Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 9 εγγραφές  [0-9]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Χρυσόβ. Ανδρ. Β′

  • ασφαλίζω,
    Τρωικά 52616, Ελλην. νόμ. 5235, 53420, 5495, 56324, 57625, Χρυσόβ. Ανδρ. Β′ 18, Αρμεν., Εξάβ. A΄ 421, 151, Β΄ 151, Γ΄ 1020, Ε΄ 1145, Λίβ. N 2029, Δούκ. 12523, 17132, 20118, 2919, Σφρ., Χρον. μ. 12230, 12420, Κορων., Μπούας 45, 98, Παϊσ., Ιστ. Σινά 255, 574, 1256, Κρ. συμβόλ. 37, 67· σφαλίζω, Τρωικά 53224, Προδρ. I 250, Ασσίζ. 18422, 44916, Ορνεοσ. αγρ. 57220, 58123, Διγ. Α΄ 2733, 4498, Χρον. Μορ. H 909, Χρον. Μορ. P 617, Φλώρ. 1713, Ερωτοπ. 207, Λίβ. Sc. 1020, Λίβ. Esc. 2094, Ιμπ. 845, Θρ. πατρ. 28, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 616, Μαχ. 1035, 9011, 21435, 26412, 16, 4064, 43233, 55813, Σφρ., Χρον. μ. 16811, Θησ. (Foll.) I, 79, Θησ. ΙΛ΄ [104], Ch. pop. 413, Χούμνου, Π.Δ. I 6, 12, IX 7, X 13, Ριμ. Βελ. 208, Βουστρ. 474, 486, 494, 498, 504, Βίος Αισώπ. 303, Αλεξ. 2584, Διήγ. Αγ. Σοφ. 1545, Σαχλ., Αφήγ. 464, 497, 501, Κυπρ. ερωτ. 148, 9462, Απόκοπ. 190, Ιμπ. (Legr.) 979, Κορων., Μπούας 12, 15, 28, 97, 98, 125, 141, Φαλιέρ., Ιστ. V 178, 277, Βεντράμ., Φιλ. 231, Πεντ. Γέν. II 21, VII 16, VIII 2, XIX 6, XXVI 15, Έξ. XIV 3, Λευιτ. XIII 4, Αρ. XII 15, Ρίμ. θαν. 136, 141, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 543, Αχέλ. 1313, Αιτωλ., Μύθ. 1364, Κώδ. Χρονογρ. 514, Θρ. Κύπρ. K 54, 75, 3111, 552, Ιστ. πατρ. 823, 12117, 12212, 1243, Δωρ. Μον. XXVII δίς, XXIX, Κατζ. Β΄ 108, Γ΄ 316, 401, Ε΄ 21, 491, Πανώρ. Δ΄ 281, Ερωφ. Α΄ 229, 455, Β΄ 122, 205, Γ΄ 292, 388, Δ΄ 220, Ιντ. δ΄ 96, Πιστ. βοσκ. I 1, 1· III 9, 27, Παλαμήδ., Βοηβ. 816, Σταυριν. 1012, 1276, Διγ. Άνδρ. 4079, Ερωτόκρ. Α΄ 684, 1124, 2127, Β΄ 720, Δ΄ 1750, 1913, 1933, Ε΄ 1002, Θυσ.2 549, 875, Στάθ. Α΄ 276, Γ΄ 238, 266, 337, 536, Ροδολ. Α΄ [187, 526, 534], Β΄ [210, 253], Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [58], Δ΄ [372, 506], Βακτ. αρχιερ. 155, Σουμμ., Παστ. φίδ. A΄ [1, 1052], Γ΄ [755, 1368], Φορτουν. Πρόλ. 2, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 37, Μαρκάδ. 335, Διγ. O 129, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1662, 20225, 3382, 3549, 3564, 36111, 3917, 4395, 11, 52621, Διακρούσ. 11118, κ.π.α.
    Το μτγν. ασφαλίζω. Για το σφαλίζω βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 174, 220. Η λ. και σήμ. (ΙΛ και Δημητράκ., λ. ασφαλίζω και σφαλίζω). Πβ. σφαλώ.
    1) (Ενεργ. και μέσ.) (προκ. για πόλη, κάστρο, κλπ.) κάνω ασφαλές, οχυρώνω (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. I1α): τον πύργον … καλώς ως εχρήν ασφαλίσας Δούκ. 20118· Δεν θέλεις πάρει Πάδοβαν ως έναι σφαλισμένη,| με τοίχους και μπαστούνια καλά ορδινιασμένη Κορων., Μπούας 98· το δε κάστρον ο αμιράς καλώς ασφαλισάμενος και παντί τρόπω αφυρώσας … Σφρ., Χρον. μ. 12230. Βλ. και ασφαλτώ 1. 2) α) Δεσμεύω (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. Ι2): οι πόδες αυτών ησφαλίσθησαν σιδήροις Σφρ., Χρον. μ. 12420· β) σταθεροποιώ: ο νους μου να ’χει μέριμναν μήπως και ασφαλίσω| της μοίρας μου το ασύστατον (έκδ. ανίστατον· διορθώσ.) Λίβ. N 2029. 3) α) Εξασφαλίζω (από ενδεχόμενο κίνδυνο), κατοχυρώνω (Πβ. L‑S στη λ. Ι2): εβούλοντο τα της έω προοικοδομήσαι και ασφαλίσαι, ως χρή, διά συνθηκών και όρκων Δούκ. 17132· βλ. και αναπαύω Α1δ, απαρτίζω β) (μέσ.) (προκ. για ειρήνη) συνομολογώ (Πβ. L‑S στη λ. I1b): συν αυτῴ τῳ επιτρόπῳ Ουγγρίας τῳ Ιάγκῳ τριών ετών ειρήνην ασφαλισάμενος … κατά του Καραμάν εκστρατεύει Δούκ. 2919. 4) (Νομ.) (μέσ.) α) εξασφαλίζω, παρέχω ασφάλεια (Βλ. Πιτσάκη [Αρμεν., Εξάβ. σ. 392]): Εάν ο γείτων τον σαθρωθέντα οίκου αυτού και απειλούντα πτώσιν μη ανανεοί, μηδέ ασφαλίζηταί με του μη τινά καινοτομίαν παθείν εξ αυτού … Αρμεν., Εξάβ. Β΄ 151· β) βεβαιώνω κ. (Βλ. και Πορφυρογ., Προς Ρωμαν. 1336): εν τῳ του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος ονόματι συγγράφομαι και συντάττω … και βεβαιώ και ασφαλίζομαι ως έχουσι τα κατ’ εμέ, ούτως … Χρυσόβ. Ανδρ. Β′ 18· βλ. και αφυρώνω, μαρτυρώ· γ) (αμτβ.) εξασφαλίζομαι: Απών τις ου καταδικάζεται μεγάλῳ έγκλήματι, αλλά γίνεται αναζητούμενος διά γραμμάτων· αφού δε γνώ, τον ενιαυτόν έχει προς το εαυτόν καθάραι· και εάν είσω του ενιαυτού έλθει και ασφαλίσηται ή αποθάνει, ου δημεύεται η ουσία αυτού Αρμεν., Εξάβ. A΄ 421. 5) Εξασφαλίζω την ύπαρξη, σχηματίζω, συγκροτώ: επήρε ένα απέ τα πλεύρα του και εσφάλισεν κριάς κατωθιό της Πεντ. Γέν. Π 21. 6) α) Περιορίζω κάπ., εγκλείω, φυλακίζω (Πβ. L‑S στη λ. I3): Θωρώντα πως την ετυράννιζεν όλην την ημέραν και δεν έππεσεν, όρισεν και εσφάλισάν την εις έναν σπίτιν ως πισαυρίου Μαχ. 21435· για σένα μ’ εσφαλίσασιν εις την φλακήν ετούτη Ερωτόκρ. Ε΄ 1002, Φλώρ. 1713, Κώδ. Χρονογρ. 514, Ερωφ. Δ΄ 220· βλ. και αποκλείζω, αποκλείω , αρεστιάζω , ατενιάζω, καρτεράρω, φυλακιάζω· β) περιορίζω κάπ. κάπου σαν σε φυλακή: ψυχές … Χριστιανών στον Άδη να σφαλίζεις Τζάνε, Κρ. πόλ. 52621, Σταυριν. 1276. Φρ. σφαλίζω επάνου σε κάπ.=αποκλείω, περιορίζω: εσφάλισεν επάνου τους η έρημο Πεντ. Έξ. XIV 3. 7) (Μέσ.) κλείνομαι κάπου (για λόγους ασφάλειας και γενικότερα): στο Κάστρο Τούρκοι και Ρωμιοί, γυναίκες ανέβηκα| και με σπουδή ετρέχανε όλοι κι εσφαλικτήκα Τζάνε, Κρ. πόλ. 3564· εμπήκεν και εσφαλίστην εις την τζάμπραν του Βουστρ. 474· Στο πράσινόν του το κομπί στέκεται (ενν. το ρόδο) σφαλισμένον Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [1052], Κορων., Μπούας 15, Αιτωλ., Μύθ. 1364. 8) Κλείνω κάπ. ή κ. (με τοπ. προσδ., που σημαίνει «μέσα») α) περιορίζω σ’ ένα χώρο, κρατώ κλεισμένο (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. σφαλίζω 3): κι εσένα εσφαλίσασι σ’ αρμάρι κι εκαπνίσα| με θειάφι Στάθ. Γ΄ 337· αρπούν τους άντρες φανερά και μέσα τσί σφαλίζουν Κατζ. Γ΄ 316· σου τάσσω το ζιμιό να σου τόνε σφαλίσω| ’ς τσ’ αγκάλες σου σαν πεθυμάς Κατζ. Γ΄ 401· όλοι μιά πίστη δείχνουσι πως στην καρδιά σφαλίζου Στάθ. Γ΄ 238· ομορφιά ανεστόλιστη κι εις ρούχο σφαλισμένη Ροδολ. Β΄ [253]· β) κρατώ μέσα, περιέχω: ό,τι άλλα η κατοικιά μου| σφαλίζει πράματ’ ακριβά Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ [506]·   γ1) αποκλείω (ανθρώπους, πόλη, κλπ.): ήλθεν εις το Ανάπλιον και εσφάλισέ το από πάσαν βοήθειαν και τροφήν οπού του έμπαινεν από την θάλασσαν Δωρ. Μον. XXVII, Δωρ. Μον. XXIX· βλ. και αποσφαλίζω γ2) πολιορκώ (ανθρώπους, πόλη,κλπ.): μέσα στην χώραν ύστερον όλους τους εσφαλίσαν| και ουδεμία ζωοτροφιά νά ’μπει ουδέν αφήκαν Κορων., Μπούας 28· βλ. και ακουμπίζω Β 5 φρ., αναγκάζω 3, αποκλείω (I) 3α, ασσετζιάζω, ασσετζίζω· δ) περικυκλώνω: Αμέτε εσείς απού ’χετε σφαλίσει| το φοβερό θεριό …| δώσετε το σημάδι (παραλ. 1 στ.) τον κυνηγιού Πιστ. βοσκ. I 1, 1· ε) (προκ. για φράχτη) περιβάλλω κ.: την κλαδερή τη φράχτη οπού σφαλίζει| το περιβόλι Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [755]· βλ. και τριγυρίζω· ς) (με τοπ. προσδ., που σημαίνει «έξω») αποκλείω, εμποδίζω σε κάπ. την είσοδο: Δεν έχω δίκιο, πολτική, όξω να με σφαλίσεις Κατζ. Ε΄ 491· την Εύαν και πρωτόπλαστον απόξω τους σφαλίζει Χούμνου, Π.Δ. I 6, Τζάνε, Κρ. πόλ. 3917· ζ) αποκλείω, απομακρύνω: και εσφαλίστη η Μίριαμ απόξω το φουσσάτο εφτά μέρες Πεντ. Αρ. XII 15· να σφαλίσει ο ιερέας την πληγή (δηλ. τον άρρωστο) εφτά μέρες Πεντ. Λευιτ. XIII 4. 9) (Προκ. για πόρτα, πύλη, παράθυρο) α) (μτβ.) κλείνω, κλειδώνω (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. I2): επεκλείσθησαν έσω και ησφάλισαν τας πόρτας της Τροίας Τρωικά 52616· Ορίζει και σφαλίζουσιν μοναστηριού την πόρταν Ιμπ. 845, Ροδολ. Α΄ [534], Κατζ. Β΄ 108, Θησ. (Foll.) I, 79· βλ. και αφυρώνω, μανταλώνω· (με εννοούμ. τη λ. πόρτα) =κλειδώνω: Άντα, Ταμάρ, σφαλίσετε κι αμέτε ’ς τση κεράς σας Θυσ.2 549· β) (αμτβ.) κλείνω: Πρός το βραδί εστράφηκεν· οι πόρτες εσφαλίσαν Βεντράμ., Φιλ. 231· τα παρεθύρια σφάλισαν, τήν ηγαπώ δεν είδα Ch. pop. 413· το κάστρον αναμένει με του να σφαλίσει τώρα Λίβ. Esc. 2094· άνοιγαν κι εσφαλίζασι τα φύλλα τση καρδιάς τση Ερωτόκρ. Α΄ 2127. 10) (Προκ. για μάτια, χείλη, στόμα) (μτβ.) α) κλείνω (Βλ. L‑S στη λ. I2): την αναπνιά κρατίζου,| το στόμα είναι σωπαστό, τα μάτια δε σφαλίζου (ενν. οι θεατές). Δε στρέφουνται να δουν αλλού Ερωτόκρ. Δ΄ 1750· ο χάρος …| θέλει σφαλίσειν απουμιάς το δείν μου Κυπρ. ερωτ. 148, ανοίγει και σφαλίζει το στόμα αυτού Ορνεοσ. 58123· βλ. και καμμυώ· (προκ. για νεκρό): να μου σφαλίσ’ ο κύρης μου τ’ αμμάτια και το στόμα Θυσ.2 875· β) κρατώ κλειστά: τούτα τα μάτια απού ως τυφλή παντοτινά σφαλίζω (ενν. εγώ η Τύχη) Φορτουν. Πρόλ. 2· γ) φρ. γ1) σφαλίζω τα μάτια (κάπ.)= «τυφλώνω», απομωραίνω (κάπ.): ο σύντροφός του εμπήκεν κρυφά μεσόν τους εις τιτοίον μόδον ότι κανένας δεν επήρεν σκοπόν, ότι ο Θεός εσφάλισεν τα ματία τους και δεν τον είδασιν για ν’ αποσκεπαστούσιν Μαχ. 1035· βλ. και τυφλαίνω· γ2) σφαλίζω μάτι ή τα μάτια =αποκοιμούμαι: πάσχω ν’ αποκοιμηθώ και αμμάτι δεν σφαλίζω Στάθ. Α΄ 276, Ροδολ. Α΄ [526]· δ) (αμτβ., ενεργ. και μέσ.) κλείνω: ως το ’πεν εξεψύχησε, τα μάτια τζη σφαλίσα Ερωτόκρ. Β΄ 720· το στόμα τζη εβουβάθηκε, τα μάτια εσφαλιστήκα Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ [372], Θρ. Κύπρ. K 552, Ερωτόκρ. Δ΄ 1913. 11) (Προκ. για άνοιγμα) κλείνω, φράζω (μτβ. και άμτβ.): τον πόρον θα σφαλίξω| του σπήλιου μετά τούτο το μεγάλον| … χαράκι Πιστ. βοσκ. III 9, 27, Δωρ. Μον. XXVII, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [1368]· Μέσα να σκάπτουνε πολλοί στους λάκκους ευρεθήκα| κι άνοιξε η γης κι εσφάλισε και ζωντανοί εθαφτήκα Τζάνε, Κρ. πόλ. 1662· το έντερον εκρατήθην και εσφάλισεν απέ το κάψιμον εις οπλήν (πβ. Ασσίζ. 43620: έφραξεν) Ασσίζ. 18422, Φαλιέρ., Ιστ. V 277. Βλ. και αποκλείω (I) 1α, αποφράζω, στουμπώνω. 12) (Μτβ. προκ. για κ. ανοιχτό)   α1) κλείνω (Βλ. και Van den Ven, La legende de S. Spyridon, Louvain 1953, σ. 947 και Σπυριδ., Κρητικά 1, 1930, 46): εσφάλισεν … το κουβούκλιον Διήγ. Αγ. Σοφ. 1545· τα βιβλία σφάλιξε Ερωτόκρ. Α΄ 684· Τον Άδη, τον παράδεισο ανοίγεις και σφαλίζεις Πανώρ. Δ΄ 281· α2) κλειδώνω: τσή χώρας μου ’ναι τα κλειδιά τούτα και τούτο τ’ άλλο| το θησαυρό μου, κάτεχε, σφαλίζει το μεγάλο Ερωφ. Ιντ. δ΄ 96, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 616· βλ. και μανταλώνω· β) (προκ. για εκκλησία) επιβάλλω αργία, δεν επιτρέπω να λειτουργήσει (Πβ. Δημητράκ., λ. σφαλίζω 2): Περί θυμώδους αρχιερέως οπού από τον θυμόν του αργήσει ιερέα ή λαϊκόν αφορίσει ή σφαλίσει εκκλησίαν δια να πάρει δώρα Βακτ. αρχιερ. 155· γ) (προκ. για δρόμο) αποκλείω, εμποδίζω τη διέλευση: απέκτεινα δικαίως| … τον ληστήν που σφάλιζεν τους δρόμους·| ουδένας ετόλμησε ποτέ τους δρόμους να περάσει Διγ. A 2733, Κυπρ. ερωτ. 9462, Χούμνου, Π.Δ. IX 7· βλ. και ανακόπτω 1, απεμποδίζω, αποκόπτω 3, εμποδίζω, κρατώ, σποδώνω· δ) (προκ. για μια υπόθεση) αποφασίζω, συμφωνώ: τα λόγια ήσασιν πολλά έως ου να τα διακρίνουν·| το γάρ εις τέλος είπασιν, ούτως τα εσφαλίσαν Χρον. Μορ. H 909· ε) (μέσ.) τελειώνω, ολοκληρώνω: τα λαληθέντα παρ’ αυτών πιστώς γραφέντα και δια συγκαταθέσεως των μερών αναγνωσθέντα και κηρυχθέντα, ύστερον ασφαλίσαντο την δίκην και αιτήθησαν την απόφασιν Ελλην. νόμ. 5495, Ελλην. νόμ. 5235, 56324, 57625· βλ. και αποπεραίνω, ξετελεύω· ς) επισφραγίζω: εκείν’ απ’ όλες τσ’ άλλες σου καλομοιριές σφαλίζει,| με τσ’ Ερωφίλης την παντρειά στ’ άστρ’ η κορφή σου ’γγίζει Ερωφ. Α΄ 455· ζ) (αμτβ.) (προκ. για κατάστημα) κλείνω: ο βαχλιώτης του εζήτησεν λάδιν να βάλη εις τ’ αγρελλία και ελησμόνησα ν’ αγοράσουν και τα χανουτία εσφαλίσαν ότι ήτον αργά Μαχ. 26412· (προκ. για εκκλησία): απήν σφαλίσουν οι εκκλησιές και απήν μισσέψουν όλοι Απόκοπ. 190· η) (μέσ., προκ. για βρύση) σταματώ: και ασφαλίστηκαν οι βρύσες της άβυσσος και καταρράχτες του ορανού και εποκόπην η βροχή Πεντ. Γέν. VIII 2. Φρ. σφαλίζω τα άρμενα= κατεβάζω τα πανιά του πλοίου: αρχίζουσιν οι λουμπαρδιές τ’ άρμενα να σφαλίσου| και να παραδοθούσινε να μηδέ τους βουλήσου Τζάνε, Κρ. πόλ. 4395, Τζάνε, Κρ. πόλ. 3382, 43911. Η μτχ. ως επίθ. α) κλειστός: τόποι σκοτεινοί και πόρτες σφαλισμένες Διγ. A 4498· θωρεί την όψη κι ήσπριζε, τα μάτια σφαλισμένα Ερωτόκρ. Δ΄ 1933· λίμπρο … σφαλισμένο Στάθ. Γ΄ 266· βλ. και ασφαλιστός 2α· β) απρόσιτος, απαγορευμένος: Για σας οι ουρανοί ’ναι σφαλισμένοι Ερωφ. Γ΄ 388. Βλ. και άβολος, ανεπιχώρητος, ανθρωποαπερίκοπος.
       
  • αυτοδέσποτος,
    επίθ., Χρυσόβ. Ανδρ. Β′ 1222, Γράμματα Μετεώρ. 56, 57, Ηπειρ. 27416.
    Το μτγν. επίθ. αυτοδέσποτος. Για επίρρ. αυτοδεσπότως βλ. Lampe, Lex., Μανδηλαρά, Αθ. 62, 1958, 365 και Τωμ., ΕΕΒΣ 33, 1964,9.
    (Προκ. για μοναστήρι) που έχει αυτοτέλεια, αυτεξούσιος, ανεξάρτητος (Πβ. L‑S): διά το ίνα ευρίσκηται αυτοδέσποτον το τοιούτον μοναστήριον Χρυσόβ. Ανδρ. Β′ 1222.
       
  • γονικότης
    η, Χρυσόβ. Ανδρ. Β′ 13, Act. Xér. 2669, Γράμματα Μετεώρ. 10, 41, 95, Έγγρ. του 1370 (Θεοχαρίδης, Μακεδ. 5, 1963, 143, 146), Έγγρ. του 1371 (Θεοχαρίδης, Μακεδ. 5, 1963, 149), Δούκ. 21519· γονικότητα, Λατ. έγγρ. πατμ. αρχ. 367, 368.
    Από το επίθ. γονικός και την κατάλ. ‑ότης.
    Κληρονομιά που προέρχεται από τους γονείς (Βλ. και Ostrog., Féod. byz. 132-5): του έχειν αυτήν (δηλ. την επαρχίαν) κατά διαδοχήν γονικότητος Δούκ. 21519· το σπήλαιον το επονομαζόμενον του Κυρίλλου ... έχει αυτό από γονικότητος Γράμματα Μετεώρ. 10.
       
  • διενόχλησις
    η, Act. Xén. 3852, Act. Xér. 1412, 2119, Χρυσόβ. Ανδρ. Β′ 13, Χρυσόβ. του 1364 σ. 166, Έγγρ. του 14. αι. (Θεοχ., Μακεδ. 5, 1961/63, 136, 140, 146, 149), Γράμματα Μετεώρ. 39, 54, Έγγρ. του 15. αι. (Λάμπρ., Παλαιολ. Πελοπονν. 4, 161, 10410), Έγγρ. του 1462 (Σιγάλα, Ελλην. 3, 1930, 345).
    Από το διενοχλέω και την κατάλ. ‑ις.
    Ενόχληση συχνή και επίμονη (Για τη σημασ. βλ. Steph., Θησ.): ουδενός … οφείλοντoς επαγαγείν τῃ αυτῄ σεβασμίᾳ μονῄ τούτου χάριν οιονδήτινα διασεισμόν ή διενόχλησιν Act. Xér. 1412.
       
  • διορίζω,
    Ασσίζ. 12923, 38125, 4145, Χρυσόβ. Ανδρ. Β′ 13, Βασιλ. διάτ. του 14. αι. (Σάθ., ΜΒ Ϛ΄ 64717), Αρμεν., Εξάβ. Ά́ 46, Έ 10, Γράμματα Μετεώρ. 609, 891, 908, 9434, Χρυσόβ. του 1364 σ. 37, Άρχ. Μεγ. P 14, Χριστ. διδασκ. 70, Τζάνε, Κρ. πόλ. 5032, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 4130, κ.α.
    Το αρχ. διορίζω. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
    I. (Ενεργ.) καθορίζω, προσδιορίζω (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. Ι3· πβ. και τη σημερ. σημασ., Δημητράκ. στη λ. 2): Οι σαΐτες και τα τόξα του θανάτου είναι πολλά| και καιρόν δεν διορίζουν, που το ξεύρομεν καλά Άρχ. Μεγ. P 14· να στείλει εις τον κόσμον τον ίδιον του Υιόν … οπόταν έφθασεν ο διορισμένος του καιρός Χριστ. διδασκ. 70. II. (Ενεργ. και μέσ.) ορίζω, προστάζω (Βλ. την αρχ. σημασ., L‑S στη λ. Ι3· η σημασ. και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμ., Παπαδ. Α., Λεξ.): εδιόριζεν με τον μουσού να φράσσουνε τους τόπους Τζάνε, Κρ. πόλ. 5032· η μεν συν Θεῴ βασιλεία μου τοιουτοτρόπως διά του παρόντος χρυσοβούλλου λόγου αυτής διορίζεται Χρυσόβ. του 1364 σ. 37.
       
  • δυσικός,
    επίθ., Χρυσόβ. Ανδρ. Β′ 13, Gesprächb. 12112, Μαχ. 1162, Τάξ. Πόρτ. 66, Ονόμ. πυλ. Κων/π. 408, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1079, 1234, Κρ. συμβόλ. 197, Αποκ. Θεοτ. (Pern.) 241, Ρωσσέρ. 20, 29, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ [24], Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 557· δύσικος, Μαχ. 5068.
    Η λ. σε παπυρ. (L‑S) και σήμ. σε ιδιώμ. (Andr., Lex.).
    1) α) Που είναι προς το μέρος της δύσης, δυτικός (Η σημασ. σε παπυρ., L‑S): δομεστίκου των δυσικών θεμάτων Χρυσόβ. Ανδρ. Β′ 13· β) που προέρχεται, που κατάγεται από τη Δύση (Η σημασ. σε παπυρ., L‑S): δυσικών πατέρων Ρωσσέρ. 20· δυσικά φουσάτα Τάξ. Πόρτ. 66· γ) (προκ. για την καθολική εκκλησία) (Βλ. Δημητράκ., λ. δυτικός 3): Η αγία εκκλησία δυσική τε και ανατολική Ρωσσέρ. 29. 2) (Ως ουσ.) ο κάτοικος της Δύσης (Η σημασ. και σήμ.· βλ. και Σακ., Κυπρ. Β́́ 534): να έλθουν οι δυσικοί απάνω τους Σαρακηνούς Μαχ. 1162.
       
  • εμποδισμός
    ο, Έγγρ. του 14. αι. (Σάθ., ΜΒ Ϛ΄ 64516), Act. Xér. 2119, Χρυσόβ. Ανδρ. Β′ 18, Χρυσόβ. του 1364 σ. 37· αμποδισμός· ʼμποδισμός, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 493.
    Η λ. στον Αριστ.
    1) Εμπόδιο (Η σημασ. στον Αριστ.): εάν μη υπό τινος ευλόγου αφορμής εμποδισμόν εύρισκεν (ενν. ο λαβών), εγκλητεύσαι και αποδείξαι ότι αδικείται Αρμεν., Εξάβ. A΄ 311· (ως προσωποπ.): άνθρωπος άγριος, σοβαρός, τας χείρας του δεμένος (παραλ. 2 στ.). Το δ’ όνομ’ αυτού γέγραφεν: Εμποδισμός υπάρχει Λόγ. παρηγ. O 445. 2) Συγκρατημός: σαν ποταμός χειμωνικός, π’ αμποδισμό δεν έχει Ροδολ. Α΄ [185].
       
  • εξώνησις
    η, Χρυσόβ. Ανδρ. Β′ 13, Act. Esph. 3018, 34.
    Από το εξωνούμαι και την κατάλ. ‑σις. Η λ. τον 9. αι. (Sophocl.).
    Αγορά: Ίνα μη προτιμώνται οι πένητες εις το απεμπολούμενον κτήμα των δυνατών … τους μεν δυνατούς εκ δυνατών μόνων ποιείσθαι τας εξωνήσεις βουλόμεθα Αρμεν., Εξάβ. Γ΄ 3114.
       
  • κινητός,
    επίθ., Ασσίζ. 3511, 1358, 14127, 35827, 3931, 42431, Χρυσόβ. Ανδρ. Β′ 24, Πτωχολ. α 38.
    Το αρχ. επίθ. κινητός.
    (Προκ. για περιουσιακό στοιχείο) που δε συνίσταται σε «ακίνητο», κινητή (περιουσία): εις όποιον τόπον οπού ο κύρης ημπορεί να εύρει το πράγμαν του κινητόν τό είχεν χάσει,| εντέχεται να το αναλάβει Ασσίζ. 42324· εφάνη καλόν ότι ... να απέλθω δε εις τον Μορέαν και την Κύπρον και ότι να επάρω και μετ’ εμέ ... από του κινητού μου βίου το πλέον μεριδικόν Σφρ., Χρον. μ. 9211. Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = κινητή περιουσία: Περί εγκαλεσίας κινητών έως πόσους χρόνους διορθώνουνται Βακτ. αρχιερ. 150.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης