Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αγαθοποιώ,
- Χρησμ. (Λάμπρ.) 120.
Το μτγν. αγαθοποιώ.
Φέρνω καλό: λαμπάδας απτομένας τα έτη της βασιλείας αυτού φαιδρά, ήτοι ειρηνεύοντα και αγαθοποιούντα και εμφορώντα πιστούς Χρησμ. (Λάμπρ.) 120.αγγελοφόρος,- επίθ., Χρησμ. (Λάμπρ.) 120, Χρησμ. (Trapp) III τίτλ., Λέοντ., Αίν. (Legr.) II τίτλ. (δις).
Από το ουσ. άγγελος και το φέρω.
Που φέρει μέσα του άγγελο καθοδηγητή, καλός, αγαθός (βλ. και Βέη, B-NJ 13, 1937, 214): Ο αγγελοφόρος βασιλεύς φορών τρισσώς την τετάρτην, ήτοι ενιαυτούς δώδεκα Χρησμ. (Λάμπρ.) 120. Ως ουσ.: Στίχοι της Κωνσταντινουπόλεως του Αγγελοφόρου Λέοντ., Αίν. ΙΙ τίτλ.άγιος (ΙΙ),- επίθ., Προδρ. (Hess.-Pern.) II H 68α, ΙΙΙ 297, 325s (χφφ gv) (κριτ. υπ.), 381, Ασσίζ. (Σάθ.) 3025, 11323, 1266, 9, 24, 27414, 27914, Διγ. (Mavr.) Gr. IV 995, Διγ. (Hess.) Esc. 1838, Διγ. (Καλ.) A 1362, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 495, 814, 911, 8752, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1116, 4256, Chron. brève (Schreiner) 198, Πτωχολ. (Schick) P 153, Ορισμ. Μαμελ. (Βόνν.) 961, Απολλών. (Wagn.) 414, Ιμπ. (Κριαρ.) 572, Χρησμ. (Λάμπρ.) 10422, Χρησμ. (Trapp) I 66, Ανακάλ. (Κριαρ.) 3, 28, 70, 76, 99 (αγιάν), 109 (αγιάς), Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 136 (αγιαί), Μαχ. (Dawk.) 9230, 2785, 5183, Σφρ., Χρον. μ. (PG 156) 1025B, 1030A, 1031B, 1031C, 1052C, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) I 11, II 34, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 241 (αγιάν), Διήγ. Αγ. Σοφ. (Băn.) 16, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 10735, Έκθ. χρον. (Lambr.) 194, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 68, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) AN 80, Πεντ. (Hess.) Έξ. ΙΙΙ 5, ΧΙΙ 16, ΧΙΧ 6, ΧΧVIII 2, Λευιτ. XVI 4, XIX 2, XX 7, XXI 6, XXIII 2, Αρ. V 17, Δευτ. XIV 2, XXVIII 9, Αχέλ. (Pern.) 917, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 10512, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 372, 374, 393, 418, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 1666, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β́́ 351, Πανώρ. (Κριαρ.) Δ́́ 209, 213, 240, 327 (αγιά), 330, 353, Ε΄ 387 (αγιάς), Ερωφ. (Ξανθ.) Ιντ. Γ́́ 105, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 245, Σταυριν. (Legr.) 1112, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1054, 2490, 2495, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 176 ρά́, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Χορ. Γ΄ 23, Ε΄ 296, 612, Φορτουν. (Ξανθ.) Ιντ. Δ́́ 125, Διακρούσ. (Ξηρ.) 11626.
Το αρχ. επίθ. άγιος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Προκ. για το Θεό και για ό,τι σχετίζεται με το θείο (πβ. Lampe, Lex. στη λ. Α): να προσκυνεί, να επαινεί, πάντα να σε δοξάζει| το άγιόν σου όνομα και να σε ονομάζει Ιστ. Βλαχ. 2490· αυτή η μήτηρ του Χριστού, λέγω η Παναγία (παραλ. 3 στ.), των ουρανίων στρατειών, πάντων αγιοτέρα Διακρούσ. 11626· η αγία του Θεού εκκλησία ένι κρατημένη … να χωρίσει τον αυτόν γάμον Ασσίζ. 1269. 2) Προκ. για πρόσωπα ή ανθρώπινες ομάδες· ευσεβής, ενάρετος (πβ. Bauer, Wört. 1ba και ΙΛ στη λ. 2α): Εξελέξαντο ουν τον φιλόσοφον κύρι Γεώργιον τον Σχολάριον, … άνδρα αγιότατον και ευλαβέστατον Έκθ. χρον. 194· και να αγιαστείτε και να είστε άγιοι, ότι εγώ ο Κύριος ο Θεός σας Πεντ. Λευιτ. ΧΧ 7· ότι λαός άγιος εσύ του Κύριου του Θεού σου Πεντ. Δευτ. XIV 2. 3) α) Προκ. για πράγματα που σχετίζονται με το Θεό, τους αγίους ή τη λατρεία τους (πβ. Lampe, Lex. στη λ. Β και ΙΛ στη λ. 1): και τον ναόν τον άγιον του να τον διατηρούσι Κορων., Μπούας 68· Περί πουλήσεως λειψάνων αγίων Βακτ. αρχιερ. 176 ρά́· και βαπτισθείς εν ύδατι αγίῳ κολυμβήθρας Διγ. A 1362· ομόσαν έμπροσθεν του ρηγός απάνω εις τα άγια του Θεού ευαγγέλια Μαχ. 5183· και ποίσε μέ καλόν κι άγιον ψιχάδιν| το πνεύμα προς εσέν να βρει την στράταν Κυπρ. ερωτ. 10735· Ω η καημέν’ η μάννα μου, άγια τα κοκκαλά της Κατζ. Β́́ 351· β) προκ. για ανθρώπινους θεσμούς· σεβαστός: καλά ηγνωρίζετε πάντες οι άνθρωποι ότι κατά την αγίαν ασσίζαν των Ιεροσολύμων Ασσίζ. 12624· Τούτον εστίν περί των αγίων θεσπισμάτων Ασσίζ. 27914· πειδή κι οι νόμ’ οι άγιοι έτσι τούτο προστάσσουν Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Έ́ 296. 4) Προκ. για αξιωματούχους της Εκκλησίας και της πολιτείας: να το εγκαλέσομεν τον άγιον βασιλέα Προδρ. ΙΙΙ 381· να γράψω εις τον βασιλέαν, στον άγιον μου αφέντην Χρον. Μορ. P 8752· και έρχουνταν εις τον ρήγαν από τον αγιότατον πάπαν Μαχ. 2785· να υπάγει εις τον αγιότατόν μας πατέρα τον απόστολον| ίνα του δοθεί άδεια να ιερατεύει Ασσίζ. 36425.άθεσμος,- επίθ., Μανασσ., Αρίστ. (Τσολ.) Ι έ́ 46, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 5602, Διγ. (Mavr.) Gr. V 212, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 44, Χρησμ. (Λάμπρ.) 1004, Δούκ. (Grecu) 396, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 2199.
Το μτγν. επίθ. άθεσμος.
Παράνομος, ανόσιος, αθέμιτος (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S): Και τις σφαδάζων προς αισχρά και προς αθέσμους πράξεις Μανασσ., Αρίστ. Ι έ́ 46· φθείρει δε μάλλον άθεσμος και παράνομος μείξις Διγ. Gr. V 212. Το ουδ. ως ουσ.: γίνονται άθεσμα πολλά, πολλές παρανομίες Ιστ. Βλαχ. 2199.αθρόον,- επίρρ., Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 41, 379, Ευγεν., Δρόσ. (Hercher) Δ΄ 78, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 5458, 5624, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. (Miller) 288, Βίος Αλ. (Reichm.) 2173, Χρησμ. (Λάμπρ.) 1219, Δούκ. (Grecu) 28314.
Το αρχ. επίρρ. αθρόον.
1) Αμέσως, ξαφνικά (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S): Ο βίος ούτος άστατος, αλλάσσεται καθ’ ώραν (παραλ. 1 στ.)· ενόσω κείσαι δυστυχών, ηυτύχησες αθρόον· Γλυκά, Στ. 379· γυνή Χρύσιλλα τον Χαρικλήν αθρόον| ιδούσα και πληγείσα τῳ πόθου βέλει Ευγεν., Δρόσ. Δ́́ 78. 2) Καθ’ ολοκληρίαν: των γαρ κακών αμβλύνουσιν οι λογισμοί το φάος| και συσκοτίζουσι ψυχής και σβέννυσιν αθρόον,| καθάπερ αντανάκλασις του Φοίβου την σελήνην Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 288.αιχμαλωτεύω,- Τρωικά (Praecht.) 52518, Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 348, Διγ. (Καλ.) Esc. 99, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 3018, Διγ. (Καλ.) A 421, 4254, Βίος Αλ. (Reichm.) 2744, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2817, Λίβ. (Lamb.) Esc. 4004, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 567, 593, 596, Χρησμ. (Λάμπρ.) 119, Αλφ. (Κακ.) 1417, Μαχ. (Dawk.) 815, 17, 19, 104, 6228, 11217, 1724, 20832, 36019, 43627, 4669, 6283, 67828, Δούκ. (Grecu) 614, 10312, 27912, 32324, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 215, 830, 10830, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 125, Έκθ. χρον. (Lambr.) 4010, 7120, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 44, 100, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 13128, Ανων., Ιστ. σημ. (Σάθ.) ρμα΄, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 242, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 32120· αιμαλωτεύω, Μαχ. (Dawk.) 1724· αμαλωτεύω, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 342, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧIV 14, XXXI 26, XXXIV 29, Έξ. ΧΧΙΙ 9, Αρ. ΧΧΧΙ 9, Δευτ. ΧΧΙ 10· αμαλωτεύγω, Πεντ. (Hess.) Αρ. XXIV 22.
Το μτγν. αιχμαλωτεύω.
1) α) Πιάνω κάποιον αιχμάλωτο, αιχμαλωτίζω (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S): Και εχαλάσαν πολλές χώρες και κάστρη και αιχμαλωτεύσαν τον λαόν Μαχ. 817· Κόρην αιχμαλωτεύσατε την αδελφήν μας τώρα| και ταύτην μην ευρίσκοντες δεν θέλομεν να ζούμε Διγ. A 421· Και άκουσεν ο Αβράμ ότι αιχμαλωτεύτην ο αδελφός του, και αρμάτωσεν τα παλληκάρια του ... και έδραμεν ως τη Δίαν Πεντ. Γέν. XIV 14· ότι να έβγης εις τον πόλεμο ιπί τον οχτρό σου και να τον δώσει ο κύριος ο Θεός σου εις το χέρι σου και να αμαλωτέψεις την αμαλωσιά του Πεντ. Δευτ. ΧΧΙ 10· β) αιχμαλωτίζω, κυριεύω ψυχικά: κόρη, τον ηχμαλώτευσεν ο πόθος δι’ εσέναν Λίβ. Sc. 2817. 2) α) Αρπάζω, οικειοποιούμαι: Διότι οι Σαρακηνοί το νησσίν αιχμαλωτεύσαν το και ευρέθησάν του και δύο χιλιάδες δουκάτα χρυσά και επήραν τα Μαχ. 67828· Και πάντα τα εκείσε τα μεν ηχμαλώτευσε, τα δε κατέκαυσε και ηφάνισεν Σφρ., Χρον. μ. 10830· β) (προκ. για ζώα ή πράγματα): Ότι να δώσει ανήρ προς τον σύντροφό του γαδούρι γή ( = ή) βόδι γή πρόβατο και παν χτηνό να φυλάξει και απέθανεν γή ετσακίστην γή αμαλωτεύτην Πεντ. Έξ. ΧΧΙΙ 9. 3) Καταλαμβάνω, κατακτώ: Θωρώντα ο αφέντης της Σπάρας πως το δελοιπόν στόλος δεν εφάνην, αιμαλώτευσεν την Τρίπολιν και εστράφησαν εις την Κύπρον Μαχ. 1724· Εκρούσευσαν γαρ τα πέριξ καστέλια και ηχμαλώτευσαν αυτά Έκθ. χρον. 7120. — Πβ. και αιχμαλωτίζω.αλεπού- η, Αχιλλ. (Haag) L 1186, Αχιλλ. (Hess.) L 1166, Αχιλλ. (Hess.) N 1486, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 665, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 11, 41, 953, 1063, 1125, 12613, Διγ. (Lambr.) O 1310, 1797· αλωπού, Αιν. άσμ. (Παπαδ.-Κερ.) 121, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 196, 270· Ιατροσόφ. (Oikonomu) 847· αλουπού, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 188, Συναξ. γαδ. (Wagn.) 48, Χρησμ. (Λάμπρ.) 114, Γαδ. διήγ. (Wagn.) 32, 93, 207, Γαδ. διήγ. (Αλεξ. Λ.) 2, 147, 451, Πιστ. βοσκ. (Joann.) III 9, 72, Θρ. Κων/π. (Ζώρ.) B 37, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ΄ [1413], Ζήν. (Σάθ.) Β΄ 430, Γ΄ 92, Δ΄ 272, Μπερτόλδος 51, 55· αλουπή, Gesprächb. (Vasm.) 50943· αλπού, Διγ. (Καλ.) A 4731, Λεξ. Μακεδ. (Giann.-Vaill.) 49.
Από το μεσν. αλωπώ (Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 96 και Pern., Mélanges Schlumberger 212, Αφ. Χατζιδ. 44, Kretschmer, Glotta 13, 1924, 245, καθώς και Kalits., Gramm. 52) Οι τ. και σήμ. (ΙΛ). Για την αποβολή του ου στον τ. αλπού βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 253 και για την κατάλ. ‑ού, βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 79. Μαρτυρείται μεσν. επών. Αλωπός (Άμ., Ελλην. 10, 1937-8, 118 = Άμ., Γλωσσ. μελετ. 427 και Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Β΄ 284) από το ήδη σε απόσπ. Σοφ. 263 μαρτυρημένο αλωπός = πανούργος, που μνημονεύεται και στον Ησύχ. (Άμ., Χιακ. Χρον. 2, 1914, 99 = Άμ., Γλωσσ. μελετ. 123 και Φάβ., Αθ. 49, 1939, 48).
Αλεπού (όπως και σήμ.): Εσέναν και την αλουπούν την μακροουραδάτην,| την πνίγουσαν τας όρνιθας και τα μικρά πουλία Διήγ. παιδ. 188· Τώρα την πονηρή αλουπού στην τρούπ’ έχω κλεισμένην Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [1413]· μί’ αλεπού εχάσαμεν και αν την είδες πε μας Αιτωλ., Μύθ. 12613· ω αλουπού πολύξερη, στα δίκτια είσαι πιασμένη Ζήν. Δ΄ 272.αλεπούτσα- η, Χρησμ. (Λάμπρ.) 117· αλωπούτσα, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 429· αλουπούτσα, Λέοντ., Αίν. (Legr.) I 5.
Από το ουσ. αλεπού και την κατάλ. -ούτσα. Η κατάλ. ‑ούτσα (αρσ. ‑ούτσος) πιθ. από την ιταλ. κατάλ. ‑uccio (βλ. Ανδρ., Λεξ., λ. ‑ούτσικος). Ο τ. αλεπούτσα στα Κατάλοιπ. Λάμπρ. 117 και ο τ. αλουπούτσα στα Κατάλοιπ. Λάμπρ. 108. Για τον τ. αλωπούτσα βλ. και Georgac., The -ιτσ- suffixes, σ. 362.
Αλεπού: Ήλθεν κι άλλη φιλόσοφος μείζων της αλωπούτσας| και έχανεν το στόμαν της ... Διήγ. παιδ. 429· με την γρίαν την αλουπούτσαν Λέοντ., Αίν. Ι 5.αλεύριν- το, Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 234, 364, 383, Προδρ. (Hess.-Pern.) IV 116α (χφ C) (κριτ. υπ.), Ιατροσ. (Legr.) 24177, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 445, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 226, Χρησμ. (Λάμπρ.) 104, 1, Χρησμ. (Trapp) I174, Rechenb. 53, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) Επίλ. Ι 523, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 358, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 518, Πεντ. (Hess.) Γέν. XVIII 6, Αρ. V 15, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 10637, 13225, Διήγ. εκρ. Θήρ. (Λάμπρ.) 1101, Φορτουν. (Ξανθ.) Γ΄ 343, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 34118.
Από το υποκορ. αλεύριον (Λεξ. (Miller) I 186) του αρχ. ουσ. άλευρον. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Αλεύρι (όπως και σήμ.) (Για το πράγμα, το αλεύρι και τα είδη ψωμιών βλ. Κουκ., ΒΒΠ Ε΄ 13 κε.): με τροφές, λέγω, παξιμάδια, αλεύρι, κρασί Χρον. σουλτ. 13225· Διά τούτο κάλλιον καθενός έναι να μην ηξεύρει| αν έναι άσπρη η γυναίκα του ή α νίβγεται τ’ αλεύρι Δεφ., Λόγ. 518.αλλήλως,- επίρρ., Βέλθ. (Κριαρ.) 868, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 197, 770, 815, 928, 933, 1182, 1521, 3183, 3797, 3842, 3990, 4278, 6031, 6295, 6898, 7252, 8286, 8516, 8906, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 197, 3990, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 99, Φλώρ. (Κριαρ.) 269, 778, 779, 1679, Απολλών. (Wagn.) 99, Λίβ. (Lamb.) Esc. 364, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 410, 442, 1051, 1265, 1329, 1566, 1637, 1841, 1846, 1859, 1921, 2049, 2102, 2616, 2623, 2625, 2758, Γ΄ 21, 35, 75, 271, 422, 623, Αχιλλ. (Hess.) N 570, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1984, 2135, Χρησμ. (Λάμπρ.) 105, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 349, Θησ. (Foll.) I 5, 123, Ch. pop. (Pern.) 678, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) I 35, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 350, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 785, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 223, 463, Πικατ. (Κριαρ.) 143, 147, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 476, Μυστ. παθ. (Parlang.-Μανούσ.) 12230, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 59, Αχέλ. (Pern.) 520, 531, 880, 1527, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 108, Αιτωλ., Μύθ. (Legr.) 108, Κατζ. (Πολ. Λ.) Γ΄ 106, Δ΄ 424, Πανώρ. (Κριαρ.) Πρόλ. 26, Γ΄ 88, 104, Ερωφ. (Ξανθ.) Γ΄ 200, 413, Ε΄ 198, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 2232, Γ΄ 26, 641, Δ΄ 1417, Ε΄ 654, 1370, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Β΄ 89, Γ΄ 12, 60, 61, Φορτουν. (Ξανθ.) Ιντ. δ΄ 89, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 41712, 5022· αλλήλω, Στάθ. (Σάθ.) Β΄ 124· αλλήλους, Διγ. (Καλ.) A 994, Αχιλλ. (Hess.) N 116, 569, Αργυρ., Βάρν. (Mor.) K 229, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 61· αλλήλων, Ερμον. (Legr.) E 445, Gesprächb. (Vasm.) 817.
Από την αντων. αλλήλων. Η λ. πιθ. και στην Άννα Κομνηνή (ΙΕ΄ 11, 9) (Χαριτων., Πραγμ. Ακ. Αθ. 15, 1951, 37) και σήμ. (ΙΛ). Ο Καψ. (ΛΑ 3, 1943, 126 σημ. 5) νομίζει ότι στο αλλήλως (γράφει: αλλήλος) έχομε φωνητική εξέλιξη του οι της δοτ. αλλήλοις σε ü ‑ ο. Πβ. και τ. αλλήλα σε βυζ. παστικό τραγούδι (Κουκ., ΒΒΠ Δ΄ 132). Ο τ. αλλήλους και σήμ. σε ιδιώμ. (ΙΛ). Ο τ. αλλήλων οφείλεται σε εσφαλμ. σύνταξη. Ο τ. αλλήλω δεν αποτελεί ουσιαστικά ξεχωριστό τ., αφού η αποβολή του τελικού ‑ς οφείλεται σε λόγους ανομοιωτικούς εξαιτίας των συμφραζομένων. Βλ. και αλλήλων. Απαντά και σύνθ. διαλλήλως (σε αρχαϊστ. κείμενο) (Χαριτων., Πραγμ. Ακ. Αθ. 15, 1951, 37).
α) Αμοιβαία, με τρόπο που να υπάρχει θετική ή αρνητική σχέση του ενός προσώπου με το άλλο ή τα άλλα, με τρόπο που να δημιουργείται ανταλλαγή αισθημάτων, υποχρεώσεων, κλπ. από πρόσωπο σε πρόσωπο: ηδέως κατεφίλησαν, χωρίζονται αλλήλως Βέλθ. 868· διατί επεθυμούσαν πολλά του να ενωθούν αλλήλως Χρον. Μορ. (Καλ.) H 770· γλυκοφιλούν ενήδονα, αλλήλως ασχολούνται Φλώρ. 1679· αλλήλως να φιλήσομε πριν ν’ αποχωριστούμεν Ριμ. Βελ. 350· και αλλήλως τους εμάχονταν τις την τιμήν να πάρει Αχέλ. 1527· αγαπητοί, μονοιάσετε και αλλήλως φιλευθείτε Αχέλ. 531· αλλήλως εις το πρόσωπον δέρνοντας τσουγκρανίζαν Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 108· Εμείς είμαστ’ οχ την Αξά και Τούρκοι μας επιάσα| κι αλλήλως τως σαν κάνουσι, όλους μας εμοιράσα Κατζ. Δ΄ 424· μηδέ τα ψάρια στο γιαλό να στέκου δε μπορούσι| παρά κι εκείν’ αλλήλως τως αγάπην αγροικούσι Πανώρ. Γ΄ 104· πάσα καιρό αλλήλως τως σ’ άμετρη αγάπην ήσα Πανώρ. Πρόλ. 26· τα ζα, απού δε νογούσι,| ως γεννηθούν, αλλήλως τως γυρεύγου να σμιχτούσι Πανώρ. Γ΄ 88· και θυμωμένοι αλλήλως τως ζιμιό το μοιραστήκα Ερωφ. Ε΄ 198· και σαν ανέμοι αλλήλως τως μάχουνται πάντ’ αντάμι Ερωφ. Γ΄ 200· ποιος είμαι να γνωρίσετε κι αλλήλως να το πείτε Ερωτόκρ. Ε΄ 1370· αλλήλω μας κι εμείς αθιβολή μιλούμε Στάθ. Β΄ 124· β) μόνοι τους: κι αλλήλως γαρ χειροτονούν τον Πατριάρχην που έχουν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 815· γ) όλοι μαζί (είτε πρόκειται για δύο ή περισσότερους): ευθέως του επροσηκώθησαν κι εκάθισαν αλλήλως Χρον. Μορ. (Καλ.) H 8906· ως αδελφοί να ζήσομεν αλλήλως Χρον. Μορ. (Καλ.) H 8516· Αλλήλως να σκιρτήσουσιν ερωτοενηδόνως Φλώρ. 779· έθηκαν τα κοντάρια τους αλλήλους εις την ρένταν (έκδ. ρέσταν· διορθώσ.) Αργυρ., Βάρν. K 229· Αλλήλως μέσα εμπαίνουσιν, κάμνουν την κατοικιάν τους Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) Ι 35· και παίζοντες εις ευθυμιάν αλλήλως εγελούμαν Πένθ. θαν. N 476· κι έπεψε και το δούλο του καπόνους ν’ αγοράσει,| να κάτσουσιν αλλήλως τως ομάδι να τσι φάσι Κατζ. Γ΄ 106· να ξεφαντώνου αλλήλως τους και ύστερα να πλύνου| τα πρόσωπά τους Ιντ. κρ. θεάτρ. Β΄ 89· εχάσαμεν αλήλως μας τέσσερα δαχτυλίδια Ερωτόκρ. Ε΄ 654· κι αυτείν’ οι τρεις αν πεθυμού και θε να το νικήσου,| αλλήλως τως ας τρέξουσι να το ξεκαθαρίσου Ερωτόκρ. Β΄ 2232. — Πβ. και συναλλήλως.αποπάνω,- επίρρ., Τρωικά 53225, Λίβ. Sc. 1187, Χρησμ. (Λάμπρ.) 119, Χρησμ. I 193, 216, Ριμ. Βελ. 759, Διήγ. Αγ. Σοφ. 15920, Πεντ. Γέν. XXXV 13, Αρ. IV 6, Θρ. Κύπρ. M 377, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 399, Κατζ. Β΄155, Ιστ. Βλαχ. 317, 428, 1908, 2338, 2562 [= Γέν. Ρωμ. 152], Ερωτόκρ. Ε΄ 570, Αποκ. Θεοτ. 64· αποπάνου, Πεντ. Γέν. IV 14, VII 4, VIII 3, 13, ΧΙII 9, XXII 9, XXVII 39, XXIX 3, XL 17, XLV 1, Έξ. X 28, Aρ. IX 17, X 11, κ.π.ά. απουπάνω, Μαχ. 432 45612, 45818, 4602, 48212, 19, 57612, Άνθ. χαρ. V φ. 3, Παλαμήδ., Βοηβ. 962· ’ποπάνω, Θρ. Κύπρ. K 269, Θρ. Κύπρ. M 227, Ερωτόκρ. Β΄ 147, Λεηλ. Παροικ. 354· ’πουπάνω, Παλαμήδ., Βοηβ. Εισαγ. 42.
Από τη συνεκφ. από επάνω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) (Προκ. για κίνηση από τόπο) από επάνω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α ): αποπάνω του πύργου και αποτριγύρου του εκατέβαιναν σαγίτες Τρωικά 532· β) (προθετ. με γεν. η αιτ.) από επάνω από κάπ. η από κ. (Πβ. ΙΛ στη λ. 3α): μαζώνουνταν έχει όλα τα μαντριά κι εκυλούσαν την πέτρα αποπάνου το στόμα του πηγαδιού κι επότιζαν το ποίμινιο Πεντ. Γέν. XXIX 3· σύρε αποπάνου μου Πεντ. Έξ. X 28· εβγάλετε παν ανήρ αποπάνου μου Πεντ. Γέν. XLV 1· Ιδού έδιωξες εμέν σήμερα αποπάνου τα πρόσωπα της ηγής Πεντ. Γέν. IV 14· τα πουλί τρώει αυτά από το καλάθι αποπάνου το κεφάλι μου Πεντ. Γέν. XL 17 (πβ. απομεσοθιό 2)· γ) (προκ. για προέλευση): οτ’ είν’ Θεός στους ουρανούς και βλέπει αποπάνω Ιστ. Βλαχ. 428· Νεύει Χριστός ο βασιλεύς ο κάποτε αποπάνω Λίβ. Sc. 1187. 2) (Προκ. για κίνηση προς τόπο· προθετ. με αιτ.) επάνω από: ανέβην το σύγνεφο αποπάνου το μίσκαν της μαρτυρίας Πεντ. Αρ. X 11· κακά οπού ανέβη το σύννεφο αποπάνου την τέντα Πεντ. Αρ. IX 17. 3) α) (Προκ. για στάση) επάνω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): να απλώσουν ρούχο ολογέρανο αποπάνω Πεντ. Αρ. IV 6· τα ρούχα που σκεπάζανε ’ποπάνω τ’ άρματά ντου Ερωτόκρ. Β΄ 147· β) (προθετ. με την πρόθ. εις στις διάφορες μορφές της) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3γ): Διατί μέσα έπαιζεν ’ποπάνω στο βουνάριν Θρ. Κύπρ. M 227. 4) α) (Με το άρθρο) οι αποπάνω = αυτοί που βρίσκονται σε ψηλότερο σημείο (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1β): εστράφησαν και επολεμίζαν …και εθυμώθησαν πολλά οι απουπάνω Μαχ. 45818· β) (με γεν. προσ.) επικεφαλής κάπ.: στρατοπεδάρχην άρχοντα και πάντων αποπάνω Ριμ. Βελ. 759 (βλ. και αιγίς, αποπανωθιό 2).αρχάγγελος- ο, Κρασοπ. 92, Ιατροσ. 1951, Διγ. Gr. I 19, Χρησμ. (Λάμπρ.) 1054, Φυσιολ. (Legr.) 974, Αλφ. (Mor.) III 67 (έκδ. αρχάκελος), 69 (έκδ. αρχάκελος), IV 57, Ch. pop. 36, 226, Χούμνου, Π.Δ. I 3, Σκλέντζα, Ποιήμ. 742, Αλφ. (Μπουμπ.) IV 6, 26, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1225, Αλφ. 1057, Ύμν. Παναγ. 13,30, Βίος αγ. Νικ. 42, Διήγ. ωραιότ. 57.
Το μτγν. ουσ. αρχάγγελος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Αυτός που έχει εξουσία πάνω στους αγγέλους, ο αρχηγός των αγγέλων (Η σημασ. μτγν., L‑S, και ειδικά βλ. Lampe, Lex. στη λ. 1, 2 και 3· και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): των αγγέλων άμα και αρχαγγέλων Διγ. Gr. I 19· όλοι οι αρχάγγελοι ποιείτε ικεσίαν Διήγ. ωραιότ. 57· Μιχαήλ αρχάγγελε Αλφ. 1057. — Η λ. και ως τοπων, στο Σφρ., Χρον. μ. 2626, Διήγ. πανωφ. 59, Διήγ. ωραιότ. 489 (Πβ. και Lampe, Lex. στη λ. 5· η χρ. και σήμ., ΙΛ).άσπρος (I),- επίθ., Σταφ., Ιατροσ. 113, 12346, Λόγ. παρηγ. L 290, Προδρ. IV 101, Κρασοπ. 96, Ασσίζ. 49111, Ιατροσ. 20117, 121, Ορνεοσ. αγρ. 55212, Διγ. (Trapp) Gr. 1149, Διγ. Z 716, 3635, 4504, Βέλθ. 35, Ακ. Σπαν. 37289, Πόλ. Τρωάδ. 746, Διήγ. παιδ. 508, Φλώρ. 939, Ερωτοπ. 238, Λίβ. P 2765, Λίβ. Sc. 1281, Λίβ. N 435, Αχιλλ. (Haag) L 57, 159, 272, 372, 573, 822, Αχιλλ. N 105, 1111, Αχιλλ. O 68, Ιμπ. 266, Μαχ. 42033, 64430, Τάξ. Πόρτ. 95, Θησ. Γ΄ [185], Ζ΄ [1028], Ch. pop. 65, 364, 772, Χούμνου, Π.Δ. VII 9, X 8, Διήγ. Αγ. Σοφ. 15011, 15826, Σαχλ., Αφήγ. 187, Κυπρ. ερωτ. 1511, 1082, 1271, Απόκοπ. 50, Πένθ. θαν.2 243, Φαλιέρ., Ιστ. V 443, Πεντ. Γέν. XXX 37, Έξ. XVI 31 (έκδ. άσπρο), Λευιτ. XIII 3 (έκδ. άσπρο), 4 (έκδ. άσπρη), Ιστ. πατρ. 819, 2016, Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 393, Πανώρ. Α΄ 264, Β΄ 200, Ερωφ. Πρόλ. Χάρ. 87, Πιστ. βοσκ. IV 8, 238, Βοσκοπ. 15, Διγ. Άνδρ. 3199, 34711, 38436 (συγκριτ. ασπρύτερος), Ερωτόκρ. Α΄ 1671, Δ΄ 654, 1893, Ε΄ 1050, Στάθ. Α΄ 213, Συναδ., Χρον. 55, Ροδολ. Ε΄ [274] (συγκριτ. ασπρύτερος), Βακτ. αρχιερ. 167, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [1186], Λίμπον. 318, Φορτουν. Α΄ 215, Ε΄ 308, Τζάνε, Κρ. πόλ. 18917, 38515, 42024, Διακρούσ. 7719.
Το μτγν. επίθ. άσπρος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Λευκός (Πβ. Sophocl. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1α): Γράφε τον αυτόν ψαλμόν με αίμα άσπρου πετεινού και διάβασέ τον Ιατροσ. 22117· ηύρηκα την μαγκίπισσαν έσωθεν ισταμένην| και ταις χερσίν κατέχουσαν άσπρον σεμιδαλάτον Προδρ. IV 101· βλ. και ασημένιος 2· (ως στοιχείο ομορφιάς): τες δύο μου θυγατέρες| απού ’ναι άσπρες και άμορφες σαν τ’ ουρανού αστέρες Χούμνου, Π.Δ. X 8· βλ. και ασημένιος 2· β) (στον πληθ. του ουδ.) κατά παράλ. του ουσ. ρούχα (βλ. ΙΛ στη λ. Β1α): Και κάπου αν ευρεθεί καιρός οπού να βάλωμ’ άσπρα,| παρόμοιον γίνεται εις εμάς σαν του χειμώνος τ’ άστρα Πένθ. θαν.2 243. 2) Ασημένιος (Βλ. και ΙΛ στη λ. Α1β): επήρεν το κοντάριν του και τ’ άσπρον το σκουτάριν Αχιλλ. L 352. Βλ. και ασημωτός. 3) (Προκ. για πρόσ.) ήρεμος, γαλήνιος: ει τινος έβλεπεν άσπρον το πρόσωπον και θέαν,| γνώριζεν την καρδίαν του, καθόλου δεν φοβάται Αχιλλ. (Haag) L 159. Βλ. και ατάραχος, αχείμαστος, ημερώνω. 4) Χλομός (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2): πέφτει στη γης άσπρη κρυγιά, πλιά παρ’ απού το χιόνι Ερωτόκρ. Ε΄ 1050. Βλ. και χλομ(ι)αίνω μτχ. 5) (Προκ. για θάλασσα) αφρισμένος: Και το γιαλό άσπρο και θολό βαθιά ανακατωμένο Ερωτόκρ. Δ΄ 654. 6) Αρσενικό άσπρο = τριοξείδιο του άνθρακος, κοιν. ποντικοφάρμακο (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αρσενικό 1): Το δικαίωμαν του αρσινικίον τον άσπρου κελεύει το δίκαιον να λάβουν εις τα ρ΄ πέρπυρα Ασσίζ. 49111. Εκφρ. 1) άσπρα άρματα = όπλα επιθετικά μη φλογοβόλα· ιταλ. arma bianca (βλ. Baştav, Ordo portae σ. 15): όμως δε ο αμιράς πάντοτε βαστά μετά κείνον … άσπρα άρματα Τάξ. Πόρτ. 95· 2) άσπρος Γενουβήσος = υπήκοος Γενουάτης γεννημένος σε περιοχή της γενουατικής επικράτειας (Βλ. Dawkins [Μαχ. Β΄ σ. 110, 156]): επήγαν οι τοπικοί και εκουρσεύσαν τα σπιτία τους Γενουβήσους τους άσπρους Μαχ. 42033. Το ουδ. του επιθ. ως ουσ. = η πάθηση του ματιού «γλαύκωμα» (Πβ. Lampe, Lex.· η σημασ. και σήμ., ΙΛ, στη λ. Β1η): Εις άσπρ(ον) ομματίου αλόγου Ιατροσ. κώδ. σξς΄. Η λ. και σε τοπων. Άσπρη Βρύση: Χρησμ. (Λάμπρ.) 1071.αστράπτω·- Κρασοπ. 29, Μανασσ., Χρον. 2586, Καλλίμ. 868, Διγ. (Trapp) Gr. 1200, 3162, Διγ. A 3798, Διγ. Z 311, 1534, Πόλ. Τρωάδ. 317, 692, Βίος Αλ. 5235, 5243 5409, Φλώρ. 117, Λίβ. N 1889, Αχιλλ. L 54, Ιμπ. 350, Γεωργηλ., Βελ. 131, Διήγ. Αγ. Σοφ. 152, Απόκοπ. 87, 347, Ιμπ. (Legr.) 376, Κορων., Μπούας 64, Διγ. Άνδρ. 3962, Τζάνε, Κρ. πόλ. 44815· αστράφθω. Σαχλ., Αφήγ. 869· αστράφτω, Συναξ. γαδ. 350, Περί ξεν. A 186, Αχιλλ. L 360, Χρησμ. (Λάμπρ.) 10619, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 49, Γαδ. διήγ. 177, 496, 499, Ριμ. Απολλων. 6, Ρίμ. θαν. 75, Πανώρ. Β΄ 47, 260, Ερωφ. Γ΄ 47, Πιστ. βοσκ. V 1, 34, Βοσκοπ. 457, Ερωτόκρ. Α΄ 1546, 2076, Γ΄ 1557, Δ΄ 660, 1690, 1701, Ροδολ. Αφ. [12], Ροδολ. (Μανούσ.) χορ. ε΄ [6], Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [353], Ε΄ [909], Φορτουν. Γ΄ 744, Τζάνε, Κρ. πόλ. 20615, 54713· παρατ. έστραπτον, Διγ. Z 1511, Ακ. Σπαν. 34192, Βίος Αλ. 4424, Διήγ. Βελ. (Cant.) 450, Φλώρ. 1773, Αχιλλ. O 243, Διγ. Άνδρ. 3476, 3758· ’στράφτω, Ερωτόκρ. Β΄ 754, 1307, 1337, 1904, Γ΄ 115, Δ΄ 700, 1791, Ε΄ 1187, Μαρκάδ. 96, 321.
Το αρχ. αστράπτω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. αστράφτω).
1) (Προκ. για το μετεωρολογικό φαινόμενο) αστράφτω (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I1, 2 και σήμ., ΙΛ, λ. αστράφτω Α1): εδά θωρώ ’στράφτ’ ουρανός και συννεφιά και βρέχει Ερωτόκρ. Γ΄ 115· η θάλασσα εβρουχίσθην· εσυχνοβρόντα κι ήστραπτεν Απόκοπ. 347· Φρ. αστράπτει η ανατολή και βροντά η δύση: Ακ. Σπαν. 34192, Χρησμ. (Λάμπρ.) 10619, Γαδ. διήγ. 177, Ερωτόκρ. Α΄ 1546, Γ΄ 1557, Τζάνε, Κρ. πόλ. 44815. Βλ. και αστραπηβολώ. 2) α) (Προκ. για πράγμα) εκπέμπω λάμψη όπως η αστραπή, απαστράπτω, λαμποκοπώ (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. II και σήμ., ΙΛ, λ. αστράφτω Α2): εις το παλάτιν το χρυσόν το περιμουσειωμένον,| όπου οι λίθοι αστράπτουσι την νύχτα ως ημέραν Πόλ. Τρωάδ. 692· ήτον το σελοχάλινον ολόχρυσον και αστράπτει Αχιλλ. L 54· Είδον του κάστρου το λαμπρόν αστράπτον ώσπερ άστρον Καλλίμ. 868· (προκ. για νερό) λαμπυρίζω: κατείδομεν πηγήν έχουσαν νάμα πλήρες·| ύδωρ γάρ ταύτης έστραπτεν ημάς καταφωτίζον Βίος Αλ. 4424· βλ. και αναλάμπω α, απαστράπτω, απαυγάζω, αστραπτίζω· β) (προκ. για κάλλος προσώπου η μελών του σώματος) ακτινοβολώ (Βλ. τις σημερ. χρ., ΙΛ, λ. αστράφτω Α2): κάθεται σα ζγουραφιστός και ’στράφτει μες στα κάλλη| κι ωσάν ετούτους και τους δυο θαρρώ δεν είν’ επά ’λλοι Ερωτόκρ. Β΄ 1337· Ο δε χιτών της Μαξιμούς υπήρχεν αραχνώδης,| τα μέλη ταύτης ήστραπτον τα πάντα ως ακτίνες Διγ. A 3798· βλ. και αναλάμπω β· γ) (προκ. για τα μάτια) βγάζω αστραπές, σπίθες (Η χρ. αρχ., L‑S στη λ. II και σημερ., ΙΛ, λ. αστράφτω Α2): τα μάτια μου οπού εστράφτασι σα τζόγια του πιρόπου Φορτουν. Γ΄ 744· δ) (προκ. για ποικιλία χρωμάτων) είμαι ολόφωτος: ο λειμών φαιδρώς έθαλλε των δένδρων υποκάτω| ποικίλην έχων την χροάν, τοις άνθεσιν αστράπτων Διγ. (Trapp) Gr. 3162. 3) Μτβ. (προκ. για συναίσθημα) εκφράζω έντονα (Πβ. την αρχ. χρ., L‑S στη λ. I1): το πρόσωπόν της άστραψε θυμόν σ’ εμέ περίσσιον Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [353]. — Βλ. και εξαστράπτω.αφόρητος,- επίθ., Σπαν. A 8, Κομν., Διδασκ. Δ 9, Κομν., Διδασκ. I 3, Διγ. (Trapp) Gr. 1365, 3418, 3495, Διγ. Z 666, 1826, 2304, Θεολ., Τζίρ. 35412, Notizb. 82, Καναν. 73Β, Χρησμ. (Λάμπρ.) 120, Χίκα, Μονωδ. 6, Διακρούσ. 11510· αφόρεστος, Σταφ., Ιατροσ. 13364, Φλώρ. (Μαυρ.) 1254· αφόρετος, Φλώρ. 1270.
Το αρχ. επίθ. αφόρητος. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.) (Πβ. ΙΛ, λ. αφόρετος).
α) α1) Που δεν υποφέρεται, αβάστακτος (Βλ. και L‑S στη λ. I· η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): έσχεν αφόρητον και μεγίστην αγάπην του ιδείν τον νεότερον και τιμής αξιώσαι Διγ. Z 2304· Θλίψιν έχω αφόρητον Διγ. Z 666· εν μερίμνῃ αφορήτῳ Θεολ., Τζίρ. 35412· βλ. και αβάσταχτος Β, ανυπομόνητος 1, ανυπόφορος· α2) που δεν είναι ανεκτός (Βλ. L‑S, στη λ. Ι· η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφόρετος 1): κινδύνων αφορήτων Διακρούσ. 11510· βροχή αφόρητος Χρησμ. (Λάμπρ.) 120· β) που δε φορέθηκε, καινούργιος (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. II· πβ. ό.π. 1α. Βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Ϛ΄ 232): ζωνάριν αργυρόστολον και επάνω χρυσωμένον| και φορεσιάν ευγενικήν, αφόρετα σκαρλάτα Φλώρ. 1270· γ) (προκ. για σκεύη) αμεταχείριστος, καινούργιος (Πβ. ΙΛ, λ. αφόρετος 1β): Πρώτον βάλε εις αφόρεστην χύτραν, ήγουν τσικάλιν Σταφ., Ιατροσ. 13364.βαλάνι(ον)- το, Χρησμ. (Λάμπρ.) 10412, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 661 κριτ. υπ.
Το αρχ. ουσ. βαλάνιον. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. βαλάνι).
Ο καρπός της βαλανιδιάς, βαλανίδι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βαλάνι 1): Και εσκάψασι τους πύργους| και εφάγαν το βαλάνι (ενν. τα χοιρίδια) Χρησμ. (Λάμπρ.) 10412. — Βλ. και βάλανος.βασιλίσκος- ο, Παντεχνή, Κυνηγ. 50, Μανασσ., Αρίστ. I β΄ 18 [= Μανασσ., Αρίστ. (Mazal) 294], Μανασσ., Χρον. 275, 2964, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 758, Ιατροσ. 2620, Λέοντ., Αίν. I 262, Χρησμ. (Λάμπρ.) 119, Φυσιολ. 3732, Διήγ. Αλ. V 26, 37, Αχέλ. 2025.
Η λ. στον Ιπποκράτη. Βλ. Δημητράκ. και Andr., Lex. Πβ. και ΙΛ (λ. βασιλισκάδι).
1) Είδος φιδιού (Η σημασ. στον Ιπποκράτη, L‑S στη λ. II. Βλ. και Δημητράκ. στη λ. 2): όφιν τον βλάπτοντα και τον βασιλίσκον, δράκοντα τον γενναίον Ιατροσ. 2620· επί ασπίδας επιβαίνειν και βασιλίσκους και δράκοντας! Παντεχνή, Κυνηγ. 50· ο γουν φιλοχρυσότατος εκείνος Βασιλίσκος| και κατά Ζήνωνος ιόν εξέχεε κακίας| και βασιλίσκου γέγονε πικρότερος εν έργοις Μανασσ., Χρον. 2964. Βλ. και ασπίς I1. 2) Είδος πουλιού (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. III. Βλ. και Δημητράκ. στη λ. 3): Το κεφάλιν του έκαμεν ως αετού και εις την κεφαλήν του κερατόπουλα χρυσά και ουράν ώσπερ του βασιλίσκου Διήγ. Αλ. V 26. 3) Κανόνι (Πβ. Zingarelli, λ. basilisco): με τους βασιλίσκους τρεις αρχίσασι να κρούσιν Αχέλ. 2025. Η λ. και ως κύρ. όν.: Ζήν. Πρόλ. 95, Γ΄ 164, Μανασσ., Χρον. 2962, κ.α.βαστάγι(ν)- το, Χρησμ. (Λάμπρ.) 122, Χρησμ. (Βέης) 132. βαστάι, Ερωτόκρ. Α΄ 1459.
Από το ουσ. βασταγή και την κατάλ. ‑ι(ν) (Ανδρ., Λεξ.). Η λ. ήδη τον 9. αι. (Du Cange, λ. βαστάγια) και σήμ. (ΙΛ, λ. βαστάγι). Ο τ. και σήμ. (ΙΛ, λ. βαστάγι).
1) Σχοινί από όπου κρέμεται η κανδήλα (Πβ. ΙΛ, λ. βαστάγι 1): Έφαγε το μικρόν ποντίκιν| το βαστάγιν της κανδήλας Χρησμ. (Βέης) 132. Βλ. και βάσταγμα 1. 2) Αλυσίδα από την οποία κρέμεται το κλειδί (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βαστάγι 2): έναν κλειδί εκρέμουντο μ’ ένα χρυσό βαστάι Ερωτόκρ. Α΄ 1459.βίτσα- η, Διήγ. παιδ. 785, Λέοντ., Αίν. I 23, Χρησμ. (Λάμπρ.) 118, Χρησμ. I 25, Θησ. Θ΄ [58], Διήγ. Αλ. V 40.
Από το σλαβικό vitsa <λατ. vitea (Ανδρ., Λεξ.). Βλ. πάντως και Meyer, NS II 18 και Τριαντ., Άπ. Α΄ 447. Η λ. και στο Du Cange (λ. βίτζα και Du Cange Addenda, λ. βίτζα) και σήμ. (ΙΛ).
1) Λεπτό και ευλύγιστο ραβδί (Βλ. Du Cange, λ. βίτζα, Du Cange, Addenda, λ. βίτζα. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): τυφλώνουν σε, κακότυχον, δέρνουν σε με την βίτσαν Διήγ. παιδ. 785. Βλ. και βέργα 2. 2) Λουρί, μαστίγιο (;) (Βλ. Du Cange, λ. βίτζα και Du Cange, Addenda, λ. βίτζα, καθώς και Legr. [Λέοντ., Αίν. σ. 104] και Χρησμ. I 25 (κριτ. υπ.). Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): αλαμάνικον σκουτάριν| έχον βίτσαν σφυριγμένην Λέοντ., Αίν. I 23.βόσκιμον- το, Χρησμ. (Λάμπρ.) 1142.
Από το βόσκω και την κατάλ. ‑ιμον.
Βοσκή, βόσκημα: ήρχισαν όλα τα ζώα| τον Θεόν να ’φχαριστούσι,| που την λευθεριάν επήραν| κι εισέ βόσκιμον εμπήκαν Χρησμ. (Λάμπρ.) 1142. — Βλ. και βοσκή.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- Χρησμ. (Λάμπρ.) 120.