Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 27 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Φυσιολ. (Sbord.)

  • πασιδών ‑όνα
    η, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 329, Διήγ. Αλ. V 32, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 1249‑10· πασιδόνα· πασιδών, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 325 χφ E κριτ. υπ., Φυσιολ. (Sbord.) 32316, 17, 20.
    [Άγν. ετυμ. Κατά Henrich, Κλητ.-γεν. σε -ο 11 σχετίζεται με το Ποσειδών. Πβ. λ. φασιδών [Κείμενα ανέκδ. (Thomson) 1456· έκδ. φασίδων· διορθώσ.]. Η λ. πασιδών σε σχόλ. (TLG).]
    Το πουλί αλκυόνα (πβ. Scholia in Oppianum H. 1.425.1, TLG· βλ. Στεφανίδης, Λαογρ. 9, 1926, 447, Krawczynski [Πουλολ. σ. 91], Τσαβαρή [Πουλολ. σ. 151-152]): η πασιδόνα ήρξατο περιγελάν την κίσσαν Πουλολ. (Τσαβαρή)2 325.
       
  • περιτηρώ,
    Φυσιολ. (Kaim.) 8a36.
    Από την πρόθ. περί και το τηρώ. Το μέσ. τον 4. αι. (TLG)· βλ. και LBG (περιτηρέω). Η λ. στο Steph., Θησ.
    Προσέχω, φυλάγω: Όταν η λέαινα γεννά τον σκύμνον, νεκρόν αυτόν γεννά και περιτηρεί το τέκνον, έως ού ο πατήρ ελθών τῃ τρίτῃ ημέρᾳ, εμφυσήσει αυτῴ εις το πρόσωπον και εγερεί αυτόν Φυσιολ. (Sbord.) 65.
       
  • πηγματίζω,
    Φυσιολ. (Kaim.) 100a15 κριτ. υπ., Φυσιολ. (Sbord.) 11215 κριτ. υπ.
    Από το αρχ. ουσ. πήγμα και την κατάλ. –ίζω· βλ. και LBG.
    (Προκ. για εξημερωμένα περιστέρια) ?συγκεντρώνω, φέρνω πίσω (στον περιστερώνα): εάν ουν όλους τους περιστερούς ο πηγματιστής πηγματίσει, ουδεμίαν εισάγει ουδέ πείθει των άλλων περιστερών εισαγαγείν εις την καλιάν, ει μη μόνος ο πυρροειδής εισάγεται Φυσιολ. (Kaim.) 100b11.
       
  • πηγματιστής
    ο, Φυσιολ. (Zur.) XII 19, 10, Φυσιολ. (Kaim.) 100a11, 12, 100b11, Φυσιολ. (Sbord.) 11211‑12, 15, 16.
    Από τον αόρ. του πηγματίζω και την κατάλ. –τής· βλ. και LBG.
    α) Ο εκτροφέας περιστεριών, ο ιδιοκτήτης περιστερώνα: εάν ουν όλους τους περιστερούς ο πηγματιστής πηγματίσει, ουδεμίαν εισάγει ουδέ πείθει των άλλων περιστερών εισαγαγείν εις την καλιάν, ει μη μόνος ο πυρροειδής εισάγεται Φυσιολ. (Kaim.) 100b11. β) (ως επίθ., προκ. για περιστέρι) που ζει σε περιστερώνα· εξημερωμένος, κατοικίδιος: Περί πολλών περιστερών ελάλησεν ο φυσιολόγος. Εισίν γαρ πηγματισταί περιστεραί και πολύχρωμα εισίν, ο ψαρός, ο μελανοειδής, ο χρυσόμορφος, ο ολόλευκος, ο πυρροειδής Φυσιολ. (Zur.) XII 15.
       
  • πολυετής,
    επίθ., Φυσιολ. (Sbord.) 1842 κριτ. υπ.
    Το αρχ. επίθ. πολυετής. Η λ. και σήμ.
    Μακροχρόνιος· (εδώ) που ζει πολλά χρόνια, μακρόβιος: Έστιν ο γυψ πολυετές ζώον Φυσιολ. B 51.
       
  • πολυετία
    η, Φυσιολ. (Legr.) XXXI· πολυέτια.
    Το μτγν. ουσ. πολυετία. Ο τ. από μετρ. αν. Η λ. και σήμ.
    α) Χρονική περίοδος πολλών ετών· πάροδος πολλών ετών: έστι και μοναστήριον σφόδρα αφανισμένον,| από την πολυέτιαν άπαν συντεθλασμένον Παϊσ., Ιστ. Σινά 302· β) μακροβιότητα: Έστι γαρ ο αετός βασιλεύς των ορνέων, αετός δε κέκληται διά την πολυετίαν αυτού Φυσιολ. (Sbord.) 1917.
       
  • πολυομβρία
    η· πολυμβρία, Ερμον. Ε 110.
    Το μτγν. ουσ. πολυομβρία. Τ. πολυμπρία και άλλοι τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex., στη λ., Κωστ., Λεξ. τσακων., λ. πολυομπρία, κ.α.). Η λ. και σήμ. λόγ. (Μπαμπιν., Λεξ., ΑΛΝΕ).
    Πολλή βροχή: Όταν αποταμιεύηται (ενν. ο μύρμηξ) τον σίτον εις την γην και μέλλει γενέσθαι πολυομβρία, προγινώσκουν αυτό και εξιούσι Φυσιολ. (Sbord.) 471 κριτ. υπ.
       
  • πολύτεκνος,
    επίθ., Φυσιολ. (Legr.) 683, Φυσιολ. 35331‑3541.
    Το αρχ. επίθ. πολύτεκνος. Η λ. και σήμ.
    Που έχει πολλά παιδιά: Έστι γαρ η πέρδιξ πολύτεκνον όρνεον παρά πάντα τα πετεινά Φυσιολ. (Sbord.) 2076· (μεταφ.): αυτή (ενν. η εκκλησία) είν’ πολύτεκνος Θεού η κολυμβήθρα Φυσιολ. (Legr.) 710. Το ουδ. ως ουσ. = πολυτεκνία (βλ. ά.): Κράζεται ... η θεά Κύπρις, διά το πολύγονον και πολύτεκνον των ανθρώπων Ροδινός (Βαλ.) 165. — Πβ. και πολύγονος.
       
  • πολύχρωμος,
    επίθ., Φυσιολ. (Kaim.) 100a8, 100b8.
    Το μτγν. επίθ. πολύχρωμος (TLG). Η λ. και σήμ.
    Που έχει πολλά χρώματα: πολλά γένη περιστερών και πολύχρωμά εισιν· ο ψαρός, ο μελανοειδής, ο χρυσόμορφος, ο ολόλευκος, ο πυρροειδής Φυσιολ. (Sbord.) 11212.
       
  • προεικόνισμα
    το.
    Από την πρόθ. πρo και το ουσ. εικόνισμα. Η λ. τον 7.-10. αι. (TLG, LBG), στο L‑S Κων/νίδη και το Steph., Θησ.
    Προεικόνιση: ο αδάμας εναργές εστι του Χριστού προεικόνισμα Φυσιολ. (Sbord.) 1072· η οποία θάλασσα ήτον προεικόνισμα ετούτου του βαπτίσματος Χριστ. διδασκ. 354.
       
  • προμοσχίς
    η.
    Αντιδ. από το υστλατ. promoscis/promuscis (<αρχ. ελλην. προβοσκίς, με φθορά· βλ. και Du Cange, Lat., λ. promucida) με επίδρ. του ουσ. προμυχίς (βλ. ά. προμυκίς ‑ίδα). Η λ. στο LBG.
    Προβοσκίδα ελέφαντα: έρχεται μικρός ελέφας και υποτίθησι την προμοσχίδα αυτού υποκάτω του ελέφαντος, και εγείρει αυτόν Φυσιολ. (Sbord.) 1313. — Πβ. και προμυκίς ‑ίδα.
       
  • προμυκίς ‑ίδα
    η, Φυσιολ. (Legr.) 5, 45 (έκδ. προμηκ· διορθώσ.), Φυσιολ. (Sbord.) 1586, 1673· προμυχίς ‑ίδα, Φυσιολ. (Zur.) III 229‑30.
    Από το μεσν. λατ. promucida/promuscida (Meyer-Lübke, Rom. Etym. Wört., λ. promuscida, Du Cange, Lat., λ. promucida· βλ. όμως και Κοραή, Άτ. Έ1 315, λ. προμικίδα). Η λ. προμυκίδα στο Du Cange (γρ. προμικίδα)· βλ. και LBG, λ. προμυκίς, προμυχίς.
    Προβοσκίδα ελέφαντα: Έστιν ο ελέφας παμμέγεθες ζώον, προμυχίδα δε έχει εν εαυτῴ του διαφθείραι πάντα τα ζώα Φυσιολ. (Zur.) III 228.
       
  • προμυκτήρ
    ο—η, Φυσιολ. (Zur.) VI 36, 12, Φυσιολ. (Sbord.) 1923, 1941.
    Από την πρόθ. προ και το ουσ. μυκτήρ.
    α) (Προκ. για ελέφαντα) προβοσκίδα: έρχεται ελέφας μικρός και υποβάλλει την προμυκτήρα αυτού, και ... διά πείρας και τέχνης εγείρει τον πεπτωκότα Φυσιολ. (Zur.) III 257· β) (προκ. για πουλί) ράμφος: Ούτος μεν (ενν. ο αετός) ζήσας έτη εκατόν γηράσκεται, αύξει δε ο προμυκτήρ αυτού και οι οφθαλμοί αυτού αμβλύνονται του μη οράν, και ουκ ισχύει κυνηγήσαι Φυσιολ. (Zur.) VI 33· Ούτος μεν (ενν. ο αετός) ζει έτη εκατόν και γηράσκει, αύξει δε και η προμυκτήρ αυτού, και αμβλυούνται οι οφθαλμοί αυτού του μη οράν, και ουκ ισχύει κυνηγήσαι Φυσιολ. (Sbord.) 1921.
       
  • προμυκτίς ‑ίδα
    η.
    Πιθ. από το ουσ. προμυκτήρ η με επίδρ. του ουσ. προβοσκίς.
    (Προκ. για πουλί) ράμφος: Ζει δε (ενν. ο αετός) έτη ρ́ και γηρᾴ, και αυξάνει η προμυκτίς αυτού, και αλλοιούνται οι οφθαλμοί αυτού, και ουκ ισχύει κυνηγήσαι Φυσιολ. Β 63‑4· Πασιδών ην τῃ ηλικίᾳ ώσπερ σπίνα ...· προμυκτίδα μαύρη και μικρή (έκδ. μαύροι και μικροί· διορθώσ.), ομοίως και πόδας Φυσιολ. (Sbord.) 32318.
       
  • προμυτίς
    η, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 940, Φυσιολ. Β 614.
    Από το ουσ. προμυχίς (βλ. ά. προμυκίς ‑ίδα) με επίδρ. του ουσ. μύτη· πβ. και ουσ. προβοσκίς, προμυκτήρ. Η λ. στο LBG.
    α) (Προκ. για ελέφαντα) προβοσκίδα: τον ελέφαν λέγει (ενν. η μαϊμού):| «Ήλθες και συ, μακρύμυτε, μετά της προμυτίδος| να καυχισθείς, να επαρθείς, παράσημον των ζώων; ...» Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 936· β) (προκ. για πουλί) ράμφος: Ο δενδροκόλοψ ην τῃ ηλικίᾳ ... τοις οφθαλμοίς και τῃ προμυτίδι παρόμοιον τῳ μαυροπίλῳ Φυσιολ. (Sbord.) 32328.
       
  • προνομαία
    η.
    Η λ. στο Θεόφραστο (TLG).
    Προβοσκίδα: ομοίως δε την βρώσιν και την πόσιν διά της προνομαίας αυτού κυβερνάται (ενν. ο ελέφας) Φυσιολ. (Sbord.) 1592 κριτ. υπ.
       
  • προφητάναξ
    ο.
    Απο τα ουσ. προφήτης και άναξ. Η λ. σε έγγρ. του 10. αι. (TLG), στο Steph., Θησ. και στο Du Cange· πβ. και Κουμαν., Συναγ. ν. λέξ., λ. προφητανακτοδαβιδικών· βλ. και LBG.
    (Προκ. για το Δαβίδ) ο βασιλιάς των προφητών, ο μεγαλύτερος προφήτης: ο κυρ Δαβίδ ο μέγας (παραλ. 2 στ.) και θεοπάτωρ γέγονεν και μέγας προφητάναξ Χρον. Τόκκων 3056· (ως επίθ.): ο προφητάναξ Δαβίδ λέγει εν τῳ ενενηκοστῴ ψαλμῴ ... Φυσιολ. (Sbord.) 3162.
       
  • πυρ(ρ)οειδής,
    επίθ., Φυσιολ. (Zur.) XII 2a9, 2b5, Φυσιολ. B 108, 10, 14, Φυσιολ. (Sbord.) 11213, 16, 2191, 4.
    Το μτγν. επίθ. πυρροειδής (TLG, LBG) < αρχ. επίθ. πυρρός (βλ. λ.) με επίδρ. του αρχ. επίθ. πυροειδής.
    (Εδώ προκ. για είδος περιστεριών) κοκκινωπός: εισίν γαρ πηγματισταί περιστεραί και πολύχρωμα εισίν, ο ψαρός, ο μελανοειδής, ο χρυσόμορφος, ο ολόλευκος, ο πυρροειδής Φυσιολ. (Zur.) XII 17· αι περιστεραί, λευκαί και ποικίλαι και μαύραι και πυροειδείς Φυσιολ. (Zur.) XII 2b3· γνώθι δε περί της λευκής και πυροειδούς περιστεράς Φυσιολ. (Sbord.) 21810· (εδώ μεταφ. προκ. για τον Ιωάννη τον Bαπτιστή): Ούτω και εις την του Σωτήρος έλευσιν ελάλησαν οι προφήται ... και ουκ ίσχυσαν τον λόγον βεβαιώσαι, έως ου διήλθεν η πυροειδής περιστερά, τουτέστιν Ιωάννης ο Βαπτιστής και πλείον των άλλων εβεβαίωσεν τον λόγον Φυσιολ. (Sbord.) 2202‑3.
       
  • σκήνωσις
    η, Φυσιολ. (Zur.) XXXVIII 12, Φυσιολ. 36625.
    Το μτγν. ουσ. σκήνωσις. Η λ. στο Steph., Θησ.· βλ. και LBG.
    Κατοίκηση, διαμονή· κατοικία: έστι τούτο το πετεινόν πάνυ φρόνιμον υπέρ πολλά πετεινά. Μίαν δε σκήνωσιν έχει και μίαν μάνδραν, ου πολλάς κοίτας ζητεί Φυσιολ. (Sbord.) 1427.
       
  • σολδός,
    επίθ., Φυσιολ. (Zur.) XXIII10.
    Από το λατ. soldus (<solidus). Η λ. στο LBG (λ. σόλιδος).
    α) Στερεός, συμπαγής: με το ους ακροάται (ενν. ο δενδροκόλαφος), και ει μεν έστι κούφον και ακάρδιον το δένδρον, ποιεί εκκοπήν και εισέρχεται εν αυτῴ και νοσσιεύει …· ει δε έστι σολδόν, ιλαρόν και ολοκάρδιον το δένδρον, ταχέως αναχωρεί απ’ αυτού Φυσιολ. (Sbord.) 2323· β) (μεταφ. προκ. για άνθρωπο) ηθικά ακέραιος, δυνατός: ει μεν έστι κούφος και ακάρδιος ο άνθρωπος, ευθέως εισέρχεται (ενν. ο διάβολος) εις αυτόν και νοσσιεύει εν τῃ καρδίᾳ αυτού· ει δε έστι σολδός και ολοκάρδιος ο άνθρωπος, αναχωρεί απ’ αυτού ταχέως Φυσιολ. (Sbord.) 2335.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης