Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 5 εγγραφές  [0-5]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Φυσιολ. (Punt.) B

  • ακάρδιος,
    επίθ., Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 4970, Λίβ. (Lamb.) Sc. 775, 2276, Λίβ. (Lamb.) Esc. 3461, Λίβ. (Wagn.) N 1666, Αχιλλ. (Haag) L 217, Αχιλλ. (Hess.) N 277, Αχιλλ. (Hess.) L 197, Φυσιολ. (Legr.) 856, Φυσιολ. (Zur.) XXIII5-6, Φυσιολ. (Punt.) B 84, Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 263, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 31533-34.
    Το μτγν. επίθ. ακάρδιος (Για τα επίθ. με β΄ συνθ. το ουσ. καρδία πβ. Χαριτων., ΕΕΦΣΠΘ 4, 1938, 307-309).
    1) α) Που δεν έχει καρδιά (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S): είλκυσε την καρδίαν μου του πόθου σου ο μαγνήτης (παραλ. 1 στ.), εμένα κάρδιον ήφηκεν και αντί καρδίας μου πάλιν| έχω το δακτυλίδιν σου Λίβ. Sc. 775· β) που η καρδιά του έχει πάψει να λειτουργεί, νεκρός: ακάρδιος να επόμεινε, νεκρός, αποθαμένος Λίβ. Esc. 3461. 2) Άκαρδος, χωρίς αισθήματα, άσπλαχνος (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S Suppl.· πβ. ΙΛ λ. άκαρδος 2): Πολλά είναι φοβερός και δυνατός και λέων θρασύς, ανήμερος, ακάρδιος, αιματοπότης Διγ. Άνδρ. 31533-34. 3) Δειλός, τιποτένιος (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S· πβ. ΙΛ λ. άκαρδος 1α): Ει τις δε πέσει εις έρωταν και κρατηθεί εις αγάπην,| τούτον ακάρδιον και άνανδρον να τον κατονομάσω Αχιλλ. N 277. 4) Που δεν έχει δυνατή θέληση: και όταν εύρει δυνατόν, όρθόν, βεβαιωμένον,| απαρασάλευτον τον νουν, ακέραιον τῃ πίστει,| πορεύεται εις έτερον ακάρδιον, κωφόν τε,| ράθυμον, οκνόν προσευχής, γαστρίμαργον, υπνώδη Φυσιολ. (Legr.) 856. 5) Προκ. για ξύλο που δεν έχει εντεριώνη, στερεός (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S): και ει μεν έστιν κούφον και ακάρδιον το δένδρον, ουκ αναχωρεί απ’ αυτού ευθέως Φυσιολ. (Zur.) ΧΧΙΙΙ5-6.
       
  • ακέραιος,
    επίθ., Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 126, 499, 610, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 122, 516, Σπαν. (Hanna) A 373, Προδρ. (Hess.-Pern.) III 161, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 2709, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5715, Διγ. (Καλ.) Esc. 1083, Φλώρ. (Κριαρ.) 507, Λίβ. (Μαυρ.) P 76, 659, 825, 838, 2101, 2242, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2, 15, 488, 880, 1709, 1892, 2103, 2591, 3077, Λίβ. (Lamb.) Esc. 73, 947, 1130, 1143, 1962, 3051, 3281, 4238, Λίβ. (Wagn.) N 94, 809, 994, 1451, 1772, 2547, 2726, 2915, 3192, 3659, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 29, 730, 906, 1598, 1913, 2169, 2318, Φυσιολ. (Legr.) 317, 637, 640, Φυσιολ. (Pitra) 34725, 37026, Φυσιολ. (Punt.) B 101-2, Rechenb. 116, 8312, Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 182, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 539, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 11810, 1208, Μηλ., Οδοιπ. (Παπαγ. Σπ.) 634· ’κέραιος, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) A 739· ακέραιος, Βίος γέρ. (Schick) V 598· ακέριος, Φλώρ. (Κριαρ.) 65, Θησ. (Βεν.) Δ΄ [648], Ε΄ [988], Θησ. (Schmitt) 336, V 97, 98, Ch. pop. (Pern.) 373, Πιστ. βοσκ. (Joann.) II 7, 146, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 49425· άκεριος, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 4912 (διόρθ. Ξανθ., BZ 18, 1909, 598, από άκερος).
    Το αρχ. επίθ. ακέραιος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ). Οι τ. ακεραίος και άκεριος πιθ. κατά βιασμό.
    1) Ανελλιπής, ολόκληρος, ολοκληρωμένος, πλήρης (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): χρόνον ακέραιον περπατώ και κόσμο (έκδ. κόσμον) αναγυρεύω Λίβ. (Lamb.) Esc. 73· και εκράτησεν ο γάμος τους τρεις μήνας ακεραίους Διγ. Esc. 1073· εκείνον τό υποσχεθείς ακέραιόν το πέμψε Σπαν. A 373· και το τειχιό κοιτάζουνε στην Άμμον και κρεμνάται| ακέριο κι εκρεμνίστηκε κι επλάκωσε τις φόσσες Τζάνε, Κρ. πόλ. 49425· Όρισεν κι επληρώσαν τους την ρόγαν τους ακέραιαν (έκδ. ακέραιαν)| και τον Μελίκ φιλοτιμά και ξένια του εδώκεν Χρον. Μορ. H 5715· ν’ αποκρατώ τον πόθο μας ’κέραιον και αγαπημένον Φαλιέρ., Ιστ. A 739· Ακέραιον το ενδεχόμενο εποίκα της αγάπης Λίβ. N 3659· Σπίτι δεν είναι ατρύπητο, πόρτα, ουδέ παραθύρι,| ουδ’ άκεριο καμπαναριό, ούτε και μοναστήρι Τζάνε, Κρ. πόλ. 4912· στέργε εις την ασχόλησιν, πόθον μη αποδημείτε·| αναμονή καλόν ένι, πληρώνει ακέραιον πράγμα Λίβ. P 825. 2) Ακέραιος αριθμός: τι μέρος του ακεραίου εστίν Rechenb. 116. 3) Αληθινός, πραγματικός, γνήσιος: ο χρόνος ...| φίλον εμόν σε απέδειξεν ...| ακέραιον, ασκανδάλιστον, φίλον ορθόν εις φίλους Λίβ. Sc. 2591· και εγράψασι τα χέρια σου πιττάκιν μανιωμένον,| πιττάκιν να έχει θάνατον ακέραιον εδικόν μου Λίβ. Esc. 1962· μισάνθρωπε, μισοτραγί και ακέριον (έκδ. ακαίρον)| οζό καταλυμένον Πιστ. βοσκ. ΙΙ 7, 146· Περιστερά ακέραια υπάρχει εις την γνώμην Φυσιολ. 637 . Πβ. άδολος α, αδόλωτος α. 4) Ευθύς, τίμιος, αγνός (Η σημασ. ήδη στο Γρηγόριο Νύσσ., Lampe, Lex. στη λ. 1): Ο ακέραιος εις τον έρωταν ποτέ ουκ αποτυγχάνει Λίβ. Esc. 1143· ούτως ουδέν ακέραιον εν ανθρωπίνῃ φύσει Μανασσ., Χρον. 2709· Ο κύων υποτάσσεται τοις εαυτού δεσπόταις| και νυν ακέραιος λοιπόν ωσεί (έκδ. ως η· διορθώσ.) περιστερά τε Φυσιολ. 317 (για την παρομοίωση βλ. Lampe, Lex., λ. ακεραιότης 2)· και ότι αναιτίατος ένι εις το καθόλου,| άδολος και   ακέραιος, χωρίς επιβουλίας Γεωργηλ., Βελ. 182· την θεωριάν, την σύστασιν, το ακέριο φρόνημά της Φλώρ. 65· Γαμβρούς μελέτησε να βρεις να ’χουν κορμιά ακέρια (έκδ. ακέραια)| παρά να λείπουν αρετές και να ’χουσι δηνέρια Δεφ., Λόγ. 539. 5) (Προκ. για νεκρό) άλειωτος (Η σημασ. ήδη στον Ιουστίνο μάρτ., Lampe, Lex. στη λ. 2, και σήμ., ΙΛ στη λ. 1γ): έστεκεν άλυτη και ακέραια, καθώς την έθαψαν Ιστ. πατρ. 1208· το λείψανο του αγίου Νικολάου σώο και ακέραιο Μηλ., Οδοιπ. 634. Το ουδ. ως ουσ. = η ακεραιότητα: Το ακέραιον του φρονήματος, το δυνατόν του πόθου Φλώρ. 507.
       
  • ακρότομος,
    επίθ., Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 192, Φυσιολ. (Legr.) XXXI, Φυσιολ. (Punt.) B 511, 67-8, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) 395.
    Το μτγν. επίθ. ακρότομος.
    1) Απόκρημνος, κοφτερός: και ρίπτει αυτόν επί ακροτόμου πέτρας Φυσιολ. ΧΧΧΙ. 2) Υψηλός (βλ. Σούδα): ώδε προς τέρψιν έθαλλον ουρανομήκη δένδρα,| πλάτανος υδατότροφος, ακρότομος ελάτη Μανασσ., Χρον. 192.
       
  • ανακαινίζω,
    Φυσιολ. (Legr.) 94, 96, 106, Φυσιολ. (Pitra) 35915, Φυσιολ. (Punt.) B 416, Μάρκ., Βουλκ. (Λάμπρ.) 3442, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ (Ζώρ.) 686, Βίος αγ. Νικ. (Legr.) 29, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 118, 2733, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 28, 41, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 164 μϛ΄.
    Το αρχ. ανακαινίζω. Η λ. και σήμ. ως λόγ. και στον Πόντο (ΙΛ).
    Ά́ Ενεργ. 1) Ανοικοδομώ (πόλη, εκκλησία, κλπ.) (Πβ. L‑S· πβ. και τας πόλεις ανακαινίσας Χρον. Μον. T 66): συγκαταβάσει του ρηγός βωμούς ανακαινίσαι Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 686. —Συνών.: ανασταίνω 2β. 2) Ιδρύω, εγκαινιάζω (εκκλησία) (Βλ. και Χατζιδ., Αθ. 21, 1909, 448): τες θείες εκκλησίες,| τες ποίες ανεκαίνισαν εν τῳ ονόματί σου Βίος αγ. Νικ. 29. 3)   α1) Κάνω να αναβιώσει κάτι: Θεέ, ταύτην αφάνισον και μη την καρτερέσεις,| ότι αυτή τον Άρειον είχεν ανακαινίσει,| εχθρόν τον Μακεδόνιον τόν είχεν εξυπνήσει Ιστ. Βλαχ. 2733· α2) (προκ. για φωνή ζώων): επαναλαμβάνω: εκείνος τρεις φωνάς άλλας ανακαινίζει Φυσιολ. 94, 96, 106· β) ανανεώνω, ενισχύω (αίσθημα): Καλά εσυμβουλεύτηκε να δώσουν, να χαρίσουν| και την αγάπην προς αυτόν να την ανακαινίσουν Ιστ. Βλαχ. 118· γ) ανανεώνω (κάποιον ψυχικώς) (Βλ. και Lampe, Lex. στη λ. A· πβ. να ανακαινισθεί το ελεεινόν γένος Σοφιαν., Παιδαγ. (Legr.) 93): Ανακαίνιζε σεαυτόν λοιπόν διά της μετανοίας Φυσιολ. 35915. Μέσ. α) Ξανανιώνω, αναζωογονούμαι: αετός παρά το «αεί έτος» διά το πολλάκις ανακαινίζεσθαι Μάρκ., Βουλκ. 3442· πβ. και ανακαινώνω Β· β) ανανεώνομαι (πνευματικά) (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. Βe): ανακαινίσου ’κ των γραφών, νέκρωσον αμαρτίας Φυσιολ. 106.
       
  • αντιστηρίζω,
    Φυσιολ. (Zur.) IXL 216, Φυσιολ. (Punt.) B 917.
    Η λ. στον Αριστοτέλη.
    Υποστηρίζω, προστατεύω (Πβ. L‑S Κων/νίδη στη λ. Ι): επελεύσεταί σοι ευχή παρά πατρός και μητρός η αντιστηρίζουσά σε από πάσης κακουργίας Φυσιολ. IXL216 — Βλ. και αγιτιάζω.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης