Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Φυσιολ. V

  • αναπτύσσω,
    Ιερακοσ. (Hercher) 3853, 40212, 43130, Φυσιολ. (Zur.) VIII 17.
    Το αρχ. αναπτύσσω.
    1) (Πρόκ. για στόμα) ανοίγω (Η χρήση ήδη μτγν., L‑S): αναπτύξας το στόμα του ιέρακος διάχριε την υπερώαν αυτού επιμελώς Ιερακοσ. 3853. 2) (Προκ. για πληγή) σχίζω, διανοίγω: η τούτων μήτηρ εαυτής την πλευράν αναπτύσσει και τα αίματα αυτής στάζονται επί τα νεκρά σώματα των νοσσών αυτής και εγείρει αυτά Φυσιολ. VIII 17. —Συνών.: ανοίγω Α2β.
       
  • αποστάτης
    ο, Βίος Αλ. 1891, 3951, Ιστ. Ηπείρ. XXIV3-4, XXVI9, XXVIIΙ7, Φυσιολ. (Zur.) VIII 414, Ιστ. πολιτ. 2210· αποστάτας, Φαλιέρ., Λόγ. 52, Δεφ., Λόγ. 52, Κατζ. Πρόλ. 33.
    Το μτγν. ουσ. αποστάτης. Ο τ. αποστάτας από επίδρ. του ίταλ. apostata· βλ. και Λαμπρινός (Ελλην. 33, 1981, 274-5). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) α) Επαναστάτης (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. I): Τον Μακεδόν’ Αλέξανδρον, τον παίδα του Φιλίππου, | αποστατούντ’ ανέμαθον συν Μακεδόσι πλείστοις (παραλ. 2 στ.)· Λαβόντες ουν αυτόν υμείς αγάγετε το τάχος | μηδέν κατεργασάμενοι κακόν ως αποστάτην Βίος Αλ. 1891 (βλ. και αντάρτης 1, αντιστάτης 1)· β) (προκ. για το διάβολο) (Η σημασ. μτγν., Lampe, Lex. στη λ. 1α): η δε καλιά αυτού ο παράδεισος, ο δε όφις ο αποστάτης διάβολος Φυσιολ. VIII 414 (βλ. και αντίπαλος 2, αντιστάτης 3). 2) (Επιθετ.) απείθαρχος, ανυπάκουος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): Και αποστάτα κι άδικο κι άσπλαχνο μ’ ονομάζου Κατζ. Πρόλ. 33 (βλ. και αντιστάτης 2, απαίδευτος 2, άπιστος Α1γ). 3) (Προκ. για άνθρωπο που αρνείται τη θρησκεία του) αρνησίθρησκος (Η σημασ., μτγν., Lampe, Lex. στη λ. 2 και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): τον άγιον τον φοβερόν μάρτυρα τον Νικήτα, | υιόν του Ιουλιανού, του παράνομου αποστάτα Δεφ., Λόγ. 52.
       
  • κάμακος
    ο, Φυσιολ. V 173.
    Από το ουσ. κάμαξ. Η λ. στο Φιλοστόργιο (L‑S Κων/νίδη Συμπλ.). Τ. καμάκα η, στο ποντιακό ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.).
    Παλούκι, στήριγμα (Πβ. Κουκ., ΒΒΠ Ε΄ 434): μένων ουν ο άνθρωπος εν τῳ θελήματι του Θεού και άνω έχων τον νουν αυτού, ώσπερ το κλήμα κρεμάμενον και τοις καμάκοις Φυσιολ. (Zur.) LIV20.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης