Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 28 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Act. Esph.

  • εικονοστάσιον
    το, Act. Esph. 2810, Βακτ. αρχιερ. 163.
    Από το ουσ. εικόνα και το ‑στάσιον. Βλ. και L‑S.
    Θέση όπου τοποθετούνται οι ιερές εικόνες (Η σημασ. και σήμ., Πρωίας Λεξ.): έμπροσθεν εικονοστασίου μέσα εις σπίτι λειτουργία δεν γίνεται Βακτ. αρχιερ. 163.
       
  • εκλειωματικός,
    επίθ., Act. Esph. 14179, 182.
    Από το ουσ. *έκλειμα> εκλειώ και την κατάλ. ‑ικός.
    Έκφρ. εκλειωματική γη = αργιλώδες χώμα: έχει … γην … εκλειωματικήν μοδίων κέ́ Act. Esph. 14179.
       
  • εννόμιον
    το, Act. Esph. 1669-70, 2233, Act. Xér. 2534.
    Η λ. σε επιγρ. (L‑S, λ. εννόμιος).
    Φόρος βοσκής (Η σημασ. σε επιγρ., L‑S, λ. εννόμιος): η βασιλεία μου … δίδωσι προς τε την ... μόνην … λαμβάνειν εξ αυτών κατ’ έτος πάσας τας δημοσιακάς αυτών δόσεις ακωλύτως, ήγουν το καπηλιατικόν … και το εννόμιον των προβάτων αυτών Έγγρ. του 1462 (Σιγάλας, Ελλην. 3, 1930, 34522).
       
  • εξάλειμμα
    το, Act. Xér. 1040, 44, 18 DIII19·, Act. Esph. 1444, Ιστ. Ηπείρ. XII5, Ηπειρ. 2196.
    Από το εξαλείφω και την κατάλ. ‑μα. Η λ. και σήμ. σε ιδιώμ. (Andr., Lex.).
    Μικρό ιδιωτικό κτήμα που προέρχεται από μοίρασμα δημόσιας γης (Η σημασ. και σήμ. σε ιδιώμ., Andr., Lex. στη λ. 1): παραδίδωμι …πάσαν μερίδα … και εν διαφόροις τόποις διά το ανώμαλον του καιρού ευρισκομένους ιδιοκτήτους μου παροίκους μετά και των εξαλειμμάτων των παροίκων μου Έγγρ. του 1356 (Θεοχαρίδης, Μακεδ. 5, 1961/63,1357).
       
  • εξαλειμματικός,
    επίθ., Act. Xén. 3846, Act. Xér. 1673, Act. Esph. 14212, Αρμεν., Εξάβ. Γ΄ 3115, Miklos.-Müller, Acta E΄ 191· αξαλειμματικός, Γράμματα Μετεώρ. 7993-4.
    Από το ουσ. εξάλειμμα και την κατάλ. ‑ικός. Βλ. και Κουμαν., Συναγ., λ. εξαλειμματικαί.
    Που αναφέρεται ή που προέρχεται από «εξάλειμμα»: αφιερώ τούτο … ωσαύτως και τας υποστάσεις πάσας τας εξαλειμματικάς Έγγρ. του 1355 (Θεοχαρίδης, Μακεδ. 5, 1961/63, 13116).
       
  • εξώνησις
    η, Χρυσόβ. Ανδρ. Β′ 13, Act. Esph. 3018, 34.
    Από το εξωνούμαι και την κατάλ. ‑σις. Η λ. τον 9. αι. (Sophocl.).
    Αγορά: Ίνα μη προτιμώνται οι πένητες εις το απεμπολούμενον κτήμα των δυνατών … τους μεν δυνατούς εκ δυνατών μόνων ποιείσθαι τας εξωνήσεις βουλόμεθα Αρμεν., Εξάβ. Γ΄ 3114.
       
  • επανασώζω,
    Act. Esph. 303, Act. Xér. 119.
    Από την πρόθ. επί και το ανασώζω. Η λ. στον 4. αι. (Steph., Θησ.).
    Δίνω πίσω, αποδίδω· επαναφέρω: τους αλλοφύλους ρήγνυσι, υπερμαχεί συμφύλων, και πάλιν την (ενν. την πόλιν του Αντιόχου) ευσχήμονα την ευχρουστάτην κόρην| επανασώζει τῃ μητρί τῃ καλλιτεκνοτάτῃ Μανασσ., Χρον. 5674· ο Παγιαζίτ εν τοις ώμοις φέρων πορείας οδόν ημερών ικανών ως όνος Λιβυστικός εν τῃ του πατρός ηγεμoνίᾳ αυτόν επανέσωσεν Δούκ. 16524.
       
  • επήρεια
    η, Act. Lavr. 5576, 6614, 6766, 6818, Act. Esph. 3110.
    Το μτγν. ουσ. επήρεια. Η λ. και σήμ. ως λόγ. (Δημητράκ.).
    1) α) Επηρεασμός: Κύκλους πολλούς επηρειών και πειρασμών συστρέφω Προδρ., Σεβ. 142· β) πίεση, εξαναγκασμός: διά τινος επηρείας των κρατούντων μεταναστεύει πάλιν όθεν ήλθεν Βίος οσ. Αθαν. 248· έκφρ. άνευ επηρείας = χωρίς επηρεασμό, αλόγως: αυτός δε άνευ επηρείας τινός έφθασεν απολέσας Δούκ. 20129. 2) Κακή επίδραση: κατά νουν λαβών τας του δράκοντος επηρείας Δούκ. 25719. 3) Οικονομική υποχρέωση, επιβάρυνση: ελευθέρους και αυτούς … τυγχάνειν οφείλοντας πάσης … ευλόγου τε και παραλόγου επηρείας και αγγαρείας Act. Lavr. 5685· παρακελεύεται η ημών θεοσέβεια ανώτερα τα τοιαύτα διατηρείσθαι πλοία από πασών απροσδιορίστως ζημιών και κακώσεων και πάσης ευλόγου τε και παραλόγου επηρείας Act. Lavr. 6768.
       
  • επιβραβεύω,
    Act. Esph. 2223, Γράμματα Μετεώρ. 608.
    Από την πρόθ. επί και το βραβεύω. Η λ. τον 6. αι. (Lampe, Lex.) και σήμ. ως λόγ. (Δημητράκ.),
    1) Ανταμείβω (Η σημασ. και σήμ. ως λόγ., Δημητράκ., στη λ. 1): τῃ υμών πληθύι συγγνώμην επιβραβεύσω Θεολ., Τζίρ. 3588. 2) Χαρίζω (Η σημασ. τον 6. αι., Lampe, Lex.): ίνα τον γαμβρόν η Ήρα| την ανδρείαν τε παρέξει,| φρόνησιν η Αθηνά γαρ,| τούτον γουν επιβραβεύσει Ερμον. Α 217· αποκαθίσταται ούτος εις την ηγουμενείαν …, την παράκλησιν αυτών ευμενώς προσδεξαμένη η βασιλεία μου, τον παρόντα χρυσόβουλλον λόγον επιχορηγεί και επιβραβεύει αυτοίς Γράμματα Μετεώρ. 5721-2. 3) Επαινώ (Η σημασ. και σήμ. ως λόγ., Δημητράκ. στη λ. 2): ταύτην και εις ημάς επιβραβεύω την φιλανθρωπίαν Θεολ., Τζίρ. 35730.
       
  • επιδίδω,
    Act. Esph. 720, 1018,25, 14233, 1687, 1935, Αχιλλ. N 791.
    Το αρχ. επιδίδωμι. Το μέσ. και σήμ. (Δημητράκ.).
    1) Πληρώνω: εάν … επάρῃ την άνωθεν ρηθείσαν γυναίκα, επιδίδει πρόστιμον προς την εξουσίαν Ελλην. νόμ. 5544. 2) Παραδίδω: Καθέδρας δε λοιπόν των Γραικών χηρευούσης, τα του επισκόπου … τῳ μέλλοντι αρχιερεί πιστώς βλεπίσωσιν και επιδώσωσιν Διάτ. Κυπρ. 5088· το γράμμα εγεγόνει … και επεδόθη τῃ … μονῄ Act. Esph. 2620. 3) Δίνω πίσω, επιστρέφω κ.: ουκ επιδίδει η κλέψασα [ει και κλέψαι] τα ωά Φυσιολ. B 1110. 4) (Προκ. για νερό) τρέχω: εκείνο οπού εκατέβαζεν το θερμόν ροδόσταμαν| (παραλ. 2 στ.) και το θερμόν επέδιδε κι ελούνετον η κόρη Αχιλλ. L 529.
       
  • επίθεσις
    η, Act. Esph. Appendice B 37, Notizb. 85.
    Το αρχ. ουσ. επίθεσις. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
    1) Τοποθέτηση επάνω σε κ.: διά της επιθέσεως των χειρών των αποστόλων δίδοται το πνεύμα το άγιον Ιστ. πατρ. 18815, 2) (Προκ. για πόλεμο) επίθεση (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 4): τους Ρωμαίους πάντας εξορίστους ευρών, τους μεν της Βλαχίας εκ της των Σέρβων επιθέσεως Ηπειρ. 21218· (νομ.) το αδίκημα της επίθεσης εναντίον κάπ. πολίτη: όταν τις απελεγχθῄ βιαίως αρπαγήν ποιησάμενος πραγμάτων ή επέλευσιν κατά οικίας τινός ή κλοπήν ή ζημίαν άδικον, τότε ομνύει ο αντίδικος ότι τόσα εζημιώθην και απώλεσα εν τῃ γενομένῃ κατ’ εμού επιθέσει Αρμεν., Εξάβ. Α΄ 71 σχόλ.· (μεταφ.): των δανειστών μου, βασιλεύ, λύσον τας επιθέσεις Προδρ. IV 286 (χφ g) (κριτ. υπ.).
       
  • επικρατώ,
    Act. Esph. Appendice Ε' 16, Βίος Αλ. 1867, 3148, Ηπειρ. 2285, Λίβ. Esc. 1791.
    Το αρχ. επικρατέω. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
    Α´ Μτβ. 1) Εξουσιάζω· κυβερνώ, διοικώ: τα κάτεργα και ο βασιλεύς τι γαρ επικρατούσαν,| τι πέραμαν εβάσταξεν και τι στενόν εκράτει; Παρασπ., Βάρν. C 157· τον της Μοσυνοπόλεως ιερότατον επίσκοπον μετά του ευαγούς κλήρου και τον επικρατούντα την Μοσυνόπολιν κυρ Νικόλαον τον Βίτον Έγγρ. του 1324 (ΝΕ 7, 1910, 45)· (προκ. για κτήματα) είμαι κάτοχος: όσοι επικρατώσι κτήματα ή ζευγαλεία ή κάστρα ορισμῴ της βασιλείας μου Ψευδο-Σφρ. 54213. 2) Βαστώ, συγκρατώ: στερρώς τας χείρας τούτου επεκράτησαν Ερμον. Ω 219. 3) (Με αντικ. τη λ. δρόμος) ακολουθώ: Βαδίζων δε μέσον ορᾴς μίαν συκαμινέαν (παραλ. 1 στ.). Εφόσον δε επικρατείς οδού της εχομένης,| ελαίας εκατέρωθεν ορᾴς Παϊσ., Ιστ. Σινά 1567. Β´ Αμτβ. 1) Ακμάζω, ανθώ: αύτη (ενν. η Φιλαδέλφεια), ως υπερέχουσα τῳ μεγέθει και πολύανδρος ούσα, επεκράτει έγγιστά που τοις ρ΄ έτεσιν Δούκ. 412. 2) Διαρκώ: εγένετο και ο γάμος και επεκράτησεν εβδομάδαν και πλέον Πανάρ. 7831. 3) (Τριτοπροσ.) είναι καθιερωμένο (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 7): Νίκος ας είσαι από του νυν, Νικήτα να σε λέσιν (παραλ. 1 στ.) διά την τιμήν σας, γάδαρον ποσώς μην τον ειπείτε,| καθώς και επεκράτησεν Συναξ. γαδ. 391· φρ. ο λόγος επικρατεί = διαδίδεται (ότι): Έτι ο λόγος επεκράτειε| κι εφθάσαν κι οι δύο ανδρείοι Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΆ́ [499].
       
  • επισκοπή
    η, Συνθήκ. Καλλ. 313, Act. Esph. 2510, 28, 267, 11, Αρμεν., Εξάβ. Ε΄ 41, Μαχ. 2630, 1127, Βελλερ., Επιστ. 55· ’πισκοπή, Βίος αγ. Νικ. 101.
    Το μτγν. ουσ. επισκοπή. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
    1) Το αξίωμα του επισκόπου: Η έμπρακτος επαρχαιότης ή στρατηγία ή επισκοπή λύει την υπεξουσιότητα Αρμεν., Εξάβ. A΄ 1711. 2) Περιφέρεια που εκκλησιαστικά υπάγεται στη δικαιοδοσία του επισκόπου: Από όλους τους χωριάτας οπού απλικεύουν εις την αυθεντίαν τους, τουτέστιν περιοχής της επισκοπής της Τάκης Ασσίζ. 24310. 3) Κατοικία του επισκόπου: απόκεις διακινούμεν| κι εις την κεράν την ’πισκοπή κινήσαμεν και πάμεν Διήγ. ωραιότ. 247.
       
  • επιστασία
    η, Act. Esph. 3041, Act. Xér. 1716.
    To μτγν. ουσ. επιστασία.
    1) Επίβλεψη: έχομεν ελπίδα να ζήσομεν ευδαιμόνως και θεαρέστως υπό την σην επιστασίαν Επιστ. Αδελφ. 527. 2) Έλεγχος: εις τον αγρόν αυτόν, ον έχουσι διά παλαιγενών και διαφόρων δικαιωμάτων, υπέρ ου και εγένοντο διάφοροι επιστασίαι και κρίσεις Act. Esph. 116.
       
  • επιτηρητής
    ο, Act. Lavr. 5533, 37, 6760.
    Το μτγν. ουσ. επιτηρητής. Η λ. και σε σχόλ. (L‑S) και σήμ. (Δημητράκ.).
    1) Αξίωμα των μοναχών (Βλ. Βαγιακ., ΕΕΒΣ 51, 1974, 250): Θεοφάνης μοναχός και επιτηρητής του Αγίου Όρους και καθηγούμενος μονής του Ιχθυοφάγου μαρτυρών υπέγραψα Act. Esph. 12166. 2) Εισπράκτορας φόρων: εξκουσσεύεσθαι παρακελεύεται το γαλήνιον κράτος ημών διά της παρούσης χρυσοσημάντου γραφής τα τοιαύτα τέσσερα πλοία … από τε των πάκτων συνηθειών κανισκίων του κατά την ημέραν παραθαλασσίτου και του αντιπροσωπούντος αυτῴ πακτωναρίων συνωναρίων επιτηρητών της θαλάσσης Act. Lavr. 6758. 3) Διοικητής (Η σημασ. στον Κατσαΐτ., Ιφ. Πρόλ. 54): ήλθε (ο Σελήμ) … και ηύρε τον κόσμον ειρηνικόν από την κυβέρνησιν την καλήν του Πιριμπασιά, οπού τον άφηκεν επιτηρητήν Ψευδο-Δωρ. 55.
       
  • επιφιλοτιμούμαι.
    Από την πρόθ. επί και το φιλοτιμούμαι.
    Δωρίζω, χαρίζω: Επιφιλοτιμείται δε τούτοις η βασιλεία μου … και την ετέραν τρίτην μερίδαν του αυτού χωρίου Act. Esph. Appendice A 34.
       
  • επιχορηγώ,
    Act. Esph. 1925, Γράμματα Μετεώρ. 5721.
    Το μτγν. επιχορηγέω. Η λ. και σήμ. ως λόγ. (Σταματ.).
    Παραχωρώ (Βλ. Καραγ., Βυζ. διπλ.2 117): Την τοιαύτην παράκλησιν αυτών προσδεξαμένη η βασιλεία μου επιχορηγεί και επιβραβεύει αυτῄ τον παρόντα χρυσόβουλλον λόγον αυτής, δι’ ου προστάσσει Act. Esph. 2223.
       
  • έποικος
    ο, Act. Esph. 175, 1912, 20, 212, 3112, Miklos.-Müller, Acta 5, 170, 172, 174, Έγγρ. του 15. αι. (Παλαιολ. Πελοπονν. (Λάμπρ.) Γ́ 3324· Δ́ 1047), Ψευδο-Σφρ. 54221.
    Το αρχ. ουσ. έποικος.
    Κάτοικος: οφειλόντων και των εποίκων πάντων του τοιούτου κάστρου έχειν προς αυτόν την οφειλομένην υπακοήν και τιμήν, όσα και εις προκαθήμενον αυτών Έγγρ. του 14. αι. (Σάθ., ΜΒ Ϛ΄ 64415διορίζεται ίνα … κατέχωσιν οι διαληφθέντες μοναχοί ανενοχλήτως … την … γην και ουδέν ευρίσκωσι διενόχλησιν … μήτε παρά των εποίκων του κάστρου Ρεντίνης μήτε παρ’ άλλου τινός Act. Esph. 217.
       
  • εργάσιμος,
    επίθ.,
    Το αρχ. επίθ. εργάσιμος. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
    (Προκ. για γη) καλλιεργήσιμος: αγρόν τινα έχουσα η … μονή, ελαίαις ευαριθμήτοις ενθεωρούμενον εργασίμῳ τε μερικῄ γῃ Act. Esph. 139.
       
  • εργαστήριο(ν)
    το, Αιτωλ., Μύθ. 811· αργαστηρι(ν), Αιτωλ., Μύθ. 731, Έγγρ. του 16. και 17. αι. (Ε. Κακουλίδη, Κρ. Χρ. 22, 1970, 476, 482), Κατζ. Γ΄ 296, Ερωτόκρ. Β΄ 109, Μαρκάδ. 271· αργαστήριον, Act. Esph. 98,13· εργαστήρι(ν), Πουλολ. 82, 437, Βίος οσ. Αθαν. 257, Συναδ., Χρον. 44 δις, 56· εργαστήρι(ν) ή εργαστήριο(ν), Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 407, Βακτ. αρχιερ. 181, 183 κ.α.
    Το αρχ. ουσ. εργαστήριον. Ο τ. αργαστήρι και σήμ. σε ιδιώμ. (Βλ. Κουκ., ΒΒΠ Β1 235). Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
    α) Εργαστήριο, (γενικά) μαγαζί (Η σημασ. καί σήμ., Δημητράκ.): Περί εργαστηρίου, οπού πουλούν και αγοράζουν παν είδος Βακτ. αρχιερ. 153· εκάησαν τότε οσπίτια, αργαστήρια, εκκλησίες Χρον. σουλτ. 1338· τρέχει ο μάστορας … να ανοίξει το εργαστήριο Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 407-8· β) μεταφ.: ταύτην … ονόμαζεν … πάθος, ως εργαστήριον τούτο τοις εμπαθέσι γενόμενον Βίος οσ. Αθαν. 257.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης