Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αναρρήγνυμαι,
- Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 2781, 6561, 6647, Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 17218.
Το αρχ. αναρρήγνυμαι.
(Προκ. για πόλεμο, συμφορές, εισβολές, κλπ.): εκρήγνυμαι, προβάλλω απειλητικά: βαρύς μεν εκατέρωθεν πόλεμος ανερράγη Μανασσ., Χρον. 6561· νέφους ισχυράς μάχης αναρραγέντος Μανασσ., Χρον. 2781· εντεύθεν ανερράγησαν επίρροιαι βαρβάρων Μανασσ., Χρον. 6647· εκ της Ασίας τα μέγιστα των κακών ανερράγησαν πελάγη Ψευδο-Σφρ. 17218.αναφορά- η, Ασσίζ. (Σάθ.) 4329, 3919, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2774, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 7822, Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 2001, Πεντ. (Hess.) Δευτ. XXV 19, ΧΧΧΙΙ 26, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ (Ζώρ.) 916, 980, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 11219, 1767, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 30, 46, 53, 54, 57, 60, 61.
Το αρχ. ουσ. αναφορά. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Έκφρ. παρακλητική αναφορά = παρακλητικός λόγος, παράκληση: κλίνον το ους σου επ’ εμέ διά της Θεοτόκου| και πρόσσχες παρακλητικήν αναφοράν μεθ’ όρκου Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 980· β) έκθεση, αφήγηση, εξιστόρηση: αναφοράν ανέφερεν τον Λίβιστρον η κόρη| τον εξ αρχήν της έρωταν, το τσίνεμαν το πρώτον Λίβ. Sc. 2774. 2) α) Έκθεση «πεπραγμένων», αναφορά (κατωτέρου προς ανώτερο) (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. II 5· πβ. και ΙΛ στη λ. 2): έγραψα προς τον αυθέντην μου τον βασιλέα όσα και εις την Ιβηρίαν έπραξα, ... έγραψα δε και ετέραν αναφοράν περί ων μέλλω δηλώσειν Σφρ., Χρον. μ. 7822· β) έκθεση δυσμενής, καταγγελία (Πβ. ΙΛ στη λ. 1): με έκαμαν αναφοράν και με αφόρισαν και με αναθεμάτισαν Συναδ., Χρον. 46· Και έτσι πιάνουν και με κάμουν αναφοράν και άρτζι και τα έστειλαν εις την Πόλη Συναδ., Χρον. 57. Πβ. αναφέρω Αγ. —Συνών.: άρτζι. 3) α) Μνεία (προκ. για όνομα) (Η σημασ. ήδη στο Μιχαήλ Κηρουλάριο, Sophocl. στη λ. 5): είπα να τους απολέσω, να ξαργήσω από άνθρωπον την αναφορά τους (Πβ. το μνημόσυνον αυτών ΠΔ (Tisch.) Δευτ. ΧΧΧΙΙ 26) Πεντ. Δευτ. XXXII 26· β) μνεία, αμαρτυρία: εκείνος οπού ζητά ουκ έχει τινάς μάρτυρας ... έχασεν εκείνος εκείνον τό εζήταν με το κείμενον, εφειδήν εκείνος ουδέν έχει άλλη αναφορά απ’ αυτό τό ζητά Ασσίζ. 3919. 4) Άρτος της Θείας Ευχαριστίας (Η σημασ. ήδη στον 5. αι., Lampe, Lex. στη λ. F και σήμ., ΙΛ στη λ. 3): ως πράγμαν εγκαινισμένον και ευλογημένον και ην άγια ποτήρια, σταυρούς, αναφοράδες, δίσκους Ασσίζ. 4329.αντάμειψις- η, Δούκ. (Grecu) 3492, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 846, Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 1861‑2· αντίμειψις ‑η, Διήγ. Αγ. Σοφ. (Băn.) 15413, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 55420.
Το μτγν. ουσ. αντάμειψις (Για την αποκατάσταση της πρόθ. αντί στον τ. αντίμειψις ‑η βλ. Χατζιδ., Αθ. 24, 1912, 27). Η λ. και σήμ. (‑ψη) στην Κρήτ. Ο τ. αντίμειψη και σήμ. στην Κέρκ. (ΙΛ, λ. αντάμειψι).
1) Ανταμοιβή, ανταπόδοση (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S, και σήμ., ΙΛ, λ. αντάμειψι): αφέντες οι Τούρκοι τον λίθον ..., άρδην κατεποντίσθη (ενν. η ναυς) εν τῳ βυθῴ. Τούτο το δώρον αντάμειψις της ακραιφνούς φιλίας (γεν. υποκειμενική), ης επεδείξαντο Τούρκοι τους Γαλατινούς Δούκ. 3492· κατά τας πράξεις και τα έργα αυτού έκαστος την αντάμειψιν λήψεται Ψευδο-Σφρ., 1861‑2· να του ποιήσει μεγάλην τιμήν και την αντίμειψιν διά την καλοσύνην οπού του έκαμεν Διήγ. Αγ. Σοφ. 15413. Πβ. αντιπλουτίζω. —Συνών.: αντίδοσις. 2) Πληρωμή, τιμωρία: Κι εσείς παιδιά του Ισμαήλ ... (παραλ. 3 στ.) Ομπρός στον θρόνον του Θεού θα στέκει να φωνάζει| αντίμειψη να κάμετε πάσα ψυχή να κράζει Τζάνε, Κρ. πόλ. 55420.αντίκειμαι·- μτχ. αντικείμενος, Διγ. (Mavr.) Gr. V 251, Διγ. (Καλ.) A 2768, Φυσιολ. (Zur.) XLVIII15, (έκδ. ανεικειμένας· διορθώσ.), Φυσιολ. (Pitra) 3509, 35719, Δούκ. (Grecu) 19329, 3536, Γεωργηλ., Θαν. (Legr.) 592, Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 1586, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 3732.
Το αρχ. αντίκειμαι.
Α´ Η μτχ. ως επίθ. (προκ. για πονηρά πνεύματα) διαβολικός: τους αγίους αποστόλους τους περάσαντας τον αιώνα τούτον και τας αντικειμένας δυνάμεις Φυσιολ. XLVIII15, (έκδ. ανεικειμένας· διορθώσ.). Β´ Η μτχ. ως ουσ. 1) α) αντίπαλος (σε πόλεμο), εχθρός (Πβ. τη μτγν. σημασ., L‑S, λ. αντίκειμαι ΙΙΙ): ην κρατών τας άκρας του μη διαδράναι τον αντικείμενον Δούκ. 19329· β) αντίδικος (Βλ. και L‑S στη λ. 3): μεγάλας συκοφαντίας, ... οι αντικείμενοι, ήτοι οι αντίδικοι αυτού, εποίησαν Ψευδο-Σφρ. 1586. 2) Διάβολος (Η σημασ. μτγν., Lampe, Lex. στη λ. 2b. Πβ. και Φυσιολ. (Karn.) M 367-8, 4615, όπου η μτχ. = διαβολικός): Αλλά ο αντικείμενος και σκότους ο προστάτης,| εχθρός τε και πολέμιος του ημετέρου γένους Διγ. A 2768. Βλ. και αντίπαλος β, αντιστάτης 3.αντίκρυ,- επίρρ., Διήγ. πόλ. Θεοδ. (Merc. S. G.) 64, Λίβ. (Lamb.) Sc. 34, Θρ. Κων/π. (Ζώρ.) B 45, 75, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ε΄ [477]· αντικρύ, Ιερακοσ. (Hercher) 34226, Εξήγ. πέτρ. (Βέης) 274, Λίβ. (Μαυρ.) P 503, Δωρ. Μον. (Buchon) ΧΙΧ· άντικρυ, Διήγ. πόλ. Θεοδ. (Merc. S. G.) 24, Θρ. Κων/π. (Παπαδ.-Κερ.) H 268107, Δούκ. (Grecu) 23919, Έκθ. χρον. (Lambr.) 95, 5020, 5114, 6612, 7114, 7220, 7324, 7410, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 635. αντίκρυς, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 51410, Διγ. (Mavr.) Gr. VIII 66 (έκδ. άντικρυς· διορθώσ.), Φλώρ. (Κριαρ.) 815, Απολλών. (Janssen) 175, Λίβ. (Lamb.) N 640, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VIII 87 (έκδ. άντικρυς· διορθώσ.), Διήγ. Αγ. Σοφ. (Băn.) 1591, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 35716, 37534· αντικρύς, Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 3986· άντικρυς, Σπαν. (Lundström) U 84, Προδρ. (Hess.-Pern.) IV 237, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 1160, 3445, 4553, 5032, 5262, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 51415, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 3164, Διγ. (Καλ.) A 1998, 2898, Βίος Αλ. (Reichm.) 929, Απολλών. (Wagn.) 175, Αχιλλ. (Hess.) N 30, 707, Θησ. (Schmitt) 338 VII 108, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VIII 84, Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 50819, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1992, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 38928, 40710, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 319· άντικρυν, Έκθ. χρον. (Lambr.) 729· αντίκρυτα, Ασσίζ. (Σάθ.) 21427, Λίβ. (Lamb.) Esc. 759, 3068, Βεν. (Λάμπρ.) 79, Διήγ. Αλ. (Μητσάκ.) G 254, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 3, 63, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 956, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 178δις, 179, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 1271, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 14927, 15126, 4955, 5123.
Τα αρχ. επίρρ. αντικρύ και άντικρυς. Η λ. και οι τ. της, εκτός των τ. άντικρυς και άντικρυν, και σήμ. (ΙΛ). Για τον τ. αντίκρυτα βλ. Χατζιδ., ΕΕΠ 7, 1910 /11, 83. Ο τ. αντικρύς στο Δοκειαν. (Hopf) 253.
1) Απέναντι (Πβ. L‑S, λ. αντικρύ ΙΙ 1· η σημασ. και σήμ., ΙΛ): εβγαίνω από την τέντα μου, θεωρώ αντικρύ το κάστρο Λίβ. P 503· ο Τούρκος καστελώνεται, τριντζέρες είχε κτίσει| εις τα Χανιά αντίκρυτα Τζάνε, Κρ. πόλ. 15126· από την χώρ’ αντίκρυτα είχανε εξαμώσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 14927· τεντώσαντες απ’ αλλήλων άντικρυ, απέχοντες ως στάδια πέντε Δούκ. 23919· Βλέπεις ... εκείνον το αναλίβαδον, τό είναι αντίκρυτά μας Λίβ. Esc. 3068· το κάτεργο έστεκε αντίκρυτα του μοναστηρίου διά ναν τα περιλάβει Σουμμ., Ρεμπελ. 179. 2) Εναντίον (Η σημασ. στον Αριστοτέλη, L‑S, λ. άντικρυς ΙΙ): ου βλέπει (ενν. ο κριτής) πρόσωπον πτωχού εις κρίσιν την δικαίαν,| αλλ’ ούτε εις άρχοντα ορά αντίκρυς του δικαίου Ελλην. νόμ. 51410· Τρεις είν’ που θε να πολεμού και δέκα αντίκρυτά ντως| να δείξουσι την τέχνη ντως και την παλληκαριά ντως Ερωτόκρ. Β΄ 1271· Ήτον αντίκρυς μου ο λαός στην χώραν οργισμένος Χούμνου, Π.Δ. VIII 87. 3) (Αντί επιθ.) αντικρινός: τα άντικρυ βουνά τα αντιπέραν Διήγ. πόλ. Θεοδ. 24. 4) (Αντί επιθ.) απολύτως όμοιος (Πβ. L‑S, λ. άντικρυς ΙΙ· πβ. το σημερ. αντίκρυ χαραυγή, ΙΛ στη λ. Φρ.): δος με ολίγον έντερον ... λαπάραν τραγανόδεχτον, την άντικρυς νευρώδη Προδρ. IV 237· Η κόρη δε ην εξαίρετος ... της Αφροδίτης άντικρυς και Ελένης Μενελάου Αχιλλ. N 707· σύζυγον ... ερωτικήν, εξαίρετον, άντικρυς Αφροδίτην Αχιλλ. N 30.αντιλαμβάνω,- Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 252, Δούκ. (Grecu) 15512, 21723, 3732, Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 40826.
Το αρχ. αντιλαμβάνω.
Α´ (Ενεργ.) διαδέχομαι: τον φθόνον αντιλαμβάνει φόβος Δούκ. 21724. Β´ (Ενεργ. και μέσ.) βοηθώ (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. ΙΙ β): τύπτουσαι τα στήθη εδέοντο τους εν ταις ναυσί του αντιλαβέσθαι αυτών Δούκ. 3732· ει συμβεί αυτῴ ακηδία ή άλλος πειρασμός, ουκ έχει τον αντιλαμβανόμενον Βίος οσ. Αθαν. 252· πάσαν επιμέλειαν έχειν εις τους φυγάδας αιχμαλώτους του αντιλαμβάνειν και σώζειν αυτούς εις το φρούριον και ελευθέρους γράφεσθαι Δούκ. 15512. —Συνών.: αγιδιάζω, αγιτιάζω, αιδάρω.αντιλέγω,- Καλλίμ. (Κριαρ.) 742, Ασσίζ. (Σάθ.) 45514, Βέλθ. (Κριαρ.) 964, Ερμον. (Legr.) Μ 153, Ω 78, Βίος Αλ. (Reichm.) 357, Διήγ. Βελ. (Cant.) 170, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 257, Απολλών. (Janssen) 586, Δούκ. (Grecu) 2013, Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 15221, 18011.
Το αρχ. αντιλέγω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Φέρνω αντίρρηση συζητώντας (Η σημασ. αρχ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): Ει δε εώρα αυτούς ανθισταμένους και αντιλέγοντας Βίος οσ. Αθαν. 257· τούτο καλώς είρηκας· ουδέ εγώ αντιλέγω Δούκ. 2013· ουκ αντιλέγομεν ημείς άχρι και ενός λόγου Βέλθ. 964. 2) Απαντώ: η δε μικρόν στενάξαντα αντείπε προς εκείνον Καλλίμ. 742. Πβ. αντιλαλώ Β1α. 3) Απαντώντας δικαιολογούμαι: εάν παραγενόμενος ο Φίλιππος ενταύθα έγκυον προσευρήσει μοι, τι προς αυτόν αντείπω; Βίος Αλ. 357. 4) Αντικρούω: ακροβολισμών γενομένων και συμπλοκής το των Ρωμαίων στράτευμα ... καλώς και ανδρείως αντελέγοντο τοις Αγαρηνοίς Ψευδο-Σφρ. 18011. 5) Αντιφρονώ, απειθαρχώ: οι ... στρατιώται αποστήσονται ... τῳ ιδίῳ βασιλεί αντιλέγοντες Σεισμολ. (Οικονόμου) 17.αντιμάχομαι,- Διγ. (Hess.) Esc. 705, Διγ. (Καλ.) Esc. 878, Ερμον. (Legr.) Σ 286, Δούκ. (Grecu) 3574, 35914, Έκθ. χρον. (Lambr.) 2011, 4018, Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 39617, 56414, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 2849, 28517.
Το αρχ. ανατιμάχομαι. Βλ. και Trapp, Stud. byz. Lexik. 22. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Πολεμώ εναντίον κάποιου, καταπολεμώ (η σημασ. αρχ., L‑S· πβ. και ΙΛ): κάστρα να αντιμαχιστώ, θηρία να φονεύσω Διγ. Esc. 878· τη θάλασσα αντιμάχεται (ενν. ο πόθος), το πυρ ου διαλογίζει Διγ. Esc. 705. —Συνών.: αγωνούμαι. 2) Προβάλλω αντίσταση: Οι δε της πόλεως αντεμάχοντο ανδρείως, όσον η δύναμις Δούκ. 3574. 3) Πολεμά ο ένας τον άλλο: Να σμίγουν, ν’ αντιμάχονται, να πέφτουν, ν’ αποθαίνουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 28517. Μτχ. αντιμαχόμενος = αντίπαλος, εχθρός: το σώμα του Πατρόκλου| μη αφείτε συληθήναι| εκ των αντιμαχομένων Ερμον. Σ 286.αντιμετρώ,- Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 393, Δούκ. (Grecu) 28514, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 5414, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1594, 1936, 2638, 2640, 2641, Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 18415.
Το μτγν. αντιμετρώ. Πβ. ΙΛ, λ. αντιμετρούμαι.
α) Παραχωρώ, δίνω κάτι ως αντάλλαγμα, ως αποζημίωση, ως αμοιβή (Η σημασ. μτγν., L‑S): Και ο πατήρ της ειρήνης αντεμέτρησε την τελευτήν του βαρβάρου εν ειρήνῃ και ουκ εν μαχαίρᾳ Δούκ. 28514· πλην και εδώ επί της γης, όσον καιρόν να ζήσεις,| αντιμετρά σου ο Θεός πλείονα να κερδίσεις Ιστ. Βλαχ. 1936· β) πληρώνω με τη σειρά μου (Η σημασ. μτγν., L‑S. Πβ. και Lampe, Lex. στη λ. 1): εγώ (δηλ. ο Κύριος), φησίν, αντιμετρώ την οφειλήν αξίως Γλυκά, Στ. 393· έπιεν εξ ού εκέρασεν εν ῳ μέτρῳ μετρήσας αντιμετρηθείς και το ζην εκμετρήσας Ιστ. πολιτ. 5414· εν ῳ μέτρῳ μετρείτε| και αντιμετρηθήσεσθε Ιστ. Βλαχ. 2638· γ) τιμωρώ: Στερέωσόν μας, Κύριε, της πίστεως εν πέτρᾳ και τοις εχθροίς χριστιανών δικαίως αντιμέτρα Ιστ. Βλαχ. 2638· το αφεντικόν γράμμα να μη πατιέται (παραλ. 2 στ.) κι εκείνον τον ενάντιον δικαίως αντιμέτρα Ιστ. Βλαχ. 1594. —Συνών.: ανατάζω 2β.αντίναυλον- το, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 639 κριτ. υπ., Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 54026.
Από την πρόθ. αντί και το ουσ. ναύλον. Βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Ε΄ 363.
(Ναυτ.) φόρος προσωπικός (Για το πράγμα βλ. G. Rouillard, Les taxes maritimes et commerciales 281-2· Zakyth., Desp. Β΄ 243 και Κουκ., ΒΒΠ Ε΄ 363): το επιτεθέν παρ’ αυτού κεφάλαιον εις τους ναύτας, το νυν λεγόμενον αντίναυλον Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 639 κριτ. υπ.αντίχριστος- ο, Ανακάλ. (Κριαρ.) 117, Δούκ. (Grecu) 37520, Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 4323-4, 43623.
Το μτγν. ουσ. αντίχριστος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ). Για τη λ. βλ. Κριαρά, Ανακάλ., σ. 54.
Ο εναντίος, ο εχθρός του Χριστού, ο διάβολος: Ο δε υιός της ανομίας, πρόδρομος του αντιχρίστου αναβάς επί της αγίας Τραπέζης εποίησε την προσευχήν Δούκ. 37520.ανύποπτος,- επίθ., Δούκ. (Grecu) 8114, Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 16439, Έκθ. χρον. (Lambr.) 4122, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ (Ζώρ.) 627, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 5410, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 20.
Το αρχ. επίθ. ανύποπτος. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
1) Που δεν τον υποπτεύεται κανείς, που δεν προκαλεί υποψίες· αναμφισβήτητος, βέβαιος (Βλ. L‑S στη λ. 1 και 2): εκέλευσε τους οδηγούς και αρχηγούς του στόλου| ανύποπτον ασφάλειαν δούναι Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 627. Βλ. και αναμφίβολος. 2) Που δεν υποψιάζεται, δεν υποπτεύεται (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. 3 και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 2): εστέρησε των οφθαλμών τον διάδοχον ... Ιωάννην τον Λάσκαριν και ανύποπτον φόβου παντός ούτος την βασιλείαν ελευθέραν εαυτῴ κατεστήσατο Ψευδο-Σφρ. 16439. Το ουδ. ως ουσ. = Το να μη προκαλεί κανείς υποψία: ήλθε δε επί ονόματι αποκρισιαρίου διά το ανύποπτον Ιστ. πολιτ. 5410.ανωτερικός,- επίθ., Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 53, Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 5888.
Το μτγν. επίθ. ανωτερικός.
(Προκ. για τόπο) (1) που βρίσκεται στο εσωτερικό, μεσόγειος (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. 1): τα ανωτερικά μέρη Διήγ. Αλ. V 53· (2) (πιθ.) που βρίσκεται προς τα πάνω, προς τα βόρεια (πβ. L‑S, λ. άνω Β, ΑΙΙ 1 e): στόλον αποστείλας κατά τα ανωτερικά μέρη του Ευξείνου Πόντου παρέλαβε το μέγα πτολίεθρον, τον Καφάν λεγόμενον της Χερρονήσου της εν τῳ Ταυρικῴ Ψευδο-Σφρ. 5888.ανωφελώς,- επίρρ., Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 42612.
Η λ. στον Αριστοτέλη.
Με τρόπο επιζήμιο (Πβ. Δημητράκ.): ην προέδειξεν ανδρείαν εκ του φόβου έχασε και ανωφελώς μετά ταύτα έπραξεν Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 42612.αξιότιμος,- επίθ., Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 28838.
Το αρχ. επίθ. αξιότιμος.
Πολύτιμος: ιμάτιον επανώφορον, διπλούν χαμουχάν πράσινον, ... αξιότιμον Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 28838. — Βλ. και ακριβός 5α, ακριβώδης, αξιοτιμημένος 2, αξιοτίμητος 1.απαγγέλλομαι·- Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 4428, εσφαλμ. γρ. αντί επηγγείλατο.
απεγγείλατο,απαγορεύω,- Καλλίμ. (Κριαρ.) 230, 1055, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 3150, Δούκ. (Grecu) 3611, Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 16816.
Το αρχ. απαγορεύω. Η λ. και σήμ. ως λόγ. (ΙΛ).
Α´ Ενεργ. 1) (Με την αυτοπαθή αντων.) απελπίζομαι, απογοητεύομαι (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. 2): Ο βασιλεύς ουν απαγορεύσας εαυτόν ... είπε λόγον λύπης άξιον Δούκ. 3611. 2) Αποφεύγω: πόλεμον γαρ μετά θηρών χωρίς ανάγκης μάχης ο φρόνιμος ο στρατηγός απαγορεύειν οίδε Καλλίμ. 230. Βλ. και αναγυρίζω Β 1β, αναμερίζω β. Β´ (Μέσ.) απελπίζω, απογοητεύω (κάποιον): ...του ιατρού ελθόντος προς εκείνον| απηγορεύσατο αυτόν τον θάνατον μηνύσας Διγ. Τρ. 3150.απαράθραυστος,- επίθ., Ερμον. (Legr.) Β 5, Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 58019.
Από το στερ. α‑ και το παραθραύω. Η λ. ήδη στον 4. αι. (Lampe, Lex.).
Αδιάσειστος (Η σημασ. ήδη στον 6. αι., L‑S. Πβ. και Lampe, Lex.): άπερ γουν ο Φοίβος είπεν| απαράθραυστα γαρ όλα Ερμον. Β 5.απαραίτητος,- επίθ., Ιερακοσ. (Hercher) 5118, Βέλθ. (Κριαρ.) 67, Δούκ. (Grecu) 32923, Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 31613.
Το αρχ. επίθ. απαραίτητος. Η λ. και σήμ. από τη λόγια παράδοση.
Αναπόφευκτος (Πβ. L‑S στη λ. ΙΙ και Στεφ. Ιχνηλ., Sjöberg, 1944): Ως δ’ είχεν απαραίτητον της ξενιτείας την στράτα,| τούτον ουκ είλκυσαν ποσώς του αδελφού του οι λόγοι Βέλθ. 67· είχον κατά νουν απαραίτητον λογισμόν ότι, εάν η πόλις αλώ, και το φρούριον αυτών έρημον γενήσεται Δούκ. 32923.απαύγασμα- το, Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 5729, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ (Ζώρ.) 698
Το μτγν. ουσ. απαύγασμα.
(Μεταφ.) λάμψη·στολίδι (Η σημασ. μτγν., L‑S): το τάγμα| του γένους το απαύγασμα Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 698.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 2781, 6561, 6647, Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 17218.