Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αγριόκατος
- ο, Διγ. (Καλ.) A 4732, Χρησμ. (Trapp) VII 11, X 22, Χρησμ. (Βέης) 1437, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́́ 338.
Από το επίθ. άγριος και το ουσ. κάτης. Η λ. και σήμ., (ΙΛ λ. αγριόγαττα).
Αγριόγατος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ λ. αγριόγαττα 1): με τα πετσιά οπού φορούν άπαντες εις τους πόδας,| με τα μαλλιά και δέρματα αλπούδων τε και λύκων,| αγριοκάτων, λαγωών Διγ. A 4732· ορά ’χε σαν κατόπαρδος και πόδια σα βουβάλι| και μάτια σαν αγριόγατος Ερωτόκρ. Β́́ 338. — Πβ. αγριοκάτης.ανεμοταραχίδα- η, Χρησμ. (Βέης) 1320.
Από το ουσ. ανεμοταραχή με επίδρ. συνων. σε ‑ίδα, όπως λ.χ. ανεμοσουρίδα (ΙΛ, λ. ανεμοσυρίδα), ανεμίδα Ι (ΙΛ).
Ανεμοστρόβιλος: βλέπε ζάλην| και ανεμοταραχίδαν Χρησμ. (Βέης) 1320. —Συνών.: βλ. λ. ανεμοστρόβιλος.απόγονον- το, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 2268, Χρησμ. (Βέης) 3422, Θρ. Κων/π. (Ζώρ.) B 73, Δούκ. (Grecu) 4324, Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 48231-2, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VI 5, VII 24, 57, VIII 39.
Το ουδ. του αρχ. επιθ. απόγονος ως ουσ. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. απογόνι).
Απόγονος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. απογόνι 1): αυτή δε ήν απόγονον ... των Αμαζόνων γυναικών εκείνων των ανδρείων Διγ. Τρ. 2268· Και από του Χάμ τ’ απόγονα η Άγαρ εγεννήθη Χούμνου, Π.Δ. VI 5.αστρολόγος- ο, Μανασσ., Χρον. 1848, Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 34530, Χρησμ. (Βέης) 151, Χρον. σουλτ. 12125, Βακτ. αρχιερ. 170, Διγ. O 41· αστρόλογος, Ζήν. Α΄ 174.
Το αρχ. ουσ. αστρολόγος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Αυτός που προλέγει τα μέλλοντα από την παρατήρηση των άστρων (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. 2· και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): Ο ρήγας δε ως ήμαθεν πως είναι ’γγαστρωμένη| η Άννα η γυναίκα του, πέμπει της ώρας, παίρνει| τους αστρολόγους για να δουν το τί παιδί θέν’ ποίσει| η ρήγισσα η θαυμαστή, όταν αυτό γεννήσει Διγ. O 41. — Βλ. και αστερολέσχης, αστρόμαγος, αστρονόμος.βασιλεύω,- Κρασοπ. 62, 74, Παράφρ. Μανασσ. 288, Διγ. Z 194, 2749, Βέλθ. 1260, Πόλ. Τρωάδ. 60, Ερμον. Γ 246, Ω 33, 163, Βίος Αλ. 4077, Οψαρ. 3611, Φλώρ. 162, Πανάρ. 615, 646, Απολλών. (Wagn.) 50, Λίβ. Sc. 1268, Λίβ. N 2103, Αχιλλ. L 744, Αλφ. ξεν. 45, Χρησμ. (Βέης) 349, Φυσιολ. (Offerm.) M 157, Θρ. Κων/π. Πολλ. 24818, Δούκ. 1893, 32912, Σφρ., Χρον. μ. 989, Σκλέντζα, Ποιήμ. 414, Γεωργηλ., Θαν. 398, Αλεξ. 2107, 2113, Διήγ. Αλ. V 21 (τρις), Διήγ. Αγ. Σοφ. 1478, Έκθ. χρον. 811, Πικατ. 151, Σκλάβ. 242, Κορων., Μπούας 55, Πεντ. Γέν. XXXVI 31, Κώδ. Χρονογρ. 61 (δις), 68, Χρον. 311, Χρον. σουλτ. 13528, Ιστ. πολιτ. 371, 521, 636, Ιστ. πατρ. 811, 1909, Φαλλίδ. 109, Ιστ. Βλαχ. 1475, 2458 [= Γέν. Ρωμ. 82], 2687, 2695, Θρ. Κων/π. Βαρβ. 11, Διγ. Άνδρ. 35232, 3749, Βελλερ., Επιστ. 55, Παρθεν., Γράμμ. 228, Ευγέν. Πρόλ. 63, Ροδολ. Ε΄ [319], Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. α΄ [84], γ΄ [13, 85], Ε΄ [475], Ζήν. Β΄ 180, Ε΄ 177, Μαρκάδ. 35, Διγ. O 1237, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2199, 54019, 5895, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 53, κ.α.· βασιλεύγω, Φαλιέρ., Λόγ. 161, Ερωφ. Γ΄ 273, Ερωτόκρ. Α΄ 1219, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. γ΄ 12, 64, Πανώρ. Δ΄ 292, Τζάνε, Κρ. πόλ. 43110, 57514.
Το αρχ. βασιλεύω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. βασιλεύω [I]).
1) α) Είμαι ή γίνομαι βασιλιάς (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. Ι1α και σήμ., ΙΛ, λ. βασιλεύω [I] 1α, β): Ακούσαντες δε ... ότι βασιλεύει νέος και άπειρος πολέμων Έκθ. χρον. 811· αν έχει σκήπτρο στη δεξιά και βασιλεύει Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. γ΄ [85]· Βασίλειον τον έβγαλαν, γιατί να βασιλεύσει| έμελλεν Διγ. O 1237· Αμή ο ρηθείς Σελίμης επονηρευέτονε και ήτονε ξάγρυπνος διά να βασιλέψει Χρον. σουλτ. 13528· (προκ. για το Χριστό) εξουσιάζω (Για τη σημασ. βλ. Lampe, Lex. στη λ. Β2α): δεν ξεύρουν ότι δύνασαι και ζεις και βασιλεύεις Ιστ. Βλαχ. 2687· β) (μτβ.) κυβερνώ, διοικώ κ. (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βασιλεύω [I] 1γ): βασιλεύγει (ενν. ο αδελφός) τώρα| τούτη την αξιαζομένη και μπορεμένη χώρα Ερωφ. Γ΄ 273· τσι πλανήτες κυβερνάς και τ’ άστρα βασιλεύγεις Πανώρ. Δ΄ 292· η τύχη χωρίς σκόταμα το Κάστρο βασιλεύγει Τζάνε, Κρ. πόλ. 43110· Εκείνος ο λογαριασμός όλα τα βασιλεύγει Ερωτόκρ. Α΄ 1219· βλ. και αυθεντεύω, αυταρχώ, αυτοκρατορώ, βασταίνω Α1β, βιγλίζω 2, κυβερνώ· η μτχ. βασιλεύουσα = η Κωνσταντινούπολη (Η σημασ. μτγν., Sophocl. στη λ. 1): η βασιλεύουσα των πόλεων παρεδόθη εις τας χείρας των Τούρκων Θρ. Κων/π. Πολλ. 24818· Ψυχή μου, ...| λυπήσου Πόλιν την βασιλεύουσαν Ιστ. Βλαχ. 2458 [= Γέν. Ρωμ. 82]. Βλ. και ασχολώ 2, βασιλίς, βασίλισσα δ. 2) Επικρατώ, κυριαρχώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βασιλεύω [I] 2α): τοις θεοίς ευχόμεθα ...| συ βασιλεύσεις επί γης και πάσης ταύτης άρξεις Βίος Αλ. 4077· Μάιος εβασίλευσεν εις άπαντας τους μήνας Διγ. Z 2749· η καλή βουλή εις όλους βασιλεύει Ιστ. Βλαχ. 1475· αλλ’ ουν εις όλα τα φυτά το κλήμα βασιλεύει Κρασοπ. 74. 3) Δύω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βασιλεύω [I] 6. Βλ. και Κριαρ., Αθ. 47, 1937, 79-93, Kriar., Revue Balkan. 6, 1938, 462-8, αλλά και Lindenburg, Πεπρ. ΙΒ′ ΔΒΣ 2, 1964, 385-9· πβ. και Σετάτο, Ελλην. 20, 1967, 250-3): τώρα που βασιλεύει| ο ήλιος από λόγου μας κι εις άλλα μέρη οδεύει Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [475]. βασίλευσεν ο ήλιος κι έφθασεν η εσπέρα Διγ. Z 194· Βασιλεύοντος του ηλίου έβαλεν σκοτίδι και εγίνηκεν νύκταν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 353r.βαστάγι(ν)- το, Χρησμ. (Λάμπρ.) 122, Χρησμ. (Βέης) 132. βαστάι, Ερωτόκρ. Α΄ 1459.
Από το ουσ. βασταγή και την κατάλ. ‑ι(ν) (Ανδρ., Λεξ.). Η λ. ήδη τον 9. αι. (Du Cange, λ. βαστάγια) και σήμ. (ΙΛ, λ. βαστάγι). Ο τ. και σήμ. (ΙΛ, λ. βαστάγι).
1) Σχοινί από όπου κρέμεται η κανδήλα (Πβ. ΙΛ, λ. βαστάγι 1): Έφαγε το μικρόν ποντίκιν| το βαστάγιν της κανδήλας Χρησμ. (Βέης) 132. Βλ. και βάσταγμα 1. 2) Αλυσίδα από την οποία κρέμεται το κλειδί (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βαστάγι 2): έναν κλειδί εκρέμουντο μ’ ένα χρυσό βαστάι Ερωτόκρ. Α΄ 1459.βασταρούχος- ο, Χρησμ. (Βέης) 1426.
Από το ουσ. βαστάρι (βλ. ΙΛ, λ. βασταριό) και την κατάλ. ‑ούχος.
(Πιθ.) αχθοφόρος, «βαστάζος»: αν ιδείτε τους καπάτους| πώς βαστούν τον κυρ Νικήτα| και τον βασταρούχον παίζουν Χρησμ. (Βέης) 1426. — Βλ. και βαστάγαρος.βγαίνω,- Σπαν. A 642, Πουλολ. 225, Ζήν. Β΄ πριν στ. 1, Φυσιολ. (Legr.) 421, Μαχ. 64015, Γαδ. διήγ. 141, Πικατ. 22, Κορων., Μπούας 34, 51, Δεφ., Σωσ. 262, Πεντ. Λευιτ. IX 24, Αρ. XX 11, Αχέλ. 2490, Ιστ. πατρ. 1346, 1592, Πανώρ. Α΄ 186, Ε΄ 78, Ιστ. Βλαχ. 1605, 2363 [= Γέν. Ρωμ. 6], Σουμμ., Ρεμπελ. 171, 172, 186, Ερωτόκρ. Β΄ 1811, 2028, Γ΄ 1049, Ε΄ 563, 808, Συναδ., Χρον. 39, Αγαπητ., Εις αγ. Δέκα 17, Διήγ. εκρ. Θήρ. 11110, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1150], Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 130, Β΄ 488, Γ΄ 442, Ζήν. Α΄ 72, Διγ. O 2904, Διακρούσ. 6911, Τζάνε, Κρ. πόλ. 38219, 4231, 49423, 51023, κ.π.α.· βιγαίνω, Έγγρ. του 1643 (Βισβίζ., ΕΚΕΙΕΔ 12, 1968, 11025)· εβγαίννω, Μαχ. 783, 55028· εβγαίνω, Σπαν. (Ζώρ.) V 550, Ασσίζ. 821, 2810, 747, 2256, 4891, 3, Συνθήκ. Καλλ. (Μέρτζ.) 2646‑7, Χρον. Μορ. H 4332, Ιατροσ. κώδ. φκε΄, Διήγ. παιδ. 572, 898, Λίβ. P 465, 943, Λίβ. (Lamb.) N 340, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 477, Αχιλλ. (Haag) L 1345, Χρησμ. (Βέης) 1423, Rechenb. 236, 662, Γαδ. διήγ. 146, Απόκοπ. 178, Σαχλ., Αφήγ. 167, Πικατ. 98, 259, Κορων., Μπούας 75, Δεφ., Λόγ. 36, Πεντ. Έξ. VIII 16, XIV 8, XXV 33, Αρ. I 20, XX 18, XXI 13, ΧΧΧV 26, Δευτ. XV 16, XIX 5, Χρον. σουλτ. 598, 12013, Ιστ. πατρ. 13619, Μηλ., Οδοιπ. 640, Ερωτόκρ. Α΄ 307, Δ΄ 1014, Ε΄ 1114, Ευγέν. Πρόλ. 94, Στάθ. Γ΄ 158, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ [145], Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 486, Τζάνε, Κρ. πόλ. 26028, κ.π.α.· (ε)γβαίνω, Ευγέν. 367· αόρ. έβγην, Θρ. Κύπρ. M 25, 120, 200, Μπερτόλδος 35· ήβγα, Διγ. A 1409, 2302, Ερωτοπ. 419, Απολλών. 79, 629, Αχιλλ. L 831, 1055, Παλαμήδ., Βοηβ. 147, Διήγ. πανωφ. 59, Διγ. O 2480.
Από το αρχ. εκβαίνω (Κοραή, Άτ. Α΄ 219, 225). Ο τ. γβαίνω μτγν. (Preisigke-Kiessling, λ. εκβαίνω) και σήμ. στον Πόντο (Andr., Lex., λ. εκβαίνω).
1) α) Βγαίνω, εξέρχομαι (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. εκβαίνω Ι1 και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1· βλ. και ΙΛ στη λ. Α9β): εσύ απ’ τούτην τη φλακή ώστε να ζει δε βγαίνεις Ερωτόκρ. Ε΄ 808· από το στήθος μου αναπνιά σαν πρώτας πλιο δε βγαίνει Πανώρ. Ε΄ 78· αν εβγωμό να έβγει ο φονεάς το σύνορο κάστρου Πεντ. Αρ. XXXV 26· (προκ. για μιλιά, ήχο, κλπ.): απιλογιά οχ το στόμα τζη, ουδέ μιλιά δε βγαίνει Ερωτόκρ. Γ΄ 1049· ύστερα βγαίνει μια βροντή μεγάλη και μουγκάται Τζάνε, Κρ. πόλ. 49423· αυτός ο θρηνισμός εβγαίνει εκ το φουσσάτο ... Πικατ. 259· φρ. (1) βγαίνουν τα μάτια μου = (κυριολ.) εξορύσσονται (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1δ): τα αίματα να τρέχουσιν, τ’ αμμάτια τους να βγαίνουν Πουλολ. 225· (μεταφ.) «τυφλώνομαι» (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1 φρ.): εκ τον πολύν τον κονιορτόν τα μάτια τους εβγαίναν Κορων., Μπούας 51· βλ. και ασβολώ 2· (2) βγαίνω από (εκ) το νου (κάπ.) = ξεχνιέμαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1 φρ.): λόγια που δεν μπορούσι μπλιο να βγούσ’ από το νου μου Ερωτόκρ. Β΄ 2028· (3) βγαίνω από (εκ, οκ) τον νουν (μου) ή βγαίνω του λογισμού μου = παραλογίζομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α16 φρ.): η αρματιά σου σ’ έκαμε κι εβγήκες οκ τον νου σου Δεφ., Σωσ. 262· (4) (προκ. για θαλασσινά νερά) εμπαίνω και εβγαίνω = πηγαινοέρχομαι, ανεβοκατεβαίνω: εκείνα τα ύδατα της θαλάσσης εμπαίνουν και εβγαίνουν Μηλ., Οδοιπ. 640· (5) μπαίνω βγαίνω = «στριφογυρίζομαι», κατορθώνω, επιτυχαίνω: να μπεις να βγεις να κάμομε, σαν πεθυμώ, το γάμο Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 488· βλ. και αξιώνω Β2, αποσώνω Β3· β) πεθαίνω (Η σημασ. και σήμ., Μέγας, Λαογρ. 9, 1926, 256, 264, 327): Ζώντα σας ελογίζοντα άλλους, τούς αγαπούσαν·| να λείψετε εσπουδάζασιν, να εβγείτ’ επεθυμούσαν Απόκοπ. 178· φρ. (1) βγαίνω από τον κόσμον, βγαίνω από το πρόσωπο της γης = πεθαίνω: πώς δε λαμβάνεις θάνατον να εβγείς απέ τον κόσμον Ντελλαπ., Ερωτήμ. 477· εβγήκε ... από το πρόσωπο της γης και επήγε εις το ανάθεμα Σουμμ., Ρεμπελ. 172· βλ. και ανθυποκρύπτομαι, απαφήνω 5 φρ. β, απεκβαίνω γ, αποθαίνω, απονεκρώνω Β1, απορίχνω Α1, αποτελειώνω Β, αράζω Α7, αφήνω φρ. 6, βλέπω 6 φρ., παραδίδω, τελειώνω· (2) βγαίνει η ψυχή μου ή το πνεύμα μου = πεθαίνω (Η χρ. αρχ., L‑S, λ. εκβαίνω I2 και σήμ., ΙΛ στη Α1 φρ.): η ψυχή μου εβγαίνει ’δά και ο άγγελος με φωνάζει Αχιλλ. (Haag) L 1345· κάτεχε πως μονοτάρου βγαίνει (ενν. το πνέμα μου) Πανώρ. Ε΄ 304· (3) βγαίνει η καρδιά μου = πεθαίνω: πλια γλήγορα ήθελε βγει η καρδιά μου Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 442· γ) υφίσταμαι έξωση (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β9γ): ουδέ εκείνος να εβγεί οπού ενοικίασεν το σπίτιν Ασσίζ. 747· δ) (προκ. για κλήρο) βγαίνω: Λοιπόν ο λύκος να γενεί ναύκλερος του τυχαίνει,| ποδότας ο κυρ γάδαρος μπαλότα τού εβγαίνει Γαδ. διήγ. 146· 2) (Προκ. για προϊόντα) εξάγομαι: όλα τα πράγματα τά εβγαίνουν απέ την γην να τα πάρου εις την Σαρηκηνία κελεύει το δίκαιον Ασσίζ. 4893. 3) α) Απομακρύνομαι, φεύγω (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. εκβαίνω I2 και σήμ., ΙΛ στη λ. Α16): μη σφάλεις εις την πίστην σου κι εβγείς εκ την αλήθειαν Σπαν. A 642· είτις το ποίσει εντέχεται να εβγεί απέ την συντροφίαν τους άλλους κριτάδες Ασσίζ. 2810· να μην έβγω από εσέν ότι αγάπησά σε Πεντ. Δευτ. XV 16· βλ. και απομακρύνω Β, αποτάσσω (I)1· φρ. βγαίνω από το μέσον =απομακρύνομαι: προς το παρόν εβγάτ’ από το μέσον| να έλθει και ο έλεφας ο και συγκάθεδρός μου Διήγ. παιδ. 898· βλ. και απεκβαίνω α, απεμπρός 2 φρ. β, από (I)1α φρ., απομπροστά φρ., αποχωρίζω (II), μακραίνω, ξεκόβω, φεύγω· β) απομακρύνομαι από υπηρεσία, παραιτούμαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β1): με τον καιρόν εβγήκε από το οφίτσιο ετούτο Σουμμ., Ρεμπελ. 171· ειδέ και δεν το στέργεις, να έβγεις να καθίσει εκείνος πατριάρχης Ιστ. πατρ. 13619. 4) α) Αποβιβάζομαι (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. εκβαίνω I1 και σήμ., ΙΛ στη λ. Α18): ήρθανε με τα κάτεργα στο Κάστρο κι όξω βγαίνου Τζάνε, Κρ. πόλ. 4231· β) (προκ. για πλοίο) ετοιμάζομαι να προσορμιστώ, φτάνω: η αρμάδ’ η φράγκικη επήε κει και βγαίνει Τζάνε, Κρ. πόλ. 38219. 5) α) (Προκ. για δόντια) πέφτω: δύο δόντια τού βγήκασι και τ’ άλλα ξεκουνήσα Ερωτόκρ. Β΄ 1811· β) ξεφεύγω: να κουντηθεί το χέρι του εις το τσικούρι να κόψει το ξύλο και να έβγει το σίδερο από το ξύλο και να εύρει το σύντροφό του και να πεθάνει Πεντ. Δευτ. XIX 5. 6) Απαλλάσσομαι (από πάθος, υποχρέωση, κλπ.) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β2): Περί τους εγγυτάδες οπού θελήσουν να εβγούν απέ την εγγυμασίαν Ασσίζ. 821· απού τες έγνοιες τσι άμετρες απού ’βανεν εβγαίνει Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 486. Βλ. και αλαφρός 6, αλαφρυνίσκω, αναπαύω Β4, ξεγνοιάζομαι, ξεμπερδένω. 7) Παρουσιάζομαι, φαίνομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α14): η πίστη δεν αποκοτά, μηδ’ η τιμή να εβγούσι Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ [145]· Και βγαίνει ο Λογγίνος μαύρα ντυμένος και λέγει Ζήν. Β΄ πριν στ. 1· και εβγαίνει και τους εγκαλεί Σπαν. (Ζώρ.) V 550· εβγήκεν ’στιά αποομπροστά του Κύριου Πεντ. Λευιτ. IX 24· βλ. και ανατέλλω Α1γ, αναφαίνω Βα, ανεβαίνω 3β, προβαίνω, φανερώνω· (προκ. για εκδήλωση αρρώστιας): Εις το να έβγουν σκούληκες εις το οφτίν ή εις άλλον τόπον Ιατροσ. κώδ. φκε΄· φρ. (1) βγαίνω εις την μέσην = παρουσιάζομαι: εβγαίνω εις την μέσην,| μέσον της ρέντας ίσταμαι Λίβ. P 943· (2) βγαίνω εις το φως = εμφανίζομαι: εκείνα (δηλ. τα τέκνα) βγαίνουν εις το φως κι εκείνη αποθνήσκει Φυσιολ. (Legr.) 421. 8) (Προκ. για τον ήλιο, κλπ.) ανατέλλω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α11): όλες τσι χάρες, σαν εβγεί, ο ήλιος τού τσι δίδει Ερωτόκρ. Ε΄ 1114. Βλ. και ανατέλλω Α1β ανεβαίνω 6. 9) (Προκ. για νερά, δάκρυα, κλπ.) αναβλύζω, αναβρύζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1ε): έδειρεν την πέτρα με το ραβδί του δυο φορές και εβγήκαν νερά πολλά Πεντ. Αρ. XX 11· Ώρες τα δάκρυα χώνουνταν κι ώρες απόξω βγαίνα Ερωτόκρ. Ε΄ 563. Βλ. και αναπιδύω. 10) (Προκ. για ποταμό) πηγάζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α12): αποεκεί εσυνεπήραν και απλίκεψαν από το πέραμα του Άρνον ος εις την έρημο οπού εβγαίνει από το σύνορο του Έμορι Πεντ. Αρ. XXI 13. Βλ. και αναβλυστάνω, αναβρύζω. 11) (Προκ. για μυρωδιά) αναδίδομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α10): Οχ την σπηλιάν την άγιαν βρόμος πλέον δεν βγαίνει Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1150]. 12) α) Φανερώνομαι: από λόγου της (δηλ. από την Κρήτη) περίφημοι και θαυμαστοί άνδρες εβγήκασιν Αγαπητ., Εις αγ. Δέκα 17· φρ. βγαίνω από τη μήτρα = γεννιέμαι: παιδία μέσα από την κοιλία,| διατί εσκοτωθήκαν κι απ’ τη μήτρα δεν εβγήκαν Διακρούσ. 6941· β) (προκ. για πουλί) εκκολάπτομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1ς): ωσάν από μικρόν αβγό μικρό πουλίν εβγαίνει Ερωτόκρ. Α΄ 307. 13) α) Προέρχομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β11): Αποτ’ εσάς η φρόνησις και η σοφία όλη| εβγήκε και εξάπλωσε στην οικουμένην Ιστ. Βλαχ. 2363 [=Γέν. Ρωμ. 6]· βλ. και ανατέλλω Α3, ανεβαίνω 15· β) ξεπετιέμαι: αξάφν’ ανεμοστρόβιλος από τη γης εβγαίνει Ερωτόκρ. Δ΄ 1014· και η πέτρα οπού εφάνη εις την θάλασσαν εβγήκεν από το βάθος της θαλάσσης Διήγ. εκρ. Θήρ. 11110· γ) (προκ. για καπνό, σκόνη, κλπ.) ανεβαίνω: από την σκόνην που ’βγαινεν ως νέφη προς τα ύψη| και τότ’ εκεί κατέβαινεν τους πάντας να καλύψει Αχέλ. 2490· φρ. βγαίνω από πάνω (σε κάπ.) = ορμώ εναντίον (κάπ.): εκίνησεν να πιλαλεί απάνω μου να βγαίνει Πικατ. 22. Βλ. και ανεμούμαι, αράσσω Β1α, βάνω (I)Α39. 14) Φυτρώνω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α7): τα έξι καλάμια οπού εβγαίνουν από την λυχνιά Πεντ. Έξ. XXV 33. Βλ. και ανθώ Β1. 15) (Προκ. για διαταγή) εκδίδομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β20): φεϊτφάς εβγήκε Ιστ. πατρ. 1592. 16) (Προκ. για λόγο, φήμη, «όνομα», κ.λ.π.) διαδίδομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β 20β, Β22): ωσάν έγινε πατριάρχης, εβγήκε κακόν όνομα κατ’ αυτού Ιστ. πατρ. 1346· να πείτε να εβγεί ο λόγος ότι οι Ρωμαίοι στείλουνε βοήθειαν Χρον. σουλτ. 598. Βλ. και αναπηδώ 3, απλώνω Γ3. 17) (Προκ. για μαθηματικό εξαγόμενο) προκύπτω (Βλ. και Δημητράκ. στη λ. 12): πάλιν τα αυτά μερίσας με τα δ΄́ είτι έβγει εις τον μερισμόν, εστίν του τρίτου Rechenb. 236. 18) (Συχνά με το επίρρ. έξω) αποπλέω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1): Ευθύς εκάμαν άρμενα, στο πέλαγος εβγήκαν Γαδ. διήγ. 141· Του Τούρκου τα πλεούμενα έξω να μην εβγούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 26028. Βλ. και αρμενίζω Α1β. 19) Ξεκινώ (για πόλεμο, αγώνα, κυνήγι, αναζήτηση, κλπ.) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1): με μια γυναίκα ’ς πόλεμο να βγω είναι ντροπή μου Διγ. O 2904· να έβγεις εις αναζήτησιν της κόρης της Ροδάμνης Λίβ. (Lamb.) N 340· καβαλικεύεις το πουρνό, εις τους λαγούς εβγαίνεις Σαχλ., Αφήγ. 167· με το σπαθί να έβγω συναπαντίς σου Πεντ. Αρ. XX 18· και παίρνει στάμενα πολλά και ήβγεν κατά κόσμου Απολλών. 79· βλ. και κινώ· φρ. εβγαίνω στρατιά = στρατεύομαι ως στρατεύσιμος: παν αρσενικό ... οπού εβγαίνει στρατιά Πεντ. Αρ. I 20. 20) Κατευθύνομαι: είπεν ο Κύριος προς τον Μωσέ: «Ταχύνεψε το πουρνό και στάσου ομπροστά στο Φαρώ· ιδού εβγαίνει εις το νερό και να πεις προς αυτόν» Πεντ. Έξ. VIII 16. Βλ. και ανατρέχω 1α. 21) Προχωρώ, πηγαίνω: εις τόπον γαρ και συμφωνίαν να έβγει με τον λαόν του Χρον. Μορ. H 4332· παιδιά του Ιαραέλ εβγαίνουν με χέρα ψηλή Πεντ. Έξ. XIV 8· βλ. και βαίνω Α1α, βάλλω 23, διαβαίνω, οδεύω· φρ. βγαίνω εις την άκραν (κάπ. πράγματος) = τα καταφέρνω, πετυχαίνω: να δω αν ημπορήσω να βγω εις την άκραν του και να κάψω το βρομονήσσιν της Κύπρου Μαχ. 64015. Βλ. και άκρα 9 φρ. 22) (Προκ. για πέρασμα) βγάζω, οδηγώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β17β): το κατώφλιν όπου εβγαίνει εις το κλόστριν Μαχ. 783. 23) (Προκ. για λογιστικό ποσό) ανεβαίνω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β16· βλ. και ΙΛ στη λ. Β6): στιμάροντάς τα όλα τα άνωθεν τά βιγαίνουσι του άνωθεν γαμπρού διά χαρίσματά του πέρπυρα 900 Έγγρ. του 1643 (Βισβίζ., ΕΚΕΙΕΔ 12, 1968, 11025). 24) Εξαφανίζομαι (Βλ. και ΙΛ στη λ. Α4): Πώς είναι μπορεζάμενο ...| τα πάθη μου να πάψουσι κι οι πόνοι μου να βγούσι; Πανώρ. Α΄ 186· φρ. (1) βγαίνω (ομπρός) από τα μάτια (κάπ.) = εξαφανίζομαι: Ω άνανδρε και οκνηρέ, είπεν, ουδέν εβγαίνεις| εμπρός από τα μάτια μου Κορων., Μπούας 75· Διά νά ’βγει από τα μάτια της θάνατον να της δώσει Ευγέν. Πρόλ. 94· βλ. και αποφαίνω Β3, αφανίζω Β1· (2) βγαίνω από την μέσην = εξαφανίζομαι: εβγάτ’ από την μέση μας, εμαγαρίσατέ μας Διήγ. παιδ. 572. 25) (Προκ. για χρέος) εξοφλούμαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β4): δεν έπαιρνεν τίποτες από τα δικαιώματα εωσού εβγήκεν όλον το χρήμα (πιθ. γρ. χρέωμα) Συναδ., Χρον. 39. Βλ. και αμεριμνώνω Β. 26) (Προκ. για μήνα, κλπ.) τελειώνω (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. εκβαίνω IIb· βλ. και L‑S, λ. εκβαίνω II5· η σημασ. και σήμ. ΙΛ στη λ. Α20): εβγαίνοντι ινδ. ιβ́ Συνθήκ. Καλλ. (Μέρτζ.) 2646‑7. 27) Παρεκκλίνω, παραστρατίζω (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. εκβαίνω I3): απ’ ό,τι ορίζει η εκκλησιά ας βλέπουν να μην έβγουν Δεφ., Λόγ. 36. Βλ. και ντεσβιάρω. 28) Εκπίπτω (από προηγούμενη κατάσταση): και ο πρωτόπλαστος Αδάμ εκ της τιμής εβγήκε Ιστ. Βλαχ. 1605. 29) Πραγματοποιούμαι, συντελούμαι, επαληθεύομαι, γίνομαι (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. εκβαίνω II1 και σήμ., ΙΛ στη λ. Β8, 11γ): όμως δεν τους εβγήκε καλά στο μυστήριό τους Σουμμ., Ρεμπελ. 186· οι ολπίδες τως ανάποδα εβγήκαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 51023. Βλ. και αποκαθιστώ Β2. 30) (Με κατηγορ.) αποδεικνύομαι (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. εκβαίνω II2 και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1 φρ., Β19 και 10): αν εβγεί δικαιωμένος ... εντέχεται να μείνει αμέριμνος ... απ’ εκείνον τον φόνον Ασσίζ. 2256. Βλ. και αποφαίνω Β2α, βεβαιώ Β2β. 31) Καταλήγω, καταντώ: Τα ανακατώματά σου| τα στείλασι οι ορανοί για νά ’βγου εισέ χαρά σου Στάθ. Γ΄ 158. Βλ. και αποβγαίνω 7, αποδίδω 6γ. 32) (Με κατηγορ. ή εμπρόθ. προσδιορ.) αναδεικνύομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β9): να μου βοηθά στες πράξες μου και νικητής να βγαίνω Ζήν. Α΄ 72· ανισωστάς και βγούμενε με νίκη Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 130. Βλ. και απομένω. 33) (Μτβ.) α) βγάζω: Γλυκύτερον του μέλιτος λόγους βγαίν’ εκ το στόμα Κορων., Μπούας 34· β) βγάζω από πάνω μου κ.· χάνω κ.: Έκείνος λοιπόν οπού εμποδίζει τον λόγον, φράττει την ακοήν, φράττοντας την ακοήν εβγαίνει την πίστιν Μάξιμ. Καλλιουπ., Πρόλ. (Legr.) 364. 34) (Μτβ.) ξεριζώνω: να τον ιδείτε| πώς εβγαίνει τα μαλλιά του Χρησμ. (Βέης) 1423. Βλ. και απορριζώ, βγάζω 6, βγάνω 6. 35) (Μτβ.) κερδίζω: να εβγαίνει καθ’ ημέρα άσπρα μ́ Rechenb. 662. Βλ. και αποκερδαίνω α, βγάνω 34α, κερδαίνω.γαϊτάνι(ν)- το, Λίβ. P 1385, Λίβ. Sc. 619, 2905, Λίβ. Esc. 1303, 1421, 1728, 4081, 4090, Λίβ. N 1157, 3511, Ιμπ. 540, Χρησμ. X 32, Χρησμ. (Βέης) 1441, Ch. pop. 405, Σαχλ. N 244, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 259, Ιμπ. (Legr.) 260, 607, 669, Πεντ. Γέν. XXXVIII 18, 25, Έξ. XXXIX 3, Δευτ. XXII 12, Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 375, Μαρκάδ. 28· γατάνι(ν), Λίβ. Sc. 180, Αχιλλ. L 810, Ιμπ. 600, Ιμπ. (Lambr.) 510, 518, Ch. pop. 814, Συναξ. γυν. 520.
Από το λατ. gaitanus (Βλ. ΙΛ, λ. γαϊτάνι και Ανδρ., Λεξ., λ. γαϊτάνι). Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. γαϊτάνι).
1) Κορδόνι μεταξωτό (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. γαϊτάνι Α1): Ωσάν ετσίμπαν ο αετός εκείνον το εγκόλπιν,| γλυτώνει του εκ το στόμαν του και πέφτει το γατάνι Ιμπ. 600· (προκ. για τα φρύδια) γαϊτανωτά: τα φρύδια σου είναι στιαστά, ομοιάζουν σαν γαϊτάνι Ch. pop. 405. 2) Φυλαχτό: «Καρδία μου, το γαϊτάνι σου, το τριχογαΐτανόν σου (κριτ. υπ.),| τον ορισμόν σου εποίησα και ετραχηλόδεσά το» Λίβ. Esc. 4090. 3) (Προκ. για τα μαλλιά) βόστρυχος: Στρατιώτα μου, να γαϊτάνιν μου, τριχαρογαΐτανόν μου,| σύρριζον το εξανέσπασαν τα χέρια μου απ’ εμένα Λίβ. Sc. 2905.γίνομαι,- Σπαν. A 469, Σπαν. P 41, Προδρ. III 37, Μακρεμβ., Υσμ. 16629, Ασσίζ. 4216, 17410, 21830, 26028, 26618, 2858, 2973, 29819, 4041, 40724, 4124, 43915, Ελλην. νόμ. 58322, Ορνεοσ. 5799, Διγ. (Trapp) Gr. 363 (αόρ. εγενήθης), 1788, 2284, Διγ. Z 1947, 2149, 3540, Διγ. (Trapp) Esc. 390, 616, 637, Ερμον. Λ 265, Χρον. Μορ. H 123, 236, 408, 988, 1111, 6357, 8016, Χρον. Μορ. P 156, 3914, 6085, 8037, 8048, Πουλολ. Αθ. 465, Βίος Αλ. 2088, Πτωχολ. P 175, Πανάρ. 6322, Περί ξεν. A 106, 336, Απολλών. 814, Λίβ. P 2431, 2827, Λίβ. Sc. 1173, 1974, 2307, Λίβ. Esc. 674, 2279, 3884, Λίβ. N 2518, Αχιλλ. N 150, Χρησμ. (Βέης) 1444, Φυσιολ. (Legr.) 1092, Rechenb. 133, Βεν. 82, Θρ. Κων/π. Πολλ. 24912, Θρ. πατρ. 62, Παρασπ., Βάρν. C 196, Μαχ. 5015, 31, 8819, 1568, 55625, Σφρ., Χρον. μ. 1828, Θησ. Πρόλ. [65], Γεωργηλ., Βελ. 37, Διήγ. Αλ. V 44, Διήγ. Αγ. Σοφ. 14938, Έκθ. χρον. 4922, Απόκοπ. 365, Σκλάβ. 146, Κορων., Μπούας 27, 29, 50, 76, Πένθ. θαν.2 104, 162, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 290, Βεντράμ., Φιλ. 124 (αόρ. εγενήσαν), Ψευδο-Σφρ. 15828, Πεντ. Λευιτ. IV 22, XI 32, Αχέλ. 2213, Αιτωλ., Μύθ. 496, 1244, 15, Κώδ. Χρονογρ. 63, Θρ. Κύπρ. M 209, 476, 692, Χρον. σουλτ. 3114, Ιστ. πατρ. 8018, 1137, 16016, Μηλ., Οδοιπ. 637, Δαρκές, Προσκυν. 40, Κυπρ. ερωτ. 314, 9733, Πανώρ. Β΄ 310, Ε΄ 166, Ερωφ. Α΄ 387, Β΄ 169, Χρον. Αθ. 8511, Παλαμήδ., Βοηβ. 103, 433, 564, Ιστ. Βλαχ. 142, 266, 561, 584, 641, 656, 693, 802, 1034, Σουμμ., Ρεμπελ. 1633, Διγ. Άνδρ. 31719, 32515, 3637, 36421, 36621, 37519, 3967, Ερωτόκρ. Α΄ 59, 612, 1064, 1129, Β΄ 2186, Γ΄ 882, Δ΄ 136, 612, Ε΄ 1084, Θυσ.2 356, 1018, Βελλερ., Επιστ. 55, Ευγέν. 674, 1320, Στάθ. (Θέατρο) Β΄ 108, Γ΄ 561, Ιντ. κρ. θεάτρ. Β΄ 82, Συναδ., Χρον. 29, 39, Αποκ. Θεοτ. II 64, Διήγ. ωραιότ. 915, 945, Βακτ. αρχιερ. 135, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [996], Δ΄ [1002], Λίμπον. 367, Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 189, Δ΄ 492, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 7, 50, Διγ. O 368, 591, Διακρούσ. 9011, 943, 10115, Σεισμολ. (Οικονόμου) 77, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1753, 17715, 17814, 23524, 28310, 5124, 51618· γένομαι, Ασσίζ. 1065, 36124, Θησ. Γ΄ [307], Ch. pop. 37561, Πεντ. Γέν. XX 9, Έξ. IX 3· μτχ. γενάμενος, Έγγρ. του 1102 (Λάμπρ., ΝΕ 7, 1910, 33)· γεναμένος, Ελλην. νόμ. 54826, Αλεξ. 550, 798, 1338, 1464, 2003, 2645, Κορων., Μπούας 150, Δεφ., Λόγ. 423, Αχέλ. 428, Χρον. σουλτ. 9724, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [28]. γινάμενος, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 168v· γιναμένος, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 89v.
Από το αρχ. γίγνομαι. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ., λ. γίγνομαι).
1) α) Δημιουργούμαι, κατασκευάζομαι (Η σημασ. και σήμ., Πρωίας Λεξ.): Όλοι από κρεάς και κόκκαλον είμεστε γεναμένοι Δεφ., Λόγ. 423· Λεκάνη ήτονε χρυσή, όμορφα γεναμένη Αλεξ. 2645· β) (προκ. για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. γίγνομαι I2 και σήμ., Δημητράκ., λ. γίγνομαι 3. Για τη σημασ. βλ. και Preisigke-Kiessling, λ. γίγνομαι 2): Λοιπόν αυτείνη την χρονιάν λίγον κριθάρι γίνη Διήγ. ωραιότ. 945. 2) α) (Προκ. για διάφορα γεγονότα) συμβαίνω, πραγματοποιούμαι (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. γίγνομαι I3 και σήμ., Δημητράκ., λ. γίγνομαι 4): σ’ εκείνο οπού πεθυμώ να γίνει δίκια κρίση Ερωτόκρ. Β΄ 2186· όσα εγίνουντα δι’ εκείνην την Ελένην Διγ. (Trapp) Esc. 616· Και τότε γίνεται χαρά ωσάν και εις το πρώτον Απολλών. 814· αφότου εγένετον εκείνο το πασσάτζο Χρον. Μορ. H 123· γίνεται ρέντα των πεζών και των καβαλαρέων Λίβ. Esc. 2279· β) προκαλούμαι: διά να μου ποίσει την δουλείαν μου, έπειτα ένι κρατημένος να καλλιοτερίσει πάσα ζημίαν τήν μου εγίνετον Ασσίζ. 40724· Από αμαρτίας έγινεν· τέκνον ουκ εποιούσαν| ν’ αφήσουν κληρονόμον τους Χρον. Μορ. P 8037· γ) παρουσιάζομαι: Ο μύθος λέγει· όποτε δεν γίνεται βοήθεια Αιτωλ., Μύθ. 12415. 3) α) (Απρόσ.) συμβαίνει να ... (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. γίγνομαι I3 και σήμ., Δημητράκ., λ. γίγνομαι 6): Εάν γίνεται ότι είς άνθρωπος ού μία γυναίκα να κριθεί απ’ αυλής τοιούτος Ασσίζ. 2858· τότες γίνεται ότι οι ναύτες μεταγνώθουν Ασσίζ. 2973· β) φρ. δεν γίνεται αν δεν ..., παρά να ... = είναι αδύνατο να μη ..., δεν υπάρχει τρόπος να μη ...: εκεί οπού εκοίταζεν έμορφο παιδί ή έμορφη γυναίκα α δεν την ολάστιζεν δεν εγίνονταν Συναδ., Χρον. 39· Είχεν θυγάτηρ μοναχή που θε να την παντρέψει| και αλλέως δεν εγίνονταν παρά να του την πέψει Δαρκές, Προσκυν. 40. 4) α) Έρχομαι σε νέα κατάσταση, μεταβάλλομαι: φαγί να γένω στα θηριά εν τῳ παρόντι κόσμῳ Διγ. Z 1947· ερνήθηκε την πίστιν του και Χριστιανός εγίνη Διγ. (Trapp) Esc. 390· β) καθίσταμαι, αποβαίνω (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. γίγνομαι II1 και σήμ., Δημητράκ., λ. γίγνομαι 7): μεγάλ’ οχθροί ντου γίνουνται την ώρα που τα χάσει Ερωτόκρ. Δ΄ 612· τα δυο να κάμουσι πουλιά και να γενούσι ταίρι Ιντ. κρ. θεάτρ. Β΄ 82· είτα διά της των τριών μεθόδου λέγε ότι, εάν τα ε΄ γίνουνται αβ΄, τα εζ΄ τι θέλουν γένει; Rechenb. 133· και τ’ άλλον τότε του λαού ουκ είδαμεν τι εγένη Απόκοπ. 365· γ) καταντώ: αιχμάλωτοι να γένομεν ογιά τα κρίματά μας Σκλάβ. 146· Πού εσβήσθησαν οι αυθεντιές, πού είναι τα μεγαλεία τους,| πού εγίνησαν οι σάρκες τους, πού επέσαν τα μαλλιά τους; Πένθ. θαν.2 162· δ) φρ. δεν έχω τι να γίνω = δε γνωρίζω τι να κάνω: Ετούτα τα λόγια έλεγεν η κόρη προς τον έρωτα και άλλα πολλά, διότις δεν είχε τι να γένει Διγ. Άνδρ. 31719· ε) φρ. γίνομαι το ένα = (α) συνάπτω δεσμό συγγένειας με γάμο, ενώνομαι με κάπ.: συμπεθεριόν να ποιήσουσιν, το ένα να γενούσιν Χρον. Μορ. H 6357· εσμίξανε και αυτοί οι αφεντάδες οι μικροί και έγιναν το ένα Χρον. σουλτ. 3114· (β) πάω με το μέρος κάπ.: τον Τούρκον επροσκύνησες και έγινες το ένα Παλαμήδ., Βοηβ. 564· ς) φρ. (προκ. για ηλικία) γίνομαι της ηλικιάς = ενηλικιώνομαι: εγίνηκε της ηλικιάς, παντόθες εγροικήθη Ερωτόκρ. Α΄ 59· ζ) φρ. γίνομαι του νόμου = έρχομαι σε ηλικία ώστε να αναλάβω δημόσιο αξίωμα: αφότου αναθράφηκεν κι εγίνετον του νόμου Χρον. Μορ. P 8048· η) φρ. (προκ. για γυναίκα) γίνομαι των πάντων = γίνομαι κοινή γυναίκα: εάν η θυγατέρα ποιεί ασχημοσύνην και γίνεται των πάντων Ασσίζ. 43915· θ) φρ. γίνομαι άφαντος = εξαφανίζομαι: μόνος εγίνη άφαντος κι εγίνη μέγας θρήνος Ιστ. Βλαχ. 584· ι) φρ. γίνεται λόγος = γίνεται συζήτηση για κ.: μη γένει λόγος, μη φανεί και φθάσει μας η μέρα Λίβ. Esc. 3884· κ) φρ. γίνομαι αίμα· βλ. λ. αίμα(ν) 6 φρ.· λ) φρ. γίνομαι άνω κάτω, βλ. άνω κάτω Φρ. 1β· μ) φρ. θάνατος γίνεται (κάπ.) = φτάνει στο σημείο κάπ. να πεθάνει από τη λύπη του: Ο βασιλεύς ήκουσέν το| και του θάνατος εγίνη Πτωχολ. P 175· ν) φρ. γίνομαι εις συμπάθειαν = συμπαθώ κάπ.: να γένει εις συμπάθειαν να ομόσεις στο πτερόν του Λίβ. P 2827· ξ) φρ. γίνομαι έξω της ζωής = πεθαίνω: Ο δε Έκτωρ Ηονέα| έκρουσεν προς τον αυχένα| κι έξω της ζωής εγίνη Ερμον. Λ 265· ο) φρ. γίνομαι εξ ανθρώπων = πεθαίνω (Η σημασ. μτγν., L‑S, λ. γίγνομαι II3c): Εν τούτῳ γαρ ασχολούμενος ο βασιλεύς ασθενείᾳ περιπεσών βαρυτάτῃ εξ ανθρώπων εγεγόνει Ψευδο-Σφρ. 15828· π) φρ. άλλος εξ άλλου γίνομαι = αλλάζω ψυχική διάθεση, γίνομαι άλλος άνθρωπος· αγανακτώ, «βγαίνω από τα ρούχα μου»: άλλος εξ άλλου γέγονεν από της θυμηδίας Διγ. (Trapp) Gr. 1788· και καθαρώς τα παρ’ αυτών γινόμενα σκοπήσω,| άλλος εξ άλλου γίνομαι και τήκομαι τας φρένας Προδρ. III 37· ρ) φρ. δεν ξεύρεις είντα γίνεσαι = δεν ξέρεις τι λες, πέφτεις έξω: Δεν ξεύρεις είντα γίνεσαι, γιατί ’ναι sacramento| της εκκλησάς η παντρειά Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 189· σ) φρ. γίνομαι χαράς = γεμίζω από χαρά: όλος εγένετο χαράς, ευθύς καβαλικεύει Διγ. Z 2149· τ) φρ. γίνομαι εις πλήθος = πολλαπλασιάζομαι: αυτά κάμνουν γόνον πολύν και γίνονται εις πλήθος Φυσιολ. (Legr.) 1092· υ) (προκ. για ερωτικό πόθο) πυρ γίνομαι = ανάβω: ουκ είχον ό,τι γένομαι, πυρ όλος εγενόμην Διγ. (Trapp) Gr. 2284. 5) α) Είμαι, υπάρχω (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. γίγνομαι I3 και σήμ., Δημητράκ., λ. γίγνομαι 11): δεν είχεν ζωντανόν ουδέναν| ποτέ με τόσα πάθη, μήδ’ εγίνην Κυπρ. ερωτ. 314· στης Βενετιάς της ξακουστής, οπ’ άλλη ωσάν αυτείνη| χώρα καμία βέβαια στον κόσμο δεν εγίνη Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 50· β) (προκ. για καταγωγή) είμαι από κάπου, κατάγομαι: Εγώ εγενόμην άνθρωπος της χώρας Αρμενίας Λίβ. Sc. 2307· ουκ είπα πούποτε άνθρωπον το πόθεν εγενόμην Λίβ. Sc. 1974· γ) ανήκω σε κάπ., είμαι κτήμα κάπ.: πάντα όσα έχει εντέχεται να γίνουνται του αφεντός με το κείμενον Ασσίζ. 4041· πάντα όσα έχει ο κλέπτης εντέχεται να γίνουνται του αυθέντη της χώρας εις τον τόπον οπού εποίκεν τούτων την κακοπραξίαν Ασσίζ. 17410. 6) Ισχύω, επακολουθώ: περί ανηλίκου αν γελάσει τον αγοραστήν και του ειπεί ότι είναι τρανός εις την ηλικίαν, τι γίνεται Βακτ. αρχιερ. 135· ποταπόν δίκαιον μέλλει να γίνεται (έκδ. γίνε) περί των ιδίων πραμάτων Ασσίζ. 26028. 7) (Προκ. για ψωμί)«ανεβαίνω»: να μην φάτε γινάμενο ψωμί Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 168v.γρυνίζω,- Χρησμ. (Βέης) 1437.
Πιθ. από τη φωνή γρυ (ονοματοποιία).
Νιαουρίζω: Τρεις αγριόκατοι γρυνίζουν Χρησμ. (Βέης) 1437.δεσπότης- ο, Act. Lavr. 443, 678, Προδρ. I 1, III 1α (χφ H) (κριτ. υπ.), IV 141, 284, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 861, Ασσίζ. 27312, Διγ. (Trapp) Gr. 1946, Διγ. Z 3700, Χρον. Μορ. H 9216, 9227, Χρον. Μορ. P 3080, Βίος Αλ. 3671, Αρμεν., Εξάβ. Á́ 114, Γ́ 512, Πτωχολ. N 343, Λίβ. P 199, Αχιλλ. (Haag) L 32, Αχιλλ. L 46, Αχιλλ. N 537, Αχιλλ. O 96, Notizb. 32, Χρον. Τόκκων 704, 1247, Χρησμ. (Βέης) 348, Lettres 1453 519, 610, Δούκ. 7130, Σφρ., Χρον. μ. 11411, Θησ. Πρόλ. [209], Ή́ [464], Σκλέντζα, Ποιήμ. 1197, Γεωργηλ., Βελ. 81, Διήγ. Αγ. Σοφ. 15320, Θρ. Κύπρ. K 97, 622, Χρον. σουλτ. 701, Ιστ. πολιτ. 318, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 437, Μικρ. χρον. Yale 69v, Επιστ. Ηγουμ. 1741, 17552, Σεβήρ., Διαθ. 18910, Διγ. Άνδρ. 40832, Διήγ. ωραιότ. 59, Λίμπον. 300, Πρόλ. άγν. κωμ. 37, κ.π.α.
Το αρχ. ουσ. δεσπότης. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
1) α) (Προκ. για το Θεό) Κύριος (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. 13· βλ. και Lampe, Lex. στη λ. 3): παρακάλεσον τον Θεόν … και ικέτευσον τον … φιλάνθρωπον δεσπότην Διγ. Άνδρ. 40832· να παρακαλέσωμεν τον δεσπότην Χριστόν Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 437· β) (προκ. για το βυζαντινό αυτοκράτορα) (Πβ. τη μτγν. σημασ., L‑S στη λ. I2): λέγει προς τον βασιλέαν: «Tί λυπείσαι, δέσποτά μου;» Διήγ. Αγ. Σοφ. 15320· Tί σοι προσοίσω, δέσποτα, δέσποτα στεφηφόρε; Προδρ. I 1· γ) (τίτλ. αρχόντων, πριγκίπων και βασιλιάδων) (Πβ. την αρχ. σημασ., L‑S στη λ. 12): το παιδίν ονόμασε δεσπότην Αχιλλέα Αχιλλ. (Haag) L 32· Ποταπός άνθρωπος εντέχεται να ένι ο δεσπότης Ασσίζ. 27313· δ) (τίτλ. του ηγεμόνα του δεσποτάτου): με τον δεσπότην Άρτας Χρον. Μορ. P 3080· ε) επίσκοπος (Η σημασ. τον 4. αι., Lampe, Lex. στη λ. 2 και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 4): Δεσπότη μου πανιερότατε, την πανιερότητά σου δουλικώς προσκυνούσιν Επιστ. Ηγουμ. 1741. 2) (Νομ.) αυτός που έχει την κυριότητα (Πβ. την αρχ. σημασ., L‑S στη λ. II): Εάν είπει ο δανειστής ότι «ει μη καταβληθεί μοι το χρέος εντός τούδε του χρόνου, δεσπότης έσομαι του ενεχύρου …» Αρμεν., Εξάβ. Γ́ 512.δράσσω ‑ττω, (I),- Λόγ. παρηγ. O 600, Καλλίμ. 1113, 1298, Ασσίζ. 2129, Ερμον. Σ 170, Διήγ. παιδ. 281, Φλώρ. 1670, 1810, Απολλών. 497, 510, Λίβ. P 1476, 1594, 1638, Λίβ. Sc. 189, 457, 722, Λίβ. Esc. 1312, 1576, 3835, Λίβ. N 1165, 1622, 2389, Αχιλλ. N 1618, Φυσιολ. (Legr.) 301, Φυσιολ. 37123, Μαχ. 46413, Ch. pop. 478, Βυζ. Ιλιάδ. 428, Βίος γέρ. V 795· δράζω, Λίβ. Sc. 2669· δράκτω, Χρον. Τόκκων 3814· δράχνω, Αχιλλ. N 577, 1332, Χρον. Τόκκων 3566· δράχω, Λίβ. Sc. 790· αόρ. άδραξα, Ευγέν. 1129, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [340]· αόρ. έδραξα, Προδρ. I 266, Ερμον. Γ 46, Χρον. Μορ. H 1687, Διήγ. Βελ. 204, Λίβ. Esc. 1507, Λίβ. N 1356, Ιμπ. 755, Χρον. Τόκκων 692, 3823, Χρησμ. VII 14, Χρησμ. (Βέης) 1325, Φυσιολ. (Legr.) 527, Παρασπ., Βάρν. C 392, Αργυρ., Βάρν. K 395, Μαχ. 31417, 40824, 41620, 4922, 50818, 6063, 65815‑6, Βουστρ. 474, Διγ. Άνδρ. 3458, Διακρούσ. 10032, Τζάνε, Κρ. πόλ. 25911.
Το μτγν. δράσσω (L‑S, λ. δράσσομαι). Τ. δράζομαι τον 4. αι. (Sophocl.). Η λ. και οι τ. δράζω και δράχνω και σήμ. σε ιδιώμ. (Andr., Lex. και ΙΛ, λ. αδράχνω).
Α´ (Μτβ.) 1) Πιάνω βίαια κάπ. ή κ., κρατώ, αρπάζω (Πβ. την αρχ. σημασ., L‑S, λ. δράσσομαι I1. Η σημασ. και σήμ. σε ιδιώμ., Andr., Lex. στη λ. 1 και ΙΛ, λ. αδράχνω 1): Από το χέρι δράσσει την, εις το κελλίν την φέρνει Καλλίμ. 1113· πάραυτα έδραξεν την έλαφον από το ποδάριον Διγ. Άνδρ. 3458· κοντάριν δράχνει σύντομα Αχιλλ. N 1332· εξαίφνης εξεπήδησεν και δράσσει την την κόρην| και το σπαθίν του ξέβαλεν διά να την αποκτείνει Απολλών. 497· Εφόρτωσαν τα πλευτικά την νύκταν στρατιώτες,| εις την γην τους έβγαλαν τα άλογα να δράξουν Χρον. Τόκκων 692· έδραξεν ο λαός το σεντούκιν των γραψιμάτων της λόντζας των Γενουβήσων και ετσάκκισάν το Μαχ. 31417. 2) α) (Προκ. για άνθρωπο) συλλαμβάνω: ήτον η εννοία του Νικολή να τον δράξει, να τον σκοτώσει τον ρήγαν Βουστρ. 474· β) (προκ. για πόλη, κάστρα) καταλαμβάνω, κυριεύω: Γροικώντα οι Βουργάροι οπού ήτον έξω της Λευκωσίας το πώς επήγαν όλοι οι περίτου Γενουβήσοι εις την Αμμόχουστον και απού μείναν ήτον ολίγοιν, εννοιάστησα να την δράξουν Μαχ. 4922· Έδραξεν (ενν. ο Βελισάριος) κάστρη και λαόν εκ το νησίν εκείνον,| όλον τριγύρου το νησίν εποίκεν εδικόν του Διήγ. Βελ. 204. 3) (Προκ. για λόγια) αποσπώ, παίρνω λόγια: Λέγει και συντυχαίνει του, ίνα τον δράξει λόγια Ιμπ. 755. Β´ (Αμτβ.) τρέχω: Ω νιότη, όνταν σε θυμηθώ πως μέλλει να σε χάσω,| δράσσω και με τα τέσσερα να σώσω να σε πιάσω Ch. pop. 478· Όμως τινές εκ τον λαόν από τα πεζικά τους| εδράξασιν Χρον. Μορ. H 1687.εξαναλώνω.- Το μτγν. εξαναλόω.
Καταβροχθίζω: τους κάτους με κουδούνια και το μιαρόν ποντίκιν| από κομματίου το δράξουν| και εξαναλώσουσίν το Χρησμ. (Βέης) 1326.εξηγώ,- Μακρεμβ., Υσμ. 20425, Ασσίζ. 5613, 12116, 29411, Διγ. Z 1038, 3764, Πόλ. Τρωάδ. (Πολ. Λ.) 31, Διήγ. πόλ. Θεοδ. 49, Απολλών. 847, Λίβ. Esc. 3140, 3550, 3778, Λίβ. N 3216, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2246, Χρον. Τόκκων 490, 1160, 1240, 3704, Χρησμ. (Βέης) 3420, Φυσιολ. 3381, Θρ. Κων/π. Πολλ. 2503, Μαχ. 22, 121, 389, 8814, 11022, 1301, 15411, 16427, 21011, 22032-3, 26424, 2844, 3244, 41218, 4822, 49022, 5248, 53823, 55624, 56616, 58828, 61627, 65032, 6545, Συναξ. γυν. 470, Διήγ. Αγ. Σοφ. 15411, Σοφιαν., Παιδαγ. 120, Τριβ., Ρε 15, Ιστ. πατρ. 1182,12113, Βακτ. αρχιερ. 211, Διγ. O 2512, Διακρούσ. 11811· ξηγώ, Θησ. Δ΄ [304] (μτχ. μέσ. ενεστ. ξηγώντας), Ασσίζ. 4926, 609, 33120, 35528, Φλώρ. 163, Απολλών. 730, Λίβ. Esc. 3790, Αχιλλ. L 536, Μαχ. 24, 419, 1624, 389, 746, 10031, 11229, 14214, 2141, 27216, 3223, 44831, 51012, 54424, 58018, 62017, 64214, 6444, Θησ. Πρόλ. [133, 154, 272], Β΄ [43], Γ΄ [475], Δ΄ [45], Η΄ [253], Χούμνου, Κοσμογ. 4, Σκλέντζα, Ποιήμ. 12, Γεωργηλ., Θαν. 321, Βουστρ. 439, Αλεξ. 71, 166, 275, Άνθ. χαρ. 2875, 2921, 19, 2942, 2963, Ριμ. κόρ. 747 (κριτ. υπ.), Κορων., Μπούας 39, Τριβ., Ρε 321, Αχέλ. πρόλ. 35, Ζήνου, Πρόλ. Πένθ. θαν.2 15, Κυπρ. ερωτ. 2311, 2412, 759, Ευρετ. Ερωτοκρ. 76376, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [460], Δ΄ [213], Ε΄ [1026]· ᾽ξηούμαι, Κυπρ. ερωτ. 9359.
Το αρχ. εξηγέομαι. Η λ. και ο τ. ξηγώ και σήμ. (Δημητράκ., λ. εξηγώ).
Α´ Ενεργ. 1) α) Ερμηνεύω, εξηγώ (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 8): να θωρείς τα υψηλά κι απόκρυφα μυστήρια,| που έχει το μελλάμενον … (παραλ. 1 στ.) και κατά την συνήθειαν σου, σ᾽ εμάς να το ξηγήσεις Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1015]· β) αναπτύσσω, ερμηνεύω: τούτο ένι από τους νόμους τους βασιλικούς και εξηγάται αλατίνικα Ασσίζ. 1725· Αυτού ξηγάται το δίκαιον τον Ρεωμαίου και του Αρμενίου Ασσίζ. 3069· γ) εκθέτω: Ως είχα την ελπίδα μου με του Θεού την χάρη,| εις ρίμα την εξήγησα κι εβγήκα ᾽πού τα βάρη Διακρούσ. 118· δ) διηγούμαι λεπτομερώς, περιγράφω (Η σημασ. στο Βλάχ.): Λέγει, ξηγεί την συμφοράν, κατεμπιστεύεταί την Φλώρ. 521· ε) μνημονεύω, αναφέρω: ήτον πάντοτε εξάκουστος εις αριστειάς μεγάλας·| από γαρ την ανατολήν μέχρι του ηλιού την δύσιν| το όνομάν του εξήγουν το εις όλον γαρ τον κόσμον Διγ. (Trapp) Esc. 1599. 2) Ορίζω, καθορίζω: εις άλλον τσαπίστριν, εκεί οπού ξηγάται ότι ουδέν εντέχεται να πουλήσει Ασσίζ. 12116. Β´ Μέσ. α) «εξηγούμαι», γίνομαι σαφής: Ερώτα πρώτα φρόνιμα από πολλών πραγμάτων,| τότε ξηγώντας έρχετον κι ερώτα για την κόρην Θησ. Δ΄ [304]· β) ερμηνεύω, αναπτύσσω: ο θείος Ζωναράς εξηγείται ταύτην την έννοιαν καταλεπτώς Ιστ. πατρ. 19515· γ) εκθέτω, διηγούμαι· περιγράφω (Βλ. και L‑S, λ. εξηγέομαι IV): να σας εξηγηθώ την απιστίαν τους Γενουβήσους μέσα εις τους λας οπού ᾽σαν έξω της χώρας Μαχ. 42633· τας εκείθεν ηδονάς …| … τίς εξηγηθεί και τίς λεπτολογήσει; Καλλίμ. 804.κάμνω,- Θησ. (Foll.) I 21, 27, 94, Κορων., Μπούας 42, 44, 50, 54, 74, Κυπρ. ερωτ. 418, 1611, Ιστ. Βλαχ. 446, 745, 806, 1670, 1727, Τζάνε, Κρ. πόλ. 17119, 23123, 2531, 25513, 2764, κ.π.α. αόρ. έκαμα, Κορων., Μπούας 4, 65, Πανώρ. Β΄ 456, 501, Γ΄ 13 477, Δ΄ 310, Ερωφ. Α΄ 633, Δ΄ 185, 252, 279, 366, 451, Ερωτόκρ. Β΄ 1564, Γ΄ 64, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1841, 19216, 19914, 2356, 23725, 2441· αόρ. έκανα, Αχέλ. 708, 1008, Ζήν. Β΄ 33, Ερωτόκρ. Α΄ 131, 623, 876, 894, 1068, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [1196], Τζάνε, Κρ. πόλ. 15513, 23425, 49013, 51815, 5308· κάνω, Πανώρ. Α΄ 180, 273, Γ΄ 26, 35, 369, Ερωφ. Α΄ 40, 106, Β΄ 413, Δ΄ 100, 371, Ερωτόκρ. Β΄ 676, Γ΄ 1118, 1122, 1182, 1677, Θυσ.2, 262, 678, 747, 1024, μτχ. παρκ. καμωμένος, Πανώρ. Β΄ 302, Γ΄ 63, 72, Ε΄ 64, 86, Ερωφ. Α΄ 471, 530, Β΄ 47, Δ΄ 11, 158, 186, Ερωτόκρ. Α΄ 1384, Β΄ 259, 1589, Γ΄ 391, Ε΄ 1012, Φορτουν. Δ΄ 116, 271, 485, Ε΄ 192, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2043, 42129, 43712, 45314, 45910, 49511.
Το αρχ. κάμνω. Οι τ. κάνω και καμωμένος και σήμ.
1) Πράττω, ενεργώ, δρω: Δάση, βουλή μού δώσετε, βρύση, λαγκά κι αόρη,| το τι να κάμω σήμερο με τη δική μου κόρη Πανώρ. Β΄ 236· οι άρχοντες που μάχονταν, εκάμαν σαν λιοντάρια Αχέλ. 1484· με τούτους εσυντύχαινε νύκτας και τας ημέρας,| ωσάν κάμνουν οι φίλοι οι καλοί και οι σπλαχνικοί πατέρες Συναξ. γυν. 120· Πάλιν έρχισαν οι σεισμοί κι εκάναν καθ’ ημέραν,| ούτε την νύκτα επαύασι, ούδε όλην την ημέραν Διήγ. ωραιότ. 887. 2) Εκτελώ, πραγματοποιώ: αγάπα τους ως φίλους σου, κάμνε το θέλημά ντους Σπαν. A 111· Να κάμομεν ταξίδια όπου και αν μας ορίσεις Διγ. (Trapp) Esc. 1286· Εδά να μη τζ’ εκάμασι το πράμ’ απού φοβούμου Πανώρ. Β΄ 64. 3) Καλλιεργώ: άνθρωπον εύρε κάμνοντα την γην με το ζευγάριν Καλλίμ. 1486· να υπάγει ... να κάμει τα αμπέλια μου Ασσίζ. 1568. 4) Φροντίζω να γίνει κ.: Κάμε, αφέντη, μην αργείς να ’ρθείς να τση μιλήσεις Θυσ.2 297· κάμε περίσσα να χαρείς, σα δεις το σκοτωμό μου Πανώρ. Β΄ 445· Έτσ’ έκαμα κι επιάσασι τον άπιστο αυτόνο και σφαλισμένο τον κρατώ Ερωφ. Δ΄ 219· γονάτισε να τονε προσκυνήσεις| και ταπεινά τα πόδια του κάμε να του φιλήσεις Πανώρ. Αφ. 24. 5) Κατασκευάζω: Να σας θωρούν οι κορασές κι οι νιοι να σας τιμούσι,| τζόγιες να κάνου μετά σας όμορφες να φορούσι Πανώρ. Ε΄ 400· όταν εγύρισαν τους τοίχους απάνω να κάμουν τον πρώτον πάτον Διήγ. Αγ. Σοφ. 152. 6) Επεξεργάζομαι: όλο το μάλαμα το καμωμένο εις τη δουλειά εις όλη τη δούλεψη του άγιου Πεντ. Έξ. XXXVIII 24. 7) Σχηματίζω: Κι οπίσω φτάνου τα χοντρά και τα λιγνά (ενν. καράβια) και μπαίνου κι ένα κουλούρι εκάμανε στο πέλαγος και δένου Τζάνε, Κρ. πόλ. 4448. 8) Χτίζω: κάνουσιν εκεί μίαν εκκλησίαν της Θεοτόκου Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 409· οι Φράγκοι κάνουσι φορτί εκεί Τζάνε, Κρ. πόλ. 4201. 9) (Προκ. για γραπτό κείμενο) συντάσσω: όταν θέλουν να κάμουν διαθήκην Βακτ. αρχιερ. 144· να κάμνουν επικήδεια διά τον καλόν μου φίλον Λίμπον. 64· Ήτονε η επιστολή ρωμαίικα καμωμένη Τζάνε, Κρ. πόλ. 19817. 10) Δημιουργώ: Το φως το πρώτον έκαμεν (ενν. το πνεύμα τον Θεού) κι ονόμασέν το ημέραν Χούμνου, Κοσμογ. 17· είπαν (ενν. ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα) να κάμουν άνθρωπον να ’χει ψυχήν και σώμα Πικατ. 418· Ωσάν εκείνο πελελό δεν έκαμεν η φύση Πανώρ. Γ΄ 446· Διαμάντε και ρουμπιά, μαργαριτάρια| κι όλες τσι πέτρες τσ’ άλλες μοναχός σου| πως κάνεις όλοι βλέπομε καθάρια Ερωφ. Δ΄ 728· πολλά πρικοί αναστεναμοί εσμίγασιν ομάδι,| συχνιά βροχούλα κάμασι κι ήβρεχε στο λαγκάδι Ερωτόκρ. Γ΄ 1738· μια κάποια λίγη πεθυμιά εσήκωσε το νου μου| και δυο φτερούγες ήκαμε μέσα στου λογισμού μου.| Τούτες στον ουρανό πετού Ερωτόκρ. Α΄ 332· Έκαμε (ενν. ο πόθος) κλώνους τρυφερούς και ρίζες στην καρδιά μου Πανώρ. Γ΄ 609· (τριτοπρόσ.) κάνει άνεμο (γαρμπίνο), σεισμό = φυσά, κάνει σεισμό: εκεί οπού ελειτουργούσα έκαμε έναν σεισμόν φοβερόν Διήγ. πανωφ. 55· τους σεισμούς οπού ήκανε Διήγ. πανωφ. 56· ολίγον άνεμο ’καμε κι η θάλασσα φουσκώνει Τζάνε, Κρ. πόλ. 2021· αρχίζει κάμνει και άνεμο και οι σεισμοί κρεσέρου Διήγ. ωραιότ. 191· όλο γαρμπίνους ήκανε και λίγο (έκδ. καλίγο· διορθώσ.) και δαμάκι Διήγ. ωραιότ. 875· κάνει θάλασσα = φουρτουνιάζει: η ξέρη ... έναι ρέτζια ρέτζια με την θάλασσαν και ωσάν φύγει η θάλασσα, φαίνεται και ως διά ολίγην θάλασσαν οπού να κάμνει, γελά Πορτολ. A 427. 11) Προορίζω: Τα κάλλη σου είναι μοναχάς γι’ αγγέλους καμωμένα Πανώρ. Β΄ 302· Πονεί μου μέσα στην καρδιά σαν να ’ναι καμωμένη| να βρίσκεται αιχμάλωτη και παραπονεμένη Διακρούσ. 11126. 12) Αποκτώ: λογιάζετε κι αγαφτικό κάνετε μπλιο κανένα; Πανώρ. Δ΄ 60· ούτως κάμνουσιν πτερόν, μανθάνουν να πετούσιν (ενν. τα πουλία) Φυσιολ. (Legr.) 663. 13) (Προκ. για απογόνους) γεννώ: παιδιά να κάμεις όμορφα, να δεις κλερονομιά σου Πανώρ. Γ΄ 159· είχε δε λύπην εις όλην του την ζωήν, πως δεν έκαμνε παιδίον Διγ. Άνδρ. 3664. 14) (Προκ. για καρπό) παράγω: Ο πεύκος μέγα δένδρο έν’, αλλά καρπόν ου κάμνει·| το στάχυ έν’ μικρούτσικον, είδες καρπόν τόν κάμνει Ερωτοπ. 181, 182. 15) Καθιστώ: άλλους φονεύουν στην αυλήν κι άλλους εκάμαν σκλάβους Τζάνε, Κρ. πόλ. 23921· φίλους κάμνει τους εχθρούς, την μάχη κάμνει ειρήνην Ιστ. Βλαχ. 1434· ευθύς τον κάμνει πελελόν, την φρόνεσίν του χάνει Περί ξεν. A 68· ήκαμες άθη κόκκινα το αίμα τση καρδιάς μου Πανώρ. Δ΄ 336. 16) Διαμορφώνω (σωματικά): ως τη σήμερο δεν έχει παντρεμένη| μ’ όλον οπού ’ναι δότομη γυναίκα καμωμένη Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 285· οι χρόνοι αυτόνο| δότομο τον εκάμασι Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 606. 17) Καταντώ κάπ.: υπήγε στο Βυζάντιον μαζίλης καμωμένος,| ωσάν αυτός δεν ήθελε, ήτον ονειδισμένος Ιστ. Βλαχ. 757· Θωρείς με απού τα βάσανα πώς είμαι καμωμένος Πανώρ. Α΄ 398. 18) Προσποιούμαι: αν πει και τίποτας, κάμε πως δε γροικούμε Στάθ. (Martini) Β΄ 123· τον αρρωστάρην ήκαμε κι ο κύρης το πιστεύγει Ερωτόκρ. Α΄ 2047· ο πασάς με πονηριά μεγάλη έκανε πως μισσεύει αγάλι αγάλι Λεηλ. Παροικ. 270· ήκανε πως στη Σίφνο οδεύγει Λεηλ. Παροικ. 212. 19) Συγκροτώ, οργανώνω· (προκ. για γάμο τελώ): ως έμαθεν ο βασιλέας ότι φουσσάτα κάμνεις ... Χρον. Μορ. H 3755· Μίαν συντροφιά εκάμανε παπαδοκαλογέροι Τζάνε, Κρ. πόλ. 15411· έκαμεν αρμάδα μεγάλη Ιστ. πατρ. 1255· εκάμνασιν τον παρλαμά κι επαίρναν την βουλήν τους Χρον. Μορ. H 4402. 20) Τακτοποιώ, διευθετώ: ύστερα τσ’ άλλες σου δουλειές και τα χαρτιά σου κάμε Φορτουν. (Vinc.) Ε΄ 394. 21) Κατορθώνω: Μα ’δά δεν κάνεις τίβοτας, αν ήπιες και φαρμάκι Πανώρ. Ε΄ 202· τα κλάηματά σου| δε σου λιγαίνου τσι καημούς και δώρος τση καρδιάς σου| δεν κάνουσι Πανώρ. Α΄ 233. 22) Πετυχαίνω: Στην κόλασην το βλέμμασ σου με λάμνει| και σύρνει με το δειν να με κρεμμίσουν,| άλλον η πίστη μ’ από σεν δεν κάμνει Κυπρ. ερωτ. 10045. 23) Εφευρίσκω: τον πτωχόν τον νοικοκύρην| κάμνουν τρόπον να τον δείρουν Συναξ. γυν. 982· κάμε τρόπο, λυγερή, γέλα τους εδικούς σου Ch. pop. 280. 24) Γίνομαι αιτία (να ...): εκείνα που τον κάνουσι συχνιά ν’ αναγαλλιάσει Ερωτόκρ. Δ΄ 611· τση νιότης τσι ξεφάντωσες ποτέ σου μη θυμάσαι,| γιατί με πρίκα μοναχάς σε κάνου πάντα να ’σαι Πανώρ. Γ΄ 342· οπού κατέχει να μιλεί με γνώση και με τρόπο| κάνει και κλαίσιν και γελούν τα μάτια των αθρώπω Ερωτόκρ. Α΄ 930. 25) Συντελώ: Η αγάπη με την ζήλεια αντάμα συμπλεγμένα,| σ’ όποια καρδιά ριζώσουσι, κάμνουν και τιμωρείται Δεφ., Λόγ. 372. 26) Παρακινώ, ωθώ: συχνιά μου παραμάνιζες κι ήλεγες πως σε κάνω| να βάλεις τα βιβλία μου εις την φωτιάν απάνου Ερωτόκρ. Α΄ 1037· λέγοντας μοιρολόγια οπού κάνα τσ’ ανθρώπους μαύρα δάκρυα κι εβγάνα Λεηλ. Παροικ. 245. 27) Αναγκάζω: Η αγάπη το Ρωτόκριτο κάνει να πολεμήσει Ερωτόκρ. Α΄ 591· η αγάπη της πατρίδος του τον κάμνει ν’ αποθάνει Λίμπον. 335· Θέλω την κάμει να το πει κι εκείνη μοναχή τση Ερωφ. Δ΄ 447· Θεός απ’ όλους τσι θεούς κάνω συχνιά και τρέμου Πανώρ. Ε΄ 19· Πολλές φορές μ’ εκάμασι τα κοπελίστικά σου| και ήπια φαρμάκι και χολές για τα κουτσουνικά σου Ερωτόκρ. Γ΄ 97. 28) Προκαλώ: αλάφρωσην εις το κακό οπού ’χε δεν τσ’ εκάμα Ερωτόκρ. Α΄ 678· ήκουσαν τον θόρυβον που εκάμναν οι Ρωμαίοι Χρον. Μορ. H 5404· Γιατί θα κάμεις ταραχή, σα σου το μολογήσω Θυσ.2 123. 29) Προξενώ: μια κόρη σαν εμένα| μικρή, οπού δεν σας έκαμε ποτέ κακό κανένα Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ΄ 108· η ντροπή που μου ’καμε Ερωφ. Δ΄ 627· όταν δεν μπορούν να κάμουσι ζημίαν ... Παλαμήδ., Βοηβ. 32. 30) Συνευρίσκομαι ερωτικά: ένας από τους εδικούς μας άρχοντες εμπήκε εισέ μιας φτωχής σπίτι και επροσπάθησε να κάμει με δαύτηνε με δυναστικόν τρόπον Σουμμ., Ρεμπελ. 169. 31) Ταιριάζω, είμαι κατάλληλος: Στην ευλαβούμενην καρδιάν ο κάθε τόπος κάνει Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [847]. 32) α) Ζω, διάγω: Έτσι κι οι γιάντρες διχωστάς γυναίκες δε φελούσι| κι εκείνες δίχως των αντρώ να κάμου δε μπορούσι Πανώρ. Γ΄ 126· Να δεις στα ξένα, στα μακρά πώς κάνου, πώς περνούσι Ερωτόκρ. Α΄ 1277· τι κάμνει| το αηδόνι μου, τι κάμνει το πουλί μου; Ερωτοπ. 373· β) παραμένω (σε αξίωμα): έκαμε δε ολίγον καιρόν εις τον πατριαρχικόν θρόνον Ιστ. πατρ. 10116· γ) διανύω χρονικό διάστημα (με πρόθεση να κάμω κ.): Μέρες ο δούκας έκαμε οκτώ σωστές να κρίνει Στάθ. (Martini) Γ΄ 56. 33) Δίνω εξαγόμενο, συμποσούμαι: Οκτώ και τέσσερεις και εφτά και δώδεκα, α δε σφάνω,| κάνουσιν όλοι δεκατρείς και πούρι δεν ξεχάνω.| Αφέντης μου μου μήνυσε για τόσους ν’ αρδινιάσω| το δείπνο Φορτουν. (Vinc.) Ε΄ 50. 34) Προσφέρω (ως θυσία) κ.: το πρόβατο το ένα να κάμεις το πουρνό και το πρόβατο το δεύτερο να κάμεις ανάμεσα τα ισπερνά Πεντ. Αρ. XXVIII 4. 35) (Με σύστ. αντικ.) κάνω κάμωμα = (α) κάνω κακή ενέργεια: τι το κάμωμα ετούτο ος εκάμετε; Πεντ. Γέν. XLIV 15· (β) συνευρίσκομαι (ερωτικά): βουρλίζω τους και θέτουν μετά μένα και κάμνω το το κάμωμα και χαίρεται η καρδιά μου Σαχλ., Αφήγ. 847. 36) (Προκ. για αξία πράγματος) υπολογίζω: ό,τι πρέζιον το ’θελε κάμει οπλεγάρεται η ... κερα-Μαρκεζίνα να το πλερώσει Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 1948. 37) Ξεπερνώ (κάπ.): Άφησε να σε κάμει ο φίλος σου από λόγια, με όλον ότι εσού να ημπορείς να τον κάμεις Ξόμπλιν φ. 133r. Φρ. 1) Κάνω αγάπη = συμφιλιώνομαι (συμφωνώ): μόνο αγάπη, αν μπορεις, κάμε μ’ αυτόν (ενν. τον Κωνσταντή) για να ’χεις| ανάπαψιν Διγ. O 275· έκαμε αγάπη με τον βασιλέα της Πόλης Χρον. σουλτ. 5115· αγάπη εκάναμε, φίλους μου θε να τσ’ έχω Τζάνε, Κρ. πόλ. 5795. 2) Κάνω άδεια = επιτρέπω: όρισε τους κιαούσηδες καπικήδες και του εκάμανε άδεια και εδιάβη Χρον. σουλτ. 2728. 3) Κάνω αίματα = σκοτώνω πολλούς, σκορπώ το θάνατο: να κάμω βρύσες αίματα, σωρούς τα σκοτωμένα| κορμιά Στάθ. (Martini) Α΄ 95. 4) Κάνω αλλαξία = αλλάζω: ω χρόνε κακότατε, πόσες αλλαξίες κάμνεις με τους χρόνους σου! Χίκα, Μονωδ. 87. 5) Κάνω αναφορά = καταγγέλλω: Η αιτία της συμφοράς ... ήτον διατί έκαμα ... την αναφοράν διά τον κυρ-Δανιήλ Συναδ., Χρον. 61. 6) Κάνω ανεγάλλιαση = αναγαλλιάζω, χαίρομαι: Δε γράφω τσ’ ανεγάλλιασες της χώρας οπού κάναν,| οπού στολίσαν τρίγυρα και πεύκια χάμαι βάναν| ο γενεράλες να πατεί Τζάνε, Κρ. πόλ. 3447. 7) Κάνω απόκρισιν = απαντώ: Ούτε της βασιλείας σου απόκρισιν να κάμω Κορων., Μπούας 59. 8) Κάνω απόλυση = απολύω, τελειώνω: έκαμε την απόλυση (ενν. ο παπάς) και βγαίνομεν να δούμεν Διήγ. ωραιότ. 393. 9) Κάνω απόφαση = αποφασίζω, κρίνω: Α σου ’φταιξα καμιά φορά, απόφαση άλλη κάμε Θυσ.2 815. 10) Κάνω άρμενα = αποπλέω, κάνω πανιά: προς το λιμιώνα, στρατηγοί, τυχαίνει να συρθούμε, ογιά να κάμομ’ άρμενα Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ΄ 88· έκαμαν άρμενα από την Βενετίαν Δωρ. Μον. XVIII· εκάμαν άρμενα, στο πέλαγος εβγήκαν Γαδ. διήγ. 141. 11) Κάνω αρώματα = αρωματίζω, μυρώνω: τα σωθικά εξήβαλαν και αρώματα του κάνουν Πόλ. Τρωάδ. 697. 12) Κάνω ασκημάδι = ατιμάζω: Θε να κάμεις του κυρού εις την τιμή ασκημάδι Ερωτόκρ. Β΄ 183. 13) κάνω βίγλα = βιγλίζω, φρουρώ: απάνω στο νησί ... έχει σημάδι ένα κεφάλι άπου κάμνουν οι κουρσάροι τη βίγλα Πορτολ. A 18315. 14) Κάνω βοήθεια = βοηθώ: ήρθανε και άλλοι αφεντάδες από την Ανατολή και του εκάμανε βοήθεια και συντροφίαν Χρον. σουλτ. 4832. 15) Κάνω βουλή ή βουλ(η)τά = συσκέπτομαι, αποφασίζω: εκεί βουλτά εκάμασι να ρίξουσι μπαλλόττα Γαδ. διήγ. (Wagn.) 143· εκάμασι βουλήν και τον εθανατώσαν Ιστ. Βλαχ. 513· Είντα βουλή να κάμομε, τι στράτα να κρατούμε Γαδ. διήγ. 33. 16) Κάνω βρούχος = βρυχιέμαι: μέγα βρούχος έκαμεν, ως λέοντας εμουγκάτο Πικατ. 539. 17) Κάνω γογγυσιές = γογγύζω, παραπονιέμαι: γογγυσιές μην κάνουν για όνομά τως Τζάνε, Κρ. πόλ. 13917. 18) Κάνω γράμματα = γράφω: Α δε διαβάζω στο χαρτί, γράμματα κάνω πάλι,| που να τα συντηρά κιανείς, να ’χει χαρά μεγάλη Στάθ. (Martini) Α΄ 209. 19) Κάνω δαρμό = δέρνω: άσ’ τη και αυτείνη την κακή μαριόλα κι ήκαμά τση| δαρμό ωσάν τση ετύχαινε Στάθ. (Martini) Β΄ 295. 20) Κάνω δίκαιο = ασκώ, απονέμω δικαιοσύνη: βλέπετε οι άρχοντες να κάμνετε το δίκαιον Γεωργηλ., Βελ. 711. Να κάμνουσι το δίκαιον κι ουχί κανένα φαύλον Κορων., Μπούας 14. 21) Κάνω δικαιοσύνη (και δικιοσύνη) = απονέμω δικαιοσύνη: έχει τον φόβον του Θεού, δικαιοσύνη κάνει Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 55· Καλά περίσσια γροίκησες και κάμε δικιοσύνη Ερωφ. Γ΄ 363· με του Τούρκου το σπαθί να κάμει δικαιοσύνη Αχέλ. 542. 22) Κάνω κάπ. δικό μου = κάνω οικείο: γιατί εδικούς δεν τσ’ έκαμες βάνοντας το παιδί σου| σε χέρια ανθρώπω που ’σανε πάσα καιρόν εχθροί σου; (ενν. οι δυο βασιλιάδες) Ερωφ. Δ΄ 497. 23) Κάνω δόλον = συμπεριφέρομαι δόλια: εφοβήθηκα δε πάλιν| μήπως κείνος κάμει δόλον (παραλ. 1 στ.) και πάρει την βασιλείαν Πτωχολ. P 330. 24) Κάνω δρόμο, οδό = προχωρώ, περπατώ: μεγάλον δρόμον έκαμα, πολλά μακράν επήγα Διγ. A 2514· μέσα σε κάμπους, σε βουνά έκαμνα την οδό μου Διγ. O 2496. 25) Κάνω δύση = δύω: φως άξο απού ποτέ δεν κάμνει δύση Ροδολ. (Μανούσ.) Χορ. γ΄ [6]. 26) Κάνω εκδίκηση = εκδικούμαι: να μπει στην Ερδελίαν, εκδίκησιν να κάνει Σταυριν. 866. 27) Κάνω ελεημοσύνη = λυπούμαι (κάπ.): Ορπίζω, σαν τση δηγηθώ το πως κι εγώ γι’ αυτείνη| σε τέτοια πάθη βρίσκομαι, να κάμ’ ελεημοσύνη Πανώρ. Γ΄ 464. 28) Κάνω εξοδιά = ξοδεύω: σε βίον οπού είχανε, στην εξοδιά που κάναν Τζάνε, Κρ. πόλ. 5211. 29) Κάνω έξοδο = βγαίνω έξω σε «ζητεία»: ζητεί και κάμνει έξοδον να κτίσει μοναστήρι Ιμπ. 515. 30) Κάνω επανέβαση = αυξαίνω: υπήγαν κι έκαμαν επανέβασιν εις το χαράτσιον, φλωρία πεντακόσια Ιστ. πατρ. 1549· 31) Κάνω ευλογητόν = αρχίζω ακολουθία: Ώρα δε του εσπερινού έκαμαν ευλογητόν κατά την τάξιν Ιστ. πατρ. 19111. Περί καθῃρημένων ότι ευλογητόν δεν κάμνουν Βακτ. αρχιερ. 158. 32) Κάνω επιβουλή = επιβουλεύομαι: τότ’ ελόγιασεν επιβουλήν να κάμει| τον Μιχαήλ τον ακουστόν διά να αποκάμει Παλαμήδ., Βοηβ. 1193·. 33) Κάνω ερημία = ερημώνω: ηύρεν ο Τάταρης καιρόν και κάμνει ερημιάν Σταυριν. 1134. 34) Κάνω ευχή = προσεύχομαι: πατριάρχα Αβραάμ, ίσα κάμε την ευχήν σου Συναξ. γυν. 143. 35) (Αμτβ. σε υποτ. με προηγ. το έχω) = έχω δοσοληψίες: όλοι είχασι να κάμουσι με του λόγου της Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 415. 36) Κάνω ζευγάρι = αροτριώ: βόδια οπού είχαν ζεμέναν και έκαναν ζευγάρι και αυτά εξέψυξαν Διήγ. πανωφ. 60. 37) Κάνω θάρρος = ενθαρρύνομαι: εποφάσισα την κοπελιά να πάρω| ετούτη τση κερά-Μηλιάς ογιά να κάμω θάρρος Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 308. 38) Κάνω θλίψη = θλίβομαι: όταν αποχωριστούν, κάμνουν μεγάλην θλίψιν Φυσιολ. (Legr.) 647. 39) Κάνω θνήσιν (μεγάλην) = προκαλώ (πολλούς) φόνους: οι Ούγγροι κατατρέχουν τους, μεγάλην θνήσιν κάμνουν Αργυρ., Βάρν. K 250. 40) Κάνω θρήνο = θρηνώ: τι να πω εκ τους φίλους του, τον θρήνον οπού κάμνουν; Πόλ. Τρωάδ. 655. 41) Κάνω θρόνο = εγκαθίσταμαι επίσκοπος: υπήγεν εις μίαν επισκοπήν αυτού, η οποία ήτον η Κορώνης και εκεί έκαμε θρόνον Ιστ. πατρ. 1438. 42) Κάνω καλή καρδιά = ευχαριστιέμαι: Κάμε λοιπό καλήν καρδιά και μετά μας το χαίρου Ερωτόκρ. Δ΄ 293. με το φαγητόν καλήν καρδιάν εκάμα Αχέλ. 987. 43) Κάνω καλοσύνη = συμφιλιώνομαι: Οι σκοτωμοί που γίνουνται, βαριούνται τσι κι εκείνοι,| τσ’ έξοδες και τσι κούρασες και κάνουν καλοσύνη Ερωτόκρ. Γ΄ 180. 44) Κάνω κανάκια = κανακεύω: όταν σου δείχνει και αγαπά και κάμνει σου κανάκια,| αυτείνη γέμει μέσα της χίλιων λογιών φαρμάκια Δεφ., Λόγ. 407. 45) Κάνω καρδιά = δείχνω θάρρος: αφήνεις το φουσσάτο σου και θες να φύγεις; Αμή κάμε καρδία και σταμάτησε Χρον. σουλτ. 731. 46) Κάνω καρπό = καρποφορώ: να ’σωνα εις τον αθό σου,| όντε κάμνεις τον καρπό σου Αγν., Ποιήμ. Β΄ 24. 47) Κάνω κατασκευή = μηχανεύομαι: τον πασά Καμούτζα, να κάμουνε κατασκευή να τονε πιάσουνε Χρον. σουλτ. 11014. 48) Κάνω κατοικιά = διαμένω, εγκαθίσταμαι: εκάμασίνε κατοικιά πολλήν στο Βενεράτο Τζάνε, Κρ. πόλ. 25812. 49) Κάνω κέρδος = κερδίζω: εδιαγούμεψε και πολύν κέρδος έκαμε και πολλήν σκλαβίαν επήρε Χρον. σουλτ. 2921. 50) Κάνω κεφάλι = επαναστατώ, ξεσηκώνομαι: επήγαν (ενν. οι φυλακωμένοι) και εστάθηκαν έξω, εις την μέση του Άμμου ... και εκεί έκαμαν κεφάλι και εδυναμώθηκαν και επεριπατούσαν φανερά Σουμμ., Ρεμπελ. 190.· 51) Κάνω κλάψιμο = κλαίω, θρηνώ: έκαμαν πολύν κλάψιμον του οσπιτίου τους οι άνθρωποι Διγ. Άνδρ. 41023. 52) Κάνω κομμάτια = κομματιάζω: κομμάτια να με κάμετε εμπρός εις το ντιβάνι Στ. Βοεβ. 41713. 53) Κάνω κόντο = λογαριάζω: κάνω κόντο, κατά πώς ποθές τα ’χω γραμμένα,| πως μου χρωστείς αληθινά τορνέσα ακόμη εμένα Στάθ. (Martini) Α΄ 203. 54) Κάνω κόπο = κοπιάζω: κόπον εκάμασιν πολύν νύκτες και τες ημέρες Θρ. Κύπρ. M 294. 55) Κάνω κουκορέξα = φέρνω δήθεν δυσκολίες: κουκορέξα κάνετε για να σας ξαναπούσι| τούτ’ οι φτωχοί για λόγου σας πως δε μπορού να ζιούσι Πανώρ. Δ΄ 91.· 56) Κάνω κούρσο = κουρσεύω, λεηλατώ: Αμέ το κούρσο που ’καμες εις το Τριβίζο πάλι Κορων., Μπούας 150. 57) Κάνω κρίση = (α) κρίνω· αποφασίζω: Ωσάν με σφάξεις, μην καγώ, μην κάμεις τέτοια κρίση Θυσ.2 891· αυθέντης ο καλός κάμνει δικαίαν κρίση Σταυριν. 691· και σε κολάσει ο Θεός, οπόταν κάμει κρίση Ιστ. Βλαχ. 1878· (β) καταδικάζω: να τον ευρεί| κι απάνω ντου κρίση πρικιά να κάμει Ερωτόκρ. Γ΄ 1172. 58) Κάνω κρισίματα = τιμωρώ: εις τα είδωλά τους έκαμεν ο Κύριος κρισίματα Πεντ. Aρ. XXXIII 4. 59) Κάνω κυνήγι = κυνηγώ: ογιά νά βρει άγριο τίβοτσι, να κάμει το κυνήγι Ερωτόκρ. Β΄ 698. 60) Κάνω λεβάδα = αποπλέω: ο πασάς κάνει λεβάδα.| Σηκώνεται οξοπίσω όλ’ η αρμάδα| και φεύγει από το πόρτο Λεηλ. Παροικ. 609. 61) Κάνω λιμιώνα = πιάνω λιμάνι, αγκυροβολώ: απέσω εις τον κόρφον κάνουν τον λιμιώναν Πορτολ. A 17910. 62) Κάνω λύπη = λυπάμαι: Η μήτηρ του εμαδίζετον, λύπες μεγάλες κάμνει Ιμπ. 186. 63) Κάνω κ. μακελείο = κατασπαράζω: εφάνηκε ένα μέγα θηρίο,| καταπάνω της έτρεχεν να κάμει μακελείο Διγ. O 2412. 64) Κάνω μαλιά = πολεμώ: Πόσους πολέμους και μαλιές με τον Πέρσο ’χα κάμει Ερωφ. Β΄ 383. 65) Κάνω μάτια = γνέφω, κάνω νόημα: των νέων κάμνουν μάτια| και χορεύοντας μιλούσι| με τους άνδρας και γελούσι Συναξ. γυν. 619. 66) Κάνω μαυλισίες = κάνω έκτροπα: διά να μου φέρνουσιν κρασίν, να κάμω μαυλισίες Σαχλ., Αφήγ. 845. 67) Κάνω μάχη = μάχομαι: γίνωσκε, ο δούκας σοι μηνύει| πως κάμνει μάχην κατά σου και σαφώς σοι δεικνύει Κορων., Μπούας 22. 68) Κάνω μάχη για να ... = προσπαθώ πολύ: για να βρουν βοϊδόνευρον έκαμαν πολλήν μάχη Αιτωλ., Μύθ. 382. 69) Κάνω μάχη = αντιμάχομαι, εναντιώνομαι: πάντα του να σε προσκυνά, να μη σου κάνει μάχη Ερωτόκρ. Ε΄ 1268· αδυνατά εντιστένουμου και μάχην ήκανά του Στάθ. (Martini) Β΄ 212· να μη τους έχει έχθρηταν, μηδέ να κάμν’ αμάχη Παλαμήδ., Βοηβ. 416. 70) Κάνω μερτικά = κόβω κ. σε μερίδες: μερτικά τούς κάνασι κι εμαγειρεύγασί τσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 44114. 71) Κάνω μετάνοια = γονυπετώ: ο γέροντας ήκαμε μετάνοια του αγγέλου και λέγει Αποκ. Θεοτ. II 5. 72) Κάνω μέτρος = ενεργώ με προσοχή, παίρνω μέτρα: εσύ, είντα μέτρος ήκαμες σ’ ετούτα που μου λέγεις; Ερωτόκρ. Α΄ 201. 73) Κάνω μίνα = βάζω φουρνέλο: ήτο πέτρες ριζιμιές και δεν εκάναν μίνα Τζάνε, Κρ. πόλ. 48020. 74) Κάνω ναβάλα = ναυμαχώ: σαν εκόντεψαν, εκάμασι ναβάλα| κι εχύθηκεν απάνω τους πεζούρα και καβάλα Ιστ. Βλαχ. 187. 75) Κάνω νάτο = ειδοποιώ: ο Σολιμάνος τωνε κάνει νάτο με το χέρι ντου Ερωφ. Ιντ. γ΄ 64. 76) Κάνω νεκρανάσταση = «κάνω θαύμα»· πραγματοποιώ κ. ανέφικτο: Ήρθεν κι ο φίλος και θωρεί το φίλο σ’ άλλα φύλλα| κι εκάμα νεκρανάσταση της Αρετής τα μήλα Ερωτόκρ. Α΄ 2102. 77) Κάνω νερό = προμηθεύομαι νερό, υδρεύομαι: νερό πάει να κάμει| κι εμπαίνασι στο Κέφαλο να ’βρωσι το ποτάμι.| Κι εμπαίνασι τα κάτεργα εκεί για να γεμίσουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 33823· Τζάνε, Κρ. πόλ. 3376. 78) Κάνω νίκη = νικώ: Ο Σαν-μπασας ελόγιαζεν τότες πως νίκη κάνει Τζάνε, Κρ. πόλ. 3471. 79) Κάνω κάπ. ντροπή = προξενώ ντροπή, ντροπιάζω: Όντε γυρέψειν ήθελα να πάρω την τιμή σου| γή σκιάς ελίγην εντροπή να κάμω στο κορμί σου ... Πανώρ. Β΄ 326. 80) Κάνω ομάτζια = τιμώ: αρχάζουν οι άπαντες λίζοι του πριγκιπάτου και κάμνουσιν ομάτζια στον πρίγκιπαν εκείνον Χρον. Μορ. H 7890. 81) Κάνω ομολογία = δίνω μαρτυρία: Περί ανηλίκου αν κάμει ομολογίαν, δεν στέργεται Βακτ. αρχιερ. 135. 82) Κάνω ομόνοια = συμφιλιώνομαι, ομονοώ: εις το καστέλι ο αγάς κι οι άλλοι Τούρκοι εμπήκαν| κι εκάμασι ομόνοια ογιά να πολεμήσουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 35013. 83) Κάνω όξω τον νου = αδιαφορώ: φέρνει (ενν. ο πτωχός) τσι μαρτύρους και δε θέλουσίνε να τσι ’ζαμινάρει ο νοδάρος, γιατί έχει φαβόρε και μιλούσινε του νοδάρο και κάνει όξω του νου Κατά ζουράρη 121. 84) Κάνω οπίσω= υποχωρώ: είπασι των αλλωνών οπίσω για να κάμουν,| Νικόλαος κι Αλέξανδρος ομπρός διά να δράμουν Αλεξ. 347. 85) Κάνω ορδινία = δίνω διαταγή: σηκώσου, φρόντισε και κάμε ορδινίαν,| μάζωξε τα φουσσάτα σου από την επαρχίαν Ιστ. Βλαχ. 975. 86) Κάνω ορισμό = ορίζω: ορισμόν έκαμαν ότι παιδί χριστιανού γράμματα να μηδέν μανθάνει Χρον. 307. 87) Κάνω όρκο = ορκίζομαι: όρκον αν έκαμες τινός, να μη τον αθετήσεις Ιστ. Βλαχ. 1430. 88) Κάνω ορμή = ορμώ: Βουλήν επήρασιν ομοιώς το γένος το αλβάνι,| να κάμουν πράξιν και ορμήν να μπουν εις την Λευχάδα Χρον. Τόκκων 58. 89) Κάνω όφελος = ωφελώ: ογιά λόγου σας όφελος ... (θέλετε) κάμει Ερωφ. Ιντ. γ΄ 74. 90) Κάνω παντρειά = παντρεύομαι: παρά να πω ποτέ το ναι και παντρειά να κάμω Ερωτόκρ. Ε΄ 490. 91) Κάνω παραίτηση = παραιτούμαι: ο πατριάρχης ... έκαμεν παραίτησιν Μ. Χρονογρ. 3637. 92) Κάνω παράκληση = παρακαλώ, δέομαι: κάμνοντας παράκλησες έγιν’ ιατρεμένη Θρ. Κύπρ. K 486. 93) Κάνω παρανομίας = παρανομώ: πολλάς αδικίας και παρανομίας έκαμεν Χρον. 307. 94) Κάνω παρατήρημα = κάνω διαπιστώσεις: τέτοια παρατηρήματα μην κάνεις απατή σου Ερωφ. Ε΄ 294. 95) Κάνω Πάσχα = γιορτάζω το Πάσχα: να κατοικήσει μετά σεν ξένος και να κάμει Πάσχα του Κύριου Πεντ. Έξ. XII 48. 96) Κάνω πέτρα την καρδιά = υπομένω, είμαι καρτερικός: να κάμει πέτρα την καρδιά, να μη του δώσει πόνους Διακρούσ. 1035. 97) Κάνω πιλάλα = μετέχω σε ιπποδρομίες: έγινε μέγας φόνος εις τους χριστιανούς ένας από τον άλλον εις το Ιπποδρόμιον ... εις την ημέραν οπού είχαν συνήθειαν οι χριστιανοί και έκαμαν πιλάλα Διήγ. Αγ. Σοφ. 14716. 989) Κάνω πόλεμο = πολεμώ: κάμνουσι πόλεμον φρικτόν αμφότερα τα μέρη Γεωργηλ., Βελ. 319. 99) Κάνω πράξη = ενεργώ: Βουλήν επήρασιν ...| να κάμουν πράξιν και ορμήν να μπουν εις την Λευχάδα Χρον. Τόκκων 58. 100) Κάνω προκοπή = φροντίζω, προσπαθώ: δεν εκάμαν προκοπήν να τρέξουν να τους πιάσουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 50711. 101) Κάνω προφητεία = προφητεύω: Μία γυναίκα μάγισσα ...| ... έλεγε πως κάμνει προφητείες Αιτωλ., Μύθ. 802. 102) Κάνω σημάδι = (α) δίνω σήμα, ειδοποιώ: περίσσες σάλπιγγες σημάδιν τούς εκάμαν Αχέλ. 1007· Με την καρδιά της ήκαμεν σημάδι του δεξιώτη Απόκοπ. 417· (β) φέρνω απόδειξη, τεκμήριο: τ’ αμμάτια του τους όρισε κι εβγάλα (παραλ. 3 στίχ.) και πλια άγριος μέσα στη χαρά των έκαμε σημάδι Ερωφ. Ε΄ 155· 103) Κάνω σκόλη = ησυχάζω: τούτος με την ρήγισσα ουδέν εκάμναν σκόλη Τριβ., Ρε 254. 104) Κάνω τον σταυρόν μου = σταυροκοπιέμαι: έτρεξε καταπάνω του και κάνει τον σταυρόν του| και το θηρίον είδεν τον και τρέχει εις αυτόν του Δαρκές, Προσκυν. 89. 105) Κάνω στοίχημα = στοιχηματίζω: τούτο σε κάμνω στοίχημαν Αχιλλ. L 118. 106) Κάνω στράτα = (α) προχωρώ, βαδίζω: Ω πόσην στράταν έκαμα στ’ όρος ή στο λιβάδι Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [1]· (β) (Ππροκ. για άστρα) ακολουθώ τροχιά: Ποια στράτα τ’ άστρη κάνουσιν, ποιον κύκλον το φεγγάρι Ιντ. κρ. θεάτρ. Β΄ 35. 107) Κάνω σύβαση = συμβιβάζομαι, συμφωνώ: Σύβασες να μας κάμουνε, καράβια να μας δώσου Τζάνε, Κρ. πόλ. 3853· 108) Κάνω συμβουλήν = αποφασίζω: παρευθύς επρόσταξε να δράμουν να τους βρούσι,| δεμένους να τους φέρουσι και πλιο να μην αργούσι,| εκείνους οπού εκάμασι την συμβουλήν του φόνου Λίμπον. 443. 109) Κάνω συμβούλιο = συσκέπτομαι, συνεδριάζω: το πού να κρούσουν πρότερα συμβούλιον εκάμα Αχέλ. 298. να κάμουνε συμβούλιο πώς έχουνε να διάξουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 33523. 110) Κάνω συμπεθεριό = συμπεθεριάζω: να βουληθεί με βασιλιό συμπεθεριό να κάμει Ερωτόκρ. Γ΄ 1032. 111) Κάνω συντροφία = συντροφεύω: ήρθανε και άλλοι αφεντάδες από την Ανατολή και του εκάμανε βοήθεια και συντροφίαν Χρον. σουλτ. 4832. 112) Κάνω ταΐνι = ταΐζω: να τον κάμουν και ταΐνι| έν’ αφράτο παξιμάδι| και κρασάκι μίαν κούπα Πτωχολ. B 121. 113) Κάνω (κάπ.) ταίρι (μου) = παντρεύομαι κάπ.: να τη ζητήξ’ ο δουλευτής για να την κάμει ταίρι Ερωτόκρ. Γ΄ 799. 114) Κάνω τάξιν = επιβάλλω την τάξη: του τόπου προς κυβέρνησιν τάξιν να κάμν’ αρχίζει (ενν. ο Σινάν μπασιάς) Παλαμήδ., Βοηβ. 340. 115) Κάνω τελειοσύνη = φτάνω ως τα άκρα: να διω αν σαν την κραυγή της, οπού ήρτεν προς εμέν, έκαμαν τελειοσύνη Πεντ. Γέν. XVIII 21. 116) Κάνω τέλος στην ζωή μου = αυτοκτονώ: μετ’ αυτείνον έκαμε τέλος εις την ζωή της (ενν. η νένα) Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [1165]. 117) Κάνω τιμή = (α) τιμώ: πολλήν τιμήν τον κάμνεις Πτωχολ. B 93. (β) λογαριάζω (προκ. για απόσταση): κάμε τιμή της πούντας πλωρήσια γ΄ Πορτολ. A 21322. 118) Το κάνω = συνουσιάζομαι: ύστερα, σαν της το κάμει| και το αίμα της να δράμει,| τότε με τα ψέματά της| δείχνει τον την παρθενιά της Συναξ. γυν. 675· τό επεθύμα η Μαξιμού, γοργόν τής το εποίκα·| κι απήτις της το έκαμα εγώ της Μαξιμούς της κούρβας ..., Διγ. (Trapp) Esc. 1567. 119) Κάνω τόνο = ρυμουλκώ: αν είσαι καταβολάρης, εγνώριζε ότι με την τρεμουντάνα δεν ημπορείς να σηκωθείς, αμή τυχαίνει να κάνεις τόνον έσω εις το ακρωτήρι Πορτολ. A 19513. 120) Κάνω φιλία = (α) γίνομαι φίλος: έκαμεν ένας αετός με αλεπού φιλίαν Αιτωλ., Μύθ. 11· (β) αγαπιέμαι (ερωτικά): αν το θέλεις, λυγερή και κάμομεν φιλίαν Ερωτοπ. 290. 121) Κάνω φοβέρες = φοβερίζω: έκαμε και μεγάλας φοβέρας εις εκείνους οπού να πειράζουν Μ. Χρονογρ. 3711. 122) Κάνω φόνο (πολύ ή περισσόν) = σκοτώνω πολλούς: φόνο πολύ και αμέτρητο εκάμανε Τζάνε, Κρ. πόλ. 3493· να κάμει φόνον περισσόν και αιματοχυσίαν Παλαμήδ., Βοηβ. 49. 123) Κάνω χά(ι)δια = κάνω νάζια, φέρνω δήθεν δυσκολίες: Γιαύτος πως δεν παντρεύεται λέγει και χάιδια κάνει Πανώρ. Γ΄ 259. 124) Κάνω χαρές = χαίρομαι: η χώρα ήκανε χαρές,| άφτε φωτοφανίες Τζάνε, Κρ. πόλ. 3829. 125) Κάνω χάρη = χαρίζομαι σε κάποιον: Λιποψυχά ο Ρωτόκριτος κι εκάμασί ντου χάρη| να ’ν’ πρώτος για τον κύρη ντου να τρέξει το κοντάρι Ερωτόκρ. Β΄ 1369. 126) Κάνω χάρισμα = δωρίζω, χαρίζω: ετάξαμε χαρίσματα να κάμομε μεγάλα Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. δ΄ 98. 127) Κάνω χειρότερό μου = οδηγώ τον εαυτό μου σε χειρότερη κατάσταση: σ’ όποια μέρη κι α διαβώ, κάνω χειρότερό μου| κι εκεί π’ ολπίζω γιατρικό, πληθαίνω τον καημό μου Πανώρ. Β΄ 1. 128) Κάνω χουγιατά = φωνάζω δυνατά: ν’ αγροικούν τ’ Αγαρηνού τα χουγιατά να κάμνει Τζάνε, Κρ. πόλ. 27111. 129) Κάνω χρεία (σε κάπ.) = χρειάζομαι: Πεντήκοντά ’χε διαλεκτά κομμάτι’ αρτιλαρία,| γιατί πολλά στον πόλεμον εκάμασί του χρεία Κορων., Μπούας 128· άλογα απήρεν (ενν. ο κιβιτάνος) μετ’ αυτόν, όσα του έκαμναν χρεία,| κι εκείσε ολόρθα εδιάβηκεν στον Άγιον Ζαχαρίαν Χρον. Μορ. H 2257. 130) Κά(μ)νει χρεία ή χρήση = χρειάζεται, είναι ανάγκη, είναι απαραίτητο: Απόψε κάνει χρεία| να δείξομε τη δύναμη κι όλη μας την αντρεία Ερωτόκρ. Α΄ 570· δίδει σου (ενν. ο Κύριος) βοήθειαν, όταν σου κάμνει χρεία Ιστ. Βλαχ. 1635· κάμνει χρήσιν να έχει (ενν. ο Σαμαρείτης) Σαρακηνούς μάρτυρας, διότι άλλη μαρτυρία ουδέν αξιάζει Ασσίζ. 5731-581. 131) Κάνω κ. εις χρήσιν = χρησιμοποιώ, αξιοποιώ: στον τόπον που ’τονε το μάλαμα βαλμένο κι εις χρήσιν δεν το έκαμες Αιτωλ., Μύθ. 5818. 132) Κάνω χρησμούς = χρησμοδοτώ: Υπάρχει μάρμαρον γλυπτόν, λευκόν, ωραιότατο| και έχει πάντας τους χρησμούς ους έκαμεν εκείσε Χρησμ. (Βέης) 341. 133) Κάνω χύσιν = ρέω: ευθύς το αίμαν έβρασεν, κάμνει μεγάλην χύσιν Απολλών. 408. 134) Κάνω ψήφος = λαμβάνω υπόψη: και πλάσιν ψήφος δεν κάμνει η κυρά μου Κυπρ. ερωτ. 10921. 135) Κάνω ψήφους = ψηφίζω: τους υπήγαν μέσα ... και έκαμαν τους ψήφους Ιστ. πατρ. 1745. 136) Κάνω τα λόγια κάπ. ψόματα = αποδεικνύω (κάπ.) ψεύτη: Ο Θεός ας κάμει ψόματα τα λόγια τα δικά μου| και να μην έχουν έφελος τα προμηνύματα μου Πανώρ. Ε΄ 281. 137) Κάνω ψυχικό = ελεώ: εγώ ... κάμνω ψυχικόν εις τον βασιλέαν Ιστ. πατρ. 16716. 138) Κάνω μάκρος = μακρηγορώ: διά να μην κάνω μάκρος ..., διατούτο σιωπώ Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 56r. Το ουδ. της μτχ. του ενεστ. σε θέση ουσιαστικού = ενέργειες, πράξεις: πάσα είς τό θέλει ευρεί κατά τα κάμνοντά του Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 334.κανδήλα- η, Βίος Αλ. 5645, Φλώρ. 1349, Ερωτοπ. 566, Χρησμ. VIII 1, Χρησμ. (Βέης) 132, Κώδ. Χρονογρ. 5812, Παϊσ., Ιστ. Σινά 382, 449, 813· καντήλα, Προδρ. II Η 42e, Ερωτοπ. 339, Αλφ. 1166, Ζήνου, Βατραχ. 301, Ch. pop. 772, Ύμν. Παναγ. 1292.
Το μτγν. ουσ. κανδήλη. Ο τ. και σήμ.
Είδος λυχνίας, σκεύος φωτιστικό: εκρέμασεν εκεί κανδήλα αργυρή Ιστ. πατρ. 2023· εποίκεν πολλάς λαμπάδας κερένας χονδρές και γ΄ καντήλες αργυρές Μαχ. 1026· κρέμανται επάνωθεν φούσκαι κανδήλαι δέκα Παϊσ., Ιστ. Σινά 447. Η λ. ως τοπων.: Χρον. Τόκκων 777, 786, 789, 821, 946, 2284.κάπα- η, Σπανός (Eideneier) A 520, 522, Πουλολ. (Τσαβαρή) 625, Χρησμ. IX 8, Χρησμ. (Βέης) 148, 14, Μαχ. 67430.
Το λατ. cappa. Η λ. και σήμ.
Φαρδύ, χοντρό πανωφόρι: κάπα μου, όνταν σ’ έθεκεν η Βλάχα να σε ’φάνει Προδρ. IV 259· εβγήκεν ο πρώτος κατακόκκινος· όλος σαν κάπα μαλλιαρή και έκραξεν το όνομά του Εσαύ Πεντ. Γέν. XXV 25.καπάτος- ο, Χρησμ. (Βέης) 1424.
Από το ουσ. κάπα και την κατάλ. ‑άτος. Η λ. στο Meursius.
Που είναι ντυμένος με κάπα: να τον ενδύσουν κάπαν.| Και να δείτε τους καπάτους| πως τραβούσιν τα μαλλιά τους Χρησμ. IX 9.καρακάξα- η.
Από τον ήχο της φωνής του πτηνού (Rohlfs, Et. Wört. 213 και Καλογερά, Ηχοπ. λέξ. 76). Βλ. όμως και Γεωργακ., ΑΘΛΓΘ 1, 1934/35, 271-3 και Ανδρ., Λεξ., καθώς και Δειν., Αθ. 33, 1921, 201. Για τη λ. βλ. επίσης και S. Nicosia, Misc. Neogr. III σελ. 196-7.
Κίσσα: Αποπάνω από τα όρη| καρακάξες καταβαίνουν Χρησμ. (Βέης) 1428.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- ο, Διγ. (Καλ.) A 4732, Χρησμ. (Trapp) VII 11, X 22, Χρησμ. (Βέης) 1437, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́́ 338.