Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 70 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Χρονογρ. (Λαμψ.)

  • αγαθογνώμων,
    επίθ., Παράφρ. Μανασσ. (Praecht.) 288 [ = Hist. imp. (Mor.) 46], Χρονογρ. (Λαμψ.) 232.
    Από το επίθ. αγαθός και το ουσ. γνώμη. Πβ. το σημερ. αγαθόγνωμος (ΙΛ).
    Συνετός: Ήτον δε ο Βασίλειος φρόνιμος και αγαθογνώμων, γενναίος και ανδρειωμένος …, έδειχνε την φρόνησιν και την δύναμίν του Παράφρ. Μανασσ. (Praecht.) 288 [ = Hist. imp. (Mor.) 46].
       
  • αγγρίζω,
    Βέλθ. (Κριαρ.) 1254, Ασσίζ. (Σάθ.) 6718-19 (διορθώσ. από αγνωρίζεται), 733, 13323, 24, 26, 1639, 1677, 3168, 41429, 41824, Μαχ. (Dawk.) 1610, 1287, 1325, 13421, 20236, 2248, 25417, 28234, 2902, 31232-33, 3209, 3726, 40432, 33, 37, 47425, 49023, 50019, 5327, 5643, 61034, 64027, 64224, 6588, Βουστρ. (Σάθ.) 499, Σαχλ. Α′ (Wagn.) M 337, Χρονογρ. (Λαμψ.) 226, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 447, 758, 8812, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 488, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 168· αγγρίζω ή εγγρίζω, Ασσίζ. (Σάθ.) 13326, Μαχ. (Dawk.) 1263· ακρίζομαι· μτχ. ναγγρισμένος, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 11213.
    Πιθ. από το αγρίζω (που ήδη στο Σύμμαχο Μεταφρ., L‑S) με ανάπτυξη ερρίνου (Dieterich, Unters. gr. Spr. 281 και Μενάρδ., Αθ. 37, 1925, 240). Βλ. όμως και Δεφ., Λόγ. (Kar.) σχόλ. στ. 488. Η λ. και στο Ρωμανός (Maas-Trypanis) 41 ιζ́ 8 και σήμ. (ΙΛ). Πβ. και Ησύχ. και Σούδα (Bernhardy) λ. αγγρίζειν. Βλ. και Φάβ., Αθ. 49, 1939, 4-5· για τη λ. βλ. και Conomis, Βυζαντ. 13, 1985, 279.
    Α´ Ενεργ. 1) α) Ερεθίζω, εξαγριώνω, εξοργίζω (κάποιον). (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): πρέπει να βάλουν επάνω της ότι εσκότωσέν τον, διατί τον έγγρισεν εις την ασθένειάν του οπού εκείτετον Ασσίζ. 13323· και ο ρήγας … δεν εθέλησεν να τους αγγρίσει διά να μηδέν ξηλωθούν οι λας Μαχ. 13421· β) προκαλώ, είμαι προκλητικός απέναντι σε κάτι: Πρόσεχε όσον μπορείς να ζεις καλά μ’ εκείνη(ν), διατί, αν αγγρίσεις το κακόν, ουδέν σου λείπουν θρήνοι Δεφ., Λόγ. 488. 2) Φέρνω σε διχόνοια: ο νους τής της πολιτικής εις το κακό γυρίζει,| αγγρίζει κύρην και παιδιά κι ανδρόγυνα χωρίζει Σαχλ. Α′ (Wagn.) M 337. Β´ Μέσ. 1) α) Θυμώνω, οργίζομαι, εξαγριώνομαι: Αγγρίστην ο αμιράλλης και είπεν του με θυμόν Μαχ. 40433· διότι η γυναίκα ένι κρατημένη να μηδέν ποίσει να αγγρισθεί ο άνδρας της εις την ασθένειάν του, ότι αν τον εποίκεν να αγγρισθεί και να επέθανεν … Ασσίζ. 13323, 34· β) δυσαρεστούμαι: Και ο υιός του ο δεύτερος εξέβην ηγγρισμένος Βέλθ. 1254. 2) Έρχομαι σε ρήξη (με κάποιον): διατί, όποτε θελήσει, εμπορεί να εύρει αφορμήν ν’ αγγριστεί μετά μου και να γενεί εχθρός μου Μαχ. 5643· Και τἄπισα αγγρίζεται με την αμαρτωλήν και ζητά να του στρέψει το εξοδίασεν διά λόγου της Ασσίζ. 1639· Άφηνεν άνδρας την γυνήν κι επαίρναν την δημένην| και ο υιός τον κύρην του σαν νά ’τον αγγρισμένοι Θρ. Κύπρ. K 168.
       
  • αναγκαστός,
    επίθ., Μαχ. (Dawk.) 3424, Βουστρ. (Σάθ.) 503.
    Το αρχ. επίθ. αναγκαστός. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) Βιαστικός (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ.· βλ. και Ανδρ., Σημασ. εξ. 37): επήγαν αναγκαστοί εις την Αμμούχουστον Βουστρ. 503· θωρώντα πως έρχουνταν αναγκαστοί εφοβήθην Μαχ. 3424. 2) Αναγκασμένος, που κάνει κ. με βία· (εδώ με επιρρ. σημασ.): εβάπτισε (ενν. ο Λέων) δε αναγκαστούς και τους Εβραίους Χρονογρ. (Λαμψ.) 251. — Πβ. αναγκάζω. 11.
       
  • ανεκδιήγητος,
    επίθ., Ακ. Σπαν. (Legr.) 34203, 205, 35213, Χρονογρ. (Λαμψ.) 249, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ (Ζώρ.) 788, 814, 864.
    Το μτγν. επίθ. ανεκδιήγητος. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
    Που δεν μπορεί κάποιος να τον διηγηθεί, απερίγραπτος, ανείπωτος (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S): το βαρύν και ανεκδιήγητον τέλος τριών χρόνων χαράτσιν Ακ. Σπαν. 34203· Εκ τε ρομφαίας και πυρός έγενε μέγας φόνος| κοινός κι ανεκδιήγητος, ως έδειξεν ο χρόνος Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 814. —Συνών.: ανεκλάλητος. — Πβ. και ανεκδίκητος.
       
  • αποτινάσσω,
    Ιερακοσ. 40929, Διγ. Gr. III 62, IV 145 Διγ. Τρ. 917, Λίβ. P 1595, Λέοντ., Αίν. I 3, Δούκ. 38915, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 476.
    Το αρχ. αποτινάσσω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. αποτινάζω).
    I. Ενεργ. 1) Τινάζω, πετώ μακριά (Η σημασ. αρχ., L‑S και σήμ., ΙΛ, λ. αποτινάζω 1): ποδός αυτού δραξάμενος … αποτινάξας ισχυρώς και τη γη καταρράξας | νεκρόν αυτόν απέδειξε Διγ. Gr. IV 1072 (βλ. και ακοντίζω 2, ακροτινάζω, αμπώθω , απολυταρώ). 2) (Μεταφ.) απομακρύνω (Η σημασ. μτγν., Lampe, Lex. στη λ. 1., και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 2): ύπνον αποτινάξατε και πάσαν ραθυμίαν Διγ. Gr. III 62 (βλ. και αναγυρίζω Β1α, αναμερίζω α, αναχωρίζω Α, απαφήνω 3, αποβάλλω 4, αποβγαίνω 1, αποδημώ 3, αποδιαβάζω 1, αποδιώχνω β, αποκόπτω , αποκρούω , απομακραίνω Αα, απομακρίζω , απομακρύνω 1, αποξενώνω Αα, απορίχνω Α1). 3) (Προκ. για επιστολή) ξετυλίγω: Ανοίγω, αποτινάσσω την (δηλ. την επιστολή) τα είχε ανέγνωσά τα Λίβ. P 1595 (βλ. και απεκτυλίσσω, αποτυλίσσω). 4) Καθαρίζω (απομακρύνοντας κ. ρυπαρό): αποτινάσσειν (ενν. τον ιέρακα) τοίς όνυξι τας ρίνας αυτού Ιερακοσ. 40929. II. (Μέσ.) 1) Απομακρύνω από τον εαυτό μου τα άχρηστα (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. 2): λοιπόν αποτινάχθηκα, έριψα την αμέλεια | μην πάρω καταδίκασιν Γεωργηλ., Θαν. 476. 2) (Μτβ., μεταφ.) πετώ μακριά, απομακρύνω από τον εαυτό μου κ. άχρηστο: εστράφη και είπε τον ότι εγώ αποτινάσσομαι την αμαρτίαν από πάνω μου Χρονογρ. (Λαμψ.) 245.
       
  • αύταρχος,
    επίθ., Μανασσ., Χρον. 3867, 5410, 6245, Χρονογρ. (Λαμψ.) 250.
    Το μτγν. επίθ. αύταρχος.
    (Ως ουσ.) κυρίαρχος (Βλ. Τωμ., Αθ. 67,1964,11· βλ. και L‑S): υιόν Ιουστινιανόν δείκνυσι βασιλέα| και κράτορα καθίστησιν, αύταρχον γης Ρωμαίων Μανασσ., Χρον. 3867. Βλ. και αύγουστος 1.
       
  • αγροίκως,
    επίρρ.
    Το αρχ. επίρρ. αγροίκως. Ο συγκριτ. ήδη αρχ.
    Έκφρ. εις αγροικότερον = σε λαϊκή γλώσσα: εις αγροικότερον τους στίχους επλεξάμην Χρονογρ. (Λαμψ.) 241.
       
  • βάναυσος,
    επίθ., Θεολ., Τζίρ. 3576, Χρονογρ. (Λαμψ.) 243, Συναξ. γαδ. 50.
    Το αρχ. επίθ. βάναυσος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    Αγροίκος (Πβ. L‑S στη λ. Ι και ΙΙ2): βάναυσος και απαίδευτος, χονδρός και ψευδολόγος Συναξ. γαδ. 50· Επαπειλήσεις ποιείτέ τινας προς ημάς ώσπερ εις τινας συγχωρίτας υμών και βαναύσους Θεολ., Τζίρ. 3576.
       
  • γαστάλδος
    ο, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1720, 1722, Έγγρ. του 1565 (Ευαγγελάτος, Θησαυρ. 7, 1970, 217, 219), Συμβόλ. του 1593 (ΜΒ Ϛ΄ σ. ριε΄), Έγγρ. του 1597 (Βισβίζ., ΕΚΕΙΕΔ 12, 1965, 105), Κρ. συμβόλ. 142, Μεταξά, Επιστ. 47, Έγγρ. του 1639 (Βισβίζ., ΕΚΕΙΕΔ 12, 1965, 109)· γκαστάλδος, Σεβήρ., Διαθ. 191· κάσταλδος.
    Από το βενετ. gastaldo. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) Δικαστικός υπάλληλος που φροντίζει για τις συναλλαγές και την επίλυση των διαφορών μεταξύ ιδιωτών (Για τη σημασ. βλ. Ξανθουδίδη [Κρ. συμβόλ. 321], Βισβίζ., ΕΚΕΙΕΔ 12, 1965, 50 σημ. 1, Βαγιακ., Ξένιον Ζέπου 3, 1973, 530 και Μανούσ., Εις μνήμην Μιχελή 337· βλ. και Μανούσακας-van Gemert, Κρ. Χρ. 27, 1987, 129): να ημπορεί ο άνωθεν| γαμβρός να τα σκοδέρνει απ’ αυτόν και απού τα καλά του διά γαστάλδο Έγγρ. του 1639 (Βισβίζ., ΕΚΕΙΕΔ 12, 1965, 109)· τον γαστάλδον όρισαν την νύκταν να τον βλέπει, διά να μηδέν τον κλέψουσι την νύκταν οι γονείς του Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1720· ότε χαγάνος και οι επέκεινα ρήγες και κάσταλδοι δώρα τῳ βασιλεί στείλαντες ειρήνην ῃτήσαντο Χρονογρ. (Λαμψ.) 250. 2) Έκφρ. με τη στράτα του γαστάλδου = με απόφαση δικαστική, «διά της δικαστικής οδού» (Για το πράγμα βλ. Ξανθουδίδη, [Κρ. συμβόλ. 143 σημ. 5 και 199 σημ. 10]): αν δεν ήθελα τά δίδει και να τα πλερώνω [ως] άνωθεν, να μπορεί να τα πλερώνεται με τη στράτα του γαστάλδου Κρ. συμβόλ. 142.
       
  • γεννητός,
    επίθ.· ουδ. γεννητό, Πεντ. Γέν. XXXV 16, XXXVIII 27.
    Το αρχ. επίθ. γεννητός. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex.).
    1) Ο εν. ουδ. ως ουσ. = γέννα, τοκετός (Η σημασ. και στο Βλάχ., λ. γεννητόν. Βλ. και Steph., Θησ., Βογιατζ., Γλώσσα Άνδρ., λ. γεννώ και Andr., Lex. στη λ. 1): εγέννησεν η Ραχέλ και εσκλήρυνεν εις το γεννητό της Πεντ. Γέν. XXXV 16. 2) Ο πληθ. ουδ. ως ουσ. = τα γεννητούρια· οικογενειακή καταγωγή· (βλ. ΙΛ, λ. γεννητός σημασ. Β́3): αναγκαίον έναι να είπωμεν πόθεν ήσαν τα γεννητά τούτου του Λέοντος Χρονογρ. (Λαμψ.) 244.
       
  • γυρίζω,
    Σπαν. (Μαυρ.) P 439, Γλυκά, Στ. 368, Λόγ. παρηγ. O 708, Προδρ. IV 93, Καλλίμ. 1847, Ασσίζ. 2824, 8315, 12815, Διγ. (Trapp) Gr. 1076, Διγ. (Trapp) Esc. 24, 74, 1505, 1700, Διγ. Z 396, 1596, 1767, 3485, Mevlānā 22, Divān 8857, Βέλθ. 216, 301, Πόλ. Τρωάδ. 431, Ερμον. Τ 363, Χρον. Μορ. H 1698, Χρον. Μορ. P 2867, Πουλολ. 527, Περί ξεν. A 315, Λίβ. P 1835, Λίβ. Esc. 1160, Λίβ. N 458, 2427, Αχιλλ. L 984, Αχιλλ. N 1560, Ιμπ. 184, 830, Χρον. Τόκκων 524, Θρ. Κων/π. B 86, Παρασπ., Βάρν. C 250, Αργυρ., Βάρν. K 330, Μαχ. 3103, 37212, 65419, Θησ. (Schmitt) 337 VII 108, Ch. pop. 197, 705, Χούμνου, Π.Δ. VII 94, Γαδ. διήγ. 202, 284, Διήγ. Αλ. V 7, Αλφ. (Μπουμπ.) I 5, Αλεξ. 1372, 2622, Απόκοπ. 49, 119, 245, Διήγ. Αγ. Σοφ. 1521, 16017, Σαχλ. N 96, Σαχλ., Αφήγ. 9, 46, 134, Ιμπ. (Legr.) 769, Συναξ. γυν. 173, Κορων., Μπούας 115, 136, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 247, Φαλιέρ., Ενύπν. (v. Gem.) 121, Βεντράμ., Φιλ. 44, 252, Σοφιαν., Παιδαγ. 92, Δεφ., Σωσ. 78, Δεφ., Λόγ. 730, Τριβ., Ρε 47, Πεντ. Γέν. III 24, XIX 25, Έξ. X 19, XIV 5, Αρ. XXXII 38, Λευιτ. XIII 4, Βίος γέρ. V 207, Αχέλ. 749, 1453, Αιτωλ., Μύθ. 76, 13718, Κώδ. Χρονογρ. 5310, Χρον. σουλτ. 11530, Μηλ., Οδοιπ. 635, Παϊσ., Ιστ. Σινά 327, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 427, Κυπρ. ερωτ. 476, 6911, Πανώρ. Γ΄ 307, Ερωφ. Πρόλ. Χάρ. 63, 110, Α΄ 276, 607, Γ΄ 44, 88, Δ΄ 187, Ε΄ 530, Φαλλίδ. 8, Παλαμήδ., Βοηβ. 438, Σταυριν. 251, 288, Χίκα, Μονωδ. 161, Ιστ. Βλαχ. 927, 1560, 2708, 2757, Διγ. Άνδρ. 32020, 36632, 37115, 40423, Ερωτόκρ. Α΄ 725, 1725, 1747, Β΄ 1243, 1971, Γ΄ 33, 872, Ε΄ 979, Θυσ.2 134, 389, Ευγέν. Πρόλ. 60, Στάθ. Πρόλ. 1, Γ΄ 87, Ιντ. κρ. θεάτρ. Β΄ 15, 51, Συναδ., Χρον. 31, Ροδολ. Α΄ [391], Β΄ [1], Διήγ. ωραιότ. 211, 690, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [677, 938], Ε΄ [23, 80], Λίμπον. 298, Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 1, Β΄ 364, 423, Ζήν. Πρόλ. 71, 81, Ε΄ 191, Λεηλ. Παροικ. 115, Τζάνε, Κρ. πόλ. 15326, 15823, 17818, 23917, 4125, 46710, 5352, 54318, Τζάνε, Φυλλ. ψυχ. 526, κ.π.α.· σγουρίζω, Λίβ. P 2788, Λίβ. Esc. 319 (κριτ. υπ.).
    Από το ουσ. γύρος και την κατάλ. ‑ίζω. Η λ. τον 8. αι. (Βλ. Sophocl.), στο Βλάχ. και σήμ. (Δημητράκ.).
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Περιστρέφω, θέτω κ. σε κυκλική κίνηση (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): τούτη μου η σβίγα, απού κρατώ στο χέρι και γυρίζω Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 1· β) φρ. γυρίζει η τύχη τον κύκλο ή τον τροχό = (προκ. για τον τροχό της τύχης)  μεταβάλλεται η τύχη, η κοινωνική κατάσταση κάπ. (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): Τον κύκλο βλέπω εγύρισε η τύχη ως επεθύμου Ζήν. Ε΄ 191· δύναται η τύχη τον τροχόν πάλιν να τον γυρίσει Σαχλ., Αφήγ.γ) φρ. γυρίζω κάπ. με ρόδαν = βασανίζω στον τροχό: πόσες εκόψαν με σπαθί, με ρόδαν εγυρίσαν Δεφ., Λόγ. 730. 2) α) Κάνω τον κύκλο (κάπ. πράγματος), περιτριγυρίζω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 2): δυο, μ’ εφάνην, ποντικοί το δένδρον εγυρίζαν Απόκοπ. 49· β) «παλεύω» (κάπ.) (Για τη σημασ. βλ. Κουκ., ΒΒΠ Ε΄ Παράρτ. 24): κανείς τούτον ουκ έτρεψεν ή ενίκησεν πολλάκις,| αλλ’ όσοι τον εγύρισαν το αλίμονον επήραν Αχιλλ. N 1560· γ) συνοδεύω κάπ. (ως φρουρός): ήτον συνήθιν ότι εγυρίζαν τον ρήγαν από τον Άγιον Νικόλαν ως τες λόντζες Μαχ. 3103. 3) Κυκλώνω κάπ. (Η σημασ. στον Κεδρ. 547 Α): μας εγυρίσασιν ένοπλοι Αραβίτες Διγ. (Trapp) Esc. 1700. 4) α) Περιέρχομαι, περιοδεύω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 18): τα πλευτικά τον γύρον το εγυρίσαν Χρον. Μορ. H 1698· χώρας πολλάς εγύρισε και τοπαρχίας και κάστρα Βέλθ. 216· β) περιφέρω κ. (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 8): Πότε στης Ανατολής τα μέρη την γυρίζει (ενν. την πέτρα) ... Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [23]. 5) α) Στρέφω κάπ. ή κ. (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 3): την ουράν εγύριζεν ως προς την κεφαλήν του Βέλθ. 301· Αυτά τα μάτια γύρισε και προς εμέν δαμάκι Ch. pop. 197· (μεταφ.): ίνα τι το πρόσωπόν σου εγύρισες από του λαού σου; Κώδ. Χρονογρ. 5310· β) μεταβάλλω κάπ. ή κ. (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 3): Εγύρισε την μοίρα του Βεντράμ., Φιλ. 252· η τρίχα της δεν εγύρισεν ασπρό Πεντ. Λευιτ. XIII 4· τινές τους λόγους τους χαλνούσι,| εύκολα τους γυρίζουσι και τους αλησμονούσι Αιτωλ., Μύθ. 13718· μπορεί καμία νία| να τον γυρίσει εις έρωτα να πέσει, εις αγάπη Τριβ., Ρε 47· γ) φρ. το γυρίζω αλλέως, βλ. αλλέως φρ.· δ) φρ. γυρίζω ζημίαν = προξενώ ζημιά: ει δε εβγεί και γυρίσει καμμίαν ζημίαν την συντροφίαν διά τον χωρισμόν του Ασσίζ. 8315· να μηδέν ειπεί τίποτες άνευ της βουλής της τό μέλλει να της γυρίσει ζημίαν Ασσίζ. 12815· το κάτσιμόν σου εις την Λευκωσίαν γυρίζει μας μεγάλη ζημία Μαχ. 37212. 6) α) Γυρίζω κάπ. ή κ. πίσω: έπιασά το και εγύρισά το (ενν. το άλογο) από την στράταν Διγ. Άνδρ. 37115· εφοβείτον μήπως τους νοήσουν και κυνηγήσουν και γυρίσουν τους Διγ. Άνδρ. 36632· βασιλέα δε ντρέπεται, πτωχόν δεν τον γυρίζει Αλεξ. 1372· β) κάνω κάπ. να στραφεί προς τα πίσω, να οπισθοχωρήσει: ρίξαν τόσες τουφεκιές ογιά να τους γυρίσουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 46710· γ) φρ. γυρίζω τα όπισθεν ή την ράχην = οπισθοχωρώ: Τα όπισθεν εγύρισαν και την δειλιάν επήραν Παρασπ., Βάρν. C 250· ποτέ να μη γυρίσουσιν προς τον εχθρόν την ράχην Αχέλ. 1453· δ) φρ. γυρίζω τις πλάτες = δε δίνω σημασία, αποστρέφομαι (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 3): τες πλάτες αν εγύρισεν χριστιανών η τύχη Αχέλ. 749. 7) α) Αναδιπλώνω κ.: Και κείνος ο παράνομος ως δράκος εμορφώθη, (παραλ. 1 στ.) έδειξε πέντε κεφαλές, ως των φιδιών το γένος,| εγύρισε τες δίπλες του και γέμισε τες σούδες Θρ. Κων/π. B 86· β) ξεφυλλίζω κ.: Καθώς θωρώ στο λίμπρο μου στο φύλλον που γυρίζω Ευγέν. Πρόλ. 60. 8) α) Αλλάζω: τα παιδιά του Ρεουβέν έχτισαν ... και την Νέβο και την Βααλ Μεον γυρισμένα όνομα Πεντ. Αρ. XXXII 38· β) (προκ. για άνεμο) αλλάζω την κατεύθυνση του ανέμου (Βλ. και Δημητράκ. στη λ. 16): εγύρισεν ο Κύριος άνεμο θαλασσινό Πεντ. Έξ. X 19· γ) (μεταφ.) κάνω κάπ. ν’ αλλάξει, μεταπείθω, μεταστρέφω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 7): να τηνε γυρίσει ποιος δεν έναι μπορεμένο Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 364· να τους γυρίσεις και αυτούς εις πίστιν την δικήν σου Ιστ. Βλαχ. 2708· δ) φρ. γυρίζω τον νουν, την βουλήν κάπ. = μεταπείθω κάπ.: ποσώς ου δύνονται τον νουν του να γυρίσουν Ιμπ. 184· πάσχοντας την βουλήν του να γυρίσει Λεηλ. Παροικ. 115. 9) Ανατρέπω, καταστρέφω: εγύρισεν τα κάστρα ετούτα Πεντ. Γέν. XIX 25. 10) Κάνω κάπ. να μετανοήσει, να αλλαξοπιστήσει· (εδώ θρησκ.): εγύρισάν τον εις την πίστιν τους Χρονογρ. (Λαμψ.) 236. Β´ Αμτβ. 1) α) Περιστρέφομαι (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): η γης για σένα δε γυρίζει Ερωφ. Α΄ 607· Αγάπη σου πηγαίνει οίον ποτάμι κι εγώ γυρίζω μέσα οιον το μύλο Divān 8857· β) φρ. γυρίζει ο κύκλος, ο τροχός (της τύχης) = οι καιροί αλλάζουν, τα πράγματα μεταβάλλονται: ο κύκλος του καιρού πόσ’ εύκολα γυρίζει Ροδολ. Α΄ [391]· αν αγαπώ, ας αγαπώ· ο κύκλος σα γυρίσει ... Ερωτόκρ. Α΄ 1725· Βλέπεις τον κόσμον, άνθρωπε, τροχός έν’ και γυρίζει Αλφ. (Μπουμπ.) I 5· γ) (προκ. να δηλωθεί το μήκος περιμέτρου τόπου ή χώρας): δέκα μίλια γύριζε η γης της πόλης όλη Αλεξ. 2622· γυρίζει γουν ο κύκλος του ουργυίας διακοσίας Παϊσ., Ιστ. Σινά 327. 2) Περιοδεύω, γυρνώ εδώ κι εκεί, περιφέρομαι: αν μετά βάγιων και μαντιών οι αρχόντισσες γυρίζουν Απόκοπ. 119· ετούτοι που γυρίζουσι και νυχτοπαρωρούσι Ερωτόκρ. Α΄ 725· Γυρίζω ’δώ, γυρίζω ’κεί, την Μοίραν δεν ηυρίσκω Φαλιέρ., Ενύπν. (v. Gem.) 121. 3) α) Στρέφομαι προς κάπ. κατεύθυνση: η περιστέρα γύρισεν τον κόρακα και λέγει Πουλολ. 527· β) φρ. γυρίζω άνω κάτω = αναστρέφομαι, αναποδογυρίζομαι (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 20): αν ήξευρα να γύρισεν ο κόσμος άνω κάτω Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 423· γ) αποκλίνω: ουδέν πρέπει να γυρίσουν δεξιά, ουδέ αριστερά, αμέ πρέπει το ίσο να κρίνουν τον μέγα και τον μικρόν Ασσίζ. 2824· δ) μεταβάλλομαι, εξελίσσομαι, έρχομαι σε μια καινούργια κατάσταση (και μεταφ.) (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 23): Πώς εγύρισαν οι χαρές σε θλίψες Θυσ.2 389· ω καιροί και πράγματα, έτσι εγυρίσετε ανάστροφα Χίκα, Μονωδ. 161· ως εγύρισε ο καιρός κι ήλθεν το καλοκαίρι Χρον. Μορ. P 2867· ε) μεταστρέφομαι, αλλάζω διαθέσεις: εγύρισε όλος ο Μορέας με τους Βενετσάνους Χρον. σουλτ. 11530· ς) φρ. γυρίζει η γνώμη, η καρδιά κάπ. = μεταπείθεται κάπ.: εγύρισεν η γνώμη τως κι ήλθον σ’ αποστασίαν Παλαμήδ., Βοηβ. 438· αναγγείλθην του βασιλεά της Αίγυφτος ότι έφυγεν ο λαός και εγύρισεν η καρδιά του Φαρό Πεντ. Έξ. XIV 5. 4) Κάμπτομαι: το χρώμα των μαλλίων της ήτον ωσάν το γάλα| εις δύο πλεμένη χαμηλά και εις τόπον να γυρίζουν Λίβ. (Lamb.) N 458. 5) α) Επιστρέφω, επανέρχομαι (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 10): οπίσω να γυρίσομεν και άλλην οδόν να ευρούμεν Λίβ. N 2427· στην χώραν γύρισε, πάντες δ’ ακολουθούσαν Κορων., Μπούας 136· Σαν ξεραθεί ο βασιλικός, Γιαννούλη, δε γυρίζει| στην πρώτη του ομορφιά ποτέ Πανώρ. Γ΄ 307· β) οπισθοχωρώ: οι Αγαρηνοί γυρίζουν και νικούνται Τζάνε, Κρ. πόλ. 5352. 6) Αναβάλλω, μετανιώνω: όντα βαλθώ να σου το πω, πάντα γυρίζω οπίσω Θυσ.2 134. II. Μέσ. 1) α) Στρέφομαι: του σπαθιού οπού γυρίζεται να φυλάξει τη στράτα δέντρου της ζωής Πεντ. Γέν. III 24· ουκ εγυρίσθη όπισθεν να του δώσει ραβδέαν Διγ. (Trapp) Gr. 1076· β) περιφέρομαι, κάνω το γύρο: με γαλιότα έμορφη, καλά αρματωμένη| στο νησίν εγυρίζετον Χρον. Τόκκων 524· γ) μεταβάλλομαι: τα βόλια γυρισθήν έχουν Γλυκά, Στ. 368. 2) Αλλάζω γνώμη: σύντομον να γυρισθεί μη φέρων την ανάγκην Καλλίμ. 1847. 3) Φρ. γυρίζομαι εις ύπνον = πέφτω να κοιμηθώ, πλαγιάζω: εις ύπνον εγυρίσθην Λίβ. P 1835. 4) (Προκ. για επάγγελμα) έχω πέραση (Βλ. σχετικά Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Α΄ 402): αν γαρ ουκ εγυρίζετο ράψιμον εις τον κόσμον Προδρ. IV 93.
       
  • δεύτερος,
    αριθμητ. επίθ., Λόγ. παρηγ. O 315, Προδρ. III 400 m (χφφ gv) (κριτ. υπ.), IV 249, Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 34535, Καλλίμ. (Lambr.) 884, Διγ. (Trapp) Gr. 2101, Χρον. Μορ. H 1365, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 394, Γράμματα Μετεώρ. 42, Απολλών. 651, Μαχ. 38436, 66829, Κορων., Μπούας 41, Χρον. σουλτ. 7730, 9723, Σεβήρ., Διαθ. 18915, Τζάνε, Κρ. πόλ. 45018.
    Το αρχ. αριθμητ. επίθ. δεύτερος. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
    1) α) Που ακολουθεί μετά τον πρώτο (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I1 και 2α και σήμ., Πρωίας Λεξ.): πρώτην βούκαν έβαλα και δεύτερην και τρίτην Προδρ. IV 249· την δευτέρην ώραν της νυκτός είπεν τους καβαλάρηδες της βουλής του Μαχ. 38436· β) μικρότερος στην ηλικία, νεώτερος (Πβ. L‑S στη λ. I2b): Είχεν κι άλλους δύο αδελφούς δευτέρους από αύτον Χρον. Μορ. H 1365. 2) Άλλος (Βλ. L‑S στη λ. II2): Οι Φράγκοι εχαμηλώνασιν τσι λάκκους για να μπαίνουν| και τότες απού τα Χανιά δεύτεροι Τούρκοι βγαίνουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 45018. 3) Που κατέχει τη δεύτερη θέση, που τιμάται αμέσως ύστερα από κάπ. (εδώ το βασιλιά) (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. II1 και σήμ., Πρωίας Λεξ.): να κάθηται δεύτερος από τον βασιλέα Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 34535. 4) Που έχει δευτερεύουσα, μικρότερη αξία, υποδεέστερος (σε αντιδιαστολή με το υψηλός) (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. II1 και σήμ., Πρωίας Λεξ.): Ούτε ζωγράφος δύναται ποσώς να ιστορήσει (παραλ. 1 στ.) και κάμνει άλλα υψηλά και δεύτερα και τρίτα Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 394. 5) (Με γεν.) όμοιος με κάπ. (Η σημασ. αρχ., Steph., Θησ., λ. δεύτερος 1023· βλ. και Τσοπ., Ελλην. 17, 1960, 93): ήψατο γαρ μου της ψυχής το απόρρητον κάλλος,| ώστε δευτέραν της εμής ταύτην είναι νομίσαι Διγ. (Trapp) Gr. 2101. 6) (Με το ουσ. παρουσία) πρόκ. για τη «δευτέρα παρουσία» (Η σημασ. μτγν., Lampe, Lex., λ. παρουσία B3c και σήμ., Δημητράκ., λ. παρουσία 2): ικετεύων και παραγγέλλων … ευρείν έλεος εν τε της ώρας της εκδημήσεώς μου και εν τῃ δευτέρᾳ και φρικτῄ αυτού παρουσίᾳ Σεβήρ., Διαθ. 18915. Το θηλ. Δευτέρα ως κύρ. όνομ. = 1) Η δεύτερη μέρα της εβδομάδας (Πβ. L‑S στη λ. III3. Βλ. και Lampe, Lex. στη λ. 2. Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 2): τούτον εποίκαν το διά να πάρουν απλαζίριν όλην την Δευτέραν Μαχ. 66829. 2) Η «ημέρα της κρίσεως», η «δευτέρα παρουσία» (Πβ. Lampe, Lex., λ. παρουσία B3c και Δημητράκ., λ. παρουσία 2): εν τῃ Δευτέρῃ τῃ φρικτῄ οι καθαροί αλλήλως| να ίδωσι και να χαρούν εις τας μονάς Κυρίου Απολλών. 651. Το ουδ. πληθ. ως ουσ. (εδώ προκ. για εξουσία) = η δεύτερη θέση: ούτοι οι δύο βασιλείς (ενν. ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός) εποίησαν Κωνστάντιον και Μαξιμιανόν τον Γαλέριον να έχουσιν τα δεύτερα της εξουσίας αυτών Χρονογρ. (Λαμψ.) 231.
       
  • κακόν
    το, Χρον. Μορ. P 1245, Φλώρ. 502, Απολλών. (Wagn.) 20, 713, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 101r, 206v, Κυπρ. ερωτ. 9222, Ερωτόκρ. Α΄ 1927, Β΄ 30, 872, Γ΄ 106, 120, Τζάνε, Κρ. πόλ. 54320, Ερωφ. Β΄ 93, κ.π.α.
    Το ουδ. του επιθ. κακός.
    1) α) Κακή πράξη, κακή ενέργεια: κακό ποτέ μου| δεν έκαμα Πανώρ. Ε΄ 20· όποιοι εκάμαν το κακό, πιάνει και τους φουρκίζει (ενν. ο Αλέξανδρος) Αλεξ. 670· με του καιρού τ’ αλλάματα, π’ αναπαημό δεν έχου,| μα στο καλό κι εις το κακό περιπατούν και τρέχου Ερωτόκρ. Α΄ 4· αυτόν συμμέτοχον εις το κακόν εποίκες Κομν., Διδασκ. Δ 353· β) παρανομία: ουδέ οι κριτάδες να ποίσουν δίκαιον απ’ όλα τα κακά οπού γίνονται εις την χώραν Ασσίζ. 2223. 2) Αμαρτία: ο άρχων του κακού αναθεματισμένος Αχέλ. 1270· ο εχθρός πειράζει με, πάντοτε απατά μου,| διά να ζημιώσει την ψυχήν με τα πολλά κακά μου.| Ελέησον, συγχώρησον, Κύριε, οίκτειρόν με Δαρκές, Προσκυν. 244· Προ πάντων τα αμαρτήματα και τα κακά ν’ αφήσουν Πένθ. θαν.2 403· Ειπέ του τα λαβώματα και δείξε τες πληγές σου,| εξαγορεύσου τα κακά κι ειπέ τες αμαρτιές σου Πένθ. θαν.2 452. 3) (Πληθ.) κακές συνήθειες: ως φαίνει, αν έχει φρόνησιν, ν’ αφήσει τα κακά της (ενν. η γυναίκα) Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1673· εις τα φυσικά των γυναικών πρέπει με να λαλήσω| και εις τα κακά τους τα πολλά μέρος διά να διαλύσω Συναξ. γυν. 180. 4) Ατυχία, κακοτυχία: προφητεύει διατ’ εμάς το πως κακό μάς μέλλει Βεντράμ., Φιλ. 194· πριν να πεθάνω μην ερθούν πολλά κακά και βρούμε Βεντράμ., Φιλ. 198. 5) Αρρώστια: Πέμπει και κράζει με ζιμιό να τηνε βιζιτάρω| και το κακό τση το πολύ και άμετρο να κουράρω Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 160· είδα ...| και το κακό να γίνεται πολλές φορές βοτάνι Φαλιέρ., Ιστ.2 295. Ο Θεός έστειλεν τον Μωυσήν εις τον Φαραών να του ειπεί ότι θέλει στείλει το κακόν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 8r· ο πρώτος άρρωστος οπού να έρχοτον να επλένοτον εις εκείνο το νερόν ... υγίαινε από πάσα κακόν οπού να είχεν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 204v. Φρ. 1) Συντυχαίνω, λέγω, μιλώ, κλπ., κακό = κακολογώ, βρίζω: δεν ημπορούμε να συντύχομε προς εσέν κακό ή καλό Πεντ. Γέν. XXIV 50· Απής αρέσει τσ’, ήθελα να πορπατώ να κλαίγω| κι αντίδικα τση μοίρας μου χίλια κακά να λέγω Πανώρ. Α΄ 182· να μη μιλεί κακό για με και να μηδέ με βρίζει Πανώρ. Ε΄ 2. 2) α) Πηγαίνω εις το χειρότερον και το κακόν = χειροτερεύω, εξελίσσομαι άσχημα: Αλλά ο πόλεμος ποσώς ποτέ δεν ανασαίνει,| μόνον εις το χειρότερον και το κακόν πηγαίνει Διακρούσ. 8426· β) παγαίνω του κακού = ξεπέφτω: εις την καντζελαρία τον εβάλανε με το μέσο των Φράγκων διά να μη πάγει του κακού, ως εις την καντζελαρία τής Ζάκυνθος φαίνεται η αυτή του ρετεντζιό Σουμμ., Ρεμπελ. 172. 3) α) Μου φαίνεται κ. κακό = μου κάνει κ. κακή εντύπωση: Ηκούσας τούτο ο βασιλεύς, αυτός ο Παλαιολόγος,| μεγάλως εβαρύνθηκεν, πολλά κακό τού εφάνη Χρον. Μορ. P 3071· β) μου φαίνεται κακόν ... = μου κακοφαίνεται ...: μηδέν σού φανεί, νεώτερε, κακόν, διατί σε ονειδίσαμεν οψές Διγ. Esc. 435. 4) Είναι κ. εις κακόν μου = κ. με βλάπτει: και τούτο ήτο εις κακόν του Χρονογρ. (Λαμψ.) 227. Εκφρ. 1) Με το κακόν (μου) = με (προσωπικό) πόνο, τιμωρία: πεθυμώ με το κακόν μου| ν’ άφτουν τα λαμπρά σ’ εμέναν| και γιατί έρκουνται ’πού σέναν Κυπρ. ερωτ. 12413. 2) Διά καλόν διά κακόν = για κάθε ενδεχόμενο: διά καλόν διά κακόν να είναι εις βοήθεια (ενν. οι στρατιώτες) Παλαμήδ., Βοηβ. 601. 3) Μη κακό(ν) (μου) = «Θεός φυλάξοι!», «ο Θεός να μην δώσει (να μου συμβεί κ.)!»: Μη κακό (έκδ. Μι κακό· διόρθ. Χατζ., Επετ. Κύπρ. 3, 1970, 76 = Χατζ., Διασπ. Β′, 88-9) να πάμεν καταπρόσωπο του αφέντη μας Μαχ. 4613· τα ποια λαγωνικά είναι δικά του και ανέν και πάρω τα απού τα χέρια του, θέλει κακοψυχήσει και φόρτζι να πεθάνει· και για τούτον, μη κακόν (έκδ. μη κάκων’· διόρθ. Χατζ., Διασπ. 278· βλ. και ά. κακώνω (II)) μου, να το ποίσω Μαχ. 2463.
       
  • κακοριζικιά
    η, Θησ. Ι΄ [793], Αλφ. (Μπουμπ.) II 37, Πανώρ. Β΄ 32, 444, Δ΄ 231, Ερωφ. Α΄ 574, Γ΄ 222, Ερωτόκρ. Γ΄ 788, Δ΄ 1087, Ευγέν. 681, Στάθ. (Martini) Ιντ. β΄ 68, Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ΄ 56, Ροδολ. Πρόλ. Μελλ. [45], Α΄ [715], Β΄ [214, 391], Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ [40], Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [924], Ε΄ [197], Λεηλ. Παροικ. 244· κακοριζικία, Χρονογρ. (Λαμψ.) 233.
    Από το επίθ. κακορίζικος. Η λ. στο Βλάχ. (λ. κακοροιζικιά).
    1) Κακοτυχία, ατυχία, γρουσουζιά, δυστυχία: μόνο μια παρηγοριά μού ’πόμεινε μεγάλη| πως ’ς τούτα όλα μ’ εφέρασι του Ρώκριτου τα κάλλη (παραλ. 1 στ.) κι είναι μεγάλο γιατρικό στην κακοριζικιά μου Ερωτόκρ. Δ΄ 646· Στον γάμον τούτ’ ολπίζουσι τέλος καλόν να δώσει| κι από την κακοριζικιά να μας ελευθερώσει Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [626]· Για τους χωριάτες έτυχε κι εγίνηκε κι εστάθη| εκείν’ η κακοριζικιά, να πέσουνε σε πάθη Τζάνε, Κρ. πόλ. 42219. 2) (Μεταφ.) κακούργημα: άλλες κακοριζικιές, οπού ο νους μου φρίσσει,| να τα ειπεί δεν ημπορεί κι εγγράφως να τ’ αφήσει Διακρούσ. 9821· Εφτάξαν πρώτοι εδεκεί στην χώραν και σιμώνει| κι έλεγε κακοριζικιές εγίνηκαν και φόνοι Τζάνε, Κρ. πόλ. 24716.
       
  • κάποτε,
    επίρρ., Κομν., Διδασκ. Δ 149, Λίβ. P 535, Ιστ. Βλαχ. 1506· κάποτες, Ερωφ. Δ΄ 483· οκάμποτε, Λίβ. (Lamb.) N 269· οκάποτε, Σπαν. A 49, 202, Κομν., Διδασκ. Δ 59, Γλυκά, Στ. 258, Λόγ. παρηγ. L 200, 378, Καλλίμ. 2408, Λίβ. P 46, 61, 193, 310, 1262, 1353, Λίβ. Sc. 135, 637, 1187, Λίβ. Esc. 53, 1383, 2289, 3179, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1326, 1362, Ιμπ. 298, Θησ. IB΄ [73οκαποτέ, Μαχ. 13827· οκάποτες, Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 313, Θησ. Ε΄ [921], Διήγ. Αλ. V 47, 75, Χρονογρ. (Λαμψ.) 241· οκάποτις, Λίβ. Sc. 2706 (κριτ. υπ.)· ουκάποτε, Σπαν. V 42, Λίβ. Esc. 224, Διήγ. Αλ. G 26430 (δις), 28026· ουκάποτες, Διήγ. Αλ. G 27638.
    Από το καν και το επίρρ. ποτέ. Για την παράλ. του ν στη λ. πβ. κάποιος (ετυμολ.). Για το ο‑ του τ. οκάποτε(ς) βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 595 κε. Η λ. και σήμ.
    1) α) Κάποτε (στο παρελθόν), για κάποιο διάστημα: χρόνους και μήνας τέσσαρες εστάθην εις την μάχην| τήν είχαμεν οκάποτε μετά τους Γενοβήσους Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1362· ηύρα καιρόν οκάποτε, τό έπασχα είπα της τα Λίβ. Esc. 3514· τα σπίτια του Σαπλάνες εις την Λευκουσίαν, οπού ήτον κάποτε του κούντη της Τρίπολης Βουστρ. 506· να ξορίσουν από την Κύπρον τον σιρ Τζουάν Σασούν, οκαποτέ εμπαλής της Αμοχούστου, να ποίσουν έξω της Κύπρου καιρόν Μαχ. 13827· β) κάποτε (ορισμένη στιγμή στο παρελθόν): οκάποτε ήλθε της αυγής το ερωτικόν αστρίτσιν Λίβ. N 1879· οκάποτε εσυντύχασιν αντάμα και οι δύο Ιμπ. 298· οκάμποτ’ εις του Έρωτος ήλθαμε την κατούνα Λίβ. N 269· γ) κάποτε (στο μέλλον): οκάποτε κι ο φίλος σου σ’ ανάγκην βοηθεί σε,| αν έχεις και περίστασιν και συγκακοπαθεί σε Σπαν. A 202· Εθάρησα την έννοιαν| που ’καμνε να θρηνίζω| κάποτες να μιλήσω προς εκείνην Κυπρ. ερωτ. 953. 2) Πότε πότε, ενίοτε: Επιλογήθης κι είπες του αν καλοεθυμάται| κάποτες μίαν αμαρτωλήν Σκλέντζα, Ποιήμ. 1202. Εκφρ. 1) Εις καιρόν οκάποτε όταν = όταν κάποτε (στο μέλλον): εις καιρόν οκάποτε όταν ουδέν παντέχεις, τότε να τά ’βρεις φανερά εις όφελός σου μέγα Κομν., Διδασκ. Δ 59. 2) Ο κάποτε (με ουσ.) = ο πρώην: Παράδειγμα τον έφερεν του κάποτες ζουράρη,| του ποιου εχρωστούσαν άνθρωποι τότες οι δύο λογάρι Σκλέντζα, Ποιήμ. 145. Φρ. Αν τύχει κάποτε = ίσως κάποτε (στο μέλλον): θες τον νουν σου εις αυτούς (ενν. τους στίχους) καλά και πρόσεχέ τους,| αν τύχει οκάποτε εις καιρόν, όταν ουδέν πιστεύεις,| τότε τους εύρεις έμπροσθεν εις όφελόν σου μέγα Σπαν. B 49.
       
  • κατακέφαλα,
    επίρρ., Διγ. Άνδρ. 38126, Χρονογρ. (Λαμψ.) 233.
    Η λ. σε επιγρ. (L‑S) και σήμ.
    α) Στο κεφάλι: Ο αυτός μαριτζάς εθυμώθην και έδωκέν του κατακέφαλα Μαχ. 65825· β) με το κεφάλι προς τα κάτω: επέφταν κατακέφαλα στου δράκοντος την πόσιν| κι εκείνος δεν εχόρταινεν αν ήσαν άλλοι τόσοι Τζαμπλάκ. 63.
       
  • καταπορθώ,
    Βίος Αλ. 2865, Χρονογρ. (Λαμψ.) 247.
    Το καταπορθέω, που απ. σε Γλωσσάρ. (L‑S).
    Κατακυριεύω, καταστρέφω εξ ολοκλήρου: Ο Μακεδόνων αρχηγός ήλθε και πάλιν ώδε| χώραν ημών καταπορθών Βίος Αλ. 3263.
       
  • κρεουργώ,
    Χρονογρ. (Λαμψ.) 246.
    Το μτγν. κρεουργέω. Η λ. και σήμ. ως β΄ συνθ.
    Ξεσκίζω, κομματιάζω σάρκες· κατασφάζω: ο Τατζιατίνης ... κρεουργηθείς εκεί τέθνηκεν Πανάρ. 8017.
       
  • λυπητικά,
    επίρρ., Βυζ. Ιλιάδ. 1089, Χρονογρ. (Λαμψ.) 233, Κυπρ. ερωτ. 242, 1256.
    Από το επίθ. λυπητικός.
    Με πολλή θλίψη· λυπητερά: θλιβερά, λυπητικά, με δάκρυα και πόνους| και στεναγμούς απλήρωτους αποχαιρέτησάν τους Φλώρ. 1226· έκλαψε πολλά και λυπητικά Χρον. σουλτ. 14332.
       
  • μάνδρα
    η, Λέοντ., Αίν. I 88, Φυσιολ. (Offerm.) G 1411, Φυσιολ. (Legr.) 947, Φυσιολ. 339, Χούμνου, Κοσμογ. 1364, Ροδινός (Βαλ.) 99, Συναξ. γυν. 192, Βεντράμ., Γυν. 172, 239, Παϊσ., Ιστ. Σινά 359, Χριστ. διδασκ. 415· μάντρα, Βοσκοπ.2 183, 243, 468, Πανώρ. Δ΄ 122, Πεντ. Δευτ. XXVIII 51.
    Το αρχ. ουσ. μάνδρα. Ο τ. μάντρα στο Du Cange, σε έγγρ. του 1548 (Έγγρ. Σύρου A΄ 124) και σήμ.
    1) α) Περίφραγμα, περίβολος: Φυσιολ. 34013· β) μαντρί, στάνη, στάβλος: πάγαινε στην μανδρα την δικη μου| και διάλεξε το κάλλιο μου ταυρί από την κοπή μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Α [1103]· ανθρώπους αναρίθμητους και μάνδρες και κουράδια| κι αλλα περίσσια πράγματα έσυρε με τα ψάρια (ενν. ο ποταμός) Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [929]· 2) Φωλιά: αποταμιεύσει (ενν. ο μύρμηξ) τους κόκους εις την εαυτού μάνδραν Φυσιολ. 34918· συγκαλύπτει (ενν. ο λέων) αυτού τα ίχνη, ίνα μη ακολουθούντες τοις ίχνεσιν αυτού οι κυνηγοί εύροσιν αυτού την μάνδραν Φυσιολ. (Kaim.)12. 3) Μοναστήρι: Πρώτον έπιασεν (ενν. ο πάπας) την μάνδραν| κι εδώ κλει τον υποδιάκον Χρησμ. (Trapp) I 105· ερχόμενος γουν γύροθεν εμβλέπεις μίαν πύρτα· της μάνδρας αύτη πέφυκε· τον δε πορτάρη ρώτα Παϊσ., Ιστ. Σινά 350. Εκφρ. 1) Μάνδρα θεία και επουράνια = παράδεισος: να είναι άξιον (ενν. το απολωλός) της θείας και επουρανίου μάνδρας Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. (Γριτσόπ.) 218. 2) Μάνδρα της εκκλησίας = το σύνολο των πιστών: είτ’ ένι άνθρωπος χονδρός και δεν γροικά τον κόσμον (παραλ. 1 στ.), ολίγον δε κατ’ όλιγον βάλλει τον εις την μάνδραν| της εκκλησίας του Χριστού και μένει σεσωσμένος Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 1016. 3) Μάνδρα του Χριστού = το σύνολο των πιστών: ήφερεν (ενν. ο Λέων) άλλους λύκους ψυχοφθόρους και ασεβείς και διεσπάραξαν με την παράνομον αυτού συνεργίαν την καλήν μάνδραν του Χριστού Χρονογρ. (Λαμψ.) 245.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης