Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- διαίρεσις
- η, Act. Lavr. 5944, 61, Μανασσ., Χρον. 934, Βυζ. συμβόλ. του 12. αι. (Σάθ., ΜΒ Ϛ́ 63126, 6323), Ασσίζ. 23619, Αρμεν., Εξάβ. Ά́ 185, Γ́ 1013, Έκθ. χρον. 714, Ιστ. πολιτ. 920, Χρονολ. πίν. βασ. 72, Βακτ. αρχιερ. 139.
Το αρχ. ουσ. διαίρεσις. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
1) (Προκ. για περιουσία ή κληρονομιά) μοίρασμα, κατανομή (Βλ. Δημητράκ. στη λ. 2): την παρούσαν έγγραφον συμβιβαστικήν διαίρεσιν των γονικών ημών ακινήτων Βυζ. συμβόλ. του 12. αι. (Σάθ., ΜΒ Ϛ́ 6323). 2) α) Τμήμα (Βλ. Δημητράκ. στη λ. 2): το δε τοσούτον μέγεθος αυτού της βασιλείας (παραλ. 2 στ.) κατατμηθέν και μερισθέν εις δέκα διαιρέσεις Μανασσ., Χρον. 934· β) βαθμός: Περί των βαθμών του γάμου, οι οποίοι διαλαμβάνουν εις πόσους γίνουνται τα συνοικέσια και εις πόσους να μηδέν γίνουνται και περί διαιρέσεως συγγενείας Βακτ. αρχιερ. 139. 3) Χωρισμός, σχίσμα: γέγονεν η ένωσις, ουχ ένωσις, αλλά διαίρεσις Έκθ. χρον. 714. 4) Αντίθεση (γνωμών), διαφωνία: αν έχουν αφίβολον μέσον τους κανενού ζητήματος, απέ το ποίον αγκαλούν, ουδέν πρέπει να έχει διαίρεσιν εις τας μαρτυρίας Ασσίζ. 23619.καταρτίζω,- Σπαν. M 33.
Το αρχ. καταρτίζω. Η λ. και σήμ.
α) Ετοιμάζω, κατασκευάζω: σκηνάς και κατοικίας| εκατήρτισαν οι πάντες Ερμον. Ε 208· β) κτίζω, ιδρύω: Κατηρτίσθη η Κωνσταντινουπόλεως εν έτει ,εωλη΄ μηνί Μαΐῳ Χρονολ. πίν. βασ. 74.κυριεύω,- Ερμον. Φ 136, 138, Χρον. Μορ. H 2777, Χρον. Μορ. P 2996, 3001, Βίος Αλ. 3702, 5027, Σατιρ. ποίημ. 13, Χρησμ. I 57, Φυσιολ. (Zur.) XXI 27, Φυσιολ. 3707, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 488, Δούκ. 38929, Θησ. (Foll.) I 9, Σκλέντζα, Ποιήμ. 766, Έκθ. χρον. 316, 59, 730, 13·, 2217, 6012, 721, 7316, 7825, 821, 8421, Κορων., Μπούας 48, 68, Κώδ. Χρονογρ. 5429, Ιστ. πολιτ. 516-7, 6217, 7019, Ιστ. πατρ. 14515, Δωρ. Μον. XVIII, Παλαμήδ., Βοηβ. 336, 612, 631, 749, Χίκα, Μονωδ. 126, Ιστ. Βλαχ. 655, 1135, 1612, 2424, Σουμμ., Ρεμπελ. 186, Χρονολ. πίν. βασ. 76, Ζήν. Πρόλ. 103, Διακρούσ. 8514, 869, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1496, 23325, 28318, 57619· κυριεύγω, Ροδολ. Χορ. γ΄ [1]· μτχ. παρκ. κυριεμένη, Τζάνε, Κρ. πόλ. 53116.
Το αρχ. κυριεύω. Τ. κυριεύκω στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 625). Η λ. και σήμ.
Α´ Μτβ. 1) α) Γίνομαι ή είμαι κύριος κάπ., εξουσιάζω: Φλώρ. 700, Διγ. (Trapp) Gr. 1966, Ζήνου, Βατραχ. 25, Αλεξ. 621, Ιστ. Βλαχ. 2688· β) κατακτώ, καταλαμβάνω· καθυποτάσσω: είναι αδύνατον εγώ να κυριεύσω| τέτοιο καστέλλι Τζάνε, Κρ. πόλ. 16310· Ω Κρήτη! κρίμα π’ ήτονε άλλος να σ’ αφεντεύσει,| γένος μωρόν και άπιστον, και να σε κυριεύσει Διακρούσ. 11226· να ποιήσει κι άλλον (ενν. κάστρον) γύροθεν εκείνων των βουνίων,| όπως να κυριέψουσιν εκείνους γαρ τους τόπους Χρον. Μορ. H 3001· γ) παίρνω στην κατοχή μου, οικειοποιούμαι: Περί πουλημένου είδους και προτού το παραδώσω το εκυρίευσεν ο αγοράσας, αμή τα άσπρα ούπω μου τα έδωσεν Βακτ. αρχιερ. 177· δ) διακατέχω,·υποδουλώνω, «σκλαβώνω»: η γιομορφιά απού υπερηφανεύγει| … κι ανόητα το νου μας κυριεύγει| χάρισμα μόνον εζημιάς κάτεχε τηνε κράζω Ροδολ. Β΄ [258]· άλλες στον νόμον τούτονε λογιάζω δεν θες εύρει| παρ’ άπραγες κι ανέγνωστες που να τες κυριεύει (ενν. ο νόμος του πόθου) Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [638]· (προκ. για αρρώστια): εκυρίευσε γαρ αυτόν ο ρευματισμός εν όλῳ τῳ σώματι Έκθ. χρον. 4922· αρθρίτης γαρ αυτῴ περιεγένετο κυριεύσας άπαν το σώμα αυτού Έκθ. χρον. 455· (προκ. για επιθυμία ή πάθος) καταστέλλω, δαμάζω: κάμε να αφεντεύσεις| όλα τα πάθη της σαρκός και να τα κυριεύσεις Ιστ. Βλαχ. 1978. 2) Κυβερνώ, διευθύνω, διοικώ: να αφεντεύσεις| χρόνους πολλούς στον θρόνον σου και να τον κυριεύσεις Ιστ. Βλαχ. 2002· Ουκ είμι ικανός εγώ σε τέτοιαν επαρχίαν| να κυριεύω ’πισκοπήν Βίος αγ. Νικ. 96. 3) Υπερβάλλω, ξεπερνώ κάποιον: Βασίλειον τον έβγαλαν, γιατί να βασιλεύσει| έμελλεν και εις την ισχύν όλους να κυριεύσει Διγ. O 1238. 4) Καταλύω: εις την Δύσιν πάσαν αρχήν των ασεβών εκυρίευσεν (ενν. ο Μουσταφάς) Σφρ., Χρον. μ. 143. 5) Συλλαμβάνω, αιχμαλωτίζω: μηδέν με πιάσουν τα σκυλιά (ενν. οι Τούρκοι), μηδέν με κυριεύσουν Ανακάλ. 42· πάλιν όταν κοιμάται (ενν. ο λέων) … γνώθει τον κυνηγόν και φεύγει απ’ αυτόν και ου κυριεύεται Φυσιολ. (Zur.) I 2α8· ουδέν ζώον δύναται κυριεύσαι αυτόν (ενν. τον ύδρωπα) Φυσιολ. (Zur.) II 25. Β´ Αμτβ. 1) α) Γίνομαι ή είμαι κύριος κάπ., εξουσιάζω: Αλεξ. 1933, Ιστ. πολιτ. 6617, Διήγ. ωραιότ. 521, Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. γ΄ [15], Έκθ. χρον. 516· β) επικρατώ· έχω ή αποκτώ ισχύ, δύναμη: Απής εδιώξεν τον εχθρόν, τότ’ αυτός κυριεύει| και την Βλαχιάν ωσάν πρώτα πάλιν την αυθεντεύει Παλαμήδ., Βοηβ. 401· Απάνω σ’ όλα τα ’ναντιά η αγάπη κυριεύει Δεφ., Λόγ. 389· απ’ όλους έπαιρνε βουλήν και την δικήν σου κράτει (παραλ. 1 στ.)· μίαν καλά διάκρινε, ομοίως και την άλλην,| αυτήν οπ’ εδιάλεξες ας κυριεύει (ενν. η βουλή) πάλιν Ιστ. Βλαχ. 1470· (προκ. για νόμους) Περί νεαρών ότι πλέον κυριεύουν αι νεαραί παρά οι νόμοι Βακτ. αρχιερ. 172. 2) Γίνομαι ισχυρός: Οπού θυμάται θάνατον εκείνος κυριεύει,| τα γήινα καταφρονεί και ουρανόν γυρεύει Ιστ. Βλαχ. 1349. 3) Διοικώ: αι ενορίαι και τα χωρία εις τα οποία κυριεύουν, ήτοι ενορεύουν, οι χειροτονούμενοι Ιστ. πατρ. 1965. Η μτχ. ενεστ. ως ουσ. = ο κύριος, ο δεσπότης, ο εξουσιαστής: ο κυριεύων ούτος βοήθειας δεόμενος δειν έκρινεν εις Ιταλίαν καταφυγείν Ιστ. πολιτ. 35.σκήπτρον- το, Βέλθ. 493, Βίος Αλ. (Aerts) 308, 315, 4049, 4167, Χρον. Μορ. Η 4815, 4835, 5996, 6085, 6861, Χρον. Μορ. Ρ 4815, 5996, Χρον. Τόκκων μετά στ. 2522, Διήγ. Βελ. χ 226, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 367, Έκθ. χρον. 1126, 1416, 359, 3921,6017, 7728, Ιστ. πολιτ. 164, 206, 5212, 7510, Αρσ., Κόπ. διατρ. [744]· σκήπτρο, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 81, 469, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 9, Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 43, Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. γ́ [85], Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 19, Ά 283, 378, Β́ 113, Γ́ 160, 230, Δ́ 289, Έ 12, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 56612, 57819· σκήπτρο(ν), Σπαν. A 417, 458, Σπαν. B 398, 436, Κομν., Διδασκ. Δ 246, 289, Σπαν. P 199, 238, 239, Σπαν. (Μαυρ.) P 162, 197, 207, 208, Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 27, 221, Λέοντ., Αιν. (Brokkaar) O IX10, XIII5, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 27, Θησ. Β́ [793], Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 5, Διήγ. Αλ. G 28917, Βυζ. Ιλιάδ. 1092, Αξαγ., Κάρολ. Έ 201, Σκορδύλης, Λόγ. Θεοτ. 448651, Χρονολ. πίν. βασ. 72, Ιστ. Βλαχ. 2320, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 5889, 6476, 9982, 10008· σκήφτρο, Πεντ. Γέν. XLIX 16, 28, Έξ. XXVIII 21, XXXI 2, Λευιτ. XXIV 11, Αρ. I 4, II 7, III 6, IV 18, VII 12, X 15, XIII 2, XXIV 2, XXVI 55, Δευτ. I 13, XII 5, XVI 18, XVIII 1 κ.π.α.
Το αρχ. ουσ. σκήπτρον. Ο τ. σκήπτρο και σήμ.
1) Είδος ράβδου (συν. από πολύτιμα υλικά), που χρησιμεύει ως έμβλημα εξουσίας ή αξιώματος: Ο γουν ιερεύς ο Χρύσης| ήλθεν εις τας ναυς Ελλήνων,| ίν’ αιτήσῃ παρ’ εκείνων| την ιδίαν θυγατέραν (παραλ. 3 στ.) και το στέμμα γαρ κατέχων| και το σκήπτρον και την ράβδον| του θεού του του ιδίου| και δεινώς παρακλητεύων Ερμον. Η 61· το σκήπτρο ας πιάσει η χέρα σου και την κορόνα ας βάλει.| Εσένα πρέπει η βασιλειά, να χαίρεσαι, να ορίζεις Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 178· Ως είδε μας ο βασιλεύς από του θρόνου έστη,| και κάτω εκατέβηκε με σκήπτρον εις το χέρι Αρσ., Κόπ. διατρ. [155]. 2) (Μετων.) α) το βασιλικό αξίωμα, η βασιλική εξουσία: «Βέλθανδρε, στέμματος παιδί και σκήπτρου κληρονόμε …» Βέλθ. 171· (συν. στον πληθ.): Τῳ γουν αυτῴ έτει διεδέξατο τα σκήπτρα ο β́ αδελφός αυτού, ο κυρ Ιωάννης ο μέγας Κομνηνός Πανάρ. 629· και πάλιν εκκλησιαστικός διάκονος να γένω,| να εύχομαι τα σκήπτρα σου μέσης από καρδίας Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 220· β) αρχηγός, επικεφαλής: Δέσποτα, μέγα βασιλεύ, και των Ρωμαίων το σκήπτρον,| η βασιλεία σου δίκαιος, άδικον ουκ ηπράττεις Διήγ. Βελ. χ 412. 3) α) Σημαία, φλάμπουρο: το σπουδαζόμενον έν ην εν ταις των απάντων ψυχαίς, τις πρώτος αναβαίνειν και το σκήπτρον θείναι εν τῳ πύργῳ Δούκ. 10710· Με παρρησίαν εσέβησαν εις την Κωνσταντίνου πόλιν,| σκήπτρα σηκώνουν θαυμαστά, χρυσά, μαλαματένια| και τέντες ολοτσάπωτες μετά χρυσά κουδούνια| —όλα τα κάτεργα τακτικά με τάξιν εσεβαίναν—,| απομακριά ευφήμισαν, ως έπρεπεν, αξίως,| τον βασιλέα, την δέσποιναν, τον μέγαν Βελισάριν Διήγ. Βελ. χ 279· (μεταφ., ως σύμβολο διάκρισης, υπεροχής· εδώ με αρνητ. σημασ.): Δεν είν’ πικριά εις αύτου μου σαν άλλους καημένους| εγώ ’μαι σκήπτρον και φανόν όλους τους πικραμμένους Κυπρ. ερωτ. 1408· β) εκκλησιαστικό λάβαρο: Και μετά ταύτα ο αγιότατος ο Πάπας γαρ της Ρώμης| όρισεν και εγράψασιν εις όλα τα ρηγάτα (παραλ. 3 στ.) εις του ρηγός του Κάρλου τε την συντροφίαν να έλθουν,| όστις βαστά το φλάμουρον, της Εκκλησίας το σκήπτρον·| να του βοηθήσουν ενομού τού να έχουσι φυλάξει| τους τόπους και τα δίκαια της Εκκλησίας Ρώμης Χρον. Μορ. H 6861· Το σκήπτρον του Αγίου Λουκά έβγαλαν οι Ρωγιάται,| εκ τον πύργον το εβάλασιν απάνω εις το κάστρο,| και μοναχόν του έπεσεν έξω εις το φουσσάτο.| Ηπήραν και ηφέραν το ομπρός εις τον δεσπότην·| δεσπότης το επροσκύνησεν, ύστερα τους το στρέφει Χρον. Τόκκων 2524. 4) Στρατιωτική μονάδα: Δώδεκα αλλάγια εποίησεν να είναι του πολέμου (παραλ. 2 στ.) και πασαέν αλλάγιον και πασαένα σκήπτρον| τριακόσιους έχει θαυμαστούς άνδρας δοκιμασμένους Αχιλλ. (Smith) N 402· Ήσαν δε και τον χειμώνα όλον εκεί παραχειμασθέντα σκήπτρα εις φυλακήν της πόλεως ..., εκ Μυσίας και Παφλαγονίας τρία Δούκ. 3231. 5) Tιμάριο (για το πράγμα βλ. και Ιναλτζίκ, Οθωμ. αυτοκρ. 183 κε.): Τῳ αυτῴ δε έτει έδωκε τοις δύο υιοίς αυτού σκήπτρα· τῳ μεν ... Μεχεμέτη δέδωκε την Μαγνησίαν, εκβαλών γαρ τον πρώτον υιόν αυτού τον σουλτάν Μουσταφάν εκ της Μαγνησίας δέδωκεν αυτόν την Αμάσειαν Έκθ. χρον. 8312· πορευόμενος ο αυθέντης εν τῃ Ανδριανουπόλει, ηκολούθει και αυτός (ενν. ο Φερχάτ μπασίας) ζητών σκήπτρον Έκθ. χρον. 7728. 6) Γενιά, οικογένεια: Ένα δε σκήπτρον πενιχρόν εκ των πτωχών ανθρώπων| —ούτε Ασάνοι ήτασιν ούτε Παλαιολόγοι—| ποιούσιν σκάλες ξύλινες, πηδούσιν εις το κάστρον ... Διήγ. Βελ. N2 243. 7) Καθεμιά από τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ: και έγραψεν ο Μωσε όλα τα λόγια του Κύριου και εταχύνεψεν το πουρνό και έχτισεν θεσιαστήρι κατωθιό το όρος και δώδεκα στέμματα εις δώδεκα σκήφτρα του Ισραελ Πεντ. Έξ. XXIV 4· Εις τον καιρόν του Μωυσή, όπου του ακλουθούσαν| με τον λαόν του Ισραήλ δώδεκα σκήπτρα ομάδι,| επέρασαν την έρημον … Δεφ., Λόγ. 27. Φρ. 1) Κρατώ (τα) σκήπτρα, βλ. Επιτομή, ά. κρατώ Ι Ά 8δ φρ. 2) Η χέρα (μου) κυβερνά το σκήπτρο, βλ. κυβερνώ ΙΆ Φρ. 2. 3) Πιάνω το σκήπτρο, βλ. πιάνω Φρ. 46.στεφηφορώ.- Από το ουσ. στέφος και το φορώ. Η λ. πιθ. τον 4. αι. (TLG)· για πιθ. παλαιότ. μνεία βλ. L‑S, λ. στεφηφορέω· βλ. και LBG, λ. στεφηφορέω.
α) Φορώ διάδημα, στέμμα: Μετά δε τούτους έπεμψεν πάσας τους συγγενίδας (παραλ. 1 στ.), να έναι καισάρων άπασαι και σεβαστοκρατόρων,| στεφηφορούντων δεσποτών, πορφυρανθών παιδία Επιθαλ. Ανδρ. Β́ 550· β) στέφω κάπ. βασιλιά: Ανδρόνικος … στεφηφορηθείς Φεβρουαρίου δευτέραν, γέγονεν αυτοκράτωρ ... χρόνους ιγ́ Χρονολ. πίν. βασ. 75.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- η, Act. Lavr. 5944, 61, Μανασσ., Χρον. 934, Βυζ. συμβόλ. του 12. αι. (Σάθ., ΜΒ Ϛ́ 63126, 6323), Ασσίζ. 23619, Αρμεν., Εξάβ. Ά́ 185, Γ́ 1013, Έκθ. χρον. 714, Ιστ. πολιτ. 920, Χρονολ. πίν. βασ. 72, Βακτ. αρχιερ. 139.