Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Act. Kutl.

  • δημοσιακός,
    επίθ., Βυζ. συμβόλ. (ΜΒ Ϛ΄ 62717, 63223), Miklos.-Müller, Acta 5, 181, Act. Lavr. 6614, 15, 6753, Act. Xér. 2529, 33, Γράμματα Μετεώρ. 61, 78, 83, 84, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 586, κριτ. υπ., Act. Kutl. 5914, Βακτ. αρχιερ. (Γκίνης) 292· δεμοσιακός, Χρον. Μορ. H 8663.
    Το μτγν. επίθ. δημοσιακός (Steph., Θησ. και Sophocl.). Η λ. και σε σχόλ. (Δημητράκ.).
    1) α) Που σχετίζεται με το δημόσιο ή ανήκει στο δημόσιο, δημόσιος (Βλ. Steph., Θησ., Sophocl. και Βλάχ.): οίτινας πτωχούς μέλλει προσκαθίσαι η τοιαύτη μονή … διαμένωσιν και ούτοι απάτητοι και αζημίωτοι από πάσης δημοσιακής επηρείας και συζητήσεως Γράμματα Μετεώρ. 83· αι γαρ υπέρογκοι έξοδοι εποίουν αυτόν αναδέχεσθαι και πέμπειν εις τας δημοσιακάς ενοχάς ανθρώπους διεφθαρμένους Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 586, κριτ. υπ.· κατέχει δε (ενν. ο Βαλσαμάς) … το αμπέλιον, όπερ κατεφύτευσεν εις το χωράφιόν του από του Πηγονίτου, όπερ ην δημοσιακόν Γράμματα Μετεώρ. 78· β) (προκ. για δρόμο) φαρδύς, μεγάλος, δημόσιος (Βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Δ́́ 319): διοδεύσαντες την δημοσιακήν οδόν την απάγουσαν εις την μόνην των Ιβήρων Act. Kutl. 5914. 2) Έκφρ. δεμοσιακός τόπος = δημόσιο ταμείο, θησαυροφυλάκιο του κράτους (Βλ. και Χρον. Μορ. P 8663): Ηύρεν γαρ ο πρίγκιπας τον δεμοσιακόν τόπον| εξηλειμμένον παντελώς Χρον. Μορ. H 8663.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης