Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αυτοκίνητος,
- επίθ., Act. Lavr. A΄ 619, Αρμεν., Εξάβ. Β΄ 143.
Η λ. στον Αριστοτέλη.
(Προκ. για περιουσία) πιθ. ακίνητος (Βλ. Lemerle [Act. Lavr. σ. 201]): η ευρεθείσα περιουσία κινητή και αυτοκίνητος (πβ. κινητών και αυτοκινήτων Act. Lavr. A΄ 347 και σήμ.) Act. Lavr. A΄ 619. Το ουδ. ως ουσ. = ζώο (Η σημασ. ήδη σε παπυρ. του 6. αι., βλ. Preisigke-Kiessling στη λ. και Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Β΄ 109): Η διάταξις κελεύει πάντα τα πράγματα, ει μεν κινητά ή αυτοκίνητα είησαν, διά τριετίας τῃ χρονίᾳ νομῄ δεσπόζεσθαι Αρμεν., Εξάβ. β΄ 143. Βλ. και αγριμικόν, άλογο(ν) 1β, ζώο.βαγενάρης- ο, Act. Lavr. 634, 6429, Act. Xér. 18B11.
Από το ουσ. βαγένι και την κατάλ. ‑άρης. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. βαγενάρις). Για τη λ. βλ. και Mazal, JӦBG 17, 1968, 95.
Κατασκευαστής «βαγενίων» ή μοναχός αρμόδιος στην επιστασία της οιναποθήκης.βαγένιον- το, Act. Lavr. 6782· βαγένι, Κρασοπ. (Eideneier) L 4 (21)· βαγένιν, Act. Xér. 9A38, 9B17, 18, 9B57, 9B62, Κρασοπ. (Eideneier) I 170 (106a).
Πιθ. από το σλαβ. vagan (Βλ. και ΙΛ, λ. βαγένι, ετυμολ.). Ο τ. και σήμ. (ΙΛ, λ. βαγένι).
Βαρέλι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, ό.π. 1). — Βλ. και βαρέλα, βαρέλι, βουτσίον 1, βουσόπουλον, βούτσος.βάρος (Ι)- το, Σπαν. A 419, Σπαν. B 515, Act. Lavr. 5686, 5887, Μανασσ., Χρον. 1579, 1979, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 48, 599, Καλλίμ. 1005, Ασσίζ. 261, 2157, 27327, 46710, Χρον. Μορ. H 8732, Αρμεν., Εξάβ. Β΄ 4107, Δ΄ 1050, Θεολ., Τζίρ. 35729, Διήγ. παιδ. 5, Φλώρ. 1506, Χρον. Τόκκων 1225, 1294, Παρασπ., Βάρν. C 98, Χειλά, Χρον. 353, Μαχ. 1968, 22014, 3782, Θησ. Γ΄ [533], Ch. pop. 846, Μάρκ., Βουλκ. 34521, 34710, Διήγ. Αγ. Σοφ. 15426, Ριμ. κόρ. 754, Πικατ. 351, Κορων., Μπούας 24, 54, 86, 124, Πένθ. θαν.2 546, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 491, 696, Φαλιέρ., Λόγ. 76, Αιτωλ., Μύθ. 77, 2010, Θρ. Κύπρ. M 534, Δαρκές, Προσκυν. 5, Αλφ. 105, 115, Δωρ. Μον. XVIII, Κυπρ. ερωτ. 22, 284, 536, 922, 10471, 1325, 1525, Πανώρ. Β΄ 441, Ε΄ 9, Ερωφ. Α΄ 25, 631, Β΄ 244, Έγγρ. του 1597 (Βισβίζ., ΕΚΕΙΕΔ 12, 1965, 103), Βοσκοπ. 258, Παλαμήδ., Βοηβ. 568, 648, Σεβήρ., Διαθ. 190 δις, Σεβήρ.-Μανολ., Επιστ. 171, Ιστ. Βλαχ. 1525, 1547, 2603, Σουμμ., Ρεμπελ. 161 δις, 163, 166, Ερωτόκρ. Α΄ 48, 652, 1817, 1880, 1940, 2190, Β΄ 2275, Γ΄ 28, 1019, Δ΄ 142, 360, 516, 1884, Ε΄ 199, 230, 671, 1207, Θυσ.2 118, 120, 218, Ευγέν. 386, 832, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 3129, Ροδολ. (Μανούσ.) Ε΄ [227], Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [822], Β΄ [1176], Δ΄ [619], Λίμπον. 516, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. β΄ 172, Χριστ. διδασκ. 175, 187, 420, Ζήν. Α΄ 289, Μαρκάδ. 608, Διγ. O 226, 1809, Διακρούσ. 7091, Τζάνε, Φυλλ. ψυχ. 504, κ.π.α.· βάρο, Ευγέν. 292, Μαρκάδ. 684, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1595, 4633, 52711, 56125.
Το αρχ. ουσ. βάρος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Α´ 1) α) Βάρος, φόρτωμα (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. ΙΙ και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2α): ου πρέπει πιστευθήναι το μηδαμινόν βάρος του σώματος Μάρκ., Βουλκ. 34521· εντέχεται να ένι και τα δύο τους σκουτάρια κομμένα και ενού αξάμου και ενού βάρους Ασσίζ. 2157· βάρος γης ετώσιον ως φυλλοχόον δένδρον Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 599· Πάθος με κράζου τση καρδιάς και βάρος μολυβένιο Πανώρ. E΄ 9· β) φόρτωμα, όγκος: γαστρός το βάρος έλυσε, δίδυμα δ’ ην τα βρέφη Μανασσ., Χρον. 1579. 2) Αίσθημα δυσάρεστο (Πβ. L‑S στη λ. IV και τη σημερ. σημασ., ΙΛ στη λ. Α3): Αν και βαρείς στη χέρα σου ...,| γροικάς εις όλον το κορμί το βάρος και τον πόνο Ερωτόκρ. Δ΄ 516· γιατ’ έχω μες στην κεφαλή βάρος πολλά μεγάλο Ερωτόκρ. Ε΄ 671. Β´ (Μεταφ.) 1) α) Υποχρέωση, ευθύνη οικονομική ή άλλη (Η σημασ. μτγν., Δημητράκ. στη λ. 12 και σήμ., ΙΛ στη λ. Β1α): εν όσῳ δε παρά τῳ ανδρί εστιν η γυνή, το κέρδος αυτού (δηλ. του αγρού) έχει ο ανήρ διά τα βάρη Αρμεν., Εξάβ. Δ΄ 1050· μεγάλην υπόθεσιν και μέγαν βάρος παίρνει απάνω του Ασσίζ. 27327· Ο βισκούντης της χώρας, ο ποίος έχει επάνω του βάρος να βλεπίσει τον λαόν Ασσίζ. 261· να ηξεύρουν να κυβερνηθούν εκείνοι οπού έχουν το βάρος του πολέμου Σουμμ., Ρεμπελ. 161· βλ. και βία 3γ· β) υποχρέωση φορολογική (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. V και σήμ., ΙΛ στη λ. Β1γ): ουχ έξει επ’ αδεί(ας) τις διασείσαι τ(ην) μον(ήν) όλ(ως) επ’ αυτοίς ή βάρο(ς) το οιονούν επιθείναι Act. Lavr. 5686· γ) Έκφρ. απάνω εις βάρος = με τον όρο, με τη ρήτρα: Διά τούτο λέγω απάνω εις βάρος αφορισμού να ομολογήσει το χρέος του Σεβήρ., Διαθ. 190· Του Μιχάλη του Σβηρού συγχωρώ εις τά φαστίδια και τραβάγια μού έδωσε και απάνω εις βάρος να κάμει κόντον με τους επιτρόπους μου Σεβήρ., Διαθ. 190· δ) (νόμ.) δέσμευση ενός κτήματος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β1ε): μετά γαρ του αυτού βάρους αγοράσαι δοκεί Αρμεν., Εξάβ. Β΄ 4107. 2) Βαρύτητα, αξία (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. VII): γέγραπται γαρ ...,| έχουσιν δ’ όμως έννοιαν και βάρος τα τοιαύτα Διήγ. παιδ. 5. 3) α) Πίεση, στενοχώρια, ενόχληση (Πβ. την αρχ. σημασ., L‑S στη λ. V. H σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β2α): κι ο ρήγας οχ το λογισμό και βάρος ελυτρώθη Ερωτόκρ. Α΄ 48· τον αναγινώσκοντα εις βάρος προεθέμην Καλλίμ. 1005· χαίρομαι τέτοιο βάρος| πως βγάνω από πάνω μου Ζήν. Α΄ 289· Παρακαλώ σε το λοιπόν, μηδέν το πάρεις βάρος Πικατ. 351· βλ. και ανάγκαση 4, σφίγμα· β) φρ. παίρνω κ. (εις) βάρος = στενοχωρούμαι: αν έν’ και πράγμα τίποτες, να μην το πάρεις βάρος Φλώρ. 1506· ακούσετε τι θε να πω και μην το πάρτε εις βάρο Ευγέν. 386· Βλ. και βαριούμαι Ι2· γ) θλίψη, λύπη (Η σημασ. αρχ., L‑S, ό.π. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β2γ): τώρα μου την πήρε (ενν. την κοπελιά) αυτός κι άφησ’ εμέ το βάρο! Ευγέν. 832· Τότε την είδα με πολύ βάρος κι αναντρανίζει Ροδολ. (Μανούσ.) Ε΄ [227]· προς τον ήλιο, που ’χα πάντα θάρρος,| κλαίω με παραπόνεση και βάρος Βοσκοπ. 258. Βλ. και απορία 3, αραθυμία 4, αχαρία, βάρεμα Β1α, οδύνη, χολή. 4) Ενοχή (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β3): δεν ημπορούσανε να ξεθυμάνουν με το αφεντικό, ερίξανε το βάρος των αρχόντωνε Σουμμ., Ρεμπελ. 166. Βλ. και ανομία 1β. 5) Αμαρτία (Για τη σημασ. βλ. Ξανθουδίδη [Ερωτόκρ. σ. 518] και Μέγα [Θυσ.2 σ. 238]): Η όρεξη κι ο λογισμός είναι να σου δουλεύω,| τα σφάλματα τση σάρκας μου και βάρη να γιατρεύω Θυσ.2 218. Βλ. και ασθένεια 2γ. 6) (Εδώ) αυστηρή, βαριά εντολή (Για τη σημασ. βλ. Ξανθουδίδη [Ερωτόκρ. σ. 518] και Μέγα, [Θυσ.2 σ. 238]): μετάστρεψε το βάρος σου και πάψε την οργή σου Θυσ.2 118. Βλ. και αποστολή 1. 7) Αρρώστια (Για τη σημασ. βλ. Ξανθουδίδη [Ερωτόκρ. σ. 518]): Τον κύρην του καλύτερα ηύρηκε, δίχως βάρος Ερωτόκρ. Α΄ 1817. Βλ. και αρρώστια, ασθένεια 1α, ασθενώ μτχ., βλάβη 2γ.βασιλεύς- ο, Act. Lavr. 561, 113, 5894, Καλλίμ. 763, 2095, Διγ. (Trapp) Gr. 2014 (γεν. βασιλεώς), 2337, Διγ. Z 2748, Πόλ. Τρωάδ. 364, Ωροσκ. 4419, Χρον. Μορ. H 972, 4216, 8676, Βίος Αλ. 5471, Διήγ. παιδ. 141, 705 (γεν. βασιλεώς), Διήγ. Βελ. 191, 508, Φλώρ. 563, Περί ξεν. V 116 (γεν. βασιλεώς), Απολλών. (Wagn.) 276 (γεν. πληθ. βασιλεών), Αχιλλ. N 72 (γεν. βασιλεώς), Αχιλλ. O 235, Σφρ., Χρον. μ. 448, Γεωργηλ., Βελ. 79, Ριμ. Βελ. 517, 879 (γεν. βασιλεώς), 899 (γεν. βασιλεώς), Αλεξ. 957 (γεν. βασιλιώς), Έκθ. χρον. 264, Κορων., Μπούας 73 (γεν. βασιλιώς), 85 (γεν. βασιλιώς), 101, Ιστ. πολιτ. 1019, Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 392, Αλφ. 14107, Διγ. Άνδρ. 36327, Βακτ. αρχιερ. 140, Διακρούσ. 10116, κ.π.α.· βασιλέας, Σπαν. V 58, Χρον. Μορ. H 819, Χρον. Μορ. P 943, 8701, Διήγ. Βελ. 39, 146, 521, Πανάρ. 7414, Λίβ. N 2088, 2397, 2800, Θησ. Πρόλ. [155] (αιτιατ. πληθ. βασιλέους), Πεντ. Γέν. XIV 5 (πληθ. βασιλέοι), Δευτ. XXVIII 36, Αχέλ. 44, Σοφ. πρεσβ. B 322, Ιστ. Βλαχ. 847, 914, Θυσ.2 33, Ροδολ. Α΄ [528], κ.π.α.· βασιλεύ, Χρον. σουλτ. 446, 5116, Παλαμήδ., Βοηβ. 36· βασιλεύς ή βασιλέας, Διγ. Z 4149, Χρον. Μορ. H 921, Διήγ. Βελ. 24, 435, 500, Απολλών. 311, Λίβ. Esc. 690, Αχιλλ. (Haag) L 188, Θρ. Κων/π. διάλ. 32, Θησ. Πρόλ. [208], Διήγ. Αλ. V 38, Διακρούσ. 8422, κ.α.
Το αρχ. ουσ. βασιλεύς. Η λ. και ο τ. βασιλέας και σήμ. (ΙΛ, λ. βασιλεάς).
1) Βασιλιάς (γενικότερα) (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. Ι1α και σήμ., ΙΛ, λ. βασιλεάς 1α): εύρεν εκεί την δέσποιναν, ως βασιλεύς εσέβην Καλλίμ. 2095· βλ. και βασιλιάς· (μεταφ.): Τον βασιλέα των μηνών τις βουληθείη λέγειν; Διγ. Z 2748· Έρως παρών ο βασιλεύς εις τους εκείνων λόγους Καλλίμ. 763· (προκ. για τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου) (βλ. Sophocl. στη λ. 2): Εζήτησε δε ο ταλαίπωρος βασιλεύς (ενν. ο Δαυίδ Κομνηνός) Έκθ. χρον. 264· Ο αυτοκράτωρ βασιλεύς Θεόδωρος ο μέγας Αρσ., Κόπ. διατρ.. σ. 392· (προκ. για το σουλτάνο): μετά βαθέας| οργής και δόλου κινηθείς Τουρκών ο βασιλέας| μεγάλον στόλον όρθωσε στην Μάλτα για να στείλει Αχέλ. 44. 2) (Προκ. για το Θεό) (Για τη σημασ. βλ. Lampe, Lex. στη λ. IB): άπερ κριτήν παρίσταμαι τον πάντων βασιλέα Φλώρ. 563· Ω βασιλέα τ’ ουρανού, είντα γροικούν τ’ αφτιά μου; Θυσ.2 33. — Βλ. και βασιλιάς.βάσταξ- ο, Act. Lavr. 4024, 4724· βάσταγας, Act. Lavr. 3510, 30, 40, 41, 44, 45.
Από το αρχ. βαστάζω. Βλ. Ησύχ. (λ. βάστακας) και Steph., Θησ. Ο τ. και σήμ. (ΙΛ, λ. βάσταγας).
Αυλάκι που χρησιμεύει για το χώρισμα αγρών, όριο αγρού (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βάσταγας 2. Βλ. και Πετρόπ., ΕΕΦΣΠΘ 11, 1971, 241): κρατεί ο αυτός βάσταγας μέχρι τας γούβας τας παλαιάς, εν ῳ και δρυς εσφραγισμένος ίσταται Act. Lavr. 3545· τέως δε ... και τον βάσταγαν κατέλυσαν και τους αρχαιοπαγείς όρους ανέσπασαν Act. Lavr. 3510.βεστάρχης- ο, Act. Lavr. 5629.
Από το ουσ. βέστα (I) και την κατάλ. ‑άρχης. Βλ. Sophocl. και Act. Lavr. 447, 455, 19, 4942.
Αυλικός τίτλος (Βλ. και Bréhier, Le monde byzantin Β΄ 92, 131 και Ahrweiler, Byz. et Mer 204): Κωνσταντίνου βεστάρχου του Αγιοευφημίτου Act. Lavr. 5629.βεστιάριον- το, Act. Lavr. 5968, 6061, Διγ. Z 2079, Οψαρ. 36118, Χρυσόβ. του 1364 σ. 34, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 75, 195, 270, 465, 681 κριτ. υπ., Χρον. στέψ. Μαν. Β′ 3, 45, 97· βιστάριον, Πωρικ. V 46, Διγ. A 2117· βιστιάριον, Πωρικ. S 1057, Διγ. (Trapp) Gr. 1660.
Το λατ. vestiarium (Βλ. L‑S Suppl.). Για το πράγμα βλ. Bréhier, Le monde byzantine B΄ 130-1 και 148-9. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. βεστιάριο). Για τον τ. βιστάριν βλ. όμως και Goossens, Byz. 22, 1952, 259-60.
1) α) Το σύνολο των ενδυμάτων, απαραίτητος ρουχισμός (Η σημασ. τον 9. αι., Lampe, Lex. στη λ. 2): βεστιάρια τιμητά πεντακοσίας λίτρας Διγ. Z 2079· β) είδος ενδύματος: βιστάριν έβαλα τερπνόν, καθάριον βαγδαΐτιν Διγ. (Trapp) Esc. 1422. Βλ. και βέστα. 2) Ιματιοθήκη· το σύνολο των ενδυμάτων: φορούντες επάνω των ιματίων αυτών υφάσματα χρυσά εκ του βασιλικού βεστιαρίου Χρον. στέψ. Μαν. Β′ 45. 3) Βασιλικό ταμείο, θησαυροφυλάκιο (Η σημασ. στον Πορφυρογ., Sophocl. στη λ. 2): πάσαν την αυτού περιουσίαν απήρε και εισήξεν εις το βεστιάριον αυτού Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 681 κριτ. υπ. Βλ. και βιαστήρι. 4) Κεντρική οικονομική υπηρεσία (Βλ. και Zakythinos [Χρυσόβ. του 1364 σ. 74] και Ahrweiler, Byz. et Mer 488): η βασιλεία μου και το θεοφρούρητον αυτής βεστιάριον Χρυσόβ. του 1364 σ. 34.βεστιαρίτης- ο, Act. Lavr. 5551, 6512, 39.
Από το ουσ. βεστιάριος (Βλ. L‑S Suppl., λ. βηστιαρίτης). Για το πράγμα βλ. Brèhier, Le monde byzantin. B΄, 1949, 146, 149, 151, 277.
Αυτοκρατορικός αξιωματούχος με καθήκοντα στρατιωτικά και οικονομικά (Βλ. Brèhier, Le monde byzantin. B΄[1970], 125): Ούτε στρατηγός, ... ου βεστιαρίτης, ου μανδάτωρ Act. Lavr. 5551.Βλάχος- ο, Act. Lavr. 664, 5, 8, 11, 13, 17, Πουλολ. 503, Σφρ., Χρον. μ. 10210, Μικρ. χρον. Yale 71r, Σταυριν. 78, Ερωτόκρ. Δ΄ 938, Ε΄ 326, 1267.
Για την ετυμ. βλ. Γεωργακ., ΑΘΛΓΘ 14, 1948/49, 214 κε. Βλ. και Ανδρ., Λεξ. και Krawczinski [Πουλολ. σ. 118-9]. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Κάτοικος Βλαχίας (Για την παλαιότ. χρ. βλ. Γεωργακ., ΑΘΛΓΘ 14, 1948/49, 214 κε.· για τη σημασ. και το πράγμα βλ. A. Vincent, Μνήμ. Καλοκαιρινού, 55-220): Τις των χριστιανών ή τάχα του βασιλέως της Τραπεζούντος ή των Βλαχών ή των Ιβήρων απέστειλεν ένα όβολον; Σφρ., Χρον. μ. 10210. 2) Κάτοικος περιοχών Θεσσαλίας και Μακεδονίας (Για τη χρ. βλ. Ξανθουδίδη [Ερωτόκρ. σ. 376-7]): οι Βλάχοι να τονε θωρούν απομακράς ετρέμα Ερωτόκρ. Δ΄ 938. Η λ. ως κύρ. όνομ.: Δούκ. 43117-24, 4334, 15.βοϊδάτος,- επίθ., Metrol. 604, Act. Lavr. 5627, 49, 50.
Από το ουσ. βόιδι και την κατάλ. ‑άτος.
(Προκ. για πάροικο) που έχει ένα βόδι: των ... παροίκων ... είτε ζευγαράτοι εισίν, είτε βοϊδάτοι, είτε ακτήμονες Act. Lavr. 5627.βοσκή- η, Act. Lavr. 229, Κυπρ. ερωτ. 7825, Χριστ. διδασκ. 66.
Το αρχ. ουσ. βοσκή. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Αγέλη, κοπάδι: Εμείς είμαστε λαός του (ενν. του Θεού) και πρόβατα της βοσκής του Χριστ. διδασκ. 66. — Βλ. και βοσκαρέα, βόσκηση 2, βόσκιμον, βόσκισμα.βούλλα- η, Λόγ. παρηγ. L 707, Act. Lavr. 6624, Ασσίζ. 2213, 22914, 18, 23, 4798, 12, Act. Xér. 209, 52, Διγ. A 4078, Χρον. Μορ. H 316, 2381, 3031, 8125, Βίος Αλ. 1875, Διήγ. Βελ. 136, 137, Μαχ. 5419, 808, 5089, 67424, Χρον. σουλτ. 9321, 1384, Γεωργηλ., Βελ. 193, Ριμ. Βελ. 214, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 129 κριτ. υπ., Έκθ. χρον. 3710, Κορων., Μπούας 4, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 718, 730, Σοφιαν., Παιδαγ. 100, Πεντ. Έξ. XXXIX 6, Ιστ. πολιτ. 4922, Ιστ. πατρ. 12116, Σεβήρ., Σημειώμ. 27, Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 391, 395, Δωρ. Μον. XXXIX, Ιστ. Βλαχ. 1570, Διγ. Άνδρ. 40038, 4012, Λίμπον. 307, Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 398, Πρόλ. άγν. κωμ. 39, Χριστ. διδασκ. 146, Διγ. O 650, Διακρούσ. 7430, Τζάνε, Κρ. πόλ. 4643.
Το μτγν. ουσ. βούλλα (Sophocl.). Βλ. και Du Cange και Du Cange, Addenda. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Σφραγισμένο δισκίο από μόλυβδο ή άργυρο ή χρυσό που κρεμόταν από επίσημα έγγραφα (Βλ. Du Cange και Καραγ., Βυζ. διπλ.2 119-28): προστάγματα του εποίκασιν με κρεμαστές τες βούλλες Χρον. Μορ. H 316· έδωκέ του χαρτία άγραφα με χρυσές βούλλες Δωρ. Μον. XXXIX. 2) α) Το όργανο με το οποίο σφραγίζεται κ., σφραγίδα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3α): Περί τον χρυσοχόν οπού ποιεί άνομας βούλλας Ασσίζ. 2213· βλ. και βουλιστήρι, βούλλωμα(ν) 1· β) το αποτύπωμα της σφραγίδας (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3β): απήρεν μαρτυρίες| εγράφως με τες βούλλες τους Χρον. Μορ. H 8125· του ’δωκε την εξουσιά, τη βούλλαν του τού βάνει Τζάνε, Κρ. πόλ. 4643. 3) (Μεταφ.) στίγμα ηθικό: χίλιες μύριες εντροπές και βούλλες τσι κουκλώνου Φορτουν. (Vinc.) B΄ 398. 4) Επίσημο έγγραφο σφραγισμένο (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 7γ): δώσε μου βούλλα και άνθρωπον βασιλικόν να κάμεις Λίμπον. 307· την βούλλαν κράτει αυτουνού, επέρνα χωρίς φόβον Διγ. A 4078. Βλ. και αργυρόβουλλον. 5) Ύφασμα με το οποίο δένονται τα μάτια, «τυφλοπάνι» (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 8. Για πράγμα βλ. Κουκ., ΗΜΕ 1930, 424): σκύψε να λύσω τα δεσμά, να κατελύσω βούλλας Διήγ. Βελ. 137.βουρδώνι- το, Πεντ. Γέν. XLIX 11· βορδώνιν, Ασσίζ. 18026, 4338, Act. Xér. 9A20, B30, 56, Μαχ. 60215· βορδώνι(ν) και βορδώνιον, Act. Lavr. 3834, 4428, 4831, Πεντ. Γέν. XXXII 16· βορδώνιον, Ον. Δανιήλ 72.
Από το μτγν. ουσ. βουρδών-βορδών <λατ. burdo. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. βορδώνι).
1) Ημίονος, μουλάρι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βορδώνι Α1): εάν ήτον μούλαν ή βορδώνιν, εντέχεται να του δώσει πέρπυρα λ΄ Ασσίζ. 18026. Βλ. και μουλάρι. 2) Όνος, γάιδαρος: βορδώνια είκοσι και μουλάρια δέκα Πεντ. Γέν. XXXII 16.βουτσίον- το, Κρασοπ. 17· βουτσί(ν), Κρασοπ. 22, 62, Rechenb. 821, Act. Xér. 3030, Βουστρ. 463 (κριτ. υπ.), Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 595, Σαχλ., Αφήγ. 146, 798, Τριβ., Ρε (Ζώρ.) 30, Τριβ., Ρε 352 (έκδ. βούτσια· διόρθ. Πολ. Λ., Ελλην. 14, 1955, 523, σε βουτσιά), Χρον. σουλτ. 10816, Κατζ. Α΄ 144, Ε΄ 336, Τσιρίγ., Επιστ. 168, Στάθ. Γ΄ 395, 526, Στάθ. (Θέατρο) Β΄ 126, Τζάνε, Κρ. πόλ. 16910, 21112, 21514, 21828, 28810, 29311· βουτσίν και βουτσίον, Act. Lavr. 6782, Καναν. 76D, Μαχ. 46227, Καραβ. 49211, 49420, 49910, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 672 κριτ. υπ., Έκθ. χρον. 137, Χρον. σουλτ. 8120, Ιστ. πολιτ. 1716, Τσιρίγ., Επιστ. 168 δις (έκδ. βούτζια· διορθώσ. βουτσία), κ.α.· βουττίν, Βουστρ. 463· βουττίον, Metrol. 120.
Από το ουσ. βουτίον <βυτίον. Ο τ. βουττίον ήδη τον 6. αι. (Sophocl.). Για τον τ. βουτσίον βλ. Du Cange (λ. βούτα). Η λ. και στον Κατσαΐτ. και σήμ. (ΙΛ, λ. βουτσί).
1) Βαρέλι για διατήρηση κυρίως κρασιού (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βουτσί 1): Οι κατεργάροι με σακκιά χώματ’ αναβαστούσι,| για να στουμπώσουν τα τειχιά κι άλλοι βουτσά κυλιούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 28810· πάντα να ’ναι τα βουτσά να πίνομε γεμάτα Στάθ. Γ΄ 526· αν είν’ και θέλετε κρασά, βουτσιά ’χω να σας δείξω Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 595. Βλ. και βαγένιον. 2) Μέτρο χωρητικότητος πλοίων (Για τη σημασ. βλ. Schilb., Byz. Metrol. σ. 122, 130. Πβ. και το γαλλ. tonneau): θέλει είσταιν τούτον το καράβιν βουτσίων επτακοσίων, το πολύν ως επτακοσίων πενήντα Καραβ. 49420· εις αυτά τα καράβια ήτονε ένα πολλά μεγάλο, έως εννιακόσω βουτσώ Χρον. σουλτ. 10816.γαλεάγρα- η, Act. Lavr. 2422, 5939· γαλιάγρα, Act. Xér. 9A31, 9B47.
Το αρχ. ουσ. γαλεάγρα. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Πιεστήριο για ελιές, κηρήθρες, σταφύλια (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): έχω ... αμπελοχώραφα και συκάμινα ί ... και γαλιάγραν μαρμάρινον Act. Xér. 9B47.γαληνότης- η, Μανασσ., Αρίστ. II 112 [= Μανασσ., Αρίστ. (Mazal) 913], Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 219, Act. Lavr. 569, 6763, Σεβήρ., Ενθύμ. 28· γαληνότητα, Ροδολ. Α΄ [43], Β΄ [103].
Το μτγν. ουσ. γαληνότης. Η λ. στο Meursius και στο Somav.
1) Γαλήνη, ηρεμία (Η σημασ. μτγν., L‑S): αν ουκ εν γαληνότητι μένωσιν αι καρδίαι,| αν τας ορέξεις είργωσιν αι της ψυχής πικρίαι Μανασσ., Αρίστ. II 112. 2) (Ως τίτλος τιμητικός) (Βλ. L‑S Suppl., Meursius και Somav.): επορεύθη εις τον γαληνότατον πρίγκιπον τον ειρημένον, εις το παλάτιν του κι εμίλησε της γαληνότητός του Σεβήρ., Ενθύμ. 28.γειτονιά- η, Σπαν. (Ζώρ.) V 320, Περί ξεν. A 310, Ερωτοπ. 22, 105, 106, 297, 503, 678, Θρ. Κων/π. B 76, Ανάλ. Αθ. 36, Ch. pop. 516, 520, Σαχλ., Αφήγ. 640, Κορων., Μπούας 151, Παϊσ., Ιστ. Σινά 2170, Ερωτόκρ. Α΄ 56, 658, 949, Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 554· γειτονία, Act. Lavr. 594, 6, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 253, Σαχλ., Αφήγ. 644, 877, Συναξ. γυν. 469, Αιτωλ., Μύθ. 348, Ιστ. πολιτ. 2911, Ιστ. πατρ. 8212, Σεβήρ., Διαθ. 192.
Το αρχ. ουσ. γειτονία. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ., λ. γειτονία).
α) Γειτονιά (Η σημασ. μτγν., L‑S, λ. γειτονία 2 και σήμ., Δημητράκ., λ. γειτονία 2): οι γειτονιές εχαίρουντα κι οι τόποι αναγαλλιούσα Ερωτόκρ. Α΄ 56· συχνιά περνάς καθημερνό κι απού τη γειτονιά τση Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 554· β) γείτονες (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. γειτονία 2 συνεκδ.): απ’ όλην σου την γειτονιάν εσύ, κυρά, έχεις χάριν Ερωτοπ. 503.γενικός,- επίθ., Act. Lavr. 536, 6625, Ελλην. νόμ. 56411, Διάτ. Κυπρ. 50111, Διγ. Z 1864.
Η λ. στον Αριστοτέλη και σήμ. (Δημητράκ.).
α) Που αναφέρεται στο γένος· (προκ. για λέξη) περιεκτικός (Για τη σημασ. βλ. L‑S στη λ. I1): Η συγγένεια όνομά εστιν γενικόν Ελλην. νόμ. 56411· β) καθολικός, γενικός (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. I1 και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 2 και 3): διά των αυτού γραμμάτων μη αντιστάντες του ορισμού της γενικής συνόδου Διάτ. Κυπρ. 50111. Το αρσ. ως ουσ. = αυτός που προΐσταται στο δημόσιο θησαυροφυλάκιο (Για τη σημασ. βλ. Sophocl. στη λ. 4α και Du Cange, λ. γενικόν): κατεστρώθη εν τῳ σεκρέτῳ του γενικού Act. Lavr. 6625.γεωδαισία- η, Act. Lavr. 5825.
H λ. στον Αριστοτέλη.
Καταμέτρηση γης (Βλ. τη σημασ. στον Αρίστοτέλη L‑S): Ο πανσέβαστος ... κυρ Μιχαήλ την της όλης Θεσσαλονίκης γεωδαισίαν ημετέρῳ ποιησάμενος ορισμῴ Act. Lavr. 5825.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- επίθ., Act. Lavr. A΄ 619, Αρμεν., Εξάβ. Β΄ 143.