) VI 2β2‑3· προκατειλημμένος ήδη τῳ χρόνῳ φαίνεται και βαρυνόμενος Ιερακοσ. 40628. Βλ. και ατονώ, αχαμνίζω Α2β. 5) Δυσφορώ, δυσανασχετώ (Για τη σημασ. πβ. ΙΛ, λ. βαρένω Α2γ αμτβ.): αυτόν δε βαρυνόμενον και δυσανασχετούντα Μανασσ., Χρον. 6683. Β´ (Μτβ.) 1) Θλίβομαι, στενοχωρούμαι· βαρέως φέρω, οργίζομαι (Για τη σύντ. βλ. Ανδρ., Προσφ. Κυριακ. 53): πολλά εβαρύθην και τον θάνατον του βισκούντη Μαχ. 56834· μη το βαρυνθείς τό έδωκεν η κρίσις Χρον. Μορ. H 2400· εθλίβη γαρ και εχόλιασε, μεγάλως το εβαρύνθη Χρον. Μορ. H 3064. Βλ. και βαριούμαι Ι2, βαρυθυμώ. 2) Βαριέμαι κ., δεν μου αρέσει κ., αποφεύγω: ο μύθος λέγει πως πολλοί βαρύνονται τα λόγια Αιτωλ., Μύθ. 4219· οι δε καλοί βαρύνονταί σε ως άχρηστον την γνώμην Σπαν. A 369· ποτέ δεν βαρύνομαι εις του λόγου της Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 3713. Βλ. και βαριούμαι IIβ. — Βλ. και βαραίνω, βαρυγγωμώ.
       
  • βατοκόπιον
    το, Act. Xér. 9B20· βατοκόπιν, Act. Xér. 9A14.
    Από το ουσ. βατοκόπος. Η λ. και στο Du Cange· ο τ. και σήμ. (ΙΛ, λ. βατοκόπι).
    Κλαδευτήρι για τους βάτους και τους θάμνους (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βατοκόπι 1): διατίθημι και περί των προσόντων μοι πραγμάτων ... βατοκόπ(ιον), κλαδευτήρ(ιον) Act. Xér. 9B20.
       
  • βόιδι(ν)
    το, Ιατροσ. κώδ. ϡδ΄, Θυσ.2 40, Χριστ. διδασκ. 288, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1895, 2652· βόδι(ν), Διήγ. παιδ. 1027, Φυσιολ. (Legr.) 1022, Σαχλ., Αφήγ. 129, Δεφ., Λόγ. 98, Πεντ. Γέν. XXXII 6, XLIX 6, Έξ. XXI 28, Λευιτ. IV 10, IX 4, XXII 27, XXVII 26, Αρ. VII 3, XVIII 17, Δευτ. V 14, 18, VII 13, XV 19, XXVIII 3, 18, Αιτωλ., Μύθ. 153, 185, Τζάνε, Κρ. πόλ. 34812, 36021, 3709· βόδι(ν) ή βόδιον, Τρωικά 5286, Σταφ., Ιατροσ. 14389, Διήγ. πανωφ. 60, Βακτ. αρχιερ. 164· βόδιον, Συναξ. γαδ. 126, Γαδ. διήγ. 192, Αιτωλ., Μύθ. 224, 519, 917, 29, Ιστ. Βλαχ. 2241, Διγ. Άνδρ. 38128· βόιδιον, Μπερτολδίνος 107· βοΐδι(ν) ή βοΐδιον, Metrol. 193· βοΐδι(ν), Χρον. Μορ. H 1126, 3714, Πεντ. Λευιτ. XVII 3, Αρ. XV 11, Δευτ. XIV 4, XVII 1, XXII 4, Ροδολ. Β΄ [347]· βοΐδιον, Act. Xér. 9A20, Βακτ. αρχιερ. 143.
    Από το αρχ. ουσ. βοΐδιον. Η λ. στον Κατσαΐτ., Ιφ. Β΄ 246 και σήμ. (ΙΛ, λ. βόιδι)· Ο τ. βόδιον ήδη στον Ησύχ. (λ. βώδιον). Ο τ. βοΐδιον ήδη στα Αποφθ. πατέρ. 280A. Οι τ. βόδι(ν) και βοΐδι(ν) και σήμ. (ΙΛ, λ. βόιδι).
    Βόδι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βόιδι 1): μοσχάρια, βόδια και χοιρίδια Γαδ. διήγ. 192. Η λ. και ως τοπων.: Μαχ. 34017. — Βλ. και βους 1.
       
  • βομβύκινος,
    επίθ.· βαβύκινος, Διαθ. Αγ. Γεωργ. Μαγγ. (REB 6, 1948, 46, 47δις), Ασσίζ. 2441 (έκδ. βιβήκια, πιθ. εσφαλμ. γρ. αντί βαβύκιναβαμβάκινος, Κώδιξ Βιβλιοθήκης μονής Πάτμου 520· βαμβύκινος, Κώδιξ Βιβλιοθήκης μονής Πάτμου 513, 520, 524, Act. Xér. 9A12, 9B16, Βίος Αλ. 5628, Βεν. κείμ. 3, βαμπύκινος, Σεβήρ., Σημειώμ. 100· παμπύκινος, Βεν. κείμ. 3.
    Από το ουσ. βόμβυξ.
    1) Μεταξωτός (Βλ. L‑S): σινδόνιον βαμβύκινον Βίος Αλ. 5628. 2) (Προκ. για βιβλία) (Βλ. Δημητράκ. και Atsalos, Term. A΄ 140): βιβλιδόπουλον βαμβύκινον Κώδιξ Βιβλιοθήκης μονής Πάτμου 524. Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = μεταξωτά υφάσματα: Απέ τα βαβύκινα και απέ τα βαμπακερά κελεύει το δίκαιον να λάβουν εις τα μάρκα ρ΄ Ασσίζ. 2441.
       
  • βουβαλάρης
    ο, Πτωχολ. Z 118, Πτωχολ. N 454, Αιτωλ., Μύθ. 9312, Σοφ. πρεσβ. B 169.
    Από το ουσ. βούβαλος και την κατάλ. ‑άρης. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. βουβαλάρις).
    Βοσκός βουβαλιών (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βουβαλάρις): βουβαλάρη το εδώκαν| κι έπινε βουβάλας γάλα Πτωχολ. Z 118. Η λ. και ως επών.: Act. Xér. 16144. — Βλ. και βουκόλος.
       
  • βούλλα
    η, Λόγ. παρηγ. L 707, Act. Lavr. 6624, Ασσίζ. 2213, 22914, 18, 23, 4798, 12, Act. Xér. 209, 52, Διγ. A 4078, Χρον. Μορ. H 316, 2381, 3031, 8125, Βίος Αλ. 1875, Διήγ. Βελ. 136, 137, Μαχ. 5419, 808, 5089, 67424, Χρον. σουλτ. 9321, 1384, Γεωργηλ., Βελ. 193, Ριμ. Βελ. 214, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 129 κριτ. υπ., Έκθ. χρον. 3710, Κορων., Μπούας 4, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 718, 730, Σοφιαν., Παιδαγ. 100, Πεντ. Έξ. XXXIX 6, Ιστ. πολιτ. 4922, Ιστ. πατρ. 12116, Σεβήρ., Σημειώμ. 27, Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 391, 395, Δωρ. Μον. XXXIX, Ιστ. Βλαχ. 1570, Διγ. Άνδρ. 40038, 4012, Λίμπον. 307, Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 398, Πρόλ. άγν. κωμ. 39, Χριστ. διδασκ. 146, Διγ. O 650, Διακρούσ. 7430, Τζάνε, Κρ. πόλ. 4643.
    Το μτγν. ουσ. βούλλα (Sophocl.). Βλ. και Du Cange και Du Cange, Addenda. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) Σφραγισμένο δισκίο από μόλυβδο ή άργυρο ή χρυσό που κρεμόταν από επίσημα έγγραφα (Βλ. Du Cange και Καραγ., Βυζ. διπλ.2 119-28): προστάγματα του εποίκασιν με κρεμαστές τες βούλλες Χρον. Μορ. H 316· έδωκέ του χαρτία άγραφα με χρυσές βούλλες Δωρ. Μον. XXXIX. 2) α) Το όργανο με το οποίο σφραγίζεται κ., σφραγίδα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3α): Περί τον χρυσοχόν οπού ποιεί άνομας βούλλας Ασσίζ. 2213· βλ. και βουλιστήρι, βούλλωμα(ν) 1· β) το αποτύπωμα της σφραγίδας (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3β): απήρεν μαρτυρίες| εγράφως με τες βούλλες τους Χρον. Μορ. H 8125· του ’δωκε την εξουσιά, τη βούλλαν του τού βάνει Τζάνε, Κρ. πόλ. 4643. 3) (Μεταφ.) στίγμα ηθικό: χίλιες μύριες εντροπές και βούλλες τσι κουκλώνου Φορτουν. (Vinc.) B΄ 398. 4) Επίσημο έγγραφο σφραγισμένο (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 7γ): δώσε μου βούλλα και άνθρωπον βασιλικόν να κάμεις Λίμπον. 307· την βούλλαν κράτει αυτουνού, επέρνα χωρίς φόβον Διγ. A 4078. Βλ. και αργυρόβουλλον. 5) Ύφασμα με το οποίο δένονται τα μάτια, «τυφλοπάνι» (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 8. Για πράγμα βλ. Κουκ., ΗΜΕ 1930, 424): σκύψε να λύσω τα δεσμά, να κατελύσω βούλλας Διήγ. Βελ. 137.
       
  • βουλλώνω (I),
    Λόγ. παρηγ. O 722, Ασσίζ. 2222, 10323, 10428, 23118, 20, Βακτ. αρχιερ. 144, 164, 188, Διγ. A 97, Act. Xér. 205, 51, Χρον. Μορ. H 1894, 2427, 2941, 4571, 7695, 7750, 8745, 8755, Διήγ. Βελ. 62, 130, Απολλών. 302, Μαχ. 1430, 35, 505, 5418, 41011, 5088, Σφρ., Χρον. μ. 469, Θησ. (Foll.) I 113, Γεωργηλ., Θαν. 70, Γεωργηλ., Βελ. 100, Ριμ. Βελ. 111, 113, Βουστρ. 487, 505, 514, 521, Γαδ. διήγ. 445, Αλεξ. 161, 761, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 267, 355 κριτ. υπ., Έκθ. χρον. 3711, Απόκοπ. 480, Συναξ. γυν. 966, Σοφιαν., Παιδαγ. 100, Πεντ. Δευτ. XXXII 34, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1270, Χρον. σουλτ. 13030, Ιστ. πατρ. 12117, Ιστ. Βλαχ. 945, 1571, 1576, 2176, Χριστ. διδασκ. 87, 130, 475, Διγ. O 629, Διακρούσ. 7430, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 1432, κ.π.α.
    Από το ουσ. βούλλα. Η λ. και στο Du Cange και σήμ. (ΙΛ).
    Α´ Κυριολ. 1) Σφραγίζω κ. με βούλλα (Βλ. Du Cange, Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1): Το προβελέντσι εβούλλωσεν ατός του ο λογοθέτης Χρον. Μορ. H 7695· Χαρτία άγραφα του εβούλλωσε με το χρυσόβουλλόν του Χρον. Μορ. H 4571· βλ. και αποσφραγίζω· (προκ. για νομίσματα): γι’ αρχή πλερωμής ... έδωκεν ... υπέρπυρα γ΄, κατρίνια βουλλωμένα Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 61311· (μεταφ.): εις το οποίον (ενν. Ευαγγέλιον της Σωτηρίας) έστοντας να πιστεύσετε εβουλωθήκετε με το Πνεύμα του ταξίματος το άγιον Χριστ. διδασκ. 130· όταν στον λύκον κατεβεί η βουλλωμένη χάρη Γαδ. διήγ. 445. 2) Σφραγίζω, κλείνω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2α): όρισεν και εβουλλώσαν το σύγκριτον και την βόταν όπου ήτον ο βίος Μαχ. 505. Βλ. και ασφαλίζω, βαδώνω, μανταλώνω. 3) α) Βάζω σε κάπ. σημάδι για αναγνώριση (Για τη σημασ. βλ. Χατζ., Ξέν. στοιχ. 39): όρισεν και εβάλασιν κερίν εις το νύχιν του μεγαλλιόνος του και εβουλλώσαν το Μαχ. 41011· όποιος ήτονε εις την αίρεση του Κουζιλμπάση τους επαίδευε και τους εβούλλωνε στο μέτωπο Χρον. σουλτ. 13030· β) στιγματίζω κάπ. με πυρακτωμένο σίδερο (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α3α. Για το πράγμα βλ. Κουκ., ΒΒΠ Ε΄ παράρτ. 110): Εάν γένηται ότι πιάσουν έναν κλέπτην και φέρνουν τον εις την αυλήν και ευρίσκουν τον βουλλωμένον, ήγουν καστηριασμένον Ασσίζ. 23120. Β´ Μεταφ. 1) (Μέσ.) εξαλείφομαι: να τελειωθεί η αμαρτία και να βουλλωθούσιν αι αμαρτίες και να λειωθούσιν οι παρανομίες Χριστ. διδασκ. 87. Βλ. και απογίνομαι (I) 1. 2) Μεταβιβάζω την κυριότητα κάπ. πράγματος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β2): να παν εις το σπίτιν του κούντη τε Τζαφ και να βουλλώσουν το δικόν του Βουστρ. 487. 3) Επικυρώνω κ. (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β3): τες συμφωνίες της τρέβας| να τες βουλλώσουσιν εκεί με το χρυσόβουλλόν του Χρον. Μορ. H 8755. Βλ. και βεβαιώνω Α2. 4) (Προκ. για μάτια ανθρώπου) κλείνω, σφραγίζω (Πβ. ΙΛ στη λ. Β4α. Βλ. και Κουκ., ΗΜΕ 1930, 424): τυφλώνουσιν τα μάτια του με το χρυσό μανδήλιν,| βουλλώνουν τα οι μεσάζοντες Ριμ. Βελ. 111. Βλ. και ασφαλίζω 10, καμμυώ.
       
  • βουρδώνι
    το, Πεντ. Γέν. XLIX 11· βορδώνιν, Ασσίζ. 18026, 4338, Act. Xér. 9A20, B30, 56, Μαχ. 60215· βορδώνι(ν) και βορδώνιον, Act. Lavr. 3834, 4428, 4831, Πεντ. Γέν. XXXII 16· βορδώνιον, Ον. Δανιήλ 72.
    Από το μτγν. ουσ. βουρδών-βορδών <λατ. burdo. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. βορδώνι).
    1) Ημίονος, μουλάρι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βορδώνι Α1): εάν ήτον μούλαν ή βορδώνιν, εντέχεται να του δώσει πέρπυρα λ΄ Ασσίζ. 18026. Βλ. και μουλάρι. 2) Όνος, γάιδαρος: βορδώνια είκοσι και μουλάρια δέκα Πεντ. Γέν. XXXII 16.
       
  • βουτσίον
    το, Κρασοπ. 17· βουτσί(ν), Κρασοπ. 22, 62, Rechenb. 821, Act. Xér. 3030, Βουστρ. 463 (κριτ. υπ.), Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 595, Σαχλ., Αφήγ. 146, 798, Τριβ., Ρε (Ζώρ.) 30, Τριβ., Ρε 352 (έκδ. βούτσια· διόρθ. Πολ. Λ., Ελλην. 14, 1955, 523, σε βουτσιά), Χρον. σουλτ. 10816, Κατζ. Α΄ 144, Ε΄ 336, Τσιρίγ., Επιστ. 168, Στάθ. Γ΄ 395, 526, Στάθ. (Θέατρο) Β΄ 126, Τζάνε, Κρ. πόλ. 16910, 21112, 21514, 21828, 28810, 29311· βουτσίν και βουτσίον, Act. Lavr. 6782, Καναν. 76D, Μαχ. 46227, Καραβ. 49211, 49420, 49910, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 672 κριτ. υπ., Έκθ. χρον. 137, Χρον. σουλτ. 8120, Ιστ. πολιτ. 1716, Τσιρίγ., Επιστ. 168 δις (έκδ. βούτζια· διορθώσ. βουτσία), κ.α.· βουττίν, Βουστρ. 463· βουττίον, Metrol. 120.
    Από το ουσ. βουτίον <βυτίον. Ο τ. βουττίον ήδη τον 6. αι. (Sophocl.). Για τον τ. βουτσίον βλ. Du Cange (λ. βούτα). Η λ. και στον Κατσαΐτ. και σήμ. (ΙΛ, λ. βουτσί).
    1) Βαρέλι για διατήρηση κυρίως κρασιού (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βουτσί 1): Οι κατεργάροι με σακκιά χώματ’ αναβαστούσι,| για να στουμπώσουν τα τειχιά κι άλλοι βουτσά κυλιούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 28810· πάντα να ’ναι τα βουτσά να πίνομε γεμάτα Στάθ. Γ΄ 526· αν είν’ και θέλετε κρασά, βουτσιά ’χω να σας δείξω Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 595. Βλ. και βαγένιον. 2) Μέτρο χωρητικότητος πλοίων (Για τη σημασ. βλ. Schilb., Byz. Metrol. σ. 122, 130. Πβ. και το γαλλ. tonneau): θέλει είσταιν τούτον το καράβιν βουτσίων επτακοσίων, το πολύν ως επτακοσίων πενήντα Καραβ. 49420· εις αυτά τα καράβια ήτονε ένα πολλά μεγάλο, έως εννιακόσω βουτσώ Χρον. σουλτ. 10816.
       
  • βουτσόπουλον
    το· βουτσόπολον, Act. Xér. 3030.
    Από το ουσ. βουτσί(ον) και την κατάλ. ‑πουλον.
    Μικρό βαρέλι: Act. Xér. 3030. — Βλ. και βαγένιον.
       
  • βρίζα
    η, Act. Xér. 9B32, 64, 66.
    Το μτγν. ουσ. βρίζα. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    Είδος δημητριακού, βρίζα (Η σημασ. μτγν., L‑S και σήμ., ΙΛ): μουρσί μεστ(όν) βρίζης Act. Xér. 9B32.
       
  • βρουλέα
    η, Act. Xér. 2055, Σιγιλλ. Κωνστ. Μακρ. 36.
    Από το ουσ. βρούλο και την κατάλ. ‑έα. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. βουρλεά).
    Τόπος όπου φυτρώνουν βούρλα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βουρλεά 3): διέρχεται το μνημείον ... και απέρχεται κατ’ ευθείαν εις την εκείσε βρουλέαν Σιγιλλ. Κωνστ. Μακρ. 36.
       
  • βρούλον (I)
    το, Act. Xér. 2010, Περί ξεν. V 133, Φαλιέρ., Ρίμ. AN 202.
    Η λ. σε σχόλ. (Sophocl.) και σήμ. (ΙΛ, λ. βούρλο). Βλ. και Steiner, Stud. byz. Lexik. 159.
    Υδροχαρές φυτό της τάξης των βρουλωδών, βούρλο (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βούρλο 1): την θάλασσαν να έπιεν με όλον της τον άμμον| και πάλιν να επήγαινεν να ’φαγεν και τα βρούλα| και τα ανεμοκάραβα Περί ξεν. V 133.
       
  • γαλεάγρα
    η, Act. Lavr. 2422, 5939· γαλιάγρα, Act. Xér. 9A31, 9B47.
    Το αρχ. ουσ. γαλεάγρα. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    Πιεστήριο για ελιές, κηρήθρες, σταφύλια (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): έχω ... αμπελοχώραφα και συκάμινα ί ... και γαλιάγραν μαρμάρινον Act. Xér. 9B47.
       
  • γαμβρός
    ο, Τρωικά 52914, 53119, Διγ. Z 250, 576, 717, 1962, 2071, 2090, Χρον. Μορ. P 3491, Ορισμ. Μαμελ. 9821, Chron. br. (Loen.) 1, 111, Πτωχολ. P 48, Λίβ. N 2873, Ιμπ. 362, Notizb. 25, Δεφ., Λόγ. 539, Βίος γέρ. V 139, Δωρ. Μον. XXV, Διγ. Άνδρ. 31727, 32510, 3512, 3606, κ.π.α.· γαβρός, Act. Xér. 18B3, Ερμον. Α 214, Ν 364, Π 146, Χρον. Μορ. H 245, Χρον. Μορ. P 7412, Απολλών. 287, 291, 369, 792, 846, Λίβ. N 3733, Χρον. Τόκκων 1121, Μαχ. 1812, Έγγρ. του 1493 (Μανούσ., ΕΜΑ 6, 1956, 169), Άνθ. χαρ. 30113, Βεντράμ., Γυν. 272, 282, κ.α.· γαμπρός, Διγ. Z 495, Διγ. (Trapp) Esc. 155, 327 (κριτ. υπ.), 581, 750, Ακ. Σπαν. 45535, 540, Chron. br. (Loen.) 12, Πτωχολ. N 42, Πανάρ. 754, Λίβ. Esc. 2338, Λίβ. N 2494, Αχιλλ. O 25, Παρασπ., Βάρν. C μετά στ. 221, Μαχ. 4423, Έκθ. χρον. 487, 5912, 646, 666, 7724, Απόκοπ. 472, Συναξ. γυν. 669, Βεντράμ., Φιλ. 276, Πεντ. Γέν. XIX 12, 14, Έξ. IV 25, Έγγρ. Σύρου Α΄ 123, Χρον. σουλτ. 8515, Ερωφ. Δ΄ 523, Ιστ. Βλαχ. 2842, Διγ. Άνδρ. 35932, Ερωτόκρ. Γ΄ 1444, Ε΄ 836, Στάθ. Γ΄ 176, Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. α΄ [54], Φορτουν. (Vinc.) Ε΄ 304, 332, Διγ. O 1620, Τζάνε, Κρ. πόλ. 4238, κ.π.α.· γαπρός, Μαχ. 33029, 39018.
    Το αρχ. ουσ. γαμβρός. Ο τ. γαμπρός και σήμ. (ΙΛ, λ. γαμπρός). Οι τ. γαβρός και γαπρός με παρασιώπηση του μ (Βλ. Παντ., B-NJ 6, 1927/28, 420).
    1) Ο σύζυγος κόρης ή αδελφής (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I, II και σήμ., ΙΛ, λ. γαμπρός 1 ): εκ των θυγατέρων του εις οίαν αρεστεί να τον επάρει γαμβρόν Τρωικά 52914· τον γαμπρόν τους ηύρηκαν μετά της αδελφής των Διγ. (Trapp) Esc. 581· ωσάν ηθέλησες έτσι και έγινεν και εχάρισές με γαμβρόν ανδρειωμένον Διγ. Άνδρ. 3606. 2) «Νυμφίος» (η σημασ. και σήμ.): κι ελογαριάζανε χαρές κι ωσάν γαμπροί να μπούνε Τζάνε, Κρ. πόλ. 4238.
       
  • γέννημα(ν)
    το, Διγ. Z 151, 469, Βέλθ. 147, Πτωχολ. P 251, Πτωχολ. N 734, 749, Λίβ. P 761, 1498, Λίβ. Sc. 510, Λίβ. Esc. 1058, 1614, Λίβ. N 917, 1476, Act. Xér. 2828, Αχιλλ. L 553, Αχιλλ. N 818, Καναν. 64A, Φυσιολ. 34721, 3649, Μαχ. 408, Δούκ. 22124, Διήγ. Αλ. V 86, Σοφιαν., Παιδαγ. 121, Πεντ. Γέν. XIV 14, XVII 23, XLI 35, 49, XLII 3, 25, XLV 23, Έξ. XIII 12, Λευιτ. XXII 11, Δευτ. VII 13, XXVIII 18, Έγγρ. Σύρου Α΄ 124δις, Ιστ. πατρ. 8521, Μηλ., Οδοιπ. 634, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 407, 453, Διγ. Άνδρ. 32328, Στάθ. Γ΄ 467, Συναδ., Χρον. 66, Βακτ. αρχιερ. 182, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [903], Ε΄ [317], Λίμπον. 131, Τζάνε, Κρ. πόλ. 36018, 39013, κ.α.
    Το αρχ. ουσ. γέννημα. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ., λ. γέννημα). Βλ. και L‑S (λ. γένημα).
    1) Αυτό που γεννιέται· α) (προκ. για ανθρώπους) παιδί (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. γέννημα I1 και σήμ., Δημητράκ., λ. γέννημα 1): όχι ωσάν ξένο γέννημα, μα πάντα ωσάν παιδί σου Στάθ. Γ΄ 467· Τούτη είναι του διαβόλου| γέννημα Πτωχολ. P 251· Ην γαρ Σμυρναίος γέννημα και θρέμμα Δούκ. 22124· Εγώ Ιάκωβος Μηλοΐτης, γέννημα νήσου Πάτμου ... Μηλ., Οδοιπ. 634· β) έκφρ. γέννημα σπιτιού = συγγενείς: άκουσεν ο Αβραάμ ότι αμαλωτεύτην ο αδερφός του και αρμάτωσεν τα παλληκάρια του, γεννήματα του σπιτιού του ... και έδραμεν Πεντ. Γέν. XIV 14· γ) (προκ. για ζώα) (Η σημασ. μτγν., Δημητράκ., λ. γέννημα 1): γέννημα των βοδιών σου Πεντ. Δευτ. XXVIII 18. 2) (Μεταφ.) δημιούργημα, προϊόν (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. γέννημα 3): αγάπης γέννημα Λίβ. Esc. 1614· μίαν είχαμεν αδελφήν, το γέννημα ηλίου Διγ. Z 469· γέννημα χαρίτων Διγ. Z 151. 3) Πράξη (Πβ. L‑S, λ. γέννημα I1): Τα δε γεννήματα των αμαρτωλών αμαρτίαι εισίν Φυσιολ. 3649. 4) α) (Συν. στον πληθ.) καρποί της γης, γεωργικά προϊόντα (Η σημασ. μτγν., L‑S, λ. γέννημα I1 και σήμ., Δημητράκ., λ. γέννημα 4): πέφτου στα γεννήματα (ενν. ακρίδες) Τζάνε, Κρ. πόλ. 39013· Ακόμη τάζει ο κυρ Πέρος της θυγατέρας του γέννημα μόδια οκτώ Έγγρ. Σύρου Α΄ 124· ζημίαν των γεννημάτων και των αμπελώνων Καναν. 64A· «θερίζω γης γεννήματα» Λίβ. P 761· β) σιτάρι (Βλ. Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Α΄ 253 και Δημητράκ., λ. γέννημα 4): εγέμωσαν τα αγγά τους γέννημα Πεντ. Γέν. XLII 25· γ) εσοδεία (Βλ. Πανάρετο, Κυπρ. Σπ. 27, 1963, 159): Ακόμη τάζει και ο κ. Ιω. του γιου του από το γέννημα οπού θέλει κάμει να παίρνει τρία μερτικά και ο υιός του Έγγρ. Σύρου Α΄ 124. 5) Εμφάνιση: είπεν του εις το γέννημάν της (δηλ. της ακρίδας) να λιτανεύουν το εικόνισμαν και να λειτουργά Μαχ. 408.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης