Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 5 εγγραφές  [0-5]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Χρον. στέψ. Μαν. Β′

  • βεστιάριον
    το, Act. Lavr. 5968, 6061, Διγ. Z 2079, Οψαρ. 36118, Χρυσόβ. του 1364 σ. 34, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 75, 195, 270, 465, 681 κριτ. υπ., Χρον. στέψ. Μαν. Β′ 3, 45, 97· βιστάριον, Πωρικ. V 46, Διγ. A 2117· βιστιάριον, Πωρικ. S 1057, Διγ. (Trapp) Gr. 1660.
    Το λατ. vestiarium (Βλ. L‑S Suppl.). Για το πράγμα βλ. Bréhier, Le monde byzantine B΄ 130-1 και 148-9. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. βεστιάριο). Για τον τ. βιστάριν βλ. όμως και Goossens, Byz. 22, 1952, 259-60.
    1) α) Το σύνολο των ενδυμάτων, απαραίτητος ρουχισμός (Η σημασ. τον 9. αι., Lampe, Lex. στη λ. 2): βεστιάρια τιμητά πεντακοσίας λίτρας Διγ. Z 2079· β) είδος ενδύματος: βιστάριν έβαλα τερπνόν, καθάριον βαγδαΐτιν Διγ. (Trapp) Esc. 1422. Βλ. και βέστα. 2) Ιματιοθήκη· το σύνολο των ενδυμάτων: φορούντες επάνω των ιματίων αυτών υφάσματα χρυσά εκ του βασιλικού βεστιαρίου Χρον. στέψ. Μαν. Β′ 45. 3) Βασιλικό ταμείο, θησαυροφυλάκιο (Η σημασ. στον Πορφυρογ., Sophocl. στη λ. 2): πάσαν την αυτού περιουσίαν απήρε και εισήξεν εις το βεστιάριον αυτού Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 681 κριτ. υπ. Βλ. και βιαστήρι. 4) Κεντρική οικονομική υπηρεσία (Βλ. και Zakythinos [Χρυσόβ. του 1364 σ. 74] και Ahrweiler, Byz. et Mer 488): η βασιλεία μου και το θεοφρούρητον αυτής βεστιάριον Χρυσόβ. του 1364 σ. 34.
       
  • ένθρονον
    το.
    Το ουδ. του επιθ. ένθρονος ως ουσ.
    Θρόνος: ο πατριάρχης εις το Θυσιαστήριον εισελθών εν τῳ ενθρόνῳ κάθηται Χρον. στέψ. Μαν. Β′ 7740.
       
  • εξάρχω,
    Ιατροσ. 1956, Χειλά, Χρον. 357, Σφρ., Χρον. μ. 1324, 1408-9.
    Το αρχ. εξάρχω.
    Κάνω αρχή: Θεμιστεύς δε μοι πατήρ και Σωσθένης, Υσμίνης πατήρ, των θρήνων εξάρχουσιν Μακρεμβ., Υσμ. 2673. Η μτχ. εξάρχων ως ουσ. = α) επικεφαλής, αρχηγός, ηγεμόνας (Βλ. και Ahrweiler, Études VIII 26): oν είχεν πρώτον άγουρον εξάρχοντα των άλλων Διγ. (Trapp) Gr. 2761· ο … των ασεβών εξάρχων τον αυτόν δη χρόνον απελθών κατά του Σφεντιάρη Σφρ., Χρον. μ. 12635· β) αυτός που διευθύνει μιά τελετή, τελετάρχης: μαΐστορες …, εξάρχοντες της πανηγύρεως· τούτων γαρ εστί το υπηρέτημα Χρον. στέψ. Μαν. Β′ 7846.
       
  • θεοπάτωρ
    ο, Χρον. στέψ. Μαν. Β′ 77.
    Το μτγν. ουσ. θεοπάτωρ (L‑S Suppl.). Η λ. στο Du Cange, Appendix.
    (Εκκλ. για το Δαυίδ) «πατέρας», πρόγονος του Θεού: Θεοπάτωρ (ενν. ο Δαβίδ) γέγονεν και μέγας προφητάναξ Χρον. Τόκκων 3056.
       
  • θεόστεπτος,
    επίθ., Προδρ. I 178, Μαχ. 47027, Αρσ., Κόπ. διατρ. [1125, 1450].
    Από το ουσ. Θεός και το στέφω. Η λ. τον 6. αι. (Lampe, Lex.).
    (Προκ. για βασιλιά ή αυτοκράτορα) στεμμένος από το Θεό: των αγίων και θεοστέπτων μεγάλων βασιλέων και ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης Χρον. στέψ. Μαν. Β′ 77.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης