Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- απόκυος,
- επίθ., Φυσιολ. B 524 (διάφορ. γρ. ευτόκιον, εντωκίω· Μουστοξύδης διόρθ. ωκυτόκιον, βλ. κριτ. υπ. και Krumb., BZ 4, 1895, 180).
Πιθ. από την πρόθ. από και το κυέω‑κύω. Για την από ως α΄ συνθ. βλ. αποβάφω (ετυμολ.).
Που ευκολύνει τη γέννα: λαμβάνει αυτός λίθον τον απόκυον και αναφέρει αυτόν εν τῃ κοιλίᾳ αυτού και ευκόλως γεννά Φυσιολ. B 524 (διάφορ. γρ. ευτόκιον, εντωκίω· Μουστοξύδης διόρθ. ωκυτόκιον, βλ. κριτ. υπ. και Krumb., BZ 4, 1895, 180).αποτελώ,- Προδρ. IV 132 (χφ G) (κριτ. υπ.), Μανασσ., Χρον. 229, Ελλην. νόμ. 5657, 26, 29, Ιερακοσ. 34721, 47418, Ερμον. Ζ 3, Φυσιολ. B II15, Δούκ. 33121, Μάρκ., Βουλκ. 3437, 34921.
Το αρχ. αποτελέω. Η λ. και σήμ. από τη λόγια παράδοση.
Συνιστώ, συγκροτώ (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 5): έκαστον γαρ των βαθμών των προσώπων βαθμόν έναν αποτελεί, και απλώς όσαι γενέσεις εισίν, τοσούτοι βαθμοί (ενν. συγγένειας) Ελλην. νόμ. 5657· Φρ. 1) αποτελώ ψόφον = κάνω θόρυβο: μετά το φαγείν τα ψήγματα ψόφον αποτελούσι τα οστά αυτού (δηλ. του ιέρακος) Ιερακοσ. 34721· 2) (προκ. για πτηνό) αποτελώ το ωόν = γεννώ το αβγό Φυσιολ. B 1115· 3) αποτελώ τους όρκους της αγάπης = βεβαιώνω με όρκο την αγάπη, τη συμφιλίωση Ψευδο-Σφρ. 52818 (βλ. και βαβουρίζω).αρκώ,- Βίος Ευθυμ. πατριάρχ. 157, Σπαν. A 34, 434, Σπαν. B 518, Σπαν. V 28, Κομν., Διδασκ. Δ 264, 401, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 36, 368, Μιχ. ιερομ. 18, Λόγ. παρηγ. L 693, Προδρ. I 65, 117, II Η 26η, Προδρ., Κατομυομ. 333, Μανασσ., Αρίστ. I γ΄ 44, Καλλίμ. 1386, 1654, 1836, Ιερακοσ. 3992, 48414, 4907, 4977, Κυνοσ. 59424, Ορνεοσ. αγρ. 5462, Διγ. Gr. ΙΙ 6, IV 491 (έκδ. ηρκέσθη· Τσοπ., Ελλην. 17,1962, 85, προτ. ηρέσθη ή ηράσθη· βλ. και Eideneier Ν., Ελλην. 23, 1970, 309), Διγ. Z 538, 2102, Χρον. Μορ. H 2582, 4116, Χρον. Μορ. P 4159, Εξήγ. πέτρ. 276, Διήγ. παιδ. 263, 357, 815, 981, Διήγ. Βελ. (Cant.) 68, Βίος οσ. Αθαν. 244, Λίβ. P 206, 1554, 1691, 2091, Λίβ. Esc. 450 (κριτ. υπ.), Λίβ. N 1566, 2100, 2706, Φυσιολ. B 1119, Βησσ., Επιστ. 3511, Δούκ. 18128, 1971, 3473, Ριμ. Βελ. 114, 672, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 659, Αιτωλ., Μύθ. 5715, 1072, Ιστ. πολιτ. 699, Διακρούσ. 1002.
Το αρχ. αρκέω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Είμαι αρκετός, είμαι επαρκής, επαρκώ (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. αρκέω III 1 και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): τα γονικά σου πράγματα και η οικοσκευή σου | αρκούν τας θυγατέρας σου να τας εξωπροικίσεις Προδρ. I 65· σώνει ο κόπος ο πολύς, αρκεί η παίδευσή σου Διακρούσ. 1002· βλ. και αποσώνω A3· β) (απρόσ.) είναι αρκετό, φτάνει (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. αρκέω III 5 και σήμ., ΙΛ, στη λ. 1): αρκεί· το λοιπόν βαίνε μη περαιτέρω· ήδη βλέπω γαρ άγγελον ταχυδρόμον Προδρ., Κατομυομ. 333· πάλε ουδέν σε άρκησε να έλθεις εις εμένα (παραλ. 1 στ.), αλλά ήλθες στον αφέντη μου … να επάρεις το βασίλειόν του Χρον. Μορ. H 4116. Βλ. και ακανητός Β απρόσ., αυταρκώ, σώνω. 2) (Μέσ.) μένω ικανοποιημένος, αρκούμαι (σε κ.) (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. αρκέω IV και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): το πλήθος ουκ ηρκήθηκεν εις την βουλήν εκείνη Ριμ. Βελ. 672· Ο μύθος λέγει: οι πτωχοί πρέπει τους να αρκούνται, | ότι οι άρχοντες πολλά τα κίνδυνα φοβούνται Αιτωλ., Μύθ. 5715· Επαίνει πάντα το καλόν, πλην μη αρκεσθείς εν τούτῳ Σπαν. (Λάμπρ.) Va 368· πυκνότερον διήρχοντο (ενν. συγγενείς βασιλέων) του οίκου μου πλησίον, | αλλ’ ουδενί το σύνολον ηρκέσθη ο πατήρ μου Διγ. Gr. IV 491.αρμονία- η, Καλλίμ. 188, Ερμον. Λ 10, Τ 251, Αχιλλ. N 1544, Φυσιολ. (Zur.) III 23, 6, 40, XXXIII 218, Φυσιολ. 36521 (έκδ. αρμογάς· διορθώσ.), Φυσιολ. B 32, 3, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 432, Έκθ. χρον. 3718, Ιστ. πολιτ. 504, Ιστ. πατρ. 12221, Διγ. O 2067· αρμονιά, Σουμμ., Παστ. φίδ. Πρόλ. [76], Γ΄ [130].
Το αρχ. ουσ. αρμονία. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Άρθρωση του σώματος, κλείδωση (Πβ. την αρχ. σημασ., L‑S στη λ. I2): αι αρμονίαι των χειρών και των ποδών αυτής ήρξαντο διαλύεσθαι Έκθ. χρον. 3718· Τούτο το ζώον παμμέγεθες ον παρά πάντα τα ζώα, μη έχον εν εαυτῴ αρμονίαν γονάτων [και διά το μη έχειν εν αυτῴ αρμονίας] ου δύναται κύψαι και νομήν λαβείν ή ύδωρ πιείν Φυσιολ. B 33. Βλ. και αρμογή (I), όρμος 2α. 2) Η ορθή αναλογία, η συμμετρική διάταξη (Η σημασ. αρχ., Δημητράκ., στη λ. 5 και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): ουχ απλώς και τυχερώς είχον (ενν. αι του κάστρου πύλαι) την αρμονίαν Καλλίμ. 188. Βλ. και σόθεμα. 3) Τάξη, ευταξία: Λαός πολύς επήγαινεν ομπρός με αρμονίαν Διγ. O 2067. 4) Αρμονία ήχου (Πβ. τη μτγν. σημασ., L‑S στη λ. IV 1 και τη σημερ., ΙΛ στη λ. 2): Και μ’ αρμονιάν πολλά γλυκειά ψάλλουν και μελωδούσι Σουμμ., Παστ. φίδ. Πρόλ. [76].αρπάζω,- Προδρ. IV 107α (χφ g) (κριτ. υπ.), Μανασσ., Χρον. 580, 3007, 3331, 5252, Καλλίμ. 153, 463, 726, Ορνεοσ. αγρ. 54618, Διγ. A 478, 500, Βέλθ. 1235, Χρον. Μορ. P 15, 4315, Περί ξεν. A 443, Λίβ. P 1942, Λίβ. Sc. 144, Λίβ. Esc. 3424, Λίβ. N 3044, Αχιλλ. N 1717, Φυσιολ. B 105, Ανακάλ. 77, Δούκ. 37713, Αλφ. I 4, III 30, Έκθ. χρον. 216, 495, 7917, Απόκοπ. 432, Συναξ. γυν. 56, Κορων., Μπούας 43, Αιτωλ., Μύθ. 117, Κώδ. Χρονογρ. 51, Ιστ. πολιτ. 216, 6115, 731, Ιστ. πατρ. 1575, Χίκα, Μονωδ. 168, Ιστ. Βλαχ. 2630, 2794, Διγ. Άνδρ. 31316, 35110, Βακτ. αρχιερ. 136, 173, 184, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [966], Ε΄ [1507], Διγ. O 2114 κ.π.α.· απράσσω (αντιγραφ. σφάλμα?), Λίβ. Esc. 1256· αρπάσσω, Αλεξ. 432, 1704, 1952, Κυπρ. ερωτ. 983· αόρ. έρπαξα, Διγ. (Hess.) Esc. 130, Διγ. O 1366.
Το αρχ. αρπάζω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ). Για τον τ. απράσσω πβ. τον τ. απράζω (ΙΛ).
Α´ 1) α) Παίρνω (κ.) βιαστικά και ορμητικά (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I2 και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1α): Ως ήκουσεν ο Διγενής στο χέρι το σπαθί του| έρπαξεν κι εις τον λέοντα τρέχει με την τιμή του Διγ. O 1366· τα μαχαίριν ήρπαξεν να σφάξει τον εαυτόν του Αχιλλ. N 1717· βλ. και αναρπάζω, αρπώ 1α· β) απομακρύνω (κάπ.) με βίαιο τρόπο (Βλ. L‑S στη λ. I2): Όρισε ευτύς ο βασιλεύς κι αρπάξα τον εκείθεν Χρον. Μορ. P 4315. 2) α) Κλέβω (κ.) (Πβ. L‑S στη λ. I1): εκρούσευον τας κάτω χώρας και ηφάνιζον αρπάζοντες τα ζώα αυτών Έκθ. χρον. 7917· αρπαζόμενα εκ των μοναστηρίων τα σκεύη τα ιερά Ιστ. πολιτ. 216· βλ. και αποξενώνω Αβ, αρπώ 2α· β) σφετερίζομαι, οικειοποιούμαι (Πβ. L‑S στη λ. I4 και Lampe, Lex. στη λ. 1α· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1α): Περί πραγμάτων του επισκόπου και του μητροπολίτου, αν απεθάνουν να μην τα αρπάζει ο πατριάρχης ή οι κληρικοί Βακτ. αρχιερ.173· τα του κράτους ήρπασε προ χρόνου, προ της ώρας Μανασσ., Χρον. 5252· βλ. και αιχμαλωτεύω 2α, αιχμαλωτίζω Α4, αρπώ 2β· γ) απάγω κάπ. βίαια (Πβ. L‑S στη λ. I1· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Alε): όρμησαν να αρπάσουν την κόρην αυτήν Διγ. Άνδρ. 35110. 3) Οδηγώ μακριά· (εδώ) σώζω κάπ. (Η σημασ. ήδη τον 7. αι., Lampe, Lex. στη λ. 5): Εκείνα μόνον βοηθούν, εκείνα σε σκεπάζουν, εκείν’ από την κόλασιν τον άνθρωπον αρπάζουν Ιστ. Βλαχ. 2794· εσύ μας προνοάς και μας αποκοιτάζεις| και μέσ’ από τα βάσανα ως δυνατός αρπάζεις Ιστ. Βλαχ. 2630. Βλ. και γλυτώνω, ξεμηστεύω. 4) (Μεταφ.) αιχμαλωτίζω, κυριεύω (Πβ. L‑S στη λ. I3): άνθη φυτών παντοδαπών όσα ψυχήν αρπάζει Καλλίμ. 153. Βλ. και αιχμαλωτεύω 1β, αιχμαλωτίζω Α2β, αποκερδαίνω β, αρπώ 4, ασχολώ. 5) Εκλέγω χωρίς πολυπραγμοσύνη: Περί φυγής κληρικού οπού φύγει και πάγει εις άλλην επαρχίαν ή διάκονος ή αναγνώστης και εκεί αρπάζει ο αρχιερεύς του τόπου έναν από τούτους και τον χειροτόνησει Βακτ. αρχιερ. 184. Βλ. και αναλέγομαι, αποδιαλέγω. 6) Οδηγώ, παροτρύνω: το πένθος, ο κλαυθμός, ο στεναγμός της κόρης| μάλλον αυτόν ηρπάξασιν προς ερωτοληψίαν Καλλίμ. 726. Βλ. και αναγκάζω 7α. 7) (Προκ. για αρρώστια) δέχομαι κ. και επηρεάζομαι δυσμενώς (Πβ. ΙΛ στη λ. Α 1α): την δε δριμύτητα του καπνού αρπάζει η κεφαλή Ιερακοσ. 4145-6. Ιδιάζ. έκφρ.: αρπάζω τον θάνατον με το χέρι μου = αυτοκτονώ: Παρά που με το χέρι μου τον θάνατον ν’ αρπάξω Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [966]· βλ. και ανασφάζομαι, σκοτώνω. Φρ. (1) αρπάζει κάπ. ο θάνατος ή ο Χάρος: ο θάνατος αρπάζει μας Συναξ. γυν. 56· (2) αρπάζομαι θανάτω = πεθαίνω: Ζήνων μεν γαρ εν έτεσι δέκα της βασιλείας| προς άλλοις έξ εκράτησεν, είθ’ ηρπάγη θανάτῳ Μανασσ., Χρον. 3007. Β´ (Μέσ.) πιάνομαι (εδώ στα ερωτικά δίχτυα): ένα φευγιό και στάσιμον πόκανε να σπουδάξει| τον αρπαχτήν π’ αρπάζοτουν γλυκιά να της τ’ αρπάξει (ενν. το φιλί) Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1507].αστοχώ,- Σπαν. (Λάμπρ.) Va 72, Μανασσ., Χρον. 609, Καλλίμ. 536, Ελλην. νόμ. 58214, Διγ. Z 3342, 3386, 3548, 4032, Ακ. Σπαν. 3053, Ερμον. Π 172, Γ 236, Πουλολ. Z 200, 206, Πουλολ. Αθ. 2 50, Αρμεν., Εξάβ. Α΄ 1322 δις, Ιστ. Ηπείρ. XXIV 3, Λίβ. P 673 (έκδ. κατηχεί· διορθώσ.), 2666, Λίβ. Sc. 2145, Λίβ. (Lamb.) N 822 (έκδ. αποτυχεί· διορθώσ.), Λίβ. Esc. 960, 1213, 3326, Λίβ. N 1063, Αχιλλ. N 767, Χρον. Τόκκων 3016, 3019, Φυσιολ. B 119, Θρ. Κων/π. H 2, Θρ. Κων/π. διάλ. 5, Μαχ. 55211, 61610, Δούκ. 16719, Νεκρ. βασιλ. 102, Σαχλ. N 63, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 556, Έκθ. χρον. 3321, Απόκοπ. 217, Συναξ. γυν. 696, 1081, Τριβ., Ρε 220, Σταυριν. 245, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [3], Λίμπον. 220, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 3425, Δημ. άσμ. 5, κ.π.α.· μτχ. αστοχημένος, Ακ. Σπαν. 33174, Φλώρ. 1097· αστοχισμένος. Ακ. Σπαν. 42449, Φαλιέρ., Ιστ. V 742. Ερωφ. Δ΄ 311, Σουμμ., Παστ. φίδ. Πρόλ. [1 ].
Το μτγν. αστοχέω. Η μτχ. αστοχισμένος κατά τα ρ. σε ‑ίζω, αν δεν υπόκειται ρ. αστοχίζω (βλ. ΙΛ, λ. αστοχώ τυπολ.). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Δεν πετυχαίνω το στόχο μου, λαθεύω στο σημάδι (Βλ. L‑S, Lampe, Lex. στη λ. la καθώς και ΙΛ στη λ. Α 1α): Αλλ’ αστοχούν ως το πουλίν τό λέγουν κουφολούπην Απόκοπ. 217· ως γαρ είδεν ο Έκτωρ αστοχήσαντα την λόγχην| και μη έχων άλλο δόρυ,| έλκυσε την σπάθην άμα Ερμον. Υ 236· β) δεν πετυχαίνω κ. (Βλ. L‑S): εάν όλως εισακούσεις μου, δούλωσιν υπογράψεις, ουκ αστοχάς τό επιθυμείς Λίβ. P 2666· ηστόχησε του σκοπού Δούκ. 16719· γ) δεν πετυχαίνω (κάπ.): η βουλή ηστόχησεν στρατιωτών των πέντε·| πάντα γαρ έκοψα εγώ τῳ ξίφει της χειρός μου Διγ. Z 3548· βλ. και αποφεύγω 5· δ) σφάλλω στην κρίση μου, «πέφτω έξω» (Βλ. L‑S και ΙΛ στη λ. Α1α): αλλά μεγάλως έσφαλαν, ηστόχησαν παντοίως Λίβ. Sc. 2145· και μερικοί επιτύχασιν και μερικοί αστοχήσαν Σαχλ. N 63· σκεύος βασάνων αν ειπείς, ουκ αστοχήσεις λέγων Καλλίμ. 536. Βλ. και αποτυγχάνω 1, σφάνω. Η μτχ. αστοχημένος = αποτυχημένος: εγώ να ζώ στην ξενιτειάν ωσάν αστοχημένος Φλώρ. 1097. 2) Αδυνατώ: Ο νους μου και ο λογισμός συγχύζεται να γράψει| να στιχοπλέξει αστοχεί την άλωσιν της Πόλης Θρ. Κων/π. H 2. Βλ. και απορώ 5. 3) (Νομ.) α) Χάνω (την δίκη): Γυνή … αστοχούσα, τουτέστι νικωμένη εις την υπόθεσιν Αρμεν., Εξάβ. A΄ 1322· β) δεν έχω το δικαίωμα (να κάνω κ.): αλλά και ανηλίκων τελευτώντας των παίδων, αστοχεί ο πατήρ να λάβει τα πράγματα των κληρονομιαίων Ελλην. νόμ. 58214. 4) Περιπλανώμαι (Πβ. Διγ. Gr. VI 468): οδεύσωμεν δυο και τρεις γαρ μόνοι, συντόμως να γυρεύσωμεν πού υπάρχει η κόρη,| και οι μεν δύο μείνωμεν ταύτην επιτηρούντες,| ο τρίτος δε γε προς υμάς επανελθών δηλώσει| και συν αυτῴ ελεύσεσθε μηδόλως αστοχούντες Διγ. Z 3342. 5) Ατυχώ, δυστυχώ (Βλ. Σακ., Κυπρ. Β΄ σ. 477 και ΙΛ στη λ. A3): αστόχησεν η Αμμόχουστον και ήλθεν τους μεγάλη ζημία Μαχ. 61610. Βλ. κα ατυχώ. Η μτχ. παρκ. αστοχημένος - αστοχισμένος ως επίθ. = κακότυχος, συφοριασμένος: από κοιλίας αστοχημένος και εις τα καλά σου παραδαρμένος, ώ Σπανέ Ακ. Σπαν. 33174· βλ. και ατυχίτης, άτυχος, ατυχώ μτχ., κακορίζικος, παντέρημος· η μτχ. αστοχηθείς (Ακ. Σπαν. 3053) = κακότυχος (με βιασμό κατά τη μτχ. παρκ. αστοχημένος). 6) Δεν παράγω (Πβ. ΙΛ στη λ. Α2α): Δεν είσαι συ … οπού … (παραλ. 1 στ.) … αγόρασες την αλυκήν κι εγίνης αλυκάρης;| Και αστόχησεν η θάλασσα και έρημος εγίνης Πουλολ. Z 200. Η μτχ. αστοχισμένος ως επίθ. = αχρησιμοποίητος: καλύτερά ’ναι … ο νιος απού ’καμα άντρα μου να ’χει αστενειά από πλούτος| παρά τα πλούτη πόχομε να μείνου αστοχισμένα Ερωφ. Δ΄ 311. 7) α) Ξεχνώ, λησμονώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α5α): λέγεις ότι αστόχησες τον τόπον οπού τα είχες.| Και με τα ψέματα, άτυχε, γελάς τους χρεοφειλέτες Πουλολ. Z 206· αστοχισμένη| κι απίστευτη από λόγου σας … φήμη Σουμμ., Παστ. φίδ. Πρόλ. [I]· βλ. και αθετώ 1α, απαρνούμαι, απολανθάνομαι, απολησμονώ α, αποξενώνω Β1γ, αποξεχνώ, αρνούμαι 3α, λησμονώ, ξελησμονώ, ξεσφαίνω, ξεχάνω· β) δεν υπολογίζω, αδιαφορώ για κάπ. η κ. (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 4 και ΙΛ στη λ. Α5β): και θέλει με αναγκάσει να αστοχήσω το μισητόν γήρας η αγάπη σου … να έλθω και εγώ αυτού Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 3425· με κάποιον άλλον τη βλογούν κι εκείνη δεν τον θέλει, παντρευαρραβωνιάζουν την κι εμένα μ’ αστοχούνε Δημ. άσμ. 5. Βλ. και απορρίπτω 1, αποστρέφω Α2, Γ1α.αφθαρσία- η, Φυσιολ. (Legr.) 97, 1066, Φυσιολ. B 417, Παϊσ., Ιστ. Σινά 2144.
Το μτγν. ουσ. αφθαρσία. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
Έλλειψη φθοράς, αθανασία, αιωνιότητα (Βλ. Lampe, Lex. στη λ. II B, C): γυμνώσου της παρακοής, ενδύσου αφθαρσίαν Φυσιολ. (Legr.) 1066· εβλάστησε βοτάνη| το βάλσαμον το πάντιμον και μυρίπνοον πάνυ,| ῴπερ κέχρηνται βασιλείς, ρήγες και πατριάρχαι| (εις αφθαρσίαν και χρισμόν) Παϊσ., Ιστ. Σινά 2144· βάπτισμα, χάρισμα αφθαρσίας Φυσιολ. B 417. Βλ. και αιών(ας).αφυπνώ,- Διγ. (Trapp) Gr. 2418, Φυσιολ. (Zur.) ΙΙΙ 245, Φυσιολ. B 35, 16-77.
Το μτγν. αφυπνόω. Πβ. το σημερ. αφυπνώνομαι στην Κύπρο (ΙΛ).
1) Ξυπνώ (Η σημασ. μτγν., L‑S, λ. αφυπνόω I): ηδύς γαρ oν εκάθευδον είλκε με πάλιν ύπνος.| Ούπω γαρ τούτου κορεσθείς αφύπνωσα το πρώτον Διγ. (Trapp) Gr. 2418. Βλ. και αγροικώ II 1 β, αποσπώ II 3. 2) Κοιμούμαι (Η σημασ. μτγν., L‑S, λ. αφυπνόω II. Πβ. ΙΛ, λ. αφυπνώνομαι): απέρχεται εις τα κατάκλιτα δένδρα και ακουμβίζει επ’ αυτοίς και ούτως αφυπνοί Φυσιολ. (Zur.) III 245. Βλ. και ακουμπίζω Α1β, αναπαύω Β8, αποκοιμούμαι, παρακοιμούμαι.βάλλω,- Χρυσίου, Βίος Ιωάνν. 281, Γλυκά, Στ. 510, Προδρ. I 246, 248, III 144 (χφφ CSA) (κριτ. υπ.), 295, 299, Μανασσ., Χρον. 3308, 5392, Μαρτύρ. αγ. Αιμιλ. 34, Ασσίζ. 144, 8221, 1765, 18623, 2708, 31320, 35910, 43813, Ελλην. νόμ. 5778, Καραντην. 289, Ιερακοσ. 39416, 41214, 46533, 46625, 4679, Ορνεοσ. αγρ. 54427, Διγ. (Trapp) Gr. 1060, 1087, 1348, Διγ. Z 2843, 3011, Ακ. Σπαν.3063, Βίος Αλ. 2478, 3449, 3620, 4987, Πτωχολ. P 135, Ερωτοπ. 636, Απολλών. (Wagn.) 78, Λίβ. Sc. 1401, Φυσιολ. (Legr.)326, 366, 432, 1013, Φυσιολ. (Zur.) XXXIII 226, Φυσιολ. 37133 Φυσιολ. B 119, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 840, Μαχ. 45813, Δούκ. 7711, 3638, Σφρ., Χρον. μ. 14010, Χούμνου, Π.Δ. VI 20, Γεωργηλ., Θαν. 635, Γεωργηλ., Βελ. 438, Έκθ. χρον. 1416, 2921, Κορων., Μπούας 64, 78, 87, Βεντράμ., Γυν. 241, Αιτωλ., Βοηβ. 41, Θρ. Κύπρ. K748, Παϊσ., Ιστ. Σινά 960, 996, 1390, Παλαμήδ., Βοηβ. 294, 658, Διγ. Άνδρ. 3162, Βακτ. αρχιερ. 143, 153, Ζήν. Ε΄ 188.
Το αρχ. βάλλω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Ρίχνω (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. ΑΙΙ1, 2· πβ. και ΙΛ στη λ. Α2α): οι μεν τους λίθους έβαλλον, οι δ’ έπεμπον τα βέλη Βίος Αλ. 3620· βλ. και απολέρνω 1, απολύω Α16, αποσφενδονώ, βάνω (Ι) Α2α· β) φρ. βάλλω μακράν = διώχνω: ούτως ο φόβος του Θεού βάλλει μακράν τον φόβον Μανασσ., Χρον. 5392· βλ. και ανεμίζω Α1, αποδιοπομπώ, απολογιάζω (Ι) 4, αποπέμπω (Ι) 3, αποστέλλω 6· γ) βγάζω κ. αφοδεύοντας: Εμφρασσομένης της έδρας υπό γεννηθέντος λίθου ου δύναταί τι βαλείν, αλλά μετά βίας απορρομβίζει στριγγίζων Ιερακοσ. 4679· βλ. και αποπατώ (Ι), αποσκευάζω 2, βγάνω 1δ· δ) φρ. βάλλω κάτω = γκρεμίζω (Βλ. και ΙΛ, λ. βάζω [ΙΙ] 1): βάλλει το φρούριον κάτω Δούκ. 7711· βλ. και βουλώ Α2· ε) φρ. βάλλω (κ.) στα ζάρια = παίζω κ. στα ζάρια: στο ζάρι βάλλει φανερά την κεφαλήν οπὄχει Αιτωλ., Βοηβ. 41· ς) (προκ. για κλήρο) βάζω: έκαστος το ίδιον μερίδιον έλαβε, κλήρον βαλόντες Δούκ. 3638· ζ) φρ. βάλλομαι εις πάθος = μπαίνω σε βάσανα: Βλέπε και συ, ω άνθρωπε, μη βάλλεσαι εις πάθος Φυσιολ. (Legr.) 1013. 2) α) Τοποθετώ (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. ΑΙΙ6α και σήμ., ΙΛ στη λ. Α4α): απομάξας το σπαθίν βάλλω αυτό εις θήκην Διγ. Z 2843· κελλάριον όμοιον του προτέρου,| ένθα τους άρτους βάλλουσι Παϊσ., Ιστ. Σινά 960· σκάλαν βαλών επέζευσα τον θαυμαστόν μου γρίβαν Διγ. Z 3011· β) (προκ. για πρόσ.) εγκαθιστώ (Πβ. L‑S στη λ. ΑΙΙ2b· βλ. και Lampe, Lex. στη λ. C): Εν δεξιοίς αρχιερείς, ιερείς και διακόνους| ως του Θεού ιερουργούς βάλλουσιν εκεί μόνους Παϊσ., Ιστ. Σινά 1390· βλ. και βάνω (Ι) 3ε· γ) (με το επίρρ. μέσα) εισάγω, δέχομαι κάπ. (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α4θ): Περί δανειστού οπού κρατεί σημάδι σπίτι και μένει μέσα ή βάλλει άλλον μέσα και μένει και αυτός επαίρνει το νοίκιον Βακτ. αρχιερ. 143. Βλ. και βάνω (Ι) Α4α. 3) Φρ. βάλλομαι εις την εξουσίαν (κάπ.) = μπαίνω στην εξουσία κάπ.: γίνεται ότι οι δύο εν τῳ άμα βάλλουνται εις την εξουσίαν β́ ονοματών Ασσίζ. 1765. 4) Φρ. βάλλω εις νουν, κατά νουν, εις λογισμόν κ. = σκέφτομαι κ. (Πβ. L‑S στη λ. Β1, Lampe, Lex. στη λ. C4 και Sophocl. στη λ. 3): αθώωσιν δε της φίλης εμοί και σωτηριώδους πράξεως τοσούτον απέχω του βαλείν εις νουν Μαρτύρ. αγ. Αιμιλ. 34· Τότε βάλλει κατά νου του| ότι έν’ (έκδ. έναι) κακοχωριάτης Πτωχολ. P 135· Τον ήλιον βάλλει εις λογισμόν, τ’ άστρη και το φεγγάρι| ποιoς να ’ναι που τα κυβερνά Χούμνου, Π.Δ. VI 20. Βλ. και βάζω (ΙΙ) 1δ. 5) Φρ. βάλλω πυρ = βάζω, ανάβω φωτιά (Βλ. Sophocl. στη λ. 2): Περί εκείνου του ανθρώπου ού περί εκείνης της γεναίκας οπού βάλλει πυρ εις την χώραν και γίνεται τίποτες ζημία Ασσίζ. 2708. Βλ. και βάνω (Ι) Α22α φρ. 6) Φρ. βάλλω χέριν, χέρα επάνω σε κάπ. ή επί κάπ. = σηκώνω χέρι, χειροδικώ (Βλ. Du Cange, λ. βάλλειν): η κόρη βάλλει χέριν επάνω του πατρός του Ασσίζ. 18623. η κόρη βάλλει χείραν επί τον πατέραν του Ασσίζ. 43813. Βλ. και ανταίρω Αα. 7) Φρ. βάλλω χείρα άρπαγα = αρπάζω: χείρα βαλόντες άρπαγα κατά των αλλοτρίων Γλυκά, Στ. 510. Βλ. και αιχμαλωτεύω 2β, αφαρπάζω 1α, 1β. 8) Φρ. βάλλω χέρα = αρχίζω (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. C5 και ΙΛ στη λ. Α4α φρ.): αμαρτίας τας εμάς θέλω να πω και άλλα (παραλ. 1 στ.) εις τον αυθέντην τον Χριστόν κι εις τον αυτού πατέρα,| το πνεύμα το πανάγιον και απάρτι βάλλω χέρα Γεωργηλ., Θαν. 635. Βλ. και βάνω (Ι) Β2. 9) Φρ. βάλλω άνω κάτω = αναστατώνω: στους Τούρκους εχυμίστηκεν, άνω κάτω τους βάλλει Παλαμήδ., Βοηβ. 294. Βλ. και βάνω (Ι) Α30β. 10) Φρ. βάλλω δύναμιν = προβάλλω αντίσταση: επελθόν δε το της Πόλεως και Νικομηδείας και όποθεν αν ην ομού εξήλθον και ήλθε και αυτό εις τον Εύριπον, οποίον ιδών ο εξάρχων του άρματος των Βενετικών ανεχώρησεν, ίσως καλώς ποιήσας, κακώς δε ότι ουκ ήλθε βαλείν δύναμιν εις τον Εύριπον Σφρ., Χρον. μ. 14010. Βλ. και αντιπίπτω. 11) Φρ. βάλλω γονυκλισία = γονατίζω (Πβ. Du Cange, λ. βάνειν και βάλλειν και Du Cange Addenda): Εγώ δε ευξάμενος και βαλών γονυκλισίαν κατά το σύνηθες εκαθέσθην πλησίον του φρέατος Χρυσίου, Βίος Ιωάνν. 281. Βλ. και βάνω (Ι) 17φρ., πέφτω. 12) Φρ. βάλλω λόγια, ζιζάνια = σκευωρώ (Βλ. ΙΛ στη λ. Α4α φρ.): βάλλουν λόγια μέσα μας, θέλουν να μας χωρίσουν Ερωτοπ. 636· οι άρχοντες οπού τον εφθονούσαν| βάλλουν, διπλούν ζιζάνια εις ώτα βασιλέως Γεωργηλ., Βελ. 438. 13) Φορώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α4ς· βλ. και Du Cange, λ. βάλλειν): Αυτά τα ρούχα, στρατηγοί, ήσανε του Λογγίνου·| ας τα χαρεί όποιος βάλει τα Ζήν. Ε΄ 188· βλ. αναζωννύομαι 1, βάνω (Ι) Α13α, βασταίνω Α4· (προκ. για άρματα): τ’ άρματά του τα λαμπρά μετά σπουδής τα βάλλει Κορων., Μπούας 87. Βλ. και βάνω (Ι) Α13β. 14) Φρ. βάλλω φωνήν = φωνάζω (Η σημασ. μτγν., βλ. Κακρ., Ελλην. 24, 1971, 120 και Lampe, Lex. στη λ. Β1 και σήμ., ΙΛ στη λ. Α4α φρ.): βάλλει φωνήν ο θείος του Διγ. (Trapp) Gr. 1060· Τούτο στριγγίζει δυνατά, βάλλει φωνήν μεγάλην Φυσιολ. 37133. Βλ. και βάνω (Ι) Α31α φρ., βγάνω 142 φρ., βοώ. 15) Προσφέρω, δίνω, καταθέτω (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. ΑΙΙ6c): ο μεν είς βάλλει εις την συντροφίαν πέρπυρα ρ́ Ασσίζ. 8221. Βλ. και βάνω (Ι) Α32α. 16) Ρίχνω μέσα, προσθέτω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α4β): την επιούσαν βαλών εν κρέατι προσφάτῳ βραχύ άλατος πρόσθες αυτῴ Ιερακοσ. 46533· βάλλει (ενν. ο μάγειρος) και θρομβόξυλα τινά προς μυρωδίαν| και τον ζωμόν εκχέει τον επάνω των ψωμίων Προδρ. III 299. Βλ. και βάνω (Ι) Α8α. 17) Προσθέτω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α10): όσοι μεταγράφετε να γράφετε ως ένι·| μη εβγάλλετε, μη βάλλετε απ’ εκείνον τό γράφει Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 840. Βλ. και βάνω (Ι) Α8α. 18) Ορίζω (κάπ. να κάνει κ.) (Πβ. ΙΛ στη λ. Α7): την ώραν αύτη ο βασιλεύς τους στρατιώτας βάλλει,| με ορδινιά βασιλικήν κόφθουν της το κεφάλι Βεντράμ., Γυν. 241. Βλ. και βάνω (Ι) Α19β. 19) Εκτοπίζω: τον δε Κολοϊωάννην τον Παλαιολόγον εις την Ρόδον έβαλον αυτόν Καραντην. 289. Βλ. και βγάνω 18α2 φρ. 20) Φρ. βάλλω μάχην = πολεμώ: εάν αστοχήσει, βάλλουσιν μάχην αμφότεραι Φυσιολ. B 119. Βλ. και αγωνούμαι 1, βαρώ ΙΑ4 φρ., μάχομαι. 21) (Προκ. για ασθένεια) προσβάλλω: το συχνάκις βάλλεσθαι νόσοις αλλεπαλλήλοις Μανασσ., Χρον. 3308. 22) (Προκ. για απόφαση δικαστηρίου) φρ. βάλλομαι εις νομήν = ισχύω: μετά τας δέκα ημέρας βάλλεται η απόφασις εις νομήν Ελλην. νόμ. 5778. Βλ. και αξιάζω 6α. 23) Βαδίζω, προχωρώ (Πβ. L‑S στη λ. ΑΙΙΙ1 και ΙΛ στη λ. Α4 φρ.): Ο δε Δαρείος δεξιάν κρατήσας Αλεξάνδρου| βάλλει προς τοις οικήμασι των ανακτόρων έσω Βίος Αλ. 3449. Βλ. και απέρχομαι 1α, βαδίζω α, βαίνω Α1α, βγαίνω 21, βηματίζω, ξεπλαταίνω, σαλεύω. — Βλ. και βάνω.δενδροκόλαφος- ο, Φυσιολ. 36719, Φυσιολ. B 82.
Για την ετυμ. βλ. λ. δενδροκολαύστης (ετυμολ.). Για τη λ. βλ. Lampe, Lex. (λ. δενδροκόλαψ).
Είδος εντομοκτόνου πτηνού: ο δενδροκόλαφος όρνεον εστί ποικίλον· πορεύεται ουν εις τα δένδρα και κολαφίζει μετά της εαυτού μύτης το δένδρον Φυσιολ. 36719. — Βλ. και δενδροκολαύστης, δενδροκόλαψ.διαπλέω,- Φυσιολ. B 314.
Το αρχ. διαπλέω.
Κολυμπώ: διαπλέει ο γεννηθείς ελέφας διά των υδάτων Φυσιολ. B 314.έγγονον- το, Φυσιολ. B 1127.
Η λ. στον Αριστοτέλη (Steph., Θησ.). Βλ. και Preisigke-Kiessling.
Μικρό πουλί (Η σημασ. στον Αριστ., Steph., Θησ. Βλ. και Preisigke-Kiessling στη λ. 2): η πέρδιξ η απολέσασα τα έγγονα αυτής Φυσιολ. B 1127.εγγυώνω,- Χρον. Μορ. H 3321, Φυσιολ. B 27.
Από το εγγυάω.
1) Υπόσχομαι: εγγυητάδες| ώσπερ γαρ τον εγγυώθησαν τότε τον Μέγαν Κύρην να έλθει στο Νίκλι εις τέρμενον που εστήσασιν ετότε Χρον. Μορ. H 3321. 2) Βεβαιώνομαι: συ, νοητέ άνθρωπε, όταν εγγυωθείς τα αμαρτήματά σου, μη εάσεις τα αμαρτήματά σου χρονίσαι Φυσιολ. B 27.εκκλησία- η, Σπαν. O 50, Ασσίζ. 619, 2495, 38418, Ελλην. νόμ. 56611, Διάτ. Κυπρ. 51025, Χρον. Μορ. H 813, 2011 (γεν. πληθ. εκκλησίων), 2632, 4359, Χρον. Μορ. P 5048, Φυσιολ. B 106, Χειλά, Χρον. 350, Μαχ. 1989, Δούκ. 3239, Σφρ., Χρον. μ. 14211, Συναξ. γυν. 894, Διήγ. Αγ. Σοφ. 1473, 14824, Έκθ. χρον. 166, 753, Κορων., Μπούας 66, Αχέλ. 196, Ιστ. πατρ. 12712, 18911, Μ. Χρονογρ. 3728, Αλφ. 1510, Σεβήρ., Ενθύμ. 28, Σεβήρ., Διαθ. 191δις, Χίκα, Μονωδ. 142, Ιστ. Βλαχ. 33, Μεταξά, Επιστ. 47δις, Βακτ. αρχιερ. 184, Λίμπον. 493, κ.π.α.· εκκλησά, Φορτουν. (Vinc.) Γ́́ 190· εκκλησιά, Διδ. Σολ. Ρ 136, Προδρ. IV 263, Πουλολ. 95, Παρασπ., Βάρν. C 26, Σφρ., Χρον. μ. 807, Γεωργηλ., Βελ. 4, Απόκοπ. 471, Ιμπ. (Legr.) 996, Κορων., Μπούας 66, Πένθ. θαν.2 584, Λεηλ. Παροικ. 502, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1705, 1995, 53915, 5472, κ.π.α.· εκκληχιά, Θρ. Κύπρ. K 425, 709· ’κλησά, Τζάνε, Κρ. πόλ. 56217· ’κκλησία, Συναξ. γυν. 1162, Σκλάβ. 37, Θρ. Κύπρ. K 427, Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 374· ’κκλησιά, Τζάνε, Κρ. πόλ. 17420.
Το αρχ. ουσ. εκκλησία. Ο τ. εκκλησά και σήμ. στην Κρήτη (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Δ́́ 572)· βλ. και Οικονομίδη, Αθ. 56, 1956, 219. Για τον τ. ’κλησία βλ. Παπαδ. Α., ΛΔ 3, 1941, 12. Οι τ. εκκλησιά και ’κλησιά και σήμ. (Δημητράκ., λ. εκκλησία). Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
1) Το σύνολο των χριστιανών (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. II2. Βλ. και Δημητράκ. στη λ. 6): Ει γαρ και ιδιώτης ην, αλλά καλώς εκυβέρνει την εκκλησίαν Χριστού Έκθ. χρον. 753. 2) Το σύνολο των νόμων που διέπουν την εκκλησία (Η σημασ. μτγν., Lampe, Lex. στη λ. Hl): βασιλείας ουρανών γίνονται κληρονόμοι| καθώς το θέλ’ η εκκλησιά, των χριστιανών οι νόμοι Πένθ. θαν.2 584. 3) Η επίσημη αυτοκέφαλη εκκλησιαστική εξουσία ενός κράτους (Η σημασ. τον 4. αι., Preisigke-Kiessling III, Abschn. 12, 25738 και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 6): η εκκλησιά της Ρώμης Παρασπ., Βάρν. C 26· η εκκλησία των Γραικών του ρηγάτου της Κύπρου Διάτ. Κυπρ. 51025. 4) Η εκκλησία ως διοικητική εξουσία (Η σημασ. τον 4. αι., Lampe, Lex. στη λ. Α5): Ρηγάδες μεν και βασιλείς μετά της εκκλησίας| έκπαλαι πάντες μοίρασαν πάσας τοποθεσίας Κορων., Μπούας 66. 5) Λειτουργία (Η σημασ. τον 4. αι., Lampe, Lex. στη λ. Ν3 και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 8): έχω και περιορισία,| να λείπω από την εκκλησία Συναξ. γυν. 894. 6) α) Χριστιανικός ναός (Η σημασ. στον Ιουστινιάνειο κώδ., L‑S στη λ. ΙΙ2 και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 7): Μικρή εκκλησία έναι εκεί. Άγιον Νικόλαν λέγουν Χρον. Μορ. P 5048· β) έκφρ. μεγάλη εκκλησία = η Αγία Σοφία (Η σημασ. τον 6. αι., Du Cange· βλ. και Sophocl. στη λ. 3): Ιουστινιανός …| και της μεγάλης εκκλησιάς Αγιάς Σοφιάς δομήτωρ Γεωργηλ., Βελ. 4· Την Αγίαν Σοφίαν την μεγάλην εκκλησίαν, πρώτον μεν την έκτισεν … Διήγ. Αγ. Σοφ. 1473. 7) Έκφρ. μητέρα ή μάνα των εκκλησιών = μητρόπολη: εντέχεται να γίνουνται της καθολικής εκκλησίας, τήν λέγουν μάνα των εκκλησιών, τουτέστιν μητρόπολιν Ασσίζ. 38418· εσυνάχθησαν εις την μητέρα των εκκλησιών, την καθολικήν μεγάλην εκκλησίαν Ιστ. πατρ. 12712.εκτρέχω,- Διγ. Z 3080, Φυσιολ. (Legr.) 74.
Το αρχ. εκτρέχω.
1) Διατρέχω: ζει έτη ν́́ και μετά ταύτα εκτρέχει, ως καλός δρομεύς, τας νάπας και τας ύλας των ορέων Φυσιολ. B 44. 2) Ορμώ: Ευθύς ουν επιλάλησε και προς αυτούς εκτρέχει| ένα προφθάσας εξ αυτών δέδωκέ τον σπαθέα Διγ. Z 2031. 3) Αναζητώ, επιδιώκω: όλες τες έμαθα καλά, όλες εγνώρισά τες| και εξέδραμα κι εγύρεψα κι επαραδιάβασά τες Σαχλ., Αφήγ. 56. 4) Περιέρχομαι: ει γαρ προς ημέραν μη νεμηθεί, δοκεί η νομή προς τον αληθή δεσπότην εκτρέχειν και τῃ διακοπῄ την δεσποτείαν ανανεούν Αρμεν., Εξάβ. Β́́ 156 σχόλ.ελεημοσύνη- η, Σπαν. A 516, Ασσίζ. 976, 12723, 23222, 39527, Διγ. (Trapp) Gr. 3323, Πόλ. Τρωάδ. 462, Χρον. Μορ. H 1486, Φυσιολ. B 1118, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 733, Μαχ. 59627, Δούκ. 39522, Θησ. (Foll.) I, 33, Χούμνου, Κοσμογ. 865, Σκλέντζα, Ποιήμ. 1206, Γεωργηλ., Βελ. 688, Πένθ. θαν.2 230, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 188, Φαλιέρ., Θρ. 158, Ψευδο-Σφρ. 19221, Δεφ., Λόγ. 410, Πεντ. Γέν. XIX 19, Δευτ. VII 9, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1276, Αιτωλ., Ρίμ. Α. Καντ. 45, Ιστ. πολιτ. 698, Ιστ. πατρ. 11419, Ιστ. Βλαχ. 1313, Ερωτόκρ. Ά́ 418, 1056, Θυσ.2 603, 647, Συναδ., Χρον. 69, Βακτ. αρχιερ. 153, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́́ [146], Ζήν. Ά́ 175, Τζάνε, Κρ. πόλ. 13915, 22525, Πανώρ. Ά́ 142, 196 κ.π.α.· αλεημοσύνη, Ασσίζ. 3378· ελεγημοσύνη, Αλφ. (Mor.) III 33· ελεμοσύνη, Ασσίζ. 3802, Μαχ. 26629, 54012, Θησ. Β́́ [321], Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 614 (κριτ. υπ.), Ρίμ. θαν. 31, Κυπρ. ερωτ. 1439· ελημοσύνη, Αρμούρ. 173· ’λεημοσύνη, Εβρ. ελεγ. 164, Θησ. (Foll.) I 4, Ch. pop. 18, Κατζ. ΙΙρόλ. 26, Πιστ. βοσκ. III 6, 316, Διήγ. ωραιότ. 515, Τζάνε, Κρ. πόλ. 3713, 55826· ’λεμοσύνη, Θησ. IB́́ [348], Γεωργηλ., Θαν. 322, Αλεξ. 654, Θρ. Κύπρ. K 711, Κυπρ. ερωτ. 926, Διήγ. ωραιότ. 333.
Το μτγν. ουσ. ελεημοσύνη. Ο τ. ελεμοσύνη και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β́́ 539). Η λ. και σήμ. (Πρωίας Λεξ.).
1) Ευσπλαχνία, έλεος, χάρη, (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. 1): ανέ και σφάλλομε κι εμείς ως τέκνα δίχως γνώση,| μπορεί η ελεημοσύνη σου πάλι να μασε σώσει Π. Ν. Διαθ. φ. 335α 12· γιατί έναι (ενν. ο Θησεύς) ελεήμονας κι έχει ελεημοσύνη| σ’ αυτούς που ταπεινώνονται και πέφτουν έμπροσθέν του Θησ. (Foll.) I 122· κλάψετ’ εσείς, κοράσια μου, τώρα αντίς για κείνη| και ταπεινά ζητήξετε για μένα ελεημοσύνη Ερωφ. Δ́́ 422· ετυραννήσαν τον (ενν. Τζουάν Λουμπάρ) χωρίς ελεμοσύνην Μαχ. 7426· Βλέπει Θεός την αδικία και κάνει δικιοσύνη| και τιμωρεί τους άδικους χωρίς ελεμοσύνη Ζήνου, Βατραχ. 174· ευτύς χαμαί επέσατο, ελεημοσύνην κράζει Χρον. Μορ. H 5882. 2) Επιείκεια, μετριοπάθεια: στην κρίσιν οπού κάνασιν (ενν. οι γέροντες) δεν ήτον ’λεημοσύνη,| μα ό,τι θέλασιν ειπεί εισμιόν αυτό εγίνη Δεφ., Σωσ. 73· Εκεί γαρ κρίσις γίνεται και την δικαιοσύνην| θέλει να βλέπει ο Δικαστής, αμή όχι ελεημοσύνην Πένθ. θαν.2 494· τας ημέρας τάς διδεί η αυλή τους αγκαλεμένους ένι με δίκαιον και με ελεημοσύνην και διά να έχουν οι αγκαλεμένοι μέσα τους ημέραν την βουλήν τους Ασσίζ. 8711. 3) Χρηματική ή άλλη βοήθεια προς τους φτωχούς (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. 2 και σήμ., Πρωίας Λεξ.): καθημερνό δεν έλειπε, στην εκκλησία (ενν. η ρήγισσα) παγαίνει,| εις τους πτωχούς που ’βρισκε ’κεί, ’κάμνε ’λεημοσύνη Διγ. O 37· αληθινόν δε γνώρισμα το της αγάπης ένι| ελεημοσύνη προς πτωχούς και πενητευομένους Σπαν. P 265. (ως προσωποπ.): την παράξενον Ελεημοσύνην είδα| να στέκει, και νομίσματα το χέριν της να γέμει| και να τα δίδει των πτωχών Λίβ. N 871· με λιτανείες και ελεημοσύνες και παρακάλησες εσήκωσέν την (ενν. την ακρίδα) ο Θεός από το νησίν Μαχ. 62412. 4) Έλεος· κρίση: εποίκαν βουλήν μεσόντους και είπαν του ρηγός: «Αγρωνίζομεν πως είναι πταίστες· παραδίδομέν τους εις την ελεημοσύνην σου» Μαχ. 57222· το δίκαιον κρινίσκει ότι εκείνος ποιεί κλεψίαν … το κορμίν του έπεσεν εις την ελεημοσύνην του Θεού και του αυθέντη της χώρας διά να τον ξηλοθρέψουν Ασσίζ. 22122. 5) Κατανόηση: το δίκαιον κελεύει ότι ο βισκούντης πρέπει να έχει απ’ αυτόν το παράπτωμαν πολλά μεγάλην ελεημοσύνη Ασσίζ. 48214.επακουμπίζω,- Λέοντ., Αίν. I 178, Χρησμ. I 186· επακουμβίζω, Φυσιολ. B 318.
Από την πρόθ. επί και το ακουμπίζω. Ο τ. στον Πορφυρογ., Έκθ. 6015, 8423 και στο Du Cange (λ. επακουμβίζειν).
1) Ακουμπώ, στηρίζω (Η σημασ. στον Πορφυρογ., Έκθ. 6015, 8423 και στο Du Cange, λ. επακουμβίζειν): Εκεί ταώνι λαξευτόν καθήμενον επάνω| επακουμβίζον γόνατον προς της χειρός το μέρος Βέλθ. 374. 2) Φρ. επακουμπίζω στα χέρια κάπ. = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου σε κάπ.: τόπους επερπατήσαμεν αδήλους κι αγνώριστους (παραλ. 1 στ.) κι επαραδείραμεν πολλά να έλθομεν ενθάδε.| Τώρα επακουμπίσαμεν στα χέρια σου, αυθέντη Φλώρ. μετά 1526 (κριτ. υπ.).επιδίδω,- Act. Esph. 720, 1018,25, 14233, 1687, 1935, Αχιλλ. N 791.
Το αρχ. επιδίδωμι. Το μέσ. και σήμ. (Δημητράκ.).
1) Πληρώνω: εάν … επάρῃ την άνωθεν ρηθείσαν γυναίκα, επιδίδει πρόστιμον προς την εξουσίαν Ελλην. νόμ. 5544. 2) Παραδίδω: Καθέδρας δε λοιπόν των Γραικών χηρευούσης, τα του επισκόπου … τῳ μέλλοντι αρχιερεί πιστώς βλεπίσωσιν και επιδώσωσιν Διάτ. Κυπρ. 5088· το γράμμα εγεγόνει … και επεδόθη τῃ … μονῄ Act. Esph. 2620. 3) Δίνω πίσω, επιστρέφω κ.: ουκ επιδίδει η κλέψασα [ει και κλέψαι] τα ωά Φυσιολ. B 1110. 4) (Προκ. για νερό) τρέχω: εκείνο οπού εκατέβαζεν το θερμόν ροδόσταμαν| (παραλ. 2 στ.) και το θερμόν επέδιδε κι ελούνετον η κόρη Αχιλλ. L 529.επίκλητος·- ουσ. Φυσιολ. B 333, εσφαλμ. γρ. αντί επίκλιτα.
επίκλητα,επίκλιτος,- επίθ.
Από το επικλίνω και την κατάλ. ‑τος.
Γερτός: Η λίμνη της γεννήσεως αυτού, ο παράδεισος. Τα επίκλητα (έκδ. επίκλιτα· διορθώσ.) δένδρα, ο φραγμός τον παραδείσου Φυσιολ. B 333.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- επίθ., Φυσιολ. B 524 (διάφορ. γρ. ευτόκιον, εντωκίω· Μουστοξύδης διόρθ. ωκυτόκιον, βλ. κριτ. υπ. και Krumb., BZ 4, 1895, 180).