Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- βασιλικός (I),
- επίθ., Γλυκά, Στ. 502, Προδρ. III 17, 243, 400 cc (χφφ gCSA) (κριτ. υπ.), Βεν. 74, Παράφρ. Μανασσ. 281 δις, Καλλίμ. 165, 622, 625, 752, 1025, 1773, 2075, Ασσίζ. 1122, 1724, 30810, 4548, Διγ. (Trapp) Gr. 1439, 2004, Διγ. Z 3822, Διγ. A 2877, 3716, Βέλθ. 143, 493, 1160, Πόλ. Τρωάδ. 704, Ερμον. Ψ 216, Act. Xén. 6645, Χρον. Μορ. H 2825, Βίος Αλ. 501, 2920, 4064, 4546, 4569, 5172, Διήγ. παιδ. 250, Φλώρ. 1111, 1133, 1836, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 414, Σφρ., Χρον. μ. 1831, 6812‑3, Θησ. Πρόλ. [113], Δ΄ [243], Ch. pop. 239, Ριμ. Βελ. 90, Αλεξ. 1123, Διήγ. Αγ. Σοφ. 15031, 1545, 36, Ριμ. κόρ. 677, Έκθ. χρον. 193, Πικατ. 163, Σκλάβ. 187, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 398, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 4, Χρον. σουλτ. 1394, Ιστ. πολιτ. 57, 1117, 6620, Ιστ. πατρ. 1706, Μηλ., Οδοιπ. 638, Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 372, Παϊσ., Ιστ. Σινά 425, Π. Ν. Διαθ. φ. 336α 10 (έκδ. βασιλιός· διόρθ. Κριαρ., B-NJ 10, 1934, 406), Δωρ. Μον. XXV, XXXII, Ερωφ. Α΄ 84, Δ΄ 688, Διαθ. ηγουμ. Μακαρίας 164, Ιστ. Βλαχ. 2380 [= Γέν. Ρωμ. 22], Διγ. Άνδρ. 34225, 36426, Ερωτόκρ. Α΄ 1444, Ε΄ 257, Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ΄ 53, 57, Ροδολ. (Μανούσ.) Ε΄ [223], Βακτ. αρχιερ. 172, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [97], Λίμπον. 302, 307, Ζήν. Ε΄ 33, 184, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 79, Διγ. O 2163, 2778, Τζάνε, Κρ. πόλ. 56719, κ.π.α.
Το αρχ. επίθ. βασιλικός. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Που σχετίζεται με βασιλιά (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1β): απέθανεν εις την εξορίαν με ορισμόν βασιλικόν Διγ. Άνδρ. 34225· ούτως ορίζει ο νόμος ο βασιλικός Ασσίζ. 30810· σαν να ’τονε βασιλικό (ενν. το άλογο) το είχεν στολισμένο Διγ. O 2778· βλ. και ρηγατικός· β) έκφρ. βασιλικοί άνθρωποι = πρόσωπα της βασιλικής υπηρεσίας (Βλ. Σταυρίδου, Συνάντ. Συμ. σ. 53, 54, 112. Πβ. ΙΛ, στη λ. Α1β): ούτως οι βασιλικοί άνθρωποι υπήγαν τον βίον εις τον βασιλέαν Διήγ. Αγ. Σοφ. 1545· γ) που ταιριάζει σε βασιλιά (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. Ι1 και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1α): έχεις πανώριαν ηλικιάν, βασιλικόν αέρα Ch. pop. 239· τα λόγια τα βασιλικά έτοιας λογής μ’ επιάσα Ερωτόκρ. Ε΄ 257· έργα δ’ αυτός επιχειρεί βασιλικά και πράττει Βίος Αλ. 2920. 2) Δημόσιος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2 Βλ. και Ξανθ., Χρ. Κρ. 1, 320): μηδέν έμπει εις την οδόν την βασιλικήν Ασσίζ. 4548· παραλαμβάνει την βασιλικήν οδόν Act. Xén. 6645. Βλ. και αυθεντικός 5. 3) (Προκ. για εχθρό) θανάσιμος (Πβ. ΙΛ στη λ. Α3): ωσά οχθρός βασιλικός τα τέκνα σου τελεύγει Π. Ν. Διαθ. φ. 336α 10. Βλ. και θανατερός. 4) Εξαιρετικός, λαμπρός (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α4): τότε εξέβη μετά φαντασίας και πλούτου βασιλικού πολλού Παράφρ. Μανασσ. 281. Βλ. και αυθεντικός 1γ. 5) α) Πολύς, υπερβολικός (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α6): αλλ’ είχον και περίλυπον, βασιλικόν το πάθος Καλλίμ. 1025. Βλ. και βαρύς 7· β) πλούσιος: δωρεάς πολλάς βασιλικάς Παράφρ. Μανασσ. 281. 6) (Προκ. για την ωραία πύλη): Οπόταν σέβεις το λοιπόν την βασιλικήν πύλην Παϊσ., Ιστ. Σινά 425. Βλ. και βημόθυρον. Η λ. και ως τοπων.: Ευγέν. 497.βιβάρι(ον)- το, Διγ. (Trapp) Esc. 1626, Act. Xén. 3985, 57257, Notizb. 23· διβάρι(ν), Σουμμ., Ρεμπελ. 188.
Από το λατ. vivarium. Η λ. ήδη τον 6. αι. (Sophocl.). Απ. ουσ. βιβαρόπακτον = φόρος αλιείας, σε έγγρ. του 1235 (Βλ. Ζακυθ., ΕΕΒΣ 13, 1937, 196). Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. βιβάρι).
Ιχθυοτροφείο (Η σημασ. ήδη τον 6. αι., Sophocl. και σήμ., ΙΛ, λ. βιβάρι 1α): εποίησεν βιβάρια πανθαύμαστα ιχθύων Διγ. (Trapp) Esc. 1626. — Βλ. και βιβαροτόπιον.δανειακώς,- επίρρ., Act. Xén. 26276, Rechenb. (Vog.) 1031.
Από το επίθ. δανειακός. Η λ. και σε κείμενα της Τουρκοκρατίας (Βλ. Παπαδόπουλο Σ., Χαριστ. Ορλάνδ. Δ΄ 22819).
Δανεικά: (νομίσματα) δέδωκα δανειακώς Rechenb. (Vog.) 1031.διασεισμός- ο, Act. Xér. 1064, 1412, Act. Xén. 3852, Έγγρ. του 1362 (Θεοχαρίδης, Μακεδ. 5, 1961/63, 140 δις), Έγγρ. του 1440 (Λάμπρ., Παλαιολ. Πελοπονν. Δ́, 161), Χριστ. διδασκ. 447.
Το μτγν. ουσ. διασεισμός. Η λ. και σε σχόλ. (L‑S Κων/νίδη).
1) Εκβιασμός (Η σημασ. μτγν., L‑S και σε σχόλ., L‑S Κων/νίδη στη λ. II): μήτε δε και προς των παίδων ημών ευρίσκουσιν εις αυτό διενόχλησιν ή διασεισμόν τον τυχόντα, επειδή γνώμῃ και θελήσει αυτών το παρόν εκδοτήριον γράμμα εποιησάμην προς την μονήν Έγγρ. του 1362 (Θεοχαρίδης, Μακεδ. 5, 1961/63,140)· 2) Αναταραχή: Βοήθησε την Εκκλησίαν και ελευθέρωσέ την από κάθε ανάγκασιν …, διασεισμόν και βλάβην Χριστ. διδασκ. 447.διδυμωτός,- επίθ., Act. Xén. 3163.
Το μτγν. επίθ. διδυμωτός (L‑S Suppl.).
Διπλός (Η σημασ. μτγν., L‑S Suppl.): του παρ’ ημών τιθέντος διδυμωτού λιθίνου συνόρου Act. Xén. 3163.διενόχλησις- η, Act. Xén. 3852, Act. Xér. 1412, 2119, Χρυσόβ. Ανδρ. Β′ 13, Χρυσόβ. του 1364 σ. 166, Έγγρ. του 14. αι. (Θεοχ., Μακεδ. 5, 1961/63, 136, 140, 146, 149), Γράμματα Μετεώρ. 39, 54, Έγγρ. του 15. αι. (Λάμπρ., Παλαιολ. Πελοπονν. 4, 161, 10410), Έγγρ. του 1462 (Σιγάλα, Ελλην. 3, 1930, 345).
Από το διενοχλέω και την κατάλ. ‑ις.
Ενόχληση συχνή και επίμονη (Για τη σημασ. βλ. Steph., Θησ.): ουδενός … οφείλοντoς επαγαγείν τῃ αυτῄ σεβασμίᾳ μονῄ τούτου χάριν οιονδήτινα διασεισμόν ή διενόχλησιν Act. Xér. 1412.διπλασίων,- επίθ., Act. Xén. 4266, Act. Xér. 2661, Αρμεν., Εξάβ. Ά́ 814.
Η λ. στον Αριστοτέλη.
Διπλάσιος (Η σημασ. στον Αριστ., L‑S): συν τῃ διπλασίονι αντιστροφῄ του τιμήματος Act. Xér. 2661. Το ουδ. ως ουσ. = το διπλάσιο ποσό: εκφεύξεται την καταδίκην του διπλασίονος Αρμεν., Εξάβ. Ά́ 814.διστέλεχος,- επίθ., Act. Xén. 3176, 5280.
Από το δι‑ και το ουσ. στέλεχος.
Που έχει διπλό κορμό: διστέλεχος δρυς Act. Xén. 3176.δίστρατον- το, Act. Xér. 522, Act. Xén. 23154.
Από το δι‑ και το ουσ. στράτα. Η λ. στο Du Cange και σήμ. σε δημ. τραγ. (Δημητράκ.).
Το μέρος που αρχίζουν ή που καταλήγουν δύο δρόμοι (Η σημασ. στο Du Cange και σήμ., Δημητράκ.): μέχρι του διστράτου του κατερχομένου από της μονής Act. Xér. 522.δρυς- ο, Act. Xén. 3590, 3866, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά́ [165], Καλούδ., Προσκυν. ρξϛ́́, Αγαπ., Γεωπον. σ. 136, 181· ιδρύς, Ερμον. Σ 53, Θησ. Ζ́́ [371] (αιτ. ιδρύους)· πληθ. δρυάδες, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 3112, 17, 645, 855.
Το αρχ. ουσ. δρυς η. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Βλ. Βογιατζ., Γλώσσα Άνδρ. 105, Αναγνωστ., Αθ. 38, 1926, 163 και Χατζ., Λαογρ. 11, 1934/37, 92).
Βαλανιδιά (Βλ. L‑S, λ. δρυς η I. Η σημασ. και σήμ. ιδιωμ., Βογιατζ., Γλώσσα Άνδρ. 105, Αναγνωστ., Αθ. 38, 1926, 163 και Χατζ., Λαογρ. 11, 1934/37, 92): Μέσα σ’ αυτά να στέκονται ο δρυς κι η κουκουνάρα Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά́ [165].εγχωρίως,- επίρρ., Μανασσ., Χρον. 1491, Act. Xén. 32103, Καρτάν., Διαθ. 225.
Η λ. σε σχόλ. (Steph., Θησ.).
Κατά τη συνήθεια των εγχωρίων του τόπου (Η σημασ. σε σχόλ., Steph., Θησ.): ουίτουλον τον δάμαλιν εκάλουν εγχωρίως Μανασσ., Χρον. 1491.εισοδοέξοδος- η, Act. Lavr. 5723, Έγγρ. του 13. αι. (Λάμπρ., ΝΕ 7, 1910, 38), Act. Xén. 4117, Διαθ. Θεοδ. Σαρ. 2292, Δούκ. 35312.
Από τα ουσ. είσοδος και έξοδος. Η λ. στον Πορφυρογέννητο (Βλ. Κουκ., ΕΕΒΣ 19, 1949, 90).
1) Είσοδος και έξοδος (Η σημασ. στον Πορφυρογέννητο (Βλ. Κουκ., ΕΕΒΣ 19, 1949, 90)): Οι δε Ρωμαίοι ιδόντες την εισοδοέξοδον αυτών φανεράν γενομένην και μη δυναμένους εξιέναι έξω της πύλης και αντίστασθαι τοις Τούρκοις εν τῳ εξωκάστρῳ Δούκ. 35312. 2) Έσοδα και έξοδα (Βλ. Du Cange, λ. είσοδος): τα δηλωθέντα χωράφια … συν πάσῃ της εισοδοεξόδου και προνομίας … αφιερούμεν αυτά προς σε Έγγρ. του 13. αι. (Λάμπρ., ΝΕ 7, 1910, 38).εκληπτορικώς,- επίρρ., Act. Lavr. 6918, Act. Xén. 80369.
Από το επίθ. εκληπτορικός <εκλήπτωρ.
Με μίσθωση (Βλ. Schilb., Byz. Metrol. 156): ούτοι ίνα διευθετώσιν υμάς, οπηνίκα πειραθώσι τινές πλεονεκτείν την καθ’ υμάς μονήν, επί τοις από του μέρους αυτής εκληπτορικώς κατεχομένοις Act. Lavr. 6918.εκουσιοθελώς,- επίρρ., Act. Xén. 4252, Act. Xér. 1230, 2651.
Από το επίθ. εκουσιοθελής.
Με τη θέλησή (μου, κλπ.): Αποτασσόμενοι τοίνυν εκουσιοθελώς Act. Xér. 2651.ενοικιακός,- επίθ., Act. Xén. 64100.
Από το ουσ. ενοίκιον και την κατάλ. ‑ιακός.
Κατάλληλος για νοίκιασμα: τα οσπίτια αυτού μετά της αυλής αυτών και των ετέρων εκείσε ενοικιακών οικημάτων Σημ. Δωρ. Τζυκ. 4798.ενορδίνως,- επίρρ., Act. Xén. 3288, Act. Xér. 199, Δούκ. 23920.
Από το επίθ. ενόρδινος. Βλ. L‑S Κων/νίδη Συμπλ.
α) Με τάξη, στη σειρά (Η σημασ. τον 7. αι., L‑S Κων/νίδη): όταν ενορδίνως περιπατώσιν, έκαστος τον κόκκον βαστάζει εν τω στόματι Φυσιολ. 3496· β) προσφεύγω σε τακτικό δικαστή: Ο καταλιπών τον αιρετόν και ενάγων ενορδίνως υποπίπτει τῃ ποινῄ Αρμεν., Εξάβ. A΄ 450.εξάγιον- το, Σταφ., Ιατροσ. 380, Ιερακοσ. 41617, 42419, Ορνεοσ. αγρ. 52520, Rechenb. 741, 6· αξάγι(ν) ή αξάγιον, Κρ. συμβόλ. 69, 87, 109· εξάγι(ν), Διαθ. του 15. αι. (Σάθ., ΜΒ Ϛ΄ 65512, 6653, 66713)· εξάγι(ν) ή εξάγιον, Γράμματα Μετεώρ. 4225, Κρ. διαθ. του 1497 (Σάθ., ΜΒ Ϛ΄ 66713), Γλυζωνίου Μ., Πρακτ. Αριθμ. 59· ’ξάγι(ν), Σταφ., Ιατροσ. 13350, Πεντ. Γέν. XXIII 16, Έξ. XXXVIII 24, Λευιτ. V 15, Αρ. III 47 δις, VII 13, 31, 43, 55, 61, 86, XVIII 16, XXXI 52· ’ξάγιο (έκδ. ξάγο· πιθ.’ξάγιο), Πεντ. Γέν. XXIV 22, Έξ. XXX 15.
Το μτγν. ουσ. εξάγιον (Sophocl.). Οι τ. αξάγι(ν) και ’ξάγι(ν) και σήμ. ιδιωμ. (Δημητράκ., λ. αξάγι και ’ξάγι).
1) α) Μέτρο βάρους [Βλ. και Metrol., Γλωσσάρ. σ. 276, στη λ. I. Η σημασ. και σε δημ. τραγ. (Δημητράκ., λ. ξάγι 4)]: κόστον εξάγιον α΄ κόκκους Ϛ΄, φύλλου ινδικού εξάγιον α΄ κόκκους Ϛ΄ Ιερακοσ. 38626· β) είδος νομίσματος (Βλ. και Metrol., Γλωσσάρ. σ. 276 II): ασήμι τράντα ’ξάγια να δώσει του αφεντός του Πεντ. Έξ. XXI 32. 2) Δοχείο που χρησιμεύει σα μέτρο χωρητικότητας των δημητριακών (Για τη σημασ. βλ. Κριαρά [Κατά ζουράρη 373]). Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. ξάγι 2: έξι αξάγια κουκιά και ένα μουζούρι στάρι ρίγλι Κατά ζουράρη 60. 3) Σιτάρι που δίνεται ως αμοιβή στο μυλωνά, τα «αλεστικά» (Γιά τη σημασ. βλ. Χατζιδ., Αθ. 23, 1911, 159. Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. ξάγι 1): άνευ εξαγίου αλέθειν πάντας τους ερχομένους Act. Xén. 25236-7.εξαλειμματικός,- επίθ., Act. Xén. 3846, Act. Xér. 1673, Act. Esph. 14212, Αρμεν., Εξάβ. Γ΄ 3115, Miklos.-Müller, Acta E΄ 191· αξαλειμματικός, Γράμματα Μετεώρ. 7993-4.
Από το ουσ. εξάλειμμα και την κατάλ. ‑ικός. Βλ. και Κουμαν., Συναγ., λ. εξαλειμματικαί.
Που αναφέρεται ή που προέρχεται από «εξάλειμμα»: αφιερώ τούτο … ωσαύτως και τας υποστάσεις πάσας τας εξαλειμματικάς Έγγρ. του 1355 (Θεοχαρίδης, Μακεδ. 5, 1961/63, 13116).εξίσωσις- η, Act. Xén. 331, 432, Έγγρ. του 14. αι. (Schreiner, JÖB 19, 1970, 37).
Το μτγν. ουσ. εξίσωσις. Η λ. και σε επιγρ. (L‑S) και σήμ. (Δημητράκ.).
Αναδασμός (Για τη σημασ. βλ. Dölger, Beiträge 79): την του θέματος Θεσσαλονίκης απογραφήν και εξίσωσιν ποιήσαι και παραδούναι εκάστῳ την της ιδίας οικονομίας αυτού ποσότητα Act. Xér. 18A1. Εκφρ. απογραφική εξίσωσις = καθορισμός των συνόρων κτηματικής περιουσίας βάσει νομικών διακανονισμών (Για τη σημασ. βλ. Schreiner, JÖB 19, 1970, 39): ούτε ο την απογραφικήν εξίσωσιν και αποκατάστασιν μέλλων ποιήσασθαι, ούτε τις άλλος, έξουσιν όλως άδειαν εισέρχεσθαι εν τοις κτήμασι τούτοις Act. Xér. 2545.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- επίθ., Γλυκά, Στ. 502, Προδρ. III 17, 243, 400 cc (χφφ gCSA) (κριτ. υπ.), Βεν. 74, Παράφρ. Μανασσ. 281 δις, Καλλίμ. 165, 622, 625, 752, 1025, 1773, 2075, Ασσίζ. 1122, 1724, 30810, 4548, Διγ. (Trapp) Gr. 1439, 2004, Διγ. Z 3822, Διγ. A 2877, 3716, Βέλθ. 143, 493, 1160, Πόλ. Τρωάδ. 704, Ερμον. Ψ 216, Act. Xén. 6645, Χρον. Μορ. H 2825, Βίος Αλ. 501, 2920, 4064, 4546, 4569, 5172, Διήγ. παιδ. 250, Φλώρ. 1111, 1133, 1836, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 414, Σφρ., Χρον. μ. 1831, 6812‑3, Θησ. Πρόλ. [113], Δ΄ [243], Ch. pop. 239, Ριμ. Βελ. 90, Αλεξ. 1123, Διήγ. Αγ. Σοφ. 15031, 1545, 36, Ριμ. κόρ. 677, Έκθ. χρον. 193, Πικατ. 163, Σκλάβ. 187, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 398, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 4, Χρον. σουλτ. 1394, Ιστ. πολιτ. 57, 1117, 6620, Ιστ. πατρ. 1706, Μηλ., Οδοιπ. 638, Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 372, Παϊσ., Ιστ. Σινά 425, Π. Ν. Διαθ. φ. 336α 10 (έκδ. βασιλιός· διόρθ. Κριαρ., B-NJ 10, 1934, 406), Δωρ. Μον. XXV, XXXII, Ερωφ. Α΄ 84, Δ΄ 688, Διαθ. ηγουμ. Μακαρίας 164, Ιστ. Βλαχ. 2380 [= Γέν. Ρωμ. 22], Διγ. Άνδρ. 34225, 36426, Ερωτόκρ. Α΄ 1444, Ε΄ 257, Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ΄ 53, 57, Ροδολ. (Μανούσ.) Ε΄ [223], Βακτ. αρχιερ. 172, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [97], Λίμπον. 302, 307, Ζήν. Ε΄ 33, 184, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 79, Διγ. O 2163, 2778, Τζάνε, Κρ. πόλ. 56719, κ.π.α.